Λόγος στόν Ἅγιο Πατέρα, Μέγα Ἱεράρχη, Μυροβλύτην καὶ Θαυματουργὸ Νικόλαο
Ἤλθαμε, ὢ ἄριστε τῶν ποιμένων, γιά νά σοῦ ἀνταποδώσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας καί τίς εὐχαριστήριες εὐχὲς γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες σου καὶ νά ποῦμε καταλλήλους λόγους, ὅσον εἶναι αὐτὸ δυνατὸ σὲ μᾶς. Διότι δέν νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀναφέρω ὅλα ὅσα ἄλλοι συγγραφεῖς ἔγραψαν γι’ αὐτὸν ἢ ἀναφέρει ἡ προφορικὴ παράδοση, ποὺ ἀφοροῦν ἄλλα μὲν στόν βίο, ἄλλα δὲ στή θαυμαστὴ καὶ φιλάνθρωπη πολιτεία του, ἀφοῦ δέν θὰ εἴχα τή δυνατότητα νά πράξω κάτι τέτοιο γιά ὅλα αὐτά. Ἄλλωστε ἐὰν ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶχε ἀνάγκη ἐπαινετικῶν λόγων γιά νά φανεῖ καλύτερος, θὰ ἔπρεπε νά ἀναφέρω ὅλους τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους χωρὶς νά παραλείψω κανένα. Τώρα ὅμως ἄλλος εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ἐπιθυμῶ νά παραθέσω τοὺς λόγους πού ἀναφέρονται στό ἦθος τῆς χριστιανικῆς πολιτείας του καὶ νά ἀποδώσω τίς εὐχαριστήριες εὐχές. Μοῦ φαίνεται λοιπὸν ὅτι θὰ πρέπει νά παραλείψω ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὴν καταγωγὴ καὶ τοὺς γονεῖς του -ἄν καί κάτι θὰ ἤθελα καὶ ἀπ’ αὐτὰ νά πῶ, ἔστω καὶ λίγα- καὶ νά ἔλθω σὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στήν προσωπικὴ χριστιανικὴ πολιτεία του. Ἀλλὰ ποιός ἐπαινετικὸς λόγος θὰ μποροῦσε νά ἐγκωμιάσει ἀξίως ἐκεῖνον γιά τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔγινε στεφάνι του καὶ ἰσχύει γι’ αὐτὸν τὸ «ἡ γὰρ δόξα μου ὁ Θεός μου».
Διότι γι’ αὐτὸν ὄχι μόνο δόξα, περιστατικὸ ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτά πού ἐπιθυμοῦν συνήθως οἱ ἄνθρωποι δέν ἔγινε στό βίο του ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τήν ψυχή του διαμόρφωσε κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε καὶ τὴν ὑπάρξή του καὶ τή ζωή του καὶ τὴν σκέψη του ἀφιέρωσε σ’ Αὐτόν, Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκόμη εἰσέλθει πλήρως στό στάδιο τοῦ ἀνθρώπινου βίου φαινόταν ὅτι θὰ γίνει ἅγιος, ἱερὸς καὶ θεῖος χαρακτῆρας. Διότι ὅπως κατάλαβε ὅτι ὀφείλει νά εὐγνωμονεῖ τὸν Θεὸ καὶ νά θυμάται τίς πολλὲς εὐεργεσίες του, ἔτσι προσπαθοῦσε να ἀρκεῖται μέ ὅσα εἶχε. Ἡ τροφὴ του ἤταν λιτή, συνήθως τὸ γάλα, καὶ σεβόταν τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τῆς ἐγκράτειας, τρώγοντας ὅταν ἐπιτρεπόταν καὶ ἀπέχοντας ὅταν ἀπαγορευόταν. Ἐφάρμοζε καὶ στήν περίπτωση τοῦ φαγητοῦ τὸν λόγο τοῦ Παύλου πού λέει ὅτι πρέπει νά βάζουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς σκοπὸ κάθε ἔργου μας «εἴτε τρῶμε εἴτε πίνουμε». Ἴσχυε καὶ γι’ αὐτὸν αὐτό πού λέγεται στή Γραφὴ γιά τὸν Σωτήρα Χριστὸ «πρὶν γνῶναι τὸ παιδίον πονηρὰ ἢ ἀγαθά, ἐκδέξεται τὰ ἀγαθά». Διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἔφθασε στό σημεῖο αὐτό μέ τή θελήσή του, αὐτὸ πράγματι εἶναι σπουδαῖο καὶ ἑξαιρετικὸ γεγονός, σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἂν δὲ ὁ Θεὸς τὸν παρακίνησε σ’ αὐτό, τὶ ἄλλο ἀποδεικνύει αὐτό, παρὰ ὅτι ὁδηγεῖτο ἀπὸ Πνεῦμα Θεοῦ καὶ ὅτι εἶναι μιμητής τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἔδειχνε μέ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ θαυμάσιο μέλλον τοῦ Ἁγίου ἀνδρός; Μέγα ἀγαθὸ λοιπὸν τὸ νά μιμηθεῖ κανεὶς τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Αὐτὰ ἀποδεικνύονται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δέν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸν του, οὔτε ἔπραττε ἐκεῖνα πού, κατὰ τή γνώμη του, ἦσαν καλὰ καὶ ἀρέσαν σ’ αὐτόν, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς «οὐχὶ ἑαυτῷ ἤρεσεν», ἀλλὰ ἔπραττε τὰ πάντα ἔχοντας «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος. Αὐτὰ μποροῦμε νά τὰ συμπεράνουμε ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, φαίνονται δὲ ἀπὸ ὅσα ὁ Ἅγιος ἔπραξε, φανέρωσε δὲ καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅσα τὸν καταξίωσε στή συνέχεια. Διότι ὁ μὲν Ἅγιος εἶχε τὸν μετέπειτα βίο του συμφωνο μὲ τὴν νεανικὴ ζωή του, ὥστε μποροῦσε νά καταλάβει κανεὶς ἀπὸ τή νηπιακὴ του ἡλικία ποία ἐπρόκειτο νά εἶναι ἡ νεανικὴ του· νά συμπεράνει δὲ ἀπὸ τὰ μετέπειτα τὰ προηγούμενα, ἐνῶ παράλληλα συμπεριφερόταν μέ περισσότερη ὡριμότητα ἀπὸ τὴν ἡλικία του. Ἐνῶ δὲ προσείλκυε ὅλων τίς ψυχές, φαινόταν σὰν ἕνα θεῖο καὶ ἱερὸ πρόσωπο ἀφιερωμένο στόν Θεό, ἄξιο κάθε τιμῆς. Καὶ ἤταν ἱερέας τοῦ Θεοῦ, πού μέ τὰ λαμπρὰ του ἤθη κόσμησε τὴν ἱερωσύνη. Ἤταν παρθένος καὶ στή ψυχὴ καὶ στό σῶμα, δίκαιος, μετριόφρονας, χωρὶς κενοδοξία, πρᾶος, φιλάνθρωπος καὶ πολλοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ διάφορες βιοτικὲς συμφορές. Συνέχεια
Ὁ Ἅδης τῆς πλεονεξίας
1. Υπάρχουν δύο ειδών πειρασμοί. Δηλαδή, ή οι θλίψεις βασανίζουν τις καρδιές όπως το χρυσάφι στο καμίνι, και δοκιμάζουν την υπομονή και την ανθεκτικότητά τους ή, πολλές φορές, οι ευλογίες και τα πλούτη της ζωής αυτής γίνονται δοκιμαστήριο και πειρασμός για τους περισσότερους. Πράγματι, είναι εξίσου δυσκατόρθωτο να μη χάσει τη δύναμή της η ψυχή στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής, αλλά και να μην υπερηφανευθεί στις ευτυχείς καταστάσεις. Παράδειγμα για το πρώτο είδος των πειρασμών είναι ο μέγας Ιώβ. Αυτός ο ακαταμάχητος αθλητής, σήκωσε με ακατάβλητο ψυχικό σθένος και ακλόνητη γενναιότητα καρδιάς όλη τη χειμαρρώδη διαβολική επιθετικότητα και βία εναντίον του, και αναδείχθηκε τόσο ανώτερος από τους πειρασμούς, όσο ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα τα παλαίσματα που του παρουσίασε ο εχθρός. Παραδείγματα τώρα για τους πειρασμούς, που προέρχονται από την ευημερία, υπάρχουν πολλά. Ένα απ’ αυτά είναι και ο άφρονας πλούσιος της παραβολής του Ευαγγελίου που μόλις τώρα αναγνώσαμε. Ο πλούσιος αυτός, ενώ είχε πολλά πλούτη στα χέρια του, επιθυμούσε να αποκτήσει περισσότερα. Και ο φιλάνθρωπος Θεός δεν τον καταδίκασε από την αρχή για την αγνώμονα συμπεριφορά του, αλλά πάντοτε στον υπάρχοντα πλούτο του πρόσθετε και άλλον, μήπως τυχόν κάποτε επερχόταν κόρος στην ψυχή του και οδηγείτο στην ημερότητα και στην ανθρωπιά. Ας δούμε όμως τι μας λέει το χωρίο αυτό: «Ενός ανθρώπου πλούσιου τα χωράφια είχαν μεγάλη σοδειά. Και αυτός έπεσε τότε σε αγχώδη συλλογή και έλεγε: Τί να κάνω; Πού να συγκεντρώσω και να αποθηκεύσω τα εισοδήματά μου;». Και, ύστερα από μεγάλο ταλανισμό και συλλογή, είπε: «Αυτό θα κάνω: Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες και εκεί θα συγκεντρώσω όλα τα γεννήματα και τα αγαθά μου». Γιατί όμως να έχουν τόση μεγάλη σοδειά τα χωράφια ενός ανθρώπου που δεν επρόκειτο να κάνει κανένα καλό από τα αγαθά που θα μάζευε; Αυτό έγινε, για να φανεί καθαρότερα η μακροθυμία του Θεού και να γίνει ξεκάθαρο μέχρι ποιο σημείο εκτείνεται η αγαθότητά Του. Διότι ο Κύριος «βρέχει και για τους δίκαιους και για τους άδικους και ανατέλλει τον ζωογόνο ήλιο Του και για τους πονηρούς και για τους αγαθούς». Η αγαθότητα όμως αυτή του Θεού επισωρεύει μεγαλύτερη κόλαση για τους πονηρούς. Τί έκανε ο Θεός στην περίπτωση του άφρονα πλούσιου; Εριξε τις βροχές στη γη που καλλιέργησαν τα χέρια του πλεονέκτη. Εδωσε τον ήλιο, για να βλαστήσουν οι σπόροι και να πολλαπλασιαστούν οι καρποί με την ευφορία. Όλα λοιπόν όσα προέρχονται από τον Θεό είναι πάρα πολύ καλά. Διότι ο Θεός προσφέρει κατάλληλη γη, εύκρατες καταστάσεις αέρων, άφθονα σπέρματα, τη συνεργία των βοδιών για το όργωμα των χωραφιών και όλα τα άλλα, τα οποία συντελούν στο να ακμάζει η γεωργία. Τί στάση κράτησε όμως ο πλούσιος αυτός άνθρωπος απέναντι σ’ όλα αυτά; Μεμψιμοιρία, μισανθρωπία, ανελεημοσύνη, άρνηση κάθε προσφοράς προς τον συνάνθρωπο. Αυτά αντιπαρέθεσε προς εκείνα που του παραχώρησε ο Ευεργέτης του. Δεν σκέφτηκε ότι θά ‘τανε καλό να διαμοιράσει το πλεόνασμα στους φτωχούς αδελφούς του. Δεν λογάριασε καθόλου την εντολή που λέει: «Μην αρνηθείς να βοηθήσεις τον φτωχό»· και «το έλεος και η καλή διάθεση προς τους ενδεείς, ας μη σε εγκαταλείπουν». Επίσης λησμόνησε την προτροπή που λέει: «Να μοιράζεις το ψωμί σου μ’ αυτόν που πεινάει». Ετσι, αν και όλοι οι Προφήτες και οι διδάσκαλοι το διαλαλούν, όμως δεν εισακούονταν από τον Πλούσιο. Αλλά, ενώ οι αποθήκες έσπαζαν από τα αποθηκευμένα αγαθά, η άπληστη καρδιά του δεν χόρταινε. Διότι, με το να προσθέτει πάντοτε τα νέα εισοδήματα στα παλαιά και με το να αυξάνει με τις ετήσιες συγκομιδές τον πλούτο του, έφθασε στο αδιέξοδο και έπεσε σε άγχος και αμηχανία. Η πλεονεξία δηλαδή δεν του επέτρεπε να θυσιάσει κάτι από τα παλαιά εισοδήματα και έτσι δεν είχε πια τη δυνατότητα να διευθετήσει τα νέα, λόγω του μεγάλου πληθωρισμού και της παραγωγής. Γι’ αυτό τα σχέδιά του ήταν ανεφάρμοστα και οι φροντίδες ανυπέρβλητες. «Τί να κάνω;». Ποιός δεν θα ελεούσε αυτόν τον ταλαίπωρο, που είχε πέσει σε τέτοια μέριμνα και σκλαβιά; Δύστυχος και ταλαίπωρος μπροστά στη μεγάλη σοδειά. Ελεεινός μπροστά στα αγαθά του παρόντος κόσμου. Ακόμη πιο ελεεινός όμως μπροστά στα προσδοκώμενα. Η γη δεν αποδίδει για τον πλούσιο εισοδήματα. Αναβλαστάνει γι’ αυτόν στεναγμούς. Δεν του συγκεντρώνει ευφορία καρπών, αλλά μέριμνες, στενοχώριες και φοβερό άγχος. Θρηνεί και οδύρεται παρόμοια μ’ αυτούς που είναι φτωχοί. Μήπως και αυτός που πιέζεται από τη φτώχεια δεν βγάζει απ’ την καρδιά του την ίδια κραυγή; «Τί να κάνω; Πού να βρω τροφές; Πού να βρω ενδύματα;». Τα ίδια λέει και ο πλούσιος. Οδύνη έχει στην καρδιά του. Τον κατατρώει η μέριμνα. Αυτό που ευφραίνει τους άλλους, αυτό λιώνει τον πλεονέκτη. Διότι δεν χαίρεται που το σπίτι του είναι γεμάτο απ’ όλα, αλλά κεντά την ψυχή του ο πλούτος που ξεχειλίζει και ξεχύνεται άφθονος. Η έννοια του είναι τι θα τα κάνει όλα αυτά τα αγαθά. Ο τρόμος του είναι μήπως, καθώς ξεχειλίζει ο πλούτος του, χυθεί προς τους έξω και γίνει αφορμή να ελεηθεί κάποιος φτωχός.
2. Στ’ αλήθεια, μου φαίνεται πως το πάθος του μοιάζει με το πάθος των γαστριμάργων, που προτιμούν να σκάσουν καλύτερα, παρά να δώσουν κάτι από όσα τους περισσεύουν στους φτωχούς. Άνθρωπε, έλα στον εαυτό σου και σκέψου Εκείνον που σου χορηγεί όλα αυτά τα αγαθά. Σκέψου ποιος είσαι. Αναλογίσου σε πόσα πράγματα σε κατέστησε οικονόμο ο Θεός. Από Ποιόν τα έλαβες. Γιατί προτίμησε εσένα μέσα σε τόσους ανθρώπους. Είσαι υπηρέτης αγαθού και φιλάνθρωπου Θεού. Είσαι οικονόμος των συνανθρώπων σου. Μη θεωρείς ότι όλα αυτά δόθηκαν για τη δική σου γαστέρα. Γι’ αυτά που κρατάς στα χέρια σου, να σκέπτεσαι σαν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν για λίγο χρόνο, έπειτα διαλύονται και χάνονται. Γι’ αυτά όλα όμως θα σου ζητηθεί λόγος με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Παραταύτα, εσύ όλα αυτά τα έχεις αμπαρώσει με θύρες και κλειδαριές. Τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς και μεριμνάς και φροντίζεις και σκέπτεσαι, έχοντας ως ασύνετο σύμβουλο τον εαυτό σου· «τί θα κάνω;». Ήταν πολύ εύκολο να απαντήσει ο πλεονέκτης αυτός πλούσιος στον εαυτό του και να του πει: Θα χορτάσω τις ψυχές αυτών που πεινούν. Θα ανοίξω τις αποθήκες και θα προσκαλέσω όλους τους φτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ στη φιλανθρωπία. Θα κάνω γενναιόδωρες προτάσεις στους αναγκεμένους: «Όσοι δεν έχετε ψωμί και πεινάτε, ελάτε σε μένα. Ο καθένας να πάρει από την άφθονη δωρεά που μου παραχώρησε ο Θεός· σαν από κοινή πηγή, να πάρει όσο του χρειάζεται και του είναι αρκετό». Αλλά εσύ, πλεονέκτη πλούσιε, δεν είσαι τέτοιος. Που να τα βρεις εσύ αυτά τα λόγια; Εσύ φθονείς τους ανθρώπους, αν τους δεις κάτι να απολαμβάνουν. Εσύ σκέφτεσαι πονηρά στο βάθος της ψυχής σου και φροντίζεις, όχι πως θα δώσεις στους άλλους τα αναγκαία, αλλά πως θα τα αποθηκεύσεις και θα τα στερήσεις απ’ αυτούς. Βρίσκονταν μπροστά του αυτοί που θα έπαιρναν την ψυχή του και αυτός συζητούσε με τον εαυτό του για τα υλικά αγαθά. Τη νύκτα αυτή θα παραλάμβαναν την ψυχή του και αυτός είχε την ψευδαίσθηση πως θα ζήσει πολλά χρόνια και θα απολαμβάνει. Του δόθηκε χρόνος να σκεφθεί το καθετί και να δεχθεί την απόφαση που άξιζε στην προαίρεσή του.
3. Αυτό να μην το κάνεις εσύ, αδελφέ. Γι’ αυτό το λόγο το αναφέρει η Αγία Γραφή, για να αποφύγουμε να μοιάσουμε στον άφρονα Πλούσιο. Να μιμηθείς τη γη, αγαπητέ μου. Να καρποφορήσεις όπως εκείνη. Να μη φανείς κατώτερος από την άψυχη γη. Η γη εκτρέφει τους καρπούς της, όχι για τη δική της απόλαυση, αλλά για τη δική σου εξυπηρέτηση. Εσύ όμως, αν κάνεις κάποιο καλό έργο, αν δείξεις αγάπη σ’ αυτόν που έχει ανάγκη, η Χάρη δεν θα δοθεί σε κάποιον άλλον, αλλά εσένα θα επισκιάσει. Διότι πρέπει να ξέρεις ότι, για κάθε φιλόστοργη και ελεήμονα κίνησή μας προς τον πλησίον μας, λαμβάνουμε Χάρη, λόγω του ότι ανοιγόμαστε προς τον αδελφό και του δείχνουμε αγάπη. Δίνεις λ. χ. σ’ αυτόν που πεινά. Εσύ κερδίζεις μ’ αυτό που δίνεις, διότι παίρνεις πολλή Χάρη. Είναι όπως ο σπόρος του σιταριού που, όταν πέσει στη γη, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πηγή πλουτισμού για τον σπορέα. Ετσι και το ψωμί που δόθηκε στον φτωχό, φέρνει εκ των υστέρων πλούσια την ωφέλεια σ’ αυτόν που το πρόσφερε, στον ελεήμονα. Ας είναι λοιπόν για σένα η συγκομιδή της γεωργικής σου εργασίας, αρχή της επουράνιας σποράς. Διότι και η Γραφή λέει: «Σπείρετε για τον εαυτό σας δικαιοσύνη». Γιατί λοιπόν αδημονείς και άγχεσαι; Γιατί πιέζεις και τσακίζεις τον εαυτό σου, προσπαθώντας να περικλείσεις τον πλούτο σου με πηλό και πλίνθους; «Είναι προτιμότερο το καλό όνομα από τα μεγάλα πλούτη». Αν όμως θαυμάζεις και καμαρώνεις για τα χρήματα, επειδή λαμβάνεις τιμές απ’ αυτά, σκέψου πόσο μεγαλύτερη δόξα σου επιφέρει το να ονομάζεσαι πατέρας μύριων παιδιών, παρά να έχεις στο βαλάντιό σου μύριους στατήρες. Τα χρήματα βέβαια, και χωρίς να το θέλεις, θα τα αφήσεις εδώ, σ’ αυτή τη γη, την υπόληψη όμως για τα καλά σου έργα, θα την αποκομίσεις στον Δεσπότη, όταν ολόκληρος λαός θα σταθεί μπροστά στον κοινό Κριτή και θα σε ονομάσει τροφέα του, ευεργέτη και φιλάνθρωπο. Δεν βλέπεις μέσα στα θέατρα, αυτούς που δωρίζουν τον πλούτο τους στους αθλητές, στους ηθοποιούς, στους πυγμάχους, στους θηριομάχους, — ανθρώπους που πολλές φορές πονάει κανείς και μόνο που τους βλέπει για το κατάντημά τους— πώς το κάνουν για μια στιγμιαία τιμή, επειδή τους ζητοκραυγάζει και τους χειροκροτεί ο λαός; Και συ που πρόκειται να απολαύσεις τόσο μεγάλη δόξα, είσαι τόσο μικροπρεπής και σφιχτός στο να προσφέρεις κάτι από τα αγαθά σου; Ο Θεός είναι αυτός που αποδέχεται τις προσφορές σου. Άγγελοι είναι αυτοί που θα σε επευφημούν. Όλοι οι άνθρωποι, από κτίσεως κόσμου, θα σε μακαρίζουν. Δόξα αιώνια, στεφάνι δικαιοσύνης, ουράνια Βασιλεία θα είναι τα έπαθλα της καλής διαχειρίσεως των υλικών και φθαρτών τούτων πραγμάτων. Αλλά εσύ για κανένα απ’ αυτά δεν φροντίζεις. Σε έχει απορροφήσει η φροντίδα για τα παρόντα και περιφρονείς τα ουράνια αγαθά, τα οποία ελπίζουμε ότι θα λάβουμε. Ελα λοιπόν, άρχισε να διαθέτεις κάποια από τα πολλά σου αγαθά, όπου υπάρχει ανάγκη. Γίνε φιλότιμος και ανοικτός προς όσους τα χρειάζονται. Ας πούνε και για σένα: «Σκόρπισε ελεύθερα, έδωσε στους αναγκεμένους, η αρετή του θα μείνει αξέχαστη στους αιώνες». Πρόσεχε, να μην είσαι πολυδάπανος και να μη βγάζεις συνεχώς καινούργιες ανάγκες. Να μην περιμένεις να πέσει έλλειψη σιταριού, για να ανοίξεις τις αποθήκες σου και να το πουλήσεις πανάκριβα. Διότι «αυτός που υπερτιμά το σιτάρι, είναι λαοκατάρατος». Μην περιμένεις να έλθει πείνα, για να κερδίσεις εσύ χρυσάφι. Ούτε να χαίρεσαι για τη φτώχεια που πέφτει στο λαό, επειδή γίνεται αφορμή, για να πλουτίσεις εσύ. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρώπινων συμφορών. Μην εκμεταλλευθείς τον καιρό που ο Θεός παιδαγωγεί τον κόσμο με τη στέρηση των αγαθών, για να αποκτήσεις χρηματική περιουσία. Μην ερεθίζεις τα τραύματα αυτών που χτυπήθηκαν από τις δυσκολίες της ζωής, με το μαστίγιο της συμφοράς. Αλλά εσύ αποβλέπεις στο χρήμα, δεν σε ενδιαφέρει ο αδελφός. Ξέρεις να διακρίνεις τα νομίσματα και το χαρακτηριστικό τους χάραγμα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κάλπικα, αλλά όμως δεν μπορείς να διακρίνεις καθόλου και να εντοπίσεις τον αδελφό σου που βρίσκεται μέσα στις συμφορές.
4. Και η στιλπνάδα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν σκέπτεσαι όμως ούτε λογαριάζεις πόσο μεγάλος είναι ο στεναγμός του φτωχού που σε κατατρέχει. Πώς να σου δώσω να καταλάβεις τα βάσανα του φτωχού; Ο φτωχός που δεν έχει τίποτα, ψάχνει γύρω, παρατηρεί τα πράγματα του σπιτιού του. Βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει στο σπίτι του, ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. Η οικοσκευή του και τα ρούχα του είναι τέτοια, που όλα-όλα αξίζουν λίγους οβολούς. Τί να κάνει; Πού να βρει κάτι για να ζήσει; Στρέφει το βλέμμα του στα παιδιά του. Σκέπτεται να τα οδηγήσει στην αγορά, για να τα πουλήσει! Ισως έτσι να βρει κάποια παρηγοριά από τον βέβαιο θάνατο (*). Σκέψου εδώ, εσύ πλούσιε πλεονέκτη, τον αγώνα που έχει αυτός ο πατέρας, τον αγώνα που του επιβάλλει από τη μια η πείνα και από την άλλη η πατρική αγάπη και στοργή. Από τη μια η πείνα τον απειλεί και φέρνει στα μάτια του τον πιο οικτρό θάνατο και από την άλλη η φυσική αγάπη του γονιού προς τα παιδιά του αντιστέκεται και του ζητά να πεθάνει μαζί με τα τέκνα του από την πείνα, παρά να τα πουλήσει στην αγορά για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό τον αγώνα τον πέρασε ο πατέρας αυτός χίλιες δυο φορές, όρμησε να το κάνει πράξη και οπισθοχώρησε άλλες τόσες. Τελικώς υπέκυψε από τη βία της ανάγκης και την αμείληκτη στέρηση ακόμη και του επιούσιου. Και τί σκεφτόταν ο πατέρας αυτός άραγε μέσα σ’ αυτή τη σκληρή στιγμή; Ποιό παιδί μου να πουλήσω πρώτα, έλεγε. Ποιό θα δει με ευχαρίστηση ο σιτοπώλης; Να δώσω το μεγαλύτερο; Ντρέπομαι όμως για τα χρόνια του. Να δώσω το μικρότερο; Αλλά το πονάω για την τρυφερή ηλικία του, γιατί είναι ακόμη ανέμελο και δεν έχει συνειδητοποιήσει τις συμφορές. Ποιό να δώσω απ’ τα παιδιά μου; Τούτο μου μοιάζει καταπληκτικά. Εκείνο είναι πανέξυπνο και είναι ο πρώτος μαθητής. Αχ! Τι συμφορά! Τι αδιέξοδο! Τί να κάνω; Με ποιό παιδί μου να έλθω σε διαμάχη, σε ποιό να φερθώ τόσο σκληρά; Πώς να λησμονήσω τη φύση μου; Αν όμως πάλι, λόγω της απέραντης φτώχειας μου, δω όλα μου τα παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα; Αλλά, κι αν πουλήσω το ένα, με τί μάτια θα αντικρύσω τα υπόλοιπα; Στα μάτια τους και στην ψυχή τους θα έχω γίνει ύποπτος και δεν θα μου έχουν πια εμπιστοσύνη. Μα, κι αν τα πουλήσω όλα, πώς θα γυρίσω να μείνω στο σπίτι μου άτεκνος; Πώς θα καθίσω να φάω στο τραπέζι, το οποίο θα έχει όλα τα αγαθά, αλλά αυτά θα έχουν αντίκρυσμα τα παιδιά μου που τα πούλησα; Και αυτός ο πατέρας έρχεται σε σένα, μετά απ’ όλη αυτή την ψυχική ταλαιπωρία, να πουλήσει, με πολλά δάκρυα, το πιο αγαπητό από τα παιδιά του. Κι εσύ, πλεονέκτη πλούσιε , δεν λυγίζεις από τη συμφορά του ανθρώπου αυτού! Δεν σκέφτεσαι καθόλου πόσο αδύνατη είναι η ανθρώπινη φύση. Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρο αυτόν άνθρωπο και συ αναβάλλεις και ειρωνεύεσαι και του μεγαλώνεις τη συμφορά. Αυτός δίνει το σπλάγχνο του ως τίμημα, για να αποκτήσει λίγη τροφή, και το δικό σου χέρι, όχι μόνο δεν μένει ξερό που δέχεται τέτοιου είδους κέρδη, αλλά αγωνίζεσαι για το πλεόνασμα και φιλονικείς και παζαρεύεις πως θα λάβεις περισσότερα, για να δώσεις λιγότερα, επιβαρύνοντας με κάθε τρόπο αυτόν τον δύστυχο. Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα πατρικά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδιάς, αλλά παραμένεις άκαμπτος και αλύγιστος. Το καθετί το βλέπεις ως χρυσό και παντού χρυσό φαντάζεσαι. Ο χρυσός σου έχει γίνει όνειρο όταν κοιμάσαι· και όταν είσαι ξύπνιος, αυτή είναι η έγνοια σου. Όπως δηλαδή, όσοι έχουν κυριευθεί από κάποιο πάθος, δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι κι εσένα η ψυχή σου έχει καταληφθεί από τη φιλοχρηματία και παντού χρυσό και ασήμι βλέπει. Στ’ αλήθεια, με περισσότερη ευχαρίστηση θα έβλεπες τον χρυσό παρά τον ήλιο. Εύχεσαι όλα να μεταβληθούν και να γίνουν χρυσός και όσο μπορείς το επινοείς, με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο.
5. Τί δεν μηχανεύεσαι, στ’ αλήθεια, για να αποκτήσεις χρυσάφι; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός. Το κρασί μετατρέπεται σε χρυσό. Το μαλλί των προβάτων σου δίνει χρυσό. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεση σου επιδαψιλεύει χρυσό. Ο ίδιος ο χρυσός σου γεννάει χρυσό, με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα και τους τόκους που επιβάλλεις. Παραταύτα, δεν επέρχεται σε σένα κορεσμός και η επιθυμία σου δεν έχει τέλος. Στα λαίμαργα παιδιά, πολλές φορές, απλόχερα τους δίνουμε ό,τι ζητούν και τους επιτρέπουμε να παραχορτάσουν με όσα εκείνα ορέγονται, ώστε με τον υπερβολικό κορεσμό να τα βοηθήσουμε να αποστραφούν και να σιχαθούν εκείνο που επιθυμούν. Στον πλεονέκτη δεν συμβαίνει το ίδιο. Αλλά όσο πιο πολλά έχει, τόσο περισσότερα επιθυμεί. «Αν ο πλούτος ρέει και αυξάνει, μην αφήνετε την καρδιά σας να προσκολληθεί σ’ αυτόν», λέει ο Ψαλμωδός. Εσύ όμως, πλούσιε πλεονέκτη, κατέχεις τον πλούτο που συνεχώς αυξάνει, και βάζεις αμπάρες και κλείνεις τις πόρτες και δεν δίνεις πουθενά τίποτε. Αλλά με το να τον κρατά ο πλούσιος τον πλούτο και να τον αφήνει να λιμνάζει, δες τι του δημιουργεί. Ξεχειλίζει η συγκομιδή, σπάει τα εμπόδια και, πρόσεξε να δεις τη συνέχεια. Παρακολούθησε τι θα του δημιουργήσει, με το να αμπαρώνει τα αγαθά και να τα αφήνει να αυξάνουν και να λιμνάζουν, παραμένοντας στάσιμα. Θα γίνουν αιτία να γκρεμιστούν οι αποθήκες του, να διαρραγούν τα ταμεία του, σαν να μπήκε κάποιος κλέφτης και εχθρός και να τα αφάνισε. Θα μου πεις όμως ότι θα κτίσει ο πλούσιος μεγαλύτερες αποθήκες και θα τα αποθηκεύσει. Αυτό δεν είναι σίγουρο. Φοβάμαι μήπως τις παραδώσει γκρεμισμένες στον κληρονόμο του. Διότι πολύ πιο γρήγορα θα πεθάνει αυτός, παρά θα κτισθούν οι αποθήκες, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τής πλεονεξίας. Ο πλούσιος βέβαια του Ευαγγελίου είχε για τα σχέδιά του το γνωστό τέλος. Αλλά εσείς, αν πεισθείτε σε όσα σας λέω, ανοίξτε τις αποθήκες σας και δώστε διέξοδο στον πλούτο σας. Και όπως το μεγάλο ποτάμι έχει πολυάριθμα κανάλια και διοχετεύει το νερό του στην πολύκαρπη γη, έτσι κι εσείς να οικονομήσετε τα αγαθά σας, ώστε να φθάσουν στα σπίτια των φτωχών, διασχίζοντας διάφορους δρόμους. Μ’ αυτά που λέω, εννοώ να επινοήσετε ποικίλους τρόπους προσφοράς. Όταν αντλείται το νερό από τα πηγάδια, το νερό γίνεται πιο άφθονο. Ενώ, όταν τα εγκαταλείπουμε, βρωμίζουν και στερεύουν. Και ο πλούτος όταν μένει στάσιμος, είναι άχρηστος. Όταν όμως κινείται και δίδεται στους συνανθρώπους μας, βοηθάει το σύνολο των ανθρώπων και αποβαίνει καρποφόρος. Αλήθεια, πόσο συγκινητικά είναι τα λόγια που βγαίνουν από την καρδιά του ανθρώπου που ευεργετήσαμε! Μην τον περιφρονήσεις. Και πόσο μεγάλη θα είναι η Χάρη που θα λάβουμε από τον δίκαιο Κριτή, τον Κύριο! Εμπιστεύσου λοιπόν τους λόγους του Κυρίου και μην απιστείς σ’ Αυτόν. Πάντοτε και παντού να έχεις μπροστά στα μάτια σου το παράδειγμα του Πλούσιου που καταδικάζεται απ’ όλους για τη συμπεριφορά του. Γιατί αυτός φύλαγε τα παρόντα υλικά αγαθά, αγωνιούσε για τις επερχόμενες σοδειές και, ενώ δεν γνώριζε αν θα ξημερώσει η αυριανή ήμερα, αμάρτανε εκ των προτέρων. Εχανε το σήμερα για το αύριο. Δεν είχε έλθει ο φτωχός να του ζητήσει κάτι, και αυτός προκαταβολικά εκδήλωνε την άρνηση και την αγριότητά του. Ακόμη δεν είχε μαζέψει τους καρπούς απ’ τα χωράφια του και είχε το κατάκριμα της πλεονεξίας. Η γη του πρόσφερε τα προϊόντα της άφθονα. Του έδειχνε ήδη μέσα στην οργωμένη γη το άφθονο σιτάρι. Παρουσίαζε πλούσια τα σταφύλια πάνω στα κλήματα, τις ελιές να είναι κατάφορτες και γενικά υποσχόταν στον πλούσιο κάθε τρυφή από τα καρποφόρα δένδρα. Ο πλούσιος όμως ήταν τσιγγούνης και άκαρπος. Ακόμη δεν είχε αποκτήσει τα αγαθά και τον έτρωγε το σαράκι, μήπως του ζητήσουν κάτι οι φτωχοί και οι αναγκεμένοι. Και όμως πόσοι κίνδυνοι υπάρχουν για σένα, πλεονέκτη πλούσιε, μέχρι να φθάσουν οι καλλιέργειές σου στη συγκομιδή των καρπών; Διότι και χαλάζι μπορεί να πέσει και να τα καταστρέψει όλα και ο καύσωνας μπορεί να τ’ αρπάξει μέσα από τα χέρια σου και η απρόσμενη βροχή μπορεί να καταστρέψει τους καρπούς. Δεν προσεύχεσαι λοιπόν στον Κύριο να δώσει τη Χάρη του, ώστε να ολοκληρωθεί η δωρεά; Αλλά εσύ τρέχεις για να βρεις τρόπο να μαζέψεις και να ασφαλίσεις τα αγαθά και έτσι καθιστάς τον εαυτό σου ανάξιο να λάβει όλα όσα ήδη σου έχει στείλει ο Θεός.
6. Και συ μεν ζεις με τους λογισμούς σου και κρυφά συνομιλείς με τον εαυτό σου, τα λόγια σου όμως αυτά κρίνονται στον Ουρανό. Γι’ αυτό και οι απαντήσεις σου έρχονται από εκεί. Ποιά είναι όμως αυτά που συζητάει με τον εαυτό του ο πλεονέκτης πλούσιος; «Ψυχή μου», λέει, «έχεις πολλά αγαθά. Έχεις πλούτη για αμέτρητα χρόνια. Τρώγε, πίνε και διασκέδαζε καθημερινά». Ω Θεέ μου, τι παραλογισμός είναι αυτός! Αλήθεια, πλούσιε, αν είχες ψυχή χοίρου, τί άλλο καλύτερο θα μπορούσες να της πεις; Τόσο κτηνώδης είσαι, τόσο ασύνετος και αδιάφορος για την ψυχική σου καλλιέργεια, ώστε να τρέφεις την ψυχή σου με τα βρώματα που είναι για τη σάρκα; Αυτά που καταλήγουν στον αφεδρώνα, εσύ τα ετοιμάζεις για την ψυχή σου; Διότι αν, ασύνετε πλούσιε, διέθετες αρετή, αν η ζωή σου ήταν γεμάτη από αγαθά έργα, αν είχες ενωθεί με τον Θεό, θα είχες πολλά όντως αγαθά και τότε ας ευφραινόσουν με τα ψυχικά αυτά χαρίσματα. Επειδή όμως εσύ σκέφτεσαι εντελώς γήινα και έχεις Θεό σου την κοιλιά σου και είσαι εντελώς σαρκικός άνθρωπος, υποδουλωμένος και αιχμάλωτος στα πάθη, άκου την προσφώνηση που σου αρμόζει, την οποία δεν σου την απηύθυνε κάποιος άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος: «Ανόητε, τούτη τη νύκτα οι άγγελοι θα ζητήσουν να πάρουν την ψυχή σου. Όλα αυτά που ετοίμασες και φυλάς, ποιός θα τα πάρει;». Χειρότερο από την αιώνια κόλαση είναι το γέλιο και η ευτυχία που προέρχονται από αγκύλωση στα υλικά αγαθά. Αλήθεια, αυτός που σε λίγο πρόκειται να τον αρπάξουν απ’ αυτή τη ζωή οι άγγελοι, τί σκέπτεται; «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες»! Πολύ καλά θα κάνεις, θα του έλεγα εγώ. Διότι τα ταμεία της αδικίας πρέπει να αφανισθούν. Κατεδάφισε με τα ίδια σου τα χέρια εκείνα που έκτισες με άδικο και αμαρτωλό τρόπο. Σπάσε τα αμπάρια του σιταριού, από τα οποία κανείς δεν έλαβε παρηγοριά. Εξαφάνισε κάθε οίκημα που φιλοξενούσε την πλεονεξία. Βγάλε τη στέγη. Γκρέμισε τους τοίχους. Αφησε να δει ο ήλιος το μουχλιασμένο σιτάρι. Βγάλε από τη φυλακή τον φυλακισμένο πλούτο σου. Σύντριψε τα σκοτεινά καταγώγια του Μαμμωνά. «Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες»! Αν, ανόητε πλούσιε, γεμίσεις και τις μεγαλύτερες αποθήκες που θα κατασκευάσεις, τί άλλο θα σκεφτείς μετά να κάνεις; Ή μήπως πάλι θα τις γκρεμίσεις και πάλι θα τις ξανακτίσεις; Και τί είναι πιο ανόητο απ’ αυτή σου τη δραστηριότητα, να κοπιάζεις εφ’ όρου ζωής να κτίζεις με άγχος και βιασύνη και να γκρεμίζεις με την ίδια ψυχική κατάσταση; Αν θέλεις αποθήκες, έχεις τα σπίτια των φτωχών. «Θησαύρισε για τον εαυτό σου θησαυρούς που αποθηκεύονται στους ουρανούς». «Όσα κατατίθενται εκεί ούτε ο σκόρος τα τρώει, ούτε σαπίζουν, ούτε ληστεύονται». Αλλά τότε θα δώσω, στους αναγκεμένους, μας υπογραμμίζει ο πλεονέκτης πλούσιος, όταν γεμίσω τις δεύτερες αποθήκες μου. Βλέπω πως έχεις προδιαγράψει ότι η ζωή σου σ’ αυτή τη γη θα είναι μακροχρόνια. Κύτταξε να μη σε προλάβει Εκείνος που προσδιορίζει τη ζωή του καθενός και θέτει τις ημερομηνίες λήξεως. Και φυσικά η υπόσχεσή σου αυτή δεν είναι απόδειξη της αγαθότητας της καρδιάς σου, αλλά της πονηρίας σου. Διότι υπόσχεσαι, όχι για να δώσεις στους άλλους από τα αγαθά σου, αν θα κτίσεις μεγαλύτερες αποθήκες, αλλά για να αποφύγεις το παρόν. Τί σε εμποδίζει λοιπόν να δώσεις τώρα κάτι από τα πολλά σου αγαθά; Δεν υπάρχουν φτωχοί έξω από την πόρτα σου; Δεν είναι γεμάτες οι αποθήκες σου; Δεν είναι επηγγελμένη η ανταπόδοση και η Χάρη που θα λάβεις; Δεν είναι ξεκάθαρη η υπόσχεση του Κυρίου; Ο πεινασμένος σβήνει από την πείνα. Ο γυμνός ξεπαγιάζει από το κρύο. Ο οφειλέτης πεθαίνει από το άγχος και συ αναβάλλεις για αύριο τη συμπαράστασή σου προς αυτούς; Ακου τον προφήτη Σολομώντα που λέει: «Μην πεις στον φτωχό, πήγαινε τώρα και έλα αύριο και τότε θα σου δώσω». Διότι «δεν γνωρίζεις τι τέξεται η επιούσα». Αδελφέ μου, ποιά παραγγέλματα καταφρονείς, με το να κλείνεις τ’ αυτιά σου, εξαιτίας τής φιλαργυρίας και της πλεονεξίας; Πόση μεγάλη χάρη κι ευγνωμοσύνη έπρεπε να χρωστάς στον Ευεργέτη σου! Πόσο έπρεπε να είσαι χαρούμενος και ευχαριστημένος που δεν βρίσκεσαι στη θέση να χτυπάς τις πόρτες άλλων, αλλά οι άλλοι χτυπούν τη δική σου για βοήθεια. Παραταύτα, είσαι κατσούφης και απλησίαστος, αποφεύγεις τις συναντήσεις μήπως και αναγκασθείς να δώσεις κάτι με τα χέρια σου. Μία λέξη ξέρεις: Δεν έχω. Δεν δίνω. Είμαι φτωχός! Πραγματικά είσαι φτωχός και ενδεής από κάθε αγαθό. Είσαι φτωχός από αγάπη. Φτωχός από φιλανθρωπία. Φτωχός από πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό. Φτωχός από ελπίδα αιώνια. Κάνε συμμέτοχους τους αδελφούς σου στα σιτηρά σου. Αυτό που αύριο σαπίζει, δώσ’ το σήμερα σ’ αυτόν που τό ‘χει ανάγκη. Η χειρότερη μορφή πλεονεξίας είναι το να μη δίνει κανείς στους αναγκεμένους ούτε αυτά που ούτως ή άλλως φθείρονται.
7. Και ποιόν αδικώ, λέει ο πλεονέκτης πλούσιος, με το να ενδιαφέρομαι για την περιουσία μου; Αλήθεια; Αλλά πές μου, ποιά είναι η περιουσία σου, ποιά είναι τα δικά σου; Από πού τα έλαβες και τα έφερες στη ζωή; Πραγματικά, συμπεριφέρονται πολλές φορές οι πλούσιοι όπως κάποιος που πιάνει θέση στο θέατρο, για να έχει καλή θέα, και έπειτα εμποδίζει τους μετέπειτα εισερχόμενους να βρουν κι αυτοί κάποια θέση, δικαίωμα που είναι κοινό για όλους. Δηλαδή καταλαμβάνουν οι πλούσιοι τα κοινά αγαθά, τα ιδιοποιούνται, μόνο και μόνο επειδή έτυχε να έλθουν στα χέρια τους πριν από τους άλλους. Είναι αληθινό πως, αν ο καθένας κρατούσε αυτό που του χρειαζόταν, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, και το περίσσευμα το έδινε σε όσους το είχαν ανάγκη, τότε δεν θα υπήρχε κανένας φτωχός. Δεν βγήκες γυμνός από την κοιλιά τής μητέρας σου; Δεν θα επιστρέψεις πάλι γυμνός στη γη; Κι αυτά που έχεις τώρα από πού τα έχεις; Αν μου πεις ότι τα έχεις από την τύχη, είσαι άθεος, διότι δεν αναγνωρίζεις τον Δημιουργό , ούτε ευχαριστείς τον Δωρεοδότη. Αν όμως παραδέχεσαι ότι τα έλαβες από τον Θεό, πες μου το λόγο για τον οποίο τα έλαβες. Μήπως ο Θεός είναι άδικος και μοιράζει σε μας άνισα όσα χρειαζόμαστε σ’ αυτή τη ζωή; Γιατί εσύ να είσαι πλούσιος και εκείνος να είναι φτωχός; Για κανένα άλλο λόγο, παρά για να αποδειχθείς εσύ καλός οικονόμος και να λάβεις τη Χάρη και τον μισθό τής καλής διαχειρήσεως και της πονετικής καρδιάς σου προς τους αδελφούς. Και εκείνος, ο φτωχός, για να τιμηθεί με τα μεγάλα έπαθλα της υπομονής που θα καταθέσει, λόγω της έλλειψης των αναγκαίων. Εσύ όμως τα περιέλαβες όλα τα αγαθά στους ακόρεστους κόλπους της πλεονεξίας και νομίζεις ότι κανέναν δεν αδικείς, ενώ τόσους και τόσους αποστερείς και δεν δίνεις τίποτα σε κανέναν. Ποιός θεωρείται πως είναι πλεονέκτης; Αυτός που δεν μπορεί να παραμείνει στην αυτάρκεια. Ποιός είναι ο άρπαγας; Αυτός που αφαιρεί από τον καθένα εκείνα που του ανήκουν. Δεν είσαι λοιπόν εσύ ο πλεονέκτης; Δεν είσαι εσύ ο άρπαγας, όταν οικειοποιείσαι όλα τα πλούτη που σου δόθηκαν, με σκοπό να τα διαχειρισθείς και να τα οικονομήσεις με πνεύμα αγάπης; Ή αυτόν που απογυμνώνει τον ντυμένο, ο οποίος φοράει πλούσια ρούχα, θα τον ονομάσουμε λωποδύτη, ενώ εκείνον που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, θα του δώσουμε άλλο όνομα; Το ψωμί που κρατάς εσύ στα χέρια σου και το αποθηκεύεις, ανήκει σ’ αυτόν που πεινά. Τα ρούχα που φυλάς στις ντουλάπες και στις ιματιοθήκες, είναι εκείνου που είναι γυμνός. Τα παπούτσια τα περίσσια είναι του ξυπόλυτου. Τα χρήματα που τα συγκεντρώνεις και τα κρύβεις στα βάθη της γης, είναι αυτού που τα χρειάζεται. Επομένως τόσους αδικείς, όσους μπορούσες να ευεργετήσεις!
8. Καλά είναι τα λόγια, λέει ο πλούσιος, αλλά καλύτερος είναι ο χρυσός! Αδελφοί μου, μοιάζει σαν να μιλάω στο κενό. Αισθάνομαι σαν κι αυτούς που κάνουν διαλέξεις περί εγκράτειας στους πόρνους και στους ακόλαστους. Διότι αυτοί, όταν, στις ομιλίες αυτές, διαβάλλεται και κατηγορείται μια πόρνη, φέρνουν στη μνήμη τους τις σχέσεις που είχαν μαζί της και φλέγονται από την επιθυμία. Πώς να σου καταστήσω γνωστά τα βάσανα του φτωχού, για να καταλάβεις επιτέλους από πόσους μεγάλους και αβάσταχτους πόνους θησαυρίζεις μόνο και μόνο για τον εαυτό σου; Αλήθεια, πόσο μεγάλος και σπουδαίος θα σου φανεί την ημέρα της Κρίσεως ο λόγος του Κυρίου που λέει: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία, η οποία είναι ετοιμασμένη για σας από καταβολής κόσμου. Διότι πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, γυμνός ήμουνα και με ντύσατε». Και πόσο μεγάλη φρίκη και ιδρώτας και σκοτάδι θα σε περιβάλει όταν ακούσεις την καταδικαστική απόφαση και προτροπή: «Φύγετε μακριά από μένα καταραμένοι, πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμασθεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του. Διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε, γυμνός ήμουνα και δεν μου δώσατε ένα ρούχο να ντυθώ». Διότι εκεί, στη Βασιλεία του Θεού, δεν εγκαλείται μόνο ο άρπαγας, αλλά καταδικάζεται και εκείνος που δεν έσκυψε να δει τις ανάγκες του πλησίον και αδελφού του. Εγώ λοιπόν σου είπα όσα νόμιζα ότι συμφέρουν την ψυχή σου. Εσύ, αν όλα αυτά τα εγκολπωθείς και τα πιστέψεις, είναι ολοφάνερες οι ευλογίες και οι χάριτες που θα λάβεις. Αν πάλι παρακούσεις, αναφέρεται στην Αγία Γραφή και η εξέλιξη και το κατάντημα που θα έχεις. Εύχομαι να αποφύγεις αυτή την απειλητική εμπειρία. Και θα την αποφύγεις, αν πάρεις καλές αποφάσεις. Έτσι, ο ίδιος ο πλούτος θα σου γίνει λύτρο και θα λάβεις τα ουράνια αγαθά που έχουν ετοιμασθεί για σένα, με τη Χάρη Εκείνου που όλους μας κάλεσε στη Βασιλεία Του, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
(*) Αναφέρεται εδώ ο Αγιος στο απάνθρωπο δουλεμπόριο που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Φέρνει στο λόγο του αυτό το ανατριχιαστικό παράδειγμα του πατέρα που, λόγω φοβερής φτώχειας, αναγκάζεται να πουλήσει τα σπλάγχνα του, τα παιδιά του, στους πλούσιους της εποχής του, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στο σπίτι και στην καρδιά του φτωχού. Και το κάνει αυτό ο Αγιος, μόνο και μόνο για να δείξει πόση σκληρότητα, θηριωδία και αναλγησία δημιουργεί στην ψυχή μας η πλεονεξία. Είναι, όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος «χαλεπόν το πάθος και δεινόν το νόσημα» (Ρ.G. 60, 523). Πραγματικά, η πλεονεξία παραδίδει την ψυχή μας στον διάβολο. Θεωρείται και είναι «η ακρόπολη των παθών» (Λέοντος Σοφού: Εγκώμιον εις τον Αγ. Ιωάννην Χρυσόστομον Ρ. G. 107, 252).
Ἅγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας-Γιά τήν πνευματική ἀγάπη
1.-. Θά ἤθελα νά ὑμνήσω τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης, ἀλλά τό μεγαλεῖο της δέν μπορεῖ μέ λόγια νά περιγραφεῖ. Γιατί αὐτή, ἡ πιό σπουδαία ἀνάμεσα σ’ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ὡς κεφαλή τῶν καλῶν, μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μόνον ἐμπειρικά, ὅταν, δηλαδή, τήν λειτουργεῖ κανείς καί τή βιώνει ὡς προσωπικό κτῆμα του. Γι’ αὐτό καί τή θαυμάσια αὐτή ἀρετή τῆς ἀγάπης τήν γνωρίζουν ὅσοι ἀξιώθηκαν νά βαδίσουν τόν δρόμο της.
Τήν ἀγάπη πολλοί τήν περιγράφουν μέ λόγια, ἀλλά μόνο ἐκεῖνοι πού τήν ἔχουν κάνει κτῆμα τῆς καρδιᾶς τους, τήν ἐμφανίζουν μέ τά θεάρεστα ἔργα τους. Αὐτοί οἱ δεύτεροι εἶναι πολύ περισσότερο ἄξιοι θαυμασμοῦ. Παρόλο, ὅμως, πού ἡ μεγάλη ἀξία τῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης ὑπερβαίνει τίς δυνατότητες τοῦ λόγου μου, θά τολμήσω νά τήν ἐξυμνήσω μέ συντομία, γιά νά παρακινήσω πολλούς ὥστε νά τήν ἐγκολπωθοῦν καί νά τή λειτουργήσουν.
2.-. Ἡ ἀγάπη, ἀγαπητές Ἀδελφές μου, εἶναι ἔργο πού συντελεῖται στήν ψυχή, θερμαίνει τήν καρδιά, φωτίζει τόν νοῦ, ἐνεργοποιεῖ τή διάνοια πρός μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί διεγείρει ὅλες τίς ψυχοσωματικές δυνάμεις πρός ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Τό δῶρο τῆς ἀγάπης τό ἔχει χαρίσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο ἀπό τή στιγμή τῆς δημιουργίας του. Αὐτήν ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος καί τή φόρεσε ὡς στολή πανέμορφη καί εὐπρεπέστατη, ἀλλά ὁ ληστής τῶν ψυχῶν μας, ὁ διάβολος, τήν ξέσχισε καί ἄφησε τόν ἄνθρωπο γυμνό καί καταντροπιασμένο.
3.-. Ἀκοῦστε, ὅμως, πῶς ὁ χιτώνας τῆς ἀγάπης ξεσχίζεται, ἀλλά καί πῶς περισώζεται.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μέ ὅλη τήν καρδιά του τόν Θεό καί κάνει τό θέλημά Του, τότε ὅλη ἡ ἀγάπη τῆς ψυχῆς παραμένει ἀδιαλώβητη, ἐπειδή ὅλη ἡ ἀγαπητική δύναμή της παραμένει στόν Θεό. Τότε ἡ ψυχή εἶναι λαμπροφορεμένη μέ τήν ὀμορφιά τῆς ἀγάπης, σάν μέ πορφύρα ντυμένη, καί ἡ θέα της μοιάζει μέ αὐτήν τῆς χρυσόφτερης περιστερᾶς. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἀγαπᾶ τό χρυσάφι καί τό ἀσήμι, τούς πολύτιμους λίθους καί κάθε ἄλλον ἐπίγειο θησαυρό ἤ ἀκόμα καί τήν ποικιλία τῶν ἀπολαυστικῶν τροφῶν, τή ζωή στήν ὑπηρεσία τῆς θνητῆς σάρκας καί τήν ἐφήμερη ἀνθρώπινη δόξα, καί ἔτσι παραδώσει σέ ὅλα αὐτά τήν ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς του, τότε ὁ χιτώνας τῆς ἀγάπης ξεσχίζεται καί γίνεται χίλια κομμάτια.
Ὅταν ἡ ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς κατατεμαχιστεῖ καί παραδοθεῖ στίς ἀγάπες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τότε ὁ ἄνθρωπος γυμνώνεται καί γίνεται ἐλεεινό θέαμα. Ὅπως, ὅταν κανείς ξεσχίσει τό ἔνδυμα κάποιου, τόν ἀφήνει ἀκάλυπτο καί ἔκθετο, ὥστε νά γίνει πασιφανής ἡ σωματική ἀσχήμια του, ἔτσι ἀκριβῶς κάνει καί ὁ διάβολος. Ἁρπάζει τήν καλή ἐπιθυμία πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο κατά τή δημιουργία του, τήν κατακερματίζει καί τή διασκορπίζει στή μέριμνα τῶν πραγμάτων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀπογυμνώνει τήν ψυχή ἀπό τή δύναμη τῆς θεάρεστης ἀγάπης καί τήν ἀφήνει ἀκάλυπτη ἀπό τή σκέπη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
4.-. Τήν ἀλήθεια τοῦ ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, στερεῖται καί τή βοήθειά Του, τήν κάνει φανερή ἕνα τροπάριο πού ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία μας. Σ’ αὐτό, ἡ ψυχή πού νιώθει ὅτι εἶναι γυμνή ἀπό τίς ἀρετές καί πτωχή ἀπό ἀγάπη, βλέποντας τήν ἀσχήμια της καί πενθώντας γιά τήν ἐλεεινότητά της, λέει: «Τόν νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρα μου, καταστολισμένο, ἀλλά δέν ἔχω ἔνδυμα κατάλληλο γιά νά εἰσέλθω σ’ αὐτόν. Λάμπρυνέ μου τή στολή τῆς ψυχῆς».
«Βλέπω, Σωτήρα μου», λέει ὁ Ὑμνωδός, «τόν νυμφώνα τῆς δικῆς Σου βοήθειας γεμάτο εὐλογία καί καθετί καλό, ἀλλά δέν ἔχω τό ἔνδυμα τῆς ἀγάπης, γιά νά μπῶ στό φρούριο τῆς βοήθειας πού Ἐσύ παρέχεις. Γι’ αὐτό, Ἐσύ πού χαρίζεις τό φῶς, λάμπρυνέ μου τή διάνοια μέ τή στολή τῆς δικῆς Σου ἀγάπης. Καί σῶσε με, ὥστε καταστολισμένος πλέον μέ τήν ἀγάπη νά ἀξιωθῶ νά ἐπιτύχω τή σωτηρία μου».
5.-. Αὐτήν τήν ἀγάπη θέλει νά φυτεύσει πάλι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἦλθε στή γῆ καί τήν ψυχή, πού ὁ διάβολος εἶχε κατακομματιάσει στίς ἀγάπες καί στήν ἐπιθυμία τοῦ κόσμου, τήν μάζεψε καί τήν συνέρραψε. Ἔτσι, ἀκέραια καί τέλεια τήν ἀνύψωσε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τῆς ξαναφόρεσε τήν πρώτη στολή της καί τῆς ἔδωσε τήν ἀρχέγονη ὡραιότητά της.
Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Κύριος λέει: «Ἦλθα νά βάλω φωτιά ἐπάνω στή γῆ. Καί τί περισσότερο θέλω, ἄν τώρα κιόλας ἔχει ἀνάψει;». Νομίζω πώς ὁ Κύριος μέ τή λέξη «φωτιά» ἐννοεῖ τήν ἀγάπη, τήν ὁποία εἶχε σβήσει ὁ διάβολος, ἀλλά τήν ἄναψε πάλι ὁ Χριστός μέ τήν ἅγια ζωή Του καί μέ τίς ἀξιοσέβαστες ἐντολές Του. Ἡ ἀγάπη εἶναι συνώνυμη μέ τόν Χριστό καί εἶναι γνώρισμα Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος λέει: «’Από αὐτό θά ἀναγνωρίζουν ὅλοι ὅτι εἴσαστε μαθητές μου, ἄν, δηλαδή, ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
6.-. Ἡ πληθώρα τῶν ἁμαρτιῶν ἀφανίζει τήν ἀγάπη. «Ἐπειδή», λέει ὁ Κύριος, «θά πληθύνει ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο, θά ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς ἀνθρωπότητας». Γιατί, ὅπως ἡ συσσώρευση τοῦ νεροῦ σαπίζει τούς καρπούς στή γῆ, ἔτσι καί τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν ἐξαλείφει ἀπό τήν ψυχή τά κινήματα τῆς ἀγάπης.
7.-. Ἀπ’ αὐτήν τήν ἀγάπη πληγώθηκε ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος καί εἶπε: «Θά εὐχόμουν νά χωριστῶ ἀπό τόν Χριστό γιά πάντα, γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν καί τῶν κατά σάρκα συγγενῶν μου». Αὐτή εἶναι ἡ φύση καί ἡ ποιότητα τῆς ἀγάπης. Ὅπως τό κερί λιώνει ἀπό τή φωτιά καί γίνεται φῶς πού φωτίζει ὅποιον τό κρατάει ἀναμμένο, ἔτσι εἶναι καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν αὐτή κατοικεῖ στήν ψυχή καί κατακαίει τήν καρδιά, διαπερνᾶ μέ τή θερμότητά της ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη καί ἐμπνέει τό σῶμα, ὥστε νά κοπιάζει καί νά ριψοκινδυνεύει γιά χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
8.-. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης τή σπίθα διαπίστωσα καί στή δική μου ψυχή. Ἀπ̓ αὐτόν τόν σπινθήρα ἄναψε μέσα μου φωτιά καί παρέβλεψα τή δική μου ζωή. Πέρασα θάλασσες, ποτάμια καί ἀπόκρημνα βουνά. Καταβασάνισε τό σῶμα μου ὁ βαρύς χειμώνας, ἀλλά, παρόλα αὐτά, ἡ ἀγάπη πού γλύκαινε τήν ψυχή μου, μοῦ ἔδινε δύναμη καί θάρρος, ὥστε νά ὑπομένω ὅλα αὐτά τά θλιβερά καί ἐπώδυνα. Αὐτά, ἀσφαλῶς, ἦταν κατόρθωμα τῆς θερμῆς ἀγάπης μου πρός ἐσᾶς, ἡ ὁποία ἁπάλυνε τόν χειμώνα τῶν πειρασμῶν πού μέ περίμεναν κατά τό ταξίδι. Τί, λοιπόν, ἐπιζητοῦσα νά σᾶς προσφέρω; Ἤθελα νά σᾶς ἀπαλλάξω ἀπό τίς θλίψεις πού σᾶς βασάνιζαν καί νά σᾶς ἐπιβεβαιώσω τήν ἀγάπη μου πρός ἐσᾶς, καθώς καί τή φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον μου γιά τή σωτηρία σας.
9.-. Ὁ καρπός, λοιπόν, κάθε ἀνθρώπου γνωρίζεται ἀπό τό ὅλο ἦθος καί τίς σχέσεις μέ τούς συνανθρώπους του. «Ἀπό τούς καρπούς τους», λέει ὁ Κύριος, «θά τούς ἀναγνωρίσετε». Γιατί, ὅπως, ὅταν βλέπουμε τούς καρπούς, ἀναγνωρίζουμε ποιά εἶναι τά καλά καί ποιά τά ἄρρωστα δένδρα, ἔτσι ἀκριβῶς ἀναγνωρίζουμε τίς φιλάνθρωπες καί τίς φιλόθεες ψυχές καί θεωροῦμε τούς λόγους τους ἀξιόπιστους καί ἀληθινούς, ἐπειδή αὐτοί εἶναι στηριγμένοι στήν Ἁγία Γραφή καί ἐκφέρονται ὡς καρπός τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τους.
10.-. Γι’ αὐτό, νά μήν παρασύρεσθε ἀπό τόν ἄνεμο τῶν λόγων τοῦ κάθε ψευδοδιδασκάλου γιατί ἔτσι διώχνετε ἀπό τή ζωή σας τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρίζοντας τόν ἑαυτό σας ἀπό τήν Ἐκκλησία καί χάνοντας τόν καιρό σας σέ ἀνόητες καί ἀργόσχολες συναναστροφές. Μέ βαθιά ἐμπιστοσύνη ἡ μία στήν ἄλλη, ἑνωμένες καί ὁμόφρονες, μήν παραλείπετε νά ὑμνεῖτε ἀδιάλειπτα τόν Κύριο πού μᾶς ἀγάπησε, μᾶς ἐξαγόρασε μέ τό Τίμιο Αἷμα Του καί μᾶς ἕνωσε ὅλους σέ μία ποίμνη καί μία Ἐκκλησία.
Γιατί σ̓ Αὐτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀββᾶ Κασσιανοῦ-Για τή μετά θάνατον ζωή τῆς ψυχῆς.
Πρέπει νά προσέχουμε, ὅσο βρισκόμαστε ἀκόμα σ᾿ αὐτή τή ζωή, τίνος τήν ἐξουσία ἀναγνωρίζουμε καί ποιόν διακονοῦμε κατά τήν ἐπίγεια ζωή μας· Τόν Θεό ἤ τόν διάβολο; Κι ἄς μήν ἀμφιβάλλουμε ὅτι στήν αἰωνιότητα ὁ καθένας μας θά εἶναι μέ τό μέρος ἐκείνου πού διακόνησε σέ αὐτή τή ζωή. Αὐτό σημαίνουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου· «῞Οποιος θέλει νά μέ ὑπηρετεῖ, ἄς ἀκολουθεῖ τό δικό μου δρόμο, κι ὅπου εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ θά εἶναι κι ὁ δικός μου ὑπηρέτης. Κι ὁ Πατέρας μου θά τιμήσει ὅποιον μέ ὑπηρετεῖ» (᾿Ιωάν. 12, 26).
᾿Ανήκουμε στή βασιλεία τοῦ διαβόλου, ὅταν μέ τήν θέλησή μας διαπράττουμε τήν ἁμαρτία, ἐνῶ κερδίζουμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκοῦμε τήν ἀρετή μέ καθαρή καρδιά καί ἐπίγνωση. ᾿Εκεῖ ὅπου εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καί ὅπου εἶναι τό βασίλειο τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ ὁπωσδήποτε ὑπάρχει ὁ θάνατος καί ὁ τάφος. Δέν μπορεῖ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ θανάτου, νά ὑμνήσει τόν Κύριο, ὅπως λέει καί ὁ Ψαλμωδός· «Δέν θά Σέ ὑμνολογήσουν, Κύριε, ὅσοι εἶναι νεκροί κατά τήν ἀρετή σ᾿ αὐτή τή ζωή, οὔτε ἐκεῖνοι πού μετά θάνατο κατεβαίνουν στόν ῞Αδη. ᾿Αλλά ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ἐνάρετο βίο, θά ὑμνήσουμε τόν Κύριο καί ἐδῶ καί ἐκεῖ» (Ψαλμ. 113, 25-26). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει· «᾿Εκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τό θάνατο, δέν Σέ θυμᾶται, Κύριε. Μετά τό θάνατο ὅμως, ποιός μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά Σέ ὑμνήσει;» (Ψαλμ. 6, 6). Δηλαδή, κανένας δέν μπορεῖ. Διότι κανένας ἀπ᾿ αὐτούς πού πέφτουν στήν ἁμαρτία δέν ὁμολογεῖ τόν Θεό, ἔστω κι ἄν λέει χίλιες φορές πώς εἶναι χριστιανός, ἤ ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι μοναχός.
Κανείς ἄνθρωπος πού δέχεται ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, δέν ἔχει μνήμη Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ ποτέ νά λέει ἀλήθεια ὅταν ὀνομάζει τόν ἑαυτό του δοῦλο τοῦ Θεοῦ, τή στιγμή πού πεισματικά περιφρονεῖ τίς ἐντολές Του. ῾Ο θεῖος ᾿Απόστολος λέει σαφῶς ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό θάνατο ὑφίσταται ἡ χήρα, ἡ ὁποία παραδίδει τόν ἑαυτό της στίς ἡδονές. «Διότι ἐκείνη πού ζεῖ στίς ἀπολαύσεις ἔχει πεθάνει κι ἄν ἀκόμα βρίσκεται στή ζωή» (Α´ Τιμ. 5, 6). Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, πού ἐνῶ ζοῦν ἀκόμα σ᾿ αὐτό τό σῶμα, εἶναι νεκροί καί δέν μποροῦν νά ὑμνήσουν τόν Θεό. Γιατί αὐτοί εἶναι μέσα στόν τάφο. ῞Οπως ἐπίσης ὑπάρχουν καί πολλοί πού, ἄν καί εἶναι νεκροί κατά τό σῶμα, ὅμως ὑμνοῦν τόν Θεό «ἐν Πνεύματι». «Πνεύματα» λέει, «καί ψυχές δικαίων, δοξάστε τόν Κύριο» (῞Υμνος Τριῶν Παίδων, Δανιήλ· 3, 63). Καί ὁ Ψαλμωδός ἐπίσης λέει· «Καθετί πού ἔχει ζωή καί ἀναπνέει, ἄς δοξολογήσει καί ἄς ἀνυμνήσει τόν Κύριο» (Ψαλμ. 150, 6). Καί στήν ᾿Αποκάλυψη τοῦ ᾿Ιωάννου ἀναφέρεται ὅτι οἱ ψυχές ὅσων ἔχουν σφαγιασθεῖ, ὄχι μόνο ὑμνοῦν τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπευθύνονται σ᾿ Αὐτόν (᾿Αποκ. 6, 9-10).
᾿Επίσης στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος λέει πολύ ξεκάθαρα στούς Σαδδουκαίους· «Δέν ἔχετε διαβάσει ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπε ὁ Θεός, ᾿Εγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ ᾿Αβραάμ, ὁ Θεός τοῦ ᾿Ισαάκ καί ὁ Θεός τοῦ ᾿Ιακώβ; Δέν εἶναι ὁ Θεός, Θεός νεκρῶν, ἀλλά Θεός ζωντανῶν» (Ματθ. 22. 31, 32). Γιά τούς δίκαιους ἐπίσης ὁ ᾿Απόστολος λέει· «Γι᾿ αὐτό τό λόγο δέν ντρέπεται ὁ Θεός νά ὀνομάζεται Θεός τους, διότι τούς ἔχει ἑτοιμάσει πόλη» (῾Εβρ. 11, 16). Γιατί οἱ ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, μετά τό χωρισμό τους ἀπό τό σῶμα, δέν παραμένουν ἀργές, οὔτε εἶναι ἀναίσθητες, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ἡ παραβολή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καί τοῦ πλουσίου, πού ἦταν ντυμένος μέ πορφύρα. ῾Ο πρῶτος ἀπολάμβανε τόν «κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ», ἐνῶ ὁ ἄλλος φλεγόταν στήν αἰώνια φωτιά (Λουκ. 16, 19 ἑξ). Κι ἄν θά θέλαμε ἀκόμη νά καταλάβουμε τό νόημα τῆς φράσεως πού εἶπε ὁ Χριστός στό Ληστή, «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο» (Λουκ. 23, 43), νομίζω πώς θά ἀντιλαμβανόμασταν ὅτι αὐτό σημαίνει πώς οἱ ψυχές μετά τό θάνατο διατηροῦν τή δυνατότητα τῆς σκέψεως καί τῆς ἀντιλήψεως. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι, ἄν καί οἱ ψυχές εἶναι σέ διαφορετική κατάσταση, ἐντούτοις ἀπολαμβάνουν ὅ,τι τούς ἀξίζει, ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους.
Δέν θά εἶχε ποτέ δώσει ὁ Κύριος μιά τέτοια ὑπόσχεση στό Ληστή, ἄν γνώριζε ὅτι ἡ ψυχή του μετά τό θάνατο θά ἦταν ἀναίσθητη ἤ ὅτι θά ἐκμηδενιζόταν. Γιατί ἡ ψυχή τοῦ Ληστῆ ἦταν ἐκείνη πού θά ἔμπαινε στόν Παράδεισο μαζί μέ τόν Χριστό καί ὄχι τό σῶμα του. Πρέπει λοιπόν, νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί καί νά ἀπορρίψουμε τελείως τήν ἔννοια πού δίνουν σ᾿ αὐτή τή φράση οἱ αἱρετικοί, κάνοντας μιά κακότροπη στίξη. Γιατί αὐτοί δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν δυνατόν νά βρεθεῖ στόν Παράδεισο τήν ἴδια μέρα πού κατέβηκε στόν ῞Αδη. Γι᾿ αὐτό, μετά τή φράση «ἀλήθεια σοῦ λέω σήμερα» βάζουν κόμμα καί μετά παραθέτουν τή φράση, «θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο». Μ᾿ αὐτό πού κάνουν ἐννοοῦν ὅτι ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ δέν πραγματοποιήθηκε ἀμέσως μετά τόν θάνατό Του, ἀλλά μετά τήν ᾿Ανάστασή Του. Διότι οἱ αἱρετικοί ἀγνοοῦν αὐτό πού διακήρυξε ὁ Χριστός πρίν ἀπό τήν ᾿Ανάστασή Του πρός τούς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι, ὅπως γιά τούς ἴδιους ἔτσι καί γιά τόν Χριστό, ἀποτελοῦσαν ἐμπόδιο οἱ δυσκολίες τοῦ σώματος καί ἡ ἀσθένεια τῆς σάρκας. Δέν εἶχαν καταλάβει αὐτό πού ὁ Χριστός ἐννοοῦσε λέγοντας, «κανείς δέν ἀνέβηκε στόν οὐρανό παρά μονάχα ᾿Εκεῖνος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι στόν οὐρανό» (᾿Ιωάν. 3, 13). Μέ αὐτό θέλει νά πεῖ ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων, ὄχι μόνο ἔχουν τό λογικό τους, ἀλλά ἔχουν καί συναισθήματα ἐλπίδας ἤ λύπης, χαρᾶς ἤ φόβου καί ὅτι ἤδη ἀρχίζουν νά προγεύονται κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού εἶναι φυλαγμένα γι᾿ αὐτούς μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Κι ἔτσι δέν εἶναι σωστό αὐτό πού πρεσβεύουν μερικοί ἄπιστοι, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος μετά τό θάνατο διαλύεται καί ἐκμηδενίζεται. ᾿Αντίθετα, οἱ κεκοιμημένοι δίκαιοι ζοῦν μιά ζωή πιό πραγματική καί ὑμνοῦν μέ περισσότερη θέρμη τόν Θεό, περιμένοντας τή μέλλουσα Κρίση.
῎Ας βάλουμε τώρα γιά λίγο στήν ἄκρη τά ἐπιχειρήματα ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή κι ἄς συζητήσουμε, ὅσο ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας, γιά τή φύση τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Δέν θά ἦταν ἔξω ἀπό κάθε ὅριο, ἀλλά καί μεγάλη ἀφροσύνη, τό νά ἔχουμε ἀκόμα καί τήν ἐλάχιστη ὑποψία ὅτι ἡ ψυχή, πού εἶναι τό εὐγενέστερο μέρος τοῦ ἀνθρώπου καί πού εῖναι δημιουργημένη, ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος, «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Α´ Κορ. 11, 7 · Κολ. 3, 1), γίνεται ἀναίσθητη μετά τήν ἀπόθεση τῆς παχύτητας τοῦ σώματος, τή στιγμή πού αὐτή εἶναι «ὁ φορέας τῆς ζωῆς» πού «συνέχει καί ζωοποιεῖ» τήν ἄψυχη ὕλη;
᾿Ακολουθεῖ λοιπόν σάν λογικό συμπέρασμα ὅτι ἡ ψυχή μετά τό θάνατο, ἐλεύθερη ἀπό τήν παχύτητα τῆς σάρκας πού τή βαραίνει, θά ξαναβρεῖ τίς πνευματικές της λειτουργίες, πολύ καλύτερες ἀπό πρίν, πιό καθαρές καί πιό ὡραῖες ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν πρίν ἀπό τό χωρισμό της μέ τό σῶμα8.
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος τόσο πολύ ὑποστηρίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, πού λέει ὅτι εὐχόταν ν᾿ ἀφήσει τό σῶμα, ὥστε μέ αὐτό τό χωρισμό νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ πιό πολύ μέ τόν Θεό. «῎Εχω τήν ἐπιθυμία νά πεθάνω καί νά εἶμαι μαζί μέ τόν Χριστό, γιατί αὐτό εἶναι πολύ καλύτερο» (Φιλιπ. 1, 23). «Ξέρουμε ὅτι, ἐφόσον παραμένουμε στό σῶμα εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο, ἔχουμε ὅμως θάρρος καί ἐπιθυμοῦμε μᾶλλον νά φύγουμε ἀπό τό σῶμα καί νά παραμείνουμε κοντά στόν Κύριο. Γι᾿ αὐτό καί φιλοτιμούμαστε, εἴτε παραμένουμε στό σῶμα εἴτε φεύγουμε ἀπ᾿ αὐτό, νά εἴμαστε εὐάρεστοι στόν Κύριο» (Β´ Κορ. 5, 6-8). Λέει, λοιπόν σαφῶς ὁ ᾿Απόστολος, ὅτι ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἑνωμένη μέ τό σῶμα, αὐτό δέν τήν βοηθάει, ὥστε αὐτή νά ζεῖ μέ πληρότητα τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Καί αὐτή τήν ἔννοια ἔχει αὐτό πού λέει ὅτι δηλαδή, «εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο». Γιατί πιστεύει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, θά μπορέσει νά ζήσει ἐντονότερα καί καθαρότερα τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καί πάλι σέ μιά ἄλλη ᾿Επιστολή του, ὁ ᾿Απόστολος μᾶς μιλάει ξεκάθαρα γιά τή μεταθανάτια κατάσταση τῶν ψυχῶν καί μᾶς λέει ὅτι, αὐτή βρίθει ζωῆς· «᾿Εσεῖς ὅμως» λέει, «προσήλθατε στό ὄρος Σιών, στήν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, στήν ἐπουράνια ῾Ιερουσαλήμ, καί σέ μυριάδες ἀγγέλους, σέ πανηγύρι καί σέ σύναξη τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ Θεοῦ, πού τά ὀνόματά τους ἔχουν καταγραφεῖ στούς οὐρανούς· καί σέ πνεύματα ἀνθρώπων δικαίων πού ἔχουν φθάσει στήν τελείωση» (῾Εβρ. 12, 22-23). Γιά τά πνεύματα τῶν κεκοιμημένων μιλάει καί σέ ἄλλο ἕνα χωρίο καί λέει· «῎Επειτα, οἱ σαρκικοί μας πατέρες μᾶς διαπαιδαγωγοῦσαν μέ τιμωρίες καί ὅμως τούς σεβόμασταν. Δέν θά πρέπει λοιπόν, πολύ περισσότερο, νά ὑποταχθοῦμε στόν Πατέρα τῶν πνευματικῶν καί λογικῶν ὄντων, γιά νά κερδίσουμε τήν πραγματική ζωή;» (῾Εβρ. 12, 9).
Τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρέτ, ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν, ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος: «γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιὰ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς.» Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4, 12-17).
«Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ».
Αὐτὰ ἦσαν τὰ πρῶτα λόγια τοῦ κηρύγματος τοῦ θεανθρώπού Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ τὰ ἴδια λόγια λέγει καὶ σ’ ἐμᾶς μέχρι σήμερα, διά τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὅταν ἐπληθύνθη περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχὴ ἡ ἁμαρτία στόν κόσμο, κατῆλθε ἐδῶ στή γῆ μας ὁ Παντοδύναμος Ἰατρός. Κατῆλθε στόν τόπο αὐτὸ τῆς ἐξορίας, στόν τόπο τῶν βασάνων καὶ τῶν παθῶν μας, ποὺ εἶναι μία πρόγευσις τῶν αἰωνίων βασάνων τῆς κολάσεως, καὶ εὐαγγελίζεται τὴ λύτρωση, τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἴαση σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, χωρὶς ἑξαίρεση, λέγοντας «μετανοεῖτε».
Ἡ δύναμις τῆς μετανοίας εἶναι θεμελιωμένη στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰατρὸς εἶναι πανίσχυρος, καὶ ἡ ἴασις πού Ἐκεῖνος χαρίζει εἶναι παντοδύναμη. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅταν ἐκήρυσσεν ἐδῶ στή γῆ ὁ Κύριος, καλοῦσε σὲ θεραπεία ὅλους ὅσοι ἦσαν ἄρρωστοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ δέν θεωροῦσε καμμία ἁμαρτία ὡς ἀθεράπευτη. Καὶ τώρα, ἐπίσης, συνεχίζει νά καλῆ ὅλους, καὶ ὑπόσχεται, καὶ χαρίζει πράγματι τὴν ἄφεση γιά κάθε ἁμαρτία καὶ τὴν ἴαση γιά κάθε ἁμαρτωλὴ ἀσθένεια.
Ὢ ἐσεῖς, οἱ ὁδοιπόροι τῆς γῆς. Ὢ ἐσεῖς, ὅλοι ὅσοι ἀναλίσκεσθε ἢ σύρεσθε στή εὐρύχωρη ὁδό, μέσα στόν ἀκατάπαυστο θόρυβο τῶν γηίνων μεριμνῶν, περισπασμῶν καὶ διασκεδάσεων, ἀνάμεσα σὲ ἄνθη ἀνάμικτα μέ ἀγκάθια, ἐσεῖς, ποὺ σπεύδετε καὶ ἀκολουθεῖτε αὐτὸν τὸν δρόμο, κατευθυνόμενοι πρὸς τὸ τέλος, ποὺ εἶναι σὲ ὅλους γνωστὸ καὶ ὅμως ὅλοι τὸ λησμονοῦν: ὁ σκοτεινὸς τάφος καὶ ἡ ἀκόμη σκοτεινότερη καὶ φοβερότερη αἰωνιότητα. Σταματῆστε! Ἀποτινάξτε τὴν γοητείαν αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ σᾶς κρατεῖ μονίμως σὲ αἰχμαλωσία! Ἀκοῦστε αὐτό πού σᾶς εὐαγγελίζεται ὁ Σωτὴρ ἡμῶν Χριστός, δῶστε στά λόγια Του τὴν προσοχή πού τοὺς ἁρμόζει: «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Σᾶς εἶναι ἀπαραίτητο, ὁδοιπόροι ἐσεῖς τῆς γῆς, νά στρέψετε ὅλη σας τὴν προσοχὴ σ’ αὐτὴ τὴ ζωτικὰ ὠφέλιμη καὶ σωτήρια νουθεσία. Ἀλλιῶς θὰ φθάσετε στόν τάφο, θὰ φθάσετε στό κατώφλι καὶ στήν πύλη τῆς αἰωνιότητας, χωρὶς νά ἔχετε προηγουμένως κατανοήσει καθόλου ὀρθὰ τὴν αἰωνιότητα, οὔτε τίς ὑποχρεώσεις ἐκείνων πού εἰσέρχονται σ’ αὐτήν, ἔχοντας προετοιμάσει τὸν ἑαυτὸ σας μόνο γιά τὶς δίκαιες τιμωρίες πού θὰ ὑφίστασθε αἰωνίως γιά τὶς ἁμαρτίες σας. Ἡ βαρυτέρα δὲ καὶ σοβαροτέρα ἁμαρτία εἶναι τὸ νά μὴ δίδετε προσοχὴ στούς λόγους τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, δηλαδὴ νά Τὸν περιφρονῆτε. Ἀποκοιμίζει καὶ ἐξαπατᾶ τὸν ἄνθρωπο ὁ δρόμος τῆς ἐπιγείου ζωῆς. Στά μάτια αὐτῶν πού ἀρχίζουν τὴν πορεία τους σ’ αὐτήν, παρουσιάζεται σὰν ἕνα ἀτελείωτο πεδίο πού σφύζει ἀπὸ πραγματικότητα. Γιά ὅσους τὴν τελείωσαν, παρουσιάζεται σὰν ἕνα συντομότατο ταξίδι πού συνοδεύεται ἀπὸ ὄνειρα καὶ μάλιστα χωρὶς περιεχόμενο.
Μετανοεῖτε!
Μοχθοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ βιάζονται νά πλουτίσουν σὲ γνώσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι μικρῆς μόνο σημασίας, καὶ κατάλληλες γιά κάποιο μόνο χρονικὸ διάστημα. Γνώσεις πού συμβάλλουν στή ἱκανοποίησι ἀναγκῶν, ἀνέσεων καὶ ἰδιοτροπιῶν τῆς ἐπιγείου ζωῆς. Περιφρονοῦμε τελείως τίς οὐσιαστικές, τὶς ἀναγκαῖες γνώσεις καὶ τὴν ἐργασία, γιά τὰ ὁποῖα καὶ μόνο μᾶς ἔχει χαρισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή. Δηλαδὴ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴ συνδιαλλαγὴ μας μὲ Αὐτὸν διά τοῦ λυτρωτοῦ μας Χριστοῦ.
Ἀδελφοί, ἂς ἐξετάσουμε τὴν ἐπίγεια ζωὴ μας ἀντικειμενικά, ἀμερόληπτα, ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι μηδαμινή, ἕνα τίποτε. Ὅλα της τὰ ἀγαθὰ ἀφαιροῦνται μέ τὸν θάνατον, ἀλλὰ συχνὰ καὶ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο μέ ποικίλες, ἀπροσδόκητες καταστάσεις. Αὐτὰ τὰ φθαρτά, τὰ τόσο γρήγορα ἑξαφανιζόμενα ἀγαθά, δέν ἀξίζουν νά ὀνομάζωνται ἀγαθά. Στή πραγματικότητα εἶναι ἀπάτες καὶ παγίδες. Ὅσοι κολλοῦν καὶ βυθίζονται στίς παγίδες αὐτές, καὶ συλλαμβάνονται ἀπὸ αὐτές, ἀποστεροῦνται ἀπὸ τὰ ἀληθινά, τὰ αἰώνια, τὰ οὐράνια, πνευματικὰ ἀγαθά, ποὺ ἀποκτοῦμε ὅταν πιστεύωμε στόν Χριστὸ καὶ Τὸν ἀκολουθοῦμε στή μυστικὴ ὁδό τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς.
Θὰ μᾶς προδώσουν, ἀδελφοί, ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς προδώσουν ὅλα τὰ φθαρτὰ ἀγαθά. Τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς πάμπλουτους θὰ τοὺς προδώση ὁ πλοῦτος τους, τοὺς ἐνδόξους ἡ δόξα τους, τοὺς νέους ἡ νεότης τους, τοὺς σοφοὺς ἡ σοφία τους. Ἕνα μόνον αἰώνιο καὶ οὐσιῶδες ἀγαθὸν μπορεῖ νά ἀποκτήση ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴ διέλευσή του ἀπὸ τὴ γῆ. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθὴς γνῶσις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ συμφιλίωσίς του μέ τὸν Θεόν, τὴν ὁποία χαρίζει ὁ Χριστός. Γιά νά λάβη ὅμως κανεὶς τὰ κορυφαῖα καὶ ὑπέρτατα αὐτὰ ἀγαθά, πρέπει νά ἐγκαταλείψη τὴν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ νά τὴν μισήση.
Μετανοεῖτε!
Τὶ σημαίνει νά μετανοήσωμε; Σημαίνει νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας καὶ νά μεταμεληθοῦμε γι’ αὐτές. Σημαίνει ἀκόμη νά πάψωμε νά τὶς διαπράττωμε καί ποτέ πλέον νά μὴν ἐπιστρέψωμε σ’ αὐτές, ὅπως εἶπε κάποιος μεγάλος ἅγιος Πατέρας ἀπαντῶντας σὲ ἀνάλογη ἐρώτηση. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸ πολλοὶ ἄνθρωποι μεταβάλλονται σὲ ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πολλοὶ ἄνομοι σὲ ἀνθρώπους εὐλαβεῖς καὶ δικαίους.
Ἀδελφοί! Ἂς γνωρίσωμε τὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ βυθισμένο στήν ἁμαρτία ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Κύριος οἰκονόμησε τὴν ἐνανθρώπησή Του, ἔτσι ὥστε διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του νά μπορέση νά δεχθῇ τίς τιμωρίες πού οἱ ἄνθρωποι ἀξίζουν νά δεχθοῦν· καί μέ τὸ νά δεχθῆ τιμωρία Ἐκεῖνος ὁ Πανάγιος, νά ἑξαγοράση καὶ νά λυτρώση τοὺς ἐνόχους ἀπὸ τὴν τιμωρία. Τὶ τὸν προσείλκυσε κοντὰ μας, ἐδῶ στή γῆ, στόν τόπο τῆς ἐξορίας μας; Μήπως οἱ δικαιοσύνες μας; Ὄχι! Τὸν εἵλκυσε σὲ μᾶς ἡ ὀλεθρία ἐκείνη κατάστασις στή ὁποία μᾶς ἔριξε ἡ ἁμαρτία μας.
Ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί! Ἂς πάρωμε θάρρος, διότι γιά μᾶς, ἀκριβῶς πρὸς χάριν μας ὁ Κύριος ἐπετέλεσε τὸ μέγα ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του! Ἐπέβλεψε μέ ἀσύλληπτο ἔλεος στίς ἀσθένειές μας. Ἂς πάψωμε νά ταλαντευώμεθα, ἂς πάψωμε νά παραδιδώμεθα στή ἀκηδία καὶ τὴν ἀμφιβολία. Ἂς πλησιάσωμε γεμάτοι πίστη, ζῆλο καὶ εὐγνωμοσύνη, καὶ ἂς ἀρχίσωμε τὴν μετάνοια. Ἂς συμφιλιωθοῦμε διὰ μέσου αὐτῆς πρὸς τὸν Θεόν. Ἂς ἀνταποκριθοῦμε, ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, μέ τίς ἀσθενικὲς δυνάμεις μας στή μεγάλη ἀγάπη τοῦ Κυρίου πρὸς ἐμᾶς, ὅπως μποροῦν νά ἀνταποκρίνωνται στή ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ τὰ δημιουργήματά Του, τὰ ὁποῖα μάλιστα ἔπεσαν στήν ἁμαρτία: Ἂς μετανοήσωμε! Ἂς μετανοήσωμε ὄχι μόνο μέ λόγια, ἂς δώσωμε μαρτυρία τῆς μετανοίας μας, ὄχι μόνο μέ λίγα δάκρυα τῆς στιγμῆς, οὔτε μόνο μέ τὴν ἐξωτερικὴ συμμετοχὴ στίς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς προσκομίσωμε μαζί μέ τὰ δάκρυα καί μέ τὴν ἐξωτερικὴ εὐσέβεια καὶ τὸν ἄξιο καρπὸ τῆς μετανοίας μας. Ἂς μεταβάλωμε τὴν ἁμαρτωλὴν ζωὴ μας σὲ σύμφωνη μέ τὸ Εὐαγγέλιον βιοτή….
«Λούσασθε». λέγει Κύριος ὁ Θεὸς στούς ἁμαρτωλούς, «καὶ καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν… καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν». Καὶ πῶς τελειώνει ἡ δικαία αὐτὴ κρίσις τοῦ Θεοῦ, ἡ κρίσις Του γιά τὴν μετάνοια, στή ὁποία συνεχῶς καλεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἐπιγείου ζωῆς του; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁμολογήση τίς ἁμαρτίες του, καὶ ἀποφασίση νά μετανοήση εἰλικρινῶς καὶ νά διορθωθῇ, τότε ὁ Θεὸς λύει τὴν κρίση πού ὑπῆρχε μαζὶ του μέ τὴν ἀκόλουθη ἀπόφαση: «Καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ». Ἂν ὅμως ὁ χριστιανὸς καταφρονήση αὐτὴ τὴν τελευταία, τὴν πολυεύσπλαχνο κρίση τοῦ Θεοῦ, τότε τοῦ ἀνακοινώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ὁριστικὴ του καταδίκη.
«Τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ», λέγει ὁ Ἀπόστόλος Παῦλος, «εἰς μετάνοιαν σὲ ἄγει». Ὁ Θεὸς βλέπει τὰ ἁμαρτήματά σου, παρατηρεῖ μέ μακροθυμία τίς ἁμαρτίες πού διαπράττεις κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα Του, τὴν ἁλυσίδα τῶν ἁμαρτιῶν πού διεμόρφωσαν ὅλον σου τὸν βίο. Ἀναμένει τὴ μετάνοιά σου, καὶ συνάμα ἀναθέτει στήν ἐλευθέρα προαίρεσή σου τὴν ἐπιλογὴ τῆς σωτηρίας σου ἢ τῆς καταδίκης σου.
Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ
Ἐδόσεις “ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ”
Βιβλία γιά ὅλους
Χρωστᾶμε μεγαλύτερη τιμὴ στόν ἄλλο, ὅπως ὁ Χριστὸς ἀπέδωσε στήν Ἐκκλησία
Κυριακὴ Σαμαρείτιδος
Ἀρχιμ.Ζαχαρίας Ζάχαρου
Στή μέση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει τὴν προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὥστε νά τονώσει τὴν ἔμπνευση καὶ νά μᾶς ἐνισχύσει στόν ἀγῶνα νά προευπρεπίσουμε τίς ψυχὲς μας, γιά νά εἰσέλθουμε στήν ζωοποιὸ παρουσία τοῦ ἀναστάντος Κυρίου. Παρομοίως στήν μέση τῆς περιόδου τοῦ Πεντηκοσταρίου ἑορτάζουμε τήν Μεσοπεντηκοστή, ποὺ ἀναδαυλίζει τήν δίψα γιά τὸ Φῶς τοῦ Παρακλήτου, καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μᾶς ἐνισχύει νά προσκαρτερήσουμε μέ προσευχὴ καὶ ὁλοένα αὐξανόμενο πόθο, «ἕως οὗ ἐνδυθῶμεν δύναμιν ἐξ ὕψους»[1]. Διότι ἂν δέν ἔλθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νά μᾶς συνδέσει μέ τὸν Χριστὸ αἰώνια, δέν μποροῦμε νά «περιπατήσωμε ἐν καινότητι» τῆς «ζωῆς»[2], ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Στήν σημερινὴ περικοπή, τῆς Σαμαρείτιδος, βλέπουμε τήν δίψα τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τήν δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιά τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Διακρίνουμε τὸ μέγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ κενώνεται καὶ κυνηγάει τὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλους τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς του καὶ τὸ μέγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐσχάτη πτώση, μπορεῖ, ὅταν συνεργήσει μέ τὸν Θεό, νά ἀνέβει σὲ ὕψη ἀγγελικά.
Γιά τοὺς Ἰουδαίους οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν μιαροὶ καὶ αἱρετικοί. Ἰδιαίτερα ἡ συνομιλία μέ γυναῖκα Σαμαρείτιδα θεωρεῖτο κάτι ἄκρως ὑποτιμητικό. Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν ὑπέρβαση καὶ ὑπέδειξε ὅτι ἐκεῖνο πού διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους εἶναι τὸ πνευματικὸ τους χάρισμα. Ὅταν ἐνεργεῖ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάθε εἶδος ἀνθρωπίνης διακρίσεως καταργεῖται. Ἔθνος τῶν Χριστιανῶν δέν εἶναι οἱ Ἕλληνες ἤ οἱ Ῥῶσοι ἤ οἱ Ῥουμάνοι, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λάβει τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔχοντας ἐνδυθεῖ τὸν Χριστό, καθίστανται «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν»[3].
Ὁ Χριστὸς στήν πορεία Του ἀπὸ τὴν Ἰουδαία πρὸς τήν Γαλιλαία διάβηκε ἀπὸ τήν Σαμάρεια. Ἐνῶ κάθισε νά ἀναπαυθεῖ στό πηγάδι τοῦ Ἰακὼβ περιμένοντας τοὺς μαθητὲς Του νά ἀγοράσουν τρόφιμα, ἦλθε μιά γυναῖκα Σαμαρείτιδα μέ ἀτασθαλὴ βίο νά ἀντλήσει νερό. Ὁ Παντογνώστης Κύριος πού πεινᾶ καὶ διψᾶ μέχρι θανάτου γιά τήν σωτηρίᾳ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ταπεινώθηκε μπροστὰ στήν γυναῖκα αὐτὴ καὶ τῆς εἶπε: «Δός μοι πιεῖν»[4]. Ἐπιθυμώντας νά θεραπεύσει τίς πληγές πού τῆς εἶχε προξενήσει ἡ ἁμαρτία, τὴν τίμησε, γιά νά ἀποκαταστήσει τὴν ἀξιοπρέπειά της καὶ νά τὴν προετοιμάσει νά προσλάβει τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας Του.
Στήν ἔκπληξη τῆς γυναίκας πού τῆς ἀπηύθυνε λόγο ἕνας Ἰουδαῖος ῥαββῖνος, ὁ Κύριος ἄρχισε νά τῆς μιλᾶ γιά τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», τήν δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ παράδοξος λόγος τοῦ Κυρίου στόχευε νά διεγείρει στήν Σαμαρείτιδα πνευματικὴ ἔνταση καὶ διάθεση συνεργείας γιά τὸ θαῦμα πού θὰ ἐπιτελεῖτο, τὴν ἀνακαίνιση τῆς ψυχῆς της, τήν μεταποίηση μιᾶς γυναίκας αἱρετικῆς καὶ διαβεβλημένης στήν ἁγία μάρτυρα καὶ ἰσαπόστολο Φωτεινή. Στήν συνέχεια, γνωρίζοντας ὁ Χριστὸς ὅτι γιά νά δεχθεῖ ἡ γυναῖκα τὴν ἄφθαρτη δωρεὰ τοῦ Πνεύματος, ἔπρεπε νά προσέλθει μέ καθαρή καρδία, μὲ πολὺ λεπτὸ τρόπο, χωρὶς νά τὴν κατακρίνει, ἄρχισε νά ἐλέγχει τήν βιοτήν της.
Ὑπάρχει ἔλεγχος πού ἐξουθενώνει καὶ συντρίβει, καὶ ἔλεγχος προφητικός, ποὺ ἀναγεννᾷ καὶ ἐμπνέει. Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ, φωτίζει καὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, συγχρόνως ὅμως τὸν θεραπεύει. Ὁ ἔλεγχος αὐτὸς πρόκειται μᾶλλον γιά προφητικὴ ῥήση, ἡ ὁποία φωτίζει τὸν ἀκροατή νά ἀσπασθεῖ οἰκειοθελῶς τὸν λόγο αὐτὸν καὶ νά ἀναλάβει τὴν ἐκπλήρωσή του μέ ἔμπνευση. Συνέχεια
Τελώνης καί Φαρισαῖος
Πόσο εὔκολο τρόπο διάλεξε γιά νά σωθεῖ ὁ Φαρισαῖος! Εὐκολότερο κι ἀπὸ τὸν πιὸ εὔκολο τρόπο πού ὁδηγεῖ στήν καταστροφή! Ἀπ’ ὅλες τίς ἐντολές πού ἔδωσε ὁ Θεὸς στούς ἀνθρώπους, μέσω τοῦ Μωυςῆ, αὐτός διάλεξε τίς δύο εὐκολότερες. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν τηρεῖ καμιά. Ὁ Θεὸς δέν ἔδωσε τίς δύο αὐτὲς ἐντολὲς ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάγκη νά νηστεύουν καὶ νά δίνουν τὸ δέκατο τῆς περιουσίας τους οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο πού δὲν χρειάζεται ὁ Θεός. Δέν ἔδωσε τίς ἐντολὲς αὐτὲς στούς ἀνθρώπους σὰν αὐτοσκοπό, ἀλλὰ – ὅπως καί τίς ἄλλες ἐντολὲς- γιά νά καρποφορήσουν στήν ταπείνωση, στήν ὑπακοὴ στόν Θεό, στήν ἀγάπη γιά Ἐκεῖνον καὶ γιά τὸν ἀνθρωπο.
Μέ λίγα λόγια, τὶς ἐντολὲς ὁ Θεός τίς ἔδωσε γιά νά διεγείρουν, νά μαλακώσουν καὶ νά φωτίσουν τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.Ὁ Φαρισαῖος τηροῦσε τίς ἐντολὲς χωρὶς σκοπό. Νήστευε κι ἔδινε τὸ δέκατο τῆς περιουσίας του, ἀλλὰ μισοῦσε τοὺς ἄλλους, τοὺς περιφρονοῦσε, στάθηκε μέ ἀλαζονεία μπροστὰ στόν Θεό. Παρέμεινε ἕνα ἄκαρπο δέντρο. Ὁ καρπὸς δέν ἔγκειται στήν νηστεία, ἀλλὰ στήν καρδία.Ὁ καρπὸς δέν προκύπτει ἀπὸ τήν συγκεκριμένη ἐντολὴ ἀλλ’ ἀπὸ τὴν καρδία. Ὅλες οἱ ἐντολὲς κι ὅλοι οἱ νόμοι ὑπάρχουν γιά νά βελτιώνουν τὴν καρδία. Νά τήν θερμαίνουν, νά τήν φωτίζουν, νά τὴν ποτίζουν, νά τὴν περιχαρακώνουν, νά τήν σπέρνουν, νά τὴν καλλιεργοῦν. Κι ὅλ’ αὐτὰ μόνο καὶ μόνο γιά νά καρποφορήσει ὁ ἀγρὸς τῆς καρδίας, ν’ ἀνάπτυχθεῖ καὶ νά ὡριμάσει ὁ καρπός.
Ὅλα τὰ καλὰ ἔργα εἶναι μέσα, δέν εἶναι σκοπός· εἶναι ἡ μέθοδος, ὄχι ὁ καρπός. Σκοπός εἶναι ἡ καρδία πού φέρει τὸν καρπό.
Ὁ Φαρισαῖος μέ τὴν προσευχὴ του δέν πέτυχε τὸν ἐπιδιωκόμενο σκοπό. Δέν ἀποκάλυψε τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ τὴν ἀσχήμια της. Δὲν φανέρωσε τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ τὴν ἀρρώστια. Ὁ Χριστὸς θέλησε μέ τὴν παραβολὴ αὐτὴ νά μᾶς δείξει πώς, ὄχι μόνο ὁ συγκεκριμένος Φαρισαῖος, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν Φαρισαίων ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἤθελε νά ἐξουσιάζει τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό. Θέλησε μέ τὴν παραβολὴ Του ὁ Κύριος νά μᾶς δείξει πώς ἡ διεστραμένη εὐσέβεια κι ὁ πλανεμένος φαρισαϊσμός ἀνήκουν καὶ σὲ μᾶς, σὲ ὅλες τίς γενιὲς τῶν χριστιανῶν μέχρι τίς μέρες μας. Δέν ὑπάρχουν σήμερα ἀνάμεσά μας χριστιανοὶ πού προσεύχονται στόν Θεό μέ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅπως ὁ Φαρισαῖος; Δέν εἶναι πολλοὶ αὐτοί πού ἀρχίζουν τὴν προσευχὴ τους μέ κατηγορίες καὶ μομφὲς κατὰ τοῦ πλησίον τους καὶ τελειώνουν μέ αὐτοεγκωμιασμούς; Δέν εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι πού στέκονται μπροστὰ στόν Θεὸ ὡς δανειστὲς μπροστὰ στόν ὀφειλέτη τους; Δὲν λένε πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, «Θεέ μου, ἐγὼ νηστεύω, πηγαίνω στήν ἐκκλησία, πληρώνω τοὺς φόρους μου, κάνω δωρεὲς στήν ἐκκλησία· δέν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἐγώ, σὰν τοὺς ἅρπαγες καὶ τοὺς συκοφάντες, σὰν τοὺς ἀπίστους καὶ τοὺς μοιχούς. Αὐτοί μέ στενοχωροῦν. Ἐσύ, τὶ κάνεις, Θεέ μου; Γιατὶ δέν τοὺς ἀφανίζεις αὐτούς, γιατὶ δέν ἐπιβραβεύεις ἐμένα γιά ὅλ’ αὐτὰ πού κάνω γιά Σένα; Δὲν βλέπεις, Θεέ, πόσο ἁγνὴ εἶναι ἡ καρδία μου, πόσο ὑγιὴς εἶναι ἡ ψυχή μου;».
Πρέπει νά ξέρεις πώς, ὅπως λέει ὁ ὅσιος Μάξιμος, «ὁ Θεὸς δέν μπορεῖ νά σὲ ἐξαπατήσει, μὰ οὔτε καὶ σὺ Ἐκεῖνον. Ὅλοι κάνουν τὸν σταυρὸ τους, μὰ δέν προσεύχονται ὅλοι». Ὁ Φαρισαῖος εἶναι «Ἀβραὰμ ὡς πρὸς τήν γενειάδα του, μὰ Χάμ ὡς πρὸς τὰ ἔργα του».
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μιλοῦν οἱ Φαρισαῖοι. Κι ὁ Θεὸς τοὺς ἀκούει καὶ τοὺς στέλνει πίσω κενούς, ἄδειους. Τοὺς ἀπαντᾶ: «Δέν ἀναγνωρίζω τὴν περιγραφή πού κάνετε στόν ἑαυτὸ σας». Στήν τελικὴ κρίση θὰ τοὺς πεῖ: «Οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Δέν σᾶς ξέρω. Ὁ Θεὸς δέν ἀναγνωρίζει τοὺς φίλους Του ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀλλ’ ἀπό τίς καρδιὲς τους. Μέ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο πού δέν ἐκτιμᾶ τήν συκιὰ ἀπὸ τὰ φύλλα της, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς καρποὺς της.
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
Ἐγκωμιαστικὸς λόγος στόν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
… Ξέσπασε κάποτε φοβερὸς διωγμός ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ σὰν φοβερότατη τυραννίδα ξαπλώθηκε στήν γῆ καὶ ὅλοι ἁρπάζονταν μέσα ἀπὸ τὴν ἀγορά, χωρὶς καμιὰ κατηγορία, ἀλλ’ ἁπλῶς γιατὶ ἁπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἔτρεξαν πρὸς τὴν εὐσέβεια, γιατὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τήν θρησκείᾳ τῶν δαιμόνων, γιατὶ γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ προσκύνησαν τὸν Μονογενῆ Υἱὸ Του· καὶ γιά ἐκεῖνα γιά τὰ ὁποῖα ἔπρεπε αὐτοὶ νά στεφανώνονται, νά θαυμάζονται καὶ νά τιμοῦνται, τώρα τιμωρούνταν καὶ περιβάλλονταν ἀπὸ μύρια κακὰ ὅλοι ἐκεῖνοι πού δέχθηκαν τὴν πίστη, καὶ πολὺ περισσότερο οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν.
Διότι ὁ διάβολος, ὄντας κακοῦργος καὶ φοβερὸς στό νά μηχανορραφεῖ τέτοιες ἐπιβουλές, ἔλπισε ὅτι, ἐὰν ἀφαιρέσει τοὺς ποιμένες, θὰ μπορέσει εὔκολα νά διασκορπίσει τὰ πρόβατα. Ὁ Θεὸς, ὅμως, πού συλλαμβάνει τοὺς σοφοὺς στήν πανουργία τους, θέλοντας νά δείξει σ’ αὐτόν, ὅτι δέν κυβερνοῦν τίς Ἐκκλησίες Του ἄνθρωποι, ἀλλ’ Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος πού ποιμαίνει παντοῦ ὅσους πιστεύουν σ’ Αὐτόν, ἐπέτρεψε νά γίνει αὐτὸ … γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος πού καθοδηγεῖ παντοῦ τίς Ἐκκλησίες, καὶ δέν εἶναι δυνάτό ποτέ νά βγεῖ νικητὴς ἐκεῖνος πού πολεμᾶ τὸν Θεό.
Καὶ δέν διέπραξε ὁ διάβολος αὐτὸ μόνο τὸ κακούργημα, ἀλλὰ καὶ ἄλλο ὄχι μικρότερο ἀπ’ αὐτό. Ὅτι δηλαδή, δέν ἄφηνε νά σφάζονται οἱ ἐπίσκοποι στίς πόλεις πού ἦταν προϊστάμενοι, ἀλλὰ τοὺς φόνευε ὁδηγώντας τους σὲ ξένη πόλη. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐπιδιώκοντας ἔτσι νά μείνουν ἔρημοι ἀπὸ φίλους καὶ συγχρόνως, ἐλπίζοντας νά τοὺς καταστήσει ἀσθενεστέρους μέ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας, πρᾶγμα πού ἔκαμε καὶ στόν μακάριο αὐτὸν ἱεράρχη. Διότι ἀπὸ τὴν πόλη μας τὸν φόνευσε στήν Ῥώμη, κάνοντάς του μακρότερη τὴν ὁδοιπορία, καὶ ἐλπίζοντας –μέ τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἡμερῶν πού θὰ μεσολαβοῦσαν μέ τὸ ταξίδι– νά καταβάλει τὸ φρόνημά του, μὴ γνωρίζοντας ὅμως ὅτι, ἔχοντας αὐτὸς στήν τόσο μεγάλη ὁδοιπορία του συνοδοιπόρο καὶ συνταξιδιώτη τὸν Ἰησοῦ, γινόταν πιὸ ἰσχυρός, παρεῖχε μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ πού ὑπῆρχε μαζὶ του καὶ σφυρηλατοῦσε ἔτσι περισσότερο τίς Ἐκκλησίες. Διότι οἱ πόλεις πού ὑπῆρχαν κατὰ μῆκος τῆς ὁδοῦ πού περνοῦσε, συντρέχοντας ἀπὸ παντοῦ, ἐνίσχυαν τὸν ἀθλητήν καὶ τὸν προέπεμπαν μέ πολλὰ ἐφόδια, συναγωνιζόμενες μέ αὐτόν μέ τίς προσευχὲς καί τίς παρακλήσεις τους.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὲς δέν δέχονταν μικρὴ παρηγορία, βλέποντας τὸν μάρτυρα νά τρέχει πρὸς τὸν θάνατο μέ τόση μεγάλη προθυμία, μὲ ὅση φυσικὸ ἦταν νά τρέχει ἐκεῖνος πού καλεῖται στά οὐράνια ἀνάκτορα. Καί ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα μάθαιναν –ἀπὸ τὴν προθυμία δηλαδὴ ἐκείνου καὶ τὴν ὑπερβολικὴ χαρὰ– ὅτι δέν ἦταν θάνατος ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεχε, ἀλλὰ κάποια ἀποδημία καὶ μετάθεση καὶ ἀνάβαση πρὸς τὸν οὐρανό. Καί διδάσκοντας αὐτὰ σὲ κάθε πόλη μέ τὰ λόγια καί μέ τὰ ἴδια τὰ ἔργα του ἀναχωροῦσε ἀπὸ ἐκεῖ.
Καὶ ἐκεῖνο πού συνέβηκε μέ τοὺς Ἰουδαίους, –ὅταν, δένοντας τὸν Παῦλο καὶ στέλνοντάς τον στήν Ῥώμη, νόμιζαν ὅτι τὸν στέλνουν στόν θάνατο, στήν πραγματικότητα ὅμως τὸν ἔστελναν διδάσκαλο στούς Ἰουδαίους πού κατοικοῦσαν ἐκεῖ– αὐτὸ λοιπὸν συνέβη πολὺ περισσότερο μέ τὸν Ἰγνάτιο. Διότι καθίστατο διδάσκαλος θαυμάσιος ὄχι μόνο σ’ ἐκείνους πού κατοικοῦσαν στήν Ῥώμη, ἀλλὰ καὶ σ’ ὄλες τίς ἐνδιάμεσες πόλεις, πείθοντάς τους νά περιφρονοῦν τὴν παροῦσα ζωή, νά μὴ θεωροῦν τίποτε τὰ βλεπόμενα, νά ἐπιθυμοῦν τὰ μελλοντικὰ καὶ ν’ ἀποβλέπουν πρὸς τὸν οὐρανό, καὶ νά μὴν δίνουν σημασία γιά κανένα ἀπὸ τὰ κακὰ τῆς παρούσας ζωῆς.
Διδάσκοντάς τους λοιπὸν αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτά μέ τὰ ἴδια τὰ ἔργα του καὶ παιδεύοντάς τους βάδιζε σὰν κάποιος ἥλιος ἀνατέλλοντας ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ τρέχοντας πρὸς τήν δύση· ἢ καλύτερα λαμπρότερος ἀπὸ ἥλιο. Διότι ὁ ἥλιος ἔτρεχε στόν οὐρανό, παρέχοντας αἰσθητὸ φῶς, ἐνῶ ὁ Ἰγνάτιος ἀντέλαμπε κάτω, ἐμβάλλοντας στίς ψυχὲς νοητὸ φῶς ἔνθεης διδασκαλίας. Καὶ ὁ ἥλιος, βέβαια, φθάνοντας στά μέρη τῆς δύσεως κρύβεται καὶ ἀμέσως φέρνει τήν νύχτα, ἐνῶ αὐτὸς καταφθάνοντας στά μέρη τῆς δύσεως ἀνέτειλε ἐκεῖ λαμπρότερα, ἀφοῦ εὐεργέτησε ὑπερβολικὰ καὶ ὅλους ἐκείνους πού συνάντησε κατὰ μῆκος τῆς πορείας του, καὶ ὅταν ἔφθασε στήν πόλη, δίδαξε καὶ σ’ ἐκείνην τὴν ὁδὸ τῆς εὐσεβείας.
Διότι γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νά τερματίσει ἐκεῖ τήν ζωή του, ὥστε ὁ θάνατός του νά γίνει διδάσκαλος εὐσεβείας σ’ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ῥώμης. Διότι ἐσεῖς, μὲ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν θὰ χρειαζόσασταν τότε καμιὰ ἀπόδειξη, ἐπειδὴ ἤσασταν ῥιζωμένοι στήν πίστη, ἐνῶ οἱ κάτοικοι τῆς Ῥώμης, ἐπειδὴ τότε ὑπῆρχε ἐκεῖ πολλὴ ἀσέβεια, χρειάζονταν πολλὴ βοήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκείνους καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὅλοι θυσιάσθηκαν ἐκεῖ · καὶ ὁ ἕνας λόγος ἦταν, ἐπειδὴ εἶχε μολυνθεῖ ἡ πόλη μέ τὰ αἵματα τῶν εἰδώλων, νά τὴν καθαρίσουν μέ τὰ δικὰ τους αἵματα, καὶ ὁ ἄλλος λόγος γιά νά τοὺς ἀποδείξουν ἔμπρακτα τὴν ἀνάσταση τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ, πείθοντας τοὺς κατοίκους τῆς Ῥώμης, ὅτι δέν θὰ ἦταν δυνατό μέ τόση εὐχαρίστηση νά περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή, ἐὰν δέν ἦταν παρὰ πολὺ σίγουροι, ὅτι ἐπρόκειτο ν’ ἀνεβοῦν πρὸς τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ ὅτι θὰ Τὸν δοῦν στούς οὐρανούς. Συνέχεια
Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου
…Ὅταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκθρονίστηκε καὶ στάλθηκε ἐξόριστος στήν Κουκουσό, Ἀραβισσὸ καὶ Πιτιούντα ὅλη ἡ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων ἐπένθισε. Μὲ δάκρυα ἔλεγαν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν καὶ μοναχῶν: «Συνέφερεν, ἵνα ὁ ἥλιος συσταλῇ ἢ ἵνα τὸ στόμα Ἰωάννου σιωπήσῃ».
Ἔκλαυσε ὅλη ἡ οἰκουμένη, διότι ἔμέινε σὰν πλοῖο χωρὶς κυβερνήτη, σὰν ποίμνιο χωρὶς ποιμένα· σὰν στρατόπεδο χωρὶς ἀρχιστράτηγο καὶ σὰν κόσμος σκοτεινὸς χωρὶς ἥλιο. Ἔκλαιαν οἱ ὀρφανοὶ τὸν πατέρα τους. Θρηνοῦσαν οἱ μαθηταὶ τὸν διδάσκαλό τους, ὠδύρονταν οἱ πτωχοὶ τὸν προστάτη τους. Λυπόνταν οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν ἐλπίδα τους, οἱ θλιμμένοι τὴν παρηγορία τους, οἱ ἄρρωστοι τὴν ἐπισκέψή τους καὶ οἱ διψασμένοι ἀπὸ λόγο Θεοῦ, διότι στερήθηκαν τὰ γλυκύτατα καὶ πάγχρυσα λόγια τῆς διδασκαλίας του. Κοινὴ ἦταν ἡ συμφορά, παγκόσμιο τὸ κακό, οἰκουμενικὴ ἡ δυστυχία.
Ὁ ἅγιος Ἰννοκέντιος ὁ Πάπας, γράφοντας γιά τὸν Χρυσόστομο πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρκάδιο, λέγει: «Ὄχι μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ζημιώθηκε τῆς καλλιρρύτου ἐκείνου γλώσσας, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ὑφήλιος ἐχήρευσε, ἀπολέσασα τέτοιον ἔνθεον ἄνδρα».
Ἔμεινε στήν χηρεία αὐτὴ καὶ ἀπαρηγόρητη λύπη ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τριαντατρία ὁλόκληρα χρόνια.
Τὸ 440 γίνεται ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μετακομίζεται ἀπὸ τὰ Κόμανα τοῦ Πόντου στήν βασιλεύουσα μέ τέτοια τιμή, ἡ ὁποία δέν ἔγινε ποτέ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὲ ἄλλον, οὔτε πατριάρχη, οὔτε βασιλέα.
Ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία στολισαμένη, ὑποδέχεται σήμερα ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸ ζωομύριστο καὶ θαυματουργικώτατο σῶμα τοῦ φωστῆρος της Χρυσοστόμου καὶ ἑορτάζει χαρμόσυνα τὴν ἔνδοξη ἀνάκομιδὴ καὶ μετακομιδὴ καὶ ὑποδοχὴ τοῦ λειψάνου τοῦ διδασκάλου τῆς οἰκουμένης.
Καὶ αὐτό μέ κάθε δίκαιο, γιατί, πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ, σήμερα, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ ἕνα καιρό, ὅπου βλέπει ὅτι στό λείψανο τοῦ Χρυσοστόμου μεταβλήθηκαν ὅλοι οἱ νόμοι τῆς φύσεως καὶ ἐνεργήθηκαν μόνον οἱ νόμοι τῆς Χάριτος; Ὅτι σῶμα νεκρόν, ὅταν θέλῃ, κινεῖται, καί, ὅταν θέλῃ, μένει ἀκίνητον; Ὅτι σῶμα, ἐνταφιασμένο πρὶν 33 χρόνια, ἀνακομίζεται σῶο καὶ ἀδιάλυτο μέ τὴν ὁλοκληρία ὅλων τῶν μελῶν καὶ μερῶν του;… Πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ, σήμερα, ὅταν εἶδε τὸ σῶμα τοῦ Χρυσορρήμονος νά εὑρίσκεται μὲν στήν γῆ σὲ διάστημα τόσων χρόνων, ἔπειτα νά ἀνακομίζεται λαμπρὸ καὶ κροκοειδὲς στό χρῶμα; Εὐωδέστατο στήν ὀσμή, ὑπερνικῶν ὅλα τὰ ἀρώματα τῆς γῆς; Καὶ ἔχων ὅλα τὰ ἄλλα οὐσιώδη καὶ συστατικὰ γνωρίσματα τῆς ἁγιότητας; Πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ, ὅταν εἶδε τὸ λείψανον τοῦ Ἰωάννου, νά γιατρεύη κουτσούς, νά ἀνορθώνη παραλυτικούς, νά φωτίζη τυφλούς;…. Πῶς δέν ἦταν δίκαιο νά χαρῇ ὅλος ὁ κόσμος, βλέποντας ἕνα νεκρὸ σῶμα νά ἔχῃ ἐξουσία κατὰ τῶν στοιχείων; κατὰ γῆς καὶ θαλάσσης καὶ τοῦ ἀέρος; Νά σηκώνη ἀνέμους ἀπὸ τὴν θάλασσα, νά σχίζῃ σὲ ῥήγματα τὴν γῆ, νά κάμνῃ τὰ πλοῖα νά κλινοῦν ἀπὸ μόνα τους, σὰν νά ἦταν λογικὰ καὶ ἔμψυχα, γιά νά τὸν ὑποδεχθοῦν; Καί, ἔπειτα, νά τὰ διευθύνη αὐτὰ σὲ ὅποιο τόπο θέλει; Καὶ γιά νά πῶ τὸ μεγαλύτερο καὶ θαυμαστότερο, πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ σήμερα ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶδε νά ἀνοίξουν ἐκεῖνα τὰ ἄψυχα χείλη; Καὶ ὅταν ἄκουσε νά βγαίνη φωνὴ ζωντανὴ καὶ ἔναρθρος ἀπὸ τὸ πρὸ 33 χρόνων νενεκρωμένο στόμα τοῦ Χρυσοστόμου; Καὶ νά πεῖ «εἰρήνη πᾶσιν;». Ὄντως «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σύ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76, 13)…. Συνέχεια
Οἱ πειρασμοὶ τοῦ Χριστοῦ
Οἱ τρεῖς πειρασμοὶ τοῦ Ἰησοῦ στήν ἔρημο ἐκφράζουν καὶ τοὺς μεγάλους καί αἰωνίους πειρασμοὺς τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ καὶ τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου στήν προσωπικὴ του ζωή. Ὁ διάβολος μετὰ τὴν ἔντονη ἀποπομπὴ του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, “ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ”, ἐγκατέλειψε βέβαια τὴν κατὰ μέτωπο ἀντιπαράθεσή του, ἀλλ’ εἰσῆλθε σὲ μία νέα τακτική, πιὸ δόλια καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη, ἐκείνης τῆς “διαβολῆς” καὶ τοῦ κρυφοῦ πολέμου. Ὅπως ἐπεσήμανε καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, “Ὁ Διάβολος ἀπέστη ἀπ’ αὐτοῦ ἄχρι καιροῦ” (Λουκ. 4, 13), δηλαδὴ ὡσότου ἔρθει καὶ πάλι ἡ ὥρα ἡ δικὴ του, τοῦ σκότους καὶ τῆς καταστροφῆς, γιά νά ξαναχτυπήσει καὶ νά συντρίψει τὸν Ἰησοῦ μέ τὸν σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο.
Ἡ δύναμη καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου βρίσκονται στό σκοτάδι (Λουκ. 22, 53). Ἔτσι καὶ στό μέλλον, ὅσο θὰ αὐξάνει γύρω μας τὸ κακὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ θὰ δοκιμάζονται σκληρά, αὐτὸ θὰ εἶναι μία ἔνδειξη τῆς ἔξαρσης τῆς λογικῆς τοῦ σκότους καὶ τῶν μεθοδειῶν τοῦ Πονηροῦ. Τὴν ὥρα τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι κανεὶς ἕτοιμος νά δεχθεῖ κάθε εἴδους πειρασμὸ καὶ κάθε σατανικὴ ἐπιθετικότητα.
Οἱ δοκιμασίες τῶν πιστῶν ἔχουν, ἀσφαλῶς, πέραν ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ σημασία τὴν καθαρὰ, δηλαδὴ, ἱστορικὴ πλευρά. Ἀλλ’ ἔχουν καὶ ἐσχατολογικὸ νόημα, ἀφοῦ παρουσιάζουν καὶ ἕνα σαφῆ χαρακτῆρα ἀποκαλυπτικό. Ὁ μεγάλος ἱστορικὸς καὶ σωτηριολογικὸς ἀγῶνας πού διαξάγεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο τοῦ παρόντος, ὑπόκειται συχνὰ σὲ σκληρὴ δοκιμασία. Καὶ αὐτὸ ἀποκαλύπτει, πώς ὁ πραγματικὸς ὑπαίτιος καὶ ὁ κύριος αὐτουργὸς τῆς ἀντίδρασης πρὸς καθετὶ τὸ καλό, καθὼς καὶ γιά τὶς σκληρὲς δοκιμασίες τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ πειραστὴς διάβολος. Οἱ δοκιμασίες αὐτὲς τῆς Ἐκκλησίας ξεσκεπάζουν τίς μεθόδους τοῦ Πονηροῦ, μέ τίς ὁποῖες οὐσιαστικὰ προσπαθεῖ νά παρασύρει τοὺς πιστοὺς πρὸς τήν δική του ἐξουσία καὶ νά τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν κύριο καὶ μοναδικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς πού εἶναι ἡ τελείωση καὶ ἡ θέωση. Οἱ δοκιμασίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν σημαίνουν, ἀκόμη, ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα συνεχίζει νά πορεύεται τὴν ἱστορικὴ ἔρημό της στό παρόν, τὴν ὁποία ζεῖ ἔντονα τώρα ὅπως καὶ τότε καὶ ἡ ὁποία φανερώνει τὴν τραγικὴ πραγματικότητα τῆς κυριαρχίας τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους στόν παρόντα αἰῶνα.
Ὁ Ἰησοῦς συχνὰ παρουσιάζεται στά ἱερὰ κείμενα νά χρησιμοποιεῖ τὴν ἔρημο ὡς τὸν πιὸ κατάλληλο τόπο προσευχῆς (Μάρκ. 1, 35) καὶ ὡς ἕνα ἀγαπημένο καταφύγιο γιά ν’ ἀποσύρεται καὶ ν’ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὰ θορυβοῦντα πλήθη καὶ ἀπό τίς ἀνίερες ἐπευφημίες τους (Ματθ. 10, 13· Μάρκ. 1,45· 6, 31· Λουκ. 4, 42). Ἡ ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀναχώρησης ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς καθημερινῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῆς δραστηριότητας, ἐκφράζεται ἐδῶ κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο. Ὁ Ἰησοῦς βλέπουμε ὅτι ἀνύψωσε τήν σιωπή καὶ τὴν ἀναχώρηση, συνδυασμένα καὶ τὰ δύο αὐτά μέ τὴν προσευχή, σὲ βασικὴ λειτουργία τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὸν Ἰησοῦ τὸν συναντᾶμε πολλὲς φορὲς νά ἀναχωρεῖ καὶ νά προσεύχεται “κατὰ μόνας” (Λουκ. 9, 18) ἢ “κατ’ ἰδίαν” (Ματθ. 14, 23). Καὶ δέν ἦταν μόνο σὲ ὧρες ἀνάπαυλας καὶ ἡσυχίας ἀλλὰ καὶ σὲ ὧρες ἔντασης, δουλειᾶς καὶ δραστηριότητας (Μαρκ. 1, 35-36). Πιστεύομε πώς ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱεραποστόλικῆς δραστηριότητάς του ποτέ δέν κατεχόταν ἀπὸ ἄγχος καὶ δέν ἐξεβίαζε τίς ὑπάρχουσες συνθῆκες καί τίς καταστάσεις. Ἦταν πάντα ἤρεμος καὶ στίς πιὸ ἔντονες στιγμὲς καὶ τὸν χαρακτήριζε βαθιὰ γνώση καὶ διάκριση τῶν πραγμάτων. Ἔτσι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ δέν ἦταν στοιχεῖο κάποιου μονοτισμοῦ ἢ κάποιας ἀναχωρητικῆς τάσης του, ἀλλὰ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη ἀνανέωσης κι ἐμπλουτισμοῦ. Τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι βέβαιο ὅτι δέν διακρινόταν ἀπὸ κάποια ἀκρατή δραστηριότητα. Τήν σοβαρότητα τῆς ἀποστολῆς του τὴν διακρίνουμε καὶ ἀπὸ τὸν ἄμεσο συσχετισμό της μέ τὴν προσευχή. Ὁ Ἰησοῦς τὰ πάντα τὰ ἀναφέρει στόν Θεὸ Πατέρα.
Γνωρίζουμε ὅλοι, ὅτι τίποτε τὸ σοβαρὸ δέν γίνεται σὲ μία συνεχή διάχυση καὶ μία διαρκή καὶ ἀνίερη ἐξωστρέφεια. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ συσχετίσθηκαν ἄμεσα μέ τὴν ἔρημο καὶ τὴν ἀναχώρηση, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐγρήγορση. Ἐκεῖ, στούς χώρους τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, ὁ Ἰησοῦς καλοῦσε καὶ καλεῖ πάντοτε τοὺς μαθητὲς του καὶ τοὺς πιστοὺς του νά τὸν ἀκολουθήσουν, μιμούμενοι τὸ παράδειγμά του, γιά μία γόνιμη πνευματικότητα καὶ οὐσιαστικὰ καρποφόρα δημιουργικότητα.
Ὕστερα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ κατανοοῦμε, γιατὶ ἡ “ἔρημος” θεωρεῖται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα ὡς “τύπος” ζωῆς καὶ “χῶρος” οὐσιαστικῆς δραστηριότητος. Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Ἅγιοί της ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἐκεῖ μπόρεσαν νά κατανοήσουν καὶ νά βιώσουν κατ’ οὐσιαστικὸ τρόπο τὸ ἀληθινὸ ἦθος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Δέν εἶναι περίεργο ἑπομένως, πού στήν συνέχεια καὶ ἡ Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία εἶδε καὶ ἔκανε τὴν “ἔρημο” ὡς τὸν πιὸ εὔφορο χῶρο, ἐκεῖ ὅπου βλάστησαν τὰ πλέον ἄξια τέκνα της καὶ ἐκεῖ ἀνθοφοροῦν τὰ πιὸ εὐωδιαστὰ ἄνθη τῆς πνευματικότητας καὶ ἁγιότητας. Μεγάλοι Πατέρες, Ἅγιοι καὶ Ὅσιοι, Μάρτυρες καὶ ἀληθινοὶ ἐκφραστὲς τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης, συνδέονται ἄμεσα μέ τὰ βιώματα καί τίς ἐμπειρίες τῆς ἐρήμου. Αὐτοὶ εἶναί πού διαμόρφωσαν καὶ διαμορφώνουν στήν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας τὸν ἔντονο ἀσκητικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθόδοξης Πνευματικότητας.
Τὸ νόημα τῶν πειρασμῶν τοῦ Ἰησοῦ
Τὸ κύριο ἐρώτημα, ὅμως, ποὺ ἔχει ἀπασχολήσει τοὺς ἐρμηνευτὲς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἱστορικοὺς τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ὡς πρὸς τὴν φύση τῶν πειρασμῶν τοῦ Ἰησοῦ. Μερικοὶ ἔχουν διατυπώσει τὴν ἄποψη, ὅτι οἱ σχετικὲς διηγήσεις τῶν πειρασμῶν στά Εὐαγγέλια ἔχουν καθαρὰ συμβολικὸ καὶ διδακτικὸ χαρακτῆρα καὶ στοχεύουν κυρίως στό νά δώσουν ἕναν «τύπο» ἀντιμετώπισης τῶν πειρασμῶν καὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας στήν προσωπικὴ τους ζωή. Χωρίς, ἀσφαλῶς, ν’ ἀποκλείεται ὁ διδακτικὸς καὶ παραμυθητικὸς χαρακτῆρας τῶν πειρασμῶν αὐτῶν τοῦ Ἰησοῦ, πρέπει ἡ ἄποψη αὐτὴ νά μὴν ἀνταποκρίνεται στήν βιβλικὴ πραγματικότητα, διότι παραθεωρεῖ ἢ παραβλέπει τὴν ἱστορικὴ βάση καὶ τὴν χριστόλογικὴ σημασία τοῦ γεγονότος.
Οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις, νομίζουμε, ὅτι ἐπιμένουν ἰδιαίτερα στήν ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ ἀξιοπιστία τῶν πειρασμῶν, καὶ αὐτὸ δέν πρέπει νά ἀποσιωπᾶται ἀπὸ τὴν ἔρευνα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος, χωρὶς νά παραθεωρεῖται καθόλου ἐδῶ καὶ ἡ θεία του φύση, φαίνεται ὅτι δοκιμάσθηκε καὶ πειράσθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὸν χαιρέκακο διάβολο, ὅπως συμβαίνει μέ τὸν κάθε ἀνθρωπο στήν ἐπίγεια ζωὴ του. Μποροῦμε νά ποῦμε, μάλιστα, ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, κατὰ τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν, «πειράζεται» ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ὡς «νέος Ἀδὰμ» εἶναι γενάρχης ἑνὸς γένους ἀνθρώπων, καὶ κατ’ ἐπέκταση μέ τήν νίκη τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ πειραστοῦ κατατροπώνεται ἡ δύναμη τοῦ κακοῦ καὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους. Εἶναι πολὺ σημαντικὴ γιά τὴν κατανόηση καὶ ἡ «ἐκκλησιολογικὴ» αὐτὴ ἑρμηνεία τῆς νίκης τοῦ Ἰησοῦ πάνω στούς πειρασμούς.
Ἡ διηγήση τῶν πειρασμῶν στό κείμενο τοῦ Ματθαίου εἶναι περισσότερο ἐκφραστικὴ καὶ ἐκτεταμένη ἀπὸ αὐτὲς τῶν ἄλλων Εὐαγγελιστῶν. Ὁ πειρασμὸς παρουσιάζεται ἐδῶ τριπλὸς καὶ φαίνεται ν’ ἀγγίζει τίς βασικότερες ἀνάγκες καὶ λειτουργίες τῆς ὑπάρξης τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὴν βιολογική, τὴν πνευματικὴ κι ἐκείνην τοῦ τελικοῦ σκοποῦ καὶ προορισμοῦ τῆς ζωῆς, εἴτε στήν παροῦσα εἴτε καὶ στήν μέλλουσα φάση. Ἔχουμε ἔκφραση καὶ ἐκδήλωση τοῦ πειρασμοῦ κατὰ τρόπο ἐντυπωσιακὰ ἐξελικτικό, ἀπὸ τὰ ἁπλούστερα καὶ τὰ καθημερινὰ θέματα πρὸς τὰ βασικότερα καὶ οὐσιωδέστερα προβλήματα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης, ἀπὸ τὸν καθημερινὸ ἄρτο ὡς τὸ πρόβλημα τῆς πνευματικῆς αὐτογνωσίας καὶ αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ πειραστὴς διάβολος ὁδηγεῖ τὸν Ἰησοῦ μπροστὰ σ’ ἐκεῖνες τίς καταστάσεις, ποὺ κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ πρῶτος Ἀδὰμ καὶ ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ εἶχαν κάποτε ὑποκύψει, μὲ τὴν ἐλπίδα κι αὐτὴ τήν φορά νά πετύχει νίκη γιά ν’ ἀνατρέψει τοὺς σκοποὺς μιᾶς νέας δημιουργικῆς καὶ σωτηριολογικῆς κίνησης τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο μας. Τώρα, ὅμως, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ἐκπρόσωπος τῆς νέας ἀνθρωπότητας καὶ τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ θὰ κατατροπώσει μέσα στήν ἔρημο τὸν Πειραστή. Καὶ μάλιστα ἡ νίκη θὰ πραγματοποιηθεῖ στό ἴδιο τὸ βασίλειο τοῦ διαβόλου, γιατὶ ἡ ἔρημος εἶναι μία συμβολική εἰκόνα τῆς ἐρημίας πού φέρνει μέ τὴν παρουσία του. Νά γιατὶ ἡ ἔκθεση τῶν πειρασμῶν ἔχει ὡς σκοπὸ νά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσουμε ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ τὸ θεολογικὸ τους νόημα. Ἡ δοκιμασία καὶ οἱ πειρασμοί, σὰν «ἕνα ἀναγκαῖο» πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, δηλαδὴ πρὸς τήν συνειδητοποίηση τῆς πνευματικῆς μας σχέσης μέ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας, ἔχουν τελικὰ κάποιο βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο νόημα.
Ὁ πρῶτος πειρασμὸς τοῦ Ἰησοῦ
Ὁ πρῶτος πειρασμὸς εἶναι ἐκεῖνος τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας, ὁ καθημερινὸς βιολογικὸς πειρασμός, ποὺ συνιστᾶ τὸ σύνολο τῶν προβλημάτων καὶ θεμάτων τοῦ βίου. Ἡ καθημερινὴ ἀνάγκη, ποὺ καταλήγει νά παίρνει κυριαρχικὴ μορφὴ στήν ζωὴ καὶ στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, ἐκφράζεται μέ τὸν πειρασμὸ τῆς πείνας καὶ εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ μεγάλος πειρασμὸς στόν παρόντα αἰῶνα. Ἡ οἰκονομία, ποὺ τίθεται πολλὲς φορὲς ὡς ἡ βάση ἀλλὰ καὶ ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπιτεύξεων καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ πολιτισμοῦ, ἐπιβάλλεται κυριαρχικὰ ἐπὶ ὅλων τῶν ἐνδιαφερόντων τῆς ζωῆς. Τὸ ἱερὸ κείμενό μας λέει, ὅτι ὁ Ἰησοῦς «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε. Καὶ προσελθὼν ὁ πειράζων εἶπεν αὐτῷ· εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται» (Ματθ. 4, 2-3).
Ὁ πρῶτος αὐτὸς πειρασμός, ἴσως μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἀκόμη καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα, ποὺ ὅλη ἡ ζωὴ μας καὶ ὁ πολιτισμὸς μας ἔχουν μοναδικὸ σχεδὸν σκοπὸ καὶ στόχο τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν οἰκονομία, μὲ αἰτιολογία τὴν καλύψη τῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ οἰκονομικὴ κυριαρχία καί ἡ ἐκμετάλλευση ὅλων τῶν πραγμάτων, ἡ καθημερινὴ εὐδαιμονία καὶ ὁ ἀνώδυνος πλουτισμός, εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ συνήθη ἰδανικὰ τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Σύνθημα ὅλων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἀνθρώπων χωρὶς κανένα πνευματικὸ προβληματισμὸ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες εἶναι, εἰ δυνατόν, ὄχι μόνο «οἱ λίθοι οὗτοι» ἀλλὰ τὰ πάντα γύρω μας νά γίνουν οἰκονομικὴ ἰσχὺς καὶ δύναμη. Ὁ πειρασμὸς δέν ἐπικεντρώνεται στόν καθημέρινὸ καὶ «ἐπιούσιο ἄρτο», ἀλλά μέ πρόσχημα τὴν καθημερινότητα στρέφεται στήν οἰκονομικὴ κυριαρχία καὶ ἀσφάλεια, στήν συσσώρευση τοῦ χρήματος πού εἶναι πραγματικὸς «μαμμωνᾶς».
Ἡ ζωή, ὅμως, δέν εἶναι μόνο βιολογικὲς καὶ καθημερινὲς ἀνάγκες. Ἡ ὑπάρξη τοῦ ἀνθρώπου δέν καταξιώνεται στήν εὐκαιριακὴ εὐδαιμονία καὶ εὐμάρεια, καθὼς καὶ στήν συσσώρευση ἀγαθῶν. Ἡ ὑποστάση μας, ἂς τὸ ποῦμε, δέν μπορεῖ νά ὁρισθεῖ καὶ νά περιορισθεῖ μόνο στό σωματικὸ καὶ ὑλικὸ κόσμο. Τὸ νόημα τῆς ζωῆς ἐκτείνεται καὶ πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, πρὸς τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια. Ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνο ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4, 4), μπόρεσε νά προσδιορίσει γιά πάντα τὴν ἑνότητα τῶν δύο αὐτῶν πραγματικοτήτων καὶ νά σηματοδοτήσει τὴν ἀνάγκη μιᾶς τελικῆς στροφῆς καὶ ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου γιά σωτηρία πρὸς τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ.
Ἀσφαλῶς ἐδῶ μέ τήν στάση πού κράτησε ὁ Ἰησοῦς ἔναντι τοῦ πρώτου πειρασμοῦ, δέν παραθεωροῦνται οἱ οἰκονομικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ δέν ἀπολυτοποιοῦνται, ὅπως προσπάθησε νά τὶς παρουσιάσει ὁ διάβολος. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνο». Πού σημαίνει, προτεραιότητα στά πνευματικά, στὸ «λόγο» καὶ στά «ῥήματα τοῦ Θεοῦ», καὶ μετὰ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ «σωματικὰ» καὶ γήινα, θὰ πάρουν νόημα καὶ ἀξία. Ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλα αὐτὰ δέν τίθεται μπροστὰ σὲ κάποιο τραγικὸ δίλλημα ἐπιλογῆς: ἢ τὰ ὑλικὰ καὶ ἀνθρώπινα ἢ τὰ πνευματικὰ καὶ θεῖα. Γιατὶ δέν πρόκειται γιά δύο ἀντίθετους καὶ ἐχθρικοὺς κόσμους. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά πραγματώσει στήν ζωὴ του ἁρμονικὰ καὶ διαλεκτικὰ τήν μεγάλη σύνθεση τῶν δύο καὶ τὴν σωστὴ ἀξιολόγηση τῶν πραγμάτων πού τὰ ἐκφράζουν. Καὶ αὐτὸ δέν σημαίνει ἀσφαλῶς, παραθεώρηση ἢ ὑποβάθμιση τοὺς ἑνὸς κόσμου καὶ ὑπερεκτίμηση τοῦ ἄλλου. Ἡ βιβλικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων βρίσκεται ἀκριβῶς στήν ἑνότητα τῶν δύο, τοῦ σωματικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ, τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ θείου, τοῦ χρονικοῦ καὶ τοῦ αἰώνιου.
Δύο, ἀκόμη, στοιχεῖα εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέροντα ἀπὸ τὸν πρῶτο πειρασμό. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ χρήση ἁγιογραφικῶν ἐκφράσεων ἀπὸ τὸν πειραστή, ποὺ παρατηρεῖται καὶ στούς δύο ἄλλους πειρασμούς, καὶ τὸν δεύτερο ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ῥῆμα», γιά νά ἐκφρασθεῖ στό σύνολό του ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος παρουσιάζεται ἐδῶ μέ ἔνδυμα προβάτου, ὡς σεβόμενος βαθύτατα τίς Γραφές, γιά νά ἐξαπατήσει καὶ νά πετύχει τοὺς σκοποὺς του. Ἐμφανίζεται, μάλιστα, ὡς ἐνδιαφερόμενος γιά τὴν «ἀποκάλυψη» τῆς ἀληθείας καὶ ζητεῖ ἀποδείξεις γι’ αὐτήν, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι ψεύτης καὶ «πατὴρ τοῦ ψεύδους» (Ἰωάν. 8, 44).
Μὲ τὸν ὅρο «ῥῆμα» δέν ὑπονοοεῖται μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ διδακτικὸ καὶ κηρυγματικό στοιχεῖο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὸ σύνολο τῆς Θείας οἰκονομίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Στήν τάση ἀληθοφάνειας τοῦ διαβόλου καὶ στήν διάθεσὴ του νά φέρει σύγχυση στόν ἄνθρωπο μὲ τὴν διαστρέβλωση τῶν πραγμάτων, ὁ Ἰησοῦς φανερώνει τὴν ἀλήθεια καὶ ἀντιπαραθέτει στίς μεθοδεῖες του τὸ σύνολο τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ, ποὺ πραγματοποιεῖται διὰ μέσου τῶν αἰώνων γιά τήν σωτηρίᾳ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὴν ἀλήθεια καὶ σώζεται μόνο ὅταν διαλέγεται μέ τὸν Θεὸ καὶ κοινωνεῖ μαζὶ του καὶ ἀπορρίπτει κάθε διάλογο μὲ τὸν πλάνο διάβολο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἔδωσε «τύπο» ζωῆς γιά ὅλους μας, ὅταν μέ τὴν ἀπάντησή του στόν πρῶτο πειρασμὸ ἀρνήθηκε κάθε διάλογο μὲ τὸν πειραστή.
Ὁ δεύτερος πειρασμὸς τοῦ Ιησοῦ
Ὁ δεύτερος πειρασμὸς εἶναι πνευματικότερος καὶ γι’ αὐτὸ δυσκολότερος ἀπὸ τὸν πρῶτο. Πρόκειται γιά τὸν πειρασμὸ τῆς συνειδητοποίησης τῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου νά κοινωνεῖ μέ τὸν Θεὸ καὶ τὴν διάθεσὴ του νά «ἐλέγξει» αὐτὴ τήν σχέση, ὥστε νά τὴν χρησιμοποιεῖ κατά τίς προθέσεις του καὶ τὰ ἐγκόσμια συμφέροντά του. Πρόκειται γιά τὸν πειρασμό, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, τῶν «ἐμπόρων τοῦ πνεύματος», ἕναντι τοῦ πειρασμοῦ τῶν «ἐμπόρων τοῦ χρήματος» τῆς προηγουμένης περίπτωσης. Ὁ πειρασμὸς αὐτὸς ἀναφέρεται σ’ ἐκείνους πού θέλουν νά «ἐκμεταλλευτοῦν» κάθε πνευματικὴ ἀξία καὶ νά χρησιμοποιήσουν πρὸς ὄφελός τους κάθε πνευματικὴ θέση καὶ ἐξουσία πού κατέχουν.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ δεύτερος πειρασμὸς διαδραματίζεται σὲ ἱερὸ χῶρο, ὅπου συνήθως βρίσκονται αὐτοὶ οἱ «ἐκμεταλλευτὲς» τοῦ πνεύματος καὶ ὅπου δέν θὰ ὑποψιαζόταν κανεὶς τὴν παρουσία τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συνήθως εἶναι περισσότερο ἀνοιχτὸς στά πνευματικὰ θέματα, παρουσιάζεται συγχρόνως εὐάλωτος καὶ στούς πνευματικοὺς διαλογισμούς. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἰδιαίτερα ἐπιρρεπεῖς στόν δεύτερο αὐτὸ πειρασμό. Ὁ Νίτσε κάποτε κατηγόρησε, καὶ δυστυχῶς χωρὶς νά ἔχει ἄδικο, τοὺς «πνευματικοὺς» ἀνθρώπους, ὅτι εἶναι ἱκανοὶ νά θυσιάσουν «μερικὰ κιλὰ ἀπὸ τήν σάρκα τους» ἀρκεῖ νά κερδίσουν καὶ νά ἐμπορευθοῦν πρὸς ὄφελός τους τὸ πνεῦμα καὶ ἔτσι νά κυριαρχήσουν καὶ νά ἐπιβληθοῦν «πνευματικὰ» στούς ἄλλους.
Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο καὶ στήν περίπτωση τοῦ δευτέρου πειρασμοῦ εἶναι ἰδιαίτερα ἐκφραστικό: «παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ, καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσι σέ, μήποτε προκόψης πρὸς λίθον τὸν πόδα σου» (Ματθ. 4, 5-6).
Ὁ Ἰησοῦς μέ τὸν πειρασμὸ αὐτὸν τοποθετεῖται πρὸ τοῦ προβλήματος τῆς πνευματικῆς ταυτοτητάς του: «εἰ υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Καὶ προσκαλλεῖται ἀπὸ τὸν πειραστή νά «ἐλέγξει» αὐτὴ τήν σχέση του μέ τὸν Θεὸ Πατέρα: «βάλε σεαυτὸν κάτω». Γιά νά βεβαιωθεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἂν ὁ Θεὸς Πατέρας εἶναι πιστὸς στίς «ὑποχρεώσεις» του πρὸς τὸν Υἱὸ του καὶ ἂν πράγματι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ πρέπει νά ἐξακριβωθεῖ ἐμπράγματα καὶ ν’ ἀποδειχθεῖ πρὸς τοὺς ἄλλους. Τίθεται, ἑπομένως, θέμα κάποιου «ἐλέγχου» καὶ κάποιας «ἐπίδειξης» τῆς Θείας φύσης του καὶ τῆς μεσσιανικῆς ἀποστολῆς του, καὶ μάλιστα δημόσια καὶ διὰ «σημείων». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀνάγκη μιᾶς τέτοιας ἐπιβεβαίωσης καὶ δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος πνευματικὸς πειρασμὸς τους.
Ἡ ὑποταγὴ καὶ ἡ ἧττα στόν πειρασμὸ αὐτὸ θὰ σήμαινε γιά τὸν Ἰησοῦ ἀμφισβήτηση τῆς ἐσωτερικῆς του αὐτοσυνειδησίας ὡς «υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» καὶ κατ’ ἐπέκταση κλονισμὸ τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν ἀνθρώπων στό πρόσωπό του καὶ στήν ἀποστολὴ του. Θὰ εἴχαμε τότε μετάθεση τοῦ μεσσιανικοῦ προβλήματος ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς προσωπικῆς αὐτογνωσίας καὶ μαρτυρίας τοῦ Ἰησοῦ στό ἐπίπεδο τῆς ἐξωτερικῆς ἐπιβεβαίωσης καὶ ἱστορικῆς «ἀπόδειξης». Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ ἡ ὑποχθόνια σατανικότητα τοῦ πειρασμοῦ, γιά ἐξωτερικὲς «τεχνικὲς» ἐπιβεβαιώσεις κάθε πνευματικῆς κλήσης καὶ πνευματικῆς ἀποστολῆς. Ἡ «ἀνάγκη» ἐκμετάλλευσης τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τὸν Θεὸ μᾶς θυμίζει αὐτό πού συνήθως συμβαίνει καί μέ τοὺς διαφόρους μάγους καὶ μάντεις, οἱ ὁποῖοι «χρησιμοποιοῦν» τήν θρησκεία καὶ ἐκμεταλλεύονται κάθε τάση τοῦ ἀνθρώπου γιά διερεύνηση καὶ «ἔλεγχο» τοῦ μέλλοντος.
Αὐτὸς ὁ δεύτερος πειρασμὸς τῆς ἐρήμου, τῆς πνευματικῆς αὐτοβεβαίωσης καὶ πνευματικῆς αὐταρκείας, συνήθως ἀνεξαρτοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους του, τὸν κάνει αὐτόνομο καὶ ὑπερόπτη. Ὅπως ὁ πειρασμὸς τῆς οἰκονομικῆς ἀσφαλείας, ἔτσι καὶ πειρασμὸς τῆς πνευματικῆς αὐταρκείας, στρέφουν οὐσιαστικὰ τὸν ἀνθρωπο κατὰ τῆς σχέσης του μέ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς κατάλαβε τὸ βαθυτερο νόημα τοῦ πειρασμοῦ, τὸν ἀπορρίπτει μέ βδελυγμία: «οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου» (Ματθ. 4, 7).
Ἡ σχέση τοῦ Ἰησοῦ μέ τὸν Θεὸ Πατέρα δέν ἐπιδέχεται οὔτε διερμηνεῖς οὔτε καὶ ἐπιβεβαιώσεις ἐξωτερικές. Στηρίζεται στήν προσωπικὴ γνώση καὶ ἐσωτερικὴ ἐμπειρία τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι, δηλαδὴ, θέμα αὐτογνωσίας καὶ αὐτοσυνειδησίας του. Ἡ προσπάθεια ἀμφισβήτησης καὶ διασάλευσης τῆς σχέσης τοῦ Ἰησοῦ ὡς Υἱοῦ μέ τὸν Πατέρα εἶναι ἔργο τοῦ δαίμονα καὶ σημαίνει πάντοτε γιά τοὺς ἀνθρώπους παρέμβαση στήν πίστη τους κάποιου πνευματικοῦ πειρασμοῦ. Αὐτὸ πρέπει νά τὸ ἔχει κατὰ νοῦν ὁ κόσμος, ὅταν καὶ ἀπὸ ὁπουδήποτε παρακινεῖται σὲ ἀμφισβήτηση τῆς θεϊκότητας τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Θείας ἀποστολῆς του.
Ὁ τρίτος πειρασμὸς τοῦ Ἰησοῦ
Τέλος ὁ τρίτος πειρασμὸς ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση ὅλων τῶν πειρασμῶν καὶ ἀποσκοπεῖ στήν καθολικὴ ἀλλοτρίωση τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου μέ τὸ δέλεαρ τῆς ἐξουσίας. Ἔτσι, ὁ πειρατὴς διάβολος προσπαθεῖ ν’ ἀποπροσανατολίσει καὶ αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ σωτηριολογικὴ του ἀποστολή, ἐμβάλλοντας τὴν ἰδέα ἑνὸς ἀκράτου ἱστορικοῦ καὶ κοινωνικοῦ μεσσιανισμοῦ. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ πειραστὴς κατ’ ἀρχὴν δέν προσπαθεῖ ν’ ἀποτρέψει τὸν Ἰησοῦ νά γίνει Μεσσίας, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖ νά θέσει ὑπὸ ἔλεγχο τὴν ἀποστολὴ του μέσα στόν κόσμο κάτω ἀπὸ τὴν δικὴ του ἐξουσία καὶ τήν δική του κυριαρχία: “Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν, καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν· καὶ λέγει αὐτῷ· ταῦτα σοὶ πάντα δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσης μοι”(Ματθ. 4, 8-9). Ἐδῶ, πράγματι, ἀνακεφαλαιώνεται ὁ πειρασμὸς τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δύναμης καὶ ἀναβαθμίζεται ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου νά θέσει ὑπὸ τὴν ἐξουσία του “πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν”, ὡς κυριαρχικὴ ἔφεση στήν διαμόρφωση τοῦ ἤθους καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς του.
Ἀντιλαμβάνεται πολὺ καλὰ κανεὶς ἐδῶ τὸ “δαιμονικὸν” τοῦ πράγματος καὶ τήν δόλια σατανικότητα τῆς πρότασης. Ἐὰν θὰ μπορούσαμε νά ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὡς Χριστὸς θὰ δεχόταν τὴν ὥρα ἐκείνη τὴν πρόταση τοῦ πειρασμοῦ καὶ θὰ συμμαχοῦσε μέ τὸν ἀντίχριστο διάβολο, τότε θὰ εἴχαμε ἀσφαλῶς τὴν πιὸ σκοτεινὴ καὶ τρομακτικὴ συμμαχία. Ὁ ἐγκοσμιοκρατικὸς μεσσιανισμὸς δέν θὰ ἦταν πλέον ἕνας ἁπλὸς πειρασμός, ἀλλὰ θὰ ἐπιβαλλόταν σὰν ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ σύστημα ζωῆς μέ ὅλες τίς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις. Ὁ Ἰησοῦς δέν θὰ ἦταν ὁ λυτρωτὴς Χριστὸς ἀλλ’ ὁ ἐξουσιαστὴς Μέσσίας, καὶ ἡ κυριαρχικὴ του ἐξουσία θ’ ἀντικαθιστοῦσε τήν δύναμη καὶ τὴν τυραννία τῶν βασιλέων καὶ ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου μέ μεθοδεῖες δαιμονικές. Ἡ δύναμη, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ δόξα θὰ ἦσαν οἱ πλέον κυρίαρχες ἀξίες τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ἀντίχριστος θὰ προβάλλονταν ὡς οἱ δύο ὄψεις “τοῦ ἰδίου νομίσματος” καὶ ὡς οἱ ἐκφραστὲς τῆς ἰδίας ἐξουσίας καὶ τῆς ἰδίας ἱστορικῆς πραγματικότητας.
Τότε θὰ ὑπῆρχε τὸ παραδοξο τῆς μὴ διάκρισης μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, μεταξὺ δικαιοσύνης καὶ ἀδικίας, μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ δουλείας. Σύγχυση μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, καλοῦ καὶ κακοῦ, θείου καὶ δαιμονικοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς διὰ μέσου τῆς ἀνίερης αὐτῆς συμμαχίας δέν θὰ ὁδηγεῖτο ἀσφαλῶς στόν σταυρὸ καὶ στό μαρτύριο ἀλλὰ στήν κοσμικὴ ἐξουσία καὶ στήν ἀπατηλὴ δόξα. Ὅλες οἱ ἀρχὲς καί οἱ ἐξουσίες τοῦ παρόντος κόσμου, οἱ δυνάμεις τοῦ πονηροῦ καὶ τὰ σκοτεινὰ πνεύματα, θὰ ἐτίθεντο στήν διαθεση τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ νέου κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, καὶ θὰ συνέβαινε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ὁ πειραστὴς διάβολος, δηλαδὴ ἡ κυριαρχία τῆς δικῆς του ἐξουσίας. Ὅλα αὐτά μέ μόνο μία προϋπόθεση καὶ δέσμευση: ” Ἐὰν πεσὼν προσκυνήσης μοι”. Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἀλλοτρίωσής πού πάντα ἐπιδιώκει ὁ πειραστὴς καὶ τὴν μεθόδευσε μέ τὸν τρίτο πειρασμό, θὰ ἦταν ἱστορικὴ πραγματικότητα.
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτά, θὰ λέγαμε, ὅτι ὁ πειραστὴς δέν θὰ ἀποτρέψει ποτὲ καὶ κανέναν ἀπὸ ὁποιαδήποτε “πνευματικὴ” ἐπιδίωξη καὶ κοινωνικὴ “ἀποστολή”. Δέν θὰ ἀποθαρρύνει ποτὲ τοὺς ἀνθρώπους νά ἐπιθυμοῦν καὶ νά ἐπιδιώκουν ν’ ἀνέλθουν τίς βαθμίδες οἱασδήποτε ἱεραρχικῆς κλίμακας, ἀκόμη καὶ αὐτῶν τῶν πλέον ἱερῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιωμάτων. Ἡ μόνη του ἐπιδίωξη εἶναι, ὅλοι αὐτοὶ νά ἐκφράζουν, “κατὰ τὴν ἐνάσκηση τῶν καθηκόντων τους”, τὸ δικὸ του πνεῦμα καὶ τήν δική του ἐξουσία. Κατὰ δὲ τὴν ἀνέλιξη καὶ ἐξέλιξή τους νά προτιμοῦν τὴν δύναμη καὶ τὴν προστασία τοῦ Καίσαρα καὶ ὄχι τίς πνευματικὲς ἀξίες. Ἡ προτίμηση τῆς πτωχείας καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ βίου καὶ ἡ συνέπεια πρὸς κάποιες πνευματικὲς ἀρχὲς εἶναι μωρία γιά τὰ δεδομένα τοῦ παρόντος κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ “σώφρων λογικὴ” τοῦ πειραστῆ. Καὶ δυστυχῶς ἡ ἱστορία μας φανερώνει, ὅτι ἡ “λογικὴ” αὐτὴ θέλγει καὶ προτιμᾶται ἀπὸ τοὺς περισσότερους ἀνθρώπους. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι καὶ ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, οἱ ὁποῖοι προτίμησαν καὶ προτιμοῦν “τά τοῦ Καίσαρος” παρὰ “τά τοῦ Χριστοῦ” καὶ θέτουν τὸ ἔργο τους καὶ τὴν “ἀποστολὴ” τους ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ πειραστὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς, ὅμως, στήν ἔρημο μέ τήν μοναδική ἐκείνη ἀπάντηση πρὸς τὸν πειραστή, “ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις” (Ματθ. 4, 10), ἔδωσε παράδειγμα αἰώνιο πρὸς μίμηση γιά τοὺς πιστοὺς του ὅλων τῶν αἰώνων. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπάντηση ξεκάθαρη καὶ τελική. Μία ἀπάντηση πού ἔφερε τήν μεγάλη σύγκρουση καὶ τήν μεγάλη ῥήξη. Ἀπὸ τότε δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὁποιαδήποτε σχέση μεταξὺ τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ δαιμονίου. Χριστὸς καὶ Ἀντίχριστος βρίσκονται σὲ δύο διαφορετικὰ στρατόπεδα καὶ ἐκφράζουν δύο διαφορετικοὺς κόσμους. Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ “οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου” καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τήν λογική του στόν παρόντα αἰῶνα.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ λίγο, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς μὴ ὑποταγῆς του στήν “λογικὴ” τοῦ πειραστῆ, θὰ ὁδηγηθεῖ μέ πονηρὲς μεθοδεύσεις στόν σταυρὸ καὶ στόν θάνατο. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, συντασσομένη πρὸς τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου της, θὰ διώκεται καὶ θὰ σταυρώνεται καὶ αὐτή, κατὰ φυσικὴ ἀκολουθία τῆς πιστότητάς της. Τὸ ψέμα καὶ ἡ ἀδικία θὰ εἶναι πλέον στό μέλλον τὸ πιὸ ἀποτελεσματικὸ καί μοναδικὸ τέχνασμα τοῦ διαβόλου, γιά νά ἐπιβάλλει τὴν ἐξουσία του στόν κόσμο καὶ νά παρασύρει πρὸς τὸ μέρος του ἀνθρώπους σὲ ὅλες τίς ἐποχές. Μία μέθοδος, ποὺ καί μέ τὸ δέλεαρ τῆς ἐξουσίας, ἀποδείχθηκε πολὺ ἀποτελεσματική. Ἡ ἱστορία μᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει καθημερινά.
Γεώργιος Πατρῶνος
Ἐκδόσεις “ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ”
Βιβλία γιά ὅλους
Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἱεριχώ
Μητρ. Ἀντωνίου Bloom
«᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με· καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.». (Λουκ. 18, 35-43).
Ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος πού καθόταν μπροστὰ στίς πύλες τῆς Ἱεριχοῦς ἤξερε ὅτι εἶναι τυφλός. Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τυφλοί, ἀλλὰ δέν τὸ ξέρουμε. Ἐκεῖνος τὸ ἤξερε, γιατὶ ὅλοι γύρω του μποροῦσαν νά τοῦ ποῦν ὅ,τι βλέπουν. Μποροῦσαν νά τοῦ περιγράψουν ὅ,τι βλέπουν καὶ ἔτσι ἐκεῖνος μποροῦσε νά καταλάβει τί τοῦ λείπει.
Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τυφλοί. Ἂν συγκριθοῦμε μέ τοὺς ἁγίους, δηλαδή, μέ ἀνθρώπους ὅπως ἐμεῖς πού, ὅμως, ἔγιναν φῶς μέ ὅλη τὴν ψυχὴ τους, ποὺ μάθαιναν νά βλέπουν μέ τὴν καρδία καί με τὸν νοῦ τους, τότε γίνεται σαφές, πόσα δέν βλέπουμε.
Πολὺ ἄσχημο, ὅμως, σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση γιά μᾶς, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας πολὺ λίγοι ἄνθρωποι πού βλέπουν, ἀλλὰ ἀκόμα πιὸ ἄσχημο εἶναι, ὅτι πιστεύουμε, ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ κανονική. Καὶ ἐὰν κάποιος –πολὺ σπάνια!– βλέπει, ἀκούει, νιώθει ἢ καταλαβαίνει κάτι ἀσυνήθιστο, τότε τὸν θεωροῦμε ἰδιόρυθμο. Δέν τὸν θεωροῦμε ὡς κριτήριο γιά μᾶς καὶ δέν τὸν ἀφήνουμε νά κρίνει τὴν τυφλότητα καὶ ἀναισθησία μας καὶ νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι ζοῦμε πραγματικὰ ὡς νεκροί. Ὄλες τίς ἐποχές, σὲ ὅλες τίς χῶρες ὅπου φανερώθηκαν ἅγιοι, οἱ ἄνθρωποι τοὺς φέρονταν ὅπως φέρθηκαν στόν Χριστό. Τοὺς ἄκουγαν καχύποπτα, περιγελοῦσαν τὰ λόγια τους, δέν ἄκουγαν τίς συμβουλὲς τους καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸν δρόμο τους. Καμιὰ φορὰ θαύμαζαν τὰ χαρίσματά τους, ἀλλὰ τὰ θεωροῦσαν τόσο ἀσυνήθιστα καὶ ἀφύσικα, ὥστε δέν εἶχε νόημα νά προσπαθεῖ κανεὶς νά τὰ ἀποκτήσει.
Ἔτσι καὶ τώρα εἴμαστε τυφλοί, δέν βλέπουμε, δέν νιώθουμε. Γι΄αὐτὸ πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε: Τί δέν βλέπουμε? Τότε, ἴσως, θὰ προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε καὶ νά ἀκούσουμε πιὸ προσεκτικά.
Δέν βλέπουμε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσα μας, στήν ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ τὸν ναό. Ὁ Κύριος εἶναι παρών παντοῦ. Ζοῦμε,ὅμως, λές καὶ δέν ὑπάρχει. Εἶναι κοντὰ μας, ἀναπνέουμε, κινούμαστε, ὑπάρχουμε μέσα ἀπὸ Αὐτόν. Ἀλλὰ δέν τὸ συνειδητοποιοῦμε. Ἀποδίδουμε σὲ μᾶς ζωή, δύναμη, νοῦ, αἰσθήματα, χαρίσματα καὶ ἐπιτυχία καὶ ἀφήνουμε ἔξω Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ αἰτία ὅλων αὐτῶν. Σχετικά μέ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἴμαστε τυφλοί: Ὁ Κύριος εἶναι ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἀπασχολούμαστε μέ ἄδειες σκέψεις, ἀνόητα συναισθήματα καὶ κενὲς κουβέντες πού μᾶς ἀδειάζουν. Αὐτός, ὅμως, στέκεται σιωπηλὸς κοντὰ μας, σὰν ἕνας ζητιάνος μπροστὰ σὲ μιά πόρτᾳ. Μήπως κάποιος ῥίξει μιά ματιά σ΄Αὐτόν! Μήπως κάποιος Τὸν προσέξει! Μήπως κάποιος νιώσει τὴν παρουσία Του! Μήπως ἀλλάξει ἡ παρουσία Του κάτι στήν καρδιά, στόν νοῦ ἢ στά λόγια, τοὐλάχιστον ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους!
Δέν βλέπουμε. Καὶ εἴμαστε τόσο πολλοί, ὥστε δέν μᾶς φοβίζει ὅτι εἴμαστε τυφλοί. Ὅλοι εἶναι τυφλοί, δηλαδὴ ἡ τυφλότητα εἶναι ἡ κανονικὴ κατάσταση. Τὶ φοβερὸ νά κοιτάζουμε γύρῳ μας καὶ νά εἴμαστε τυφλοί! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μιά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς, ὅμως, δέν βλέπουμε τίποτα ἰδιαίτερο σ΄ ἕναν ἄνθρωπο. Μάλιστα, ἡ εἰκόνα εἶναι παραμορφωμένη. Μά, ἄραγε, ἔτσι φερόμαστε σὲ μιά εἰκόνα χαλασμένη ἀπὸ ἀνθρώπινη τραχύτητα, ὅπως φερόμαστε σὲ ἕναν ἄνθρωπο? Ἂν βρίσκαμε μιά τσαλαπατημένη καὶ χαλασμένη εἰκόνα, μέ τί εὐλάβεια καί τί πόνο στήν ψυχὴ θὰ τὴν παίρναμε, θὰ τὴν σφίγγαμε στήν καρδία καὶ θὰ τὴν φέρναμε στό σπίτι μας, ὅπου θὰ τὴν καθαρίζαμε καὶ θὰ τὴν βάζαμε σὰν μάρτυρα κοντὰ στίς ἄλλες εἰκόνες! Θὰ θεωρούσαμε τίς βλάβες σὰν πληγὲς καὶ θὰ αἰσθανόμασταν εὐλάβεια μπροστὰ τους, ἐπειδὴ σ΄αὐτές τίς πληγὲς θὰ ἀναγνωρίζαμε τίς πληγὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε Ἄνθρωπος, ὅταν Τὸν χτύπησαν οἱ ἄνθρωποι, Τὸν κλώτσησαν μέ τὰ πόδια τους, Τὸν ἔφτυσαν κατάμουτρα, Τὸν περιγέλασαν καὶ Τὸν κοροΐδεψαν. Ὅλα αὐτὰ θὰ μπορούσαμε νά τὰ βλέπουμε σὲ μιά εἰκόνα γραμμένα μέ χρώματα.
Μὰ μπροστὰ μας βρίσκεται μιά εἰκόνα πού δέν εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς ἀνθρώπου ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό: Ἕνας ἄνθρωπος. Σ΄ ἕναν ἄνθρωπο βλέπουμε ὁ,τιδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ μιά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα δέν τοῦ φερόμαστε, ὅπως θὰ φερόμασταν σὲ μιά εἰκόνα γιά τὴν ὁποία μόλις σᾶς μίλησα.
Ἄραγε μᾶς πονάει ἡ καρδιά, ὅταν βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κάνει κακὸ ἢ εἶναι γεμάτος ζηλοφθονία? Ὄχι, δέν μᾶς πονάει, νιώθουμε ἀηδία. Ἀλλὰ ὁ ἄλλος, βλέποντας ἐμᾶς, αἰσθάνεται τὴν ἴδια ἀηδία, ἐπειδὴ δέν εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ αὐτούς πού κρίνουμε. Καὶ συνεπῶς, ἕνας τυφλὸς χτυπάει στό σκοτάδι ἕναν ἄλλο τυφλό καὶ κανεὶς δέν παραδέχεται ὅτι εἶναι τυφλός. Εἶναι τρομερό.
Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα: Τὸ πᾶν βρίσκεται στά χέρια τοῦ Κυρίου. Ναί, τὸ πῶς ὁ Κύριος ὁδηγεῖ ἕναν ἄνθρωπο στόν δρόμο του εἶναι ἀπρόβλεπτο καὶ κανεὶς δέν μπορεῖ νά τὸ καταλάβει ἐντελῶς: Ὁ δρόμος μπορεῖ νά εἶναι φρικτός, μπορεῖ νά εἶναι γεμάτος φῶς, ὥστε νά θαμπώσουν τὰ μάτια. Μπορεῖ νά εἶναι τόσο σεμνὸς καὶ ἀπαρατήρητος, ὥστε χρειάζεται ὅλη τὴν προσοχὴ μας γιά νά καταλάβουμε τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ ζωή, ἡ ζωὴ καθενὸς ἀνθρώπου, τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς, εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν ζωὴ μας, ὅλα –χωρὶς ἐξαίρεση!– ἔχουν νόημα. Ἂν μόνο ἀνοίγαμε τὰ μάτια μας καὶ ἀναρωτιόμασταν: Ποῦ μέ ὁδηγεῖ ὁ Κύριος? Τὶ σημαίνει τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο στήν ζωή μου, ἀντὶ νά κραυγάζουμε: Δέν μὲ βολεύει! Πονάει! Αὐτό μέ ἐκνευρίζει! Δέν τὸ θέλω! Ἄφησέ με, Κύριε, μὲ τοὺς μακαρισμούς Σου, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν γιά πεῖνα καὶ δάκρυα, γιά διωγμὸ καὶ μοναξιά. Δέν τὰ θέλω ὅλα αὐτά!
Εἴμαστε τυφλοί. Τυφλοὶ σχετικά μέ τὴν δικὴ μας ζωή, ἀλλὰ καὶ σχετικά με τὴν περιπλοκὴ καὶ πλούσια ζωὴ τῶν ἄλλων πού εἶναι δεμένοι μέ μᾶς. Εἴμαστε τυφλοὶ στό νά καταλαβαίνουμε τοὺς δρόμους τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία, τυφλοὶ σὲ σχέση μέ μοναδικοὺς ἀνθρώπους ἢ ὁλόκληρες ὁμάδες ἀνθρώπων, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ δικοὺς μας καὶ σὲ ξένους. Στούς δικοὺς μας εἴμαστε τόσο τυφλοὶ ὅσο καὶ στούς ξένους. Ἄραγε δέν εἶναι σαφές, ἂν ἁπλὰ τὸ σκεφτοῦμε λίγο?
Καὶ ἔτσι καθόμαστε στήν σκόνη μπροστὰ στίς πύλες τῆς Ἱεριχοῦς καὶ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ὅτι δέν εἴμαστε τυφλοί. Καὶ περνάει ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἐμεῖς δέν φωνάζουμε δυνατά. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά μᾶς μαλώσουν οἱ ἄλλοι νά σωπάσουμε, νά μὴν ἐνοχλήσουμε τὸν Δάσκαλο. Τὶ χρειαζόμαστε ἀπὸ Αὐτόν? Τὰ ξέρουμε ὅλα! Τὶ μπορεῖ νά μᾶς δώσει? Βλέπουμε καὶ ζοῦμε. Ὄχι! Δέν εἶναι ἔτσι. Εἴμαστε τυφλοὶ καὶ νεκροί! Ἀλλὰ μόνο ἀπὸ Αὐτὸν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς καὶ τήν ζωή. Καὶ λοιπόν, δέν τὸ βλέπουμε καὶ δέν ζητᾶμε, μὰ Αὐτὸς περνάει. Ἢ σταματάει, χτυπάει τὴν πόρτα τοῦ νοῦ, τῆς καρδίας καὶ τῆς ζωῆς μας μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ γεγονότα, μέσα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ συναισθήματα –μέσα ἀπ΄ ὅλα, χωρὶς ἑξαίρεση!– ποὺ γεμίζουν τήν δική μας ζωή καὶ τήν ζωή τοῦ καθενὸς γύρῳ μας, καὶ ὅλων καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐμεῖς, ὅμως, οὔτε ἀκοῦμε τὸ χτύπημα, οὔτε νιώθουμε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ δέν ἀνοίγουμε
Ἂς διαβάσουμε ἄλλη μιά φορά ἀκόμα τὴν ἱστορία μέ τὸν τυφλὸ στήν Ἱεριχώ! Ὁ Χριστὸς τὸν ῥωτάει: Τὶ θέλεις νά σοῦ κάνω? Ἐμεῖς θὰ ἀπαντούσαμε: Τίποτα, δέν χρειάζομαι τίποτα. Τὰ ἔχω ὅλα Ἢ ἀντίθετο, πόσα πράγματα θὰ θέλαμε: Πλοῦτος, φήμη, φιλίες καὶ χίλια ἄλλα πράγματα, ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο καὶ τὴν Βασιλεία Του. Καὶ γι΄αὐτὸ δέν ἀκοῦμε (ἢ τόσο σπάνια ἀκοῦμε) τὰ λόγια Του: «Νά ἀποκτήσεις τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Βρίσκεσαι κοντὰ στό φῶς! Νά τὸ ἀποκτήσεις! Εἶναι στα χέριά σου!» Δέν ἀκοῦμε τέτοια λόγια, ὄχι γιατὶ ἔχουμε μόνο μιά θεωρητική πίστη, χωρὶς δύναμη, ἀλλὰ γιατὶ δέν χρειαζόμαστε τίποτα. Μᾶς φαίνεται, ὅτι βλέπουμε. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τρομερό!
Ἂς τὸ σκεφτοῦμε αὐτὸ καλά, γιατὶ ἀκόμα μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς γιά νά δοῦμε, τὶ πλούσια καὶ θαυμάσια εἶναι ἡ ζωή, πόσο κοντὰ εἶναι ὁ Κύριος σὲ μᾶς, πῶς λάμπει στήν δόξα τῆς αἰωνιότητας, τὶ ταπεινόφρων καὶ ἤρεμος εἶναι, πῶς βρίσκεται ἡ λάμψη τοῦ Κυρίου σὲ κάθε πρόσωπο, ὅπως σὲ κάθε εἰκόνα, πῶς πηγάζει ἀπὸ κάθε γεγονός, σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ μᾶς καλεῖ: Ἀνοίξου! Ἄνοιξε τὰ μάτια σου! Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου! Ἀνοίξου! Ἂς εἶναι ἡ θέλησή σου εὐέλικτη καὶ ἐλεύθερη! Ἂς εἶναι τὸ κορμί σου, ὅπως ἡ πλούσια γῆ πρὶν τήν σπορά τοῦ Κυρίου, καὶ τότε θὰ ἔχεις ζωή! Γεννιέται πρῶτα ἡ ζωὴ μέσα στόν ἄνθρωπο καὶ μετὰ ἀπλώνεται γύρω του, σὰν τὸ φῶς σὰν τήν ζέστη, σὰν τήν χαρά, σὰν τὴν αἰωνιότητα! Μᾶς δόθηκε τὸ πᾶν, ἀλλὰ πόσο λίγο τὸ παίρνουμε!
Ἂς μᾶς δώσει ὁ Κύριος τὸ θάρρος νά εἴμαστε γνήσιοι, ἀληθινοὶ καὶ εἰλικρινεῖς! Ἂς μᾶς δώσει ὁ Κύριος χαρά! Τήν χαρά τοῦ νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς!Ἀμὴν
Ὁμιλία στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ
Metr. Anthony Bloom
Κάθε χρόνο πρὶν τὰ Χριστούγεννα, διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Ματθαίου τὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ χρόνια ἀναρωτιόμουνα, γιατί; Γιατί πρέπει νὰ διαβάζουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν τόσο λίγα πράγματα γιά μᾶς, ἐὰν δὲν σημαίνουν τίποτα; Καὶ τότε μοῦ ἔγινε αἰσθητὴ ἡ σημασία ποὺ ἔχουν γιὰ μᾶς αὐτὰ τὰ ὀνόματα.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι, ὅτι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους προέρχεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅλοι συγγενεῖς Του, καὶ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς προκαλοῦν βαθιὰ συγκίνηση: ὁ Χριστὸς εἶναι αἷμα τους, ἀνήκει στὴν οἰκογένειά τους. Ὁ καθένας τους ὅταν σκέφτεται τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ πεῖ, «εἶναι παιδὶ τῆς οἰκογένειάς μας», καὶ γιὰ τὸν Χριστό, «καὶ Ἐκεῖνος εἶναι παιδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας, ἂν καὶ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Σωτήρας μας, ἡ ἀληθινὴ Θεικὴ παρουσία ἀνάμεσά μας». Ἐπιπλέον, κάποια ὀνόματα ξεχωρίζουν: ὀνόματα Ἁγίων, ἡρώων τοῦ πνεύματος, καὶ ὀνόματα ἁμαρτωλῶν.
Ἀνάμεσά τους οἱ Ἅγιοι θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς διδάξουν τί σημαίνει νὰ πιστεύουμε· ὄχι ἁπλὰ νὰ ἔχουμε μία πίστη διανοητική, μία ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ποὺ συμπίπτει, στὸ βαθμὸ ποὺ μπορεῖ, μὲ τὸ ὅραμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μία πίστη ποὺ σημαίνει μία πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μία πίστη χωρὶς ὅρια, ποὺ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ δώσουμε τὴ ζωή μας γι’ αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει, γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἐξαιτίας τῆς γνώσης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν Θεό,. Ἂς σκεφτοῦμε τὸν Ἀβραὰμ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη δοκιμάστηκε στὸ μέγιστο βαθμό. Πόσο δύσκολα προσφέρουμε στὸν Θεὸ κάτι δικό μας: Στὸν Ἀβραὰμ ζητήθηκε νὰ προσφέρει ὡς θυσία αἵματος τὸν γιό του, καὶ δὲν ἔχασε τὴν πίστη του ἀπέναντι στὸν Θεό. Καὶ ὁ Ἰσαάκ; Παραδόθηκε χωρὶς ἀντίσταση, ὡς δεῖγμα τέλειας ὑπακοῆς στὸν πατέρα του, καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὸν- στὸν Θεό. Μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὴν πάλη τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὸν Ἄγγελο στὸ σκοτάδι, ὅπως κάποιες στιγμὲς ποὺ παλεύουμε γιὰ τὴν πίστη μας, γιὰ τὴν ἀκεραιότητά μας, στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς ἀμφιβολίας μας, στὸ σκοτάδι ποὺ μᾶς κυριεύει κάποιες φορὲς ἀπὸ παντοῦ.
Ἀλλὰ ἐπίσης μποροῦμε νὰ διδαχθοῦμε κάτι ἀπὸ ἐκείνους πού, στὴν ἱστορία, στὴν Ἁγία Γραφή, ἐμφανίζονται σὰν ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί. Ἦταν ἄνθρωποι ἀδύναμοι, μὲ μιὰ ἀδυναμία ποὺ εἶχε καταλάβει τὴ ζωή τους, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἀντισταθοῦν στὶς σωματικὲς καὶ ψυχικὲς παρορμήσεις τους, στὰ πολύπλοκα πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Καὶ ὅμως πίστεψαν μὲ πάθος στὸν Θεό. Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ἦταν ὁ Δαυίδ, καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς του τὸ ἐκφράζει αὐτὸ τόσο καλά : «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε..» Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀπελπισίας του, τῆς ντροπῆς, τῆς πτώσης του, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀποξένωσής του ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ πιὸ βαθιὰ σκοτάδια τῆς ψυχῆς του, δὲν σταμάτησε νὰ ἀναπέμπει κραυγὴ ἱκεσίας πρὸς τὸν Θεό. Δὲν κρύφτηκε ἀπὸ Ἐκεῖνον, δὲν ἔφυγε μακρυά Του, ἔρχεται σ’ Ἐκεῖνον μὲ τὴν ἀπελπισμένη κραυγὴ ἑνὸς ἀπελπισμένου ἀνθρώπου. Τὴν συγκεκριμένη συμπεριφορὰ ἔχουν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως γιὰ παράδειγμα, ἡ Ραχάβ, ἡ πόρνη- καὶ τόσοι πολλοὶ ἄλλοι.
Ἐμεῖς, ὅταν περνᾶμε τὴν πιὸ σκοτεινὴ περίοδο τῆς ζωῆς μας, ὅταν εἴμαστε παγιδευμένοι στὸ σκοτάδι ποὺ ὑπάρχει μέσα μας – στρεφόμαστε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ποῦμε: Σὲ σένα, Κύριε, κραυγάζω! Ναὶ εἶμαι στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Εἶσαι ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησε τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι καὶ Ἐσὺ ὑπάρχεις μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς· ὑπάρχεις στὸν θάνατο ὅπως καὶ στὴν ζωή· στὴν κόλαση ὅπως στὸν οὐράνιο Θρόνο Σου· καὶ μπορῶ νὰ σοῦ φωνάζω ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ βρίσκομαι.
Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα τελευταῖο πράγμα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σκεφτεῖτε. Ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἐμᾶς εἶναι ὀνόματα· γιὰ κάποιους ἀπὸ αὐτοὺς γνωρίζουμε λίγα πράγματα ἀπὸ τὴν Βίβλο, γιὰ ἄλλους δὲν γνωρίζουμε τίποτα. Ἀλλὰ ὅλοι ὑπῆρξαν συγκεκριμένα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες σὰν κι ἐμᾶς μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς ἐλπίδες, τοὺς κλυδωνισμοὺς στὸ θέλημα καὶ τοὺς δισταγμούς τους, μ’ ὅλη τὴν ἀρχικὴ ἀγάπη ποὺ τόσο συχνὰ ἀμαυρώνεται κι ὅμως παραμένει φλογερὴ καὶ φωτεινή. Εἶναι ἀληθινὰ πρόσωπα καὶ μποροῦμε νὰ διαβάζουμε τὰ ὀνόματά τους νοιώθοντας, ὅτι, ναὶ-δὲν σᾶς γνωρίζω, ἀλλὰ εἶστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ καὶ συγκεκριμένη οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρὰ τὶς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἐξωτερικὲς ἢ ἐσωτερικές, ἀνήκουν στὸν Θεό. Κι ἐμεῖς μποροῦμε νὰ προσπαθήσουμε, καὶ νὰ μάθουμε, μέσα στὴν συγκεκριμένη ζωὴ ποὺ ἔχουμε, κατὰ πόσον εἴμαστε ἀδύναμοι ἢ δυνατοὶ σὲ μία δεδομένη στιγμὴ καὶ ἂν ἐξακολουθοῦμε νὰ εἴμαστε δικοί Του.
Λοιπὸν ἂς σκεφτοῦμε τὴν σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ θὰ ἔλθουμε νὰ τὴν ἀκούσουμε, ἂς τὴν δεχτοῦμε μὲ μιὰ λάμψη στὰ μάτια, μὲ μιὰ ζεστὴ καρδιά· αὐτὸ θὰ εἶναι δυνατὸ μονάχα στὸν βαθμὸ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ γίνεται ὁλοένα πιὸ ἀληθινὸς στὴ ζωή μας καὶ μέσα ἀπὸ Ἐκεῖνον, θ’ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀνθρώπου εἶναι πρόσωπα ἀληθινά, ζωντανά, ποὺ ἀνήκουν σέ μᾶς καὶ στὸν Θεό. Ἀμήν.
Λόγος εἰς τοὺς Ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ
Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου
Ἂν ἴσως, ἀγαπητοί μου Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἤθελε δοθῇ εἰς ἐμὲ τὸν ταπεινὸν τὸ χάρισμα τοῦτο, τὸ νά ἀποκτήσω δηλαδὴ μίαν γλῶσσαν ἀπὸ ἐκείνας ὅπου ἔχουσιν οἱ Ἄγγελοι, ὡς λέγει ὁ τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος Παῦλος, -«ἐὰν τὰς γλώσσας τῶν Ἀγγέλων λαλῶ»-, βέβαιον καὶ ἀκόλουθο ἦταν ὅτι με τὴν ἀγγελικὴν αὐτὴν γλῶσσαν ἤθελε δυνηθῶ νά ἐγκωμιάσω κατ’ ἀξία τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ, τοὺς Ἀρχαγγέλους τοῦ Κυρίου• διότι φυσικῷ τῷ τρόπῳ, κάθε ὅμοιόν με τὸ ὅμοιον πάλιν δύνάται νά ἐπαινεθῇ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους νά παρασταθῇ. Ἀνίσως καὶ εἴχα μίαν ἀπὸ τὰς πύρινους καὶ ἀΰλους ἐκείνάς γλώσσας ὅπου ἐδόθησαν εἰς τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους Ἀποστόλους, πρεπόντως ἤθελε λαλήσω τὰ ὑπερφυσικὰ ἐγκώμια τῶν πύρινων καὶ ἀυλὼν Ἀρχιστρατήγων. Ἀνίσως —κἀν τὸ ἐλαχιστον— ἤθελε ἔχω καθαρισμένη τὴν γλῶσσάν μου, ὡσὰν ὁ Ἠσαΐας ἀπὸ τὴν Σεραφικὴ ἐκείνη λαβίδα, ἦταν ἐλπὶς ὅτι ἤθελε εἰπῶ κάποιον τι ἄξιον τῆς τῶν Ταξιαρχῶν μεγαλοπρεπείας. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶμαι στερημένος ὅλων τούτων τῶν καλῶν καὶ γλῶσσαν ἔχω ὄχι ἀγγελικήν, ἀλλ’ ἀνθρωπίνη ὄχι πύρινη, ἀλλὰ πηλίνη ὄχι ἄυλον, ἄλλα ὑλικὴ ὄχι καθαράν, ἀλλ’ ἀκάθαρτον καὶ πρὸς τούτοις ὄχι ῥητορικὴ καὶ εὐμέθοδον, ἀλλ’ ἀμαθή καὶ ἀμέθοδο —τί πρέπει νά προσμένητε; Τὸ νά ἀκούσητε δηλαδὴ ὀλίγα τινὰ καὶ εὐτελῆ περὶ τῶν ἱερῶν Ἀρχαγγέλων. Ἀφήνων λοιπὸν εἰς ἕνα μέρος τὸ νά ἐξετάσω ὁποία εἶναι ἡ φύσις τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ πότε δημιουργήθησαν, καὶ πῶς καὶ ποῦ καὶ τίνι τρόπῳ νοοῦσι, καὶ πῶς μεταβαίνουσιν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, καὶ τὰ ἄλλα ἀγγλοπρεπὴ αὐτῶν ἰδιώματα, περὶ τῶν ὁποίων οἱ θεολόγοι διδάσκουσι, καὶ μάλιστα ἡ φιλάγγελος καὶ μεγαλόδοξος γλῶσσα Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, θέλω ἀποδείξει μόνον εἰς τὸ παρόν ἐγκώμιο ὅτι ὁ θεῖος Μιχαὴλ καὶ ὁ ἱερὸς Γαβριὴλ ἐστάθησαν οἱ ἐξαίρετοι ὑπηρέται τῶν ἐξαιρέτων ἐνεργειῶν καὶ ἔργων τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ· καὶ προσέχετε διὰ νά τὸ καταλάβητε.
Δύο εἶναι κατὰ τοὺς θεολόγους αἰ κυριώτεραι ἐνέργειαι καὶ τὰ ἐξαίρετα προσόντα καὶ ἰδιώματα τοῦ ἁγίου Θεοῦ: τὸ ἕν ἡ δικαιοσύνῃ, ἥτις καὶ ἀπονομία καὶ κρίσης ὀνομάζεται, καὶ τὸ ἄλλο ἡ Ἀγαθότης, ἥτις καὶ χρηστότης καὶ εὐσπλαχνία καὶ ἔλεος ὀνομάζεται· περὶ ὢν λέγει ὁ Δαβίδ· «ἔλεον καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι Κύριε». Μὲ τὴν δικαιοσύνην ὁ Θεὸς κρίνει καὶ παιδεύει τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἁμαρτάνωσι καὶ δέν φυλάττωσι τάς ἐντολάς Του καί με τὴν ἀγαθότητα πάλιν τοὺς ἐλεε καὶ εὐσπλαγχνίζεται.
Τώρα ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἔρχεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης, διότι αὐτὸν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτη εἰς τὸ νά παιδεύῃ μὲν καὶ νά σωφρονίζη τοὺς κακούς, νά φυλάττῃ δὲ καὶ νά ὑπερασπίζηται τοὺς καλούς· καθὼς τοῦτο εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς θείας Γραφῆς καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν θάνατον μὲν ὅπου ἐδῶκεν ὁ Μιχαὴλ εἰς τὰ πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, διαφύλαξιν δὲ καὶ ζωὴν εἰς τὰ πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων.
Ὁ δὲ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ φαίνεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς ἀγαθότητας καὶ εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτὸν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτη, ὅταν ἔχῃ νά κάμῃ εἴς τινας καμμίαν ἐξαίρετον εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος· καθὼς καὶ τοῦτο ὁμοίως εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλά, μάλιστα δὲ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ εὐαγγέλια ὅπου ἔφερε εἰς τὸν κόσμον ὁ Γαβριήλ, τοῦ μεγάλου ἐλέους τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τρία εἶναι τὰ ἐξαίρετα καὶ μεγαλύτερα ἔργα ὅπου ἔκαμε ὁ Θεός: πρῶτον ἡ δημιουργία τοῦ νοητοῦ κόσμου, δεύτερον ἡ δημιουργία τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου καὶ τρίτον ἡ ἔνσαρκος οἱκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ εἰς τὰ τρία ταῦτα πρώτους καὶ ἐξαιρέτους ὑπηρέτας μεταχειρίζεται τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ.
Δημιουργεῖ πρῶτον ὁ Θεὸς τὸν νοητὸ κόσμο ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, ἤτοι τὸν ἐμπύρινον λεγόμενον οὐρανόν, καὶ τὸν γεμίζει, ὡσὰν ἀπὸ τόσα λαμπρότατα ἄστρα, ἀπὸ τὰ μυριάριθμα πλήθη τῶν ἀΰλων Ἀγγέλων, τὸν στολίζει ἀπὸ τὰς τρεῖς τριαδικὰς Ἱεραρχίας: τῶν Θρόνων, τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφείμ· τῶν Κυριοτήτων, Δυνάμεων καὶ Ἐξουσιῶν τῶν Ἀρχῶν, Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων καὶ ἐπάνω εἰς ὅλα ταῦτα τὰ ἐννέα τάγματα κατασταίνει πρώτους ἡγεμόνας καὶ διδασκάλους τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ. Καὶ τίνι τρόπῳ; Ἀκούσατε:
Ὁ Μιχαήλ, μὲ τὸ νά ἐστάθη εὐγνωμονέστατος δοῦλος τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορας, ἔκαμε νοητὸ πόλεμον εἰς τὸν Οὐρανόν μέ τὸν ἀποστάτη διαβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του, ὅταν ὑπερηφανεύθηκαν κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ ἐκρήμνισεν αὐτοὺς εἰς τὰ καταχθόνια τῆς γῆς, καθὼς εἶναι γεγραμμένον εἰς τὴν Ἱερὰν Ἀποκάλυψιν: Καὶ ἐγένετο πόλεμος ἐν τῷ οὐρανῷ ὁ Μιχαὴλ καὶ οἱ Ἄγγελοι αὐτὸν πολέμησαν μετὰ τοῦ δράκοντας… καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων ὁ μέγας, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος διάβολος καὶ ὁ σατανᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἱκουμένη ὅλην, ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, καί οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ ἐβλήθησαν. Ὅθεν διὰ τὴν μεγάλην ἀνδραγαθία ταύτην ὅπου ἔκαμε κατεστάθη πρῶτος ἐπάνω εἰς ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ τοὺς δίδαξε νά φυλάττουν πρὸς τὸν Θεὸν εὐγνωμοσύνη, ὑπακοή, ταπείνωσιν καὶ διαμονὴ μετ’ αὐτοῦ παντοτινὴ καὶ ἀχώριστο.
Ὁ δὲ Γαβριήλ, μὲ τὸ νά ἐνεπιστεύθη μόνος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἀγγέλους τὸ μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἱκονομίας, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος —σὺν αὐτῷ δὲ καί οἱ εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸ μελῳδοί σοι μόνῳ θαρρὼν τὸ μυστήριον καὶ ἔγινε ὁ πρῶτος καὶ ἐξαίρετος τούτου ὑπηρέτης ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἕως τέλους, κατεστάθη καὶ ὁ πρῶτος ἡγεμὼν καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἕως καὶ αὐτῶν τῶν ἀνωτάτων Χερουβεὶμ καὶ Σεραφείμ, καὶ τοὺς δίδαξε ὅλους τοὺς ἀποκρύφους λόγους καὶ γνώσεις ὅπου μέσα εἰς τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τούτου σκεπάζονται. Καὶ ἂν ὁ Παῦλος λέγει ὅτι διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐγνωρίσθη ταῖς Ἀρχαῖς καὶ ταῖς Ἐξουσίαις ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ, τοῦτο πρέπει νά νοῆται ὅτι ἔγινε διὰ μεσιτείας τοῦ θείου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος καθὼς ἔμαθε ἀμέσως παρ’ αὐτοῦ τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καὶ τοῦ τούτῳ συνόντος Ἁγίου Πνεύματος τὴν πολυποίκιλο ταύτην σοφία —ἥτις εἶναι κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριο τὸ νά νικήσῃ ὁ Θεὸς τὰ ἐνάντια διά τῶν ἐναντίων: τὴν ὑπερηφάνειαν μέ τὴν ταπείνωσιν, τὴν δόξαν μέ τὴν ἀτιμίαν, τὴν δύναμιν μέ τὴν ἀσθένειαν, τὴν σοφία μέ τὴν μωρίαν— καὶ οὕτω μετέδωκε τὴν πολυποίκιλο ταύτην σοφία καὶ εἰς ὅλας τὰς τάξεις τῶν Ἀγγέλων χωρὶς νά φθονήσῃ, λέγων εἰς αὐτὰς ἐκεῖνο τοῦ Σολομῶντος: ἀδόλως ἔμαθαν, ἀφθόνως μεταδίδωμι.
Ὅτι δὲ ὁ Γαβριὴλ ἐστάθη πρῶτος εἰς ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα καὶ ἐκ τούτου εἶναι φανερό: Εἶναι κοινὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα καὶ τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ ὅτι ἀπὸ τὸν Χριστὸν λαμβάνουσι κάθε φωτισμὸ ὅλαι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων, ἀναβαίνοντας κατὰ Παῦλον ὑπεράνω πάσης Ἀρχῆς καὶ Ἐξουσίας καὶ Δυνάμεως καὶ παντὸς ὀνόματος ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ὀνομαζόμενου. Ὁμοίως εἶναι κοινὴ δόξα ὅτι ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἀνωτέρα οὖσα τῶν Σεραφεὶμ ἀσυγκρίτως, πᾶσαι φωτίζονται αἱ Ἀγγελικαί τάξεις, ὡς μάλιστα τοῦτο λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγῳ πρῶτο εἰς τὰ ΕΙΣΟΔΙΑ καὶ Λόγῳ εἰς τὴν Κοίμησιν). Ἐπειδὴ δὲ πλησιέστερος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου ἄλλος δέν εἶναι ἀπὸ τὸν Γαβριήλ, λοιπὸν δι` αὐτοῦ φωτίζονται πᾶσαι αἱ τῶν Ἀγγέλων τάξεις. Εἰ γὰρ καὶ ὁ θεῖος Διονύσιος λέγει ὅτι πρώτη τάξις εἶναι ἡ τῶν Θρόνων καὶ ὀγδόη ἡ τῶν Ἀρχαγγέλων, ἀλλὰ τοῦτο νοεῖται πρὸ τῆς ἐνάνθρωπησεως· μετὰ τὴν ἐνανθρώπισιν γὰρ ἀνεστράφη ἡ τάξις κατὰ τὸν ἅγιον Ἰσαὰκ καὶ οἱ πρῶτοι ἔγιναν ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι πρῶτοι.
Καὶ τοιουτοτρόπως καὶ οἱ δύο ὁμοῦ Ἀρχάγγελοι, ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριήλ, μὲ τὸ ἱερὸν αὐτὸ καὶ τελειοποιὸν μάθημα τῆς ἁγίας ταπεινώσεως ὅπου παρέδωκαν εἰς ὅλους τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς τελείωσαν καὶ τοὺς ἔκαμαν νά εἶναι ὄχι μόνον δυσκίνητοι εἰς τὸ κακόν, καθὼς ἦταν προτήτερα κατὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο , ἀλλὰ καὶ πάντη ἀκίνητοι εἰς τὴν κακίαν καὶ ἄτρεπτοι, ὡς λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος καὶ ὁ ἱερὸς Νικήτας καὶ ὁ σχολιαστὴς Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου .
Δημιουργεῖ δεύτερον ὁ Θεὸς εἰς ἐξ ἡμέρας τὸν αἰσθητὸν τοῦτον κόσμον, στολίζει τὸν οὐρανόν μέ τὰ πολυποίκιλα ἄστρα καὶ τοὺς φωστῆρας, καλλωπίζει τὴν γῆν μέ τὰ διάφορα φυτὰ καὶ ζῷα, γεμίζει τὸν ἀέρα ἀπὸ τὰ γλυκύτατα τῶν πετεινῶν κελαδήματα, τελευταῖον δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν βάλλει εἰς τὸν Παράδεισον καὶ τὸν διορίζει νά φυλάξῃ τὴν παρὰ πάντων ἐγνωσμένη θείαν Του ἐντολή. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος —οἴμοι!— γίνεται παραβάτης τῆς ἐντολῆς καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς εἰς ταύτην τὴν πολύδακρυν γῆν. Καὶ ἐδῶ πάλιν μεταχειρίζεται ὁ Θεὸς τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριὴλ ἐξαιρέτους ὑπηρέτας τῆς προνοίας καὶ κρίσεως ὅπου ἔδειξε εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐν διαστήματι πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδων χρόνων. Διὰ τοῦτο ὁ μὲν θεῖος Μιχαήλ, εὐθὺς ὅπου ἐξωρίσθη ὁ Ἀδάμ, συμπόνεσε τὴν συμφορὰ του καὶ τὸν δίδαξε —ὡς ἄπειρον ἔτι ὄντα— πῶς νά γεωργῇ τὴν γῆν, πῶς νά σπείρῃ, πῶς νά θερίζη καὶ ἁπλῶς πῶς νά κυβερνᾷ τὴν πολύμοχθό του ζωὴν ἀπὸ τροφὴν ἕως ἐνδύματα, καθὼς εἶναι γνώμη τινῶν ἱεροδιδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς ὁ ἴδιος Μιχαὴλ δέν ἔλειπε ἀπὸ τὸ νά προνοεῖται καὶ νά διαφυλάττει ὅλους τοὺς πρὸ Νόμου Προπάτορας: τὸν Σήθ, τὸν Ἐνώς, τὸν Ἐνώχ, τὸν Νῶε, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς δώδεκα Πατριάρχες· τώρα μὲν ὁδηγῶν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐπίγνωσίν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τώρα δὲ παιδεύων καὶ τιμωρῶν ὅλους ἐκείνους ὅπου ἤθελε Τοῦ ἐναντιωθοῦν. Αὐτὸς ἐστάθη ὁ παιδαγωγὸς καὶ δημαγωγὸς ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ προπορευόμενος καὶ συμπορευόμενος μέ αὐτόν, νικῶν τὰ ἀλλόφυλα ἔθνη ὅπου τὸν πολεμοῦν καὶ ὁδηγῶν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
Καὶ ἐδῶ εἶναι ἄξιον νά θαυμάσωμεν τὴν μεγαλειότητα τοῦ θείου Μιχαήλ. Διότι, τὰ μὲν ἔθνη τὰ διεμοιράσθησαν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἐπεστάτει ἕνας εἰς ἕνα ἔθνος καὶ ἄλλος εἰς ἄλλο, τὸν δὲ Ἰσραηλιτικὸ λαὸν δέν ἐπῆρε Ἄγγελος εἰς τὴν μερίδα του, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, καθὼς λέγει ὁ Μωυσῆς εἰς τὴν ᾠδή: «Ἔστησε ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν Ἀγγέλων Θεοῦ, καὶ ἐγεννήθη μερὶς Κυρίου λαὸς αὐτὸν Ἰακώβ». Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ Θεὸς λέγει πολλαῖς φοραῖς εἰς τὸν Μωϋσὴ ὅτι ἀντὶ ἑαυτοῦ θέλει δώσει ἐπιστάτῃ εἰς τὸν Ἰσραὴλ τὸν Ἄγγελόν Του, ἤτοι τὸν θεῖον Μιχαήλ, καθὼς ἐρμηνεύουσιν οἱ διδάσκαλοι. Διὸ καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγει ὅτι ἡ θεολογία ἄρχοντα τοῦ Ἰουδαίων λαοῦ τὸν Μιχαὴλ ὀνομάζει. Βλέπετε προνόμια; Βλέπετε πῶς ὁ Μιχαὴλ ἐστάθη ὁ ἀόρατος μεσίτης καὶ διάκονος διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Νόμον εἰς τὸν Μωϋσὴ ἐν τῷ ὅρει τῷ Σινᾶ; Διότι, ἂν ὁ νόμος ἐδόθη διὰ τῶν ἄλλων Ἀγγέλων, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: εἰ ὁ δι’ Ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος καὶ πάλιν: τὶ οὖν ὁ νόμος;.., διαταγῆς δι’ Ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου, πόσο μᾶλλον ἐδόθη διὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου αὐτῶν Μιχαήλ;
Ὁ δὲ θεῖος Γαβριὴλ δέν ἔλειπε καὶ αὐτὸς τώρα μὲν νά εὐαγγελίζηται τὰ χαροποιὰ μηνύματα τῆς γεννήσεως πολλῶν στείρων πρὸ νόμου καὶ μετὰ τὸν νόμον, τώρα δὲ νά σαφηνίζη εἰς τοὺς Προφήτας τὰς ἀποκαλύψεις καὶ ὁράματα ὅπου ἔβλεπον καὶ διὰ τούτων πάντων νά τοὺς ὁδηγὴ εἰς τὴν πίστιν τοῦ ἐλευσομένου Μεσσία· καθὼς καὶ ὀνομαστὶ φέρεται ὁ Γαβριὴλ εἰς τὴν θείαν Γραφὴν ὅτι συνέστησε φανερότατα εἰς τὸν Προφήτῃ Δανιὴλ ὄχι μόνον πῶς ἔχει νά γεννηθεῖ καὶ νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ εἰς πόσους χρόνους ἔχουν ταῦτα νά γίνουν.
Καί οἱ δύο ὁμοῦ Ἀρχάγγελοι φαίνονται φανερὰ ἐνωμένοι εἰς τὴν προφητεία τοῦ Δανιὴλ τὴν ἀναγνωσθεῖσαν ἀφ’ ἑσπέρας, ἔχουσα οὕτως: Ὁ Δανιὴλ νήστευσε εἴκοσι μίαν ἡμέρας εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸν διὰ νά ἐλευθερώσῃ τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Περσῶν καὶ Βαβυλωνίων. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πρόσφερε τοῦ Δανιὴλ τὴν δέησιν ἔμπροσθεν τὸν Θεοῦ. Ὁ δὲ Ἄγγελος ὅπου ἦταν ἄρχων εἰς ἐκεῖνα τὰ ἔθνη ἀντεστέκετο καὶ μπόδιζε τὴν ἐλευθερία τῶν Ἑβραίων —ὄχι μέ κακὸν σκοπό, ἀλλὰ διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες συναναστρεφόμενοι μέ τοὺς Ἑβραίους πίστευαν εἰς τὸν ἀληθῆ Θεόν, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ Ἱερώνυμος· ἴσως δὲ μπόδιζε καὶ διότι δέν ἀπεκαλύφθη θεόθεν ἡ τῶν Ἑβραίων ἐλευθερία— ἀλλ’ ὁ ἄρχων Μιχαὴλ ᾖλθε καὶ βοήθησε εἰς τὸν Γαβριὴλ καὶ οὕτω διὰ τῶν δύο Ἀγγέλων ἠλευθερώθησαν οἱ Ἰουδαῖοι.
Τέλος πάντων ᾖλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅτε ἔμελλε νά ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ νά τελείωση τὸ μέγα καὶ ἑξαιρέτων ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐδῶ πάλιν ἐξαιρέτους ὑπηρέτας Του μεταχειρίζεται τοὺς δύο Ἀρχαγγέλους· μέ ταύτην ὅμως τὴν διαφοράν: ὅτι ὁ Γαβριὴλ γίνεται πρῶτος καὶ ὁ Μιχαὴλ δεύτερος· διότι ἔπρεπε ὁ Γαβριήλ, ὅστις δηλοῖ «Θεὸς καὶ ἄνθρωπος» κατὰ τὸν ἅγιον Πρόκλον, νά γίνη καὶ πρῶτος λειτουργὸς τοῦ Θεανθρώπου Λόγου. Ὅθεν αὐτὸς ὁ θεοειδέστατος Γαβριὴλ μόνος ἀποκαλύπτεται τὸ μυστήριον τοῦτο, ὡς εἴπωμεν. Αὐτὸς καὶ ἀποστέλλεται πρὸς τὴν Παντοβασίλισσαν καὶ Ἀειπάρθενο Μαριὰμ καὶ τῆς φέρει τὰ τῆς χαρᾶς εὐαγγέλια, λέγων εἰς Αὐτὴν τὸν κοσμοσωτήριο ἀσπασμό, τὸ «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ». Αὐτὸς ὁ ἴδιος Γαβριὴλ εὐαγγελίζεται εἰς τοὺς ποιμένας τὰ χαρμόσυνα γενέθλια τοῦ σαρκωθέντος Δεσπότου, ὁδηγεῖ δι’ ἀστέρος τοὺς μάγους, μηνύει κατ’ ὄναρ εἰς τὸν Ἰωσὴφ νά καταβὴ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐκεῖθεν πάλιν νά ἀναβῂ εἰς γῆν Ἰσραήλ, εὐαγγελίζεται εἰς τὰς Μυροφόρους τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐν τῇ Ἀναλήψη καταβὰς προλέγει εἰς τοὺς Ἀποστόλους τὴν δευτέραν ἔλευσιν τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ.
Ὁμοίως καὶ ὁ θεῖος Μιχαὴλ θέλουσιν τινές ὅτι αὐτὸς νά ἦταν ὁ Ἄγγελος ὅπου ἐνίσχυσε καὶ δυνάμωσε τὸν Ἰησοῦν ἀγωνιῶντα διὰ τὸ πάθος, ὡς λέγει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς: «ᾖλθε ἀπ’ οὐρανοῦ Ἄγγελος ἐνισχύων Αὐτόν», συμπεραίνοντας τοῦτο ἀπὸ τὴν ὀνομασία του, ἐπειδὴ Μιχαὴλ θέλει νά εἰπεῖ «δύναμις Θεοῦ» · δύναμις δὲ καὶ ἰσχὺς εἶναι τὸ αὐτό. Αὐτὸς σὺν τῷ Γαβριὴλ εὐηγγέλισε τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὰς Μυροφόρους, ὡς λέγει ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης εἰς τὸν τῶν Ἀρχαγγέλων κανόνα. Αὐτὸς σὺν τῷ Γαβριὴλ προεῖπε εἰς τοὺς Μαθητὰς τὴν ἔλευσιν Χριστοῦ τοῦ ἀναληφθέντος. Αὐτὸς λέγουσι νά λύτρωσε τὸν Ἀποστολο Πέτρο ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ ἐπέταξε τὸν Ἡρῴδη καὶ ἔγινε σκωληκόβρωτος. Εἴδετε τώρα πῶς ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ ἐστάθησάν οἱ δύο ἐξαίρετοι ὑπηρέται τῶν ἐξαιρέτων ἐνεργειῶν καὶ ἔργων τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἦταν ἡ πρότασις μας;
Καὶ λοιπὸν ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ εἶναι οἱ δύο φωτεινότατοι ὀφθαλμοὶ τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ με τοὺς ὁποίους βλέπει καὶ φωτίζει ὅλον τὸν ὁρατὸν καὶ ἀόρατο κόσμον. Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι αἱ δύο κραταιόταται χεῖρες τοῦ Παντοκράτορας, μὲ τὰς ὁποίας διοικεῖ ὅλα τὰ πάντα, οὐράνια καὶ ἐπίγεια. Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι οἱ δύο ταχύτατοι καὶ μυριόπτεροι πόδες τοῦ πανταχοῦ παρόντος Κυρίου, μὲ τοὺς ὁποίους περιέρχεται καὶ ἐμπεριπατεῖ ὄχι μόνον τὴν οἰκουμένη ὅλην, ἀλλ’ ἕως καὶ αὐτὰς τὰς ἀΰλους ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἕως καὶ αὐτὰς τὰς σκοτεινοτάτας ἀβύσσους. Διὰ τοῦτο εἰς μίαν στιγμὴν βλέπεις αὐτοὺς νά εὑρίσκωνται εἰς τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ κόσμου καὶ εἰς τὴν ἄλλην στιγμὴν νά εὑρίσκωνται εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον, τώρα νά θαυματουργοῦσιν εἰς τὴν στεριὰ καὶ τώρα νά ἁρπάζωσιν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου τοὺς καταβυθισθέντας.
Μιχαήλ, ὁ Ἄγγελος τοῦ θείου φόβου· Γαβριήλ, ὁ Ἄγγελος τῆς θείας χαρᾶς. Μιχαήλ, ἡ παιδευτικὴ δεξιὰ τοῦ Δικαίου· Γαβριήλ, ἡ ἐλεημονητικὴ δεξιὰ τοῦ Φιλανθρώπου. Μιχαήλ, ὁ ἐπὶ τῶν δυνάμεων Γαβριήλ, ὁ ἐξ ἀπορρήτων. Μιχαήλ, τὸ βλοσυρὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ· Γαβριήλ, τὸ ἥμερον βλέμμα τοῦ Προνοητοῦ. Μιχαήλ, αἱ φοβεραὶ φωναὶ καὶ βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ σάλπιγγες τῆς καταβάσεως τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Ὅρει Σινᾶ Γαβριήλ, αἱ γαληναί αὖραι, οἱ ἥμεροι ἀσπασμοί, τὰ ἱλαρὰ φῶτα καὶ αἱ ἀψοφητὶ ἐπὶ πόκον ἐρχόμεναι σταγόνες τῆς καταβάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Μαριάμ. Μιχαήλ, ὁ ἔξοχος διάκονος τοῦ Παλαιοῦ Νόμου· Γαβριήλ, ὁ ἐκλεκτὸς ὑπηρέτης τῆς νέας χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Μιχαὴλ εἶχε λόγον τῆς εἰσαγωγικῆς πράξεως, διότι ὑπηρετεῖ εἰς τὸν Νόμον, ὅστις κατὰ Παῦλον παιδαγωγὸς γέγονεν ἡμῖν εἰς Χριστὸν ὁ Γαβριὴλ εἶχε λόγον τελειωτικῆς θεωρίας, διότι ὑπηρέτησεν εἰς τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἧτο τὸ τέλος τοῦ Νόμου καὶ τὸ συμπέρασμα. Ὁ Μιχαὴλ ἦταν ἀρχὴ καὶ ὁ Γαβριὴλ τέλος. Ὁ Μιχαὴλ προπαιδευτὴς καὶ ὁ Γαβριὴλ τελειωτής. Ὁ Μιχαὴλ Ἄλφα καὶ ὁ Γαβριὴλ Ὠμέγα. Ἀλλά δέν ἦταν ἐνάντιοι ἤ ἀσύμφωνοι ἀνάμεταξὺ των, μὴ γένοιτο· ἀλλ’ ὡς οὔτε πράξης εἶναι χωρὶς τὴν θεωρίαν οὔτε ἡ θεωρία χωρὶς τὴν πρᾶξιν κατὰ τοὺς Πατέρας, τοιουτοτρόπως οὔτε ὁ Μιχαὴλ εἶναι χωρὶς τὸν Γαβριὴλ οὔτε ὁ Γαβριὴλ χωρὶς τὸν Μιχαήλ. Καθὼς ὁ Νόμος περιέχεται ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ καὶ τὸ Εὐαγγέλιον ἐν τῷ Νόμῳ, τοιουτοτρόπως ἐν τῷ Μιχαὴλ εὑρίσκεται ὁ Γαβριὴλ καὶ ἐν τῷ Γαβριὴλ εὑρίσκεται ὁ Μιχαὴλ καὶ ἕνας μέ τὸν ἄλλον εἶναι ἠνωμένοι περισσότερον παρὰ ὅπου εἶναι ἡ ψυχή με τὸ σῶμα. Διὰ τοῦτο, ὅπου ὁ Μιχαὴλ ἐκεῖ καὶ ὁ Γαβριὴλ καὶ ὅπου ὁ Γαβριὴλ ἐκεῖ καὶ ὁ Μιχαήλ. Πάντοτε καὶ πανταχοῦ οἱ δύο ἀχώριστοι· ἀχώριστοι εἰς τὸν Οὐρανόν, ἀχώριστοι εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἀχώριστοι εἰς τὴν Νέαν. Καὶ εἰς τὰς θαυματουργίας ἀχώριστοι. Καὶ ἂν ὁ Μιχαὴλ παιδεύῃ τοὺς κακούς, τοὺς παιδεύει πρὸς σωφρονισμόν, διὰ νά φοβῶνται τὴν δύναμιν καὶ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ καταφρονοῦν αὐτὴν ἀπὸ τὴν πολλὴν Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Καὶ ἂν ὁ Γαβριὴλ πάλιν τοὺς εὐσπλαγχνίζεται, τοῦτο τὸ κάμνει, διὰ νά ἐλπίζουν καὶ μὴ ἔλθουν εἰς ἀπελπισμὸ ἀπὸ τὸν πολὺν φόβον. Καί οἱ δύο ὁμοῦ ἕνα σκοπὸ ἔχουν: τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ νά πληρώσουν τό τοῦ Θεοῦ πανάγαθο θέλημα, ὡς τούτου ἀγαθοὶ Ἀγαθάγγελοι.
Δέν εἶναι ἀνάμεσα εἰς τοὺς δύο Ἀρχαγγέλους κανένας πρῶτος, ὄχι! Διότι ἡ ὑπερβάλλουσα ἀγάπη ὅπου ἔχουν τοὺς ἀναγκάζει νά γίνεται ὁ εἰς τὸν ἄλλον δεύτερος. Δέν εἶναι ἀνάμεσα εἰς αὐτοὺς δεύτερος, διότι ἡ ἴση ἀρχαγγελικὴ ἀξία ὅπου ἔχουν τοὺς θέλει νά εἶναι ὁ καθεὶς πρῶτος. Ὥστε καί οἱ δύο εἶναι καί οἱ πρῶτοι, καί οἱ δύο εἶναι καί οἱ δεύτεροι. Καὶ ποῖοι ἄλλοι εἶναι οἱ δύο λαμπρότατοι φωστῆρες, μὲ τοὺς ὁποίους ἐστόλισεν ὁ Θεὸς τὸν ἐμπύρινον οὐρανόν του ἀγγελικοῦ διακόσμου, ἴσοι εἰς τὸ μέγεθος, ἴσοι εἰς τὴν ἀξία, ἴσοι εἰς τὴν λαμπρότητα, ἴσοι εἰς τὴν ταχύτητα, παρά οἱ δύο Ἀρχάγγελοι; Ποῖοι ἄλλοι εἶναι οἱ δύο οὐράνιοι πόλοι, ὁ ἀρκτικὸς καὶ ὁ ἀνταρκτικός, ὁ βόρειος καὶ ὁ νότιος, ἐπάνω εἰς τοὺς ὁποίους κυκλογυρίζει ὁ Θεὸς τὸ νοητὸ τῆς Ἐκκλησίας στερέωμα, παρὰ οἱ δύο Ἀρχάγγελοι; Ποῖοι ἄλλοι εἶναι οἱ δύο ἐκεῖνοι περιφανεῖς στῦλοι, τοὺς ὁποίους ἔστησε ὁ Σολομὼν ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου Κυρίου (καὶ Σολομὼν ἐποίησε δύο στύλους ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου;), εἰμὴ οἱ δύο Ἀρχάγγελοι, τοὺς ὁποίους ἔστησε ὁ εἰρηνικὸς «Σολομὼν» Χριστὸς ἔμπροσθεν τοῦ ἄνω καὶ κάτω κόσμου, διὰ νά τοὺς βλέπουν ὅλοι οἱ εἰσερχόμενοι καὶ νά θαυμάζουν τὴν μεγαλειότητά των καὶ νά ἐπικαλῶνται τὴν βοήθειάν των; Τῆς ὁποίας διὰ νά ἔχομεν πολλὴν χρείαν διώρισεν ἡ Ἐκκλησία νά τελῆται ἡ Σύναξις τῶν Ἀρχαγγέλων κάθε Δευτέραν.
Καὶ λοιπόν, ἂν κατὰ τοὺς θεολόγους οἱ Θρόνοι κρίνωσι, τὰ Σεραφεὶμ μᾶς θερμαίνωσι, τὰ Χερουβεὶμ μᾶς σοφίζωσιν, αἱ Κυριότητες κελεύωσιν, αἱ Δυνάμεις ἐνεργῶσιν, αἰ Ἐξουσίαι διατηρῶσιν, αἰ Ἀρχαὶ ἐθνάρχῶσιν, οἱ Ἀρχάγγελοι τὰ τῆς πίστεως διοικῶσι καί οἱ Ἄγγελοι λειτουργῶσιν, ὅμως ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ ὡς τούτων πάντων ταξιάρχαι περισσότερον μᾶς κρίνουσι, μᾶς θερμαίνουσι καὶ μᾶς σοφίζουσι, περισσότερον μᾶς κελεύουσι, μᾶς ἐνεργοῦσι καὶ μᾶς διατηροῦσι, περισσότερον ἐνθαρχοῦσι, διοικοῦσι τὴν πίστιν καὶ μᾶς λειτουργοῦσι. Καὶ ἂν κατὰ τὸν ἅγιον Νικήταν αἰ ἀνώτεραι τρεῖς τάξεις τῶν Ἀγγέλων δοξολογοῦσιν ἀπαύστως τὴν Ἁγίαν Τριάδα με τὸν ὕμνον Γέλ, Γὲλ, ὅπερ δηλοῖ «ἀνακυκλισμὸς» (καὶ «ἀνακάλυψης» κατὰ τὸν κρυφιομύστην Διονύσιο) καὶ αἱ μέσαι τρεῖς τάξεις μέ τὸ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, καὶ αἱ ὕσται τρεῖς τάξεις μέ τὸ Ἀλληλούια, ἀλλὰ τῆς τοιαύτης ἀκαταπαύστου δοξολογίας προεξάρχοντες καὶ συμμελῳδοὶ καὶ σὺν-θεολογοῦντες εἶναι ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριήλ.
Κατὰ ἀλήθειαν ἀπορῶ, ἀδελφοί, καὶ δέν ἤξευρω τί νά εἴπω περὶ τῶν θαυμαστῶν Ἀρχαγγέλων! Βλέπω εἰκονισμένο τὸν θειότατο Μιχαήλ, ὅλον φοβερὸν εἰς τὸ εἶδος, ὅλον ἀστραπόμορφο εἰς τὴν ὄψιν, ὅλον ἀρματωμένο εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον μου καθηλοῦνται κατὰ τὸν Προφήτῃ αἱ σάρκες μου, ἀφήνω τὸν κόσμον καὶ μελετῶ τὴν ὥρα ὅπου ἔχω νά ἀποθάνω. Βλέπω καὶ τὸν θεῖον Γαβριήλ, ὅλον ἡμερότατων εἰς τὸ εἶδος, ὅλον χαριέστατον εἰς τὴν θέαν, ὅλον γαληνότατον εἰς ὅλα τὰ μέλη, καὶ παρευθὺς λησμονῶ τὸν θάνατον, λησμονῶ τὸν φόβον, καὶ ὅλος ἔνθους ἀπὸ τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἡδονὴ γίνομαι. Στοχάζομαι ἀπὸ τὸ ἐν μέρος τὰ φοβερὰ θαυμάσια τοῦ Μιχαήλ, ἐδῶ νά θερίζη με τὴν σπάθη του χιλιάδας ἀνθρώπων, ἐκεῖ νά ἀνάσπᾶ ψυχὰς ἁμαρτωλῶν ἀνελεήμονος, καὶ ἔμφοβος γίνομαι καὶ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ δειλιῶ καὶ παρ’ ὀλίγον ἀπογινώσκομαι. Στοχάζομαι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ τὰ κοσμοχαρμόσυνα εὐαγγέλια τοῦ ὡραιότατου Γαβριήλ, καὶ πληροῦμαι ὅλος ἀπὸ ἐλπίδας, καὶ τοῦ Κριτοῦ τὴν φιλανθρωπία ἐννοῶ, καὶ παρ’ ὀλίγον ἔνδον τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν γίνομαι. Βλέπω καὶ τοὺς δύο Ἀρχαγγέλους ὁμοῦ, καί μοί φαίνεται ὅτι βλέπω τοὺς δύο ἐκείνους οὐρανομήκης στύλους ὅπου ὁδηγοῦν τοὺς Ἰσραηλίτες εἰς τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, τὸν Μιχαὴλ ὡσὰν τὸν στύλον τοῦ πυρὸς καὶ τὸν Γαβριὴλ ὡσὰν τὸν στύλον τῆς Νεφέλης, οἵτινες ὁδηγῶσι συμφώνως τοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὴν ἄνῳ Ἱερουσαλήμ, τὴν ἐπουράνιον πόλιν.
Τὶ νά πολυλογῶ, ἀδελφοί; Θέλετε νά εἴπω περὶ τῶν Ἀρχαγγέλων ἕνα μεγάλον, ἀλλά ἀρμόδιο νόημα; Οἱ δύο Ἀρχάγγελοι ἔχουν εἰκόνα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεότητας λέγω καὶ ἀνθρωπότητας. Ὁ Μιχαὴλ ἔχει εἰκόνα τῆς Θεότητας, διότι ἐστάθη ταύτης ἔνδικος ὑπερασπιστής, καὶ ὁ Γαβριὴλ τῆς ἀνθρωπότητας, διότι ἐστάθη ταύτης ὑπηρέτης καὶ εὐαγγελιστής. Νά εἴπω ἀκόμη καὶ μεγαλύτερον; Ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ ἔχουν ἀναλογία μέ τὸν ἐνυπόστατον Λόγον τοῦ Πατρὸς καί με τὸ Πανάγιον Πνεῦμα αὐτοῦ. Ὁ Μιχαὴλ ὁμοιάζει τρόπον τινά με τὸν ἐνυπόστατον Λόγον, διότι καθὼς δι’ αὐτοῦ ὁ Πατὴρ διέκρινε καὶ διεχώρισεν ὅλα τὰ ὄντα καὶ ἀπέδωκε εἰς τὸ καθ’ ἕνα ἐκεῖνο τὸ εἶδος καὶ τὴν εἰκόνά ὅπου τοῦ ἔπρεπε, οὕτω διὰ τοῦ θείου Μιχαήλ, Ἀγγέλου ὄντος τῆς δικαιοσύνης, διέκρινε τοὺς καλοὺς ἀπὸ τοὺς κακούς, ὅσον Ἀγγέλους τόσον καὶ ἀνθρώπους, καὶ ἀπέδωκε εἰς τὸν καθ’ ἕνα τὸ δίκαιον ὅπου τοῦ ἔπρεπε. Ὁ δὲ Γαβριὴλ ὁμοιάζει μέ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διότι καθὼς δι’ αὐτοῦ ὁ Πατὴρ τελείωσε τὴν πλάσιν τοῦ κόσμου, οὕτω διὰ τῶν εὐαγγελίων τοῦ Γαβριὴλ τελείωσε τήν τοῦ Κόσμου ἀνάπλασιν. Ὢ δόξαις! Ὢ λαμπρότητες, ὢ μεγαλεῖα τῶν Ἀρχαγγέλων!
Καὶ λοιπὸν δέν σὲ φοβούμεθα, διάβολεΨ ὄχι, δέν σὲ φοβούμεθα. Δέν δειλιάζομεν πλέον τὰς ἐπιβουλάς σου. Δέν βάνομεν εἰς τὸν νοῦν μας τοὺς λυπηροὺς λογισμοὺς ὅπου μᾶς προσβάλλεις. Καταφρονοῦμεν ὡς βέλη νηπίων τὰ βέλη καὶ τὰ τόξα σου. Ἔχομεν γάρ, ἔχομεν βοηθοὺς καὶ ἀγρύπνους ἡμῶν φύλακας τοὺς δύο μεγίστους Ἀρχαγγέλους. Ἔχομεν τὸν ἡλιόμορφο Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος σὲ κατεκρήμνισεν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς εἰς τὰ καταχθόνια· ἔχομεν τὸν ἱεροπρεπέστατον Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος μέ τῆς χαρᾶς του τὰ εὐαγγέλια διέλυσεν ὡς ἀράχνην τὴν πρώτη λύπην καὶ κατάρα ὅπου προξένησες εἰς τὸ γένος μας. Ἔμαθες μέ τὴν δοκιμήν, ἀρχέκακε δράκον, πόσον εἶσαι ἀσθενέστατος ἔμπροσθεν τοῦ κραταιοτάτου μας Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ, ὅταν ὡσὰν ἐν κυνάριον ἤ ζωύφιον σὲ ἀπεδίωξε ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μωϋσέως, εἰπών σοι μόνον «ἐπιτίμησέ σοι Κύριος». Αὐτὸς καὶ τώρα ὁμοῦ με τὸν συναρχιστράτηγον σου Γαβριὴλ θέλει σὲ ἐπιτιμήσει καὶ θέλει σὲ φυγαδεύσει ἀπὸ ἡμᾶς, τοὺς ἐπικαλουμένους πάντοτε τὸ ὄνομα τῶν δύο τούτων. Ὅπου δὲ τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐπικαλεσθεῖ, ἐκεῖθεν διώκεται καὶ καταργεῖται ἡ δύναμίς σου, διότι οὕτως ἀπεφάσισε ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἰώβ, νά περιπαίζησαι ὡς ἕνα οὐδὲν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους του, λέγων περὶ σοῦ οὔκ ἐστιν ὅμοιον ἄνω ἐπὶ τῆς γῆς πεποιημένον, ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων μου.
Ἐὰν ὅμως ἀγαπῶμεν, πατέρες καὶ ἀδελφοί, νά διαμένωσιν ἀχώριστοι ἀπὸ ἡμᾶς οἱ Ἀρχάγγελοι, πρέπει ὅσον τὸ δυνατὸν νά ἀπέχωμεν ἀπὸ κάθε κακίαν, ἐπειδὴ λέγει ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι, καθὼς ὁ καπνὸς διώκει τὰς μελίσσας, οὕτω καὶ ἡ πολύδακρυς ἁμαρτία διώκει ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους. Καὶ ὁμοῦ μέ τὸ ὄνομα τοῦ Μιχαὴλ ἂς ἐνθυμώμεθα καὶ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου καὶ τῆς φοβερᾶς κρίσεως καὶ κολάσεως, ὁμοῦ δέ μέ τὸ ὄνομα τοῦ Γαβριὴλ ἂς ἐνθυμώμεθα καὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τὴν χαρὰν καὶ ἀπόλαυσιν.
Ἀλλ’ ᾧ ὑπερένδοξοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, τὰ γλυκύτατα παρὰ πᾶσιν Ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις καὶ πράγματα καὶ ὀνόματα· οἱ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαθότητας Ἄγγελοι· οἱ τῶν ἐξαιρέτων ἔργων τοῦ Θεοῦ ὑπηρέται ἑξαίρετοι· οἱ δύο ἀργυροχρυσοπτέρυγοι ἀετοὶ· οἱ τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος δύο μέγιστοι Ἀρχιστράτηγοι- οἵ μέ ὄμμα ἀκλινὲς βλέποντες τὸ ἄκτιστον φῶς τῆς τρισηλίου Θεοτητας· οἱ τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλέων καὶ Κυρίου τῶν κυρίων δύο ἀρχισατράπαι καὶ πρῶτο σύμβουλοι οἱ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ σωματοφύλακες ἄμεσοι· ζεῦγος ἀρχαγγελικὸ καὶ ἠγαπημένον δυὰς κοσμοπόθητε καὶ παντοπόθητε· τῶν Ἀγγέλων ἁπάντων τὰ ἀγλαΐσματα- τῶν Χριστιανῶν τὰ καυχήματα· κατ’ ἐξοχὴν δὲ καὶ ἑξαιρέτως ὁδηγοὶ καὶ ὑπερασπισταὶ τοῦ Μοναχικοῦ τάγματος τῶν μιμουμένων ὡς δυνατὸν τὴν ἀγγελικὴν ὑμῶν πολιτείαν! Προσδέξασθε τὸ παρόν ἐφύμνιον ὅπου σᾶς προσφέρομεν ἡμεῖς ἅπαντες οἱ συναθροισθέντες σήμερον πρὸς δοξολογίαν τοῦ Παντοκράτορας καὶ Φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ εἰς μνήμην τῆς ἱερᾶς Ὑμῶν Συνάξεως. Προσδέξασθε ὡς δῶρον τοῦτο καὶ σημεῖον ἐλάχιστον εὐχαριστίας, ἀνθ’ ὧν καθ` ἑκάστην ἡμᾶς τοὺς εὐτελεῖς εὐεργετεῖτε, περιθάλπετε καὶ πολυτρόπως ἐκ παντὸς κακοῦ διασῴζετε. Καὶ σᾶς παρακαλοῦμεν δουλικὸς νά μὴ λήψη ἀφ’ ἡμῶν ἡ πατρικὴ πρόνοιά σας, ἀλλ’ ὡς συμπαθέστατοι καὶ εὐσπλαγχνικώτατοι, πλησιάζετε πάντοτε εἰς ἡμᾶς καὶ περιτειχίζετέ μας, διὰ νά μᾶς γεμίζητε ἀπὸ θεωρίας ἁγίας καὶ πνευματικὰς ἐννοίας καὶ διὰ νά φεύγωσιν ἀπὸ ἡμᾶς ἐξ αἰτίας τοῦ πλησιασμοῦ σας ὅλοι οἱ πονηροὶ καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ καὶ ἁπλῶς ὅλοι οἱ ἀόρατοι καὶ ὁρατοὶ ἐχθροὶ ὅπου μᾶς πειράζουσιν ἐπειδὴ τοιαύτας χαρίτας προξενεῖτε, ὅπου καὶ ἂν πλησιάστε. Λέγει γὰρ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητὴς οὕτως: Ὅταν οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι πλησιάσωσιν ἡμῖν, πληροῦσιν ἡμᾶς θεωρίας πνευματικῆς. Ὁμοίως καὶ ὁ ἀββάς Ἰσαάκ· Ὅτε οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι σὲ πλησιάσωσι περιτειχίζοντες, πάντες οἱ πειράζοντες ἀποστήσονται. Καὶ ἐπειδή οἱ θεολογοῦντες λέγουσι ὅτι ἐξ τινά χαρίζουσιν οἱ Ἄγγελοι εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, μὴ λείπετε, ὢ θεῖοι Ἀρχάγγελοι, ἀπὸ τοῦ νά χαρίζητε ταῦτα καὶ σεῖς εἰς ἡμᾶς, τὰ ὁποῖα εἶναι ταῦτα: πρῶτον, τὸ νά διώκετε ἀπὸ τὰ σώματα καὶ ψυχὰς μας ὅλας ἐκείνας τὰς βλάβας ὅπου ἠμποροῦν νά μᾶς ἀκολουθήσουν ἀπὸ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν δεύτερον, τὸ νά μᾶς παρακινεῖτε πάντοτε εἰς τὰ καλά, φωτίζοντες τὸν μὲν νοῦν μας μὲ τὰς θείας ἐκλάμψεις, γλυκαίνοντες δὲ τὴν θέλησιν καὶ τὰς καρδίας μας μὲ τὰς θείας χαριτας· τρίτον, τὸ νά ἐμποδίζητε ἀπὸ ἡμᾶς τὰς ὁρμὰς καὶ ἐπιβουλὰς τῶν δαιμόνων τέταρτον, τὸ νά προσφέρητε τὰς προσευχὰς μας εἰς τὸν Θεόν, ὡς ὁ Ἄγγελος Ραφαὴλ πρόσφερε τὴν προσευχὴν τοῦ Τωβὶτ καὶ οἱ ἐν τῇ Ἀποκαλύψει Ἄγγελοι τὰς προσευχὰς τῶν Ἁγίων πέμπτον, τὸ νά πρεσβεύητε πάντοτε εἰς τὸν Θεὸν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἕκτον, νά μᾶς παιδεύητε πατρικῶς ἐνίοτε, ὅταν ἀτακτῶμεν, ὄχι δι’ ἐκδίκησιν, καθὼς μᾶς παιδεύουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ἀλλὰ διὰ διόρθωσιν καὶ σωφρονισμὸν καὶ τοῦτο γὰρ χάρις λογίζεται εἰς ἡμᾶς.
Καὶ αὔθις παρακαλοῦμεν, ἐπακούσατε τῆς δεήσεως ἠμῶν, φιλανθρωπότατοι τοῦ θεοῦ Ἀρχιστράτηγοι, καὶ παύσατε μέ τὰς ἀενάους πρεσβείας σας τὴν καθ’ ἡμῶν τοῦ Θεοῦ ἀγανάκτησιν, πείθοντες τοῦτον νά παραβλέψη ὡς Πολυέλεος τὰ πταίσματα ἡμῶν ἅπαντα, μὲ ὅσα ἐν ἔργῳ ἡ ἐν λόγῳ ἡ ἐν διανοία αὐτὸν καθ’ ἕκαστην παραπικραίνομε. Ναί, ἁμαρτωλοὶ εἴμεθα —τὸ ὁμολογοῦμεν— καὶ παραβάται τῶν ἁγίων Αὐτοῦ ἐντολῶν, ἀλλὰ πλὴν Αὐτοῦ Θεὸν ἄλλον οὐ γινώσκομεν. Ἀξιώσατε ἡμᾶς, ὢ Παρθένοι καὶ ἔφοροι τῶν παρθένων Ἀρχάγγελοι, νά διαπερνῶμεν τὴν ζωήν μας ἐν σωφροσύνῃ καὶ παρθενία, καθὼς ὑπεσχέθημεν, ὅταν φορέσαμε τὸ Ἀγγελικὸν τοῦτο Σχῆμα. Φανεῖτε προστάται καὶ ἄγρυπνοι φύλακες, τόσον ἡμῶν, ὅσον καὶ πάντων τῶν ἐορταζόντων τὴν πανάγιά σας Σύνάξιν. Καὶ ἐν ὅσο μὲν εὑρισκόμεθα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διώκετε ἀφ’ ἡμῶν τὰ σκάνδαλα, ὡς εἴπωμεν, καὶ μηχανὰς πάντων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν ἐν δὲ τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου παρασταθεῖτε εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς βοηθοί, ὁ εἰς ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ ἀριστερά, σκεπάζοντας ἡμᾶς μέ τὰς χρυσᾶς πτέρυγάς σας, ἵνα μὴ δὴ ἡ ψυχὴ μας τὴν ζοφερὰν ὄψιν τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Καὶ οὕτω παραλαβόντες ἡμᾶς ὁδηγήσατε εἰς τὰς αἰωνίους καὶ φωτεινάς τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας σκηνάς, ἵνα δοξολογῶμεν ἀεὶ μεθ’ ὑμῶν τὴν μίαν ἐν Τριάδι Θεότητα, ᾗ πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Λόγος εἰς τοὺς Ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ
Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου
Ἂν ἴσως, ἀγαπητοί μου Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἤθελε δοθῇ εἰς ἐμὲ τὸν ταπεινὸν τὸ χάρισμα τοῦτο, τὸ νά ἀποκτήσω δηλαδὴ μίαν γλῶσσαν ἀπὸ ἐκείνας ὅπου ἔχουσιν οἱ Ἄγγελοι, ὡς λέγει ὁ τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος Παῦλος, -«ἐὰν τὰς γλώσσας τῶν Ἀγγέλων λαλῶ»-, βέβαιον καὶ ἀκόλουθο ἦταν ὅτι με τὴν ἀγγελικὴν αὐτὴν γλῶσσαν ἤθελε δυνηθῶ νά ἐγκωμιάσω κατ’ ἀξία τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ, τοὺς Ἀρχαγγέλους τοῦ Κυρίου• διότι φυσικῷ τῷ τρόπῳ, κάθε ὅμοιόν με τὸ ὅμοιον πάλιν δύνάται νά ἐπαινεθῇ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους νά παρασταθῇ. Ἀνίσως καὶ εἴχα μίαν ἀπὸ τὰς πύρινους καὶ ἀΰλους ἐκείνάς γλώσσας ὅπου ἐδόθησαν εἰς τοὺς ἱεροὺς καὶ θείους Ἀποστόλους, πρεπόντως ἤθελε λαλήσω τὰ ὑπερφυσικὰ ἐγκώμια τῶν πύρινων καὶ ἀυλὼν Ἀρχιστρατήγων. Ἀνίσως —κἀν τὸ ἐλαχιστον— ἤθελε ἔχω καθαρισμένη τὴν γλῶσσάν μου, ὡσὰν ὁ Ἠσαΐας ἀπὸ τὴν Σεραφικὴ ἐκείνη λαβίδα, ἦταν ἐλπὶς ὅτι ἤθελε εἰπῶ κάποιον τι ἄξιον τῆς τῶν Ταξιαρχῶν μεγαλοπρεπείας. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶμαι στερημένος ὅλων τούτων τῶν καλῶν καὶ γλῶσσαν ἔχω ὄχι ἀγγελικήν, ἀλλ’ ἀνθρωπίνη ὄχι πύρινη, ἀλλὰ πηλίνη ὄχι ἄυλον, ἄλλα ὑλικὴ ὄχι καθαράν, ἀλλ’ ἀκάθαρτον καὶ πρὸς τούτοις ὄχι ῥητορικὴ καὶ εὐμέθοδον, ἀλλ’ ἀμαθή καὶ ἀμέθοδο —τί πρέπει νά προσμένητε; Τὸ νά ἀκούσητε δηλαδὴ ὀλίγα τινὰ καὶ εὐτελῆ περὶ τῶν ἱερῶν Ἀρχαγγέλων. Ἀφήνων λοιπὸν εἰς ἕνα μέρος τὸ νά ἐξετάσω ὁποία εἶναι ἡ φύσις τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ πότε δημιουργήθησαν, καὶ πῶς καὶ ποῦ καὶ τίνι τρόπῳ νοοῦσι, καὶ πῶς μεταβαίνουσιν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, καὶ τὰ ἄλλα ἀγγλοπρεπὴ αὐτῶν ἰδιώματα, περὶ τῶν ὁποίων οἱ θεολόγοι διδάσκουσι, καὶ μάλιστα ἡ φιλάγγελος καὶ μεγαλόδοξος γλῶσσα Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, θέλω ἀποδείξει μόνον εἰς τὸ παρόν ἐγκώμιο ὅτι ὁ θεῖος Μιχαὴλ καὶ ὁ ἱερὸς Γαβριὴλ ἐστάθησαν οἱ ἐξαίρετοι ὑπηρέται τῶν ἐξαιρέτων ἐνεργειῶν καὶ ἔργων τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ· καὶ προσέχετε διὰ νά τὸ καταλάβητε.
Δύο εἶναι κατὰ τοὺς θεολόγους αἰ κυριώτεραι ἐνέργειαι καὶ τὰ ἐξαίρετα προσόντα καὶ ἰδιώματα τοῦ ἁγίου Θεοῦ: τὸ ἕν ἡ δικαιοσύνῃ, ἥτις καὶ ἀπονομία καὶ κρίσης ὀνομάζεται, καὶ τὸ ἄλλο ἡ Ἀγαθότης, ἥτις καὶ χρηστότης καὶ εὐσπλαχνία καὶ ἔλεος ὀνομάζεται· περὶ ὢν λέγει ὁ Δαβίδ· «ἔλεον καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι Κύριε». Μὲ τὴν δικαιοσύνην ὁ Θεὸς κρίνει καὶ παιδεύει τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἁμαρτάνωσι καὶ δέν φυλάττωσι τάς ἐντολάς Του καί με τὴν ἀγαθότητα πάλιν τοὺς ἐλεε καὶ εὐσπλαγχνίζεται.
Τώρα ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαὴλ ἔρχεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνης, διότι αὐτὸν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτη εἰς τὸ νά παιδεύῃ μὲν καὶ νά σωφρονίζη τοὺς κακούς, νά φυλάττῃ δὲ καὶ νά ὑπερασπίζηται τοὺς καλούς· καθὼς τοῦτο εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς θείας Γραφῆς καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν θάνατον μὲν ὅπου ἐδῶκεν ὁ Μιχαὴλ εἰς τὰ πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων, διαφύλαξιν δὲ καὶ ζωὴν εἰς τὰ πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων.
Ὁ δὲ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ φαίνεται νά εἶναι ὁ ἐξαίρετος Ἄγγελος τῆς ἀγαθότητας καὶ εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτὸν βλέπομεν νά μεταχειρίζηται ὑπηρέτη, ὅταν ἔχῃ νά κάμῃ εἴς τινας καμμίαν ἐξαίρετον εὐσπλαγχνίαν καὶ ἔλεος· καθὼς καὶ τοῦτο ὁμοίως εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλά, μάλιστα δὲ ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ εὐαγγέλια ὅπου ἔφερε εἰς τὸν κόσμον ὁ Γαβριήλ, τοῦ μεγάλου ἐλέους τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τρία εἶναι τὰ ἐξαίρετα καὶ μεγαλύτερα ἔργα ὅπου ἔκαμε ὁ Θεός: πρῶτον ἡ δημιουργία τοῦ νοητοῦ κόσμου, δεύτερον ἡ δημιουργία τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου καὶ τρίτον ἡ ἔνσαρκος οἱκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καὶ εἰς τὰ τρία ταῦτα πρώτους καὶ ἐξαιρέτους ὑπηρέτας μεταχειρίζεται τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ.
Δημιουργεῖ πρῶτον ὁ Θεὸς τὸν νοητὸ κόσμο ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι, ἤτοι τὸν ἐμπύρινον λεγόμενον οὐρανόν, καὶ τὸν γεμίζει, ὡσὰν ἀπὸ τόσα λαμπρότατα ἄστρα, ἀπὸ τὰ μυριάριθμα πλήθη τῶν ἀΰλων Ἀγγέλων, τὸν στολίζει ἀπὸ τὰς τρεῖς τριαδικὰς Ἱεραρχίας: τῶν Θρόνων, τῶν Χερουβεὶμ καὶ τῶν Σεραφείμ· τῶν Κυριοτήτων, Δυνάμεων καὶ Ἐξουσιῶν τῶν Ἀρχῶν, Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων καὶ ἐπάνω εἰς ὅλα ταῦτα τὰ ἐννέα τάγματα κατασταίνει πρώτους ἡγεμόνας καὶ διδασκάλους τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ. Καὶ τίνι τρόπῳ; Ἀκούσατε:
Ὁ Μιχαήλ, μὲ τὸ νά ἐστάθη εὐγνωμονέστατος δοῦλος τοῦ Θεοῦ Παντοκράτορας, ἔκαμε νοητὸ πόλεμον εἰς τὸν Οὐρανόν μέ τὸν ἀποστάτη διαβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του, ὅταν ὑπερηφανεύθηκαν κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ ἐκρήμνισεν αὐτοὺς εἰς τὰ καταχθόνια τῆς γῆς, καθὼς εἶναι γεγραμμένον εἰς τὴν Ἱερὰν Ἀποκάλυψιν: Καὶ ἐγένετο πόλεμος ἐν τῷ οὐρανῷ ὁ Μιχαὴλ καὶ οἱ Ἄγγελοι αὐτὸν πολέμησαν μετὰ τοῦ δράκοντας… καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων ὁ μέγας, ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος διάβολος καὶ ὁ σατανᾶς, ὁ πλανῶν τὴν οἱκουμένη ὅλην, ἐβλήθη εἰς τὴν γῆν, καί οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ μετ’ αὐτοῦ ἐβλήθησαν. Ὅθεν διὰ τὴν μεγάλην ἀνδραγαθία ταύτην ὅπου ἔκαμε κατεστάθη πρῶτος ἐπάνω εἰς ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ τοὺς δίδαξε νά φυλάττουν πρὸς τὸν Θεὸν εὐγνωμοσύνη, ὑπακοή, ταπείνωσιν καὶ διαμονὴ μετ’ αὐτοῦ παντοτινὴ καὶ ἀχώριστο.
Ὁ δὲ Γαβριήλ, μὲ τὸ νά ἐνεπιστεύθη μόνος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους Ἀγγέλους τὸ μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἱκονομίας, καθὼς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος —σὺν αὐτῷ δὲ καί οἱ εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸ μελῳδοί σοι μόνῳ θαρρὼν τὸ μυστήριον καὶ ἔγινε ὁ πρῶτος καὶ ἐξαίρετος τούτου ὑπηρέτης ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἕως τέλους, κατεστάθη καὶ ὁ πρῶτος ἡγεμὼν καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἕως καὶ αὐτῶν τῶν ἀνωτάτων Χερουβεὶμ καὶ Σεραφείμ, καὶ τοὺς δίδαξε ὅλους τοὺς ἀποκρύφους λόγους καὶ γνώσεις ὅπου μέσα εἰς τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τούτου σκεπάζονται. Καὶ ἂν ὁ Παῦλος λέγει ὅτι διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐγνωρίσθη ταῖς Ἀρχαῖς καὶ ταῖς Ἐξουσίαις ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ, τοῦτο πρέπει νά νοῆται ὅτι ἔγινε διὰ μεσιτείας τοῦ θείου Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος καθὼς ἔμαθε ἀμέσως παρ’ αὐτοῦ τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καὶ τοῦ τούτῳ συνόντος Ἁγίου Πνεύματος τὴν πολυποίκιλο ταύτην σοφία —ἥτις εἶναι κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριο τὸ νά νικήσῃ ὁ Θεὸς τὰ ἐνάντια διά τῶν ἐναντίων: τὴν ὑπερηφάνειαν μέ τὴν ταπείνωσιν, τὴν δόξαν μέ τὴν ἀτιμίαν, τὴν δύναμιν μέ τὴν ἀσθένειαν, τὴν σοφία μέ τὴν μωρίαν— καὶ οὕτω μετέδωκε τὴν πολυποίκιλο ταύτην σοφία καὶ εἰς ὅλας τὰς τάξεις τῶν Ἀγγέλων χωρὶς νά φθονήσῃ, λέγων εἰς αὐτὰς ἐκεῖνο τοῦ Σολομῶντος: ἀδόλως ἔμαθαν, ἀφθόνως μεταδίδωμι.
Ὅτι δὲ ὁ Γαβριὴλ ἐστάθη πρῶτος εἰς ὅλα τὰ ἐννέα τάγματα καὶ ἐκ τούτου εἶναι φανερό: Εἶναι κοινὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα καὶ τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ ὅτι ἀπὸ τὸν Χριστὸν λαμβάνουσι κάθε φωτισμὸ ὅλαι αἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων, ἀναβαίνοντας κατὰ Παῦλον ὑπεράνω πάσης Ἀρχῆς καὶ Ἐξουσίας καὶ Δυνάμεως καὶ παντὸς ὀνόματος ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ὀνομαζόμενου. Ὁμοίως εἶναι κοινὴ δόξα ὅτι ἀπὸ τὴν Θεοτόκο, ἀνωτέρα οὖσα τῶν Σεραφεὶμ ἀσυγκρίτως, πᾶσαι φωτίζονται αἱ Ἀγγελικαί τάξεις, ὡς μάλιστα τοῦτο λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγῳ πρῶτο εἰς τὰ ΕΙΣΟΔΙΑ καὶ Λόγῳ εἰς τὴν Κοίμησιν). Ἐπειδὴ δὲ πλησιέστερος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου ἄλλος δέν εἶναι ἀπὸ τὸν Γαβριήλ, λοιπὸν δι` αὐτοῦ φωτίζονται πᾶσαι αἱ τῶν Ἀγγέλων τάξεις. Εἰ γὰρ καὶ ὁ θεῖος Διονύσιος λέγει ὅτι πρώτη τάξις εἶναι ἡ τῶν Θρόνων καὶ ὀγδόη ἡ τῶν Ἀρχαγγέλων, ἀλλὰ τοῦτο νοεῖται πρὸ τῆς ἐνάνθρωπησεως· μετὰ τὴν ἐνανθρώπισιν γὰρ ἀνεστράφη ἡ τάξις κατὰ τὸν ἅγιον Ἰσαὰκ καὶ οἱ πρῶτοι ἔγιναν ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι πρῶτοι.
Καὶ τοιουτοτρόπως καὶ οἱ δύο ὁμοῦ Ἀρχάγγελοι, ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριήλ, μὲ τὸ ἱερὸν αὐτὸ καὶ τελειοποιὸν μάθημα τῆς ἁγίας ταπεινώσεως ὅπου παρέδωκαν εἰς ὅλους τοὺς Ἀγγέλους, τοὺς τελείωσαν καὶ τοὺς ἔκαμαν νά εἶναι ὄχι μόνον δυσκίνητοι εἰς τὸ κακόν, καθὼς ἦταν προτήτερα κατὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο , ἀλλὰ καὶ πάντη ἀκίνητοι εἰς τὴν κακίαν καὶ ἄτρεπτοι, ὡς λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος καὶ ὁ ἱερὸς Νικήτας καὶ ὁ σχολιαστὴς Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου .
Δημιουργεῖ δεύτερον ὁ Θεὸς εἰς ἐξ ἡμέρας τὸν αἰσθητὸν τοῦτον κόσμον, στολίζει τὸν οὐρανόν μέ τὰ πολυποίκιλα ἄστρα καὶ τοὺς φωστῆρας, καλλωπίζει τὴν γῆν μέ τὰ διάφορα φυτὰ καὶ ζῷα, γεμίζει τὸν ἀέρα ἀπὸ τὰ γλυκύτατα τῶν πετεινῶν κελαδήματα, τελευταῖον δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν βάλλει εἰς τὸν Παράδεισον καὶ τὸν διορίζει νά φυλάξῃ τὴν παρὰ πάντων ἐγνωσμένη θείαν Του ἐντολή. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος —οἴμοι!— γίνεται παραβάτης τῆς ἐντολῆς καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τὸν Παράδεισον τῆς τρυφῆς εἰς ταύτην τὴν πολύδακρυν γῆν. Καὶ ἐδῶ πάλιν μεταχειρίζεται ὁ Θεὸς τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριὴλ ἐξαιρέτους ὑπηρέτας τῆς προνοίας καὶ κρίσεως ὅπου ἔδειξε εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐν διαστήματι πέντε καὶ ἥμισυ χιλιάδων χρόνων. Διὰ τοῦτο ὁ μὲν θεῖος Μιχαήλ, εὐθὺς ὅπου ἐξωρίσθη ὁ Ἀδάμ, συμπόνεσε τὴν συμφορὰ του καὶ τὸν δίδαξε —ὡς ἄπειρον ἔτι ὄντα— πῶς νά γεωργῇ τὴν γῆν, πῶς νά σπείρῃ, πῶς νά θερίζη καὶ ἁπλῶς πῶς νά κυβερνᾷ τὴν πολύμοχθό του ζωὴν ἀπὸ τροφὴν ἕως ἐνδύματα, καθὼς εἶναι γνώμη τινῶν ἱεροδιδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς ὁ ἴδιος Μιχαὴλ δέν ἔλειπε ἀπὸ τὸ νά προνοεῖται καὶ νά διαφυλάττει ὅλους τοὺς πρὸ Νόμου Προπάτορας: τὸν Σήθ, τὸν Ἐνώς, τὸν Ἐνώχ, τὸν Νῶε, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς δώδεκα Πατριάρχες· τώρα μὲν ὁδηγῶν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐπίγνωσίν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τώρα δὲ παιδεύων καὶ τιμωρῶν ὅλους ἐκείνους ὅπου ἤθελε Τοῦ ἐναντιωθοῦν. Αὐτὸς ἐστάθη ὁ παιδαγωγὸς καὶ δημαγωγὸς ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ προπορευόμενος καὶ συμπορευόμενος μέ αὐτόν, νικῶν τὰ ἀλλόφυλα ἔθνη ὅπου τὸν πολεμοῦν καὶ ὁδηγῶν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
Καὶ ἐδῶ εἶναι ἄξιον νά θαυμάσωμεν τὴν μεγαλειότητα τοῦ θείου Μιχαήλ. Διότι, τὰ μὲν ἔθνη τὰ διεμοιράσθησαν οἱ Ἄγγελοι καὶ ἐπεστάτει ἕνας εἰς ἕνα ἔθνος καὶ ἄλλος εἰς ἄλλο, τὸν δὲ Ἰσραηλιτικὸ λαὸν δέν ἐπῆρε Ἄγγελος εἰς τὴν μερίδα του, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, καθὼς λέγει ὁ Μωυσῆς εἰς τὴν ᾠδή: «Ἔστησε ὅρια ἐθνῶν κατὰ ἀριθμὸν Ἀγγέλων Θεοῦ, καὶ ἐγεννήθη μερὶς Κυρίου λαὸς αὐτὸν Ἰακώβ». Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ Θεὸς λέγει πολλαῖς φοραῖς εἰς τὸν Μωϋσὴ ὅτι ἀντὶ ἑαυτοῦ θέλει δώσει ἐπιστάτῃ εἰς τὸν Ἰσραὴλ τὸν Ἄγγελόν Του, ἤτοι τὸν θεῖον Μιχαήλ, καθὼς ἐρμηνεύουσιν οἱ διδάσκαλοι. Διὸ καὶ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος λέγει ὅτι ἡ θεολογία ἄρχοντα τοῦ Ἰουδαίων λαοῦ τὸν Μιχαὴλ ὀνομάζει. Βλέπετε προνόμια; Βλέπετε πῶς ὁ Μιχαὴλ ἐστάθη ὁ ἀόρατος μεσίτης καὶ διάκονος διὰ μέσου τοῦ ὁποίου ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Νόμον εἰς τὸν Μωϋσὴ ἐν τῷ ὅρει τῷ Σινᾶ; Διότι, ἂν ὁ νόμος ἐδόθη διὰ τῶν ἄλλων Ἀγγέλων, ὡς λέγει ὁ Παῦλος: εἰ ὁ δι’ Ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος καὶ πάλιν: τὶ οὖν ὁ νόμος;.., διαταγῆς δι’ Ἀγγέλων ἐν χειρὶ μεσίτου, πόσο μᾶλλον ἐδόθη διὰ τοῦ Ἀρχαγγέλου αὐτῶν Μιχαήλ;
Ὁ δὲ θεῖος Γαβριὴλ δέν ἔλειπε καὶ αὐτὸς τώρα μὲν νά εὐαγγελίζηται τὰ χαροποιὰ μηνύματα τῆς γεννήσεως πολλῶν στείρων πρὸ νόμου καὶ μετὰ τὸν νόμον, τώρα δὲ νά σαφηνίζη εἰς τοὺς Προφήτας τὰς ἀποκαλύψεις καὶ ὁράματα ὅπου ἔβλεπον καὶ διὰ τούτων πάντων νά τοὺς ὁδηγὴ εἰς τὴν πίστιν τοῦ ἐλευσομένου Μεσσία· καθὼς καὶ ὀνομαστὶ φέρεται ὁ Γαβριὴλ εἰς τὴν θείαν Γραφὴν ὅτι συνέστησε φανερότατα εἰς τὸν Προφήτῃ Δανιὴλ ὄχι μόνον πῶς ἔχει νά γεννηθεῖ καὶ νά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ εἰς πόσους χρόνους ἔχουν ταῦτα νά γίνουν.
Καί οἱ δύο ὁμοῦ Ἀρχάγγελοι φαίνονται φανερὰ ἐνωμένοι εἰς τὴν προφητεία τοῦ Δανιὴλ τὴν ἀναγνωσθεῖσαν ἀφ’ ἑσπέρας, ἔχουσα οὕτως: Ὁ Δανιὴλ νήστευσε εἴκοσι μίαν ἡμέρας εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸν διὰ νά ἐλευθερώσῃ τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Περσῶν καὶ Βαβυλωνίων. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πρόσφερε τοῦ Δανιὴλ τὴν δέησιν ἔμπροσθεν τὸν Θεοῦ. Ὁ δὲ Ἄγγελος ὅπου ἦταν ἄρχων εἰς ἐκεῖνα τὰ ἔθνη ἀντεστέκετο καὶ μπόδιζε τὴν ἐλευθερία τῶν Ἑβραίων —ὄχι μέ κακὸν σκοπό, ἀλλὰ διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες συναναστρεφόμενοι μέ τοὺς Ἑβραίους πίστευαν εἰς τὸν ἀληθῆ Θεόν, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ Ἱερώνυμος· ἴσως δὲ μπόδιζε καὶ διότι δέν ἀπεκαλύφθη θεόθεν ἡ τῶν Ἑβραίων ἐλευθερία— ἀλλ’ ὁ ἄρχων Μιχαὴλ ᾖλθε καὶ βοήθησε εἰς τὸν Γαβριὴλ καὶ οὕτω διὰ τῶν δύο Ἀγγέλων ἠλευθερώθησαν οἱ Ἰουδαῖοι.
Τέλος πάντων ᾖλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὅτε ἔμελλε νά ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ νά τελείωση τὸ μέγα καὶ ἑξαιρέτων ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐδῶ πάλιν ἐξαιρέτους ὑπηρέτας Του μεταχειρίζεται τοὺς δύο Ἀρχαγγέλους· μέ ταύτην ὅμως τὴν διαφοράν: ὅτι ὁ Γαβριὴλ γίνεται πρῶτος καὶ ὁ Μιχαὴλ δεύτερος· διότι ἔπρεπε ὁ Γαβριήλ, ὅστις δηλοῖ «Θεὸς καὶ ἄνθρωπος» κατὰ τὸν ἅγιον Πρόκλον, νά γίνη καὶ πρῶτος λειτουργὸς τοῦ Θεανθρώπου Λόγου. Ὅθεν αὐτὸς ὁ θεοειδέστατος Γαβριὴλ μόνος ἀποκαλύπτεται τὸ μυστήριον τοῦτο, ὡς εἴπωμεν. Αὐτὸς καὶ ἀποστέλλεται πρὸς τὴν Παντοβασίλισσαν καὶ Ἀειπάρθενο Μαριὰμ καὶ τῆς φέρει τὰ τῆς χαρᾶς εὐαγγέλια, λέγων εἰς Αὐτὴν τὸν κοσμοσωτήριο ἀσπασμό, τὸ «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ». Αὐτὸς ὁ ἴδιος Γαβριὴλ εὐαγγελίζεται εἰς τοὺς ποιμένας τὰ χαρμόσυνα γενέθλια τοῦ σαρκωθέντος Δεσπότου, ὁδηγεῖ δι’ ἀστέρος τοὺς μάγους, μηνύει κατ’ ὄναρ εἰς τὸν Ἰωσὴφ νά καταβὴ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐκεῖθεν πάλιν νά ἀναβῂ εἰς γῆν Ἰσραήλ, εὐαγγελίζεται εἰς τὰς Μυροφόρους τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος καὶ ἐν τῇ Ἀναλήψη καταβὰς προλέγει εἰς τοὺς Ἀποστόλους τὴν δευτέραν ἔλευσιν τοῦ ἀναληφθέντος Χριστοῦ.
Ὁμοίως καὶ ὁ θεῖος Μιχαὴλ θέλουσιν τινές ὅτι αὐτὸς νά ἦταν ὁ Ἄγγελος ὅπου ἐνίσχυσε καὶ δυνάμωσε τὸν Ἰησοῦν ἀγωνιῶντα διὰ τὸ πάθος, ὡς λέγει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς: «ᾖλθε ἀπ’ οὐρανοῦ Ἄγγελος ἐνισχύων Αὐτόν», συμπεραίνοντας τοῦτο ἀπὸ τὴν ὀνομασία του, ἐπειδὴ Μιχαὴλ θέλει νά εἰπεῖ «δύναμις Θεοῦ» · δύναμις δὲ καὶ ἰσχὺς εἶναι τὸ αὐτό. Αὐτὸς σὺν τῷ Γαβριὴλ εὐηγγέλισε τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὰς Μυροφόρους, ὡς λέγει ὁ Δαμασκηνὸς Ἰωάννης εἰς τὸν τῶν Ἀρχαγγέλων κανόνα. Αὐτὸς σὺν τῷ Γαβριὴλ προεῖπε εἰς τοὺς Μαθητὰς τὴν ἔλευσιν Χριστοῦ τοῦ ἀναληφθέντος. Αὐτὸς λέγουσι νά λύτρωσε τὸν Ἀποστολο Πέτρο ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ ἐπέταξε τὸν Ἡρῴδη καὶ ἔγινε σκωληκόβρωτος. Εἴδετε τώρα πῶς ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ ἐστάθησάν οἱ δύο ἐξαίρετοι ὑπηρέται τῶν ἐξαιρέτων ἐνεργειῶν καὶ ἔργων τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἦταν ἡ πρότασις μας;
Καὶ λοιπὸν ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ εἶναι οἱ δύο φωτεινότατοι ὀφθαλμοὶ τοῦ παντεπόπτου Θεοῦ με τοὺς ὁποίους βλέπει καὶ φωτίζει ὅλον τὸν ὁρατὸν καὶ ἀόρατο κόσμον. Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι αἱ δύο κραταιόταται χεῖρες τοῦ Παντοκράτορας, μὲ τὰς ὁποίας διοικεῖ ὅλα τὰ πάντα, οὐράνια καὶ ἐπίγεια. Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι οἱ δύο ταχύτατοι καὶ μυριόπτεροι πόδες τοῦ πανταχοῦ παρόντος Κυρίου, μὲ τοὺς ὁποίους περιέρχεται καὶ ἐμπεριπατεῖ ὄχι μόνον τὴν οἰκουμένη ὅλην, ἀλλ’ ἕως καὶ αὐτὰς τὰς ἀΰλους ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ἕως καὶ αὐτὰς τὰς σκοτεινοτάτας ἀβύσσους. Διὰ τοῦτο εἰς μίαν στιγμὴν βλέπεις αὐτοὺς νά εὑρίσκωνται εἰς τὸ ἕνα ἄκρον τοῦ κόσμου καὶ εἰς τὴν ἄλλην στιγμὴν νά εὑρίσκωνται εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον, τώρα νά θαυματουργοῦσιν εἰς τὴν στεριὰ καὶ τώρα νά ἁρπάζωσιν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἀβύσσου τοὺς καταβυθισθέντας.
Μιχαήλ, ὁ Ἄγγελος τοῦ θείου φόβου· Γαβριήλ, ὁ Ἄγγελος τῆς θείας χαρᾶς. Μιχαήλ, ἡ παιδευτικὴ δεξιὰ τοῦ Δικαίου· Γαβριήλ, ἡ ἐλεημονητικὴ δεξιὰ τοῦ Φιλανθρώπου. Μιχαήλ, ὁ ἐπὶ τῶν δυνάμεων Γαβριήλ, ὁ ἐξ ἀπορρήτων. Μιχαήλ, τὸ βλοσυρὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ· Γαβριήλ, τὸ ἥμερον βλέμμα τοῦ Προνοητοῦ. Μιχαήλ, αἱ φοβεραὶ φωναὶ καὶ βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ σάλπιγγες τῆς καταβάσεως τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Ὅρει Σινᾶ Γαβριήλ, αἱ γαληναί αὖραι, οἱ ἥμεροι ἀσπασμοί, τὰ ἱλαρὰ φῶτα καὶ αἱ ἀψοφητὶ ἐπὶ πόκον ἐρχόμεναι σταγόνες τῆς καταβάσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Μαριάμ. Μιχαήλ, ὁ ἔξοχος διάκονος τοῦ Παλαιοῦ Νόμου· Γαβριήλ, ὁ ἐκλεκτὸς ὑπηρέτης τῆς νέας χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Μιχαὴλ εἶχε λόγον τῆς εἰσαγωγικῆς πράξεως, διότι ὑπηρετεῖ εἰς τὸν Νόμον, ὅστις κατὰ Παῦλον παιδαγωγὸς γέγονεν ἡμῖν εἰς Χριστὸν ὁ Γαβριὴλ εἶχε λόγον τελειωτικῆς θεωρίας, διότι ὑπηρέτησεν εἰς τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ, ὅστις ἧτο τὸ τέλος τοῦ Νόμου καὶ τὸ συμπέρασμα. Ὁ Μιχαὴλ ἦταν ἀρχὴ καὶ ὁ Γαβριὴλ τέλος. Ὁ Μιχαὴλ προπαιδευτὴς καὶ ὁ Γαβριὴλ τελειωτής. Ὁ Μιχαὴλ Ἄλφα καὶ ὁ Γαβριὴλ Ὠμέγα. Ἀλλά δέν ἦταν ἐνάντιοι ἤ ἀσύμφωνοι ἀνάμεταξὺ των, μὴ γένοιτο· ἀλλ’ ὡς οὔτε πράξης εἶναι χωρὶς τὴν θεωρίαν οὔτε ἡ θεωρία χωρὶς τὴν πρᾶξιν κατὰ τοὺς Πατέρας, τοιουτοτρόπως οὔτε ὁ Μιχαὴλ εἶναι χωρὶς τὸν Γαβριὴλ οὔτε ὁ Γαβριὴλ χωρὶς τὸν Μιχαήλ. Καθὼς ὁ Νόμος περιέχεται ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ καὶ τὸ Εὐαγγέλιον ἐν τῷ Νόμῳ, τοιουτοτρόπως ἐν τῷ Μιχαὴλ εὑρίσκεται ὁ Γαβριὴλ καὶ ἐν τῷ Γαβριὴλ εὑρίσκεται ὁ Μιχαὴλ καὶ ἕνας μέ τὸν ἄλλον εἶναι ἠνωμένοι περισσότερον παρὰ ὅπου εἶναι ἡ ψυχή με τὸ σῶμα. Διὰ τοῦτο, ὅπου ὁ Μιχαὴλ ἐκεῖ καὶ ὁ Γαβριὴλ καὶ ὅπου ὁ Γαβριὴλ ἐκεῖ καὶ ὁ Μιχαήλ. Πάντοτε καὶ πανταχοῦ οἱ δύο ἀχώριστοι· ἀχώριστοι εἰς τὸν Οὐρανόν, ἀχώριστοι εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, ἀχώριστοι εἰς τὴν Νέαν. Καὶ εἰς τὰς θαυματουργίας ἀχώριστοι. Καὶ ἂν ὁ Μιχαὴλ παιδεύῃ τοὺς κακούς, τοὺς παιδεύει πρὸς σωφρονισμόν, διὰ νά φοβῶνται τὴν δύναμιν καὶ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ καταφρονοῦν αὐτὴν ἀπὸ τὴν πολλὴν Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Καὶ ἂν ὁ Γαβριὴλ πάλιν τοὺς εὐσπλαγχνίζεται, τοῦτο τὸ κάμνει, διὰ νά ἐλπίζουν καὶ μὴ ἔλθουν εἰς ἀπελπισμὸ ἀπὸ τὸν πολὺν φόβον. Καί οἱ δύο ὁμοῦ ἕνα σκοπὸ ἔχουν: τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ νά πληρώσουν τό τοῦ Θεοῦ πανάγαθο θέλημα, ὡς τούτου ἀγαθοὶ Ἀγαθάγγελοι.
Δέν εἶναι ἀνάμεσα εἰς τοὺς δύο Ἀρχαγγέλους κανένας πρῶτος, ὄχι! Διότι ἡ ὑπερβάλλουσα ἀγάπη ὅπου ἔχουν τοὺς ἀναγκάζει νά γίνεται ὁ εἰς τὸν ἄλλον δεύτερος. Δέν εἶναι ἀνάμεσα εἰς αὐτοὺς δεύτερος, διότι ἡ ἴση ἀρχαγγελικὴ ἀξία ὅπου ἔχουν τοὺς θέλει νά εἶναι ὁ καθεὶς πρῶτος. Ὥστε καί οἱ δύο εἶναι καί οἱ πρῶτοι, καί οἱ δύο εἶναι καί οἱ δεύτεροι. Καὶ ποῖοι ἄλλοι εἶναι οἱ δύο λαμπρότατοι φωστῆρες, μὲ τοὺς ὁποίους ἐστόλισεν ὁ Θεὸς τὸν ἐμπύρινον οὐρανόν του ἀγγελικοῦ διακόσμου, ἴσοι εἰς τὸ μέγεθος, ἴσοι εἰς τὴν ἀξία, ἴσοι εἰς τὴν λαμπρότητα, ἴσοι εἰς τὴν ταχύτητα, παρά οἱ δύο Ἀρχάγγελοι; Ποῖοι ἄλλοι εἶναι οἱ δύο οὐράνιοι πόλοι, ὁ ἀρκτικὸς καὶ ὁ ἀνταρκτικός, ὁ βόρειος καὶ ὁ νότιος, ἐπάνω εἰς τοὺς ὁποίους κυκλογυρίζει ὁ Θεὸς τὸ νοητὸ τῆς Ἐκκλησίας στερέωμα, παρὰ οἱ δύο Ἀρχάγγελοι; Ποῖοι ἄλλοι εἶναι οἱ δύο ἐκεῖνοι περιφανεῖς στῦλοι, τοὺς ὁποίους ἔστησε ὁ Σολομὼν ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου Κυρίου (καὶ Σολομὼν ἐποίησε δύο στύλους ἔμπροσθεν τοῦ οἴκου;), εἰμὴ οἱ δύο Ἀρχάγγελοι, τοὺς ὁποίους ἔστησε ὁ εἰρηνικὸς «Σολομὼν» Χριστὸς ἔμπροσθεν τοῦ ἄνω καὶ κάτω κόσμου, διὰ νά τοὺς βλέπουν ὅλοι οἱ εἰσερχόμενοι καὶ νά θαυμάζουν τὴν μεγαλειότητά των καὶ νά ἐπικαλῶνται τὴν βοήθειάν των; Τῆς ὁποίας διὰ νά ἔχομεν πολλὴν χρείαν διώρισεν ἡ Ἐκκλησία νά τελῆται ἡ Σύναξις τῶν Ἀρχαγγέλων κάθε Δευτέραν.
Καὶ λοιπόν, ἂν κατὰ τοὺς θεολόγους οἱ Θρόνοι κρίνωσι, τὰ Σεραφεὶμ μᾶς θερμαίνωσι, τὰ Χερουβεὶμ μᾶς σοφίζωσιν, αἱ Κυριότητες κελεύωσιν, αἱ Δυνάμεις ἐνεργῶσιν, αἰ Ἐξουσίαι διατηρῶσιν, αἰ Ἀρχαὶ ἐθνάρχῶσιν, οἱ Ἀρχάγγελοι τὰ τῆς πίστεως διοικῶσι καί οἱ Ἄγγελοι λειτουργῶσιν, ὅμως ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ ὡς τούτων πάντων ταξιάρχαι περισσότερον μᾶς κρίνουσι, μᾶς θερμαίνουσι καὶ μᾶς σοφίζουσι, περισσότερον μᾶς κελεύουσι, μᾶς ἐνεργοῦσι καὶ μᾶς διατηροῦσι, περισσότερον ἐνθαρχοῦσι, διοικοῦσι τὴν πίστιν καὶ μᾶς λειτουργοῦσι. Καὶ ἂν κατὰ τὸν ἅγιον Νικήταν αἰ ἀνώτεραι τρεῖς τάξεις τῶν Ἀγγέλων δοξολογοῦσιν ἀπαύστως τὴν Ἁγίαν Τριάδα με τὸν ὕμνον Γέλ, Γὲλ, ὅπερ δηλοῖ «ἀνακυκλισμὸς» (καὶ «ἀνακάλυψης» κατὰ τὸν κρυφιομύστην Διονύσιο) καὶ αἱ μέσαι τρεῖς τάξεις μέ τὸ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, καὶ αἱ ὕσται τρεῖς τάξεις μέ τὸ Ἀλληλούια, ἀλλὰ τῆς τοιαύτης ἀκαταπαύστου δοξολογίας προεξάρχοντες καὶ συμμελῳδοὶ καὶ σὺν-θεολογοῦντες εἶναι ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριήλ.
Κατὰ ἀλήθειαν ἀπορῶ, ἀδελφοί, καὶ δέν ἤξευρω τί νά εἴπω περὶ τῶν θαυμαστῶν Ἀρχαγγέλων! Βλέπω εἰκονισμένο τὸν θειότατο Μιχαήλ, ὅλον φοβερὸν εἰς τὸ εἶδος, ὅλον ἀστραπόμορφο εἰς τὴν ὄψιν, ὅλον ἀρματωμένο εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ἀπὸ τὸν φόβον μου καθηλοῦνται κατὰ τὸν Προφήτῃ αἱ σάρκες μου, ἀφήνω τὸν κόσμον καὶ μελετῶ τὴν ὥρα ὅπου ἔχω νά ἀποθάνω. Βλέπω καὶ τὸν θεῖον Γαβριήλ, ὅλον ἡμερότατων εἰς τὸ εἶδος, ὅλον χαριέστατον εἰς τὴν θέαν, ὅλον γαληνότατον εἰς ὅλα τὰ μέλη, καὶ παρευθὺς λησμονῶ τὸν θάνατον, λησμονῶ τὸν φόβον, καὶ ὅλος ἔνθους ἀπὸ τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἡδονὴ γίνομαι. Στοχάζομαι ἀπὸ τὸ ἐν μέρος τὰ φοβερὰ θαυμάσια τοῦ Μιχαήλ, ἐδῶ νά θερίζη με τὴν σπάθη του χιλιάδας ἀνθρώπων, ἐκεῖ νά ἀνάσπᾶ ψυχὰς ἁμαρτωλῶν ἀνελεήμονος, καὶ ἔμφοβος γίνομαι καὶ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ δειλιῶ καὶ παρ’ ὀλίγον ἀπογινώσκομαι. Στοχάζομαι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ τὰ κοσμοχαρμόσυνα εὐαγγέλια τοῦ ὡραιότατου Γαβριήλ, καὶ πληροῦμαι ὅλος ἀπὸ ἐλπίδας, καὶ τοῦ Κριτοῦ τὴν φιλανθρωπία ἐννοῶ, καὶ παρ’ ὀλίγον ἔνδον τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν γίνομαι. Βλέπω καὶ τοὺς δύο Ἀρχαγγέλους ὁμοῦ, καί μοί φαίνεται ὅτι βλέπω τοὺς δύο ἐκείνους οὐρανομήκης στύλους ὅπου ὁδηγοῦν τοὺς Ἰσραηλίτες εἰς τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, τὸν Μιχαὴλ ὡσὰν τὸν στύλον τοῦ πυρὸς καὶ τὸν Γαβριὴλ ὡσὰν τὸν στύλον τῆς Νεφέλης, οἵτινες ὁδηγῶσι συμφώνως τοὺς Χριστιανοὺς εἰς τὴν ἄνῳ Ἱερουσαλήμ, τὴν ἐπουράνιον πόλιν.
Τὶ νά πολυλογῶ, ἀδελφοί; Θέλετε νά εἴπω περὶ τῶν Ἀρχαγγέλων ἕνα μεγάλον, ἀλλά ἀρμόδιο νόημα; Οἱ δύο Ἀρχάγγελοι ἔχουν εἰκόνα τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεότητας λέγω καὶ ἀνθρωπότητας. Ὁ Μιχαὴλ ἔχει εἰκόνα τῆς Θεότητας, διότι ἐστάθη ταύτης ἔνδικος ὑπερασπιστής, καὶ ὁ Γαβριὴλ τῆς ἀνθρωπότητας, διότι ἐστάθη ταύτης ὑπηρέτης καὶ εὐαγγελιστής. Νά εἴπω ἀκόμη καὶ μεγαλύτερον; Ὁ Μιχαὴλ καὶ ὁ Γαβριὴλ ἔχουν ἀναλογία μέ τὸν ἐνυπόστατον Λόγον τοῦ Πατρὸς καί με τὸ Πανάγιον Πνεῦμα αὐτοῦ. Ὁ Μιχαὴλ ὁμοιάζει τρόπον τινά με τὸν ἐνυπόστατον Λόγον, διότι καθὼς δι’ αὐτοῦ ὁ Πατὴρ διέκρινε καὶ διεχώρισεν ὅλα τὰ ὄντα καὶ ἀπέδωκε εἰς τὸ καθ’ ἕνα ἐκεῖνο τὸ εἶδος καὶ τὴν εἰκόνά ὅπου τοῦ ἔπρεπε, οὕτω διὰ τοῦ θείου Μιχαήλ, Ἀγγέλου ὄντος τῆς δικαιοσύνης, διέκρινε τοὺς καλοὺς ἀπὸ τοὺς κακούς, ὅσον Ἀγγέλους τόσον καὶ ἀνθρώπους, καὶ ἀπέδωκε εἰς τὸν καθ’ ἕνα τὸ δίκαιον ὅπου τοῦ ἔπρεπε. Ὁ δὲ Γαβριὴλ ὁμοιάζει μέ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, διότι καθὼς δι’ αὐτοῦ ὁ Πατὴρ τελείωσε τὴν πλάσιν τοῦ κόσμου, οὕτω διὰ τῶν εὐαγγελίων τοῦ Γαβριὴλ τελείωσε τήν τοῦ Κόσμου ἀνάπλασιν. Ὢ δόξαις! Ὢ λαμπρότητες, ὢ μεγαλεῖα τῶν Ἀρχαγγέλων!
Καὶ λοιπὸν δέν σὲ φοβούμεθα, διάβολεΨ ὄχι, δέν σὲ φοβούμεθα. Δέν δειλιάζομεν πλέον τὰς ἐπιβουλάς σου. Δέν βάνομεν εἰς τὸν νοῦν μας τοὺς λυπηροὺς λογισμοὺς ὅπου μᾶς προσβάλλεις. Καταφρονοῦμεν ὡς βέλη νηπίων τὰ βέλη καὶ τὰ τόξα σου. Ἔχομεν γάρ, ἔχομεν βοηθοὺς καὶ ἀγρύπνους ἡμῶν φύλακας τοὺς δύο μεγίστους Ἀρχαγγέλους. Ἔχομεν τὸν ἡλιόμορφο Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος σὲ κατεκρήμνισεν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς εἰς τὰ καταχθόνια· ἔχομεν τὸν ἱεροπρεπέστατον Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος μέ τῆς χαρᾶς του τὰ εὐαγγέλια διέλυσεν ὡς ἀράχνην τὴν πρώτη λύπην καὶ κατάρα ὅπου προξένησες εἰς τὸ γένος μας. Ἔμαθες μέ τὴν δοκιμήν, ἀρχέκακε δράκον, πόσον εἶσαι ἀσθενέστατος ἔμπροσθεν τοῦ κραταιοτάτου μας Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ, ὅταν ὡσὰν ἐν κυνάριον ἤ ζωύφιον σὲ ἀπεδίωξε ἀπὸ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Μωϋσέως, εἰπών σοι μόνον «ἐπιτίμησέ σοι Κύριος». Αὐτὸς καὶ τώρα ὁμοῦ με τὸν συναρχιστράτηγον σου Γαβριὴλ θέλει σὲ ἐπιτιμήσει καὶ θέλει σὲ φυγαδεύσει ἀπὸ ἡμᾶς, τοὺς ἐπικαλουμένους πάντοτε τὸ ὄνομα τῶν δύο τούτων. Ὅπου δὲ τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐπικαλεσθεῖ, ἐκεῖθεν διώκεται καὶ καταργεῖται ἡ δύναμίς σου, διότι οὕτως ἀπεφάσισε ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἰώβ, νά περιπαίζησαι ὡς ἕνα οὐδὲν ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους του, λέγων περὶ σοῦ οὔκ ἐστιν ὅμοιον ἄνω ἐπὶ τῆς γῆς πεποιημένον, ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων μου.
Ἐὰν ὅμως ἀγαπῶμεν, πατέρες καὶ ἀδελφοί, νά διαμένωσιν ἀχώριστοι ἀπὸ ἡμᾶς οἱ Ἀρχάγγελοι, πρέπει ὅσον τὸ δυνατὸν νά ἀπέχωμεν ἀπὸ κάθε κακίαν, ἐπειδὴ λέγει ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι, καθὼς ὁ καπνὸς διώκει τὰς μελίσσας, οὕτω καὶ ἡ πολύδακρυς ἁμαρτία διώκει ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους. Καὶ ὁμοῦ μέ τὸ ὄνομα τοῦ Μιχαὴλ ἂς ἐνθυμώμεθα καὶ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου καὶ τῆς φοβερᾶς κρίσεως καὶ κολάσεως, ὁμοῦ δέ μέ τὸ ὄνομα τοῦ Γαβριὴλ ἂς ἐνθυμώμεθα καὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τὴν χαρὰν καὶ ἀπόλαυσιν.
Ἀλλ’ ᾧ ὑπερένδοξοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, τὰ γλυκύτατα παρὰ πᾶσιν Ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις καὶ πράγματα καὶ ὀνόματα· οἱ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαθότητας Ἄγγελοι· οἱ τῶν ἐξαιρέτων ἔργων τοῦ Θεοῦ ὑπηρέται ἑξαίρετοι· οἱ δύο ἀργυροχρυσοπτέρυγοι ἀετοὶ· οἱ τῆς ζωαρχικῆς Τριάδος δύο μέγιστοι Ἀρχιστράτηγοι- οἵ μέ ὄμμα ἀκλινὲς βλέποντες τὸ ἄκτιστον φῶς τῆς τρισηλίου Θεοτητας· οἱ τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλέων καὶ Κυρίου τῶν κυρίων δύο ἀρχισατράπαι καὶ πρῶτο σύμβουλοι οἱ τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ σωματοφύλακες ἄμεσοι· ζεῦγος ἀρχαγγελικὸ καὶ ἠγαπημένον δυὰς κοσμοπόθητε καὶ παντοπόθητε· τῶν Ἀγγέλων ἁπάντων τὰ ἀγλαΐσματα- τῶν Χριστιανῶν τὰ καυχήματα· κατ’ ἐξοχὴν δὲ καὶ ἑξαιρέτως ὁδηγοὶ καὶ ὑπερασπισταὶ τοῦ Μοναχικοῦ τάγματος τῶν μιμουμένων ὡς δυνατὸν τὴν ἀγγελικὴν ὑμῶν πολιτείαν! Προσδέξασθε τὸ παρόν ἐφύμνιον ὅπου σᾶς προσφέρομεν ἡμεῖς ἅπαντες οἱ συναθροισθέντες σήμερον πρὸς δοξολογίαν τοῦ Παντοκράτορας καὶ Φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ εἰς μνήμην τῆς ἱερᾶς Ὑμῶν Συνάξεως. Προσδέξασθε ὡς δῶρον τοῦτο καὶ σημεῖον ἐλάχιστον εὐχαριστίας, ἀνθ’ ὧν καθ` ἑκάστην ἡμᾶς τοὺς εὐτελεῖς εὐεργετεῖτε, περιθάλπετε καὶ πολυτρόπως ἐκ παντὸς κακοῦ διασῴζετε. Καὶ σᾶς παρακαλοῦμεν δουλικὸς νά μὴ λήψη ἀφ’ ἡμῶν ἡ πατρικὴ πρόνοιά σας, ἀλλ’ ὡς συμπαθέστατοι καὶ εὐσπλαγχνικώτατοι, πλησιάζετε πάντοτε εἰς ἡμᾶς καὶ περιτειχίζετέ μας, διὰ νά μᾶς γεμίζητε ἀπὸ θεωρίας ἁγίας καὶ πνευματικὰς ἐννοίας καὶ διὰ νά φεύγωσιν ἀπὸ ἡμᾶς ἐξ αἰτίας τοῦ πλησιασμοῦ σας ὅλοι οἱ πονηροὶ καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ καὶ ἁπλῶς ὅλοι οἱ ἀόρατοι καὶ ὁρατοὶ ἐχθροὶ ὅπου μᾶς πειράζουσιν ἐπειδὴ τοιαύτας χαρίτας προξενεῖτε, ὅπου καὶ ἂν πλησιάστε. Λέγει γὰρ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητὴς οὕτως: Ὅταν οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι πλησιάσωσιν ἡμῖν, πληροῦσιν ἡμᾶς θεωρίας πνευματικῆς. Ὁμοίως καὶ ὁ ἀββάς Ἰσαάκ· Ὅτε οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι σὲ πλησιάσωσι περιτειχίζοντες, πάντες οἱ πειράζοντες ἀποστήσονται. Καὶ ἐπειδή οἱ θεολογοῦντες λέγουσι ὅτι ἐξ τινά χαρίζουσιν οἱ Ἄγγελοι εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, μὴ λείπετε, ὢ θεῖοι Ἀρχάγγελοι, ἀπὸ τοῦ νά χαρίζητε ταῦτα καὶ σεῖς εἰς ἡμᾶς, τὰ ὁποῖα εἶναι ταῦτα: πρῶτον, τὸ νά διώκετε ἀπὸ τὰ σώματα καὶ ψυχὰς μας ὅλας ἐκείνας τὰς βλάβας ὅπου ἠμποροῦν νά μᾶς ἀκολουθήσουν ἀπὸ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν δεύτερον, τὸ νά μᾶς παρακινεῖτε πάντοτε εἰς τὰ καλά, φωτίζοντες τὸν μὲν νοῦν μας μὲ τὰς θείας ἐκλάμψεις, γλυκαίνοντες δὲ τὴν θέλησιν καὶ τὰς καρδίας μας μὲ τὰς θείας χαριτας· τρίτον, τὸ νά ἐμποδίζητε ἀπὸ ἡμᾶς τὰς ὁρμὰς καὶ ἐπιβουλὰς τῶν δαιμόνων τέταρτον, τὸ νά προσφέρητε τὰς προσευχὰς μας εἰς τὸν Θεόν, ὡς ὁ Ἄγγελος Ραφαὴλ πρόσφερε τὴν προσευχὴν τοῦ Τωβὶτ καὶ οἱ ἐν τῇ Ἀποκαλύψει Ἄγγελοι τὰς προσευχὰς τῶν Ἁγίων πέμπτον, τὸ νά πρεσβεύητε πάντοτε εἰς τὸν Θεὸν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἕκτον, νά μᾶς παιδεύητε πατρικῶς ἐνίοτε, ὅταν ἀτακτῶμεν, ὄχι δι’ ἐκδίκησιν, καθὼς μᾶς παιδεύουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ἀλλὰ διὰ διόρθωσιν καὶ σωφρονισμὸν καὶ τοῦτο γὰρ χάρις λογίζεται εἰς ἡμᾶς.
Καὶ αὔθις παρακαλοῦμεν, ἐπακούσατε τῆς δεήσεως ἠμῶν, φιλανθρωπότατοι τοῦ θεοῦ Ἀρχιστράτηγοι, καὶ παύσατε μέ τὰς ἀενάους πρεσβείας σας τὴν καθ’ ἡμῶν τοῦ Θεοῦ ἀγανάκτησιν, πείθοντες τοῦτον νά παραβλέψη ὡς Πολυέλεος τὰ πταίσματα ἡμῶν ἅπαντα, μὲ ὅσα ἐν ἔργῳ ἡ ἐν λόγῳ ἡ ἐν διανοία αὐτὸν καθ’ ἕκαστην παραπικραίνομε. Ναί, ἁμαρτωλοὶ εἴμεθα —τὸ ὁμολογοῦμεν— καὶ παραβάται τῶν ἁγίων Αὐτοῦ ἐντολῶν, ἀλλὰ πλὴν Αὐτοῦ Θεὸν ἄλλον οὐ γινώσκομεν. Ἀξιώσατε ἡμᾶς, ὢ Παρθένοι καὶ ἔφοροι τῶν παρθένων Ἀρχάγγελοι, νά διαπερνῶμεν τὴν ζωήν μας ἐν σωφροσύνῃ καὶ παρθενία, καθὼς ὑπεσχέθημεν, ὅταν φορέσαμε τὸ Ἀγγελικὸν τοῦτο Σχῆμα. Φανεῖτε προστάται καὶ ἄγρυπνοι φύλακες, τόσον ἡμῶν, ὅσον καὶ πάντων τῶν ἐορταζόντων τὴν πανάγιά σας Σύνάξιν. Καὶ ἐν ὅσο μὲν εὑρισκόμεθα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, διώκετε ἀφ’ ἡμῶν τὰ σκάνδαλα, ὡς εἴπωμεν, καὶ μηχανὰς πάντων τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν ἐν δὲ τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου παρασταθεῖτε εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς βοηθοί, ὁ εἰς ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ ἀριστερά, σκεπάζοντας ἡμᾶς μέ τὰς χρυσᾶς πτέρυγάς σας, ἵνα μὴ δὴ ἡ ψυχὴ μας τὴν ζοφερὰν ὄψιν τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Καὶ οὕτω παραλαβόντες ἡμᾶς ὁδηγήσατε εἰς τὰς αἰωνίους καὶ φωτεινάς τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας σκηνάς, ἵνα δοξολογῶμεν ἀεὶ μεθ’ ὑμῶν τὴν μίαν ἐν Τριάδι Θεότητα, ᾗ πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Ἡ παιδεία τοῦ Κυρίου καὶ οἱ Ἅγιοι Πάντες
«Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἠμᾶς εἰς ἀναψυχὴν»[1]
Μὲ τὴν Πεντηκοστὴ συμπληρώθηκε ὁ κύκλος τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Οἰκονομίας τοῦ Κυρίου. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἐπεδήμησε, γιὰ νὰ δοξάσει καὶ νὰ σφραγίσει τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Σήμερα, Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι οἱ Ἅγιοι. Ὁ Οὐράνιος Πατέρας τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐξαπέστειλε ὡς βροχὴ τὰ δόματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπου αὐτὲς οἱ δωρεὲς βρῆκαν γῆ ἀγαθή, καρποφόρησαν ἅγια ζωή.
Ἡ Πεντηκοστὴ ἑπομένως δὲν ἀποτελεῖ μόνο τὴ γενέθλιο ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅλων των Ἁγίων της. Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγιασμοῦ, τὰ κατεξοχὴν φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὁποίας τὸ ἔργο εἶναι νὰ παράγει εἰκόνες καὶ μιμήματα Χριστοῦ. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ ἔργο αὐτὸ ἦταν ἀδύνατον. Παραμένοντας προσκολλημένη στὸ γράμμα τοῦ Νόμου, ἀδυνατοῦσε νὰ συλλάβει στὰ σπλάγχνα της τὸ Πνεῦμα ποὺ «ὅπου θέλει πνεῖ»[2]. Γι’ αὐτὸ ἀπέτυχε νὰ ἀποδώσει καρπὸ ἁγιασμοῦ καὶ ἀποδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο[3].
«Δεῖ ἄρξασθαι τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ»[4]. «Οἶκος τοῦ Θεοῦ» εἶναι κατεξοχὴν ὁ Χριστός. Τὸ «κρίμα τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ τὸ κρίμα τῆς ἐξαλείψεως τοῦ θανάτου καὶ τῆς φανερώσεως τῆς «εἰς τέλος» θείας ἀγάπης ἔλαβε χώρα μὲ τὸν ἄδικο θάνατο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.
Οἴκος τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ κάθε πιστὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Κύριο Ἰησοῦ[5] καὶ ἑπομένως, τὸ κρίμα τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ στὴ ζωή του. Αὐτὸ τὸ κρίμα ἐνεργεῖ στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας καὶ διαιωνίζει τὴ χάρη τῆς σωτηρίας ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά, διότι ὁ Θεός, ὅπως ἡ Γραφὴ μαρτυρεῖ, εἶναι Θεὸς Πατέρων. Ἔπλασε Πατέρες καὶ τέκνα καὶ τὰ τέκνα μὲ τὴ σειρὰ τους γίνονται Πατέρες. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»[6], εἶναι ὁ Γενάρχης μιᾶς νέας ἀνθρωπότητας, ποὺ ἀναγεννᾶται μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ ἔχει προπομπὸ τὴν ἁμαρτία. Μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστὸς ἔδωσε τὴ χάρη τῆς ἀναγεννήσεως στοὺς μετόχους τῆς Πατρότητάς Του. «Ὅσοι δὲ ἔλαβον Αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα Αὐτοῦ, οἱ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν»[7].
Ὁ Θεὸς δὲν ἐντέλλεται φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ ὑπερφυσική. Ἐπιθυμώντας νὰ ἀποδώσει στοὺς ἐκλεκτούς Του ἴση τιμὴ μὲ τὸν Χριστό, τοὺς ὑποβάλλει στὴν παιδεία ποὺ παρέδωσε τὸν Μονογενῆ καὶ Ἠγαπημένο Υἱό Του. Πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος ὁδηγεῖ τοὺς ἐκλεκτούς Του μέχρι τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου, ὥστε νὰ θανατωθεῖ μέσα τους κάθε ἐπιθυμία, ὄχι μόνο πρὸς τὰ πάθη, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς μέσα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Τότε μόνο καθίσταται δυνατό τὸ θαῦμα τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως[8].
Ἡ παιδεία τοῦ Κυρίου, ὅπως διαπιστώνουμε στοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ἐνίοτε εἶναι φοβερή. «Φοβερόν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[9]. Ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ εὕρουν τοὺς πιστοὺς δούλους Του θλίψεις, παθήματα, δοκιμασίες, ὥστε νὰ κατέρχονται οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων, ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, στὰ βάθη τῶν κολάσεων. Ὡστόσο, στὸν ζοφερὸ αὐτὸ χῶρο συναντοῦν τὸν Κύριο Ἰησοῦ, διότι μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν ἅδη καὶ τὴν ἀνάβασή Του ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν «ἐπλήρωσεν Ἑαυτοῦ τὰ πάντα»[10]. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορεῖ ὁ πιστὸς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, γεγονὸς ποὺ καταργεῖ τὰ ἀδιέξοδα καὶ θέτει τὶς τραγωδίες καὶ τὰ παθήματα σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. «Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέςῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακὰ ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ· ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου αὗται μὲ παρεκάλεσαν»[11].
Ἡ συνάντηση μὲ τὸν Κύριο σημαδεύει ἀνεξίτηλα μὲ τὴ χάρη της τὸν πιστό. Ἡ ψυχὴ πλέον ζεῖ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὴ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, «θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός… οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε τις κτίσις ἑτέρα»[12]. Ἐπιστρέφοντας στὴν καθημερινότητα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλέον νεκρὸς σὲ κάθε δέλεαρ καὶ κάθε πειρασμὸ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, διότι γνώρισε κάτι ποὺ εἶναι ἀπερίγραπτα πιὸ μεγάλο, ἀπερίγραπτα πιὸ ἔνδοξο.
Οἱ Ἅγιοι, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παιδείας καὶ τῶν δοκιμασιῶν ποὺ διέρχονται, γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὸν δοξασμένο χῶρο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, μαθαίνουν πολλὰ μυστήρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τὸ μεγαλύτερο ἴσως εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὀνομάζει «Μεγάλη Ἐπιστήμη». Συνίσταται στὸ πῶς νὰ ταπεινώνει ὁ ἄνθρωπος τὸ πνεῦμα του, ὥστε νὰ παραμένει ἀπρόσιτος στὶς προσβολὲς τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔτσι νὰ μπορεῖ νὰ ἀγαπᾶ μὲ ἐλεύθερη καρδιὰ τὸν Θεό.
Τὰ μιμήματα τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἅγιοι, ἀκολουθοῦν τὸν «Ἀμνὸν τὸν ἐσφαγμένον πρὸ καταβολῆς κόσμου»[13], ποὺ ἐπείγεται νὰ πάθει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ προοπτική τοῦ Εὐαγγελίου ἀνατρέπει κάθε πτυχὴ τοῦ κατεστημένου. Ὅσα εἶναι πολύτιμα στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι βδελυκτά. Ὅποιος ἀσπασθεῖ τὴν ἀνεστραμμένη Εὐαγγελικὴ προοπτική, ἀναπόφευκτα σταυρώνει τὸν νοῦ καὶ τὴ λογική του. Ἡ σταύρωση, ὅμως, αὐτὴ ἑλκύει τὴ χάρη, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ στὴν ψυχὴ αὐτομίσος γιὰ τὸ «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως» ποὺ ἐναποκρύβει στὸν κόρφο της. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, ὁρμητικὴ ἀπὸ τὴ φύση της, ἀποσπᾶ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε κτιστὸ καὶ τὸν συνάπτει στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὡσότου φθάσει στὴν τελειότητα τῆς ὁμοιώσεως.
Ἀκολουθώντας στὰ χνάρια τοῦ Χριστοῦ οἱ Ἅγιοι ὅλων τῶν αἰώνων, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ Ὅσιοι γεύθηκαν ἑκούσιο θάνατο κατὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ νικήσουν στὴ φθαρτὴ σάρκα τους τὸν ἀκούσιο, ἀλλὰ δίκαιο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας ποὺ προηγήθηκε θάνατο, στὸν ὁποῖο ἦταν καταδικασμένο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μὲ τέλεια ὑπακοὴ καὶ παράδοση στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, θανάτωσαν κάθε ἴχνος φιλαυτίας. Βίωναν διαρκῶς τὴ διάβαση ἀπὸ τὸν θάνατο στὴ ζωὴ καὶ ζοῦσαν μόνο γιὰ τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα Ἰησοῦ.
Ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων στέφθηκε μὲ τὸ μαρτύριο εἴτε τὸ ἐξωτερικὸ εἴτε τὸ ἐσωτερικό, τὸ «ἐν τῷ κρυπτῷ». Οἱ Ὅσιοι μὲ ὄμβρους δακρύων ἐργάσθηκαν ἕως αἵματος γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τους ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ τὴν εὐπρεπίσουν καὶ νὰ δώσουν ὅλο τὸν χῶρο της στὸν Θεὸ νὰ «περιπατήσῃ καὶ νὰ ἐνοικήσῃ ἐν αὐτῇ»[14]. Στὸ διάβα τῆς ζωῆς τους ἦταν ὡς ἐπιθανάτιοι, παλεύοντας ἐνάντια στὸ πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας, διότι ἡ πείρα τοὺς δίδαξε τὴν ἀπαράβατη ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Κυρίου, ὅτι «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν»[15]. Γνώρισαν ὅτι ὅταν ταπεινώνουν τὸ πνεῦμα τους καὶ θέτουν τὸν ἑαυτὸ τους κάτω ἀπὸ κάθε κτίσμα, λαμβάνουν χάρη, ἡ ὁποία ἐπιτελεῖ τὸ μέγα θαῦμα τῆς διαβάσεως ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς καὶ διαφυλάσσει ἄρρηκτη τὴν ἕνωση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ σωτηρία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ εἴσοδος τοῦ πιστοῦ στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων. Βεβαίως, ἐλάχιστοι ἀνὰ γενεὰ λαμβάνουν τὴ χάρη τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ ἐμπιστοσύνη ἀποδέχεται τὸν λόγο τους, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἀντιλαμβάνεται τὸ βάθος του, καὶ μὲ πιστότητα τὸν ἀκολουθεῖ, λαμβάνει δόση χάριτος, ἡ ὁποία γίνεται κλειδί, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴ θεσπέσια σύναξή τους. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ πτωχοὶ καὶ ταπεινοὶ πλουτίζουν ἀπὸ τὰ δοξασμένα καὶ ὁλοτελῶς ἁγιασμένα μέλη αὐτῆς τῆς κοινωνίας. Ἡ μετοχὴ στὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ κατεξοχὴν στὴ Θεία Λειτουργία, ἀνοίγει τὴ θύρα τοῦ Παραδείσου, ὅπου μέσα στὴν κοινωνία Θεοῦ, Ἀγγέλων καὶ Ἁγίων ἀπολαμβάνουν οἱ πιστοὶ τὴ θεία τρυφὴ καὶ ἀποθησαυρίζουν τὴ χάρη τῆς σωτηρίας.
«Πολλὰ ὑμῶν τὰ ὀνόματα καὶ μείζονα τά χαρίσματα». Παρὰ τὴ γενικὴ κατάπτωση τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν, ἡ Ἐκκλησία δὲν παύει νὰ ἔχει ἀκόμη τὴ δύναμη νὰ παράγει μορφὲς Χριστοῦ. Εἶναι μιὰ χάρη ὀφθαλμοφανής, ποὺ δὲν συναντᾶται σὲ καμιὰ ἄλλη ὁμολογία. Ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν θαυματουργοῦν ἐκδήλως, καθημερινὰ στὴ ζωὴ τους ἐπιτελοῦν τὸ μεγαλύτερο, κατὰ τὸν ἅγιο Σιλουανό, θαῦμα, «ἀγαποῦν τὸν ἁμαρτωλὸ στὴν πτώση του»[16]. Καὶ μόνο αὐτὸ τὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο ἐνεργεῖται μὲ τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, διαλύει κάθε ἀμφιβολία καὶ δυσπιστία, ποὺ θὰ ἐμπόδιζαν τὸν ἄνθρωπο νὰ παραδοθεῖ μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ ὅσα διδάσκει ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἅγιοί Του. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ»[17].
Οἱ Ἅγιοι σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι «ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς». Εἶναι οἱ πολύφωτοι ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ πιστοποιοῦν ὅτι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας»[18] καὶ ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ἔσται πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[19]. Δίνουν τύπο καὶ ὑπόδειγμα. Μὲ τὸν ἑκούσιο θάνατο ἀναδεικνύονται νικητὲς τοῦ ἀκούσιου θανάτου. Ὅπως οἱ Ἑβραῖοι πρὶν ἀπὸ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων ἔφαγαν τὸ Πάσχα «ἐν σπουδῇ», ἔτσι καὶ οἱ σεσωσμένοι περπατοῦν στὴ γῆ καὶ ζοῦν σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο σπεύδοντας πρὸς τὰ ἀσάλευτα καὶ αἰώνια. Ἡ διαλογὴ τους εἶναι μὲ τὸν Οὐρανό. Σταθερὰ προσανατολίζουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς ἐκεῖ, ἀπὸ ὅπου ἀπεκδέχονται Σωτήρα καὶ Λυτρωτή. Κάπου-κάπου ρίχνουν μιὰ ματιὰ στὴ γῆ, μόνο γιὰ νὰ διαπιστώσουν πόσο μίζερη καὶ φτωχὴ εἶναι ἡ πρόσκαιρη ζωὴ ποὺ προσφέρει, καὶ στρέφονται πάλι μὲ σφοδρότερο πόθο πρὸς τὸν πλοῦτο τοῦ Οὐρανοῦ, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ γεμίσει τὰ φαράγγια τῆς καρδιᾶς. Αὐτὸ ἦταν τὸ πολίτευμα τῶν Ἁγίων ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους, ὅταν οἱ πιστοὶ διακατέχονταν ἀπὸ τὴν ἐπίγνωση ὅτι ἦταν πάροικοι καὶ παρεπιδημοῦντες σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἔχοντας βιώσει τὸ πέρασμα «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[20], γνώρισαν τὸν Θεὸ ὄχι μόνο ὡς Κριτὴ καὶ τιμωρό, ἀλλὰ ὡς Πατέρα «γνησιότατο, πλησιέστατο, τὸν πιὸ ἀγαπημένο, τὸν πιὸ ἀγαθὸ»[21].
«Ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ στρέφεται μὲ ὁρμὴ πρὸς Αὐτόν. Ἡ μνήμη Του ἁρπάζει μὲ δύναμη τὸ νοῦ, καὶ αὐτὸς λησμονεῖ τὸν κόσμο. Καὶ ὅταν πάλι θυμηθεῖ τὸν κόσμο, τότε ποθεῖ γιὰ ὅλους τὴν ἴδια χάρη, καὶ προσεύχεται γιὰ ὅλον τὸν κόσμο νὰ μετανοήσουν ὅλοι καὶ νὰ γνωρίσουν πόσο ἐλεήμων εἶναι ὁ Θεὸς»[22].
Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου
Σημειώσεις
[1] Ψάλμ. 65,12.
[2] Ἰωάν. 3,8.
[3] Πρβλ. Ματθ. 21,18-19· Μάρκ. 11,12-14 καὶ 20-21.
[4] Ἃ’ Πέτρ. 4,17.
[5] Βλ. Ἑβρ. 3,6.
[6] Πρβλ. Ἡσ. 8,18.
[7] Ἰωάν. 1,12-13.
[8] Πρβλ. Ἰωάν. 3,3.
[9] Ἑβρ. 10,31.
[10] Βλ. Ἔφ. 4,10· βλ. Ἀναφορὰ Λειτουργίας Μεγάλου Βασιλείου.
[11] Ψάλμ. 22,4.
[12] Βλ. Ρωμ. 8,35-39.
[14] Βλ. Ἀποκ. 13,8.
[15] Βλ. Λευϊτ. 26,12· Β’ Κορ. 6,16.
[16] Βλ. Παροιμ. 3,34· Ἰακ. 4,6.
[17] Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 422.
[18] Ψάλμ. 67,36.
[19] Ἑβρ. 13,8.
[20] Ματθ. 28,20.
[21] Ρωμ. 8,21.
[22] Βλ. Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, σ. 450.
[23] Ό.π., σσ. 405-406.
Προσέγγιση τοῦ Κυρίου μὲ τίμια πάλη καὶ περίλυπη ἀγάπη
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
«Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν»[1]
Ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι, οἱ μαθητὲς «ἦσαν συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»[2]. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διαβλέψει ὅτι ὁ φόβος δὲν ἦταν τὸ μόνο κίνητρο ποὺ τοὺς συγκέντρωσε. Ἴσως μάλιστα νὰ ἦταν λιγότερο ἐκτεθειμένοι ἂν εἶχαν παραμείνει διασκορπισμένοι. Μᾶλλον συναντήθηκαν, διότι ἡ καρδιὰ ὅλων τους φλεγόταν μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη γιὰ τὸν Διδάσκαλο, ποὺ δροῦσε ὡς καταλύτης ἑνότητας. Εἶχαν γίνει μάρτυρες τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τοὺς γι’ Αὐτὸν Τὸν κρατοῦσε ζωντανὸ ἐντός τους. Ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς αὐτῆς τῆς φοβισμένης ἀγάπης καὶ κόλλησε σὲ αὐτοὺς τὴ δική Του ἀγάπη. Τοὺς φανερώθηκε καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν εἰρήνη Του.
Ἀπὸ τὶς ἀναστάσιμες ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἔλαβαν χώρα, ὅταν ὁ Κύριος διέβλεπε στὴν καρδιὰ τῶν μαθητῶν Του τὴ ζωντανὴ αἴσθηση τῆς περίλυπης ἀγάπης. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε «λίαν πρωὶ» στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ προσκομίσει τὰ μύρα κατώδυνου πόθου της καὶ νὰ ἀποτίσει στὸν Κύριο τιμὲς ποὺ ἔπρεπαν σὲ νεκρό. Δὲν γνώριζε γιὰ τὴν Ἀνάσταση, ἐντούτοις ὁ Χριστὸς παρέμενε ζωντανὸς στὴν καρδιά της, λόγω τῆς θερμῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Εὐεργέτη της, Αὐτὸν ποὺ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν τυραννία ἑπτὰ δαιμόνων. Ὁ Ἀναστάς Κύριος ποὺ «καρδίας πάντων γινώσκει»[3], ἕνωσε τὸ πνεῦμα Του στὸ πνεῦμα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ τῆς ἐμφανίσθηκε γιὰ νὰ «ἐξαλείψη πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῆς»[4] καὶ νὰ τῆς μεταδώσει, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή Του, τὴ χαρὰ τὴν «ἀναφαίρετη»[5].
Οἱ μαθητὲς πρὶν τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ζοῦσαν σὲ ἁγία ἀτμόσφαιρα συνεχοῦς ἐκστάσεως, ἐκπλήξεως καὶ ἐξάρσεως χαρᾶς. Θεωροῦσαν, ἄλλοτε λιγότερο καὶ ἄλλοτε περισσότερο ἐναργῶς, «τὴν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[6]. Γίνονταν διαρκῶς μάρτυρες, ἀφενὸς τῶν ὑπερφυσικῶν σημείων καὶ θαυμάτων ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Κύριος, καὶ ἀφετέρου τοῦ ἐνθουσιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων ποὺ Τὸν εὐφημοῦσαν καὶ προσέβλεπαν σὲ Αὐτὸν ὡς τὸν ποθούμενο Μεσσία. Ἀκόμη καὶ στοὺς ἴδιους εἶχε δοθεῖ «ἐξουσία πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν»[7]. Ἀπὸ τὴ δοξασμένη χαρὰ καταποντίστηκαν σὲ ἄβυσσο θλίψεως. Ὅσο ἀτέρμονη ἦταν ἡ ἀγαλλίαση ποὺ τοὺς διακατεῖχε «ἐφ’ ὅσον χρόνον μετ’ αὐτῶν ἦν ὁ νυμφίος»[8] καὶ ὅσο ἄφθαρτη ἦταν ἡ παρηγοριὰ ποὺ ξεχείλιζε ἀπὸ τὴν καρδιά τους στὴν παρουσία Του, τόσο ἀπύθμενη ἦταν ἡ θλίψη τοὺς τώρα, ποὺ ὁ Κύριος εἶχε θανατωθεῖ «πρὸς ὥραν». Ὡστόσο, τὴν ἐνέργεια τοῦ φόβου καὶ τῆς ἀγωνίας, τὴ μετέτρεψαν σὲ ἐνέργεια προσευχῆς καὶ τὴ λύπη ποὺ κατέκλυζε τὴν καρδιὰ τους τὴν ἐξέχυσαν ὡς χείμαρρο ἱκεσίας ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Παράκλητος Κύριος «εἰσήκουσε τὸν στεναγμὸν αὐτῶν»[9] καὶ ἀπάντησε στὴν προσευχή τους μὲ τὴν παρουσία Του. Εἰσῆλθε ἀνάμεσά τους γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴ δική Του εἰρήνη, τὴν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν»[10], «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι»[11], καὶ νὰ μετατρέψει τὴ λύπη τους σὲ χαρά, διότι κάθε ἐπαφὴ μὲ τὴ θεικὴ παρουσία ἀλλοιώνει ριζικὰ τὸν ἄνθρωπο. Φωτίζει τὸν νοῦ καὶ γαληνεύει τὴν καρδιά. Ἀντιθέτως, ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς πονηρίας, ἔστω καὶ ἂν πλησιάζει ὡς προβατόσχημος λύκος, μεταδίδει ταραχή.
Ὁ ἴδιος πνευματικὸς νόμος ποὺ ἴσχυε τότε γιὰ τοὺς μαθητές, ἰσχύει μέχρι σήμερα στὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖ κάποιος τὸν Κύριο καὶ νὰ φέρει στὴν καρδιὰ τοῦ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, ἂν δὲν αἰσθανθεῖ πρῶτα στὰ βάθη τοῦ εἶναι του τὴν ὀδύνη τῶν παθημάτων καὶ τὴ θλίψη τῆς Σταυρώσεως. Ἕνα εἶδος σταυρώσεως γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι ἡ συνειδητοποήση τῆς πενίας του, ἡ θεωρία τῆς βδελυρότητάς του. Ἂν ὁ πιστὸς φέρει πάντοτε περίλυπη ἀγάπη στὴν καρδιά του γιὰ τὰ ὑστερήματα καὶ κυρίως γιὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀποδώσει σὲ ἕνα τέτοιο Θεὸ καὶ Σωτήρα ὅπως ὁ Χριστὸς ἄξια εὐχαριστία, τότε σίγουρα δὲν θὰ παραβλέψει ὁ Κύριος καὶ τὴ δική του λύπη. Θὰ φανερώσει στὸν δοῦλο του τὴ δύναμη τῆς Ἀναστάσεώς Του, μὲ ἕνα τρόπο πνευματικό. Θὰ ἐμφανίσει δηλαδὴ τὸν Ἑαυτό Του, ἀοράτως, ἀλλὰ αἰσθητῶς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Μαθητὲς «ἐχάρησαν ἰδόντες τὸν Κύριον»[12]. Ἡ χαρὰ τους ὅμως δὲν ἦταν ψυχολογική, ἀλλὰ πνευματικὴ καὶ ἀνύψωσε τὸ πνεῦμα τους στὸν Οὐρανό. Τοὺς ἐνέπλησε μὲ τὴν εἰρήνη Του, μὲ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο μὲ τὴν ἴδια τὴ ζωή Του, καθὼς «ἐνεφύσησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»[13]. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πράξη τοῦ Κυρίου φέρνει στὸ νοῦ τὴ μεγαλειώδη στιγμὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν «ἐπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»[14]. Ὅπως τότε ὁ Θεὸς μὲ τὴν πνοὴ Του μετέδωσε ζωὴ στὸ «κατ’ εἰκόναν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» κτίσμα, ἔτσι καὶ τώρα ὁ Χριστὸς ἐμφυσώντας στὰ πρόσωπα τῶν μαθητῶν, τοὺς ἀναδημιούργησε καὶ τοὺς μετέδωσε τὸ Πνεῦμα τῆς ζωῆς τῆς αἰωνίου.
Μὲ τὸν λόγο, «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» ἐγκαινιάσθηκε καινούργια δημιουργία. Ἡ πνοὴ ποὺ τοὺς μετέδωσε ἦταν φορέας τῆς προκαταρκτικῆς δόσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ θὰ θεράπευε καὶ θὰ δυνάμωνε τὴ φύση τους, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ βαστάσει τὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ πλήρωμα δηλαδὴ τῆς θείας ἀγάπης. Διότι, ἂν δὲν ἐνισχυθεῖ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξει τίποτε τὸ Οὐράνιο. «Ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος»[15]. Οἱ Μαθητὲς κατὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἔλαβαν τὸ χρίσμα τῆς χάριτος. Οἱ καρδιὲς τους δέχθηκαν τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος[16], ποὺ θὰ τὶς ἀνάπλαθε στὶς ἀποστολικὲς καρδιές, οἱ ὁποῖες θὰ «σαγήνευαν τὴν οἰκουμένην»[17]. Τὸ «μικρὸ ποίμνιο»[18], τὸ συνηγμένο «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», μεταμορφώθηκε στὴν κρυμμένη ζύμη, ποὺ ἔμελλε νὰ ζυμώσει ὅλο το φύραμα, ὅλο τὸν κόσμο στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων.
Ὁ ἀπόστολος Θωμὰς ὑπέπεσε σὲ πειρασμό, ὄντας χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸν κίνδυνο τῆς αἰώνιας ἀπώλειας, ἐκφράζοντας λόγους δυσπιστίας καὶ ἀμφιβολίας. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ὀργίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο ἂν ἐπιδείξει ἀπιστία, φθάνει νὰ εἶναι εἰλικρινής. Ἡ ἐπιθυμία Του εἶναι νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια το πείραμά του, νὰ γευθεῖ καὶ νὰ δεῖ «ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος»[19] καὶ ἔτσι ἐλεύθερα νὰ Τοῦ παραδοθεῖ, ἀσπαζόμενος τὸ θέλημά Του ὡς τὸν μοναδικὸ νόμο τῆς ὑπάρξεώς του, ἔστω καὶ ἂν ἀντιτίθεται στὸν ψυχισμό του.
Στὴ ζωὴ κάθε πιστοῦ θὰ ἔλθει στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία θὰ παλέψει μὲ τὸν Θεό. Ὡστόσο, ὑπάρχει τίμια πάλη καὶ πάλη ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει ἐπιθυμία γιὰ μεγαλύτερο πλήρωμα γνώσεως καὶ νοσηρὴ ἀμφιβολία. Ἡ τίμια πάλη, ἀργὰ ἡ γρήγορα, ὁδηγεῖ στὴ βεβαιότητα τῆς ἀκράδαντης πίστεως καὶ στὴ φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, γι’ αὐτὸ εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ τὴ χλιαρὴ πίστη[20]. Ὁ ἄνθρωπος θέλει καὶ παλεύει νὰ μάθει, ὥστε νὰ δεχθεῖ πληροφορία στὴν καρδιά του γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ τίμιας καὶ νόθου πάλης ἔγκειται στὴν προαίρεση τοῦ πιστοῦ. Φανερώνεται μὲ τὴ στάση ποὺ θὰ υἱοθετήσει, ὅταν τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀλήθεια, κατὰ πόσο δηλαδὴ θὰ παραδοθεῖ, ὅπως ὁ Θωμᾶς, στὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, ζωντας στὸ ἑξῆς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «τῷ ὑπὲρ αὐτοῦ ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι»[21]. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι στὴν πάλη τους μὲ τὸν Θεὸ χάρηκαν ὅταν ἡττήθηκαν καὶ γνώρισαν τὴν ἀδικία τοὺς μπροστὰ στὴν ἄμωμη ἀγάπη Του.
Ὁ Θωμᾶς δὲν ἀρκέστηκε στὴν ἄμεση διαβεβαίωση τῶν ἄλλων Ἀποστόλων γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἀπαίτησε νὰ βάλει τὸ δάχτυλό του «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ τὴν χείρα αὐτοῦ εἰς τὴν πλευρὰν τοῦ Κυρίου»[22]. Πράγματι, ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε χάριν τῆς σωτηρίας του καὶ τοῦ ἔδειξε τοὺς τύπους τῶν ἥλων καὶ τὴν πλευρά Του, κατακλείοντας μὲ τὴν παραίνεση: «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστὸς»[23].Τότε ζωοποιήθηκε ἡ καρδιὰ τοῦ Θωμᾶ, καὶ ἀκλόνητη πλέον, ὁμολόγησε τὸν Ἀναστάντα Κύριο. Ἡ πρόσληψη τῆς χάριτος, ποὺ ἀναζωογονεῖ τὴν καρδιά, ἐνισχύει τὴν πίστη καὶ μεταβιβάζει «ἐκ σκότους εἰς τὸ θαυμαστὸν Αὐτοῦ φῶς»[24], συνιστᾶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ πίστη ὅμως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὅραση πνευματική, ποὺ διαρκῶς ἐνορᾶ καὶ μνημονεύει τὸν Ἀναστάντα Κύριο καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δίνει ὑπόσταση στὰ μὴ βλεπόμενα, στὰ ἀναμενόμενα ἀγαθά της Βασιλείας τοῦ Θεοῦ[25]. Ὡς ἐκ τούτου, στὴν ἐκστατικὴ ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ, ἡ ἀπόκριση τοῦ Κυρίου ἦταν «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»[26].
Εἶναι βεβαίως, μακάριο καὶ τρισμακάριο νὰ δεῖ κάποιος τὸν Κύριο ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός, ἀλλὰ ἴσως εἶναι μακαριότερο, ὅταν ὁ πιστὸς βρίσκεται διαρκῶς στὴν παρουσία Του καὶ Τὸν βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως ζωντανὸ στὴν καρδιά του. Τέτοιου εἴδους ὅραση εἶναι ἀσφαλὲς τεκμήριο τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς πίστεως, σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, εἶναι «σωτηρία ψυχῶν»[27]. Ὁ μέγας αὐτὸς μάρτυρας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μιλάει μὲ πειθὼ γιὰ τὴν «ἀνεκλάλητη καὶ δεδοξασμένη χαρὰ» μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀγάλλονται ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Κύριο Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ Τὸν ἔχουν γνωρίσει κατὰ σάρκα, καὶ πιστεύουν σὲ Αὐτόν, χωρὶς νὰ Τὸν βλέπουν αἰσθητὰ[28]. Συνέχεια
Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
Μαντζαρίδης Γεώργιος
Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».
Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.
Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».
Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.
Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».
Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.
Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους; Συνέχεια
Τό κάθ ὁμοίωσιν ὡς ἐπίκεντρό της ζωῆς μας
Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ
Στήν κοινή ζωή ἡ ὑπακοή μᾶς ἐπιτρέπει σιγά-σιγά νά κατανοήσουμε τήν ψυχολογία τῶν ἄλλων προσώπων. Μαθαίνοντας νά ζοῦμε μέ ἕνα πρόσωπο, μαθαίνουμε νά ζοῦμε μέ ἑκατομμύρια προσώπων πού τοῦ μοιάζουν. Ἔτσι, προοδευτικά, εἰσχωροῦμε σέ βαθύ πόνο γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό πνεῦμα μας πρέπει ν’ ἀναπτυχθεῖ σέ ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, καί ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῶν καθημερινῶν φροντίδων καί δυσκολιῶν. Οἱ μικρές αὐτές ἐργασίες, οἱ προστριβές πού τίς συνοδεύουν, εἶναι ἀσφαλῶς ἀναπόφευκτες, ἀλλά δέν εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας. Ὁ προορισμός μας εἶναι νά γίνουμε «κάθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὅμως «ἐγώ» δέν μπορῶ νά φέρω μέσα μου μιά μικρή ἀδελφότητα, πῶς θά μποροῦσα νά ἀγκαλιάσω, ὅπως ὁ Χριστός, τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στόν χρόνο καί τόν χῶρο;
Νά ζοῦμε χριστιανικά σημαίνει νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε τίς ἴδιες κινήσεις τῆς καρδιᾶς, τό ἴδιο φρόνημα μέ τόν Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἄν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ἄν βρισκόμαστε μέ ὅλο μας τό εἶναι στήν ἐσωτερική αὐτή κίνηση, ὁ νοῦς δέν θά χαθεῖ στά μικροπράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ζήλιες, οἱ προστριβές καί τά μικρά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς θά περάσουν ἐντελῶς ἀπαρατήρητα.
Τελοῦμε ἀπό κοινοῦ τή Λειτουργία. Ἀλλά πληρώνουμε τό τίμημά της: ὁ καθένας μᾶς ὀφείλει νά φροντίζει γιά τή σωτηρία ὅλων. Ἡ ζωή μᾶς εἶναι ἀτελεύτητο μαρτύριο.
Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἐκτός ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή κατά τήν ἐργασία. Μεταβάλλετε ὅ,τι ὀφείλετε νά κάνετε σέ προσευχή. Ἀνοίγετε μιά πόρτα, ζητῆστε ἀπό τόν Κύριο ν’ ἀνοίξει γιά σᾶς τήν πόρτα τῆς μετανοίας. Κτίζετε, ἀναλογισθεῖτε ὅτι κοπιάζετε ματαίως καί ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὄρθιο, ἄν ὁ Ἴδιος ὁ Θεός δέν συμμετέχει στήν οἰκοδομή. Δέν συνηθίζω ν’ ἀναζητῶ πνευματικές συμβουλές ἀπό ἀρχηγούς κρατῶν καί στρατηγούς, ἀλλά ἡ περίπτωση τοῦ Κρόμγουελ εἶναι ἐνδιαφέρουσα. Προετοιμαζόμενος γιά κάποια μάχη, προσευχόταν: «Κύριε, θά εἶμαι πολύ ἀπασχολημένος σήμερα· ἐνδέχεται νά Σέ ξεχάσω, ἀλλά Σύ μή μέ ξεχάσεις».
Μηχανευθεῖτε τρόπους νά εἶστε μέ τόν Θεό!
Στό ΄Ἅγιον Ὅρος, ὅταν ἤμουν ἀκόμη δόκιμος, ἕνας γέρος μοναχός μου εἶπε κάποια μέρα τό ἑξῆς ἀξιόλογο σχετικά μέ τίς πιό ταπεινές ἐργασίες: «Καμιά ἐργασία δέν ὑποβιβάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Μόνο ἡ ἁμαρτία ὑποβαθμίζει τή Θεία ζωή μέσα μας». Οἱ ἐργασίες πού δέν μποροῦν νά καταστοῦν πάθος ταιριάζουν καλύτερα στήν πνευματική ζωή. Ἄν εἶμαι μάγειρας, ἑτοιμάζω τό φαγητό προσευχόμενος γι’ αὐτούς πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριός μας. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ πάθος. Ταυτοχρόνως ἡ ἐργασία αὐτή ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατί μοῦ ἐπιτρέπει νά ὑπηρετῶ τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Μποροῦμε νά ζοῦμε μέ εἰρήνη, ἄν κρατᾶμε τέτοια στάση.
Ποιός θά εἶναι ὁ πρῶτος; Ὁ Κύριος λέει: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μας, ἔστω καί ἄν ἀκόμη ἡ ὑλική ζωή μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ. Οἱ στόχοι τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου εἶναι ἄλλοι, καί κανείς δέν ἔχει πιά χρόνο νά προσεύχεται.
Ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται πρός τόν Θεό, ὅλα γίνονται εὔκολα. Χωρίς τή δυναμική αὐτή κίνηση πρός τόν Θεό, ἡ ζωή χάνει τό νόημά της.
Στή Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μοῦ ἔτυχε κάποτε νά ἔχω ταυτοχρόνως ὡς δεκατέσσερα διακονήματα. Τό ἀνέφερα στόν πνευματικό μου: «Δέν κατορθώνω νά ἐκπληρώσω τά καθήκοντά μου: Ἔχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μοῦ ἀπάντησε: «Κάνεις λάθος, δέν ἔχεις παρά ἕνα μόνο». –«Ἀλλά, πατέρα μου», ἀπήντησα, «ἔχω δεκατέσσερα!». –«Ὄχι», μοῦ εἶπε πάλι, «δέν κάνεις παρά ἕνα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά καί προχώρησε στό ἑπόμενο…».
ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Τοῦ Ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου
Ἐπιθυμεῖτε νά μάθετε κάτι σχετικό μέ τήν προσευχή. Τί θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ ποῦ νά μήν τό ξέρετε;
Πλησιάζοντας κανείς τόν Κύριο ἀμέσως νοιώθει τήν ἀνάγκη νά προσευχηθῆ. Σ’ αὐτό βοηθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι καί τά προσευχητάρια. Καθώς ὅμως προσεύχεται κανείς, διαπιστώνει ὅτι ἡ προσευχή τοῦ διασπᾶται καί διάφοροι λογισμοί ἀπασχολοῦν τήν ψυχή. Τότε χρειάζεται ἀγώνας. Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζεται κανείς νά συγκρατήση τό νοῦ, τόσο καί ἡ προσευχή γίνεται περισσότερο καθαρή. Ἡ ψυχική ἀτμόσφαιρα δέν καθαρίζεται τελείως ἄν δέν ἀνάψη ἡ πνευματική φλόγα. Αὐτή εἶναι δῶρο τῆς θείας Χάριτος. Ὅταν ἀνάψη, ἡ ἀκατάσχετη φλυαρία τῶν λογισμῶν σταματᾶ. Συμβαίνει στήν ψυχή ὅ,τι συμβαίνει καί στήν αἱμορροοῦσα, μόλις ἄγγιξε τό ἔνδυμα τοῦ Κυρίου: «Ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. 8, 44). Στήν κατάστασι αὐτή, ἡ προσευχή τείνη νά γίνη ἀδιάκοπη, ἀδιάλειπτη. Ἐδῶ ἐξασκεῖται συστηματικά ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἡ συνεχής ἐπανάληψις τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἕως ἐδῶ φθάνει κανείς μέ τήν δική του προσπάθεια. Ἀπ’ ἐδῶ καί πέρα ἡ θεία Χάρις ἐπεμβαίνει περισσότερο δραστικά.
Ἡ προσευχή δίνεται ἀπό τόν Θεό καί δέν ἀπορρέει ἀπό τήν ψυχική διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου. Εἰσέρχεται μέσα του τό πνεῦμα τῆς προσευχῆς καί γεμίζει τό ἐσωτερικό της καρδιᾶς του. Ἡ ψυχή τότε ἀναβλύζει μόνη της τήν προσευχή. Βρίσκεται στήν ἐπήρεια τοῦ πνεύματος τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ὑπάρχουν δύο στάδια: Στό πρῶτο, ἡ ψυχή τά αἰσθάνεται καί τά διακρίνει ὅλα. Βλέπει γύρω της, νοιώθει τήν κατάστασί της, κυβερνᾶ τόν ἑαυτό της, μπορεῖ ἀκόμη καί νά διακόψη τήν ἐπίσκεψι τῆς χάριτος τοῦ πνεύματος τῆς προσευχῆς. Στό δεύτερο στάδιο, καθώς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἰδιαίτερα ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἔχουμε μιά ἐντελῶς διαφορετική κατάστασι. Χαρακτηρίζεται σάν ἔκστασις ἤ σάν ἁρπαγή. Ἡ ψυχή, μεθυσμένη ἀπό τήν Θεία Χάρη, παύει νά αἰσθάνεται τά γήινα καί τά αἰσθητά. Ἀδυνατεῖ νά ἐλέγχη τόν ἑαυτό της καί νά ἐπηρεάζη τήν κατάστασι στήν ὁποία βρίσκεται.
Ἀναφέρεται στά πατερικά κείμενα ὅτι κάποιος ἄρχισε τήν προσευχή τό βράδυ, περιῆλθε σ αὐτή τήν κατάστασι καί συνῆλθε τό πρωί. Σ’ ἄλλους μέν ἡ κατάστασις αὐτή συνοδευόταν μέ λάμψι στό πρόσωπο ἤ μιά ἀκτινοβολία γύρω του. Σ’ ἄλλους μέ αἰώρησι πάνω ἀπό τό ἔδαφος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ αὐτή τήν κατάσταση «ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ». Καί οἱ ἅγιοι προφῆτες μέ τόν τρόπο αὐτό μετέφεραν τίς βουλές τοῦ Θεοῦ. Θαυμάστε τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Λίγο κοπιάζει κανείς καί σέ τί ὕψη ἀξιώνεται ν’ ἀνεβῆ! Γι’ αὐτό πρέπει νά ἐνθαρρύνουμε κάθε ἀδελφό: Ἀγωνίζου, ἀξίζει τόν κόπο!».
«Ποτέ νά μήν προσεύχεσθε βιαστικά. Νά προσεύχεσθε μέ ἔντονη συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς στά νοήματα τῆς προσευχῆς. Νά προετοιμάζεσθε πρίν ἀπό τήν προσευχή μαζεύοντας τίς σκέψεις καί προσπαθώντας μέ συγκεντρωμένη προσοχή νά σταθῆτε ἐνώπιόν του Κυρίου. Βασική προϋπόθεσις μιά καλῆς προσευχῆς εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὁ Θεός «πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην οὐκ ἐξουδενώσει». Σέ κάθε προσευχή θυμηθῆτε τίς ἁμαρτίες στίς ὁποῖες πέσατε.
Τί προσπαθῶ νά κατορθώσω μέ τήν προσευχή; Νά θερμανθῆ ἡ καρδιά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί νά διατηρῆται ἔντονη ἡ αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτό βοηθεῖ πολύ ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ τόν ἁμαρτωλόν». Συχνά νά λέτε αὐτή τήν προσευχή, μέχρις ὅτου ἡ γλώσσα συνηθίση νά τήν ἐπαναλαμβάνη μόνη της. Γιά νά προοδεύση κανείς στήν προσευχή πρέπει νά προσπαθῆ νά στολίση τήν καρδιά του μέ ὅλες τίς ἀρετές. Προπαντός μέ τήν ταπείνωσι, τήν μετάνοια καί τήν αὐταπάρνησι. Ὁ Θεός ὅλα τα βλέπει καί ὅλα τα ἀκούει. Γνωρίζει ὅλα τα μυστικά μας. Γι’ αὐτό ἄς καθαρίσουμε κάθε κηλίδα τοῦ ἐαυτοῦ μας. Καί ὅποτε μᾶς ἔλθη στό νοῦ ἤ στήν καρδιά μᾶς κάτι τό ἀκάθαρτο, ἀμέσως ἅς τό ἀπομακρύνουμε καί ἀμέσως ἅς καταφεύγουμε στήν προσευχή». Συνέχεια
Τό Ἦθος τῆς Ἐξομολογήσεως
Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζαχάρου
Ὁ Θεός ἔκτισε καταρχάς τόν ἄνθρωπο, στεφανώνοντάς τον μέ δόξα καί τιμή. Χάρισε σέ αὐτόν τήν ἄρρητη θεωρία τοῦ Προσώπου Του, ὥστε νά γνωρίζει τόν Δημιουργό Του, νά Τόν μιμεῖται καί νά αὐξάνει σέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη πρός Αὐτόν. Καί ἐνῶ ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα ἤσαν γυμνοί, ἔφεραν ἄφθαρτη πνευματική περιβολή “καί οὐκ ἠσχύνοντο” (Γέν. 2,25).
Μέ τήν πτώση ὅμως στό ἁμάρτημα τῆς ἀχαριστίας καί τῆς παρακοῆς, ἄν καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἕρπει στή γῆ ὅπως ὁ ὄφις, ὠστόσο ἐφθάρη ὁ νοῦς του καί ἔγινε ἀνίκανος νά κατοπτεύει τα “μή βλεπόμενα” καί τά “αἰώνια” (Β’ Κορ. 4,18). Ντροπιάσθηκε τό κατ’ εἰκόνα πλάσμα, γιατί βυθίσθηκε στήν ἄβυσσο τῶν “βλεπομένων” καί τῶν “πρόσκαιρων” (Β’ Κορ. 4,18) καί ἔγινε τό μεγαλύτερο τραῦμα τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Τότε οἱ πρωτόπλαστοι “ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί ἤσαν, καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα” (Γέν. 3,7). Δηλαδή, φόρεσαν χιτώνα αἰσχύνης καί “ἐκρύβησαν… ἀπό προσώπου Κυρίου τοῦ Θεού” (Γέν. 3,8). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος πλανήθηκε καί ἔχασε τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ.
Τελικά, γιά νά μή ματαιωθεῖ ἡ προαιώνια πρόθεση τοῦ Θεοῦ γιά τό λογικό ποίημα τῶν χειρῶν Του, ὁ Κύριος, ἀπό ἄφατη εὐσπλαγχνία καί ἀνεξιχνίαστη σοφία, ἐπινόησε τρόπο σωτηρίας. Ἦλθε ταπεινά ὡς ἀνθρωπος καί πῆρε πάνω Του τή δική μας αἰσχύνη καί μέ τήν ἀνάστασή Του μᾶς ἐνέδυσε πάλι μέ τό ἅγιο καί ἄμωμο ἱμάτιο τῆς δόξης Του, πού δέν ἔχει πλέον “σπίλον ἤ ρυτίδα” (Ἔφεσ. 5,27). Δέν ἄφησε σέ μᾶς οὔτε ἴχνος αἰσχύνης, γιατί, ὅλοι “οἱ ὀνειδισμοί τῶν ὀνειδιζόντων Αὐτόν ἐπέσον ἐπ’ Αὐτόν”, ὅπως λέγει ἡ Γραφή (Ρωμ. 15,3). Ὁ Χριστός, ἐπιθυμώντας τή θεραπεία καί σωτηρία μας, δέν λογάριασε τόν Ἑαυτό Του. Ἀντί τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας” (Ἔβρ. 12,2). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός, ὑπομένοντας τήν αἰσχύνη τοῦ σταυροῦ, ἐξάλειψε τή δική μας αἰσχύνη καί μᾶς ἔσωσε. Χάραξε τήν ταπεινή ὁδό Του πάνω στή γῆ, ὥστε ὅποιος τήν ἀκολουθήσει νά θεραπεύεται ὁλοτελῶς. Ὁ ἴδιος βεβαίως ὁ Κύριος καλεῖ σέ μετάνοια ὅλους τούς ἁμαρτωλούς καί τούς “κακῶς ἔχοντας” (Ματθ. 9,12). Ἀλλά ἡ μετάνοια πρός θεραπεία καί σωτηρία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν αἰσχύνη.
Ὁ Χριστός προσφέρεται ὡς ἰατρός καί θεραπευτῆς τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί ἐμεῖς δεχόμαστε τή θεραπεία Του κατ’ ἐξοχήν στό μυστήριο τῆς μετανοίας καί Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Γιά ποιόν ὅμως λόγο δίνεται ἡ θεραπευτική χάρη τοῦ Θεοῦ στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέ τήν ὁποία χάρη ὁ πιστός νικᾶ τά πάθη καί τήν ἁμαρτία; Γιά δύο λόγους, νομίζω, χάρη στούς ὁποίους γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀληθινός καί τοποθετεῖται στήν ὁδό τοῦ Κυρίου.
Πρῶτον, κάνουμε ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς ἀλήθειας.
Ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι “ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστίν ἐν ἡμῖν. Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καί δίκαιος, ἵνα ἁφῆ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίση ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας” (Α΄Ἰωάν. 1,8-9).
Ὅταν λοιπόν ἐξομολογούμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁμολογοῦμε κυρίως τή μεγάλη καί παγκόσμια ἀλήθεια τῆς πτώσεως ὅλου τοῦ γένους τοῦ Ἀδάμ. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἄν ὑπάρχει μιά περίπτωση, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀλάθητος καί μάλιστα ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Κυρίου, εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Τότε πράγματι γίνεται ἀληθινός. Ὅταν ὅμως ἀληθεύει, ἑλκύει τό Πνεῦμα τῆς Ἀλήθειας, τό ὁποῖο φέρει τόν πιστό σέ βαθιά συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτώχειας καί στή συνέχεια τόν ὁδηγεῖ σέ μετάνοια. Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα παρέχει ταυτόχρονα τή θεραπεία καί τή δικαίωση. Συνέχεια