Λόγος στόν Ἅγιο Πατέρα, Μέγα Ἱεράρχη, Μυροβλύτην καὶ Θαυματουργὸ Νικόλαο
Ἤλθαμε, ὢ ἄριστε τῶν ποιμένων, γιά νά σοῦ ἀνταποδώσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας καί τίς εὐχαριστήριες εὐχὲς γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες σου καὶ νά ποῦμε καταλλήλους λόγους, ὅσον εἶναι αὐτὸ δυνατὸ σὲ μᾶς. Διότι δέν νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀναφέρω ὅλα ὅσα ἄλλοι συγγραφεῖς ἔγραψαν γι’ αὐτὸν ἢ ἀναφέρει ἡ προφορικὴ παράδοση, ποὺ ἀφοροῦν ἄλλα μὲν στόν βίο, ἄλλα δὲ στή θαυμαστὴ καὶ φιλάνθρωπη πολιτεία του, ἀφοῦ δέν θὰ εἴχα τή δυνατότητα νά πράξω κάτι τέτοιο γιά ὅλα αὐτά. Ἄλλωστε ἐὰν ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶχε ἀνάγκη ἐπαινετικῶν λόγων γιά νά φανεῖ καλύτερος, θὰ ἔπρεπε νά ἀναφέρω ὅλους τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους χωρὶς νά παραλείψω κανένα. Τώρα ὅμως ἄλλος εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ἐπιθυμῶ νά παραθέσω τοὺς λόγους πού ἀναφέρονται στό ἦθος τῆς χριστιανικῆς πολιτείας του καὶ νά ἀποδώσω τίς εὐχαριστήριες εὐχές. Μοῦ φαίνεται λοιπὸν ὅτι θὰ πρέπει νά παραλείψω ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὴν καταγωγὴ καὶ τοὺς γονεῖς του -ἄν καί κάτι θὰ ἤθελα καὶ ἀπ’ αὐτὰ νά πῶ, ἔστω καὶ λίγα- καὶ νά ἔλθω σὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στήν προσωπικὴ χριστιανικὴ πολιτεία του. Ἀλλὰ ποιός ἐπαινετικὸς λόγος θὰ μποροῦσε νά ἐγκωμιάσει ἀξίως ἐκεῖνον γιά τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔγινε στεφάνι του καὶ ἰσχύει γι’ αὐτὸν τὸ «ἡ γὰρ δόξα μου ὁ Θεός μου».
Διότι γι’ αὐτὸν ὄχι μόνο δόξα, περιστατικὸ ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτά πού ἐπιθυμοῦν συνήθως οἱ ἄνθρωποι δέν ἔγινε στό βίο του ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τήν ψυχή του διαμόρφωσε κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε καὶ τὴν ὑπάρξή του καὶ τή ζωή του καὶ τὴν σκέψη του ἀφιέρωσε σ’ Αὐτόν, Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκόμη εἰσέλθει πλήρως στό στάδιο τοῦ ἀνθρώπινου βίου φαινόταν ὅτι θὰ γίνει ἅγιος, ἱερὸς καὶ θεῖος χαρακτῆρας. Διότι ὅπως κατάλαβε ὅτι ὀφείλει νά εὐγνωμονεῖ τὸν Θεὸ καὶ νά θυμάται τίς πολλὲς εὐεργεσίες του, ἔτσι προσπαθοῦσε να ἀρκεῖται μέ ὅσα εἶχε. Ἡ τροφὴ του ἤταν λιτή, συνήθως τὸ γάλα, καὶ σεβόταν τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τῆς ἐγκράτειας, τρώγοντας ὅταν ἐπιτρεπόταν καὶ ἀπέχοντας ὅταν ἀπαγορευόταν. Ἐφάρμοζε καὶ στήν περίπτωση τοῦ φαγητοῦ τὸν λόγο τοῦ Παύλου πού λέει ὅτι πρέπει νά βάζουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς σκοπὸ κάθε ἔργου μας «εἴτε τρῶμε εἴτε πίνουμε». Ἴσχυε καὶ γι’ αὐτὸν αὐτό πού λέγεται στή Γραφὴ γιά τὸν Σωτήρα Χριστὸ «πρὶν γνῶναι τὸ παιδίον πονηρὰ ἢ ἀγαθά, ἐκδέξεται τὰ ἀγαθά». Διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἔφθασε στό σημεῖο αὐτό μέ τή θελήσή του, αὐτὸ πράγματι εἶναι σπουδαῖο καὶ ἑξαιρετικὸ γεγονός, σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἂν δὲ ὁ Θεὸς τὸν παρακίνησε σ’ αὐτό, τὶ ἄλλο ἀποδεικνύει αὐτό, παρὰ ὅτι ὁδηγεῖτο ἀπὸ Πνεῦμα Θεοῦ καὶ ὅτι εἶναι μιμητής τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἔδειχνε μέ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ θαυμάσιο μέλλον τοῦ Ἁγίου ἀνδρός; Μέγα ἀγαθὸ λοιπὸν τὸ νά μιμηθεῖ κανεὶς τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Αὐτὰ ἀποδεικνύονται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δέν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸν του, οὔτε ἔπραττε ἐκεῖνα πού, κατὰ τή γνώμη του, ἦσαν καλὰ καὶ ἀρέσαν σ’ αὐτόν, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς «οὐχὶ ἑαυτῷ ἤρεσεν», ἀλλὰ ἔπραττε τὰ πάντα ἔχοντας «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος. Αὐτὰ μποροῦμε νά τὰ συμπεράνουμε ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, φαίνονται δὲ ἀπὸ ὅσα ὁ Ἅγιος ἔπραξε, φανέρωσε δὲ καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅσα τὸν καταξίωσε στή συνέχεια. Διότι ὁ μὲν Ἅγιος εἶχε τὸν μετέπειτα βίο του συμφωνο μὲ τὴν νεανικὴ ζωή του, ὥστε μποροῦσε νά καταλάβει κανεὶς ἀπὸ τή νηπιακὴ του ἡλικία ποία ἐπρόκειτο νά εἶναι ἡ νεανικὴ του· νά συμπεράνει δὲ ἀπὸ τὰ μετέπειτα τὰ προηγούμενα, ἐνῶ παράλληλα συμπεριφερόταν μέ περισσότερη ὡριμότητα ἀπὸ τὴν ἡλικία του. Ἐνῶ δὲ προσείλκυε ὅλων τίς ψυχές, φαινόταν σὰν ἕνα θεῖο καὶ ἱερὸ πρόσωπο ἀφιερωμένο στόν Θεό, ἄξιο κάθε τιμῆς. Καὶ ἤταν ἱερέας τοῦ Θεοῦ, πού μέ τὰ λαμπρὰ του ἤθη κόσμησε τὴν ἱερωσύνη. Ἤταν παρθένος καὶ στή ψυχὴ καὶ στό σῶμα, δίκαιος, μετριόφρονας, χωρὶς κενοδοξία, πρᾶος, φιλάνθρωπος καὶ πολλοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ διάφορες βιοτικὲς συμφορές. Συνέχεια