Κύριε…
Ἁγίου Φιλαρέτου Μόσχας
Κύριε, δὲν ξέρω τί νὰ ζητιανέψω ἀπὸ Ἐσένα.
Μόνον Ἐσὺ γνωρίζεις τί μοῦ χρειάζεται.
Σὺ μὲ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἐγὼ ξέρω νὰ ἀγαπῶ τὸν ἑαυτό μου.
Κύριέ μου, δῶσε στὸ δοῦλο Σου ἐκεῖνο ποὺ οὔτε νὰ ζητήσω δὲν μπορῶ.
Δὲν τολμῶ νὰ σοῦ ζητιανέψω οὔτε ἀπαλλαγῆ ἀπὸ πάθη, οὔτε ἀρετές, οὔτε ἀπόλαυση χάριτος.
Στέκομαι μόνο μπροστά Σου μὲ τὴν καρδιά μου ἀνοιχτὴ ἀπέναντί Σου.
Σὺ βλέπεις τὶς ἀνάγκες ποὺ ἐγὼ δὲν βλέπω, κοίταξέ με καὶ πράξε κατὰ τὸ ἔλεός Σου.
Χτύπησε καὶ θεράπευσε, ρίξε με καὶ ἀνύψωσέ με.
Πάλλομαι καὶ σιωπῶ μπροστὰ στὴν ἅγια θέλησή Σου καὶ μπροστὰ στὶς κρίσεις Σου γιὰ μένα.
Προσφέρω τὸν ἑαυτό μου ὡς θυσία πρὸς Ἐσένα.
Δὲν ὑπάρχει μέσα μου ἄλλη ἐπιθυμία παρὰ μόνο νὰ ἐκπληρώσω τὸ θέλημά Σου.
Μάθε με νὰ προσεύχομαι. Ἔλα Ἐσὺ ὁ Ἴδιος μέσα μου νὰ προσεύχεσαι. Ἀμήν…
EΩΘΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Θεέ αἰώνιε, Δημιουργέ τοῦ παντός Σύ, πού μέ τήν ἀνεξιχνίαστη ἀγαθότητά Σου μέ κάλεσες ἀπό τήν ἀνυπαρξία στή ζωή, Σύ πού μέ ἀξίωσες νά λάβω τή Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί μοῦ χάρισες μιά καινούρια γέννηση Ἄνωθεν, Σύ, πού ἀπόθεσες τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στά μέλη τοῦ σώματός μου μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Χρίσματος καί μοῦ ἔδωσες τήν ἐπιθυμία νά Σέ ἀναζητῶ, Σύ ὁ μόνος ἀληθινός Θεός ἄκουσε τήν προσευχή μου.
Δέν ἔχω ζωή, φῶς, χαρά, σοφία ἤ δύναμη ἔξω ἀπό Σένα μόνο Θεέ μου. Δέν τολμῶ νά ὑψώσω τά μάτια μου σ’ Ἐσένα ἐξαιτίας τῆς ἀνομίας μου. Ἀλλά Σύ εἶπες στούς μαθητές Σου· «Πάντα ὅσα ἄν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». Κι ἀκόμη: «Ὅ,τι ἄν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου τοῦτο ποιήσω». Γι’ αὐτό καί μόνο τολμῶ καί Σέ ἐπικαλοῦμαι.
Καθάρισέ με ἀπό κάθε ρύπο, σαρκός καί πνεύματος· καί δίδαξέ με πῶς νά προσεύχομαι σ’ Ἐσένα.
Εὐλόγησε τούτη τή μέρα πού μοῦ χαρίζεις, σέ μένα, τόν ἀνάξιο δοῦλο Σου. Μέ τή δύναμη τῆς εὐλογίας Σου ἱκάνωσέ με, παντοῦ καί πάντα, νά μιλῶ καί νά ἐνεργῶ γιά τή δόξα Σου, μέ πνεῦμα καθαρό, μέ ταπείνωση, ὑπομονή καί ἀγάπη, μέ γλυκύτητα, εἰρήνη, θάρρος καί σοφία, καί νά ‘χω πάντα συνείδηση τῆς Παρουσίας Σου.
Μέ τήν ἀπέραντη ἀγαθότητά Σου, Κύριε, δεῖξε μου τήν ὁδό τοῦ θελήματός Σου καί ἀξίωσέ με νά τή βαδίζω κάτω ἀπό τό βλέμμα Σου χωρίς ἁμαρτία.
Κύριε, Σύ ὁ ἐτάζων καρδίας, γνωρίζεις αὐτό πού ἔχω ἀνάγκη. Γνωρίζεις τήν τυφλότητα καί τήν ἄγνοιά μου. Βλέπεις τήν ὀλιγοπιστία καί τήν πλάνη μου. Γνωρίζεις ὅμως καί τή λαχτάρα μου, τίς ὀδύνες τῆς καρδιᾶς καί τούς πόνους τῆς ψυχῆς μου.
Γι’ αὐτό, Σέ ἱκετεύω, ἄκουσε τήν προσευχή μου. Καί διά τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος δίδαξέ μου τήν ὁδό πού πρέπει νά βαδίσω.Κι ὅταν ἡ διεστραμμένη μου θέληση μέ ὁδηγήσει σέ ἀλλότριους δρόμους, μή μέ λυπηθεῖς, Κύριε, ἀλλά ἐπίστρεψέ με μέ τή βία στήν ὁδό τῆς ἁγιωσύνης Σου. Μέ τή δύναμη τῆς ἀγάπης Σου, ἀξίωσέ με νά προσκολληθῶ στό ἀγαθό. Φύλαξέ με ἀπό κάθε λόγο καί πράξη πού θανατώνουν τήν ψυχή μου. Ἀπό κάθε κίνηση πού μπορεῖ νά Σέ προσβάλει ἤ νά πληγώσει τόν ἀδελφό μου.
Δίδαξέ με αὐτό πού πρέπει νά πῶ καί πῶς πρέπει νά τό πῶ. Κι ὅταν τό θέλημά Σου εἶναι νά σιωπήσω, φώτισέ με νά τό κάνω μέ πνεῦμα εἰρηνικό πού νά μήν προκαλεῖ θλίψη ἤ ἐνοχή στόν πλησίον μου. Στερέωσέ με στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν Σου. Κι ὡς τήν τελευταία μου πνοή μήν ἐπιτρέψεις νά ξεμακρύνω ἀπό τό φῶς τοῦ προστάγματός Σου.Ἔτσι ὥστε οἱ ἐντολές Σου νά γίνουν ὁ μόνος νόμος τῆς ὑπάρξεώς μου, τόσο σ’ αὐτή τή ζωή ὅσο καί στήν αἰωνιότητα.
Ναί, Κύριε, Σέ ἱκετεύω, ἐλέησέ με. Στήριξέ με στόν πόνο καί στήν ἀπελπισία μου, καί μή μοῦ κρύβεις τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Πολυάριθμα καί μεγάλα εἶναι τά αἰτήματά μου, Κύριε, κι ὡστόσο δέν ξεχνῶ τήν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας μου. Ἐλέησέ με.
Μή ἀπορρίψεις με ἀπό τοῦ προσώπου Σου ἐξαιτίας τῆς μεγάλης παρρησίας μου. Ἀντίθετα, αὔξησε μέσα μου αὐτή τήν παρρησία καί ἀξίωσέ με, ἐμένα, τόν αἴσχιστο τῶν ἀνθρώπων, νά Σέ ἀγαπῶ ὅπως προστάζεις, μ’ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή μου, μ’ ὅλη μου τήν διάνοια, μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ὑπάρξεώς μου.
Ναί, Κύριε, διά τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος δίδαξέ με τήν καλωσύνη, τήν ἀκεραιότητα τῆς ζωῆς καί τή γνώση. Ἀξίωσέ με, πρίν κατεβῶ στόν τάφο, νά γνωρίσω τήν ἀλήθεια Σου. Παράτεινε τή ζωή μου σ‹ αὐτό τόν κόσμο, ὥσπου νά σοῦ προσφέρω ἀληθινή μετάνοια. Μή μέ ἀποσπάσεις ἐν τῷ ἡμίσει τῶν ἡμερῶν μου, ὅσο τό πνεῦμα μου παραμένει ἀκόμα τυφλό.
Κι ὅταν θά θελήσεις νά βάλεις τέλος στή ζωή μου, γνώρισέ μου τήν ὥρα τοῦ θανάτου μου, γιά νά μπορέσω νά ἑτοιμάσω τήν ψυχή μου νά σέ συναντήσει ἐπάξια. Σ’ αὐτή τή φοβερή ὥρα, Κύριε, μεῖνε μαζί μου. Καί δώρισέ μου τή χαρά τοῦ σωτηρίου Σου. Καθάρισέ με ἀπό τά κρυφά μου σφάλματα. Ἀπό κάθε ἀνομία πού βρίσκεται μασκαρεμένη ἐντός μου. Καί δῶσε μου καλήν ἀπολογίαν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματός Σου.
Ναί, Κύριε, μέ τή μεγάλη Σου εὐσπλαγχνία, καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη Σου γιά τούς ἀνθρώπους. Εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου.
π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ
π. Εὐσεβίου Βίττη
Κύριε, τὸ ξέρεις πὼς μπῆκα ἤδη στὰ γηρατειά.
Βοήθησέ με νὰ συνειδητοποιῶ ὅλο καὶ βαθύτερα αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὥστε νὰ μὴ γίνωμαι τὺ ραννικὸς ἢ βαρετὸς ἢ ἐπαχθής ἢ ἀσυμπαθὴς καὶ σιχαμερὸς στοὺς γύρω μου καὶ ἰδιαίτερα στοὺς τυχὸν σὺνεργάτες μου.
Ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιμένω στὶς παλαιωμὲνες ἰδέες μου μὲ πεῖσμα γεροντικό. Δὲν σοῦ ζητῶ νὰ βελτιήσης τὴν κρίση ἢ τὴ μνήμη μου. Μοῦ ἔδωσες τὰ ἀνεκτίμητα αὐτὰ δῶρα σ’ ἕνα βαθμὸ στὴ γόνιμη ἡλικία μου. Σὲ εὐχαριστῶ γιὰ τὸ πολύτιμο αὐτὸ δῶρο τῆς ἀγαθωσύνης Σου. Τώρα πιὰ καθὼς ὑποβαθμίζεται ἡ ὃλη μου βιολογική, ψυχολογικὴ καὶ πνευματικὴ ὕπαρξη, συνακολουθεῖ νομοτελῶς καὶ τῆς κρίσης καὶ τῆς μνήμης μου ἡ ὑποβάθμιση. Συχνὰ αὐτὴ ἡ κατάσταση μὲ μειώνει, μὲ λυπεῖ, μὲ ταπεινώνει ἀφάνταστα καὶ ὄχι σπάνια μὲ ἐξευτελίζει στὰ ἴδιά μου τὰ μάτια ἀναγκὰζοντάς με νὰ ζητῶ ὁλοένα συγγνώμη γιὰ τὶς μικρὲς ἢ τὶς μεγάλες γκάφες μου. Δὲν κατανοῶ βέβαια πλήρως αὐτὴν τὴν ἀλλοίωση. Ὅμως Ἐσύ, Κύριε, ξέρεις πόσο καὶ ἡ σμίκρυνση καὶ συρρίκνωσή μου καὶ στὸ σημεῖο αὐτό μοῦ χρειάζεται. Τὴν ἀποδέχομαι ταπεινά, γιατί Ἐσὺ ξέρεις. Καὶ ἀφοῦ Ἐσὺ ξέρεις, δὲν χρειάζεται νὰ ξέρω ἐγὼ τὸ βαθύτερο γιατί. Ἄλλωστε δὲν μπορῶ νὰ τὴν κατανοήσω. Γιατί λοιπὸν νὰ θλίβωμαι καὶ νὰ πονῶ καὶ γι’ αὐτό; Δὲν πρέπει νὰ ἀποδέχωμαι ταπεινὰ τὴ φθαρτότητα τῆς φύσης μου; Καὶ δὲν πρέπει νὰ ὑποτάσσομαι κι ἐγὼ ταπεινὰ στὴν τάξη, ποὺ Ἐσὺ μὲ τὸση ἀγαθότητα γιὰ τὰ πλάσματά Σου, ἑπομένως καὶ γιὰ μένα, καθώρισες;
Σφράγισε μὲ ἀπαραβίαστη σφραγίδα τὰ φλύαρα χείλη μου γιὰ νὰ μὴν καταπονῶ τοὺς ἄλλους μὲ βαρετές, ἀνούσιες καὶ χωρὶς κανένα ἐνδιαφέρον ἢ νόημα πιὰ χιλιοειπωμένες διηγήσεις παρωχημένων γεγονὸτων κάποιων μακρινῶν καὶ λησμονημένων χρόνων μίας ἀσήμαντης ἐποχῆς. Παράλληλα ὅμως ἁπάλυνε τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὶς κρίσεις μου γιὰ τὴν κρίση καὶ τὴ μνήμη τῶν ἄλλων. Καὶ μὴν ἐπιτρέψεις ποτὲ νὰ νιώσω νυγμοὺς ζήλειας γιὰ τὴ φρεσκάδα τῆς μνήμης καὶ τὴ δύναμη τῆς κρίσης τῶν ἄλλων. Κάνε, ἀντίθετα, νὰ χαίρωμαι γι’ αὐτὸ καὶ νὰ Σὲ εὐχαριστῶ ὁλόψυχα γιὰ τὰ ἄνθη τῆς νεότητος, ὅταν τυχαίνη νὰ βρίσκωμαι ἀνάμεσά τους καὶ νὰ ὀσφραίνομαι τὸ ἄρωμά τους.
Δίδαξέ με τὴ σημασία τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου Σου: «Εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρα καὶ ἡμέρα» (Β’ Κόρ. δ’ 16). Καὶ νὰ ἀγωνίζωμαι νὰ ζῶ αὐτὴν τὴν πραγματικὸτητα.
Τέλος στήριξε τὰ παραπαίοντα καὶ ἀσταθῆ βήματά μου μὲ τὸν «βραχίονά Σου τὸν ὑψηλόν», ὥστε νὰ μὴν κυλιέμαι πιὰ στὴ γῆ καὶ νὰ φρονῶ τὰ «γεώδη», ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ ἔχω στραμμένα τὰ βλέμματά μου στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ φρονῶ τὰ οὐράνια, ἕως ὅτου ἀναπαυθῶ στὴ στοργική Σου θεία ἀγκάλη.
Κύριέ μου, Κύριε, Σὲ εὐχαριστῶ. Ἀμήν.
ΑΛΓΕΙΝΗ ΙΚΕΣΙΑ ΠΟΙΜΕΝΟΣ ΨΥΧΩΝ
π. Εὐσέβιου Βίττη
ΚΥΡΙΕ, κάποτε ἡ ἅγια Σου καρδιὰ πόνεσε ἀπερίγραπτα βλέποντας τὸ λαό σου σὲ πλήρη ἐγκατάλειψη. «Ἰδὼν τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθης περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα».
Ράγιζε ἡ θεανθρώπινη καρδιά Σου ἀπὸ τὸ ἀποκαρδιωτικὸ αὐτὸ θέαμα. Σὲ ἄλλη περίπτωση ἔκλαψες γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Ἀγαποῦσες τόσο πολὺ τὸ λαό Σου! Τὸν ἀγαποῦσες ἀφάνταστα, γιατί ἤσουν -καὶ εἶσαι πάντοτε!- ὁ «Ποιμὴν ὁ Καλός».
Καὶ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη Σου γιὰ τὴν Ποίμνη Σου, πού δὲν περιορίζεται σὲ μόνον τὸν «περιούσιο» λαό Σου, ἀλλὰ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν ἔδειξες μὲ τὸν πιὸ ἀναμφισβήτητο, τρόπο. «Ἔθηκας τὴν ψυχὴν Σου ὑπὲρ τῶν προβάτων» πάνω στὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ. Καὶ μᾶς ἄφησες ἔτσι αἰώνιο καὶ ἀνέφικτο παράδειγμα καλοῦ Ποιμένος. Μᾶς ἔδειξες ἔμπρακτα ποιοὶ πρέπει νὰ εἶναι, ὅσοι θὰ θελήσουν ὑπακούοντας στὴν κλήση Σου, νὰ γίνουν ποιμένες ψυχῶν. Ὀφείλουν γι` αὐτὸ νὰ «ἐπακολουθήσωσι τοῖς ἴχνεσί Σου», Ὤ, πόσο ἄξιο θαυμασμοῦ καὶ δοξολογίας εἶναι τὸ ὑπέροχο καὶ ἀνέφικτο παράδειγμά Σου!
Πόσο, ἀντίθετα, μηδαμινὸ καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι τὸ δικό μου παράδειγμα, τὸ δικό μου ἄθλιο καὶ ἐλεεινὸ παράδειγμα!
Πῶς τολμῶ νὰ λέω πῶς εἶμαι ἤ, καλύτερα, πῶς ὑπῆρξα ποιμὴν ψυχῶν; Πόσο ἀπροσμὲτρητη εἶναι ἡ δική μου ἀναξιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα!
ΚΥΡΙΕ, Ἐσὺ εἶσαι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Ποιμὴν ψυχῶν.
Ἀπὸ ἄπειρη συγκατάβαση ὅμως καὶ ἄμετρο ἔλεος θέλησες νὰ ἐμπιστευθεῖς τὸ μοναδικὸ αὐτὸ ἔργο σὲ ἀνθρώπινα χέρια. Γιὰ αὐτὸ εὐδόκησες ἀπὸ ἄπειρη συγκατάβαση καὶ ἔλεος νὰ καλέσεις ἀκόμη καὶ ἐμένα, τῶν ἀναξίων ἀναξιώτερον καὶ ἁμαρτωλῶν ἁμαρτωλότερο καὶ σιχαμερῶν σιχαμερώτερον, νὰ ἀκολουθήσω τὰ ἴχνη Σου στὸ ἔργο τῆς διαποιμάνσεως ψυχῶν.
Ἐσὺ ὁ ἴδιος ἐναποτέθηκες στὰ ἀκάθαρτα καὶ βέβηλά μου χέρια ὡς «παρακαταθήκη», γιὰ νὰ Σὲ διαφυλάξω ἀλώβητων ὡς τὴ φρικτὴ ἡμέρα τῆς Λογοδοσίας. Στὴν παρακαταθήκη αὐτὴ περιλαμβάνεται καὶ τὸ Σῶμα, τοῦ ὁποίου θεία Κεφαλὴ εἶσαι Ἐσύ, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία Σου, στὸ πρόσωπο τῆς μικρῆς Ποίμνης, πού μοῦ ἐμπιστευόσουν.
Ἀλλοίμονό μου ὅμως, δὲν ἤμουν ἄξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς οὔτε τότε, οὔτε, πολὺ περισσότερο, τώρα. Ὅμως παρόλα αὐτὰ ξέρεις πόσο βαθιὰ λαχτάρησα νὰ μποροῦσα νὰ ἀκολουθήσω μὲ πλήρη συνέπεια τὰ αἱματοβαμμένα ἴχνη Σου.
Ἐσὺ μόνο γνωρίζεις κάποια δάκρυα, κάποιους ἱδρῶτες, κάποιους μόχθους, κάποιες ἀγωνίες, κάποιες ἀγρυπνίες, κάποιες περιφρονήσεις, κάποιες εἰρωνεῖες ἢ καὶ ἀπειλές, πού μοῦ ἀπευθύνθηκαν, κάποιο αἷμα τῆς καρδίας, κάποιους ἀλάλητους στεναγμούς, πού προσφέρθηκαν ταπεινὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ ταπεινή μου προσφορά. Ἐσὺ ξέρεις πόσο μοῦ κόστισε ἡ ἀποδοχὴ τῆς κλήσεώς Σου.
Τὸ πῶς ὁδήγησες τὰ διστακτικὰ καὶ παραπαίοντα βήματά μου, τὸ πόσο μὲ ἀνέχθηκες στὶς πτώσεις μου καὶ στὶς ἀδεξιότητές μου, τὸ γνωρίζω πολὺ καλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε, ταπεινὰ γιὰ ὅλα αὐτά. Συνέχεια
ΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἡ κατά σάρκα γεννήσασα τόν Θεόν Λόγον, γνωρίζω ὅτι δέν εἶναι εὐπρεπές, οὐδέ ἄξιον εἰς ἐμέ τόν πανάσωτον, τόν ἔχοντα μεμολυσμένους τούς ὀφθαλμούς καί τά χείλη ἀκάθαρτα, νά ἴδω τήν εἰκόνα Σου τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τό σῶμα καί τήν ψυχήν καθαρά καί ἀμόλυντα, ἀλλ᾽ ἀπεναντίας πρέπει νά μισηθῶ ὁ ἄσωτος καί νά ἐπιτιμηθῶ ὑπό τῆς ὑμετέρας καθαρότητος. Πλήν ἐπειδή ὁ Θεός τόν Ὁποῖον ἐγέννησες, ἔγινεν ἄνθρωπος ὅπως καλέσῃ τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν, λαμβάνω καί ἐγώ τό θάρρος καί προσέρχομαι πρός Σέ, παρακαλῶν μετά δακρύων.
Πρόσδεξε τήν παράκλησίν μου διά τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν πολλῶν καί χαλεπῶν πταισμάτων μου καί παρακάλεσον τόν Μονογενῆ Σου Υἱόν καί Θεόν ὅπως ἐλεήσῃ τήν ἀθλίαν καί ταλαίπωρον ψυχήν μου. Διότι διά τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου ἐμποδίζομαι νά στρέψω τό βλέμμα μου πρός Αὐτόν καί νά ζητήσω συγχώρησιν καί διά αὐτό σέ προβάλλω μεσίτριαν.
Ἀπολαύσας πολλῶν καί μεγάλων δωρεῶν παρά τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, ἐφάνην ἄθλιος καί ἀχάριστος ὁμοιωθείς μέ τά ἀνόητα κτήνη· πτωχεύσας εἰς τάς ἀρετάς, πλουτήσας εἰς τά πάθη, βεβαρυμένος μέ ἐντροπήν, ἐστερημένος θείας παρρησίας, κατακεκριμένος ὑπό τοῦ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπό τῶν ἀγγέλων, χλευαζόμενος ὑπό τοῦ δαίμονος καί μισούμενος ὑπό τῶν ἀνθρώπων· ἐλεγχόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεως, ἐντρεπόμενος διά τά πονηρά μου ἔργα, νεκρός ὑπάρχων πρό τοῦ θανάτου καί πρό τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος καί πρό τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως τυγχάνων αὐτοτιμώρητος ὑπό τῆς ἀπογνώσεως. Διά τοῦτο καταφεύγω εἰς τήν ἰδικήν Σου καί μόνην βοήθειαν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ μυρίων ταλάντων ὀφειλέτης, ὁ ἀσώτως τήν πατρικήν οὐσίαν δαπανήσας, ὁ παρανομήσας ὑπέρ τόν Μανασσῆν, ὁ γενόμενος ἄσπλαχνος ὑπέρ τόν πλούσιον, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τό δοχεῖον τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ θησαυροφύλαξ τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λόγων καί ὁ ξένος πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας.
Ἐλεήσόν μου τήν ταπείνωσιν καί συμπάθησόν μου τήν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις τήν παρρησίαν πρός τόν ἐκ Σοῦ τεχθέντα καί οὐδείς δύναται ὡς Σύ, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ. Δι᾽ ὅλα ἔχεις τήν ἰσχύν ὡς ὑπερέχουσα πάντων τῶν κτισμάτων καί δέν εἶναι ἀδύνατον εἰς Σέ οὐδέν, ἐάν θελήσῃς. Μή λοιπόν παραβλέψῃς τά δάκρυά μου, μή ἀηδιάσῃς τόν στεναγμόν μου, μή ἀποστραφῇς τόν πόνον τῆς καρδίας μου, μή ἐντροπιάσῃς τήν πρός Σέ προσδοκίαν μου, ἀλλά διά τῶν μητρικῶν Σου δεήσεων βίασον τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ καί ἀξίωσόν με τόν ταλαίπωρον καί ἀνάξιον δοῦλόν Σου ν᾽ ἀπολαύσω τό πρῶτον καί ἀρχαῖον κάλλος καί τήν ἀπομάκρυνσιν τῶν παθῶν, διά νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τάς ἁμαρτίας καί νά γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νά ἐκδυθῶ τόν μιασμόν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καί νά ἐνδυθῶ τόν ἁγιασμόν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νά νεκρωθῶ διά τόν κόσμον καί νά ζήσω ἐν τῇ ἀρετῇ.
Ὁδοιποροῦντά με συνόδευσον, πλέοντα ἐν θαλάσσῃ σύμπλευσον, ἀγρυπνοῦντα με ἐνίσχυσον, θλιβόμενον παρηγόρησον, ὁλιγοψυχοῦντα παρακάλεσον, ἀσθενοῦντα δώρησόν μου τήν ἴασιν, ἀδικούμενον ρῦσαί με, συκοφαντούμενον ἀθώωσον, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα προφθάσασα λύτρωσόν με, εἰς τούς ἀοράτους ἐχθρούς δεῖξον με καθ᾽ ἑκάστην φοβερόν.
Ναί ὑπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, ἐπάκουσον τῶν οἰκτρῶν δεήσεων καί μή μέ ἐντροπιάσῃς ἀπό τῆς προσδοκίας μου. Τόν βρασμόν τῆς σαρκός κατάπαυσον, τήν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἀγριωτάτην ταραχήν κατεύνασον, τόν πικρόν θυμόν καταπράϋνον, τόν τύφον καί τήν ἀλαζονίαν τῆς ματαίας οἰήσεως ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον, τάς νυκτερινάς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί τάς καθημερινάς ἀκαθάρτους προσβολάς ἀπομάκρυνον τῆς καρδίας μου. Παίδευσόν μου τήν γλῶσσαν ἵνα ὁμιλῇ τά συμφέροντα, δίδαξον τούς ὀφθαλμούς μου νά βλέπουν ὀρθῶς τήν ὁδόν τῆς ἀρετῆς, ἐνίσχυσον τούς πόδας μου ἵνα βαδίζουν τήν μακαρίαν ὁδόν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τάς χεῖράς μου ἁγίασον ἵνα ἀξίως αἴρω αὐτάς πρός τόν Ὕψιστον. Καθάρισόν μου τό στόμα ἵνα μετά παρρησίας ἐπικαλεῖται τόν Πανάγιον Πατέρα καί Θεόν. Ἄνοιξόν μου τά ὦτα, ἵνα ἀκούω αἰσθητῶς καί νοητῶς τά ὑπέρ μέλι καί κηρίον γλυκύτερα λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί βιῶ ταῦτα ἐνισχυόμενος ὑπό Σοῦ. Συνέχεια
Μὴ ἀποκρύψης τὸ Φῶς τοῦ προσώπου σου»
Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
Ἐλέησέ με, μόνε Κύριε, ἐλέησέ με, σὺ ποὺ μὲ σκέπασες ἀπὸ τῆς νεαρῆς μου ἡλικίας, σὺ ποὺ ἀπὸ τὴν ἀγαθότητά σου μοῦ συμπάθησες τὰ πάμπολλά μου πταίσματα ποὺ γνωρίζω πώς σοῦ ἔπταιξα. Σὺ ποὺ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὸν πλάνο καὶ μάταιο κόσμο καὶ ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ ἄτοπες ἡδονὲς καὶ μὲ ἀξίωσες νὰ κάθομαι ἐδῶ σὰν σὲ Ὄρος καὶ μοῦ ἔδειξες τὴ θαυμαστή σου, Θεέ μου, δόξα καὶ μὲ χαρίτωσες γεμίζοντας μὲ ὅλον ἀπὸ θεῖον σου Πνεῦμα καὶ ἀπὸ Πνευματικὸ φωτισμό.
Σὺ πάλιν Θεέ μου, δός μου τοῦ δούλου σου τελεία καὶ ὁλόκληρη τὴν Χάρη σου, χωρὶς νὰ μετανοήσεις σὲ τοῦτο. Μὴν τὴν ἀφαίρεσης. Δέσποτα, μηδὲ ἀποστραφεῖς μὲ παραβλέποντάς με, σὺ ποὺ ἐξ ἀρχῆς μὲ ἔστησες μπροστὰ στὸ πρόσωπό σου καὶ μὲ συναρίθμησες στοὺς δούλους σου καί, σφραγίζοντάς με μὲ τὴν σφραγίδα τῆς Χάριτός σου, μὲ ἐπονόμασες δικό σου.
Μὴ μὲ πάλιν ἀπορρίψεις, μηδὲ ἀποκρύψεις τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου καὶ μὲ καλύψει σκότος· καὶ μὲ καταπιεῖ ἡ ἄβυσσος καὶ συγκλείσει ὁ οὐρανὸς ἐμένα, τὸν ὁποῖον μὲ ἀνεβίβασες ἀνώτερα ἀπὸ αὐτόν, καταξιώνοντάς με νὰ συνευρίσκομαι μὲ τοὺς ἀγγέλους σου, ἤ, νὰ εἰπῶ καλύτερα, μὲ ἐσένα τὸν τῶν ὅλων ποιητὴν καὶ νὰ συνευφραίνωμαι μαζὶ μὲ ἐσένα καὶ νὰ θεωρῶ τὴν ἀπαραμοίαστον δόξαν τοῦ προσώπου σου, ἀπολαμβάνοντας χορταστικὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀπλησίαστο φῶς· καὶ νὰ χαίρω εὐφραινόμενος χαρὰν ἀνεκλάλητον, μὲ τὴν παρουσία τῆς ἀνερμηνεύτου σου ἐλλάμψεως.
Ὁπόταν καὶ κατατρυφώντας ἐγὼ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀνερμήνευτο φῶς, σκιρτοῦσα καὶ ἔχαιρα ὁμοῦ μὲ ἐσένα τὸν ποιητὴ καὶ πλάστη μου, θεωρώντας τὸ ἀπαρομοίαστον κάλλος τοῦ προσώπου σου. Τόσον ποὺ καὶ καταβιβάζοντας πάλι τὸν νοῦν μου στὴ γῆ τότε, δὲν ἔβλεπα μήτε τὸν κόσμον, μὲ τὸ νὰ ἤμουν πεφωτισμένος ἀπὸ ἐσένα, μήτε τὰ τοῦ κόσμου πράγματα, ἀλλὰ ἤμουν ἀνώτερος καὶ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀπὸ τὶς φροντίδες. Συνέχεια
Μετανοῶ
Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
Γιὰ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἁμαρτίες
μετανοῶ ἐνώπιόν Σου, Παντελεήμων.
Νὰ τὸ σπέρμα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν βρίσκεται στὸ αἷμα μου.
Μὲ τὴν προσπάθειά μου καὶ τὸ Ἔλεός Σου συμπνίγω
τὸν κακὸ αὐτὸ σπόρο μέρα καὶ νύχτα.
Γιὰ νὰ μὴ βλαστάνουν τὰ ζιζάνια, ἀλλὰ τὸ καθαρὸ στάρι
στὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου.
Μετανοῶ γιὰ ὅλους τούς μεριμνώντας, ποὺ σκοντάφτουν
κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν μεριμνῶν καὶ δὲν ξέρουν νὰ ἀποθέσουν
τὶς μέριμνές τους ἐπάνω σὲ Σένα. Γιὰ τὸν ἀδύνατο ἄνθρωπο
ἀβάσταχτη εἶναι καὶ ἡ πιὸ μικρὴ μέριμνα, ἐνῶ γιὰ Σένα
καὶ ἕνα βουνὸ μεριμνῶν εἶναι σὰν μιὰ μπάλα χιονιοῦ
πεταμένη στὴν κάμινο τοῦ πυρός.
Μετανοῶ γιὰ ὅλους τούς ἀρρώστους, γιατί ἡ ἀρρώστια
εἶναι καρπὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν μὲ τὴν μετάνοια καθαριστεῖ
ἡ ψυχή, τότε ἡ ἀρρώστια ἐξαφανίζεται μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία,
καὶ εἰσέρχεσαι στὴν ψυχὴ Ἐσύ, Αἰώνια Ὑγεία μου.
Μετανοῶ γιὰ τοὺς ἀπίστους, ποὺ μὲ τὴν ἀπιστία τους
σωρεύουν τὶς ἀνήσυχες φροντίδες τους καὶ τὶς ἀρρώστιες
ἐπάνω τους καὶ ἐπάνω στοὺς φίλους τους.
Μετανοῶ γιὰ ὅλους τους θεοβλασφήμους, ποὺ βλασφημοῦν Ἐσένα,
μὴ ξέροντας ὅτι βλασφημοῦν τὸν Οἰκοδεσπότη,
πού τοὺς ντύνει καὶ τοὺς τρέφει.
Μετανοῶ γιὰ ὅλους τους ἀνθρωποκτόνους ποὺ σκοτώνουν
τὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου γιὰ νὰ φυλάξουν τὴ δική τους.
Συγχώρεσέ τους Παντελεήμων, γιατί δὲν ξέρουν τί κάνουν.
Γιατί δὲν ξέρουν ὅτι δὲν ὑπάρχουν στὸ Σύμπαν δύο ζωές, ἀλλὰ μία,
καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἕνας.
Καὶ κόβουν τὸ μισό τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ φυλάξουν τὸ ἄλλο μισό.
Ἄχ, πόσο εἶναι νεκροὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀποκόψει
τὸ μισό της καρδιᾶς!
Μετανοῶ γιὰ τοὺς ψευδόρκους, διότι ἀλήθεια,
καὶ αὐτοὶ εἶναι ἀνθρωποκτόνοι, αὐτόχειρες.
Γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐκμεταλλεύονται τοὺς ἀδελφούς τους
καὶ συσσωρεύουν ἄχρηστο πλοῦτο, κλαίω καὶ ἀναστενάζω,
γιατί ἔθαψαν τὴν ψυχή τους καὶ δὲν ἔχουν
μὲ τί νὰ παρουσιαστοῦν ἐνώπιόν Σου.
Γιὰ ὅλους τούς ὑπερηφάνους καὶ ἀλαζόνας κλαίω καὶ ἀναστενάζω,
γιατί εἶναι ἐνώπιόν Σου σὰν ζητιάνοι μὲ ἄδειο σακκούλι.
Γιὰ ὅλους τούς μέθυσους καὶ λαίμαργους κλαίω καὶ ἀναστενάζω,
διότι κατήντησαν δοῦλοι τῶν δούλων τους.
Γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ χαλᾶνε τοὺς γάμους, μετανοῶ,
γιατί πρόδωσαν τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο
τοὺς ἐξέλεξε γιὰ νὰ κτίζει διὰ μέσου αὐτῶν τὴν νέα ζωή,
ἐνῶ αὐτοί, τὴν διακονία τῆς ζωῆς,
μετέβαλαν σὲ καταστροφὴ τῆς ζωῆς.
Γιὰ ὅλα τὰ ψεύτικα χείλη, γιὰ ὅλα τὰ θολὰ μάτια,
γιὰ ὅλες τὶς σκληρὲς καρδιές, γιὰ ὅλες τὶς ἀχόρταγες κοιλιές,
γιὰ ὅλα τὰ σκοτεινὰ μυαλά, γιὰ ὅλες τὶς κακὲς θελήσεις,
γιὰ ὅλους τούς ἄσχημους λογισμούς, γιὰ ὅλες
τὶς ψυχοφθόρες ἐνθυμήσεις, μετανοῶ καὶ ἀναστενάζω.
Μετανοῶ, Κύριε, γιὰ τοὺς πολυλογοῦντας,
γιατί τὸ πολύτιμο δῶρο Σου,
τὸ δῶρο τοῦ λόγου, μετέβαλαν σὲ φθηνὴ ἄμμο.
Μετανοῶ, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ καταστρέφουν
τὴν ἑστία τοῦ γείτονα καὶ τὴν εἰρήνη του,
γιατί ἔτσι μάζεψαν στὸν ἑαυτό τους καὶ στὸ λαὸ τὴν κατάρα.
Μετανοῶ, γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ
ὡς ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, γιατί ὅλη ἡ ἱστορία εἶναι στὸ αἷμα μου.
Γιατί ἐγὼ εἶμαι μέσα στὸν Ἀδάμ, καὶ ὁ Ἀδὰμ μέσα μου.
Γιὰ ὅλους τούς μεγάλους καὶ μικρούς, ποὺ δὲν τρέμουν
μπροστὰ στὴν φοβερὰ παρουσία Σου, κλαίω καὶ κραυγάζω·
Δέσποτα Πολυέλεε, ἐλέησον καὶ σῶσον με.
Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸν B΄
Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου
Σ’ εὐχαριστῶ, Δέσποτα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς πού μὲ τὴν προαιώνια βουλή σου εὐδόκησες νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σʼ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα, τῆς γέννησής μου, Ἐσὺ ὁ Μόνος ἀθάνατος, ὁ Μόνος παντοδύναμος, ὁ Μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ταπεινώθηκες καὶ ἔγινες ἄνθρωπος, καὶ –χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Θεοῦ-Πατρός– προσέλαβες σάρκα καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία. Καὶ ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες καὶ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση, ἀνοίγοντάς μου τὸ δρόμο πρὸς τοὺς οὐρανοὺς
Ἔπειτα, ἀφοῦ γεννήθηκα καὶ ἀναπτύχθηκα λίγο, Ἐσὺ μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα καὶ μὲ κατεκόσμησας μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐσύ μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι πού μεγάλωσα καὶ ὡρίμασα. Ἐπειδὴ δὲ ἔκρινες ὅτι δὲν εἶναι σωστὸ καὶ πρέπον νὰ ὁδηγούμαστε μὲ τὴ βία στὴ σωτηρία, ἀλλὰ ἐλεύθερα μὲ τὴ δική μας προαίρεση, θέλησες νὰ τιμηθῶ κι ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καί, διὰ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Σου, νὰ ἐκφράζω τὴν πηγαία καὶ αὐτοπροαίρετη πρὸς Σὲ ἀγάπη μου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητὴς τῆς Χάρης Σου, δὲν λογαρίασα τὴν ἀξία τῆς δωρεᾶς τοῦ αὐτεξουσίου καὶ σὰν ἄλογο πού λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, αὐτονομήθηκα καὶ ἔτσι κατέπεσα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῶ κοιτόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ κυλιόμουν καὶ συντριβόμουν ὁλοένα καὶ περισσότερο, Ἐσὺ δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μὲ ἐγκατέλειψες νὰ μολύνομαι πεσμένος στὸ βόρβορο. Ἀλλὰ μὲ εὐσπλαχνίσθηκες, καὶ μὲ ἔβγαλες ἀπὸ ἐκεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες, κατὰ τὸ ἔλεός Σου, ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, πού ἤθελαν νὰ μὲ ἐξουδενώσουν καὶ νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Ἐσὺ Κύριε, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν ἐπέτρεψες νὰ δεχθῶ δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρᾶ. Ἀλλά μου ἔδωσες τὴ δύναμη καὶ τὸ φωτισμὸ νὰ θεωρῶ ὡς βδέλυγμα τὴ δόξα καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ὅσα προκλητικά μου πρόσφεραν, γιὰ νὰ δραπετεύσω, ὡς προδότης, ἀπὸ τὴν κλήση καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγιασμοῦ πού Ἐσὺ χαρίζεις.
Ἐξομολογοῦμαι ὅμως ἐνώπιόν Σου, Θεὲ καὶ Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες, τὶς περιφρόνησα καὶ γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σὲ λάκκο καὶ σὲ βόρβορο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Ἔτσι κατέπεσα πάλι καὶ ἔγινα δέσμιος τῶν σκοτεινῶν πνευμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ξεφύγω, ὄχι μόνο μὲ τὶς δυνάμεις μου, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ μὲ τὴ βοήθεια ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ νὰ ξανανέβω στὸ φῶς. Συνέχεια
ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ὅταν τὰ σύννεφα βροντοῦν καὶ οἱ ὠκεανοὶ μουγγρίζουν, εἶναι σὰ νὰ σοῦ φωνάζουν:«Κύριέ μας!»
Ὅταν οἱ μετεωρίτες πέφτουν καὶ φωτιὲς ξεπηδοῦν ἀπὸ τὴ γῆ, εἶναι σὰ νὰ κραυγάζουν:«Δημιουργέ μας!»
Ὅταν τὰ ἄνθη μπουμπουκιάζουν τὴν ἄνοιξη καὶ τὰ χελιδόνια κουβαλοῦν μὲ τὸ στόμα τους ξερὰ χόρτα γιὰ νὰ φτιάξουν φωλιὲς γιὰ τὰ μικρά τους, εἶναι σὰ νὰ σοῦ τραγουδοῦν: «Δέσποτά μας!»
Κι ὅταν ἐγὼ σηκώνω τὰ μάτια μου πρὸς τὸ θρόνο Σου, σοῦ ψιθυρίζω: «Πάτερ ἡμῶν!»
Ὑπῆρχε κάποια ἐποχή, μία μακρὰ καὶ φοβερὴ ἐποχή, πού κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀπευθυνόταν σὲ Σένα, σὲ φώναζε Κύριο, Δημιουργό, Δεσπότη! Μάλιστα! Τότε πού ὁ ἄνθρωπος ἔνιωθε πώς εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἀντικείμενο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα. Τώρα ὅμως, μὲ τὴ χάρη τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ μάθαμε τὸ πραγματικό Σου ὄνομα. Γι’ αὐτὸ κι ἐγὼ τολμῶ, μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, νὰ Σὲ ὀνομάσω «Πατέρα».
Ἂν Σὲ ὁμολογήσω «Κύριο», ὑποκλίνομαι μπροστά Σου ἔντρομος, σὰν ἕνας ἀπὸ μία ἀμέτρητη στρατιὰ σκλάβων.
Ἂν Σὲ καλέσω «Δημιουργό», χωρίζομαι ἀπὸ Σένα, ὅπως ἡ νύχτα χωρίζεται ἀπὸ τὴ μέρα καὶ τὸ φύλλο ἀπὸ τὸ δέντρο.
Ἂν Σὲ κοιτάξω καὶ Σὲ ὀνομάσω «Δέσποτα», θὰ εἶμαι σὰν μία πέτρα ἀνάμεσα σὲ πέτρες, σὰν μία καμήλα ἀνάμεσα σὲ καμῆλες.
Ἂν ὅμως ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ ψιθυρίσω «Πατέρα», ἡ ἀγάπη παίρνει τὸ μέρος τοῦ φόβου, ἡ γῆ μοιάζει ν’ ἀνεβαίνει καὶ νὰ ἐγγίζει τὸν οὐρανό. Κι ἐγὼ περπατῶ μαζί Σου.
Σὲ νιώθω σὰν σύντροφο στὶς ὀμορφιὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ μοιράζομαι τὴ δόξα Σου, τὴ δύναμή Σου.
Πάτερ ἡμῶν! Εἶσαι ὁ Πατέρας ὅλων μας. Ἂν σὲ καλοῦσα Πατέρα μου, θὰ μείωνα καὶ Σένα καὶ μένα.
Πάτερ ἡμῶν! Δὲ νοιάζεσαι μόνο γιὰ μένα, ἕνα ἄτομο, μὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Σκοπός Σου εἶναι ἡ βασιλεία Σου, ὄχι ἕνας μεμονωμένος ἄνθρωπος.
Ὁ ἐγωισμός μου σὲ καλεῖ, Πατέρα μου. Ἡ ἀγάπη μου Σοῦ φωνάζει: Πατέρα μας!
Στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀδελφῶν μου, προσεύχομαι καὶ λέω: «Πάτερ ἡμῶν»!
Στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ὄντων πού μὲ περιβάλλουν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα μὲ ἔχεις πλάσει,προσεύχομαι: «Πάτερ ἡμῶν!»
Προσεύχομαι σὲ Σένα, Πατέρα τοῦ σύμπαντος, προσεύχομαι γιὰ ἕνα πράγμα μόνο: Ἂς ἀνατείλει σύντομα ἡ μεγάλη μέρα πού ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ζωντανοὶ κι οἱ νεκροί, ἁρμονικά, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τ’ ἀστέρια, τὰ θηρία κι ὅλα τὰ πλάσματα, θὰ Σὲ καλέσουν μὲ τὸ πραγματικό Σου ὄνομα: «Πάτερ ἡμῶν!», «πατέρα μας!»
Ἀπό τό βιβλίο:ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ, Εκδ.ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ
Λόγος περὶ προσευχῆς
Ἁγίου Νείλου τοῦ Ἀσκητοῦ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ εἶναι τὸ ἀνέβασμα τοῦ νοῦ στὸ Θεό. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐργασία πνευματική, ποὺ ἁρμόζει στὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ περισσότερο ἀπ’ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσχολία.
Ἡ προσευχὴ γεννιέται ἀπὸ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἀοργησία· φέρνει στὴν ψυχὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐχαριστία· προφυλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀθυμία.
Ὅπως τὸ ψωμὶ εἶναι τροφὴ τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀρετὴ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἔτσι καὶ τοῦ νοῦ τροφὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ προσευχή.
Ὅπως ἡ ὅραση εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ θεία καὶ ἱερὴ ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, συνομιλεῖ πάντοτε μαζί Του σὰν γιὸς πρὸς πατέρα καὶ ἀποστρέφεται κάθε ἐμπαθὴ σκέψη.
Ἀφοῦ ἡ προσευχὴ εἶναι συναναστροφὴ τοῦ νοῦ μὲ τὸ Θεό, σὲ ποιὰν ἄραγε κατάσταση θὰ πρέπει νὰ βρίσκεται αὐτός, γιὰ νὰ μπορέσει, χωρὶς νὰ στρέφεται ἄλλου, νὰ πλησιάσει τὸν Κύριό του καὶ νὰ συνομιλεῖ μαζί Του χωρὶς τὴ μεσολάβηση ἄλλου;
Ἂν ὁ Μωυσῆς, προσπαθώντας νὰ πλησιάσει τὴ φλεγόμενη βάτο, ἐμποδιζόταν, ὥσπου ἔβγαλε τὰ σανδάλια ἀπὸ τὰ πόδια του, ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ δεῖς τὸ Θεὸ καὶ νὰ συνομιλήσεις μαζί Του, δὲν θὰ πρέπει νὰ βγάλεις καὶ νὰ πετάξεις ἀπὸ πάνω σου κάθε ἁμαρτωλὸ λογισμό;
Ὅλος ὁ πόλεμος ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες δὲν γίνεται γιὰ τίποτ’ ἄλλο παρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ προσευχή. Γιατί σ’ αὐτοὺς εἶναι πολὺ ἐχθρικὴ καὶ ἐνοχλητικὴ ἡ προσευχή, ἐνῶ σ’ ἐμᾶς εἶναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνὴ καὶ εὐχάριστη. Συνέχεια
Ταπεινή προσφορά
π. Εὐσεβίου Βίττη
ΔΕΞΟΥ Κύριε Ἰησοῦ γλυκύτατε, Ἀρχιποίμην Ἰησοῦ, Υἱὲ Θεοῦ Μονογενές, Ἀγάπη τῆς Ἀγάπης τοῦ Πατρός, πού εἶναι ἡ ρίζα κάθε ἀγάπης, δέξου, ΚΥΡΙΕ μου, τὴν ταπεινή μου προσφορά. Δέξου την καὶ ἐπειδὴ ὁπωσδήποτε εἶναι μολυσμένη καὶ βεβορβορωμένη ἀπὸ τὴν ἄμετρη ἁμαρτωλότητά μου, ἐξάγνισέ την ΕΣΥ καθάρισέ την Ἐσύ, συμμόρφωσέ την Ἐσὺ σύμφωνα μὲ τὴ δική Σου σοφία καὶ καθαρότητα.
Δέξου τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μου, ὅσο κι ἂν εἶναι πήλινη.
Δέξου τὰ δάκρυά μου, ὅσο κι ἂν εἶναι γήινα.
Δέξου τὴν ταπεινή μου ἱκεσία, ὅσο κι ἂν εἶναι φτωχὴ καὶ ἰσχνή.
Σὲ ἱκετεύω, φτωχό Σου πρόβατο κι ἐγώ, γιὰ τὰ πρόβατά Σου, πού εἶναι ἀδέρφια μου, πού εἶναι παιδιά Σου, ποὺ εἶναι παιδία τοῦ «Πατρὸς ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», Πρωτότοκε καὶ Πρεσβύτερε Ἀδελφέ, Κύριε καὶ Δέσποτα Ἰησοῦ Χριστέ, Σωτήρ μου.
ΟΣΟΝ καιρὸ μετάνοιας, συντριβῆς, προσευχῆς, ἀφιερώσεως καὶ ἡσυχίας πνευματικῆς θὰ μοῦ χαρίζει ἡ εὐσπλαχνία Σου, μία μέρα; μία ἑβδομάδα; ἕνα μήνα; ἕνα χρόνο; ὅσον καιρὸ θὰ μοῦ χαρίζει ἡ ἄμετρη ἀγαθότητά Σου καὶ ἀνοχή Σου, θὰ τὸν ἀφιερώσω σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο: θὰ ἱκετεύω γιὰ τὰ πρόβατά Σου. Ὤ, μὴν ἀπορρίψεις τὴν ταπεινή μου ἱκεσία, Κύριε! Τὸ ξέρεις πὼς ἡ μεγάλη μου εὐτυχία κλείνοντας τὰ μάτια στὸν μάταιον αὐτὸν κόσμο, ἡ πιὸ μεγάλη μου χαρά, θὰ εἶναι νὰ ἔχω κρατήσει μία καὶ μόνο εἰκόνα: ἕνα κοπάδι λογικῶν προβάτων, τῶν προβάτων, πού μοῦ εἶχες Ἐσὺ ἐμπιστευθεῖ, μὰ δὲν ἀξιώθηκα νὰ πεθάνω ἀνάμεσά τους, νὰ βόσκουν ἑνωμένα, ἀγαπημένα, εἰρηνικά, πνευματικὰ καταρτισμένα σὲ κάποιους λειμῶνες τῆς Χάριτός Σου, κάτω ἀπὸ τὰ στοργικὰ βλέμματα ἑνὸς -ἴσως καὶ περισσότερων- ἁγίων ἱερέων καὶ πνευματικῶν ποιμένων, πού θὰ τοὺς ἔχεις στὸ μεταξὺ Ἐσὺ στείλει, γιατί καὶ γι’ αὐτὸ Σὲ ἔχω ἐνοχλήσει πολύ, ὅπως τὸ ξέρεις καλά.
Ἴσως αὐτή ἡ εἰκόνα, πού θὰ ἔχω κλείσει στὰ μάτια μου, νά ʼναι ἡ μόνη μου ἀπολογία μπρὸς στὸ φοβερὸ Κριτήριο καὶ τὸ ἀδέκαστο Βῆμα Σου.
Ὅταν μοῦ πεῖς: τί ἔκανες λοιπόν, φτωχὴ ψυχή, ἐκεῖ κάτω στὴ γῆ; Θὰ μπορῶ ἴσως τότε μὲ ὅλη τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ θάρρος, πού μοῦ ἐμπνέει ἡ ἀγάπη Σου, νὰ Σοῦ ἀποκριθῶ ταπεινά:
Σοῦ δάνειζα τὰ δάκρυά μου,
γιὰ νὰ κάνης τὶς συνθέσεις
τῶν χρωμάτων αὐτῆς τῆς εἰκόνας,
πού ἔφερα μαζί μου Κύριε!
ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΚΥΡΙΕ ΜΟΥ, ΙΗΣΟΥ ΜΟΥ!
Εὐχὴ Μυστικὴ
Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
ἔλα, ἡ αἰώνια ζωή,
ἔλα, τὸ ἀπόκρυφο μυστήριο,
ὁ ἀνώνυμος θησαυρός,
τὸ ἀνεκφώνητο πράγμα,
τὸ ἀκατανόητο πρόσωπο,
ἡ παντοτινὴ ἀγαλλίαση, τὸ ἀνέσπερο φῶς,
ἔλα, ἡ ἀληθινὴ προσδοκία
αὐτῶν ποὺ μέλλουν νὰ σωθοῦν.
Ἔλα, τῶν πεσμένων ἡ ἔγερση,
ἔλα, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάσταση.
Ἔλα, Δυνατέ, ποὺ δημιουργεῖς,
μεταπλάθεις κι ἀλλοιώνεις τὰ πάντα
μὲ μόνη τὴ θέλησή σου!
Ἔλα, ἀόρατε, ἀνέγγιχτε κι ἀψηλάφητε.
Ἔλα, σὺ ποὺ μένεις πάντα ἀμετακίνητος,
μὰ κάθε στιγμὴ μετακινεῖσαι ὁλόκληρος,
γιὰ νὰ ‘ρθεις σέ μᾶς, ποὺ κειτόμαστε στὸν ἅδη,
ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν.
Ἔλα, πολυπόθητο καὶ πολυθρύλητο ὄνομα,
πού ὅμως ἀδυνατοῦμε νὰ περιγράψουμε
τί ἤσουν ἀκριβῶς,
ἢ νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία καὶ τὶς ἰδιότητές σου.
Ἔλα, παντοτινὴ χαρά,
ἔλα, ἁμαράντινο στεφάνι,
ἔλα, πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ βασιλιά μας. Συνέχεια
Ἐπιθανάτια Προσευχή τῆς ἁγίας Μακρίνας
Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης
«Ἐσύ, Κύριε, διέλυσας τό φόβο μας γιά τό θάνατο.
Ἐσύ ἔκανες ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τό τέλος τῆς ἐπίγειας βιοτῆς μας.
Ἐσύ γιά λίγο ἀναπαύεις μέ ὕπνο τά σώματά μας, γιά νά τά ξυπνήσεις πάλι μέ τόν ἦχο τῆς ἔσχατης σάλπιγγας.
Ἐσύ δίνεις ὡς παρακαταθήκη στή δική σου γῆ, τή γῆ τοῦ σώματός μας, αὐτή πού ἔχεις πλάσει μέ τά ἴδια σου τά χέρια καί παίρνεις πάλι πίσω ὅ,τι μᾶς ἔχεις χαρίσει, μεταμορφώνοντας μέ τή Χάρη Σου τή θνητή καί ἄμορφη φύση μας, σέ ἄφθαρτη καί αἰώνια.
Ἐσύ μᾶς ἔσωσες ἀπό τήν κατάρα καί τήν ἁμαρτία, ἀφοῦ γιά χάρη μας, ἔγινες καί τά δύο.
Ἐσύ συνέτριψες τά κεφάλια τοῦ Δράκοντα, αὐτοῦ πού ἄνοιξε τό πελώριο στόμα του καί κατάπιε τόν ἄνθρωπο.
Ἐσύ μᾶς ἄνοιξες τό δρόμο γιά τήν ἀνάσταση, ἀφοῦ συνέτριψες τίς πύλες τοῦ ἅδη καί ἔδεσες τόν κύριο τοῦ θανάτου.
Ἐσύ χάρισες, στά παιδιά Σου πού τά διακατέχει φόβος, τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιά νά συντρίβουμε ἔτσι τόν ἐχθρό καί νά νιώθουμε ἀσφάλεια γιά τή ζωή μας.
Ἐσύ, ὁ προαιώνιος Θεός, στά χέρια τοῦ Ὁποίου ἀφέθηκα ἀπό τότε πού βρισκόμουν ἀκόμα στήν κοιλιά τῆς μητέρας μου,
Ἐσένα πού ἀγάπησε ἡ ψυχή μου μέ ὅλη τή δύναμή της καί πού Σοῦ ἀφιέρωσα ἀπό τή νεότητα ὥς τώρα καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μου,
Ἐσύ, στεῖλε τώρα δίπλα μου Ἄγγελο φωτεινό, γιά νά μέ χειραγωγήσει σέ τόπο ἀναψυχῆς, ὅπου ρέουν οἱ ποταμοί τῆς ἀνάπαυσης, στούς κόλπους τῶν ἁγίων Πατέρων μας.
Ἐσύ πού κομμάτιασες τή φλογίνη ρομφαία καί ξανάβαλες στόν Παράδεισο, τόν ἄνθρωπο -πού σταυρώθηκε μαζί Σου καί ἕλκυσε ἔτσι τούς οἰκτιρμούς Σου-
Ἐσύ, Κύριέ μου, παράλαβε καί ᾿μένα στή Βασιλεία Σου· καί ἐγώ σταυρώθηκα μέ Σένα καί καθήλωσα ὅ,τι σαρκικό ἀπό τήν ἀγάπη καί τό φόβο τῆς Κρίσης Σου.
Ἄς μή μέ χωρίσει ἀπό τούς ἐκλεκτούς Σου, Κύριέ μου, χάσμα φοβερό, ἄς μή σταθεῖ ὁ φθονερός Ἐχθρός ἐμπόδιο στήν πορεία μου κι ἡ ἁμαρτία μου, ἄς μήν μοῦ ἀποκλείσει τό δρόμο πρός Ἐσένα.
Ἄν ἔσφαλα σέ κάτι στή ζωή μου καί ἄν ἔχω, ἀπό ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἁμαρτήσει, μέ λόγο, μέ ἔργο ἤ κατά διάνοια,
Ἐσύ πού ἔχεις ἐξουσία πάνω στή γῆ νά συγχωρεῖς τούς ἀνθρώπους,
Συγχώρεσε καί ἐμένα, Κύριε μου.·
Θά πάρει ἔτσι, θάρρος ἡ ψυχή μου·γιά νά σταθεῖ ἐνώπιόν Σου, ὅταν πιά ἀποθέσω τό σῶμα μου· καί ὄντας ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε ρύπο ἡ ψυχή μου, καθάριο καί εὐωδιαστό θυμίαμα, νά προσφερθεῖ σέ Σένα.
«Εἰς τόν βίον τῆς Ὁσίας Μακρίνας»
Ἑρμηνευτική ἀπόδοσις:
Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα
Eὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε!
Eὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ὁδηγήσει στήν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μου μέ ἔχουν προσδέσει στή γῆ, ἐνῶ οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν λύσει ἀπό τή γῆ καί ἔχουν συντρίψει ὅλες τίς φιλοδοξίες μου στόν κόσμο.
Οἱ ἐχθροί μέ ἔχουν ἀποξενώσει ἀπό τίς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καί μέ ἔκαναν ξένο καί ἀπισυσχετισμένον ἀπό τή ζωή τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῶο βρίσκει πιό ἀσφαλές καταφύγιο ἀπό ἕνα ἄλλο πού ζῆ στήν ἡσυχία, ἔτσι κι ἐγώ. Καταδιω-γμένος ἀπό τούς ἐχθρούς, ἔχω ἀνακαλύψει τό ἀσφαλέστερο καταφύγιο καί προφυλάσσομαι κάτω ἀπό «τή σκιά τῶν πτερύγων Σου», ὅπου οὔτε φίλοι οὔτε ἐχθροί μποροῦν νά ἀπωλέσουν τήν ψυχήν μου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμα καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Αὐτοί μᾶλλον, παρά ἐγώ, ἔχουν ὁμολο-γήσει τίς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοί μαστίγωναν κάθε φορά πού ἐγώ δίσταζα νά τιμωρήσω τόν ἑαυτόν μου. Μέ βασάνιζαν, κάθε φορά πού ἐγώ προσπαθοῦσα νά ἀποφύγω τά βάσανα. Αὐτοί μέ ἐπέπλη ταν, κάθε φορά πού ἐγώ κολάκευα τόν ἑαυτόν μου. Αὐτοί μέ κτυποῦσαν κάθε φορά πού ἐγώ εἶχα παραφουσκώσει ἀπό τήν ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε. ‘Ακόμη καί ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου σοφό, αὐτοί μέ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορά πού εἶχα κάνει τόν ἑαυτόν μου δυνατό, αὐτοί μέ περιγέλασαν σάν νά εἴμουνα νάνος. Κάθε φορά πού θέλησα νά καθοδηγήσω ἄλλους, οἱ ἐχθροί μέ ἔσπρωξαν στό περιθώριο. Κάθε φορά πού ἔσπευδα νά πλουτίσω, αὐτοί μέ ἐμπόδισαν μέ σιδερένια χέρια. Κάθε φορά πού εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θά κοιμόμουν πιά εἰρηνικά, αὐτοί ἄγρια μέ ξύπνησαν. Κάθε φορά πού προσπάθησα νά κτίσω ἑνα σπίτι γιά νά ζήσω ἐκεῖ χρόνια πολλά καί εἰρηνικά, αὐτοί τό κατε-δάφισαν καί μέ ἔβγαλαν ἔξω.
Στ’ ἀλήθεια, Κύριε, οἱ ἐχθροί μου μέ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπό τόν κόσμο καί ἅπλωσαν τά χέρια μου στό κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τούς ἐχθρούς μου, Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγώ τούς εὐλογῶ καί δέν τούς καταριέμαι.
Εὐλογησέ τους καί πλήθυνέ τους!
Πλήθυνέ τους καί κάνε τους ἀκόμα πιό σκληρούς ἐναντίον μου!
Ὥστε ἡ καταφυγή μου σέ Σένα νά μήν ἔχει ἐπιστροφή. Νά διαλυθεῖ ἡ κάθε ἐλπίδα μου στούς ἀνθρώπους σάν ἱστός ἀράχνης. Ν’ ἀρχίσει ἀπόλυτη γαλήνη νά βασιλεύει στήν ψυχή μου. Νά γίνει ἡ καρδιά μου τάφος τῶν δύο κακῶν διδύμων ἀδελφῶν μου: τοῦ θυμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας. Νά μπορέσω νά ἀποθη-κεύσω ὅλους τούς θησαυρούς μου «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Νά μπορέσω γιά πάντα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τήν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μέ περιέπλεξε στό θανατηφόρο δίκτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Οἱ ἐχθροί μέ δίδαξαν νά μάθω αὐτό πού δύσκολα μαθαίνει κανείς, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐχθρούς στόν κόσμο, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό του!…
Εἶναι πράγματι δύσκολο γιά μένα νά πῶ ποιός μοῦ ἔκανε περισσότερο καλό καί ποιός περισσότερο κακό: Οἱ ἐχθροί ἤ οἱ φίλοι μου;
Γι’ αὐτό, εὐλόγησε Κύριε, καί τούς φίλους μου καί τούς ἐχθρούς μου…
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ὢ Κύριε Ἰησοῦ μου
Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη
*
Ὢ Κύριε Ἰησοῦ μου, πρᾶε καὶ ταπεινὲ τῇ καρδίᾳ,
σὲ παρακαλῶ καὶ σὲ ἱκετεύω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά:
*
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ ἐκτιμοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ ἀγαποῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ ἀναζητοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ τιμοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ ἐπαινοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ προτιμοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ συμβουλεύονται,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ ἐπιδοκιμάζουν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ μὲ φροντίζουν,
ἐλευθέρωσέ με.
*
Ἀπὸ τὸ φόβο νὰ μὲ ταπεινώνουν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὸ φόβο νὰ μὲ περιφρονοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὸ φόβο νὰ μὲ ἀπορρίπτουν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὸ φόβο νὰ μὲ συκοφαντοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὸ φόβο νὰ μὲ λησμονοῦν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὸ φόβο νὰ μὲ προσβάλλουν,
ἐλευθέρωσέ με.
Ἀπὸ τὸ φόβο νὰ μὲ ὑποπτεύονται,
ἐλευθέρωσέ με. Ἀμήν
Προσευχή κατά τήν παρασκευή τοῦ προσφόρου
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Δόξα Σοι ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (ἐκ γ´)
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τὰς ἀνομίας ἡμῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καὶ ἴασαι τὰς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου. Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, ἐλέησον.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι. Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου. Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου. Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον. Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν. Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Κύριε ἐλέησον ιβ’ Δόξα… Καὶ νῦν…
Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ. Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ. Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν αὐτῷ, Χριστῷ τῷ βασιλεῖ καὶ Θεῷ ἡμῶν.
Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διὰ παντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀπορρίψης μὲ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαὶ με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιων, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Εἶτα ψάλλομεν τό ἑπόμενο Τροπάριο τῆς Θεοτόκου μετὰ τοῦ στίχου: Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.
Ἦχος πλ. δ’.
Παναγία Θεοτόκε Παρθένε, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν κατεύθυνον, καὶ συγχώρησιν τῶν πταισμάτων ἡμῶν αἴτησαι, ἐν τῷ ψάλλειν ἡμᾶς τῶν Ἀγγέλων τὸν ὕμνον. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος,ἐλέησον ἡμᾶς (ἐκ γ’). Δόξα. Καὶ νῦν… Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς.
ΕΥΧΗ
Κύριε, ὁ κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. Σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιῶν μεγάλα καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια ἔργα, ἃ οὔτε ἔννοια καταλαβέσθαι δύναται, οὔτε λόγος ἑρμηνεῦσαι ἰσχύει. Δοξάζομέν σε καὶ ἐν ταπεινῷ συνειδότι προσκυνοῦμέν σε τὸν παντοκράτορα καὶ παντοδύναμον, τὸν μετασκευάζοντα πάντα μόνῳ τῷ βούλεσθαι, τὸν ἐν ἀπόροις πόρους εὑρίσκοντα ἀῤῥήτῳ καὶ ἀκαταλήπτῳ σοφίᾳ.
Σύ, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐξ οὗ τῆς ἀχράντου καὶ παμπλούτου παλάμης τῶν προκειμένων ὑλικῶν τὴν παροχὴν ἐκομισάμεθα, ἐπάκουσον τῆς δεήσεως ἡμῶν καὶ ἐπίσκεψε τὸ ἄλευρον τοῦτο καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὴν ζύμην καὶ ἁγίασον αὐτά, ὥστε γενέσθαι φύραμα νέον πρὸς παρασκευὴν ἄρτου προσφόρου εἰς προσκομιδὴν κατὰ τὴν Ἁγίαν Ἀναφορὰν τῆς Θείας Λειτουργίας.
Χάρισε δὲ ἀντάμειψιν ἡμῖν, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν τὴν ἀπόλαυσιν, συντηρῶν ἡμᾶς ἐν τῇ χρηστότητί σου, ὅπως τῶν σῶν ἀφθονοπαρόχων δωρεῶν ἐμπλησθῶμεν καὶ τῆς ἀνεκλαλήτου σου ἀγαθότητος, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου, Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν, Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πάντων καὶ πασῶν σου τῶν ἁγίων. Ὅτι σὺ εἶ ὀ δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ σὸν ἐστὶν τὸ ἐλεεῖν καὶ σώζειν ἡμᾶς καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν
Ὁ Ὕμνος τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων
«῎Ας εἶσαι δοξασμένος, ἀξιοΰμνητε, Κύριε καί Θεέ μας.
Θεέ τοῦ κόσμου καί τῶν προγόνων μας. ῎Ας εἶναι γιά πάντα δοξασμένο τό ὄνομά Σου.
᾿Εσύ, εἶσαι δίκαιος σέ ὅλα. ῞Ολες οἱ ἐνέργειες κι οἱ ἀποφάσεις Σου εἶναι βασισμένες ἄσειστα στήν ἀλήθεια.
῾Ο τρόπος πού ἐπεμβαίνεις στή ζωή μας, εἶναι γεμᾶτος καθαρότητα, εὐθύτητα κι ἀγάπη.
῞Ο,τι κι ἄν ἔχεις ἐπιτρέψει νά μᾶς συμβεῖ, ὅλα εἶναι ἀπόλυτα ἄδολα κι ἀληθινά.
᾿Ακόμα κι ὅσα ἐπέτρεψες νά ἐπιβληθοῦν σέ μᾶς ὡς τιμωρίες καί τήν ἅγια πόλη τῶν προγόνων μας, στήν ῾Ιερουσαλήμ, ἀκόμα κι αὐτά ὅλα, ἔγιναν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας μας.
῾Αμαρτήσαμε Κύριε, ἀνομήσαμε, φύγαμε μακριά Σου. ῞Ολη ἡ ζωή μας εἶναι βουτηγμένη στήν ἁμαρτία. Παραβήκαμε τίς ἐντολές Σου, τίς βγάλαμε ἀπό τό νοῦ καί τήν καρδιά μας.
Δέν ἐφαρμόσαμε τίποτα ἀπό ὅσα μᾶς ἔχεις ὑποδείξει, ὥστε, ἀκολουθώντας τα, νά μπορέσουμε, νά ζήσουμε εἰρηνικά κι εὐτυχισμένα. Δίκαια λοιπόν εἶναι, ὅσα ἐπέτρεψες νά μᾶς συμβοῦν στό παρελθόν κι ὅσα μᾶς βρίσκουν τώρα.
Πολύ σωστή ἡ ἀπόφασή Σου, νά ἐπιτρέψεις νά πέσουμε σέ χέρια ἄνομων, ἐχθρῶν τῆς πίστης μας, στήν ἐξουσία τόσο ἄδικου καί αἱμοβόρου βασιλιά. Σέ αὐτόν πού ἀποδείχθηκε σκληρότερος ἀπό ὅλους, ὅσους μέχρι σήμερα ἔχουν βασιλέψει πάνω στή γῆ μας.
Πῶς νά τολμήσουμε νά ἀνοίξουμε τό στόμα μας ἐνώπιόν Σου; Ντροπιασθήκαμε καί καταεξευτελισθήκαμε οἱ ταπεινοί δοῦλοι Σου, ἐμεῖς πού, παρόλα ὅσα μᾶς ἔχουν βρεῖ, δέν παύουμε νά Σέ εὐλαβούμαστε καί νά Σέ ἀγαποῦμε.
Μήν μᾶς ἐγκαταλείψεις ὁλοκληρωτικά καί ἀτιμασθεῖ ἔτσι τό ἅγιο ῎Ονομά Σου. Μήν ἀκυρώσεις τώρα τήν παλιά Σου ὑπόσχεση, γιά πατρική μέριμνα καί ἀδιάκοπη προστασία τῶν παιδιῶν Σου. Τό ἔλεός Σου μήν πάρεις ἄσπλαχνα, μακριά ἀπό μᾶς τούς τόσο βασανισμένους καί φτωχούς. Ναί Κύριε! Εἰσάκουσέ μας, γιά χάρη τοῦ ᾿Αβραάμ, τοῦ ἀγαπημένου Σου, τοῦ ᾿Ισαάκ τοῦ δούλου Σου καί τοῦ ᾿Ισραήλ (᾿Ιακώβ) τοῦ ἐκλεκτοῦ παιδιοῦ Σου. Συνέχεια
Ἀναστεναγμοὶ τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς
Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ
«Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου». Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Ἔλξε με γιά νά σὲ πλησιάσω. Εἶμαι κρατούμενος στή φυλακή,
Κύριε, καὶ μὲ περιβάλλει τὸ σκοτάδι. Εἶμαι δεμένος μὲ πολλὰ δεσμὰ σιδερένια καὶ δέν ἔχω ἀνακούφιση. Λύσε τὰ δεσμά μου, γιά νά ἐλευθερωθῶ. Διῶξε τὸ σκοτάδι, γιά νά δῶ τὸ Φῶς σου.
Ἐξάγαγε μὲ ἀπὸ τή φυλακή γιά νά σὲ πλησιάσω. Δῶσε μου τὰ ὦτα νά σὲ ἀκούω. Δῶσε μου τοὺς ὀφθαλμοὺς νά σὲ βλέπω. Δῶσε μου τή γεύση νά σὲ γευτῶ. Δῶσε μου τὴν ὄσφρηση νά σὲ ὀσφραίνομαι. Δῶσε μου τὰ πόδια νά ἔρθω σ’ Ἐσένα. Δῶσε μου τὰ χείλη νά μιλάω γιά Σένα. Δῶσε μου τὴν καρδιά νά σὲ φοβᾶμαι καὶ νά σὲ ἀγαπῶ.
«Ὁδήγησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου καὶ πορεύσομαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου». Ἐπειδὴ εἶσαι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή. Πάρε ἀπὸ μένα τὸ δικό μου καὶ δῶσε μου τὸ θέλημά σου, νά ποιῶ τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθό. Πάρε ἀπὸ μένα τὸ παλαιὸ καὶ δῶσε μου τὸ καινούργιο. Πάρε ἀπὸ μένα τὴν καρδιά τὴν πέτρινη καὶ δῶσε μου τὴν καρδιά τὴν σαρκίνη, πού θὰ σὲ ἀγαπάει, θὰ σὲ τιμάει, θὰ σὲ ἀκολουθεῖ.
Δῶσε μου ὀφθαλμὸ νά δῶ τὴν ταπείνωσή σου,γιά νά τὴν ἀκολουθήσω. Δῶσε μου ὀφθαλμὸ νά δῶ τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονή σου, γιά νά τὶς ἀκολουθήσω. Πές λόγο καὶ θὰ γίνουν τά πάντα. Ἐπειδὴ ὁ λόγος σου εἶναι πράξη.
Σοί, Κύριε
Ἁγίου .Νικολάου Βελιμίροβιτς,
Πρίν ἀπό τό τέλος κάθε δέησης, καί ὅταν ὁ ἱερεύς προτρέπει τόν λαό λέγοντας «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», ὁ λαός ἀπαντάει: «Σοί, Κύριε». «Σέ σένα Κύριε».
Αὐτές οἱ λέξεις εἶναι πολύ γνωστές. Καί εὔκολα τίς θυμώμαστε.
Καί κάθε Χριστιανός μπορεῖ νά τίς χρησιμοποιεῖ σέ κάθε περίσταση τῆς ζωῆς του.
Ὅταν ἔχεις ὑγεία, καί πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές σου, πές μέ ὅλη σου τήν καρδιά: «Σοί, Κύριε». «Σέ Σένα», Κύριε, ὀφείλουμε τήν εὐχαριστία.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι σέ τιμοῦν καί λένε καλά λόγια γιά σένα, πές ἀπό μέσα σου:«Αὐτά δέν ἀξίζουν νά ἀποδοθοῦν σέ μένα, ἀλλά Σοί, Κύριε». «Σέ Σένα», Κύριε, ὀφείλουμε τήν εὐχαριστία.
Καί ὅταν ὑποπέσεις στόν φθόνο τῶν ἀνθρώπων καί στήν προδοσία τῶν φίλων σου, νά μή παρεκκλίνει ἡ καρδιά σου καί τούς κρατήσεις κακία· ἀλλά πές: Ὅλα αὐτά τά ἀναθέτω στήν κρίση Σου καί στήν δικαιοσύνη Σου. «Σέ Σένα», Κύριε.
Καί ὅταν θά ξεπροβοδίζεις μέσα στό φέρετρο τήν πιό λατρευτή σου ἀγάπη, βάδιζε μέ γενναιότητα, σάν νά πηγαίνεις δῶρο στόν πιό καρδιακό σου φίλο. Καί πές: Αὐτή τήν ἀγαπημένη μου ψυχή, Σοῦ τήν προσφέρω σάν δῶρο. «Σοί, Κύριε».
Καί ὅταν σέ περικυκλώνουν σύννεφα δαιμονικά, θλίψεις, ἀρρώστειες καί δοκιμασίες, μήν ἀπελπίζεσαι. Ἀλλά πές: Στήν βοήθεια καί στό ἔλεός Σου καταφεύγω. «Σέ Σένα», Κύριε.
Καί ὅταν ὁ Ἄγγελος ἔλθει στήν ἐπιθανάτια κλίνη σου, μήν κλάψεις! Φίλος σου εἶναι! Ἀλλά φρόντισε νά συγχωρηθῆς μέ τούς δικούς σου. Καί πές: Τήν ψυχή μου τήν μετανοημένη, τήν παραδίδω στά χέρια Σου. «Σέ Σένα, Κύριε».