Ἡ αὐταπάρνηση τῆς Θεομήτορος
Στόν γάμο τῆς Κανᾶ (Ἰωάν. 2), ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου πλησίασε τόν Υἱό της μέ πολλή διακριτικότητα καί ταπείνωση, ὄντας ταπεινή καί ἁγία Παρθένος, γιά νά τοῦ ἀναγγείλει μέ πραότητα: «Οἶνον οὐκ ἔχουσιν». Ἐνῶ ἀκόμη πρόφερε τά λόγια αὐτά, γεννήθηκε στήν καρδιά της ἡ σκέψη ὅτι ἴσως εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά φανερώσει ὁ Κύριος τή δόξα Του, γιατί τό πνεῦμα της μελετοῦσε τά μεγαλειώδη γεγονότα, στά ὁποῖα ἡ ἴδια εἶχε παραστεῖ ὡς μάρτυρας ἀπό τήν ἡμέρα ἀκόμη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ὁ Κύριος ἀποκρίθηκε στόν βαθύ αὐτό συλλογισμό τῆς καρδιᾶς της, καί ἡ ἀπάντησή Του καταδεικνύει μέ ποιόν τρόπο ἡ ἐπικοινωνία στό πνευματικό ἐπίπεδο στοχεύει τήν οὐσία τοῦ θέματος, παρακάμπτοντας τά προκαταρκτικά στάδια τῆς συνήθους συζητήσεως.
Ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε παρευρεθεῖ στό ἐπίκεντρο τῶν πιό ἀσυνήθιστων καί ὑπερφυσικῶν γεγονότων: τῆς συλλήψεως καί γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως τῶν Μάγων πού ἀκολούθησε τή γέννησή Του, τῆς ἐμφανίσεως τῆς χορείας τῶν Ἀγγέλων, τοῦ ὀνείρου τοῦ Ἰωσήφ, μέ τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε κάθε ἀμφιβολία ἀπό τήν καρδιά του, τῆς φυγῆς στήν Αἴγυπτο, τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ κατά τή διάρκεια τῆς σφαγῆς χιλιάδων βρεφῶν ἀπό τόν Ἡρώδη, τῆς κλήσεως τῶν πρώτων μαθητῶν μετά τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου. Ὅλα αὐτά τά γεγονότα πρόσφεραν πλούσια καί εὔγλωττη μαρτυρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ γιά τά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Μητρός Του. Ἐπί τριάντα χρόνια ἡ Θεομήτωρ τά εἶχε φυλάξει ὡς πολύτιμο θησαυρό μέσα στήν καρδιά της. Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς καί ἀναπαύθηκε πάνω στόν Κύριο κατά τή Βάπτισή Του –«ἐν εἴδει περιστερᾶς», προκειμένου νά μαρτυρήσει τή θεότητα τοῦ Υἱοῦ πρίν ἀπό ὅλους τους αἰῶνες, ἡ καρδιά της ἄρχισε νά πλημμύριζει ἀπό ἅγια προσδοκία. Ἀνέμενε νά δεῖ τήν στιγμή, πού ὁ Κύριος θά ἀποκάλυπτε τή δόξα Του. Τώρα λοιπόν ἡ Μαριάμ, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, προσεγγίζει τόν Υἱό της μέ μεγάλη συστολή, ὅπως θά ἅρμοζε σέ κόρη μᾶλλον παρά σέ μητέρα, καί Τοῦ λέει: «Οἶνον οὐκ ἔχουσιν». Ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ τή Μητέρα Του «γυναίκα», προσηγορία πού θά Τῆς ἀπευθύνει ἐπίσης καί κατά τή σταύρωση: «Γῦναι, ἴδε ὁ υἱός σου!» (Ἰωάν. 19, 26). Ἡ ἀπάντησή Του εἶναι ἴσως ἀρκετά αὐστηρή, ἀλλά ὁπωσδήποτε εὐγενής: «“Γῦναι, τί ἐμοί καί σοί;» Ἀδυνατῶ νά ἐκπληρώσω τίς ἐπιθυμίες τῆς μητέρας μου, γιατί πρέπει νά φέρω εἰς πέρας τήν ἀποστολή τοῦ Πατέρα μου καί ἡ ὥρα μου δέν ἔχει ἔλθει ἀκόμη».
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Κύριος ἐκκόπτει τίς ἐπιθυμίες τῆς μητέρας Του καί φαίνεται νά τίς ἀγνοεῖ. Ἄν δέν εἶχε υἱοθετήσει τή στάση αὐτή, δέν θά μποροῦσε ἀργότερα νά προφέρει τόν λόγο: «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λουκ. 14, 26). Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ Κύριος ποτέ δέν παρέδωσε ἐντολές, τίς ὁποῖες δέν εἶχε ὁ Ἴδιος πρῶτα τηρήσει στή ζωή Του. Ζώντας σύμφωνα μέ τίς δικές Του ἐντολές, Αὐτός πού εἶναι ἡ Ὁδός, παρέδωσε στούς μαθητές Τοῦ ὁδό ζωῆς. Ἐπί τριάντα χρόνια ἔζησε μέ ὑπακοή στούς γονεῖς Του, σύμφωνα μέ τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο. Ἀλλά εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά τά ἀφήσει ὅλα πίσω Του χάριν τῆς θεϊκῆς ἀποστολῆς Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Συνέχεια
Ὁ Κύριος καί ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος
Ἱερομόναχος ΖΑΧΑΡΙΑΣ
Κάθε φορά πού γιορτάζουμε τή μνήμη τῆς Παναγίας μᾶς διακατέχει ἱερή χαρά καί δυναμωμένη ἐλπίδα καί, γεμάτοι ἀπό εὐγνωμοσύνη καί θαυμασμό γιά τή χάρη Της ἀναφωνοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας: «πόθεν μοι τοῦτο;» καί, μιμούμενοι τήν Ἐλισάβετ, εὐλογοῦμε τήν ἁγία Παρθένο, τήν αἰτία τῆς σωτηρίας μας, τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Ἐνεργεῖ σέ μᾶς τότε τό μυστήριο τοῦ πνευματικοῦ νόμου πού μᾶς δίδαξε ὁ μέγας Ἀπόστολος: «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν» (Α´ Κορ. β´ 12). Στό δέ κέντρο τῆς λογικῆς λατρείας μας, ἀμέσως μετά
τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων, κράζομεν εὐχαρίστως: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας ἀχράντου, δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας».
Ἄν καί ἡ κάθε ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τῆς Παναγίας γεννᾶ μέσα μας τέτοια χαρά καί λυτρωτική παράκληση καί ἄν τέτοια ἔμπνευση πίστεως καί ἀγάπης Θεοῦ ἐπισκιάζει τήν Ἐκκλησία ὅταν πανηγυρίζει τή δόξα Της, πῶς νά κατανοήσουμε μιά φαινομενική ἀδιαφορία τοῦ Κυρίου πρός τή Μητέρα Του, ὅταν λέγει: «τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» (Ἰωάν. β´ 4), ἤ, «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἤ οἱ ἀδελφοί μου» (Μαρκ. γ´ 33);
Πῶς εἶναι δυνατό νά περιφρονήσει τή Μητέρα Του Ἐκεῖνος πού ἔδωσε τήν ἐντολή: «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου· καί ὁ κακολογῶν πατέρα ἤ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω» (Μαρκ. ζ´ 10);
Πῶς εἶναι δυνατό νά παραβεῖ τήν ἴδια τήν ἐντολή Του Ἐκεῖνος πού εἶπε: «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι» (Λουκ. κα´ 33);
Ἀκόμα καί ὅταν κρεμόταν πάνω στό σταυρό μέσα σέ ἀπερίγραπτη ὀδύνη καί ἀγωνία γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἡ ζωή Του αἰωρεῖτο μεταξύ τοῦ οὐρανίου θρόνου τοῦ Πατρός Του καί τῶν καταχθονίων, ἡ μέριμνά Του γιά τήν ἁγία Μητέρα Του δέν ἔσβησε, ἀλλά μέ στοργή ἐμπιστεύθηκε τήν προστασία Της στόν ἀγαπημένο μαθητή Του: «ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰωάν. ιθ´ 26). Ἑπομένως τό ρῆμα Του ὅτι δέν «ἦλθε καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς προφήτας… ἀλλά πληρῶσαι» (Ματθ. ε´ 17) μένει ἀληθινό καί ἀπαράβατο.
Γιατί ὅμως οἱ λόγοι «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ Μου ἤ οἱ ἀδελφοί Μου»; Γιά τούς κατά τό νόμο μόνο ἀδελφούς Του τό καταλαβαίνουμε. «Οὐδέ γάρ οἱ ἀδελφοί Αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς Αὐτόν» (Ἰωάν. ζ´ 5). Ἐκείνη τήν ἐποχή, πρίν τήν Πεντηκοστή, ἀκόμη καί οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν δέν γνώριζαν τί νά ζητήσουν (βλ. Ματθ. κ´ 22). Ἀλλά γιά τήν ἀδιαφορία πρός τήν γνήσια Μητέρα Του, ἀπό τήν ὁποία γεννήθηκε ἀληθινά καί μέ θαυμαστό καί ἀνερμήνευτο τρόπο —«τήν γάρ γενεάν Αὐτοῦ τίς διηγήσεται;» (Ἡσ. νγ´ 7-8)— πῶς νά τήν ἐννοήσουμε; Καί ἄν λίγο πρίν ἀνέλθει πάνω στό σταυρό ὁ Κύριος μποροῦσε νά λέγει μέ παρρησία: «ἔρχεται ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καί ἐν Ἐμοί οὐκ ἔχει οὐδέν» (Ἰωάν. ιδ´ 30), εἶναι φανερό πώς εἶχε ἐκπληρώσει τά πάντα ἀναμάρτητα.
Ποιό μυστήριο ἄραγε κρύβει ἡ φαινομενική ἀντίφαση τῶν λόγων τούτων τοῦ Κυρίου;
Ἄς ἐξετάσουμε προσεκτικά τίς δύο περιπτώσεις πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή: «τί ἐμοί καί σοί, γύναι;» καί «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἤ οἱ ἀδελφοί μου;».
Ἐγένετο κάποιος γάμος στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου παρευρέθηκαν ἡ ἁγία Παρθένος καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές Του. Ὅταν τελείωσε τό κρασί, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου τό ἀνέφερε στόν Υἱόν Της, προτρέποντάς Τον τρόπον τινά νά θαυματουργήσει. Τότε «λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου». Ἡ ἁγία Παρθένος δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά δέχεται ταπεινά τήν ἄρνηση τοῦ Υἱοῦ Της νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία Της καί μέ πίστη συμβουλεύει τούς διακόνους: «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε». Ὁ δέ Κύριος ἐν συνεχείᾳ τελεῖ τό θαῦμα τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος σέ οἶνο. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ταπεινή ἀποδοχή τῆς ἀρνήσεως τοῦ Υἱοῦ νά ἐκπληρώσει τό ἀνθρώπινο θέλημα τῆς κατά σάρκα Μητέρας Του ἐπισπεύδει, σάν θυσία εὐάρεστη ἐνώπιόν Του, τόν ἐρχομό τῆς ὥρας κατά τήν ὁποία θά φανερωθεῖ ἡ δόξα Του. Καί τότε ἀκριβῶς «ἐποίησε τήν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν αὐτοῦ, καί ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν οἱ μαθηταί αὐτοῦ» (Ἰωάν. β´ 11).
Στήν δεύτερη περίπτωση βλέπουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ νά εἶναι περιστοιχισμένος ἀπό τόν ὄχλο καί νά τούς διδάσκει. Τότε ἦλθαν ἡ Μητέρα Του καί οἱ ἀδελφοί Του νά Τόν πάρουν, φοβούμενοι μήπως Τόν φονεύσουν οἱ ἐχθροί Του. Ὁ Κύριος ὅμως, ὁ Ὁποῖος ἀπό 12 ἐτῶν εἶπε στούς κατά σάρκα γονεῖς Του «οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ Πατρός μου δεῖ εἶναι με»; (Λουκ. β´ 49) ἀρνεῖται νά ὑπακούσει καί λέγει: «τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καί τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου; καί ἐκτείνας τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τούς μαθητάς αὐτοῦ ἔφη· ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου· ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστιν» (Ματθ. ιβ´ 48-50).
Ὅπως εἴπαμε πιό πάνω, νά ἀρνεῖται ὁ Χριστός τούς κατά τό νόμο ἀδελφούς Του εἶναι κατανοητό, διότι δέν ἦσαν ἀκόμη ἀδελφοί Του καί κατά τό πνεῦμα. Ἡ Παναγία Μητέρα Του ὅμως, καί πρίν νά ποιήσει τό σημεῖο τῆς Κανᾶ γιά νά φανερώσει τή δόξα Του καί νά πιστεύσουν οἱ μαθητές Του, ὅταν ἦταν ἀκόμη στή φάτνη ὁ Ἰησοῦς καί ἀναγνωρίζετο ἀπό τούς ποιμένες ὡς ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου καί δωδεκαετής κατέπληττε μέ τή θεία σοφία Του τούς διδασκάλους τοῦ Ἰσραήλ, εἶχε τέτοια πίστη στόν Υἱό Της, ὥστε ἡ Γραφή μᾶς λέει: «ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τά ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β´ 19 καί β´ 51). Ἑπομένως οἱ αἰνιγματικοί λόγοι τῆς ἄρνησης ἀποτελοῦν περισσότερο ἔπαινο γιά τήν Παναγία παρά μομφή, ὑπονοώντας ὅτι Αὐτή εἶναι «ἕν Πνεῦμα» (Α´ Κορ. στ´ 17) μέ τόν Υἱό Της.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος, ὁ ἄμωμος τηρητής τῆς σχετικῆς μέ τούς γονεῖς ἐντολῆς ἀρνεῖται;
Πρόκειται, ἀδελφοί, γιά ἕνα μεγάλο πνευματικό νόμο. Τό νόμο τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρωπίνου θελήματος στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Λίγο πρίν τήν ἄρνηση στή Μητέρα καί τούς ἀδελφούς Του ὁ Κύριος μέ τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐξέφρασε τούς φοβερούς λόγους: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λουκ. ιδ´ 26). Ἄν ὁ Κύριος ὑπάκουε στήν προτροπή τῶν οἰκείων Του καί ἐγκατέλειπε ἀπό φόβο τό ἔργο τῆς διδαχῆς, ὁ ἐχθρός θά στεροῦσε ἀπ᾿ Αὐτόν τό δικαίωμα νά προφέρει αὐτούς τούς λόγους. Κάνοντας ὅμως «βρῶμα» Του (Ἰωάν. δ´ 34) τό θέλημα καί τό ἔργο τοῦ πέμψαντος Αὐτόν Πατρός, ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει στό ἀνθρώπινο θέλημα τῆς Μητέρας καί τῶν ἀδελφῶν, καί ὁ λόγος Του παρέμεινε «ἐν ἐξουσίᾳ καί δυνάμει» (Λουκ. δ´ 32-36) καί ἐνεργεῖ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.
Γιά τήν ἴδια τέλεια παράδοση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ἁγία Παρθένος κρίθηκε ἄξια νά γίνει Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» (Λουκ. α´ 38). Ὅμως γιά τή δόξα τοῦ Υἱοῦ Της ἐκένωσε πλήρως τό θέλημά Της σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Της. Τό πλήρωμα τῆς κενώσεώς Της προηγήθηκε τῶν «μεγαλείων» τά ὁποῖα «ἐποίησεν αὐτῇ ὁ δυνατός» (πρβλ. Λουκ. α´ 49).
Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας ὁ Κύριος εἶπε «γενηθήτω» καί «τά πάντα ἐγένοντο».
Στήν ἀρχή τῆς ἀναδημιουργίας ἡ ἁγία Παρθένος εἶπε «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου» καί ἀνακαινίσθηκε ἡ κτίση.
Καί «νῦν», ἀδελφοί μου, μέ τήν ἴδια παράδοση στό τέλειο καί ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄς εἴπωμεν κατά τό ὑπόδειγμα τῆς Μητέρας τοῦ Οὐρανοῦ: «γένοιτο, Κύριε, τό θέλημά σου ἐφ᾿ ἡμᾶς» , ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά γεννηθοῦμε «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδέ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδέ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ» (Ἰωάν. α´ 13), «ἄνωθεν» (Ἰωάν. γ´ 3) καί νά εἰσέλθουμε στήν οὐράνια βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ἡ Παναγία παρίσταται ὡς βασίλισσα ἐκ δεξιῶν (Ψαλμ. μδ´ 10) τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, διαφυλάττουσα καί σκέπουσα ὅλους ὅσους πιστεύουν καί ἀκολουθοῦν τόν ἠγαπημένον Υἱόν Της. Ἀμήν.
Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου
Ἔσσεξ, Ἀγγλία
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς «ἱστορεῖ» τὴν Παναγία
π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Οἱ πληροφορίες τῶν ἱερῶν εὐαγγελιστῶν γιὰ τὴν Παναγία δὲν εἶναι πολλές. Τὶς περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀναφέρει, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεία Γέννηση, κι ἄλλες στιγμὲς γιὰ τὸν βίο τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Λουκᾶς ὁ ἰατρός, καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἁγιογράφος, «ἱστόρησε», περιέγραψε τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ σὲ αὐτὸν ἀποδίδονται ὁρισμένες θαυματουργὲς εἰκόνες. Στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, διαβάζονται στὴν Ἐκκλησία περικοπὲς ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιό του, τόσο στὸν ὄρθρο (Λουκ. 1, 39-49, 56) ὅσο καὶ στὴ θεία Λειτουργία (Λουκ. 10, 38-42 καὶ 11, 27-28).
β) Στὸ ὀρθρινὸ εὐαγγέλιο περιγράφεται ἡ ἐπίσκεψη τῆς Μαριὰμ στὴν Ἐλισάβετ, μητέρα τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅταν οἱ δύο γυναῖκες ἀντάλλαξαν τὸν συνηθισμένο ἀσπασμό, «ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τὴ κοιλία αὐτῆς». Ὁ Πρόδρομος ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς μητέρας του ἀναγνώρισε τὸν καρπὸ τῆς κοιλίας τῆς Παρθένου! Πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ φώναξε δυνατά: Εἶσαι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες. Εὐλογημένο καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχεις στὰ σπλάχνα σου. Χαρὰ σὲ σένα ποὺ πίστεψες, ὅτι θὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελισμοῦ.
γ) Τότε ἡ Μαριὰμ εἶπε: «Ἡ ψυχή μου δοξάζει τὸν Κύριο, καὶ τὸ πνεῦμα μου νιώθει ἀγαλλίαση γιὰ τὸν Θεό, τὸν σωτήρα μου, γιατί ἔδειξε τὴν εὐμένειά του στὴν ταπεινή του δούλη. Ἀπὸ τώρα θὰ μὲ καλοτυχίζουν ὅλες οἱ γενεές, γιατί ὁ δυνατὸς Θεὸς ἔκανε σὲ μένα θαυμαστὰ ἔργα». Καὶ πράγματι ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια οἱ γενεὲς τῶν ἀνθρώπων μακαρίζουν τὴν Παρθένο Μαρία, τὴ μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου καὶ μητέρα ὅλου του κόσμου. Κτίζουν πρὸς τιμὴν της περίλαμπρα μοναστήρια, μεγάλους ναοὺς καὶ ταπεινὰ ἐξωκλήσια, ἐκφωνοῦν θεσπέσιους λόγους, συνθέτουν ὕμνους, ποιήματα καὶ μελωδίες ἱερές, ἁγιογραφοῦν εἰκόνες καὶ ἀναδεικνύουν μεγάλα προσκυνήματα. Συνέχεια
Ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας ζώνης τῆς Θεοτόκου
31 Αὐγούστου, Κυριακὴ 14 – Ματθ. (Ἀπόστ. Ἑβρ. 9, 1-7)
Σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει γιά τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία ποὺ ἀποτελεῖ ἡ κατάθεση τῆς Τιμίας ζώνης τῆς Θεοτόκου στὸ Ναό της στὴν Κωνσταντινούπολη, εἶναι ἀνάγκη νὰ θυμηθοῦμε τὴν ἀπόφαση τῆς Θεομήτορος «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τὸ ρῆμα σου», καὶ ὅτι καὶ ἡ παροῦσα ἑορτὴ τῆς Παναγίας μας θεωρεῖται κατάλληλη, γιὰ νὰ προβληθῆ ἡ μεγάλη ἀλήθεια, πὼς πρέπει δηλ. νὰ δεχόμαστε μὲ εὐχαρίστηση τὶς ἐντολὲς καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς «ζώνη ἀσφαλείας» καὶ νὰ νομίζουμε τὸν Θεῖο Νόμο ὡς κλοιὸ ποὺ περισφίγγει καὶ προστατεύει τὴ ζωή μας.
Τό μεσιτευτικό ἔργο τῆς Θεοτόκου
Γεωργίας Κουνάβη
Ἡ Παναγία μας εἶναι γεμάτη ἀγάπη, στοργή καί τρυφερότητα μητρική. Ἕτοιμη νά ἀκούσει τόν πόνο, νά σπογγίσει τό δάκρυ, νά δώσει θεραπεία καί παρηγορία, γιατί «εἶναι πάντων θλιβομένων ἡ χαρά καί προστάτης». Θερμή εἶναι ἡ μεσιτεία της στόν Υἱό της γιά τίς ἀνάγκες καί τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Καί ἡ μητρική της προστασία, πού σκέπαζε τό μικρό Ἰησοῦ της, σκεπάζει τό σύμπαν καί κάθε ἄνθρωπο.
Εἶναι δέ τόσο μεγάλη ἡ παρρησία της ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ της, ἀπό τόν ὁποῖον εἶναι πάντοτε ἀχώριστη, γιατί «οὐδέν γάρ μέσον Μητρός καί Υἱοῦ» λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. «Καί ἐπειδή στήν οὐράνια ἐκκλησία, στήν «ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων» ἔχει τήν πρώτη θέση, ἡ μεσιτεία της γιά τήν ἐπίγεια ἐκκλησία πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ της, εἶναι διαρκής καί ἀκατάπαυστη». Ὁ Υἱός καί Θεός της λοιπόν ἐκτός ἀπό τήν τιμή καί τή δόξα πού χάρισε στή μητέρα του, γιατί «ἡ τιμή καί ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου ἔσωθεν ὁ τῆς κοιλίας καρπός», τήν ἀνέδειξε καί Μεσίτρια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Ἡ Χαρὰ τῶν Χριστιανῶν
Φώτης Κόντογλου
Ἡ Παναγία εἶναι τὸ πνευματικὸ στόλισμα τῆς ὀρθοδοξίας. Γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες εἶναι ἡ πονεμένη μητέρα, ἡ παρηγορήτρια κ’ ἡ προστάτρια, ποὺ μᾶς παραστέκεται σὲ κάθε περίσταση. Σὲ κάθε μέρος τῆς Ἑλλάδας εἶναι χτισμένες ἀμέτρητες ἐκκλησιὲς καὶ μοναστήρια, παλάτια αὐτηνῆς τῆς ταπεινῆς βασίλισσας, κι’ ἕνα σωρὸ ρημοκλήσια, μέσα στὰ βουνά, στοὺς κάμπους καὶ στὰ νησιά, μοσκοβολημένα ἀπὸ τὴν παρθενικὴ καὶ πνευματικὴ εὐωδία της.
Μέσα στὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ βρίσκεται τὸ παληὸ καὶ σεβάσμιο εἰκόνισμά της μὲ τὸ μελαχροινὸ καὶ χρυσοκέρινο πρόσωπό της, ποὺ τὸ βρέχουνε ὁλοένα τὰ δάκρυα τοῦ βασανισμένου λαοῦ μας, γιατί δὲν ἔχουμε ἄλλη νὰ μᾶς βοηθήσει, παρεκτὸς ἀπὸ τὴν Παναγία, «ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεὸν ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν ἀεὶ μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπὸ πταισμάτων πολλῶν». Τὸ κάλλος τῆς Παναγίας δὲν εἶναι κάλλος σαρκικό, ἀλλὰ πνευματικό, γιατί ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὁ πόνος κ’ ἡ ἁγιότητα, ὑπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Τὸ σαρκικὸ κάλλος φέρνει τὴ σαρκικὴ ἔξαψη, ἐνῶ τὸ πνευματικὸ κάλλος φέρνει κατάνυξη, σεβασμὸ κι’ ἁγνὴ ἀγάπη.
Αὐτὸ τὸ κάλλος ἔχει ἡ Παναγία. Κι αὐτὸ τὸ κάλλος εἶναι ἀποτυπωμένο στὰ ἑλληνικὰ εἰκονίσματά της ποὺ τὰ κάνανε ἄνθρωποι εὐσεβεῖς ὁπού νηστεύανε καὶ ψέλνανε καὶ βρισκόντανε σὲ συντριβὴ καρδίας καὶ σὲ πνευματικὴ καθαρότητα. Στὴν ὄψη τῆς Παναγίας ἔχει τυπωθεῖ αὐτὸ τὸ μυστικὸ κάλλος ποὺ τραβᾶ σὰν μαγνήτης τὶς εὐσεβεῖς ψυχὲς καὶ τὶς ἡσυχάζει καὶ τὶς παρηγορᾶ. Κι’ αὐτὴ ἡ πνευματικὴ εὐωδία εἶναι τὸ λεγόμενο Χαροποιὸν Πένθος ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, ἕνα βότανο ἄγνωστο στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πήγανε κοντὰ σ’ αὐτὸν τὸν καλὸν ποιμένα. Τούτη τὴ χαροποιὰ λύπη τὴν ἔχουνε ὅλα ὅσα ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη τέχνη, καὶ τὰ εὐωδιάζει σὰν σμύρνα καὶ σὰν ἀλόη, κἄν εἰκόνισμα εἶναι, κἄν ὑμνωδία, κἄν ψαλμωδία, κἄν χειρόγραφο, κἄν ἄμφια, κἄν λόγος, κἄν κίνημα, κἄν εὐλογία, κἄν χαιρετισμός, κἄν μοναστήρι, κἄν κελλὶ καν σκαλιστὸ ξύλο, κἄν κέντημα, κἄν καντήλι, κἄν ἀναλόγι, κἄν μανουάλι, ὅτι καὶ νάναι ἁγιωτικό.
Ἀπὸ τὰ ὀνόματα καὶ μόνο ποὺ ἔδωσε ἡ ὀρθοδοξία στὴν Παναγία, καὶ ποὺ μ’ αὐτὰ τὴν καταστόλισε, ὄχι σὰν εἴδωλο θεατρικό, ὅπως γίνηκε ἀλλοῦ ποὺ φορτώσανε μία κούκλα μὲ δαχτυλίδια καὶ σκουλαρήκια καὶ μὲ ἕνα σωρὸ ἄλλα ἀνίερα καὶ ἀνόητα πράγματα, λοιπὸν αὐτὰ μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματικὴ ἀληθινὰ εἶναι ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴν ἑλληνικὴ ὀρθοδοξία. Συνέχεια
Τό ἑορτολογικό περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως
Γεώργιος Φίλιας
Ἐπίκουρος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Οἱ περὶ τῆς ἑορτῆς μαρτυρίες ἐκ τῶν πανηγυρικῶν
ἢ ἐγκωμιαστικῶν Ὁμιλιῶν
Ἡ σταδιακὴ -μετὰ τὸν 5ο αἰ- διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως καὶ ἡ μετὰ τὸν 6ο αἰ. ἐπισημοποίηση καὶ καθολικὴ ἰσχὺ τῆς ἔδωσαν τὸ ἔναυσμα σὲ περισσότερο ἢ ὀλιγότερο γνωστοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς νὰ ἐγκωμιάσουν τὸ γεγονός. Αὐτὰ τὰ ἐγκώμια ἢ πανηγυρικὲς Ὁμιλίες ἐξεφωνοῦντο κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἑορτασμοῦ, ἑπομένως ἐντός τοῦ λειτουργικοῦ πλαισίου ἐπιτελέσεως τῆς ἑορτῆς. Ἡ συνάφειά τους αὐτὴ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία ὑπῆρξε, προφανῶς, ἡ αἰτία τοῦ ἐπισήμου χαρακτήρα, τὸν ὁποῖο προσέλαβαν ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοὺς79. Στὶς συγκεκριμένες Ὁμιλίες ἐκφράζεται μὲ τὸ δαψιλέστερο τρόπο ἡ περὶ τῆς Θεοτόκου θεολογία τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, τὰ ἐν λόγω κείμενα ἀποτελοῦν πηγὲς μελετῶν συστηματικῆς θεολογίας περὶ τοῦ γεγονότος τῆς Κοιμήσεως. Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν πτυχὴ αὐτή, οἱ Ὁμιλίες ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς Κοιμήσεως παρέχουν πλῆθος μαρτυριῶν περὶ τοῦ λειτουργικοῦ τους πλαισίου, δηλαδὴ τοῦ ἑορτολογικοῦ τους περιεχομένου καὶ τῶν τελετουργικῶν τους παραμέτρων. Συνέχεια
Ἡ Ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως
Γεώργιος Φίλιας
Ἐπίκουρος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἡ παράδοση περὶ τῆς ταφῆς τῆς Θεοτόκου
Οἱ ἀπόκρυφες διηγήσεις παρέχουν μὲν στοιχεῖα τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου (τῶν γεγονότων τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως), δὲν σχετίζονται ὅμως μὲ τὴ διαδικασία ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς13. Τὸ ἐνδιαφέρον της περὶ τοῦ θέματος τῆς ἐμφανίσεως μελέτης πρέπει νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὴν παράδοση περὶ τοῦ τόπου τῆς Κοιμήσεως καὶ τῆς ταφῆς τῆς Θεοτόκου, ἐφόσον εἶναι εὔλογο οἱ τοποθεσίες αὐτὲς νὰ ἀπετέλεσαν τὸ λίκνο ἐμφανίσεως τῆς ἑορτῆς14.
Ἡ παράδοση περὶ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὴν ἐν Ἱεροσολύμοις οἰκία τῆς15 καὶ ταφῆς της στὴν ἴδια πόλη ἀναφαίνεται περὶ τὸν 5ο αἰ16, (περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. ὁ Ἐπιφάνιος Σαλαμίνος οὐδεμία παρόμοια παράδοση γνωρίζει17 καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ μαρτυρίες «Ὁδοιπορικῶν» του 6ου αἰ., τόσο τοῦ προσκυνητοῦ Θεοδοσίου (530 μ.Χ.) περὶ ὑπάρξεως ναοῦ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὴ Γεθσημανὴ18, ὅσο καὶ τοῦ Ἀντωνίου τῆς Πλακεντίας (570 μ. Χ.), ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι ἐντός τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ὑπῆρχε καὶ ὁ τάφος τῆς Θεοτόκου19. Μνεία τοῦ τάφου αὐτοῦ γίνεται τὸν 7ο αἰ. στὴν Ἀνακρεόντιο ποίηση τοῦ Σοφρωνίου Ἱεροσολύμων (+638 μ. Χ.) 20, ὁ ὁποῖος τιμᾶ τὴ Θεοτόκο στὴ συγκεκριμένη τοποθεσία21. Ἡ παράδοση τῆς «Dormitio hierosolymata» (Κοιμήσεως ἐν Ἱεροσολύμοις), ὅπως ἀναφέρεται στὸ «Brevarius de Hierosolyma» τοῦ 6ου αἰ.22, φαίνεται νὰ κατέχει τὴν αἴγλη τῆς ἱστορικότητας23, πρὸς αὐτὴν δὲ προσανατολίζονται σημαντικὲς ἔρευνες περὶ τοῦ τάφου τῆς Θεοτόκου24. Συνέχεια