Δεκέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Nεομάρτυρες

Οἱ Νεομάρτυρες, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας

 

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

[1]Τὸ νὰ μιλᾷ κανένας σήμερα καὶ νὰ γράφει γιὰ κάποια πράγματα τῆς θρησκείας, ὁ πολὺς κόσμος τὸ νομίζει γιὰ ἀνοησία. Καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀνοησία ἔχει τὴν ἰδέα πῶς εἶναι τὸ νὰ γράφει γιὰ τοὺς ἅγιους μάρτυρες, καὶ μάλιστα γιὰ κείνους ποὺ μαρτυρήσανε κατὰ τὰ νεότερα χρόνια ποὺ βασιλεύανε οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὴ χριστιανοσύνη, ἐπειδὴς ὁ λίγος καιρὸς ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπ᾿ αὐτοὺς κάνει ὦστε νὰ τοὺς νοιώθουμε πολὺ κοντά μας, ἀνθρώπους σὰν κ᾿ ἐμᾶς, ἐνῷ τοὺς ἀρχαίους μάρτυρες τοὺς βλέπουμε μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ποὺ περάσανε ἀπὸ τότε ποὺ μαρτυρήσανε καὶ στὴ φαντασία μας παρουσιάζονται εὐκολότερά με τὸν φωτοστέφανο τοῦ ἁγίου.

Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ἔχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἴσαμε σήμερα. Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εἶναι μια πορφύρα ποὺ φόρεσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ ποὺ Θά ῾πρεπε νὰ τὴν ἔχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι ὄχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γι᾿ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι᾿ αὐτή, σὲ καιρὸ ποὺ δὲ ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες ποὺ κάνουνε οἱ ἄνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.

Ἑμεῖς οἱ σημερινοὶ πονηρεμένοι ἄνθρωποι φροντίζουμε μονάχα γιὰ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ μας, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ ψυχή μας ἔχασε τὴν εὐαισθησία της, μ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ γιατρικὰ ποὺ λέμε πῶς ἔχουμε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ περιφρονοῦμε καὶ τοὺς λέμε ἀνόητους ἐκείνους ποὺ δὲν κοιτάζουνες τὸ ὑλικὸ συμφέρο τους, ἀλλὰ κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατὰ πολὺ ἀνόητους καὶ μικρόμυαλους θεωροῦμε ἐκείνους ποὺ θυσιάσανε τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τους, ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κρίση μας, δὲν κοιτάξανε νὰ χαροῦνε τὰ νιάτα τους καὶ ν᾿ ἀπολάψουνε τοῦτον τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι χειροπιαστὸς καὶ σίγουρος, ἀλλὰ βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε καί, στὸ τέλος, σφαχτήκανε ἢ κρεμαστήκανε, οἱ ἄμυαλοι, γιὰ κάποιους…ἴσκιους ποὺ λέγουνται ἀθάνατη ζωὴ καὶ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…

…Μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια βροντοφωνεῖ πῶς ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβᾷ ἀπὸ αἰῶνες, εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ βλογημένη ἀπὸ τὸν Κύριο, κι ὄχι ἡ Δυτική, ἡ καλοπερασμένη ἡ ὑπερήφανη ἀφέντρα, ποὺ ὄχι μονάχα τὸ αἷμα της δὲν ἔχυσε γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἔκαιγε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν τῆς ἤτανε ὑπάκουοι.

Οἱ δικοί μας οἱ ἅγιοι, ποὺ μαρτυρήσανε στὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι στοὺς Τούρκους, ἤτανε ταπεινοί, ἁπλοί, λιγομίλητοι, μὲ τὴ φωτιὰ τῆς πίστης στὰ στήθιά τους, ἀπονήρευτοι κι ἀγράμματοι, ἀφοῦ τὸ μόνο ποὺ γνωρίζανε νὰ λένε μπροστὰ στὸν ἀγριεμένο τὸν κριτὴ ἤτανε «Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θ᾿ ἀποθάνω!»

 

Ἁγία Φιλοθέη

/

Περπάτησε μαζί μας ἡ κυρά…

Untitled-111Μία φορὰ κι ἕνα καιρὸ ἦταν μία ἡλιογέννητη καλότυχη βασιλοπούλα, ποὺ ζοῦσε μέσα στὰ βελοῦδα, στὰ μετάξια καὶ στὰ ὄνειρα…

Ρηγούλα τ’ ὄνομά της ποὺ πὰ νὰ πεῖ βασιλοπούλα.

Παλάτι της, τὸ ἀρχοντικὸ τῶν Μπενιζέλων.

Νανούρισμα νὰ κοιμηθεῖ τὸ καλότυχο, ὁ «μαρμαρωμένος βασιλιᾶς».

Ἔτσι θὰ μποροῦσε ν’ ἀρχίσει κανεὶς ν’ ἀνιστορεῖ τὸ βίο τῆς Ἅγιας Φιλοθέης, τῆς Κυρᾶς.

Οἱ χρόνοι πού γεννήθηκε ἡ Ρηγούλα ἦταν οἱ χρόνοι πού «ὅλα τὰ ‘σκίαζε ἡ φοβέρα καιτα πλάκωνε ἡ σκλαβιά».

Ἤτανε τότες οἱ χρονιὲς ποὺ «σβησμένες ὅλες οἱ φωτιὲς οἱ πλάστρες μὲς τὴ χώρα».

Ἤτανε τότες ποὺ ὁ Σταυρὸς πολεμοῦσε μὲ τὰ μισοφέγγαρα.

Μεγάλο τὸ ἔχει τοῦ γονιοῦ κι ἡ μόνη κληρονόμος ἡ Ρηγούλα, Πρέπει λοιπόν, ἀνάλογα στὸ γένος καί στά πλούτη της, νὰ μορφωθεῖ ἡ μοναχοκόρη τῶν Μπενιζέληδων.

Καὶ μεγαλώνει, βασιλοπούλα ἴδια, ἡ Ρηγούλα καί φτάνει τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ γονεῖς ὅλου τοῦ κόσμου ὀνειρεύονται νὰ παντρευτεῖ! Κακοπαντρεύεται ὅμως ἡ μοσχοθυγατέρα καί στόν τρίτο χρόνο πεθαίνει ὁ ἄνδρας της. Μὰ κι οἱ γονεῖς της πέθαναν κι αὐτοί καί μένει ἔτσι ὁλομόναχη στὸν κόσμο.

Τὴ θλίψη της, τὴν πίκρα της, ὅμως,  ἡ Ρηγούλα, τὴν κάνει κινητήρια δύναμη.

Ἡ πίστη της νερὸ φουσκωμένο, μπόλικο, τρέχει καί πρίν φανεῖ ἕνας Κοσμᾶς Αἰτωλός, πρὶν ἔρθει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης ὁ Μηνιάτης, πρώτη αὐτὴ πιάνει τὸ ἀσύλληπτο, πὼς ὅποιος χαθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ χαμένος καί γιά τὸ Γένος.

Πετάει μ’ ἀπόφαση τὰ ροῦχα της Ἀθηναίας κυρᾶς ἡ Μπενιζέλου, μαζὶ πετάει καἰ τ’ ὄνομά της, τὸ Ρηγούλα,

Φορεῖ τὰ ροῦχα τῆς καλογριᾶς, φορεῖ κι ἕνα καινούργιο ὄνομα: Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία.

Καὶ ἡ μεγάλη περιουσία τῶν Μπενιζέλων χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ χτιστεῖ ὁ Παρθενώνας τῆς Φιλοθέης.

Συνέχεια

Ἅγιος Ἀχμέτ

π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

AgiosAhmet02[1]α) Σὲ κάθε ἐποχὴ ἡ Ἐκκλησία κοσμεῖται ἀπὸ ἁγίους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ μακρόθυμος καὶ οἰκτίρμων Θεός, ἡ Παναγία καὶ Ὁμοούσιος Τριάς, δὲν ἀφήνει ἀπαράκλητο τὸν κόσμο.Ἔτσι, προφῆτες, δίκαιοι, ἀπόστολοι, εὐαγγελιστές, μάρτυρες, ἱεράρχες, ὅσιοι, ἱερομάρτυρες ἀλλὰ καὶ νεομάρτυρες, ἐνεργοποιώντας τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθίστανται ζωντανὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (βλ. Α΄ Κορ. 12, 27).

β) Ἀνάλογα μὲ τὶς κοινωνικὲς καὶ ἱστορικὲς συνθῆκες φανερώνονται καὶ οἱ ἅγιοι. Ἔτσι, στὴν περίοδο τῶν διωγμῶν εἴχαμε τοὺς μάρτυρες, ἐνῶ σὲ περιόδους ἐλευθερίας τῆς πίστεως καὶ ἀκμῆς τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων ἀναδείχθηκαν λόγιοι συγγραφεῖς καὶ σπουδαῖοι ὑμνογράφοι. Οἱ νεομάρτυρες ἀνέτειλαν στὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ὡς ἀντιστασιακοί της ρωμιοσύνης καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὡς πρότυπα πίστεως καὶ ὑπομονῆς. Κι ὅπως σημειώνει ὁ Ἀπόστολος, ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς πίστεως γεννιέται ἡ ὑπομονή, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κρατήσει μέχρι τέλους (βλ. Ἰακ. 1, 4).

γ) Ὁ ὅσιος Νικόδημος Ἁγιορείτης στὸ Νέον Μαρτυρολόγιον ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεὸς εὐδόκησε νὰ ἐμφανιστοῦν οἱ νεομάρτυρες γιὰ πέντε λόγους: Διότι συμβάλλουν στὸν ἀνακαινισμὸ τῆς ὀρθόδοξης πίστης, καθιστοῦν ἀναπολόγητους τούς ἀλλοπίστους τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἀποτελοῦν δόξα καὶ καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων, εἶναι παραδείγματα ὑπομονῆς ἀλλὰ καὶ πρότυπα μιμήσεως γιὰ τοὺς χριστιανούς.

δ) Ἀνάμεσα στοὺς βίους τῶν νεομαρτύρων περιλαμβάνεται καὶ σύντομος βίος τοῦ Ἀχμὲτ τοῦ Κάλφα, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἦταν μωαμεθανός, μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔγινε χριστιανὸς καὶ μαρτύρησε τὸ 1682. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 24 Δεκεμβρίου καὶ στὶς 3 Μαΐου. Στὸ Νέον Μαρτυρολόγιον ἀναφέρεται: «Οὗτος ἔχων σκλάβαν Ρώσσαν συνεμίγνυτο μὲ αὐτήν, ἄφηνεν ὅμως αὐτὴν νὰ πηγαίνη εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν εἰς τὰς ἐπισήμους ἡμέρας. Ἐπειδὴ δὲ ὅταν ἐκείνη ἤρχετο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, αὐτὸς ἠσθάνετο εὐωδίαν ἄρρητον ἀποὺ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ στόμα της, τὴν ἠρώτησεν τί τρώγει καὶ μυρίζει ἔτζη;». Συνέχεια

Ἡ ὁμολογία τῶν Ἁγίων Νέων Μαρτύρων ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους

 

Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

20060501_175229[1]Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὸ νέφος τῶν ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μᾶς περιβάλλει, καὶ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία, νὰ τρέχουμε δι’ ὑπομονῆς τὸν προκείμενο ἀγώνα, ἀποβλέποντες εἰς τὸν ἀρχηγὸ καὶ τελειωτὴν τῆς πίστεώς μας Κύριον Ἰησοῦν. Τὸ ἔνδοξο καὶ φωτεινότατο νέφος τῶν Ἁγίων Παλαιῶν Μαρτύρων κάθε τόσο διευρύνεται καὶ πλατύνεται μὲ νέους Μάρτυρες. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ μουσουλμανικὸς κατακλυσμὸς προκάλεσε τὴν ὁμολογία πολλῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας, κυρίως Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ Σλάβων, μάλιστα καὶ μερικῶν Τούρκων. Ὅλοι αὐτοὶ λέγονται Νεομάρτυρες. Ἀκολούθησαν τὸν Πρωτομάρτυρα καὶ Ἀρχιμάρτυρα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ πρῶτος ἔδωσε τὸ Τίμιο αἷμα Του γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο. Μὲ τὸ αἷμα Του συνῆψε μία νέα Διαθήκη, συμφωνία: «Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Ματθ. κστ΄, 26-28). Ὅσοι δέχονται μὲ πίστη τὴν θυσία Του, γίνονται δικός Του λαός, λαὸς τῆς νέας Διαθήκης, νέος, περιούσιος λαός, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον.

Ἡ νέα Διαθήκη βασίζεται στὴν πιστότητα τοῦ Θεοῦ στὶς ἐπαγγελίες Του πρὸς τὸν νέο λαὸ Του τῆς χάριτος. Ὁ Θεὸς μένει πιστὸς στὴν ἀγάπη Του πρὸς τὸν λαό Του. Ἔτσι πιστὸς πρέπει νὰ μείνει καὶ ὁ λαὸς στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό του: «Καὶ λελουμένοι τὸ σῶμα ὕδατι καθαρῷ κατέχωμεν τὴν ὁμολογίαν τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ· πιστὸς γὰρ ὁ ἐπαγγειλάμενος» (Ἑβρ. ι΄, 23). Συνέχεια

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἐξ Ἰωαννίνων

normal_ag-georgios-ioanninon[1] Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Γεώργιος, ὁ πολιοῦχος τῶν Ἰωαννίνων , καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῶν Γρεβενῶν, τὸ ὁποῖο ὀνομαζόταν Τζούρχλη, σήμερα Ἅγιος Γεώργιος.

Ἦταν φτωχὸς καὶ ἀγράμματος ἄνθρωπος. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμενε ὀρφανός. Καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς του. Ὅταν μεγάλωσε ἐργαζόταν ὡς ἱπποκόμος σὲ κάποιον τοῦρκο ἀγᾶ .Οἱ Τοῦρκοι, ὅπως συνήθιζαν, δὲν τὸν ἀποκαλοῦσαν μὲ τὸ ὄνομά του ἀλλὰ Γκιαοὺρ Χασᾶν.

Τὸ ἔτος 1836 ὁ ἀγᾶς, τὸν ὁποῖο ὑπηρετοῦσε ὁ ἅγιος, ἐγκαταστάθηκε γιὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους στὰ Ἰωάννινα. Ἐκεῖ στὰ Ἰωάννινα ὁ ἅγιος ἀρραβωνιάστηκε μὲ μία νέα ὀνόματι Ἑλένη, ὀρφανὴ καὶ αὐτὴ ἀπὸ γονεῖς, πτωχὴ ὑλικὰ ἀλλὰ πλούσια ψυχικά. Κάποιος Χότζας, ὁ ὁποῖος γνώριζε τὸν Ἅγιο καὶ ἄκουγε νὰ τὸν φωνάζουν Γκιαοὺρ Χασᾶν παραξενεύτηκε ποὺ ἀρραβωνιάστηκε Χριστιανὴ καὶ τὸν κατηγόρησε στὸ δικαστήριο πὼς ἐνῶ εἶναι μουσουλμάνος παντρεύεται Χριστιανή. Μπροστὰ στὸ δικαστήριο ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε πὼς εἶναι Χριστιανός. Ὁ δικαστὴς δὲν πείστηκε καὶ τὸν ἔστειλε στὸν βεζύρη, ὅπου ἀνακρινόμενος ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε ξανὰ τὴ χριστιανική του πίστη. Ὁ βεζύρης μάλιστα κάλεσε καὶ τὸν ἀφέντη τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαίωσε τὴν χριστιανική του ἰδιότητα, πράγμα τὸ ὁποῖο καταγράφηκε στὸν κώδικα τοῦ δικαστῆ, πὼς εἶναι Χριστιανός. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔκανε τὸν γάμο του μὲ τὴν Ἑλένη. Συνέχεια

Ἡ Πολιοῦχος τῶν Ἀθηνῶν Ἁγία Φιλοθέη

 

Φώτης Κόντογλου

Ἡ ἁγία Φιλοθέη γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ γονιοὺς ἄρχοντες, μοναχοπαίδι τοῦ Ἀγγέλου Μπενιζέλου καὶ τῆς Συρίγας. Φιλοθέη ὀνομάσθηκε ὅταν ἔγινε καλογρηά, ἀλλὰ τὸ πρῶτο ὄνομά της ἦταν Ρεβούλα. Ἡ μητέρα της ἤτανε στείρα καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τῆς δώσει τέκνο, καὶ μία νύχτα εἶδε πὼς βγῆκε ἀπὸ τὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας ἕνα φῶς δυνατὸ καὶ πὼς μπῆκε στὴν κοιλιά της. Κι᾿ ἀληθινά, τὸ φῶς ἐκεῖνο ἤτανε ἡ ἁγιασμένη ψυχή τῆς κόρης ποὺ γέννησε σ᾿ ἐννιὰ μῆνες. Ἀπὸ μικρὴ φανέρωνε μὲ τὰ φερσίματα καὶ μὲ τὰ αἰσθήματά της ποιὰ θὰ γινότανε ὑστερώτερα, στολισμένη μὲ κάθε λογῆς ἀρετή. Στὴν εὐσέβεια εἶχε γιὰ ὁδηγό της τὴν ἴδια τὴ μητέρα της ποὺ ἤτανε εὐλαβέστατη.

Φτάνοντας σὲ ἡλικία δώδεκα χρονῶν τὴ ζήτησε γιὰ γυναίκα κάποιος ἄρχοντας τοῦ τόπου, μὰ ἡ κόρη δὲν ἤθελε νὰ παντρευθεῖ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ γονιοί της τὴν παρακαλούσανε, ἡ τρυφερὴ ψυχή της δὲν βάσταξε νὰ τοὺς λυπήσει καὶ νὰ τοὺς παρακούσει καὶ στὸ τέλος παραδέχθηκε νὰ πανδρευθεῖ μὲ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο ἄνθρωπο, ποὺ ἤτανε ὅμως πολὺ φτωχὸς στὴν ψυχή, διεστραμμένος καὶ κακός. Τρία χρόνια ἔζησε μαζί του ἡ Ρεβούλα κάνοντας ὑπομονὴ στὰ ἀπότομα φερσίματά του, ὡς ποὺ ὁ ἄνδρας της πέθανε κι᾿ ἀπόμεινε χήρα. Οἱ γονιοί της θελήσανε νὰ τὴν ξαναπανδρέψουνε, μὰ αὐτὴ τοὺς εἶπε καθαρὰ πὼς ἔταξε νὰ γίνει καλόγρηα.

Σὰν πεθάνανε οἱ γονιοί της, δέκα χρόνια ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ χήρεψε, δόθηκε ἐλεύθερα στὴν ἄσκηση, μὲ νηστεῖες, προσευχές, ἀγρύπνιες καὶ ἐλεημοσύνες. Κατήχησε τὶς ὑπηρέτριές της καὶ τὶς ἔκανε δοχεῖα τοῦ Πνεύματος. Κατὰ θέλημα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο της, ἔχτισε ἕνα μοναστήρι μὲ ἐκκλησία στ’ ὄνομά του. Εἶναι ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σῴζεται ἀκόμα πλάγι στὸ μέγαρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν ὁδὸ Ἁγίας Φιλοθέης. Ἀφοῦ τελείωσε τὸ μοναστήρι, ἡ Ρεβούλα χειροθετήθηκε μοναχὴ μὲ τὄνομα Φιλοθέη. Οἱ πρῶτες ἀδελφὲς ποὺ ζήσανε μαζί της ἤτανε οἱ δουλεύτρες ποὺ εἶχε στὸ πατρικὸ σπίτι της. Μὲ τὸν καιρὸ ἔδραμαν πλῆθος ἄλλες παρθένες κι᾿ ἀπὸ ἀρχοντικὲς οἰκογένειες καὶ ντυθήκανε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ζήσανε ἀγωνιζόμενες τὸν καλὸν ἀγώνα μὲ ὑποταγὴ στὴν ἄξια ἡγουμένισσα ποὺ τὶς διοικοῦσε στὸν πνευματικὸ δρόμο σὰν κάποια ἁγία Συγκλητική. Συνέχεια