Μάρτιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Νεώτερες Γραφές

Ἀνάσταση! Ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

 

Ἀνάσταση! Ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχιμ. Εὐσέβιου Βίττη.

 «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται κατανοητή ἡ φράση αὐτή καί ὁ προσδιορισμός τοῦ νοήματός της, ὅμως ἀποτελεῖ μυστήριο, γιατί μυστήριο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, μέ τόν ὁποῖο ταυτίζεται. Ὅσο ἄπειρος εἶναι ὁ Θεός, τόσο ἄπειρη εἶναι καί ἡ ἀγάπη του. Καί ὅσο λίγο κατανοοῦμε τό Θεό, τόσο λίγο μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί τό νόημα αὐτῆς τῆς φράσεως, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη στήν ὁλότητά του, γιατί ξεπερνάει τά ὅρια τῆς περιορισμένης μᾶς λογικῆς. Μένουν ὅμως κάποια στοιχεῖα καί μερικά περιθώρια κατανοήσεως κάποιων ἐκδηλώσεων τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τόσο στή σύνολη δημιουργία, ὅσο καί στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Ἀλλιῶς δέ θά εἶχε νόημα ἡ ὁμιλία αὐτή.

Μία προσπάθεια προσεγγίσεως τῆς θείας ἀγάπης ἀποτελεῖ ἡ περιγραφή, πού ἐπιχειρεῖ σχετικά ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης μιλώντας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς «ἐκστατικότητα τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι μία κατά κάποιον τρόπο μυστικόν καί ἀπροσπέλαστον νοητικά «ἔκσταση», δηλαδή ἔξοδος τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἑαυτό του, χωρίς ὅμως νά «ἐξίσταται» ὁ Θεός, χωρίς δηλαδή νά βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του! Ἀκατανόητο αὐτό καί ἀντινομικό, ἀλλά μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ αὐτή ἡ διαπίστωση.

Ὁ Θεός πληροί τά πάντα καί περιέχει τά πάντα, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν περιέχεται ἀπό τίποτε. Πῶς λοιπόν εἶναι δυνατόν νά «ἐξίσταται» ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει χῶρος γιά νά «ἐκστεῖ» ἔξω ἀπό αὐτόν, γιατί εἶναι ἀπερίληπτος; Πῶς μπορεῖ δέ νά ἐξίσταται, καί ὅμως νά παραμένει μή ἐξισταμένος; «Μείωση» ἤ «σμίκρυνση» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπαράδεκτη καί ἀκατανόητη. Ἄς ἰδοῦμε ὅμως τί ἀκριβῶς μᾶς λέει ὁ Ἅγιος καί ἄς κατανοήσει ὁ καθένας μᾶς ὅ, τί μπορεῖ, ἀφοῦ ὁ χρόνος δέ μᾶς ἐπιτρέπει ἀναλύσεις καί σχολιασμούς. «Ἄς τολμήσουμε, λέει, νά ποῦμε ἐτοῦτο χάριν τῆς ἀλήθειας, ὅτι αὐτός ὁ αἴτιος τῶν ὅλων ἐξαιτίας τοῦ καλοῦ καί ἀγαθοῦ ἔρωτος γιά ὅλα ἀπό ὑπερβολή ἐρωτικῆς ἀγαθότητος βγαίνει ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του μέ τίς πρόνοιές του γιά ὅλα τά ὄντα.

Καί θέλγεται κατά κάποιον τρόπο ἀπό τήν ἀγαθότητα καί τήν ἀγάπη καί τόν θεῖο ἔρωτα. Ἀπό ἐκεῖ, πού εἶναι πάνω ἀπό ὅλα καί ὑψηλότερος ἀπείρως ἀπό αὐτά, κατεβαίνει σέ ὅλα μέ ἐκστατική δύναμη ὑπερούσια, χωρίς νά ἐξέρχεται οὐσιαστικά ἀπό τόν ἑαυτό του. Γι’ αὐτό κι ἐκεῖνοι, πού ξέρουν καλά τά θεία, τόν ἀποκαλοῦν ζηλωτή, ἐπειδή ἔχει πολύν αὐτόν τόν ἔρωτα πρός τά ὄντα. Καί ἐπειδή γι’ αὐτά προνοεῖ».

Καί ἐπεξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰερόθεος τήν ἔννοια τοῦ ὄρου ἔρως: «Τόν ἔρωτα εἴτε θεῖον εἰποῦμε εἴτε ἀγγελικόν εἴτε νοερόν εἴτε ψυχικόν εἴτε ἀκόμη καί φυσικόν, πρέπει νά τόν ἐννοήσουμε ὡς μία δύναμη πού προξενεῖ ἕνωση. Καί κινεῖ τά ἀνώτερα νά προνοοῦν γιά τά κατώτερα, ἐκεῖνα πού εἶναι τῆς ἴδιας σειρᾶς τά κινεῖ νά ἔχουν ἀμοιβαία συνοχή καί κοινωνία, καί τέλος κινεῖ τά κατώτερα νά ἐπιστρέψουν στά καλύτερα καί ἀνώτερά τους».

Ἑπομένως ὁ Θεός «ἐξίσταται» μέ μία πνευματική κίνηση ἀγαπητική πρός τά δημιουργήματά του, καί εἰδικότερα πρός τά λογικά πλάσματά του, ὅπως εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Καί ὁ ἅγιος Διονύσιος συνεχίζει: «Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἀπό τή φύση τοῦ ἐκστατικός.

Δέν ἀφήνει τούς ἐραστές νά ἀνήκουν στόν ἑαυτό τους. Καί αὐτό τό δείχνουν ἀπό τήν πρόνοια, πού δείχνουν γιά τά κατώτερα. Ἐκεῖνα πού εἶναι τῆς ἴδιας σειρᾶς τή δείχνουν ἀπό τή μεταξύ τους συνοχή. Καί τά χαμηλότερα ἀπό τή θειότερη ἐπιστροφή τους πρός τά πρῶτα.

Γι’ αὐτό ὁ θεῖος Παῦλος, πού κυριεύθηκε ἀπό τόν θεῖον ἔρωτα καί δοκίμασε τήν ἐκστατική του δύναμη, λέει μέ ἔνθεο στόμα: «δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός», ὡς ἀληθινός ἐραστής, πού μέσα τοῦ εἶχε ὑποστεῖ ἔκσταση πρός τό Χριστό, ὅπως λέει ὁ ἴδιος στήν πρός Κορινθίους Ἐπιστολή του. Δέ ζοῦσε ἑπομένως τή δική του ζωή, ἀλλά τή ζωή τοῦ ἀγαπημένου του ὡς ὑπερβολικά ἀγαπητή καί ποθητή».

Καί ὁ μεγάλος θεολόγος, ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει τά ἑξῆς: «Οἱ θεολόγοι ὀνομάζουν τό θεῖον ἄλλοτε ἔρωτα, ἄλλοτε ἀγάπη, ἄλλοτε ἐραστό καί ἀγαπητό. Γι’ αὐτό ὁ ἔρως, πού εἶναι ἀγάπη, κινεῖται (πρός τά ἔξω), ὡς ἐραστό δέ καί ἀγαπητό κινεῖ πρός τόν ἑαυτό τοῦ ὅλα ὅσα εἶναι δεικτικά ἔρωτος καί ἀγάπης.

Καί, γιά νά τό ξαναποῦμε καθαρότερα καί σαφέστερα, κινεῖται πρός ἐκεῖνα πού εἶναι δεικτικά ἔρωτος καί ἀγάπης, προξενώντας μία ἐσωτερική σχέση. Καί κινεῖ, γιατί εἶναι ἐκ φύσεως ἑλκυστικός της ἐπιθυμίας ἐκείνων, πού κινοῦνται πρός αὐτόν. Καί πάλι κινεῖ καί κινεῖται, γιατί ὁ θεῖος ἔρως διψάει νά τόν διψοῦν, ποθεῖ νά ποθεῖται καί ἀγαπάει νά τόν ἀγαποῦν». τό ἴδιο ἄλλωστε ἰσχύει καί ἀπό τήν πλευρά τῶν ἀγαπημένων ἐν σχέσει πρός τόν Κύριο, ὡς πηγή τῆς θείας ἀγάπης.

Καί συνεχίζει: «Πηγή καί γεννήτορας τῆς ἀγάπης καί τοῦ θείου καί ἁγίου ἔρωτος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Γιατί αὐτός, ἐνῶ ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀγάπη μέσα του, τήν πρόβαλε πρός τά ἔξω, δηλαδή πρός τά κτίσματά του. Σύμφωνα μέ αὐτό ἔχει λεχθεῖ ὅτι “ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη”. Συνέχεια

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς θείας ἀποκαλύψεως

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης,

images (1)Στήν ἐποχὴ μας λησμονεῖται ἡ ἀνάσταση. Παραμερίζεται ἀκόμα καὶ ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ οἱ ἐπιστήμονες πού ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἀνθρωπίνη ψυχὴ δέν τὴν ἀντιμετωπίζουν συνήθως ὡς ὀντολογικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς βιολογικὴ λειτουργία του. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζεῖ καὶ πεθαίνει χωρὶς καμία ἰδιαίτερη προοπτικὴ πέρα ἀπὸ τὴν βιολογικὴ ὕπαρξη καὶ τὴν βιογραφικὴ δραστηριότητά του. Μέσα στό πλαίσιο αὐτὸ δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ καὶ ἡ διάχυτη ἀπαισιοδοξία του, ὅσο καὶ ἂν θέλει καὶ προσπαθεῖ νά ἀφήσει τὴν ἐλπίδα του νά πεθάνει τελευταία.

Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη καὶ μονιμότερη ἀπειλή γιά τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ ἀπειλὴ αὐτὴ δέν τὸν προσβάλλει μόνο ἄμεσα μὲ τὴν ἔλευσή του ἀλλὰ καὶ ἔμμεσα. Τὸν προσβάλλει σὲ κάθε φάση καὶ καμπὴ τῆς ζωῆς του. Μὲ κάθε ἀρρώστια καὶ κάθε πόνο, μέσα ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ κάθε ἀποτυχία, πίσω ἀπὸ κλονισμὸ καὶ ἀδυναμία κρύβεται ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου.

Ἡ πίστη σὲ κάποια μορφὴ μεταθανάτιας ζωῆς μετρίαζε παλαιοτέρα κάπως τὸ μέγεθος τῆς ἀπειλῆς. Ὁ νεωτερικὸς ἄνθρωπος θέλησε νά περιορίσει ἤ ἀκόμα καὶ νά ἑξαφανίσει κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου μὲ τὴν πίστη του στήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ δέν ἄργησε νά φανεῖ τελείως οὐτοπικό. Ἔτσι στήν ἐποχὴ μας ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νά εἶναι ἐκτεθειμένος στήν ἀπαισιοδοξία περισσότερο ἀπὸ κάθε προηγουμένη ἐποχή, παρὰ τὴν ἀσυλλήπτη πρόοδό του στήν ἐπιστήμη καὶ τὴν τεχνολογία.

Μὲ μία πρόχειρη ἀναδρομὴ στήν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ ζωὴ διαπιστώνουμε ὅτι ἦταν διαδεδομένη ἡ πίστη στήν ἀθανάσία τῆς ψυχῆς, ἡ ἀκόμα, ὅπως διδάσκε ὁ Πλάτων, ὅτι τὸ σῶμα ἀποτελεῖ φυλακὴ ἤ τάφο τῆς ψυχῆς (σῶμα-σῆμα) καὶ ὅτι ὁ θάνατος εἶναι εὐεργεσία, γιατὶ ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ δεσμωτήριό της. Ἐξ ἄλλου ὁ Ἐπίκουρος ἤθελε νά ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου μὲ τὸ ἀκόλουθο σόφισμα: Ὁ θάνατος, ἔλεγε, εἶναι «τὸ φρικωδέστατον τῶν κακῶν». Ἀλλὰ αὐτὸς δέν ἔχει καμία σχέση μὲ ἐμᾶς, γιατί, «ὅταν μὲν ἡμεῖς ὧμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν· ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ’ ἡμεῖς οὔκ ἐσμεν».

Κάποιον βαθύτερο προβληματισμό γιά τὸν θάνατο βρίσκουμε στόν τραγικὸ μας ποιητή Εὐριπίδῃ. «Τὶς οἶδέν», ἔλεγε, «εἰ τὸ μὲν κατθανεῖν ἐστι ζῆν, τὸ δὲ ζῆν ἐστι κατθανεῖν»; Ποῖος δηλαδὴ γνωρίζει, ἂν ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἡ ζωὴ θάνατος; Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι μέχρι σήμερα, χωρὶς νά ἔχουν κάποια ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, μιλοῦν γιά ψεύτικη καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ἡ ζωὴ μας αὐτὴ εἶναι ψεύτικη καὶ χάνεται μέσα στόν χρόνο. Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι αἰώνια.

Ὅταν ἀναλογίζεται κάποιος τὸ παρελθὸν του, διαπιστώνει ὅτι αὐτό, ὅσο μακροχρόνιο καὶ ἂν εἶναι, φαίνεται πολὺ σύντομο. Καὶ τὰ χρόνια πού ἔζησε, ὅσο πολλὰ καὶ ἂν ἦταν, ἔφυγαν γρήγορα. Ὅσο μάλιστα ἐνηλικιώνεται ὁ ἄνθρωπος, τόσο γρηγορότερα τοῦ φαίνονται πώς περνοῦν τὰ χρόνια. Λέμε συχνά πώς περνοῦν σὰν ὄνειρο. Ἄλλωστε καὶ τὸ ὄνειρο ἀποτελεῖ μιὰ μορφὴ ζωῆς, καὶ μερικὲς φορὲς πολὺ ἔντονη. Ὅταν ὅμως ξυπνοῦμε στήν συνηθισμένη ζωή, καταλαβαίνουμε ὅτι ἦταν ψεύτικη.

Αὐτό πού διατύπωσε ὡς ἐρώτημα ὁ Εὐριπίδης, αὐτό πού δημιουργεῖται καὶ ἐκδηλώνεται ὡς ὑποψία στόν κοινὸ νοῦ μὲ τίς παραλλαγές πού ἐμφανίζονται στόν χρόνο καὶ τὴν ζωή, καὶ τέλος αὐτό πού ὑπάρχει ὡς μύχιος πόθος στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνιστᾶ ὀντολογικὸ γνώρισμα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, παίρνει τὴν ἀπαντήσή του μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν ἀποτελεῖ κάποιο θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς του. Δέν συνιστᾶ κάποια ἀλλαγή στήν ὑπόστασή του. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς Θείας ἀποκαλύψεως. Εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου, ἡ βάσῃ τῆς «καινῆς κτίσεως», τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κηρύγματός της. «Εἰ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»[1].

Συνέχεια

Ἀνέστη Χριστός, ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ

    Φ. Κόντογλου

Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.

Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»…

Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; …Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Συνέχεια

Σημεῖα καί πτυχές τῆς πασχάλιας γιορτῆς.

Κάλλιστος Γουέαρ (Ἐπίσκοπος Διοκλείας)

Ἡ πασχάλια χαρά

imagesCA3PNG8GΤό Πάσχα, ἡ γιορτή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ γιορτή μεγάλης χαρᾶς. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Χριστός συναντᾶ τίς μυροφόρες καθώς φεύγουν ἀπό τό μνῆμα, τό πρῶτο πράγμα πού τούς λέει εἶναι ἡ λέξη «Χαίρετε». Ὅσον ἀφορᾶ σ’ αὐτή τήν πασχάλια χαρά, τρία σημεῖα ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία: εἶναι χαρά προσωπική, εἶναι χαρά συμπαντική καί εἶναι χαρά εὐχαριστιακή.

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά προσωπική. Ἔτσι κατά πῶς τό βεβαιώνουμε στόν πασχάλιο κανόνα τῆς ἀναστάσιμης ἀκολουθίας: «Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι». Ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος, ἡ Ταφή καί ἡ Τριήμερος Ἀνάστασή Του, δέν ὑπάρχουν γιά νά τά ἀτενίζουμε ἁπλά ὡς συμβάντα τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος, ἀλλά γιά νά τά βιώνει ὁ καθένας μας ὡς τεκταινόμενα μέσα στήν ἴδια του τή ζωή. Ὑπάρχουν γιά νά εἶναι ἄμεσα καί προσωπικά. Ἐγώ σταυρώνομαι μέ τό Χριστό, ἐγώ θάβομαι μαζί Του καί εἶμαι ἐγώ πού ἀνασταίνομαι ἐκ νεκρῶν μαζί μέ Ἐκεῖνον. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ ἀνακαίνιση ἡ δική μου, ἡ ἐπαναδημιουργία μου. Εἶναι εὐλογημένοι ὅσοι τό αἰσθάνονται αὐτό στήν καρδιά τους τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως!

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά συμπαντική. Οἱ ἀκτίνες τοῦ ἀναστάσιμου φωτός διεισδύουν σ’ ὁλόκληρη τήν κτίση. Μέσα ἀπό ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, ἡ πασχάλια χαρά κοινωνεῖται στό κόσμο τῆς φύσης – στά ζῶα, στόν ἀέρα, στό νερό, σέ καθετί πού ἔρχεται στή ζωή τήν ἄνοιξη. Καί πάλι, ὁ ἀναστάσιμος κανόνας τονίζει ἐμφατικά αὐτό τό στοιχεῖο· «Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δέ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος· Χριστός γάρ ἐγήγερται». Στήν Ὀρθόδοξη Ρωσία, ὑπῆρχε κάποτε τό ἔθιμο -μπορεῖ καί νά ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα σέ κάποιες περιοχές- νά σταματᾶνε οἱ ἀγρότες, γυρίζοντας ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία καί κρατώντας τό ἅγιο φῶς, στούς στάβλους τῶν ζώων, καί νά ψέλνουν τόν ἀναστάσιμο ὕμνο στά ἄλογα καί τά κοπάδια – «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…». Δέν ὑπῆρχε τίποτα τό γλυκερό σ’ αὐτό· ἦταν μία ἀναγνώριση τῆς ζωντανῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά μαζί μέ τόν κόσμο. Εὐλογημένοι εἶναι αὐτοί πού κατά τή διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης νύχτας εἰσέρχονται σέ ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο! Συνέχεια

Πρὸς Ἐμμαούς

Fr. Lev Gillet

Προς Εμμαους1«…Καὶ ἰδοὺ δύο ἐξ αὐτῶν ἦσαν πορευόμενοι ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα ᾿Εμμαούς … Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν καὶ αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς…» (Λουκ. κδ΄, 13-15)

Ἀξίζει πράγματι νὰ μελετήσουμε, νὰ ἐξετάσουμε καλύτερα τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς πλησίασε τὸν Κλεόπα καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ καθ’ ὁδὸν πρὸς Ἐμμαούς.

Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια περιγράφουν πολλοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους πλησίαζε ὁ Χριστὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἢ οἱ ἄνθρωποι ἔσπευδαν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστό. Κάποιες φορές, οἱ ἄνθρωποι πηγαίνουν πρὸς τὸν Χριστό. Κάποιες ἄλλες, ὁ Χριστὸς πηγαίνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς πλησιάζει κατὰ πρόσωπο, ἄμεσα. Ἄλλοτε, ὁ Χριστὸς προχωρεῖ μὲ δική του πρωτοβουλία, εἰσέρχεται, παρεμβάλλεται στὸ δρόμο τους, στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, καὶ τοὺς περιμένει. Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς, καθήμενος «ἐπὶ τοῦ φρέατος τοῦ Ἰακὼβ» προσκαρτεροῦσε, ἀνέμενε τὴν Σαμαρείτιδα νὰ ἔλθει.

Στὴ περίπτωση τῶν μαθητῶν, ποὺ «ἐπορεύοντο εἰς Ἐμμαούς», ἡ προσέγγιση εἶναι διαφορετική. Ἡ περικοπὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε νὰ τοὺς πλησιάση κατὰ πρόσωπο, ἐμπρός τους· ὅτι δὲν βάδιζε πρός ἀντίθετη κατεύθυνση, ὥστε νὰ ἔλθη πρὸς συνάντησή τους. Ἔτσι, οἱ μαθητές δὲν τὸν εἶδαν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ κάποια ἀπόσταση. Φαίνεται σαφῶς ὅτι ὁ Χριστός, βαδίζοντας πίσω τους σέ κάποια ἀπόσταση, τελικά ἐπετάχυνε τὸ βῆμα του καὶ τοὺς πλησίασε. Ἀρχικά, βάδιζε δίχως νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ μαθητές ὅτι τοὺς συνώδευε, ἕως ὅτου τοὺς πλησίασε τόσο, ὅσο νὰ ἀκούει τὸν ἦχο τῆς συνομιλίας τους. Τέλος, τοὺς πρόφθασε καί, φθάνοντας στό πλευρό τους, ἔλαβε εὐθὺς μέρος στὸ διάλογο, στὴ συζήτηση ποὺ εἶχαν.

Ἡ προσέγγισή Του δὲν ἦταν μόνο τοπική, ἀλλὰ καὶ πνευματική. Ὅπως τοὺς πλησίαζε, ὁ Ἰησοῦς ἀντελήφθη ὅτι ἦσαν «σκυθρωποί», θλιμμένοι δηλαδὴ καὶ στενοχωρημένοι. Νομίζω ὅτι, τὶς περισσότερες φορές, ὁ Χριστὸς πλησιάζει ὄχι τόσο τὰ σώματα ἀλλὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· καὶ τὶς πλησιάζει μὲ ἕνα τρόπο ἀνάλογο ἐκείνου, ποὺ πλησίασε τοὺς μαθητές κατὰ τὴν πορεία τους πρὸς Ἐμμαούς. Συνέχεια

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Metr. Anthony Bloom

imagesCA3YZDCEἊν ὑπάρχει ἕνα γεγονὸς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο νὰ χωρεῖ στὴν ἐμπειρία μας αὐτὸ εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ὁλόκληρη ἡ πίστη μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση διότι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν», καὶ τότε «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμὲν» (A΄ Κορ. 15. 14, 19). Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀναστηθεῖ τότε δὲν εἶναι ὁ Μεσσίας τοῦ κηρύγματός μας, οὔτε Αὐτὸς ποὺ ὁ ἴδιος διακήρυξε τὸν Ἑαυτό Του νὰ εἶναι· στὴν περίπτωση αὐτὴ πιστεύουμε σὲ ἕνα ψέμα καὶ ἡ ζωὴ στὴν ὁποία ἀποβλέπουμε, ἡ ζωὴ ἐκείνη τὴν ὁποία γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ μέσα στὶς ψυχές, τὰ σώματα, τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωή, δὲν εἶναι παρὰ μία ἀπάτη καὶ ἕνα ψέμα.

Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἕνα ἀληθινὸ γεγονὸς διότι γνωρίζουμε τὸν ἀναστημένο Χριστό. Δὲν Τὸν γνωρίζουμε ὅπως Τὸν γνώρισαν οἱ ἀπόστολοι, μέσα στὴ σάρκα. Δὲν Τὸν εἴδαμε στὰ χωριὰ τῆς Γαλιλαίας οὔτε στοὺς δρόμους τῆς Ἁγίας Γῆς. Μὲ τὸ πνεῦμα μας ὅμως Τὸν γνωρίζουμε ἀναστημένο καὶ γνωρίζοντάς Τον μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα ὅτι Αὐτὸς ὁ ὁποῖος σήμερα ζεῖ ἔχει πράγματι ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

Πρὸς τὸ παρὸν ἐξακολουθοῦμε νὰ φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα, ὅμως οἱ μέρες περνοῦν: μὲ ποιὸ τρόπο νὰ διατηρήσουμε αὐτὸ τὸ φῶς; Μποροῦμε νὰ τὸ διατηρήσουμε μόνο ἂν δὲ στρεφόμαστε ὁλοένα πρὸς τὰ πίσω γιὰ νὰ ξαναζήσουμε μὲ τὴ σκέψη μας τὴ φωτεινὴ ἐκείνη βραδιὰ ἡ ὁποία ἀποκάλυψε τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, μποροῦμε νὰ τὸ διατηρήσουμε μόνο ἂν πᾶμε μπροστά, ὄχι μόνοι τώρα ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο. Ἔχετε ἀκούσει τὸ Χριστὸ νὰ καλεῖ τοὺς μαθητές Του νὰ ἐπιστρέψουν στὴ Γαλιλαία, ἐκεῖ ὅπου ἄρχισε ἡ Ἄνοιξη τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς, ὅπου εἶχαν βρεῖ καὶ ἀναγνωρίσει τὸν Χριστό, ὅπου γιὰ ἐκείνους ἄρχισε ἡ Ζωή. Δὲν εἶναι ὅμως ἀποκλειστικὰ στὴ Γαλιλαία, στὰ βάθη ἐκεῖνα τῆς ψυχῆς τὰ ὁποῖα διατηροῦν τὴ δροσιὰ τῆς πρώτης γνωριμίας καὶ τὴν πρώτη μας ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο ποὺ θὰ Τὸν βροῦμε, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μονοπάτια. Συνέχεια

Ὁ Θάνατος τοῦ Θεοῦ καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἀνθρώπου

Παναγιώτη Νέλλα

img_30911[1] Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα ὄχι μόνο τῆς σύγχρονης δυτικῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας. Τά τελευταῖα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ᾽ αὐτό, ἀνέβηκαν ἔργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε ἀπό τά μελετητήρια τῶν εἰδικῶν καί ἀπασχολεῖ τό εὐρύτερο κοινό. Τό σύντομο αὐτό δοκίμιο ἔχει σκοπό νά δώσει, στήν ἀρχή μιά γενική ἐνημέρωση καί μιά ἑρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, ἀφοῦ τό τοποθετήσει μέ βάση τά ὀρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροῦσε νά προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση.

 Στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας τό θέμα ἀρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν, ὁλόκληρης τῆς ὑπεραισθητῆς περιοχῆς σύμπαντος τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία μένει γιά τό Nietzsche ὁ ἄνθρωπος, ὁ ″ὑπεράνθρωπος″: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» Γράφει ἤδη στά 1882. «Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός εἶναι νεκρός… ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;». Ὁ Nietzsche στήν ἐποχή του ἀναγκάζεται νά βάλει τά λόγια αὐτά στό στόμα ἑνός τρελοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ Sartre ἐπαναλαμβάνει μέ πλήρη ἄνεση τό ἴδιο κήρυγμα κατά τήν ἔναρξη τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, ὁ Θεός πέθανε. Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο τοῦ Θεοῦ.»

 Τό τί σημαίνει γιά τήν ἄθεη ὑπαρξιακή φιλοσοφία ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, μᾶς τό ἀποκαλύπτει μέ ἐνάργεια ἡ ἀντίστοιχη λογοτεχνία. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ἄρα δέν ὑπάρχει παρά ἡ βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή ἀγαλλίαση ὁ Camus ὑμνεῖ στά πρῶτα του ἔργα τό μεγαλεῖο καί τή χαρά αὐτῆς τῆς ζωῆς.τήν ὁμορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν ἀκροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἡ οἰκογένεια εἶναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. Ἀλλά ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ ″ἐν φθορᾷ ζωή″ καί ὁ ἴδιος ὁ Camus ὅσο προχωρεῖ, ἀνακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι αὐτό τῆς φθορᾶς, πού κλέβει τή χαρά, πού ἀπομυζᾶ τήν οὐσία καί ἀφήνει ἀνούσια καί ἀνόητη τή ζωή, πού δημιουργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τοῦ χάους καί τοῦ κενοῦ, πράγμα πού τόσο ἔντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού ὁ Sartre μέ τόση ἐπιτυχία ὀνομάζει στό ὁμόνυμο ἔργο του «Ναυτία». Συνέχεια

Τό Κέλυφος τοῦ Θανάτου:Τά κόκκινα αὐγά καί ἡ Ὑποκρισία

 Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Πόσο ὄμορφα ὁ λαός μας στά Βαλκάνια διακοσμεῖ αὐγά! Τόσο πιό ὄμορφα γιά νά στολίση τό Πάσχα. Γιά νά αὐξήση τήν χαρά τοῦ Πάσχα. Γιά νά κάνη τούς φιλοξενουμένους του πιό εὐτυχεῖς. Κάποτε μάλιστα τά βαμμένα αὐγά ἀποτελοῦν πραγματικά ἔργα τέχνης. Ἄν τά βαμμένα αὐγά διατηρηθοῦν πάρα πολύ, σαπίζουν ἐσωτερικά καί ἀναδίδουν μιά ἀνυπόφορη δυσοσμία ἤ στό τέλος στεγνώνουν ἐντελῶς.

Τότε εἶναι πού τό χρωματισμένο κέλυφος διατηρεῖ μέσα του τόν θάνατο.

Πιό φοβερή εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ γιά τούς ὑποκριτές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅμοιοι «τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δέ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καί πάσης ἀκαθαρσίας» (Ματθ. κγ´ 27).

«Προσέχετε τήν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μή ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δέ μήγε, μισθόν οὐκ ἔχετε παρά τῷ πατρί ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. στ´ 1).

Ἡ δικαιοσύνη πού εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό, ὅπως ἀπεκαλύφθη ἀπό τόν Ἰησοῦ στό Ὄρος τῶν Μακαρισμῶν, εἶναι ἡ ἀκόλουθη: ἔλεος, προσευχή, ἐμπιστοσύνη καί πίστι στόν Θεό ὡς τόν μόνο Κύριο, ἔλλειψις στενοχώριας γιά τήν αὔριο, ἀναζήτησις πρίν ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὕπαρξις πίστεως πού νά λαμβάνη ἀπό τόν Θεό ὅ,τι θέλει, νά βρίσκη ὅ,τι ζητᾶ, νά ἀνοίγη μιά κλειστή θύρα· καί ἐπίσης: νά μή κρίνης αὐστηρά, νά μή μετρᾶς μέ ψεύτικο μέτρο, ὥστε νά μή σοῦ συμβῆ παρομοίως.

Νά μή κοιτᾶς τό κάρφος στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ ὑποκριτικά κρύβεις τό δοκάρι στό δικό σου μάτι.νά κάνης στόν συνάνθρωπό σου ὅ,τι θά ἤθελες νά σοῦ κάνουν. Ὄχι φόβος τῆς στενῆς, ἀλλά καθαρῆς καί ἁγίας ὁδοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν ζωή, καί ἀποφυγή τῆς ἄνετης καί εὔκολης καί πλατειᾶς ὁδοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στόν θάνατο·  ἀπόδοσις ἀγαθῶν καρπῶν στόν Θεό τόν Οἰκοκύρη, ὁ Ὁποῖος σέ φύτευσε σάν καλό δένδρο.ὄχι ὑπερηφάνια γιά τά μεγάλα σου ἔργα, ἀλλά ἐπιτέλεσις τοῦ κάθε πράγματος σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἐκπλήρωσις στήν πρᾶξι ὅλων τῶν παραγγελιῶν τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τόν τρόπο τοῦτο ἀνέγερσις τοῦ οἴκου τῆς αἰωνιότητός σου, ὅπως ἕνας σοφός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κτίζει τό σπίτι του ὄχι στήν ἄμμο, ἀλλά στόν βράχο, ὥστε οὔτε οἱ καταιγίδες, οὔτε οἱ ἄνεμοι, οὔτε οἱ βροχές νά μποροῦν νά τό βλάψουν (βλ. Ματθ., κεφ. ζ´ 24-25). Συνέχεια

Σπάζοντας τά δεσμά τοῦ θανάτου

Fr. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ

Σέ μία ἀπό τίς ᾿Επιστολές του, ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι, ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πλέον ἀξιοθρήνητοι τῶν ἀνθρώπων…

Πράγματι, ἄν δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, θά ἤμαστε ἀξιολύπητοι, διότι ὅλη μας ἡ πίστη, ὅλο αὐτό πού ὀνομάζουμε πνευματική ἐμπειρία μας καί ὅλη ἡ ζωή πού οἰκοδομοῦμε πάνω σ’ αὐτήν δέν θά ἦταν τίποτε ἄλλο παρά μιά αὐταπάτη, ἕνα ψέμα, μιά ψευδαίσθηση. ᾿Εμεῖς ὅμως εἴμαστε οἱ εὐτυχέστεροι τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδή ὄντως ὁ Χριστός ᾿Ανέστη. Καί αὐτό ὄχι ἁπλῶς ἑκατοντάδες καί χιλιάδες ἀλλά ἑκατομμύρια ἀνθρώπων τό γνωρίζουν ἀπό προσωπική καί ἄμεση ἐμπειρία.

Εἶναι πάρα πολλοί αὐτοί πού θά ἔλεγαν· ῾Ο Θεός ὑπάρχει διότι τόν ἔχω συναντήσει, «Χριστός ᾿Ανέστη» διότι Τόν ἔχω συναντήσει ᾿Αναστημένο. Καί ὄχι μόνο κατά τρόπο πνευματικό, ἀλλά καί σωματικό· ἔχουμε τή μαρτυρία τῶν ᾿Αποστόλων, ἀνθρώπων ἁπλῶν πού ἔφυγαν μακριά ἀπό τόν Γολγοθά, γνωρίζοντας (νομίζοντας ὅτι γνωρίζουν) ὅτι ἀπό τή στιγμή πού ὁ Κύριός τους ἀποκαθηλώθηκε ἀπό τόν Σταυρό καί ἐτάφη, εἶχε νικηθεῖ ὁριστικά, καί κάθε ἐλπίδα τους εἶχε γιά πάντα χαθεῖ. Καί ὅμως, αὐτοί οἱ ἴδιοι γίνονται μάρτυρες τῆς ᾿Αναστάσεως· ἀπροετοίμαστοι, διστακτικοί καί κατόπιν περιχαρεῖς. Περιχαρεῖς, διότι οἱ γυναῖκες ἦρθαν τό πρωί νά ἀλείψουν μέ μύρα τόν Χριστό, καί διαπίστωσαν ὅτι τό σῶμα Του δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. ῾Ο ᾿Ιωάννης καί ὁ Πέτρος ἔτρεξαν ἐκεῖ ἀργότερα, καί ὁ τάφος ἦταν ἄδειος. Καί ὅταν πῆγαν στούς ἄλλους μαθητές, ρωτώντας, ἀμφιβάλλοντας, διστάζοντας· ὁ Χριστός τούς παρουσιάστηκε καί τούς εἶπε· «Μή φοβᾶστε. Δέν εἶμαι φάντασμα, δέν εἶμαι μία ἀσώματη φιγούρα· τό φάντασμα δέν ἔχει σάρκα καί ὀστά, καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα»! Συνέφαγε μαζί τους, τούς μίλησε, τόν ἄγγιξαν! Καί πράγματι, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν ᾿Επιστολή του, οἱ ᾿Απόστολοι μαρτυροῦν αὐτό πού εἶδαν μέ τά μάτια τους, αὐτό πού ἄκουσαν μέ τ’ αὐτιά τους κι αὐτό πού μέ τά ἴδια τους τά χέρια ψηλάφησαν· τήν ἀλήθεια! Συνέχεια

Ἀργά βαδίζει ὁ Χριστός

 Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Μιά µητέρα µὲ ρώτησε πρόσφατα: Ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Ὁ γιός της µαχόταν νότια τοῦ Μπίτολ καὶ σκοτώθηκε. Ἐκείνη περπατοῦσε στό πεδίο τῆς µάχης καὶ ξέθαβε τὸν ἕνα τάφο µετὰ τὸν ἄλλο,γιά νά βρεῖ τὸν γιό της. Οἱ νεκροὶ κείτονταν ἤδη πολὺ καιρὸ κάτω ἀπὸ τὸ χῶµα καὶ ἦταν ὅλοι ἴδιοι µεταξὺ τους καί ἴδιοι µὲ τὸ χῶµα. Ἡ µητέρα γνώρισε τὸν γιό της ἀπὸ ἕνα περιλαίµιο στό στῆθος. Δέν µποροῦσε πιὰ νά τὸν γνωρίσει ἀπὸ τὸ πρόσωπο. Ἀκόµα καὶ τὸ ροῦχο φαινόταν πιὸ ἀθάνατο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο πού τὸ φοροῦσε.

Ἡ µητέρα δέν µποροῦσε νά κλάψει: ἡ καταστροφικὴ φρίκη τοῦ θανάτου ἔκανε γυαλὶ τὰ µάτια της καὶ πάγωσε τὴν ψυχὴ της. Μπροστὰ της ὑπῆρχε ἕνα ἀνατριχιαστικὸ µυστήριο. Μιά ζωὴ εἶχε γίνει κάρβουνο καὶ πηλός. Ἀπὸ ἀνθρώπινο πλάσµα, ποὺ κάποτε ἦταν σύνθετο µέρος τοῦ σώµατός της καὶ τῆς ψυχῆς της, ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο πού τὴν ἀποκαλοῦσε µάνα, ποὺ κουβαλοῦσε τὸ ὅπλο καὶ µαχόταν στίς µάχες, φάνηκε µπροστὰ στά µάτια της µιά χοϊκή, ἄµορφη µάζα, ποὺ ἀνακατευόταν µὲ τὸ χῶµα -µία ἀνενεργή χωµάτινη µάζα, ποὺ δέν αἰσθανόταν πιὰ συγγένεια µὲ κανέναν ἐκτὸς ἀπὸ τὸ χῶµα.

Μόλις πού τόλµησε ἡ µητέρα νά πιάσει τὸν γιό µὲ τὰ χέρια. Ἤθελε τουλάχιστον νά χαϊδέψει αὐτὴ τή σκληρή ἀνάµνηση τοῦ ὄµορφου γιοῦ της. Ὅµως τραβήχτηκε σὰν ἀπὸ ἄσχηµο ὄνειρο: τὰ δάχτυλα δέν µποροῦσαν νά κρατηθοῦν στήν ἐπιφάνεια, ἀλλά ἀµέσως βυθίστηκαν βαθιὰ στό σαπισµένο σῶµα ὅπως σὲ σάπια κολοκύθα. Φόβος περιέλαβε τή µητέρα. Αἰσθάνθηκε ἕναν ἀξεπέραστο γκρεµὸ ἀνάµεσα σ’ ἐκείνη καὶ τὸν γιό της. Τίποτα δικὸ της καὶ τίποτα ἀγαπητὸ δέν µποροῦσε νά δεῖ σ’ αὐτὸ τὸν ἀνοιχτὸ τάφο, σ’ αὐτὸ τὸ σκοτεινό, ὑπόγειο χηµικὸ ἐργαστήριο. Ἦρθε ἀποκαµωµένη, καὶ ὅταν µοῦ διηγήθηκε τὸ φοβερὸ θέαµα, µὲ ῥώτησε : «Ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;»…

…Ἂς ὁµολογήσουµε, ἀδέλφια, τὸν Θεὸ ὡς τὸν κυρίαρχο τῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὸν θάνατο. Αὐτὴ ἡ ὁµολογία θὰ µᾶς ὁδηγήσει, στήν ἐµπιστοσύνη πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα µας, ποὺ θὰ γεµίσει τὴν ψυχὴ µας µὲ χαρὰ καὶ προσευχή: «Θεέ, ἐµεῖς εἴµαστε σκόνη πού ἐσὺ ζωντάνεψες µὲ τὸ πνεῦµά σου. Μᾶς τοποθέτησες σὲ µία κοιλάδα παραγεµισµένη µὲ νεκρὰ ὀστᾶ καὶ σάπιο κρέας. Δῶσε µας δύναµη, νά µπορέσουµε νά ἀντέξουµε τὴν παραµορφωµένη ὄψη τῶν νεκρῶν, τῶν ὁποίων τὸν ἀριθµὸ καὶ ἐµεῖς σήµερα-αὔριο θὰ αὐξήσουµε.

»Ἐσύ θὰ µᾶς ἀναστήσεις ἐκ νεκρῶν, Θεέ, ὅπως ἀνέστησες τὸν Υἱό Σου, τὸν Χριστό, τὸν ἀδελφὸ µας. Ἐσύ δέν γέννησες τὰ παιδιά σου, Πατέρα, µόνο καὶ µόνο γιά νά κοιτάξουν στιγµιαία τὸν πολυτελῆ σου οἶκο κι ὕστερα νά τὰ πετάξεις στό σκοτάδι, στή µεγαλύτερη φυλακή. Ἐσύ δέν τὰ γέννησες γιά νά τοὺς καταπίνει τὸ σκοτάδι. Ἐσύ τὰ γέννησες γιά νά εἶναι σύντροφοί σου στήν αἰωνιότητα.

»Δέν σὲ ρωτᾶµε, Πατέρα, µὲ τί εἴδους σῶµα θὰ µᾶς ντύσεις, στήν ἄλλη ζωή, οὔτε µὲ ποία δύναµη θὰ µᾶς ζωντανέψεις. Ὄχι, ὅµως Σὲ παρακαλοῦµε µόνο: Δυνάµωσε τὴν ἐµπιστοσύνη µας πρὸς Ἐσένα καὶ τὴν πίστη µας στή ζωή. Ἀφοῦ ὅ,τι Ἐσὺ κάνεις µὲ µᾶς, θὰ εἶναι ἀσύγκριτα σοφότερο ἀπὸ ἐκεῖνο πού ἐµεῖς θὰ κάναµε µόνοι µας. Τὰ σχέδιά Σου εἶναι καλύτερα ἀπ’ ὃλες τίς ἐπιθυµίες µας. Ἡ δύναµή Σου ὑπερβαίνει ὅλη τή φαντασία µας. Ἐσύ πού ἔχεις τή δύναµη νά δηµιουργήσεις, ἔχεις δύναµη καὶ νά θανατώσεις, καὶ Ἐσύ πού ἔχεις δύναµη νά θανατώσεις, ἔχεις τή δύναµη καὶ νά ζωντανέψεις. Συνέχεια

῾H ζῶσα ζωὴ- Ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως

Ὀλιβιὲ Κλεμὰν

Ἡ ἀληθινὴ εἰκόνα τῆς Ἀνάστασης εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς εἰς Ἅδου καθόδου, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς τῶν ὅλων ἀναστάσεως. Ὁ θριαμβεύων Χριστός, περιβεβλημένος τὸ φῶς τῆς δόξας Tου, ποὺ ὑποδηλώνει τὴν ὑπερβατικότητά του, θρυμματίζει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια Του τὶς πύλες τοῦ ἅδη, παίρνει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, ὄχι ἀπὸ τὸ χέρι, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ, ‒‒παίρνει δηλαδὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸν καθένα μας—καὶ τοὺς κάνει νὰ ἀναπετάσουν κυριολεκτικὰ ἔξω ἀπὸ τοὺς τάφους τους. Ἀπὸ τότε, μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ παντοῦ στὸν κόσμο (ἀλλά, στὴν πραγματικότητα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ποὺ φέρει μέσα της τὸν κόσμο), τὸ Χέρι τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔπαψε νὰ σχίζει τὰ σκοτάδια, καί, ἔτσι ὅπως εἶναι διάτρητο,νὰ μᾶς χαρίζει “τὸ Φῶς τῆς Ζωῆς”. Ἔτσι προσδιορίζεται τὸ νόημα τοῦ Πάσχα. Ὁ Θεὸς ἐνσαρκώνεται καὶ “κατέρχεται” ἴσαμε κάτω στὸ θάνατο καὶ τὸν ἅδη γιὰ νὰ μᾶς διανοίξει, διὰ μέσου τῆς ἀναστημένης ἀνθρώπινης φύσης Του, τὴν ὁδὸ τῆς ζώσης ζωῆς, τὴν ὁδὸ τῆς ἔγερσης καὶ τῆς ἀγαθῆς ἰσχύος, τὴν ἴδια τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. “Θεὸς ἐνηνθρώπησεν” λέγουν οἱ Πατέρες, “ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν”¹ ἢ ἀκόμη: “Ὁ Θεὸς προσέλαβε σάρκα διὰ νὰ δυνηθῇ ὁ ἄνθρωποςνὰ λάβῃ Πνεῦμα”. Καὶ ἡ θέωση, ἔτσι ὅπως ὁρίζεται ἀπότομα, δὲν σημαίνει τὴν κατάργηση τοῦ ἀνθρωπίνου, μὰ τὴν πληρότητά του, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἀνθρώπινος παρὰ μόνο “ἐν Θεῷ”.

 Θὰ μπορούσαμε νὰ τάξουμε τὴν πιὸ κάτω προοδευτικὴ σειρά: Ἀνάσταση=Θέωση= ζωοποίηση μιᾶς ζωῆς, ποὺ εἶναι πιὸ ἰσχυρὴ ἀπὸ τὸ θάνατο=ἡ υἱοθεσία μας ἐν τῷ Υἱῷ=ἡ Χριστοείδειά μας ἐν τῷ Πνεύματι. Στὸ “Μέγα Κατατηχητικὸ λόγο” του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης συνοψίζει μὲ τὰ πιὸ κάτω λόγια τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα: “Ἐπεὶ οὖν ἔδει γενέσθαι ὅλης τῆς φύσεως ἡμῶν ἐκ τοῦ θανάτου πάλιν ἐπάνοδον, οἰωνεῖ χεῖρα τῷ κειμένῳ ὀρέγων, καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τὸ ἡμέτερον ἐπικύψας πτῶμα, τοσοῦτον τῷ θανάτῳ προσήγγισεν, ὅσον τῆς νεκρότητος ἅψασθαι⋅ καὶ ἀρχὴν δοῦναι τὴν φύσιν τῆς ἀναστάσεως τῷ ἰδίῳ σώματι, ὅλον συναναστήσας τὸν ἄνθρωπον τῇ δυνάμει.²

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας γράφει στὴν πέμπτη ὁμιλία του στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ: “Ἦταν ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστραφεῖ καὶ ἀποκατασταθεῖ στὴ νεκρὴ σάρκα ἡ μέθεξη στὴ ζωοποιὸ δύναμη τοῦ Θεοῦ” (ἐδῶ ἡ λέξη “σάρκα” ὑποδηλώνει ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, ὅλη τὴ φύση). Ἀλλὰ ἡ ζωοποιὸς δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Λόγος, ὁ μονογενὴς Υἱός. Αὐτὸν εἶναι, ποὺ μᾶς ἀπέστειλε ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή… “Ζωὴ ἐκεῖνος κατὰ φύσιν, προσέλαβε σάρκα ὑποταγμένη στὴ φθορὰ μὲ σκοπὸ νὰ καταστρέψει μέσα της τὴν ἰσχὺ τοῦ θανάτου καὶ νὰ τὴ μεταμορφώσει μέσα στὴ ζωή. Ὅπως τὸ σίδερο, ὅταν τεθεῖ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, πυρακτώνεται, ἔτσι καὶ ἡ σάρκα, μετὰ ποὺ θὰ δεχτεῖ μέσα της τὸ ζωοποιὸ Λόγο… Συνέχεια