Δεκέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Ἱεράρχες

Λόγος στόν Ἅγιο Πατέρα, Μέγα Ἱεράρχη, Μυροβλύτην καὶ Θαυματουργὸ Νικόλαο

 

Ἤλθαμε, ὢ ἄριστε τῶν ποιμένων, γιά νά σοῦ ἀνταποδώσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας καί τίς εὐχαριστήριες εὐχὲς γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες σου καὶ νά ποῦμε καταλλήλους λόγους, ὅσον εἶναι αὐτὸ δυνατὸ σὲ μᾶς. Διότι δέν νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀναφέρω ὅλα ὅσα ἄλλοι συγγραφεῖς ἔγραψαν γι’ αὐτὸν ἢ ἀναφέρει ἡ προφορικὴ παράδοση, ποὺ ἀφοροῦν ἄλλα μὲν στόν βίο, ἄλλα δὲ στή θαυμαστὴ καὶ φιλάνθρωπη πολιτεία του, ἀφοῦ δέν θὰ εἴχα τή δυνατότητα νά πράξω κάτι τέτοιο γιά ὅλα αὐτά. Ἄλλωστε ἐὰν ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶχε ἀνάγκη ἐπαινετικῶν λόγων γιά νά φανεῖ καλύτερος, θὰ ἔπρεπε νά ἀναφέρω ὅλους τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους χωρὶς νά παραλείψω κανένα. Τώρα ὅμως ἄλλος εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ἐπιθυμῶ νά παραθέσω τοὺς λόγους πού ἀναφέρονται στό ἦθος τῆς χριστιανικῆς πολιτείας του καὶ νά ἀποδώσω τίς εὐχαριστήριες εὐχές. Μοῦ φαίνεται λοιπὸν ὅτι θὰ πρέπει νά παραλείψω ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὴν καταγωγὴ καὶ τοὺς γονεῖς του -ἄν καί κάτι θὰ ἤθελα καὶ ἀπ’ αὐτὰ νά πῶ, ἔστω καὶ λίγα- καὶ νά ἔλθω σὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στήν προσωπικὴ χριστιανικὴ πολιτεία του. Ἀλλὰ ποιός ἐπαινετικὸς λόγος θὰ μποροῦσε νά ἐγκωμιάσει ἀξίως ἐκεῖνον γιά τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔγινε στεφάνι του καὶ ἰσχύει γι’ αὐτὸν τὸ «ἡ γὰρ δόξα μου ὁ Θεός μου».

Διότι γι’ αὐτὸν ὄχι μόνο δόξα, περιστατικὸ ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτά πού ἐπιθυμοῦν συνήθως οἱ ἄνθρωποι δέν ἔγινε στό βίο του ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τήν ψυχή του διαμόρφωσε κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε καὶ τὴν ὑπάρξή του καὶ τή ζωή του καὶ τὴν σκέψη του ἀφιέρωσε σ’ Αὐτόν, Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκόμη εἰσέλθει πλήρως στό στάδιο τοῦ ἀνθρώπινου βίου φαινόταν ὅτι θὰ γίνει ἅγιος, ἱερὸς καὶ θεῖος χαρακτῆρας. Διότι ὅπως κατάλαβε ὅτι ὀφείλει νά εὐγνωμονεῖ τὸν Θεὸ καὶ νά θυμάται τίς πολλὲς εὐεργεσίες του, ἔτσι προσπαθοῦσε να ἀρκεῖται μέ ὅσα εἶχε. Ἡ τροφὴ του ἤταν λιτή, συνήθως τὸ γάλα, καὶ σεβόταν τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τῆς ἐγκράτειας, τρώγοντας ὅταν ἐπιτρεπόταν καὶ ἀπέχοντας ὅταν ἀπαγορευόταν. Ἐφάρμοζε καὶ στήν περίπτωση τοῦ φαγητοῦ τὸν λόγο τοῦ Παύλου πού λέει ὅτι πρέπει νά βάζουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς σκοπὸ κάθε ἔργου μας «εἴτε τρῶμε εἴτε πίνουμε». Ἴσχυε καὶ γι’ αὐτὸν αὐτό πού λέγεται στή Γραφὴ γιά τὸν Σωτήρα Χριστὸ «πρὶν γνῶναι τὸ παιδίον πονηρὰ ἢ ἀγαθά, ἐκδέξεται τὰ ἀγαθά». Διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἔφθασε στό σημεῖο αὐτό μέ τή θελήσή του, αὐτὸ πράγματι εἶναι σπουδαῖο καὶ ἑξαιρετικὸ γεγονός, σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἂν δὲ ὁ Θεὸς τὸν παρακίνησε σ’ αὐτό, τὶ ἄλλο ἀποδεικνύει αὐτό, παρὰ ὅτι ὁδηγεῖτο ἀπὸ Πνεῦμα Θεοῦ καὶ ὅτι εἶναι μιμητής τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἔδειχνε μέ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ θαυμάσιο μέλλον τοῦ Ἁγίου ἀνδρός; Μέγα ἀγαθὸ λοιπὸν τὸ νά μιμηθεῖ κανεὶς τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.

Αὐτὰ ἀποδεικνύονται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δέν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸν του, οὔτε ἔπραττε ἐκεῖνα πού, κατὰ τή γνώμη του, ἦσαν καλὰ καὶ ἀρέσαν σ’ αὐτόν, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς «οὐχὶ ἑαυτῷ ἤρεσεν», ἀλλὰ ἔπραττε τὰ πάντα ἔχοντας «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος. Αὐτὰ μποροῦμε νά τὰ συμπεράνουμε ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, φαίνονται δὲ ἀπὸ ὅσα ὁ Ἅγιος ἔπραξε, φανέρωσε δὲ καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅσα τὸν καταξίωσε στή συνέχεια. Διότι ὁ μὲν Ἅγιος εἶχε τὸν μετέπειτα βίο του συμφωνο μὲ τὴν νεανικὴ ζωή του, ὥστε μποροῦσε νά καταλάβει κανεὶς ἀπὸ τή νηπιακὴ του ἡλικία ποία ἐπρόκειτο νά εἶναι ἡ νεανικὴ του· νά συμπεράνει δὲ ἀπὸ τὰ μετέπειτα τὰ προηγούμενα, ἐνῶ παράλληλα συμπεριφερόταν μέ περισσότερη ὡριμότητα ἀπὸ τὴν ἡλικία του. Ἐνῶ δὲ προσείλκυε ὅλων τίς ψυχές, φαινόταν σὰν ἕνα θεῖο καὶ ἱερὸ πρόσωπο ἀφιερωμένο στόν Θεό, ἄξιο κάθε τιμῆς. Καὶ ἤταν ἱερέας τοῦ Θεοῦ, πού μέ τὰ λαμπρὰ του ἤθη κόσμησε τὴν ἱερωσύνη. Ἤταν παρθένος καὶ στή ψυχὴ καὶ στό σῶμα, δίκαιος, μετριόφρονας, χωρὶς κενοδοξία, πρᾶος, φιλάνθρωπος καὶ πολλοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ διάφορες βιοτικὲς συμφορές. Συνέχεια

Ἐγκωμιαστικὸς λόγος στόν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο

 

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

… Ξέσπασε κάποτε φοβερὸς διωγμός ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ σὰν φοβερότατη τυραννίδα ξαπλώθηκε στήν γῆ καὶ ὅλοι ἁρπάζονταν μέσα ἀπὸ τὴν ἀγορά, χωρὶς καμιὰ κατηγορία, ἀλλ’ ἁπλῶς γιατὶ ἁπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἔτρεξαν πρὸς τὴν εὐσέβεια, γιατὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τήν θρησκείᾳ τῶν δαιμόνων, γιατὶ γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ προσκύνησαν τὸν Μονογενῆ Υἱὸ Του· καὶ γιά ἐκεῖνα γιά τὰ ὁποῖα ἔπρεπε αὐτοὶ νά στεφανώνονται, νά θαυμάζονται καὶ νά τιμοῦνται, τώρα τιμωρούνταν καὶ περιβάλλονταν ἀπὸ μύρια κακὰ ὅλοι ἐκεῖνοι πού δέχθηκαν τὴν πίστη, καὶ πολὺ περισσότερο οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν.

Διότι ὁ διάβολος, ὄντας κακοῦργος καὶ φοβερὸς στό νά μηχανορραφεῖ τέτοιες ἐπιβουλές, ἔλπισε ὅτι, ἐὰν ἀφαιρέσει τοὺς ποιμένες, θὰ μπορέσει εὔκολα νά διασκορπίσει τὰ πρόβατα. Ὁ Θεὸς, ὅμως, πού συλλαμβάνει τοὺς σοφοὺς στήν πανουργία τους, θέλοντας νά δείξει σ’ αὐτόν, ὅτι δέν κυβερνοῦν τίς Ἐκκλησίες Του ἄνθρωποι, ἀλλ’ Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος πού ποιμαίνει παντοῦ ὅσους πιστεύουν σ’ Αὐτόν, ἐπέτρεψε νά γίνει αὐτὸ … γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος πού καθοδηγεῖ παντοῦ τίς Ἐκκλησίες, καὶ δέν εἶναι δυνάτό ποτέ νά βγεῖ νικητὴς ἐκεῖνος πού πολεμᾶ τὸν Θεό.

Καὶ δέν διέπραξε ὁ διάβολος αὐτὸ μόνο τὸ κακούργημα, ἀλλὰ καὶ ἄλλο ὄχι μικρότερο ἀπ’ αὐτό. Ὅτι δηλαδή, δέν ἄφηνε νά σφάζονται οἱ ἐπίσκοποι στίς πόλεις πού ἦταν προϊστάμενοι, ἀλλὰ τοὺς φόνευε ὁδηγώντας τους σὲ ξένη πόλη. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐπιδιώκοντας ἔτσι νά μείνουν ἔρημοι ἀπὸ φίλους καὶ συγχρόνως, ἐλπίζοντας νά τοὺς καταστήσει ἀσθενεστέρους μέ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας, πρᾶγμα πού ἔκαμε καὶ στόν μακάριο αὐτὸν ἱεράρχη. Διότι ἀπὸ τὴν πόλη μας τὸν φόνευσε στήν Ῥώμη, κάνοντάς του μακρότερη τὴν ὁδοιπορία, καὶ ἐλπίζοντας –μέ τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἡμερῶν πού θὰ μεσολαβοῦσαν μέ τὸ ταξίδι– νά καταβάλει τὸ φρόνημά του, μὴ γνωρίζοντας ὅμως ὅτι, ἔχοντας αὐτὸς στήν τόσο μεγάλη ὁδοιπορία του συνοδοιπόρο καὶ συνταξιδιώτη τὸν Ἰησοῦ, γινόταν πιὸ ἰσχυρός, παρεῖχε μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ πού ὑπῆρχε μαζὶ του καὶ σφυρηλατοῦσε ἔτσι περισσότερο τίς Ἐκκλησίες. Διότι οἱ πόλεις πού ὑπῆρχαν κατὰ μῆκος τῆς ὁδοῦ πού περνοῦσε, συντρέχοντας ἀπὸ παντοῦ, ἐνίσχυαν τὸν ἀθλητήν καὶ τὸν προέπεμπαν μέ πολλὰ ἐφόδια, συναγωνιζόμενες μέ αὐτόν μέ τίς προσευχὲς καί τίς παρακλήσεις τους.

Ἀλλὰ καὶ αὐτὲς δέν δέχονταν μικρὴ παρηγορία, βλέποντας τὸν μάρτυρα νά τρέχει πρὸς τὸν θάνατο μέ τόση μεγάλη προθυμία, μὲ ὅση φυσικὸ ἦταν νά τρέχει ἐκεῖνος πού καλεῖται στά οὐράνια ἀνάκτορα. Καί ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα μάθαιναν –ἀπὸ τὴν προθυμία δηλαδὴ ἐκείνου καὶ τὴν ὑπερβολικὴ χαρὰ– ὅτι δέν ἦταν θάνατος ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεχε, ἀλλὰ κάποια ἀποδημία καὶ μετάθεση καὶ ἀνάβαση πρὸς τὸν οὐρανό. Καί διδάσκοντας αὐτὰ σὲ κάθε πόλη μέ τὰ λόγια καί μέ τὰ ἴδια τὰ ἔργα του ἀναχωροῦσε ἀπὸ ἐκεῖ.

Καὶ ἐκεῖνο πού συνέβηκε μέ τοὺς Ἰουδαίους, –ὅταν, δένοντας τὸν Παῦλο καὶ στέλνοντάς τον στήν Ῥώμη, νόμιζαν ὅτι τὸν στέλνουν στόν θάνατο, στήν πραγματικότητα ὅμως τὸν ἔστελναν διδάσκαλο στούς Ἰουδαίους πού κατοικοῦσαν ἐκεῖ– αὐτὸ λοιπὸν συνέβη πολὺ περισσότερο μέ τὸν Ἰγνάτιο. Διότι καθίστατο διδάσκαλος θαυμάσιος ὄχι μόνο σ’ ἐκείνους πού κατοικοῦσαν στήν Ῥώμη, ἀλλὰ καὶ σ’ ὄλες τίς ἐνδιάμεσες πόλεις, πείθοντάς τους νά περιφρονοῦν τὴν παροῦσα ζωή, νά μὴ θεωροῦν τίποτε τὰ βλεπόμενα, νά ἐπιθυμοῦν τὰ μελλοντικὰ καὶ ν’ ἀποβλέπουν πρὸς τὸν οὐρανό, καὶ νά μὴν δίνουν σημασία γιά κανένα ἀπὸ τὰ κακὰ τῆς παρούσας ζωῆς.

Διδάσκοντάς τους λοιπὸν αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτά μέ τὰ ἴδια τὰ ἔργα του καὶ παιδεύοντάς τους βάδιζε σὰν κάποιος ἥλιος ἀνατέλλοντας ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ τρέχοντας πρὸς τήν δύση· ἢ καλύτερα λαμπρότερος ἀπὸ ἥλιο. Διότι ὁ ἥλιος ἔτρεχε στόν οὐρανό, παρέχοντας αἰσθητὸ φῶς, ἐνῶ ὁ Ἰγνάτιος ἀντέλαμπε κάτω, ἐμβάλλοντας στίς ψυχὲς νοητὸ φῶς ἔνθεης διδασκαλίας. Καὶ ὁ ἥλιος, βέβαια, φθάνοντας στά μέρη τῆς δύσεως κρύβεται καὶ ἀμέσως φέρνει τήν νύχτα, ἐνῶ αὐτὸς καταφθάνοντας στά μέρη τῆς δύσεως ἀνέτειλε ἐκεῖ λαμπρότερα, ἀφοῦ εὐεργέτησε ὑπερβολικὰ καὶ ὅλους ἐκείνους πού συνάντησε κατὰ μῆκος τῆς πορείας του, καὶ ὅταν ἔφθασε στήν πόλη, δίδαξε καὶ σ’ ἐκείνην τὴν ὁδὸ τῆς εὐσεβείας.

Διότι γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νά τερματίσει ἐκεῖ τήν ζωή του, ὥστε ὁ θάνατός του νά γίνει διδάσκαλος εὐσεβείας σ’ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ῥώμης. Διότι ἐσεῖς, μὲ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν θὰ χρειαζόσασταν τότε καμιὰ ἀπόδειξη, ἐπειδὴ ἤσασταν ῥιζωμένοι στήν πίστη, ἐνῶ οἱ κάτοικοι τῆς Ῥώμης, ἐπειδὴ τότε ὑπῆρχε ἐκεῖ πολλὴ ἀσέβεια, χρειάζονταν πολλὴ βοήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκείνους καὶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὅλοι θυσιάσθηκαν ἐκεῖ · καὶ ὁ ἕνας λόγος ἦταν, ἐπειδὴ εἶχε μολυνθεῖ ἡ πόλη μέ τὰ αἵματα τῶν εἰδώλων, νά τὴν καθαρίσουν μέ τὰ δικὰ τους αἵματα, καὶ ὁ ἄλλος λόγος γιά νά τοὺς ἀποδείξουν ἔμπρακτα τὴν ἀνάσταση τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ, πείθοντας τοὺς κατοίκους τῆς Ῥώμης, ὅτι δέν θὰ ἦταν δυνατό μέ τόση εὐχαρίστηση νά περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή, ἐὰν δέν ἦταν παρὰ πολὺ σίγουροι, ὅτι ἐπρόκειτο ν’ ἀνεβοῦν πρὸς τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ ὅτι θὰ Τὸν δοῦν στούς οὐρανούς. Συνέχεια

Ἀνακομιδή τοῦ Λειψάνου Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου

 

…Ὅταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐκθρονίστηκε καὶ στάλθηκε ἐξόριστος στήν Κουκουσό, Ἀραβισσὸ καὶ Πιτιούντα ὅλη ἡ Ἐκκλησία τῶν ὀρθοδόξων ἐπένθισε. Μὲ δάκρυα ἔλεγαν τὰ πλήθη τῶν πιστῶν καὶ μοναχῶν: «Συνέφερεν, ἵνα ὁ ἥλιος συσταλῇ ἢ ἵνα τὸ στόμα Ἰωάννου σιωπήσῃ».

Ἔκλαυσε ὅλη ἡ οἰκουμένη, διότι ἔμέινε σὰν πλοῖο χωρὶς κυβερνήτη, σὰν ποίμνιο χωρὶς ποιμένα· σὰν στρατόπεδο χωρὶς ἀρχιστράτηγο καὶ σὰν κόσμος σκοτεινὸς χωρὶς ἥλιο. Ἔκλαιαν οἱ ὀρφανοὶ τὸν πατέρα τους. Θρηνοῦσαν οἱ μαθηταὶ τὸν διδάσκαλό τους, ὠδύρονταν οἱ πτωχοὶ τὸν προστάτη τους. Λυπόνταν οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν ἐλπίδα τους, οἱ θλιμμένοι τὴν παρηγορία τους, οἱ ἄρρωστοι τὴν ἐπισκέψή τους καὶ οἱ διψασμένοι ἀπὸ λόγο Θεοῦ, διότι στερήθηκαν τὰ γλυκύτατα καὶ πάγχρυσα λόγια τῆς διδασκαλίας του. Κοινὴ ἦταν ἡ συμφορά, παγκόσμιο τὸ κακό, οἰκουμενικὴ ἡ δυστυχία.

Ὁ ἅγιος Ἰννοκέντιος ὁ Πάπας, γράφοντας γιά τὸν Χρυσόστομο πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρκάδιο, λέγει: «Ὄχι μόνο ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ζημιώθηκε τῆς καλλιρρύτου ἐκείνου γλώσσας, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ὑφήλιος ἐχήρευσε, ἀπολέσασα τέτοιον ἔνθεον ἄνδρα».

Ἔμεινε στήν χηρεία αὐτὴ καὶ ἀπαρηγόρητη λύπη ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τριαντατρία ὁλόκληρα χρόνια.

Τὸ 440 γίνεται ἡ ἀνακομιδὴ καὶ μετακομίζεται ἀπὸ τὰ Κόμανα τοῦ Πόντου στήν βασιλεύουσα μέ τέτοια τιμή, ἡ ὁποία δέν ἔγινε ποτέ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος σὲ ἄλλον, οὔτε πατριάρχη, οὔτε βασιλέα.

Ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία στολισαμένη, ὑποδέχεται σήμερα ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸ ζωομύριστο καὶ θαυματουργικώτατο σῶμα τοῦ φωστῆρος της Χρυσοστόμου καὶ ἑορτάζει χαρμόσυνα τὴν ἔνδοξη ἀνάκομιδὴ καὶ μετακομιδὴ καὶ ὑποδοχὴ τοῦ λειψάνου τοῦ διδασκάλου τῆς οἰκουμένης.

Καὶ αὐτό μέ κάθε δίκαιο, γιατί, πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ, σήμερα, ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ ἕνα καιρό, ὅπου βλέπει ὅτι στό λείψανο τοῦ Χρυσοστόμου μεταβλήθηκαν ὅλοι οἱ νόμοι τῆς φύσεως καὶ ἐνεργήθηκαν μόνον οἱ νόμοι τῆς Χάριτος; Ὅτι σῶμα νεκρόν, ὅταν θέλῃ, κινεῖται, καί, ὅταν θέλῃ, μένει ἀκίνητον; Ὅτι σῶμα, ἐνταφιασμένο πρὶν 33 χρόνια, ἀνακομίζεται σῶο καὶ ἀδιάλυτο μέ τὴν ὁλοκληρία ὅλων τῶν μελῶν καὶ μερῶν του;… Πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ, σήμερα, ὅταν εἶδε τὸ σῶμα τοῦ Χρυσορρήμονος νά εὑρίσκεται μὲν στήν γῆ σὲ διάστημα τόσων χρόνων, ἔπειτα νά ἀνακομίζεται λαμπρὸ καὶ κροκοειδὲς στό χρῶμα; Εὐωδέστατο στήν ὀσμή, ὑπερνικῶν ὅλα τὰ ἀρώματα τῆς γῆς; Καὶ ἔχων ὅλα τὰ ἄλλα οὐσιώδη καὶ συστατικὰ γνωρίσματα τῆς ἁγιότητας; Πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ, ὅταν εἶδε τὸ λείψανον τοῦ Ἰωάννου, νά γιατρεύη κουτσούς, νά ἀνορθώνη παραλυτικούς, νά φωτίζη τυφλούς;…. Πῶς δέν ἦταν δίκαιο νά χαρῇ ὅλος ὁ κόσμος, βλέποντας ἕνα νεκρὸ σῶμα νά ἔχῃ ἐξουσία κατὰ τῶν στοιχείων; κατὰ γῆς καὶ θαλάσσης καὶ τοῦ ἀέρος; Νά σηκώνη ἀνέμους ἀπὸ τὴν θάλασσα, νά σχίζῃ σὲ ῥήγματα τὴν γῆ, νά κάμνῃ τὰ πλοῖα νά κλινοῦν ἀπὸ μόνα τους, σὰν νά ἦταν λογικὰ καὶ ἔμψυχα, γιά νά τὸν ὑποδεχθοῦν; Καί, ἔπειτα, νά τὰ διευθύνη αὐτὰ σὲ ὅποιο τόπο θέλει; Καὶ γιά νά πῶ τὸ μεγαλύτερο καὶ θαυμαστότερο, πῶς δέν ἔπρεπε νά χαρῇ σήμερα ὅλη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅταν εἶδε νά ἀνοίξουν ἐκεῖνα τὰ ἄψυχα χείλη; Καὶ ὅταν ἄκουσε νά βγαίνη φωνὴ ζωντανὴ καὶ ἔναρθρος ἀπὸ τὸ πρὸ 33 χρόνων νενεκρωμένο στόμα τοῦ Χρυσοστόμου; Καὶ νά πεῖ «εἰρήνη πᾶσιν;». Ὄντως «Τίς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σύ εἶ ὁ Θεός, ὁ ποιών θαυμάσια μόνος» (Ψαλμ. 76, 13)…. Συνέχεια

Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς

 

Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς (1731-1805), Μητροπολίτης Κορίνθου (1765-1770), ὑπῆρξε φυσιογνωμία μεγάλης ἐμβέλειας: ἐκκλησιαστικῆς, θεολογικῆς, ἀσκητικονηπτικῆς, ὁσιακῆς, ἀλειπτικῆς καὶ ἐθνικῆς. Μολονότι δὲν εἶχε φοιτήσει σὲ ἀνώτατες σχολὲς καὶ δὲν ὑπῆρξε πολυγράφος, ἐνέπνευσε καὶ καθοδήγησε πολυγράφους θεολόγους, ὅπως ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἢ ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος, ἴσχυσε ὡς αὐθεντία, πολεμήθηκε προσωρινά, πρόβαλλε τὴν μυστηριακὴ ἀσκητικὴ πνευματικότητα καὶ ἀπέβη γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ. Τὸ ἔργο καὶ ἡ προσωπικὴ στάση τοῦ Μακαρίου εἴχανε θαυμαστὴ σφαιρικότητα, ρεαλισμό, παραδοσιακότητα καὶ μεγάλη διάκριση, γεγονὸς ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν μοναδικότητα τοῦ ἄνδρα καὶ τὴν καθολικότητα στὴ σκέψη καὶ τὴν δράση του. Ἡ παιδεία τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ, ὅπως ἤτανε τὸ βαπτιστικό του ὄνομα, ὑπῆρξε κατώτερη καὶ μέση. Κατώτερη στὴν γενέτειρά του Τρίκαλα, ὅπου ὁ συγγενής του Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (+ 1731) εἶχε ἱδρύσει σχολεῖο, καὶ μετὰ στὴν Κόρινθο καὶ τὴν Κεφαλλονιά. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Μιχαὴλ νὰ μονάσει στὸ Μέγα Σπήλαιο συνάντησε τὴν βίαιη ἀντίδραση τοῦ πατέρα του, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὴν διαχείριση μέρους τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς οἰκογένειας. Στὸ ἔργο αὐτό, ὁ νεαρὸς γόνος τοῦ νοταραίικου ἀπέτυχε καὶ ἀνέλαβε ἀμισθὶ τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου (ἀπὸ τὸ 1752;) γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν Κορινθίων. Παράλληλα ὅμως συνέλεγε ἀσκητικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα μελετοῦσε καὶ «σχολίαζε». Στὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ: Συγκρούσεις καὶ διλήμματα Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Στὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα καὶ μετά, δηλαδὴ σὲ μία ἐποχὴ βίαιων πνευματικοκοινωνικῶν κινημάτων καὶ ἀναστατώσεων, ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα σχετίζονταν μὲ τὸν Διαφωτισμό, ἡ ἀντίδραση πρὸς τὰ φεουδαρχικὰ καὶ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα ἐξελίχθηκε γρήγορα σὲ ἤπια ἢ ριζικὴ ἄρνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστική του μορφὴ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς βασικὰ Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς τὰ κρατοῦντα οἱ διαφωτιστὲς θεμέλιο ἀπόλυτο στὴν ἰδεολογία τους ἔθεσαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ αἰχμὴ τῆς προοπτικῆς τους τὴν ἐλεύθερη καὶ λογοκρατούμενη ἐπιστήμη ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, ὅπως τῆς ἰσοπολιτείας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ ἐλέγχου τῆς ἐξουσίας. Τὰ ἀποτελέσματα δὲν ἄργησαν. Ἐπαναστατικὰ κινήματα (1789, Γαλλία) καὶ μεγάλη σύγχυση στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πνεύματος, φιλοσοφικοῦ καὶ θεολογικοεκκλησιαστικοῦ. Ὅλοι ὀφείλανε νὰ λάβουν θέση ἔναντι τοῦ πολύπλευρου ἰσχυροῦ κινήματος, ἀλλὰ δὲν διέθεταν ὅλοι τὸ ἀναγκαῖο κριτικὸ πνεῦμα καὶ τὴν ὡριμότητα. Γι’ αὐτὸ ἄλλοι δέχθηκαν ἄκριτα ὅ,τι προσέφεραν οἱ διαφωτιστὲς καὶ ἄλλοι χωρὶς ψυχραιμία πολέμησαν συλλήβδην ἢ ἐπιλεκτικὰ τὶς ἰδέες τους. Ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ Νοταρᾶς –καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 1764 Μακάριος– γνώριζε τὸ πολύπλευρο καὶ πολύστοχο κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἄμεσα κι ἔμμεσα. Σὲ ὅλο τὸν τουρκοκρατούμενο ἑλληνικὸ χῶρο δροῦσαν ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θιασῶτες τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐνῷ διάσημοι Νοταραῖοι, ὅπως π.χ. ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς κυρίως καὶ ὁ ἀνεψιός του Δημήτριος, ἀπέβησαν ἐργάτες τοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ τὸ ἐπιστημονικό τους ἔργο. Σ’ αὐτοὺς βέβαια δὲν εἶχε εἰσχωρήσει τὸ ἀντιεκκλησιαστικὸ πνεῦμα. Τὸ κλίμα τοῦ Διαφωτισμοῦ ὁ Μακάριος γνώρισε καὶ ἄμεσα ἀπὸ τὰ ἀδέρφια του καὶ δὴ ἀπὸ τὸν Φερδινάνδο Ἀκράτο (+ 1770), ποὺ σπούδασε ἰατροφιλόσοφος στὴν Ἰταλία. Ὁ Μακάριος, ἀναμφίβολα, γνώριζε τὴν ἀντιεκκλησιαστικότητα τῶν περισσοτέρων καὶ τὰ κηρύγματα ἀθεΐας πολλῶν Διαφωτιστῶν τῆς Δύσεως. Αὐτὰ ὅλα τὰ παραμέριζε καὶ προχωροῦσε ὡς δάσκαλος διακριτικός. Ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν παιδεία τῶν Κορινθίων, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀσκήσει πολεμικὴ κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὡς μέλισσα χρησιμοποιοῦσε ὅ,τι θετικὸ πρόσφεραν οἱ Διαφωτιστές, ὅπως ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς ἢ ὁ ἀδελφός του Ἀκράτος, καὶ ἄφηνε κατὰ μέρος τὸν ἀθεϊσμὸ τῶν πολλῶν. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ Μακαρίου, ἀλλὰ καὶ ὅσων πολέμησαν τὸν Διαφωτισμό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ἡ ἀντίδραση τῶν διαφωτιστῶν πρὸς τὸν ἐκκλησιαστικὸ Χριστιανισμὸ καὶ ἡ ἀθεΐα πολλῶν ὀπαδῶν του ἔμμεσα κι ἐνίοτε ἄμεσα προϋπέθετε καὶ τὴν ἀπαξίωση τοῦ ὀρθόδοξου βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὸ συνέβαινε, διότι οἱ διαφωτιστὲς ἀπολυτοποιούσανε 21 Ὁ Μακάριος, ἀναμφίβολα, γνώριζε τὴν ἀντιεκκλησιαστικότητα τῶν περισσοτέρων καὶ τὰ κηρύγματα ἀθεΐας πολλῶν Διαφωτιστῶν τῆς Δύσεως. Αὐτὰ ὅλα τὰ παραμέριζε καὶ προχωροῦσε ὡς δάσκαλος διακριτικός. Ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν παιδεία τῶν Κορινθίων, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀσκήσει πολεμικὴ κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸν ὅλο σχετικὸ πολιτισμό, περιφρονώντας ὅ,τι Ἀνατολικὸ καὶ μαζὶ Βυζαντινό, ἄρα καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ποὺ εἶχε διαμορφωθεῖ στοὺς βυζαντινοὺς αἰῶνες. Εὐνόητο, λοιπόν, ἤτανε μερικοὶ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ κέντρο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, νὰ ὑψώσουνε φωνὴ διαμαρτυρίας κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Φυσικά, ἐπρόκειτο γιὰ τοὺς πιὸ εὐέξαπτους καὶ παρορμητικούς, ποὺ ἔβλεπαν μέγα κίνδυνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη. Τὸν κίνδυνο αὐτὸν ἔβλεπαν καὶ ἄλλοι, ἢ μᾶλλον ὅλοι. Αὐτοὶ οἱ ἄλλοι ὅμως ἐργάσθηκαν διαφορετικὰ γιὰ τὴν ἀποσόβηση τοῦ ὑπαρκτοῦ κινδύνου. Ἐργάσθηκαν δηλαδὴ θετικά, οἰκοδομητικά, προβάλλοντας ὅ,τι θεωροῦσαν ὀρθό, ὅ,τι μποροῦσε νὰ προαγάγει ἐπιστημονικὰ τὸν Ἕλληνα ὀρθόδοξο καὶ νὰ τὸν κάμει δημιουργικὸ στὴν κοινωνία. Αὐτοί, στὴν πραγματικότητα καταπολεμούσανε μὲ τὸ νὰ οἰκοδομοῦν καὶ ἡ βοήθεια πρὸς τοὺς πιστούς, ἡ καταπολέμηση τῆς ἀθεΐας, γινόταν ἔτσι (ἢ νόμιζαν ὅτι γινόταν) πιὸ ἀποτελεσματική. Ἡ καταπολέμηση τότε τοῦ Διαφωτισμοῦ ἕνεκα τῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς του στάσης ἐμπεριεῖχε σημεῖο εἰδικῆς βαρύτητας γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Τὸ κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἐπαγγελλότανε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἰσότητα. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἀγαθὰ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καὶ γενικὰ οἱ Βαλκάνιοι τὰ στεροῦνταν, ἀφοῦ στενάζανε στὸν τουρκο-ὀθωμανικὸ ζυγό. Ὅταν, λοιπόν, ἕνας ὀρθόδοξος δάσκαλος πολεμοῦσε τὸν Διαφωτισμό, στὰ μάτια τῶν ὑποδούλων ἀρνιότανε κάθε προσπάθεια γιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Ὁ δάσκαλος αὐτὸς ἔμοιαζε νὰ συνιστᾶ (ἢ ρητὰ συνιστοῦσε) ὑποταγὴ στὸν κατακτητή, ἔμοιαζε νὰ προτιμάει –ἐνῷ φυσικὰ δὲν προτιμοῦσε– τὴν δουλεία ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Ἦταν π.χ. ἡ περίπτωση τοῦ Ἀθανασίου Παρίου, ποὺ ὅμως ἐξηγοῦσε ὅτι ἡ ἐλευθερία, γιὰ τὴν ὁποία μιλούσανε οἱ Διαφωτιστές, εἶναι ψευδοελευθερία καὶ ὅτι προκειμένου κάποιος νὰ χάσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, δεχόμενος τὴν ἀθεΐα τῶν Διαφωτιστῶν, εἶναι προτιμότερο νὰ στερηθεῖ τὴ σωματική του ἐλευθερία καὶ νὰ κρατήσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη του. Συνέχεια

Ἐγκωμιαστικός λόγος στόν ἅγιο Ἰγνάτιο το Θεοφόρο

AgiosIgnatios04Ξέσπασε κάποτε φοβερός πόλεμος ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιῶν καί σάν φοβερότατη τυραννίδα ξαπλώθηκε στή γῆ καί ὅλοι ἁρπάζονταν μέσα ἀπό τήν ἀγορά, χωρίς καμιά κατηγορία, ἀλλ’ ἁπλῶς γιατί ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τήν πλάνη καί ἔτρεξαν πρός τήν εὐσέβεια, γιατί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τή θρησκεία τῶν δαιμόνων, γιατί γνώρισαν τόν ἀληθινό Θεό καί προσκύνησαν τόν Μονογενῆ Υἱό Του· καί γιά ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα ἔπρεπε αὐτοί νά στεφανώνονται, νά θαυμάζονται καί νά τιμοῦνται, τώρα τιμωροῦνταν καί περιβάλλονταν ἀπό μύρια κακά ὅλοι ἐκεῖνοι πού δέχθηκαν τήν πίστη, καί πολύ περισσότερο οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν.

Διότι ὁ διάβολος, ὄντας κακοῦργος καί φοβερός στό νά μηχανορραφεῖ τέτοιες ἐπιβουλές, ἔλπισε ὅτι, ἐάν ἀφαιρέσει τούς ποιμένες, θά μπορέσει εὔκολα νά διασκορπίσει τά πρόβατα. Ὁ Θεός ὅμως πού συλλαμβάνει τούς σοφούς στήν πανουργία τους, θέλοντας νά δείξει σ’ αὐτόν, ὅτι δέν κυβερνοῦν τίς Ἐκκλησίες Του ἄνθρωποι, ἀλλ’ Αὐτός εἶναι Ἐκεῖνος πού ποιμαίνει παντοῦ ὅσους πιστεύουν σ’ Αὐτόν, ἐπέτρεψε νά γίνει αὐτό … γιατί ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού καθοδηγεῖ παντοῦ τίς Ἐκκλησίες, καί δέν εἶναι δυνατό ποτέ νά βγεῖ νικητής ἐκεῖνος πού πολεμᾶ τόν Θεό.

Καί δέν διέπραξε ὁ διάβολος αὐτό μόνο τό κακούργημα, ἀλλά καί ἄλλο ὄχι μικρότερο ἀπ’ αὐτό. Ὅτι δηλαδή, δέν ἄφηνε νά σφάζονται οἱ ἐπίσκοποι στίς πόλεις πού ἦταν προϊστάμενοι, ἀλλά τούς φόνευε ὁδηγώντας τους σέ ξένη πόλη. Καί αὐτό τό ἔκανε ἐπιδιώκοντας ἔτσι νά μείνουν ἔρημοι ἀπό φίλους καί συγχρόνως, ἐλπίζοντας νά τούς καταστήσει ἀσθενέστερους μέ τόν κόπο τῆς ὁδοιπορίας, πράγμα λοιπόν πού ἔκαμε καί στόν μακάριο αὐτόν ἱεράρχη. Διότι ἀπό τήν πόλη μας τόν φόνευσε στή Ρώμη, κάνοντάς του μακρότερη τήν ὁδοιπορία, καί ἐλπίζοντας –μέ τό μῆκος τῆς ὁδοῦ καί τό πλῆθος τῶν ἡμερῶν πού θά μεσολαβοῦσαν μέ τό ταξίδι– νά καταβάλει τό φρόνημά του, μή γνωρίζοντας ὅμως ὅτι, ἔχοντας αὐτός στήν τόσο μεγάλη ὁδοιπορία του συνοδοιπόρο καί συνταξιδιώτη τόν Ἰησοῦ, γινόταν πιό ἰσχυρός, παρεῖχε μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ πού ὑπῆρχε μαζί του καί σφυρηλατοῦσε ἔτσι περισσότερο τίς Ἐκκλησίες. Διότι οἱ πόλεις πού ὑπῆρχαν κατά μῆκος τῆς ὁδοῦ πού περνοῦσε, συντρέχοντας ἀπό παντοῦ, ἐνίσχυαν τόν ἀθλητή καί τόν προέπεμπαν μέ πολλά ἐφόδια, συναγωνιζόμενες μέ αὐτόν μέ τίς προσευχές καί τίς παρακλήσεις τους. Συνέχεια

Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς (+1805)

agios-makarios-620x861[1]

 Ὁ Ἅγιος Μακάριος (κατὰ κόσμον Μιχαὴλ) γεννήθηκε τὸ 1731 στὰ Τρίκαλα τῆς Κορινθίας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ σπουδαία οἰκογένεια τῶν Νοταράδων. Ὁ πατέρας του Γεωργαντᾶς (ἢ Γεώργιος), πρόκριτος τῆς περιοχῆς Κορινθίας, ἀπέκτησε ἀπὸ τὸ γάμο του μὲ τὴν ἐνάρετη Ἀναστασία ἐννιὰ παιδιά. Ἀπὸ τὸν Εὐστάθιο, δάσκαλο ἀπὸ τὴν Κεφαλληνία, διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ἔδειξε τὴν κλήση του πρὸς τὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ μικρός. Ὡς ἐπιστάτης τῶν οἰκογενειακῶν κτημάτων ἀπέτυχε ἀφοῦ ὄχι μόνο δὲν μποροῦσε νὰ εἰσπράξει τὰ ἐνοίκια ἀπὸ τοὺς χωρικοὺς ἀλλὰ μοίραζε καὶ τὰ δικά του στοὺς φτωχούς. Ὁ πατέρας του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ γίνει μοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου καὶ ἔτσι ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τῶν θείων γραφῶν καὶ πατερικῶν κειμένων.

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ δασκάλου του ἀνέλαβε δωρεὰν γιὰ ἔξι χρόνια νὰ διδάξει τοὺς μαθητὲς τῆς Κορίνθου. Αὐτὸ δημιούργησε τὸ μεγάλο θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τῶν συμπολιτῶν του μὲ ἀποτέλεσμα τὸ 1764 ὅλος ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῆς περιοχῆς νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ τὸν χειροτονήσει ὡς ἐπίσκοπο Κορίνθου μετὰ τὴ χηρεία τοῦ μητροπολιτικοῦ θρόνου. Ὁ ἅγιος Μακάριος θεώρησε τὴν ὁμόφωνη γνώμη κλήρου καὶ λαοῦ ὡς κλήση Θεοῦ καὶ δέχθηκε τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιεροσύνης. Κατὰ τὴν χειροτονία του ὀνομάσθηκε Μακάριος.

Ὡς ἀρχιερέας ἔκανε μεγάλο ἀναμορφωτικὸ ἔργο. Φρόντισε γιὰ τὴν ἐπιμόρφωση τοῦ κλήρου. Ἔπαυσε τοὺς ἀγράμματους ἢ ὑπέργηρους κληρικοὺς καὶ ὅσους εἶχαν ἀναμειχθεῖ σὲ πολιτικὰ ζητήματα. Πρόσεχε πολὺ τὶς χειροτονίες του καὶ ἦταν πιστὸς τηρητὴς τῶν ἱερῶν κανόνων. Φρόντισε γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ γιὰ τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας στὸ ἀκαλλιέργητο λαὸ τῆς ἐπαρχίας του.

Τὸ ἔργο τοῦ διέκοψε ὁ Ρωσοτουρκικὸς πόλεμος (1768-1774). Μετὰ τὴν καταστολὴ τῆς ἐξέγερσης λόγω τῶν αἱματηρῶν ἀντιποίνων τῶν Τούρκων κατέφυγε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ ἀρχὴ στὴ Ζάκυνθο, στὴν ὁποία γιὰ τρία χρόνια δίδασκε τὸ λαό, καὶ μετὰ στὴ Ὕδρα. Ποτὲ δὲν ἐπέτρεψε στὴν ἐπαρχία του. Ἀντικαταστάθηκε χωρὶς νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ νέο ἐπίσκοπο ποὺ ἀναγκάσθηκε μετὰ ἀπὸ πιέσεις νὰ διορίσει τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο. Ἀπὸ τότε ὑπογράφει «ὁ ἀπὸ Κορίνθου Μακάριος».

Συνέχεια

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος καὶ ἡ ἀγάπη στοὺς ἐχθροὺς

 

π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

agios_dionisios_zakinthou_061[1]α) Στὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ ἐκ Ζακύνθου (1547-1622), ποὺ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ στὶς 17 Δεκεμβρίου, ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:

“Μία μέρα ὁ δολοφόνος τοῦ ἀδελφοῦ του Ἁγίου ἔφθασε στὴ Μονὴ κυνηγημένος ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ τοὺς συγγενεῖς τοῦ θύματος, καὶ ζήτησε καταφύγιο ἀπὸ τὸν ἅγιο Διονύσιο, χωρὶς νὰ ξέρει γιὰ ποιὸν ἐπρόκειτο. Μαθαίνοντας τὸ λόγο τῆς καταδίωξης καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ θύματος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ προχώρησε πρὸς τὸν δολοφόνο μὲ συμπόνια, τὸν παρηγόρησε, τὸν παρότρυνε νὰ μετανοήσει καὶ τὸν ἔκρυψε”.

β) “Ὅταν οἱ ἀστυνομικοὶ ἔφθασαν στὸ μοναστήρι, ὁ ἅγιος ὑποκρίθηκε ἄγνοια καὶ προσπάθησε μὲ λόγια εἰρηνικὰ νὰ τοὺς καθησυχάσει. Μόλις ἐκεῖνοι ἀπομακρύνθηκαν, ἔβγαλε τὸν δολοφόνο ποὺ εἶχε παραλύσει ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκπληξη, καὶ τὸν ἄφησε ἐλεύθερο νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του”. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ ἁγίου Διονυσίου φαίνεται παράδοξη καὶ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική. Βρίσκεται ὅμως σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τοὺς λόγους τοῦ Χριστοῦ: “Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας. Εὐεργετεῖτε ὅσους σᾶς μισοῦν. Δίνετε εὐχὲς σὲ ὅσους σᾶς δίνουν κατάρες, προσεύχεσθε γι’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς κακομεταχειρίζονται” (Λουκ. 6, 27-28).

γ) Πολλοί, ἀκόμη καὶ χριστιανοί, θεωροῦν ὅτι τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθροὺς εἶναι οὐτοπικό, ἀνέφικτο καὶ ἀνεφάρμοστο. Ἄλλοι διατείνονται ὅτι ἀφορᾶ μικρὲς κλειστὲς κοινότητες ἢ τὴν ἰδιωτικὴ ζωή. Ἄλλοι πάλι τὸ δέχονται ἰδεολογικά, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐφαρμόζουν πρακτικά. Ἄλλοι, γιὰ νὰ τὸ ἀπορρίψουν, ἐπικαλοῦνται τὸ δυτικὸ μεσαίωνα καὶ τοὺς θρησκευτικοὺς πολέμους ποὺ αἱματοκύλησαν τὴ γηραιὰ ἤπειρο.

δ) Ἀλλὰ καὶ ἡ νεότερη δυτικὴ φιλοσοφία παρερμήνευσε τὸ νόημα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Ο Kant τὴν κατενόησε ὡς καθῆκον, ὁ Schopenhauer ὡς συμπόνια καὶ ὁ Nietzsche ὡς ἔκφραση ἐσωτερικῆς ἀδυναμίας. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ εὔλογα ἀνακύπτει εἶναι: Τελικά, ποιὰ ἀπήχηση μπορεῖ νὰ ἔχει στὴ σύγχρονη ἀνταγωνιστικὴ καὶ ἀτομοκεντρικὴ κοινωνία τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἐχθρούς; Κι ὅμως, τὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ ἀντιστραφεῖ: Μπορεῖ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη νὰ εἶναι ἀληθινὴ καὶ αὐθεντικὴ ἐὰν δὲν περιλαμβάνει καὶ τοὺς ἐχθρούς;

ε) Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης γράφει ὅτι “ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη ἂν δὲν προσεύχεται γιὰ τοὺς ἐχθρούς… Χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν μποροῦμε ν’ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς μας… Ἂν δὲν ἔχεις ἀγάπη, τότε τουλάχιστον μὴν τοὺς διαβάλλεις καὶ μὴν τοὺς καταριέσαι, καὶ τότε καλύτερο θὰ εἶναι… Ὅποιος, ὅμως, σκέφτεται τὸ κακὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς του, σημαίνει πὼς δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν γνώρισε ἀκόμη τὸν Θεό… μᾶλλον κάποιο πονηρὸ πνεῦμα εἰσῆλθε στὴν καρδιά του καὶ τῆς φέρνει κακοὺς λογισμούς”.

Συνέχεια

Καππαδόκης Μέγας Βασίλειος καὶ ἡ θεία Λειτουργία του

Παναγιώτη Ι. Σκαλτσῆ

images-stories-photogallery-agioi-SAINT_VASILIOS-web-243x300[1]Μεταξὺ τῶν τριῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ λαμπρὴ αὐτή μορφὴ τῆς Μικρασιατικῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἕνας ἀπὸ τούς οἰκουμενικοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας1. Στὸ πρόσωπό του συγκεντρώθηκε πράγματι ὅλη ἡ σοφία, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ ἁγιότητα. Κατὰ τὸν ἱερό ὑμνογράφο ἔγινε σοφίας ἐραστής καὶ παιδείας ἔμπλεως «οὐ μόνον τῆς κάτω καὶ πατουμένης, πολλῷ μᾶλλον δὲ τῆς κρείττονος»2 .

Μὲ ὅπλα, λοιπόν, τὴν κοσμικὴ ἀλλὰ καὶ τὴν πνευματικὴ γνώση καὶ ἐμπειρία κήρυξε σ’ ὅλο τὸν κόσμο φρόνημα ἔνθεον, προέκρινε τὴν πρὸς τὸν Θεὸν συμβίωση καὶ τὴ μελέτη τοῦ θανάτου, κατεκόσμησε τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων, ἐμβάθυνε στὴ γνώση καὶ τὴ φύση τῶν ὄντων διακηρύσσοντας τὴ μεγάλη ἀλήθεια περὶ τοῦ Θεοῦ ὡς Δημιουργοῦ καὶ προνοητοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης στηλίτευσε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων μέσα ἀπὸ τὴ δογματική του διδασκαλία καὶ μᾶς ἐξεπαίδευσε στὸ νὰ σεβόμαστε καὶ νὰ τιμᾶμε τὴν Ἁγία Τριάδα «ἡνωμένην μὲν τῇ οὐσίᾳ, διαιρετὴν δὲ ταῖς ὑποστάσεσι»3. Σὲ ποιμαντικὸ μάλιστα καὶ κοινωνικὸ ἐπίπεδο ἦταν καὶ εἶναι γιὰ ὅλους τύπος καὶ ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα ὀργάνωσης τοῦ φιλανθρωπικοῦ ἔργου, πρότυπο ποιμένα καὶ πνευματικοῦ ἡγέτη.

Μία πολὺ σημαντικὴ πτυχὴ τοῦ ἔργου καὶ τῆς προσωπικότητός τοῦ θείου αὐτοῦ διδασκάλου καὶ φωτοφόρου φωστῆρος εἶναι ὅτι μεταξὺ τοῦ τεράστιου συγγραφικοῦ του ἔργου, δογματικοῦ, ἀσκητικοῦ, ἑρμηνευτικοῦ κ.λπ. ἀνήκει καὶ ἡ θεία Λειτουργία, πού φέρει τὸ ὄνομά του καὶ τελεῖται, ὡς γνωστόν, δέκα φορὲς τὸ χρόνο. Μύστης τῶν ἀρρήτων ὁ ἴδιος εἰκονίζεται συνήθως στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματος μεταξὺ ἄλλων Ἱεραρχῶν, πού λειτουργοῦν κρατώντας στὸ χέρι του εἰλητάριο μὲ κάποια ἀπὸ τὶς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας. Στὸ μουσεῖο μάλιστα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καὶ Νιγρίτης ὑπάρχει φορητὴ εἰκόνα, στὴν ὁποίαν φαίνεται νὰ τελεῖ τὴ θεία Λειτουργία ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος εἰκονίζεται νὰ συγγράφει τὸ κείμενο τῆς Λειτουργίας του4. Συνέχεια

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι

Ἰωάννης Μ. Φουντούλης

Τρεις Ιεραρχες-Μουσειο Ζακυνθου 15ος μ.Χ.Τὴν 30η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Δὲν πρόκειται περὶ «μνήμης» μὲ τὴν κυρία ἔννοια τῆς λέξεως, δηλαδὴ ἐπετείου τοῦ θανάτου τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἀλλὰ περὶ κοινῆς ἑορτῆς, «συνάξεως» κατὰ τὴν λειτουργικὴ ὁρολογία. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπέθανε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται, ὡς γνωστὸν , τὴν 1η Ἰανουαρίου. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν 25η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 389 μ.Χ, καὶ τὴν 25η Ἰανουαρίου ἐωρτάσαμε τὴν μνήμη του. Τέλος ὁ Χρυσόστομος ἀπέθανε στὴν ἐξορία τὴν 14η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 407 μ.Χ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη τοῦ ὅμως μετετέθη, λόγω τοῦ ὕψους τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς ἡμέρας αὐτῆς, καὶ ἑορτάζεται τὴν 13ην Νοεμβρίου.

Ἡ ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου εἶναι μεταγενεστέρα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν συναντοῦμε στὰ παλαιὰ ἑορτολόγια. Καθιερώθη κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰώνα ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 -1118 μ.Χ). Τὴν αἰτία τῆς συστάσεως τῆς κοινῆς καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς ἑορτῆς μᾶς ἀφηγεῖται ἐκτενῶς τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας. «Στάσις», διένεξις, ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ «τῶν ἐλλογίμων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν». Ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας ἄλλοι ἐθεωροῦσαν σπουδαιότερο τὸν Χρυσόστομο, ἄλλοι τὸν Βασίλειο, καὶ ἄλλοι τὸν Γρηγόριο, καὶ ὑποτιμοῦσαν τοὺς ἄλλους δύο. Ἔτσι δημιουργήθηκαν τρεῖς διαμαχόμενες παρατάξεις: τῶν Ἰωαννιτῶν, τῶν Βασιλειτῶν καὶ τῶν Γρηγοριτῶν.

Στὴν ἔριδα ἔθεσε τέλος ὁ μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, λόγιος καὶ εὐλαβὴς κληρικός. Αὐτός, κατὰ τὴν διήγησι τοῦ συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς τρεῖς ἁγίους, πρῶτα τὸν καθένα χωριστὰ καὶ ὕστερα καὶ τοὺς τρεῖς μαζί. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα: «Ἡμεῖς οἱ τρεῖς εἴμεθα ἕνα, καθὼς βλέπεις, κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζη ἢ νὰ μᾶς κάνη νὰ ἀντιδικοῦμε… Πρῶτος δὲν ὑπάρχει μεταξὺ μας οὔτε δεύτερος… Σήκω λοιπὸν καὶ εἰπὲ σ’ ἐκείνους ποὺ μαλώνουν, νὰ μὴ χωρίζωνται σὲ παρατάξεις γιὰ ἡμᾶς. Γιατί ἡμεῖς καὶ στὴν ζωή μας καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας δὲν ἔχομε ἄλλη ἐπιθυμία, παρὰ νὰ εἰρηνεύη καὶ νὰ ὁμονοῆ ὅλος ὁ κόσμος». Σὰν σύμβολο καὶ ἔκφρασι τῆς ἑνότητος τῶν τοῦ συνέστησαν νὰ συστήση κοινὴ ἑορτὴ καὶ τῶν τριῶν. Ἔτσι ὁ Εὐχαΐτων ἀνέλαβε τὴν συμφιλίωσι τῶν διαμαχομένων μερίδων καὶ συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου. Ἔκρινε τὸν Ἰανουάριο ὡς καταλληλότερο μήνα γιὰ τὸν ἑορτασμὸ των, ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν ἑώρταζαν καὶ οἱ τρεῖς σὲ διάφορες ἡμέρες, τὴν 1η ὁ Βασίλειος, τὴν 25η ὁ Γρηγόριος καὶ τὴν 27η ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Χρυσοστόμου. Συνέχεια

Ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ ὁ Μοναχισμὸς

 

Fr. Florovsky George

Μ.ΒασίλειοςΤὸ κοινοτικὸ Ἰδεῶδες ἔλαβε τὴ βασικὴ θεμελίωσή του τὸν τέταρτο αἰώνα ἀπὸ τὸν Ἅγ. Βασίλειο τὸν Μέγα. Πραγματικά, δὲν εἶναι ὑπερβολὴ ὅτι ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἄλλαξε ριζικὰ τὸ μοναχισμό. Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἔβλεπε τὴν κοινοβιακὴ ζωὴ ὡς ἕνα μικρόκοσμο τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἕνα κοινωνικὸ ὀργανισμό, ὡς ἕνα εἶδος εἰδικῆς «πολιτείας». Ὁ Κανόνας τοῦ Ἁγ. Βασιλείου ἤσκησε ἀποφασιστικὴ ἐπίδραση σὲ ὁλόκληρη τὴ μετέπειτα ἱστορία τοῦ μοναστικοῦ βίου στὸ Βυζάντιο καὶ στὴ Δύση.

Ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἔγραψε τὸν Κανόνα του μεταξὺ τῶν ἐτῶν 358 καὶ 364. Ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μορφές. Στὴν κοινὴ Λατινικὴ ὁρολογία ἡ πρώτη μορφή, ἡ Regulae fusius tractatae (Ὅροι κατὰ Πλάτος), ἀποτελεῖται ἀπὸ 55 κατηγορίες (κεφάλαια)· ἡ δεύτερη μορφή, ἡ Regulae brevius tractatae (ὅροι κατ’ ἐπιτομήν), συνίσταται ἀπὸ 313 κατηγορίες (κεφάλαια). Αὐτὲς οἱ κατηγορίες εἶναι μὲ τὴ μορφὴ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως. Ἂν καὶ ὁ Κανόνας εἶναι αὐστηρός, ἀπέφευγε νὰ ἐνθαρρύνει τὶς πιὸ ἀκραῖες μορφὲς ἀσκητισμοῦ ποὺ ζοῦσαν οἱ ἐρημίτες τῆς ἐρήμου. Ὁ Κανόνας ἐννοοῦσε τὸν ἀσκητισμὸ ὡς μέσον γιὰ τὴν τέλεια ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ, κι αὐτὴ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ κοινοτικὴ ζωὴ μὲ ὑπακοή.

Ὁ Ἁγ. Βασίλειος προέβλεψε ὧρες γιὰ λειτουργικὴ προσευχὴ καὶ ὧρες γιὰ χειρονακτικὴ ἐργασία καὶ ἄλλες μορφὲς ἐργασίας. Πτωχεία καὶ ἀγαμία περιλαμβάνονταν ἐπίσης στὸν Κανόνα. Ὁ Κανόνας τοῦ Ἁγ. Βασιλείου ἔχει μέσα του μία κοινωνικὴ ἐντολή: τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ διδάσκονται σὲ τάξεις ποὺ ἦταν προσαρμοσμένες στὰ μοναστήρια καὶ οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε νὰ μεριμνοῦν γιὰ τοὺς φτωχούς. Ἡ παροῦσα μορφὴ τοῦ Κανόνα τοῦ Ἁγ. Βασιλείου εἶναι μία ἀναθεώρηση τοῦ Ἅγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη (πέθανε τὸ 826).

Ὁ ἴδιος ὁ Ἁγ. Βασίλειος ἵδρυσε μοναστήρια στὸν Πόντο. Ἐδῶ συνέχισε τὸ ἔργο ποὺ ἄρχισε ὁ Εὐστάθιος Σεβαστείας (γεννήθηκε περὶ τὸ 300 πέθανε περὶ τὸ 377), ποὺ ἦταν κάποτε στενὸς φίλος τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ συμμετεῖχε στὴ μοναστικὴ κίνηση, ἀλλὰ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡ ἡγετικὴ μορφὴ στὴν Μικρὰ Ἀσία στὴ διάδοση τῆς αἱρέσεως τοῦ Μακεδονίου (πέθανε περὶ τὸ 362), Ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως· ἡ αἵρεση εἶναι γνωστὴ ὡς αἵρεση τῶν Πνευματομάχων. Ὁ Εὐστάθιος μάλιστα διέδιδε μία μορφὴ μοναχισμοῦ ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ γάμος ἐμπόδιζε τὴ σωτηρία καὶ γι’ αὐτὸ οἱ ἱερεῖς ἔπρεπε νὰ μὴν νυμφεύονται. Ἂν ἡ «μεταρρύθμιση» τοῦ μοναχισμοῦ ἀπὸ τὸν Ἅγ, Βασίλειο ἦταν τόσο ριζοσπαστική, τί τὸν ὤθησε σ’ αὐτήν; Συνέχεια