Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ στήν Ἱεριχώ
«᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτὸν εἰς ῾Ιεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν· ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· ᾿Ιησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με· καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.». (Λουκ. 18, 35-43).
Ὁ τυφλὸς ἄνθρωπος πού καθόταν μπροστὰ στίς πύλες τῆς Ἱεριχοῦς ἤξερε ὅτι εἶναι τυφλός. Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τυφλοί, ἀλλὰ δέν τὸ ξέρουμε. Ἐκεῖνος τὸ ἤξερε, γιατὶ ὅλοι γύρω του μποροῦσαν νά τοῦ ποῦν ὅ,τι βλέπουν. Μποροῦσαν νά τοῦ περιγράψουν ὅ,τι βλέπουν καὶ ἔτσι ἐκεῖνος μποροῦσε νά καταλάβει τί τοῦ λείπει.
Καὶ ἐμεῖς εἴμαστε τυφλοί. Ἂν συγκριθοῦμε μέ τοὺς ἁγίους, δηλαδή, μέ ἀνθρώπους ὅπως ἐμεῖς πού, ὅμως, ἔγιναν φῶς μέ ὅλη τὴν ψυχὴ τους, ποὺ μάθαιναν νά βλέπουν μέ τὴν καρδία καί με τὸν νοῦ τους, τότε γίνεται σαφές, πόσα δέν βλέπουμε.
Πολὺ ἄσχημο, ὅμως, σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση γιά μᾶς, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας πολὺ λίγοι ἄνθρωποι πού βλέπουν, ἀλλὰ ἀκόμα πιὸ ἄσχημο εἶναι, ὅτι πιστεύουμε, ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ κανονική. Καὶ ἐὰν κάποιος –πολὺ σπάνια!– βλέπει, ἀκούει, νιώθει ἢ καταλαβαίνει κάτι ἀσυνήθιστο, τότε τὸν θεωροῦμε ἰδιόρυθμο. Δέν τὸν θεωροῦμε ὡς κριτήριο γιά μᾶς καὶ δέν τὸν ἀφήνουμε νά κρίνει τὴν τυφλότητα καὶ ἀναισθησία μας καὶ νά μᾶς ἀποδείξει ὅτι ζοῦμε πραγματικὰ ὡς νεκροί. Ὄλες τίς ἐποχές, σὲ ὅλες τίς χῶρες ὅπου φανερώθηκαν ἅγιοι, οἱ ἄνθρωποι τοὺς φέρονταν ὅπως φέρθηκαν στόν Χριστό. Τοὺς ἄκουγαν καχύποπτα, περιγελοῦσαν τὰ λόγια τους, δέν ἄκουγαν τίς συμβουλὲς τους καὶ ἀκολουθοῦσαν τὸν δρόμο τους. Καμιὰ φορὰ θαύμαζαν τὰ χαρίσματά τους, ἀλλὰ τὰ θεωροῦσαν τόσο ἀσυνήθιστα καὶ ἀφύσικα, ὥστε δέν εἶχε νόημα νά προσπαθεῖ κανεὶς νά τὰ ἀποκτήσει.
Ἔτσι καὶ τώρα εἴμαστε τυφλοί, δέν βλέπουμε, δέν νιώθουμε. Γι΄αὐτὸ πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε: Τί δέν βλέπουμε? Τότε, ἴσως, θὰ προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε καὶ νά ἀκούσουμε πιὸ προσεκτικά.
Δέν βλέπουμε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνάμεσα μας, στήν ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ τὸν ναό. Ὁ Κύριος εἶναι παρών παντοῦ. Ζοῦμε,ὅμως, λές καὶ δέν ὑπάρχει. Εἶναι κοντὰ μας, ἀναπνέουμε, κινούμαστε, ὑπάρχουμε μέσα ἀπὸ Αὐτόν. Ἀλλὰ δέν τὸ συνειδητοποιοῦμε. Ἀποδίδουμε σὲ μᾶς ζωή, δύναμη, νοῦ, αἰσθήματα, χαρίσματα καὶ ἐπιτυχία καὶ ἀφήνουμε ἔξω Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ αἰτία ὅλων αὐτῶν. Σχετικά μέ αὐτὸ τὸ γεγονὸς εἴμαστε τυφλοί: Ὁ Κύριος εἶναι ἀνάμεσά μας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἀπασχολούμαστε μέ ἄδειες σκέψεις, ἀνόητα συναισθήματα καὶ κενὲς κουβέντες πού μᾶς ἀδειάζουν. Αὐτός, ὅμως, στέκεται σιωπηλὸς κοντὰ μας, σὰν ἕνας ζητιάνος μπροστὰ σὲ μιά πόρτᾳ. Μήπως κάποιος ῥίξει μιά ματιά σ΄Αὐτόν! Μήπως κάποιος Τὸν προσέξει! Μήπως κάποιος νιώσει τὴν παρουσία Του! Μήπως ἀλλάξει ἡ παρουσία Του κάτι στήν καρδιά, στόν νοῦ ἢ στά λόγια, τοὐλάχιστον ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους!
Δέν βλέπουμε. Καὶ εἴμαστε τόσο πολλοί, ὥστε δέν μᾶς φοβίζει ὅτι εἴμαστε τυφλοί. Ὅλοι εἶναι τυφλοί, δηλαδὴ ἡ τυφλότητα εἶναι ἡ κανονικὴ κατάσταση. Τὶ φοβερὸ νά κοιτάζουμε γύρῳ μας καὶ νά εἴμαστε τυφλοί! Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μιά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς, ὅμως, δέν βλέπουμε τίποτα ἰδιαίτερο σ΄ ἕναν ἄνθρωπο. Μάλιστα, ἡ εἰκόνα εἶναι παραμορφωμένη. Μά, ἄραγε, ἔτσι φερόμαστε σὲ μιά εἰκόνα χαλασμένη ἀπὸ ἀνθρώπινη τραχύτητα, ὅπως φερόμαστε σὲ ἕναν ἄνθρωπο? Ἂν βρίσκαμε μιά τσαλαπατημένη καὶ χαλασμένη εἰκόνα, μέ τί εὐλάβεια καί τί πόνο στήν ψυχὴ θὰ τὴν παίρναμε, θὰ τὴν σφίγγαμε στήν καρδία καὶ θὰ τὴν φέρναμε στό σπίτι μας, ὅπου θὰ τὴν καθαρίζαμε καὶ θὰ τὴν βάζαμε σὰν μάρτυρα κοντὰ στίς ἄλλες εἰκόνες! Θὰ θεωρούσαμε τίς βλάβες σὰν πληγὲς καὶ θὰ αἰσθανόμασταν εὐλάβεια μπροστὰ τους, ἐπειδὴ σ΄αὐτές τίς πληγὲς θὰ ἀναγνωρίζαμε τίς πληγὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε Ἄνθρωπος, ὅταν Τὸν χτύπησαν οἱ ἄνθρωποι, Τὸν κλώτσησαν μέ τὰ πόδια τους, Τὸν ἔφτυσαν κατάμουτρα, Τὸν περιγέλασαν καὶ Τὸν κοροΐδεψαν. Ὅλα αὐτὰ θὰ μπορούσαμε νά τὰ βλέπουμε σὲ μιά εἰκόνα γραμμένα μέ χρώματα.
Μὰ μπροστὰ μας βρίσκεται μιά εἰκόνα πού δέν εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς ἀνθρώπου ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό: Ἕνας ἄνθρωπος. Σ΄ ἕναν ἄνθρωπο βλέπουμε ὁ,τιδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ μιά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ μάλιστα δέν τοῦ φερόμαστε, ὅπως θὰ φερόμασταν σὲ μιά εἰκόνα γιά τὴν ὁποία μόλις σᾶς μίλησα.
Ἄραγε μᾶς πονάει ἡ καρδιά, ὅταν βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κάνει κακὸ ἢ εἶναι γεμάτος ζηλοφθονία? Ὄχι, δέν μᾶς πονάει, νιώθουμε ἀηδία. Ἀλλὰ ὁ ἄλλος, βλέποντας ἐμᾶς, αἰσθάνεται τὴν ἴδια ἀηδία, ἐπειδὴ δέν εἴμαστε καλύτεροι ἀπὸ αὐτούς πού κρίνουμε. Καὶ συνεπῶς, ἕνας τυφλὸς χτυπάει στό σκοτάδι ἕναν ἄλλο τυφλό καὶ κανεὶς δέν παραδέχεται ὅτι εἶναι τυφλός. Εἶναι τρομερό.
Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα: Τὸ πᾶν βρίσκεται στά χέρια τοῦ Κυρίου. Ναί, τὸ πῶς ὁ Κύριος ὁδηγεῖ ἕναν ἄνθρωπο στόν δρόμο του εἶναι ἀπρόβλεπτο καὶ κανεὶς δέν μπορεῖ νά τὸ καταλάβει ἐντελῶς: Ὁ δρόμος μπορεῖ νά εἶναι φρικτός, μπορεῖ νά εἶναι γεμάτος φῶς, ὥστε νά θαμπώσουν τὰ μάτια. Μπορεῖ νά εἶναι τόσο σεμνὸς καὶ ἀπαρατήρητος, ὥστε χρειάζεται ὅλη τὴν προσοχὴ μας γιά νά καταλάβουμε τίς πράξεις τοῦ Θεοῦ. Ὅλη ἡ ζωή, ἡ ζωὴ καθενὸς ἀνθρώπου, τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς, εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅλα ὅσα συμβαίνουν στήν ζωὴ μας, ὅλα –χωρὶς ἐξαίρεση!– ἔχουν νόημα. Ἂν μόνο ἀνοίγαμε τὰ μάτια μας καὶ ἀναρωτιόμασταν: Ποῦ μέ ὁδηγεῖ ὁ Κύριος? Τὶ σημαίνει τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο στήν ζωή μου, ἀντὶ νά κραυγάζουμε: Δέν μὲ βολεύει! Πονάει! Αὐτό μέ ἐκνευρίζει! Δέν τὸ θέλω! Ἄφησέ με, Κύριε, μὲ τοὺς μακαρισμούς Σου, οἱ ὁποῖοι μιλοῦν γιά πεῖνα καὶ δάκρυα, γιά διωγμὸ καὶ μοναξιά. Δέν τὰ θέλω ὅλα αὐτά!
Εἴμαστε τυφλοί. Τυφλοὶ σχετικά μέ τὴν δικὴ μας ζωή, ἀλλὰ καὶ σχετικά με τὴν περιπλοκὴ καὶ πλούσια ζωὴ τῶν ἄλλων πού εἶναι δεμένοι μέ μᾶς. Εἴμαστε τυφλοὶ στό νά καταλαβαίνουμε τοὺς δρόμους τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία, τυφλοὶ σὲ σχέση μέ μοναδικοὺς ἀνθρώπους ἢ ὁλόκληρες ὁμάδες ἀνθρώπων, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, σὲ δικοὺς μας καὶ σὲ ξένους. Στούς δικοὺς μας εἴμαστε τόσο τυφλοὶ ὅσο καὶ στούς ξένους. Ἄραγε δέν εἶναι σαφές, ἂν ἁπλὰ τὸ σκεφτοῦμε λίγο?
Καὶ ἔτσι καθόμαστε στήν σκόνη μπροστὰ στίς πύλες τῆς Ἱεριχοῦς καὶ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ὅτι δέν εἴμαστε τυφλοί. Καὶ περνάει ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἐμεῖς δέν φωνάζουμε δυνατά. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά μᾶς μαλώσουν οἱ ἄλλοι νά σωπάσουμε, νά μὴν ἐνοχλήσουμε τὸν Δάσκαλο. Τὶ χρειαζόμαστε ἀπὸ Αὐτόν? Τὰ ξέρουμε ὅλα! Τὶ μπορεῖ νά μᾶς δώσει? Βλέπουμε καὶ ζοῦμε. Ὄχι! Δέν εἶναι ἔτσι. Εἴμαστε τυφλοὶ καὶ νεκροί! Ἀλλὰ μόνο ἀπὸ Αὐτὸν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς καὶ τήν ζωή. Καὶ λοιπόν, δέν τὸ βλέπουμε καὶ δέν ζητᾶμε, μὰ Αὐτὸς περνάει. Ἢ σταματάει, χτυπάει τὴν πόρτα τοῦ νοῦ, τῆς καρδίας καὶ τῆς ζωῆς μας μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ γεγονότα, μέσα ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ συναισθήματα –μέσα ἀπ΄ ὅλα, χωρὶς ἑξαίρεση!– ποὺ γεμίζουν τήν δική μας ζωή καὶ τήν ζωή τοῦ καθενὸς γύρῳ μας, καὶ ὅλων καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἐμεῖς, ὅμως, οὔτε ἀκοῦμε τὸ χτύπημα, οὔτε νιώθουμε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου καὶ δέν ἀνοίγουμε
Ἂς διαβάσουμε ἄλλη μιά φορά ἀκόμα τὴν ἱστορία μέ τὸν τυφλὸ στήν Ἱεριχώ! Ὁ Χριστὸς τὸν ῥωτάει: Τὶ θέλεις νά σοῦ κάνω? Ἐμεῖς θὰ ἀπαντούσαμε: Τίποτα, δέν χρειάζομαι τίποτα. Τὰ ἔχω ὅλα Ἢ ἀντίθετο, πόσα πράγματα θὰ θέλαμε: Πλοῦτος, φήμη, φιλίες καὶ χίλια ἄλλα πράγματα, ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο καὶ τὴν Βασιλεία Του. Καὶ γι΄αὐτὸ δέν ἀκοῦμε (ἢ τόσο σπάνια ἀκοῦμε) τὰ λόγια Του: «Νά ἀποκτήσεις τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Βρίσκεσαι κοντὰ στό φῶς! Νά τὸ ἀποκτήσεις! Εἶναι στα χέριά σου!» Δέν ἀκοῦμε τέτοια λόγια, ὄχι γιατὶ ἔχουμε μόνο μιά θεωρητική πίστη, χωρὶς δύναμη, ἀλλὰ γιατὶ δέν χρειαζόμαστε τίποτα. Μᾶς φαίνεται, ὅτι βλέπουμε. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τρομερό!
Ἂς τὸ σκεφτοῦμε αὐτὸ καλά, γιατὶ ἀκόμα μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς γιά νά δοῦμε, τὶ πλούσια καὶ θαυμάσια εἶναι ἡ ζωή, πόσο κοντὰ εἶναι ὁ Κύριος σὲ μᾶς, πῶς λάμπει στήν δόξα τῆς αἰωνιότητας, τὶ ταπεινόφρων καὶ ἤρεμος εἶναι, πῶς βρίσκεται ἡ λάμψη τοῦ Κυρίου σὲ κάθε πρόσωπο, ὅπως σὲ κάθε εἰκόνα, πῶς πηγάζει ἀπὸ κάθε γεγονός, σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ μᾶς καλεῖ: Ἀνοίξου! Ἄνοιξε τὰ μάτια σου! Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου! Ἀνοίξου! Ἂς εἶναι ἡ θέλησή σου εὐέλικτη καὶ ἐλεύθερη! Ἂς εἶναι τὸ κορμί σου, ὅπως ἡ πλούσια γῆ πρὶν τήν σπορά τοῦ Κυρίου, καὶ τότε θὰ ἔχεις ζωή! Γεννιέται πρῶτα ἡ ζωὴ μέσα στόν ἄνθρωπο καὶ μετὰ ἀπλώνεται γύρω του, σὰν τὸ φῶς σὰν τήν ζέστη, σὰν τήν χαρά, σὰν τὴν αἰωνιότητα! Μᾶς δόθηκε τὸ πᾶν, ἀλλὰ πόσο λίγο τὸ παίρνουμε!
Ἂς μᾶς δώσει ὁ Κύριος τὸ θάρρος νά εἴμαστε γνήσιοι, ἀληθινοὶ καὶ εἰλικρινεῖς! Ἂς μᾶς δώσει ὁ Κύριος χαρά! Τήν χαρά τοῦ νά ἀποκτήσουμε τὸ φῶς! Ἀμὴν.
Μητρ. Ἀντωνίου Bloom
Λόγος εἰς τὴν θεραπείαν τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς (Λουκ.: 18,. 35-43).
ἉγίουΓερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὅπως ἔχει γραφεῖ, ὁ Ὁποῖος φωτίζει τὰ πάντα μέ τίς ἀκτῖνες τῆς ἀγαθότητάς Του. Ἡ δὲ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου, ἀναλόγως μέ τὴν προαίρεσή της, γίνεται ἢ κηρός, ὡς φιλόθεος, ἢ πηλός, ὡς φιλόϋλος. Ὅπως, λοιπὸν, ὁ πηλὸς ἀπό φυσικοῦ του στὸν ἥλιο ξηραίνεται, ἔτσι καὶ κάθε ψυχὴ φιλόϋλος καὶ φιλόκοσμος, ἄν καί νουθετεῖται ἀπὸ τὸν Θεόν, σκληρύνεται, ὅπως ὁ πηλός, διότι ἀντιστρέφει τοὺς λόγους Του, καὶ ὁδηγεῖται μόνη της πρὸς τὴν ἀπώλεια. Ἡ φιλόθεος, ὅμως, ψυχὴ ἁπαλύνεται ὡς κηρὸς καὶ δεχομένη μέσα της τοὺς τύπους καὶ τοὺς χαρακτῆρες τῶν θείων ἐννοιῶν, γίνεται κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι. Ὁ αἰσθητὸς ἥλιος θεωρεῖται, δέν θεωρεῖ. Ὁ νοητὸς ἥλιος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἀξίους, ἀλλὰ καὶ βλέπει τοὺς πάντας καὶ περισσότερο αὐτούς πού Τὸν βλέπουν. Ὁ αἰσθητὸς ἥλιος δέν ὁμιλεῖ οὔτε συνομιλεῖ μὲ κανέναν, ὁ νοητὸς ὅμως καὶ ὁμιλεῖ στούς φίλους Του καὶ χαρίζει σὲ ὅλους τὴν ὅραση καὶ τὴν ὁμιλία. Ὁ αἰσθητὸς ἥλιος λάμποντας σὲ τόπους αἰσθητούς, μὲ τὴν θερμότητα τῶν ἀκτίνων του ἀποξηραίνει τὴν ὑγρότητα τῆς γῆς, χωρὶς, ὅμως, νά τρέφει τὰ φυτὰ καὶ τὰ σπέρματα. Ἐνῶ ὁ νοητὸς ἥλιος, ὅταν ἀνάτείλῃ στήν ψυχή, τὰ κάνει καὶ τὰ δύο. Ξηραίνει τὴν ὑγρότητα τῶν παθῶν, ἀποπλύνοντας τὴν ἀκαθαρσία πού ἔχει προκληθεῖ ἀπὸ αὐτὰ καὶ συγχρόνως λιπαίνει τὴν νοητὴ γῆ τῆς ψυχῆς, καὶ ἔτσι τὰ φυτὰ τῶν ἀρετῶν τρέφονται καὶ αὐξάνουν. Ὁ Κύριος εἶναι φῶς, λαμπρότης γιά τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες πού ἀγωνίζονται γιά τὴν κάθαρση τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τους. Πράγματι, ἐὰν σκότος εἶναι ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἁμαρτία, φῶς θὰ εἶναι ἡ γνῶση καὶ ὁ ἔνθεος βίος. Ὁ Χριστὸς λέγεται φῶς ἐπειδὴ φωτίζει τὸν νοῦ πρὸς κατανόηση τῶν ἀπορρήτων καὶ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια, τὰ ὁποῖα εἶναι θεατὰ μόνον στούς καθαρούς. Ὁ Χριστὸς εἶναι φῶς διότι φωτίζει νοητῶς τίς καρδιὲς τῶν πιστῶν καὶ χαρίζει στούς ἀνθρώπους τὸ αἰσθητὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου» καὶ, «ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα». Ὅτι δὲ ἔτσι εἶναι ἡ πραγματικότητα, μᾶς τὸ φανερώνει καὶ ἡ περικοπὴ τῶν εὐαγγελικῶν θείων λόγων πού θὰ ἀναγνωσθῇ σήμερα.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τὸν Ἰησοῦν εἰς Ἱεριχώ, τυφλός τις ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. Ἀκούσας δὲ ὄχλου διαπορευομένου, ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα».
Ὁ Κύριος ἐπεσκέπτετο κάθε πόλη καὶ περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας, ὅπου ἐθεράπευε κάθε νόσο καὶ κάθε σωματικὸ ἐλάττωμα, καὶ ἐκήρυσσε μετάνοια, ἐπιστρέφοντας τοὺς πλανωμένους στήν γνώση τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιβεβαιώνοντας τίς διδασκαλίες μέ τὰ παράδοξα θαύματά Του. Διότι οἱ ἄνθρωποι συνηθίζουν νά πείθωνται καὶ νά ὑπακούουν ὄχι τόσον στά λόγια ὅσον στά ἔργα. Διερχόμενος λοιπὸν ὁ Σωτὴρ ἀπό τίς ἰουδαϊκὲς πόλεις ἐπλησίασε καὶ στήν Ἱεριχώ. Ἡ Ἱεριχώ ἦταν πρωτεύουσα τῶν Χαναναίων, ἀπό τίς μέγαλύτερες πόλεις τῶν ἐθνικῶν. Αὐτὴν τὴν Ἱεριχώ τὴν κατέλαβε κάποτε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ μέ πολιορκία, ὅταν πολεμοῦσε κατὰ τῶν ἐθνικῶν. Τώρα, ὅμως, ὁ ἀληθινὸς Ἰησοῦς τὴν κατέλαβε πρὸς θεραπείαν καὶ σωτηρίαν. Ἠθέλησε νά τὴν ἀπελευθερώσῃ, καὶ νά οἰκοδομήσει πνευματικῶς, αὐτήν πού παλαιὰ εἶχε κατακρημνισθεῖ, καὶ νά ἑλκύσῃ κοντά Του αὐτήν πού εἶχε ἀποξενωθεῖ. Ἀπὸ τὴν ἴδια πόλη προήρχετο καὶ ἐκείνη ἡ Ῥαάβ, ἡ πόρνη, ἡ ὁποία ἐδέχθη τοὺς κατασκόπους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς διέσωσε. Καθὼς, λοιπὸν, ὁ Κύριος ἐπορεύετο τὴν ὀδό πού ὁδηγοῦσε στήν Ἱεριχώ, τὸν ἀκολουθοῦσε λαὸς πολύς. Συνέρρεαν ἀπὸ παντοῦ γιά τὰ θαύματα καί τίς διδασκαλίες Του. Κάποιος δὲ τυφλός πού εἶχε καθίσει στήν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ ζητιάνευε, ἄκουσε τὴν ὀχλαγωγία καὶ τὸν θόρυβο ἐκείνων πού ἀκολουθοῦσαν πίσω ἀπὸ τὸν Χριστὸν καὶ διδάσκονταν καὶ ἐθεραπεύονταν ἀπὸ Αὐτόν, καὶ ρωτοῦσε νά μάθῃ τί συμβαίνει. Καὶ ὅταν τοῦ εἶπαν ὅτι περνᾶ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος χάρηκε, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει γιά τὰ θαύματα πού ἐπιτελεῖ καὶ τὸ θεώρησε ὡς μοναδικὴ εὐκαιρία νά κάμῃ ὁ Κύριος τὸ θαῦμα Του καὶ σ’ αὐτόν, ποὺ εἶναι τυφλὸς καὶ ἔχει ἀνάγκη θεραπείας. Καὶ προσπαθοῦσε νά τὸν πλησιάσει φωνάζοντας πρὸς Αὐτὸν δυνατά: «Ἰησοῦ υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Ὁ δὲ Κύριος τοῦ εἶπε: «Τί σοὶ θέλεις ποιήσω;» καὶ γιατὶ φωνάζεις ἔτσι; Τί ζητᾶς, ἄνθρωπε, ἀπ’ Αὐτὸν πού πτώχευσε γιά σὲ τὴν ἐσχάτη πτωχεία; Τί ἀπαιτεῖς ἀπ’ Αὐτὸν πού δέν ἔχει οὔτε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ; Καὶ ὁ τυφλὸς ἐπέμενε νά τὸν παρακαλῇ καὶ νά τὸν ἱκετεύει λέγοντας: «Θέλω ἵνα ἀναβλέψω».
Δέν ἐζήτησε κάτι μικρὸ καὶ εὐτελὲς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ τυφλός. Οὔτε χρυσὸ οὔτε χρῆμα οὔτε τροφὲς οὔτε σκεπάσματα οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο, ὅπως ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μολονότι καὶ αὐτὰ μποροῦσε νά τοῦ τὰ δώσει Αὐτός πού δίνει σὲ ὅλους τὰ πάντα, ἀλλὰ μόνον τοῦ ἔλεγε: «Κύριε, θέλω ἵνα ἀνααβλέψω». Κανένας ἄλλος δέν μπορεῖ νά μοῦ τὸ δώσει αὐτό, διότι μόνον ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δυνατότητα νά ἐλεῇ καὶ νά σῴζει. Γι’ αὐτὸ καὶ προσέρχομαι καὶ προσκυνῶ καὶ γονατιστὸς σὲ ἱκετεύω, ὡς τὸν Ποιητὴ καὶ Κύριο τῶν ὅλων, καὶ βοῶ τὸ «ἐλέησον» καὶ σὲ ὀνομάζω υἱὸν Δαβίδ. Ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι σὺ εἶσαι ὁ προσδοκώμενος ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ὁ Ὁποῖος ἦλθε ἀπὸ ἀμέτρητη εὐσπλαχνία νά σώσῃ τὸ γένος μας. Ἀλλὰ καί μέ ἄλλη ἔννοια ὀνομάζει τὸν Χριστὸν υἱὸν Δαβίδ, ἐπειδὴ τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ τιμοῦσαν παρὰ πολὺ οἱ ἑβραῖοι. Καὶ οἱ Προφῆτες, ὅσους βασιλεῖς ἤθελαν νά τιμήσουν, ἔτσι τοὺς ὀνόμαζαν καί μέ τὸ ὄνομα αὐτὸ τοὺς δόξαζαν. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ τυφλὸς αὐτὸς εἶχε ἀνατραφεῖ στόν ἰουδαϊσμό, δέν ἁγνοοῦσε ὅσα λέγει ὁ νόμος καὶ οἱ Προφῆτες γιά τὸν Χριστό, καὶ ὅτι σωματικῶς ὁ Χριστὸς θὰ προέλθῃ ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβίδ. Καὶ ὡς πρὸς τὸν Θεὸ μὲν ἐβόησε ἐλέησόν με, διότι μόνον ὁ Θεὸς εἶναι σὲ θέση νά ἐλεεῖ. Ὡς προερχόμενον δὲ ἀπὸ τήν γενεά τοῦ Δαβίδ, τὸν ὀνομάζει υἱὸν Δαβίδ. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος Δαβὶδ εἶναι: Ἀγαπητὸς καὶ ἰσχυρός. Ἀπὸ Αὐτὸν λοιπὸν ζητεῖ μέ τόσο πόθο τὸ ἔλεος. Καὶ δέν τοῦ εἶπε ὁ τυφλός: ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ προσευχήσου γιά μένα ἢ παρακάλεσε ἢ ἱκέτευσε, ἀλλὰ ἐλέησόν με, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐγνώριζε ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐγεννήθη ἀπὸ τὴν ἁγίαν καὶ ἀειπάρθενον Μαρία. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν πίστη του ἔλαβε τὴν ἴασι.
«Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήςῃ. Αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν. Ἰησοῦ, υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με».
Αὐτὴ εἶναι ἡ καρτερικὴ καὶ φλεγομένη ψυχή. Ἂν δέν ἦταν ἔνθερμος ἡ πίστη τοῦ τυφλοῦ, δέν θὰ ἐκραύγαζε περισσότερο, ὅταν προστάχθηκε νά σιωπήση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε νά ἐρωτηθῇ ἀπὸ τὸν Σωτήρα καὶ νά τὸν πλησιάση, καὶ δέν ἀπέτυχε τοῦ σκοποῦ του, ἀλλὰ ἔλαβε τὴν ἴασι.
«Σταθεὶς δέ», λέγει, «ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν. Ἐγγίσαντος δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων. Τί σοὶ θέλεις ποιήσω; Ὁ δὲ εἶπε: Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Δέν ρώτησε ὁ Δεσπότης ἐπειδὴ ἁγνοοῦσε, ἀλλὰ γιά νά μὴν νομίσῃ κάποιος ἄλλος ὅτι ἄλλο ἤθελε νά λάβῃ ὁ τυφλὸς καὶ ἄλλο τοῦ ἔδωσε. Ἤθελε ὅμως νά μάθουν οἱ συμπορευόμενοι καὶ ὅσοι βρέθηκαν ἐκεῖ καὶ τὴν πίστη τοῦ προσερχομένου. Γι’ αὐτὸ ἔκανε ὁ Κύριος αὐτὴν τὴν ἐρώτησι. Τοῦτο γίνεται φανερὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀπόκριση τοῦ Κυρίου: Θέλεις νά ἀνάβλέψῃς, λέγει; «Ἀνάβλεψον». Καὶ τὴν ἴδια στιγμή πού τὸ ἄκουσε, «παραχρῆμα ἀνέβλεψε» καὶ ἔδρεψε τὸν καρπὸν τῆς πίστεως, τὴν σωτηρία: «Ἡ πίστίς σου σέσωκέ σε». Αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μέ τὰ λόγια αὐτὰ ἔδειξεν ὅτι αἴτιος τῆς θεραπείας του ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ τυφλός. Ἔγινε μέ τὴν πίστη του συνεργὸς τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ κατορθώματος. Πράγματι, τὴν στιγμή πού τοῦ εἶπε «ἀνάβλεψον», ἀμέσως ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἔγινε φῶς γιά τὸν τυφλὸ καὶ «παραχρῆμα ἀνέβλεψε», ἐπειδὴ ἡ φωνὴ ἦταν τοῦ φωτός, ὁ λόγος ἦταν τοῦ φωτοδότου. «Καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν». Ὅταν δηλαδὴ ὁ τυφλὸς δέχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸν παραδόξως τὴν εὐεργεσία, δέν ἀμέλησε νά συμπορευθῇ μ’ Αὐτόν, καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε δοξάζοντάς τον ὡς Θεόν, καὶ ἔγινε ἀφορμὴ νά δοξάζουν καὶ νά ὑμνοῦν τὸν Θεὸν καὶ οἱ ἄλλοι. «Πᾶς γὰρ ὁ λαός», λέγει, «ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ». Καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν δωρεὰν ἐφάνη καρτερικὸς ὁ τυφλός, καὶ μετὰ τὴν δωρεὰν φαίνεται εὐγνώμων. Καρτερικὸς διότι, ἂν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν καὶ πολλοὶ τὸν ἐμπόδιζαν νά φωνάζη, αὐτὸς ἐπέμενε κραυγάζοντας «Ἰησοῦ υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Καὶ εὐγνώμων ἐπειδὴ ὅταν ἔλαβε τὴν χάρη, δέν ἔτρεξε νά φύγῃ, ὅπως κάνουν πολλοὶ μετά τίς εὐεργεσίες, φερόμενοι μέ ἀγνωμοσύνη πρὸς τοὺς εὐεργέτες.
Αὐτὸν ἂς μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς μέ ζῆλο καὶ προθυμία καὶ ἂς γινώμαστε καρτερικοὶ στίς προσευχὲς καὶ πρὶν λάβωμε αὐτά πού ζητοῦμε, καὶ ἀφοῦ τὰ λάβωμε νά μὴν μένωμε ἀχάριστοι πρὸς τοὺς εὐεργέτες. Καὶ νά προσευχόμεθα μέ πόθο, ἔστω καὶ ἂν εἴμεθα οἱ πλέον εὐτελεῖς καὶ περιφρονημένοι. Νά προσφέρωμε καὶ μόνοι μας δεήσεις πρὸς Κύριον ὥστε νά λαμβάνωμε ἀπὸ Αὐτὸν τὰ αἰτήματα πρὸς τὸ συμφέρον μας. Διότι ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος οὔτε ὁδηγὸν εἶχε, οὔτε μποροῦσε νά δεῖ τὸν Σωτήρα, οὔτε βρῆκε συνήγορο κάποιον ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ μολονότι εἶχε καὶ πολλούς πού τοῦ ἀπαγόρευαν νά μιλήσει καὶ τὸν ἐμπόδιζαν νά πλησιάση, μπόρεσε νά ὑπερβεῖ ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ πλησίασε Αὐτὸν τὸν ἴδιον τὸν θεραπευτὴ καὶ Σωτήρα Χριστόν. Οὔτε ἡ κοινωνικὴ θέσις οὔτε ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ ἔδωσαν τὸ θάρρος, ἀλλὰ ἀντὶ ὅλων αὐτῶν ἦταν ἀρκετή ἡ προθυμία τὴν ὁποία τίποτα δέν στάθηκε ἱκανὸ νά ἐμποδίσῃ. Τὴν ἴδια προθυμία ἂς προσπαθήσουμε νά ἀποκτήσουμε καὶ ἐμεῖς στίς δεήσεις μας πρὸς τὸν Δεσπότην. Καὶ ἂν ὁ Κύριος ἀναβάλλῃ, καὶ εἶναι πολλοὶ αὐτοί πού μᾶς ἀπομακρύνουν καὶ μᾶς ἐμποδίζουν, ἂς προσπαθήσουμε τότε περισσότερο, καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς μας θὰ μᾶς πλησιάση καὶ θὰ ἐκπληρώσῃ τὰ αἰτήματά μας.
Πράγματι, ὅλα τὰ δυσκόλα καὶ ἐπίπονα καὶ ἀκόμη περισσότερο τὰ θλιβερὰ καὶ ἐπώδυνα, ποὺ δέν μπορεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπούς καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀκόμη νά τὰ θεραπεύσῃ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὰ ἐξαφανίζει καὶ τὰ θεραπεύει θαυματουργικῶς, ὡς σοφὸς καὶ ἐπινοητής πού εἶναι. Καὶ δέν ἄνοιξε ὁ Κύριος μόνον τοὺς ἐξωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐσωτερικούς, τῆς ψυχῆς. Αὐτὸ γίνεται φανερὸν ἀπὸ τὸ ὅτι μετὰ ταῦτα τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. Διότι οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Προφῆτες, ὅσα θαύματα ἐνεργοῦσαν, τὰ ἔκαμαν ἀφοῦ προηγουμένως παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ Αὐτὸν τὴν δύναμι. Ἔτσι ἐπετέλεσαν ὅλες τίς παράδοξες θαυματουργίες των. Ἐπίσης, καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀργότερα, ἔκαμαν τίς θεοσημίες ἀφοῦ πρῶτα γονάτιζαν στήν γῆ καὶ ἱκέτευαν τὸν Θεόν. Ὁ Χριστὸς, ὅμως, ὡς Δεσπότης καὶ Κύριος τῶν πάντων, διέτασσε τὴν κτίσι, ἄλλοτε λέγοντας στήν θάλασσα «σιώπα, πεφίμωσο», ἄλλοτε στόν λεπρὸ «θέλω, καθαρίσθητι» καὶ ἄλλοτε πάλιν ἐπιτιμοῦσε τὸν ἀκάθαρτο δαίμονα λέγοντας: «Ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν». Καὶ τώρα λοιπόν μέ τὸ θεῖο νεῦμα Του χάρισε στόν τυφλὸ καὶ τὸ αἰσθητὸ φῶς καὶ τὸ νοητὸ φῶς. Διότι Αὐτὸς εἶναί πού στήν ἀρχὴ τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου διεχώρισε τὸ σκότος ἀπὸ τὸ φῶς, ἀλλὰ καὶ δημιούργησε τὸ φῶς. Καὶ ἐμφανίζεται μὲν στίς ψυχὲς τῶν ἀξίων μεταδίδοντας πάντοτε τὴν λαμπρότητά του, στούς δὲ αἰσθητοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν προσερχομένων σ’ Αὐτὸν χαρίζει, ὡς Δημιουργὸς καὶ Πλάστης, τὴν ὅρασι. Καὶ τότε μὲν φωτίσθηκε ὁ τυφλός, ὁ δὲ λαὸς πίστευσε. Καὶ ὅλων τὰ στόματα μιλοῦσαν γιά τὸν Ἰησοῦν, ὅλων οἱ ὀφθαλμοὶ ἔβλεπαν τὸν τυφλὸν θεραπευμένον. Ἦταν, πράγματι, παράδοξο τὸ θαῦμα πού ἔγινε. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι μέν, μὲ ὅσα ἔβλεπαν, ἀποκτοῦσαν ἐμπιστοσύνη στίς διδασκαλίες τοῦ Κυρίου καὶ πίστευαν ὅτι καὶ οἱ προρρήσεις τοῦ Κυρίου θὰ πραγματοποιηθοῦν, διαβεβαιούμενοι καὶ πληροφορούμενοι γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὰ θαύματα. Ἐμεῖς δὲ ἀφοῦ βλέπουμε ὅτι ὅλα ὅσα προεῖπεν ὁ Κύριος ἐξεπληρώθησαν χωρὶς καθυστέρησι, ὀρθὸν εἶναι νά πιστεύουμε καὶ σὲ ὅσα θαύματα ἔγιναν τότε καὶ νά θεωροῦμε ὅτι εἴμέθα παρόντες ὡς θεαταὶ μαζὶ μ’ ἐκείνους. Καὶ μάλιστα νά πιστεύουμε ἀναντίρρητα στά παράδοξα ἐκεῖνα ἔργα, ὅπως ἀκριβῶς ἐὰν εἴμαστε, ἐκεῖνον τὸν καιρόν, αὐτόπτες τῶν ἐνεργουμένων σημείων.
Ἂς «δοξάσωμε τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ἡμῶν», πειθόμενοι στόν μακάριο Παῦλο. Καὶ πῶς δοξάζεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματός μας; Ἐὰν δέν βλέπουμε κακῶς, ἀλλὰ μάθουμε νά βλέπουμε καλῶς. Καὶ δοξάζουμε τὸν Θεὸν ὅταν διὰ μέσου τῶν ὁρατῶν κτισμάτων Του βλέπουμε τὰ ἀόρατα, καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα ὅσα ἔκανε. Ὁ Θεὸς δοξάζεται ὅταν δέν ἀκοῦμε κακὰ καὶ σατανικὰ ᾄσματα, ἀλλὰ ἀκοῦμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀνοίγωμε τίς θύρες τῆς ἀκοῆς ὄχι στά διαβολικὰ καὶ φαῦλα ἀκούσματα, ἀλλὰ πάντοτε σὲ θεῖες παραινέσεις καὶ διδασκαλίες. Καὶ γενικῶς ὁ Θεὸς δοξάζεται μέ ὅλα τὰ μέλη μας, ὅταν πιστεύουμε ὀρθὰ σ’ Αὐτὸν καὶ ἐκπληρώνουμε τίς ἅγιες ἐντολὲς Του. Ἂς καταρτίζουμε καθημερινά τοὺς ἑαυτοὺς μας γιά νά εἴμεθα ὅπως πρέπει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ προφήτης Ὠσηὲ λέγει: «Ἔλεον καὶ κρῖμα φυλάσσου (δηλαδή, φύλαξε τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τήν δικαιοσύνῃ) καὶ ἔγγιζε πρὸς τὸν Θεόν σου διαπαντός». Καὶ πάλιν ὁ Προφήτης Μαλαχίας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ λέγει: «Υἱὸς δοξάζει πατέρα καὶ δοῦλος τὸν κύριον αὐτοῦ. Καὶ εἰ πατήρ εἰμι ἑγώ, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου; Καὶ εἰ Κύριος εἰμί ἑγώ, ποῦ ἐστιν ὁ φόβος μου; λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Καὶ ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος». Καὶ ἡ Παροιμία πάλι συμβουλεύει: «Πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν, ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς (δηλαδή, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς εἶναι ἐξωτερίκευσις τῆς καρδίας)». Καὶ ὁ Χριστὸς λέγει: «Καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτοῦ καθαρόν». Γι’ αὐτὸ ἂς φοβηθοῦμε ἀδελφοί μου καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε νά ἀνάβλέψωμε πρὸς τὸ φῶς τῶν προσταγμάτων τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἴμεθα τυφλοί, καὶ ἂς προσέλθωμε στον Κύριον διὰ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως καὶ ἀποχῆς τῶν αἰσχρῶν καὶ ἀπαγορευμένων ἔργων, καὶ ἂς ἀπορρίψωμε τὰ ἱμάτιά πού ἔχουμε ἐνδυθεῖ, δηλαδὴ τὰ ἔργα τοῦ σκότους, ἢ καί τίς γήινες καὶ ὑλικὲς φροντίδες, καὶ «ἐνδυσώμέθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς» καὶ τῶν ἀρετῶν, καὶ ἂς «περιπατήσωμεν ὡς ἐν φωτὶ καὶ ἡμέρα εὐσχημόνως» καὶ δικαίως καὶ ὁσίως, ὥστε νά ἠμπορέσωμε νά ἀκολουθήσωμε Αὐτόν, τὸν Δεσπότην καὶ Ἐλευθερωτὴν καὶ Σωτήρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Θεὸν «ᾯ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος σὺν τῷ ἀνάρχῳ Αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Βιβλία γιά ὅλους