Λόγος εἰς τήν Χαναναίαν»
Ἁγίου Βασιλείου ἐπισκόπου Σελευκείας
Ἰδού ὅτι ὑπῆρξε καί συμφορά ἡ ὁποία ἔγινε ἀφορμή μεγάλης εὐφροσύνης καί πένθος πού προξένησε εὐθυμία καί λύπη πού ἔφερε ὑπερβολικήν χαρά. Ἐπειδή ὅπου παρευρίσκεται ὁ Ἰησοῦς, καί ὁ θρῆνος μεταβάλλεται σέ ἡδονήν καί ὁ κλαυθμός καί ὀδυρμός μεταλλάσσεται σέ εὐφροσύνην.
Τό μαρτυρεῖ αὐτό μέ τά λόγια τῆς κραυγάζοντας ἡ Χαναναία, τήν ἱστορία τῆς ὁποίας μέ θαυμασμόν ἡ βίβλος τῶν Εὐαγγελίων τήν ἐπιδεικνύει μέχρι τώρα καί διατηρεῖ τήν κραυγή της γραμμένη σάν σέ στήλη, ὥστε ὁ ἐπίβουλος χρόνος νά μήν παρασύρει τήν μνήμη· ἐπειδή ὁ καρπός τῆς πίστεως εἶναι πιό δυνατός. «Καί ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς», λέγει, «ἦλθεν εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος». Ὁ Θεός παρευρίσκεται παντοῦ καί κανένας τόπος δέν ἐτόλμησε νά τόν περιορίσει. Καί ἐπειδή εἶναι κατά φύσιν ἀόρατος, ἐπιβεβαιώνει τήν παρουσία του σ’ ἐκείνους πού τόν ἔβλεπαν προβάλλοντας τόν ναό πού ἐνεδύθη πρός χάριν μας.
Ἦλθε στά μέρη τῆς Τύρου καί τῆς Σιδῶνος, στά παλαιά καταγώγια τῶν δαιμόνων, στίς περιοχές τῶν εἰδώλων, στίς χῶρες τῆς εἰδωλολατρίας, στό ἀντικείμενο τῆς κατηγορίας τῶν Προφητῶν.
Ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Σιδώνα καί τήν Τύρον· ἀπό τά ἐργαστήρια τῆς εὐσεβείας στόν βυθό τῆς ἀσεβείας· ἀπό τούς μαθητάς τοῦ Μωϋσέως, στούς ἐργάτες τῶν δαιμόνων. Καί γιά ποῖον λόγο μεταβαίνει ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο; Ἔλεγχος τῶν Ἰουδαίων εἶναι ἡ μετάβασις τοῦ Κυρίου· ὡς εὐεργέτης συγχρόνως καί δικαστής περιοδεύει ὁ Σωτήρ. Εἶναι ἀληθῶς ἀδυσώπητος κατηγορία ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων ἡ ἐπίγνωσις τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή ὅμως ὁ καταιγισμός τῶν θαυμάτων δέν κατώρθωσε νά κάμψει τόν Ἰουδαϊκόν λαόν, ὥστε νά στραφεῖ στήν πίστι, ἀλλά ἐνῶ ἠπλώνετο τό παράδοξον θεραπευτικό δίκτυ, μόνο το ἔθνος τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας τῆς ἀγρίας βασκανίας τους ἀπέφυγε τήν θύρα τῆς σωτηρίας, τί ἔκαμεν ὁ σοφός ἰατρός; πῶς μεθοδεύει τήν ἴαση τῆς ἀρρωστημένης γνώμης;
Μεταφέρει στήν Σιδώνα τά φάρμακα τῆς θεραπείας της, γιά νά ἐρεθίσει τόν ἄπιστον ἀντιπαραθέτοντας αὐτόν μέ τά ἔθνη. Εἶναι παλαιό, νομίζω, τό τέχνασμα αὐτό τοῦ Κυρίου, νά κάνει δηλαδή τόν ἀχάριστο νά ἐντραπεῖ συγκρίνοντας τόν μέ τά χειρότερα. Θέλοντας κάποτε νά ἐλέγξει τήν ἀπείθεια τῶν Ἰουδαίων ηὔξησε τόν ἔλεγχον, ἀντιπαραθέτοντας αὐτούς μέ τούς Νινευΐτες. Καί στέλλει τόν Ἰωνά νά παρακολουθήσει τήν μεταβολήν τῶν ἀσεβῶν, προβάλλοντας τόν Προφήτην τῶν Ἰουδαίων ὑπηρέτην τῆς κατακρίσεως τῶν Ἰουδαίων. Ἀλλά ἐκεῖνος λυπούμενος ἄκαιραά τούς ὁμοεθνεῖς του, κλέπτει τόν ἔλεγχο καί δραπετεύει ἀπό ἐκεῖνον πού τόν ἔστειλε. Δέν ἐγνώριζε ὅτι θά τόν ἁλιεύσει τό κῆτος καί θά τόν παρουσιάσει δέσμιον στόν Δεσπότη.
Καί πάλι συστελλόμενος ἀπό φόβον ἔγινε θεατής τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν εἰδωλολατρῶν· μίαν φωνή μόνον ἄφησε καί αἰχμαλώτισε ὅλων τίς γνῶμες. Καί εἶδε τήν προφητεία του νά διαψεύδεται μαθαίνοντας στήν πράξι πόσο πιό καλόπιστοι εἶναι οἱ ἐθνικοί ἀπό τούς Ἰουδαίους· καθ’ ὅσον αὐτοί μέν κατέσφαξαν τούς Προφῆτες τους, ἐνῶ ἐκεῖνοι καί αὐτόν ἀκόμη, τοῦ ὁποίου ἀγνοοῦσαν τήν ὕπαρξη, ἔφριξαν ἀκούγοντάς τον. Ὅταν δέ ἡ μεταβολή τῆς γνώμης ἐματαίωσε τήν ἀπειλήν τοῦ Προφήτου, ἔπαυσαν νά σαλεύωνται τά τείχη τῆς πόλεως, ἀπεσύρθη τό ξίφος πού ἦταν ἕτοιμο νά πέσει καί ἡ ἀπόφασις τοῦ θανάτου ἀνεκλήθη, ἀπό σεβασμόν πρός τήν πίστι τῶν καταδίκων· ἐνικήθη θυμός προφητικός, βλέποντας τόν ὑπεύθυνο νά νικᾶ μέ τήν εὐγνωμοσύνην. Ἔτσι καί τώρα ὁ Σωτήρ βαδίζει ἀπό τήν Ἰουδαία στήν Σιδώνα καί τήν Τύρο γιά νά στηλιτεύσει τήν Ἰουδαϊκήν ὑποκρισίαν ἀντιπαραθέτοντας αὐτούς μέ τούς ἀσεβεῖς.
Πρόσεξε παρακαλῶ τόν Εὐαγγελιστήν πῶς κομπάζει μέ τήν διήγηση καί ἀποκαλύπτει τό νόημα τῆς μεταβάσεως τοῦ Κυρίου: «Καί ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος». Ἀπό ποῦ «ἐκεῖθεν;». Ἀπό ἐκεῖ ὅπου θαυματουργώντας ἐδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ἤκουεν ὕβρεις καί εὐεργετώντας ἀντιμετώπιζε τήν ἀπιστία. «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐκ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζε λέγουσα· Υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Χαναναία τό γυναικάριον, ἀλλά μέ τήν προαίρεσιν ἠρνήθη τό γένος της· ἡ πίστις ἐνίκησε τήν φύση.
Ἡ δύναμη τῆς Πίστης
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γευτεῖ τή γλυκύτητα τοῦ καλοῦ, ἄν πρῶτα δέν ἐπιμείνει καί δέ δοκιμαστεῖ στό καλό. Στό δρόμο πρός τό καλό πρῶτα δοκιμάζουμε τήν πικρία κι ὑστέρα τή γλυκύτητα.
Ἡ φύση ὁλόκληρη εἶναι γεμάτη ἀπό διδαχές καρτερίας καί ἐπιμονῆς. Ἄν τά νεόφυτα δέντρα σου δέν ἀναπτυχθοῦν γιά νά δημιουργήσουν δασύλιο, θά μπορέσουν ν’ ἀντέξουν στόν ἄνεμο καί τό χιόνι;
Θα σοῦ ἦταν χρήσιμα τάα ποτάμια ἄν δέν ἔφτιαχναν βαθιές κοῖτες; Μήπως τά μυρμήγκια αὐτοκτονοῦν ὅταν οἱ τροχοί καταστρέφουν τά σπίτια τους στό δρόμο, ἤ ξεκινοῦν μέ ἐπιμονή νά φτιάχνουν καινούργια;
Ἄν κάποιος ἄκαρδος ἄνθρωπος γκρεμίσει τή φωλιά τοῦ χελιδονιοῦ στό σπίτι του, τότε τό χελιδόνι θά ξεκινήσει ἀδιαμαρτύρητα νά πάει σέ ἄλλο σπίτι γιά νά φτιάξει τήν καινούργια φωλιά του.
Ὁτιδήποτε κάνουν οἱ φυσικές καταστροφές ἤ οἱ ἄνθρωποι στά φυτά καί στά ζῶα, κάνουν τούς ἀνθρώπους νά θαυμάζουν τήν ἀκατάβλητη ἐπιμονή τους στήν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος πού τούς ὅρισε ὁ Θεός.
Ὅταν ἕνα φυτό πού τό κόψανε ἤ τό θερίσανε ἔχει τή δύναμη ν’ ἀναπτυχθεῖ ξανά, θά τό κάνει. Ὅταν σ’ ἕνα πληγωμένο καί μοναχικό ζῶο ἔμεινε ἔστω κι ἐλάχιστη δύναμη ζωῆς, θά προσπαθήσει νά κάνει κι αὐτό τό καθῆκον του γιά νά ζήσει.
Ἡ καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτη ἀπό διδαχές γιά τήν καρτερία καί τήν ἐπιμονή. Ὁ ἐπίμονος στρατιώτης θά κερδίσει τή μάχη. Ὁ ἐπίμονος τεχνίτης θά τελειοποιήσει τό ἔργο του. Ὁ ἐπίμονος ἔμπορος θά πλουτίσει. Ὁ ἐπίμονος ἱερέας θά βάλει τούς ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας του στό σωστό δρόμο. Ὁ ἐπίμονος ἄντρας ἤ ἡ ἐπίμονη γυναίκα τῆς προσευχῆς, θά φτάσει στήν τελειότητα καί τήν ἁγιότητα. Ὁ ἐπίμονος καλλιτέχνης ἀποκαλύπτει τό ἐσωτερικό κάλλος τῶν πραγμάτων. Ὁ ἐπίμονος ἐπιστήμονας ἀνακαλύπτει τούς κανόνες καί τούς νόμους πού διέπουν τίς σχέσεις τῶν πραγμάτων. Ἀκόμα καί τό πιό χαρισματικό παιδί δέ θά μάθει νά γράφει, ἄν δέν ἐξασκηθεῖ μέ ἐπιμονή στό γράψιμο. Ἕνας ἄνθρωπος μέ θαυμάσια φωνή δέ θά γίνει ποτέ μεγάλος τραγουδιστής ἄν δέν ἐξασκηθεῖ. Ἔχουμε συνηθίσει νά ὑπενθυμίζουμε στούς ἄλλους κάθε μέρα, ἀλλά καί νά μᾶς ὑπενθυμίζουν οἱ ἄλλοι, τήν ἀνάγκη τῆς ἐπιμονῆς καί τῆς καρτερίας στό καθημερινό μας ἔργο.
Ἡ ἐπιμονή, γιά νά καταλήξουμε σέ κάποιο συμπέρασμα, εἶναι τό μοναδικό καλό ἔργο πού τό συνιστοῦν ὅλοι καί δέν τό ἀμφισβητεῖ κανένας. Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιμονή στό ἔργο ὅμως πού ἀκοῦμε κάθε μέρα, εἶναι μόνο ἕνα σχολεῖο πού μᾶς μαθαίνει τήν ἐσωτερική ἐπιμονή στό πνευματικό βασίλειο. Ὅλη αὐτή ἡ ἐξωτερική ἐπιμονή στό λουστράρισμα καί στήν τελειοποίηση τῶν πραγμάτων, στή σύναξη πλούτου, γνώσεων καί τεχνῶν, εἶναι μόνο μιά εἰκόνα τῆς θαυμαστῆς ἐπιμονῆς πού πρέπει νά ἔχουμε γιά τή βελτίωση καί τελειοποίηση τῶν καρδιῶν μας, γιά τή φροντίδα καί τόν ἐμπλουτισμό τῆς ψυχῆς μας, τῆς ἄφθαρτης κι ἀθάνατης ἐσωτερικῆς μας ὕπαρξης.
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς διδάσκει σέ κάθε σελίδα τῆς τήν ἐπιμονή στά πνευματικά θέματα. Μᾶας διδάσκει τόσο μέ λόγια ὅσο καί μέ τά μεγάλα παραδείγματα ἀνδρῶν καρτερικῶν ἤ μή.
Τά δυό πιό φοβερά παραδείγματα μή ἐπιμονῆς στό καλό, τά βρίσκουμε στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ, τοῦ προπάτορα τοῦ ἀνθρώπινου γένους, καί τοῦ Ἰούδα, πού πρίν ἦταν ἀπόστολος κι ἔπειτα ἔγινε προδότης. Καί τούς δυό ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ τούς τοποθέτησε πολύ κοντά Του. Ὁ Ἀδάμ ἦταν μέ τόν Θεό στόν παράδεισο, ὁ Ἰούδας κοντά στόν Χριστό στή γῆ. Ξεκίνησαν κι οἱ δυό μέ ὑπακοή στόν Θεό καί τελείωσαν μέ δυσπιστία. Τό τέλος τοῦ Ἰούδα ἦταν πιό φοβερό ἀπό τοῦ Ἀδάμ, ἐπειδή μπροστά του εἶχε καί τό παράδειγμα τοῦ πρωτόπλαστου. Ὁ Σαούλ πάλι δέν εἶχε ἐπιμονή στή μάχη καί γι’ αὐτό παραφρόνησε. Ὁ Σολομῶν δέν εἶχε ἐπιμονή κι ἡ βασιλεία τοῦ μοιράστηκε. Πόσο ὑπέροχη ὅμως, πόσο ὑπεράνθρωπη ἐπιμονή ἔδειξε ὁ Ἀβραάμ μέ τήν πίστη του στόν Θεό, ὁ Ἰακώβ μέ τήν πραότητά του, ὁ Ἰωσήφ μέ τήν ἐγκράτειά του, ὁ Δαβίδ μέ τή μετάνοιά του κι ὁ δίκαιος Ἰώβ μέ τήν καρτερία του! Τί ὑπέροχο παράδειγμα ἐπιμονῆς στήν ἁγνότητά της ἔδειξε ἡ Παναγνη Παρθένος, ἀλλά κι ὁ δίκαιος Ἰωσήφ μέ τήν ὑπακοή του στόν Θεό! Ἀλλά τό ἴδιο ἔκαναν κι οἱ ἀπόστολοι, καθώς κι ὅλοι ἐκεῖνοι πού εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στόν Θεό, μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!
Στήν Ἁγία Γραφή θά βροῦμε πάρα πολλά καί καθαρά παραδείγματα πῶς ἡ ἐπιμονή στό καλό ἀποβαίνει πάντα νικηφόρα καί στεφανώνεται. Κανένας ἀπό μᾶς πού τά διαβάζει αὐτά δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ πώς δέν ἤξερε ἤ δέ διδάχτηκε. Πῶς γίνεται ἑκατοντάδες χιλιάδες ἁγίων, παρθένων καί μαρτύρων, ἀπό τήν ἔνσαρκη ζωή τοῦ Χριστοῦ στή γῆ ὡς σήμερα, νά τό γνωρίζουν αὐτό καί μεῖς νά τό ἀγνοοῦμε; Δέν εἶναι πώς δέν ξέρουμε, ἀλλά δέν ἔχουμε τή δύναμη νά ἐπιμείνουμε. Τό νά γνωρίζουμε τό καλό καί νά μήν ἐπιμένουμε σ’ αὐτό, μᾶς κατακρίνει διπλά. Ἐκεῖνος πού δέ γνωρίζει τό δρόμο αὐτό καί δέν τόν ἀκολουθεῖ «δαρήσεται ὀλίγας». Αὐτός ὅμως πού τόν γνωρίζει καί δέν τόν ἀκολουθεῖ, «δαρήσεται πολλάς» (βλ. Λουκ. ιβ’ 47, 48). Συνέχεια
Κυριακὴ τῆς Χαναναίας
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
α΄. Ὁ εὐαγγελιστής Μάρκος λέει ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ μπῆ στὸ σπίτι ἀπαρατήρητος. Καὶ γιατί πήγαινε πάντα στὰ μέρη αὐτὰ; ἀφοῦ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴ φροντίδα τῆς τροφῆς, προχωρῶντας ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ στὰ ἔθνη. Ἔτσι κι ὁ Πέτρος ὅταν ἔλαβε διαταγὴ νὰ καταργήση αὐτὸ τὸ νόμο στέλεται στὸν Κορνήλιο. Πῶς λοιπὸν ἐνῶ παραγγέλλει στοὺς μαθητάς του· Μὴν πάρετε τὸν δρόμο τῶν εἰδωλολατρῶν, δέχεται αὐτὴ τὴ γυναῖκα; Πρῶτα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος σὲ ὅ,τι πρόσταζε τοῦς μαθητάς του. Κι ἔπειτα ὅτι δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κηρύξη ὅπως ὑπαινίσσεται κι ὁ Μᾶρκος λέγοντας ὅτι κρύφτηκε ἀλλὰ δὲν πέρασε ἀπαρατήρητος. Ὅπως ἦταν σύμφωνο μὲ τὰ πράγματα νὰ μὴν τρέξη σ’ αὐτοὺς πρῶτα, ἔτσι ἦταν καὶ τῆς φιλανθρωπίας του ἀνάξιο νὰ διώξη αὐτοῦς ποὺ τὸν πλησίαζαν. Ἄφοῦ ἔπρεπε νὰ κυνηγήση αὐτοὺς ποὺ ἔφευγαν πολὺ περισσότερο δὲν ἔπρεπε νὰ ἀποφεύγη αὐτοὺς ποὺ τὸν κυνηγοῦσαν.
Προσέξετε πόσο ἡ γυναῖκα ἄξιζε γιὰ κάθε καλωσύνη. Δὲν ἐτόλμησε νὰ ἔρθη στὰ Ἱεροσόλυμα, γιατὶ φοβόταν καὶ θεωροῦσε ἀνάξιο τὸν ἑαυτό της. Ὅτι κι ἄν δὲν ἦταν ἔτσι θὰ ἔφτανε κι ἐκεῖ φαίνεται κι ἀπὸ τὴν τωρινὴ ἐπιμονή της κι ἀπ’ τὸ ὅτι βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Μερικοὶ ἐφαρμόζοντας ἀλληγορικὴ ἐξήγηση ὑποστηρίζουν ὅτι ὅταν βγῆκε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Ἰουδαία τότε τόλμησε νὰ τὸν πλησιάση ἡ Ἐκκλησία ἀφοῦ βγῆκε κι αὐτὴ ἀπὸ τὴ δική της περιοχή. Ξέχασε λέει ὁ θεῖος λόγος, τὸ λαό σου καὶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου. Γιατὶ κι ὁ Χριστὸς βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχὴ του καὶ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν δική της περιοχή· Κι ἔτσι μπόρεσαν νὰ συναντηθοῦν. Νὰ μιὰ Χαναναία, λέει, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν περιοχή της. Κατηγορεῖ τὴ γυναὶκα ὁ Εὐαγγελιστής γιὰ νὰ φανερώση τὸ θαῦμα καὶ νὰ τὴν ἐξυψώση περισσότερο. Ἄν ἀκούσης Χαναναία, φέρε στὸ νοῦ σου τὰ παράνομα ἐκεῖνα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ποὺ ἀνέτρεψαν ἀπὸ τὸ θεμέλιο τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Κι ἔπειτα ἀναλογίσου καὶ τὴ δύναμη τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἐκδιωχθῆ, γιὰ νὰ μὴ διαφθείρουν τοὺς Ἰουδαίους, φάνηκαν τόσο πιὸ κατάλληλοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὥστε κι ἀπὸ τὴ χώρα τους βγῆκαν καὶ τὸ Χριστὸ πλησίασαν, ἐνῶ ἐκεῖνοι κι ἄς πήγαινε κοντά τους τὸν ἀπόδιωχναν. Πλησίασε λοιπὸν καὶ τίποτ’ ἄλλο δὲν λέει παρὰ ἐλέησέ με καὶ κόσμο πολὺ μαζεύει γύρο της μὲ τὶς κραυγὲς της. Τὸ θέαμα προκαλοῦσε τόσο ἀλήθεια τὸν οἶχτο· μιὰ γυναῖκα νὰ κραυγάζη τόσο πονεμένα, μιὰ μητέρα νὰ παρακαλῆ γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση. Οὔτε ποὺ τόλμησε νὰ φέρη τὴ δαιμονισμένη μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Δασκάλου. Τὴν ἀφήνει πλαγιασμένη στὸ σπίτι καὶ κάμει ἐκείνη τὶς παρακλήσεις της. Ἀναφέρει μόνο τὴν ἀρρώστεια καὶ δὲν προσθέτει τίποτ’ ἄλλο. Οὔτε τραβᾶ τὸ γιατρὸ στὸ σπίτι της, ὅπως ὁ παλατιανὸς ἐκεῖνος ποὺ ἔλεγε· Ἔλα καὶ βάλε ἐπάνω του τό χέρι σου, καὶ κατέβα πρὶν πεθάνη τὸ παιδὶ μου. Ἀλλὰ κι ἀφοῦ διηγήθηκε τὴ συμφορὰ της καὶ τὴν ἔνταση τῆς ἀρρώστειας, προβάλλει τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου καὶ φωνάζει δυνατά. Καὶ δὲν λέει Σπλαχνίσου τὴ θυγατέρα μου ἀλλὰ Σπλαχνίσου με. Ἐκείνη δὲν αἰσθάνεται τὴ νόσο της ἐγὼ εἶμαι ποὺ πάσχω μύρια δεινά, γιατὶ εἶμαι ἄρρωστη καὶ τὸ νιώθω, μανιακή, καί τὸ γνωρίζω. Ἐκεῖνος δὲν τῆς ἔδωσε ἀπάντηση. Γιατὶ αὐτὸ τὸ πρωτοφανέρωτο καὶ παράδοξο; Τοὺς Ἰουδαίους, ἀγνωμοῦν καὶ τοὺς φέρνει κοντά του, τὸν βλασφημοῦν καὶ τοὺς παρακαλεῖ, τὸν πειράζουν καὶ τοὺς ἀφήνει. Δὲν θεωρεῖ ὅμως ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση αὐτὴν ποὺ ἔρχεται τρέχοντας κοντά του καὶ παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει καὶ δείχνει τόση εὐλάβεια ἐνῶ δὲν ἔχει μεγαλώσει μὲ τὴ συντροφιὰ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν. Ποιὸν δὲ θὰ ἐσκανδάλιζε αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ ποὺ ἦταν ἀντίθετη μὲ τὴν φήμη; Εἶχαν ἀκούσει ὅτι περιώδευε στὰ χωριὰ καὶ σκορποῦσε τὶς θεραπεῖες του αὐτὴν ὅμως τὴν ἀποκρούει ἐνῶ εἶχε ἔρθει ἡ ἴδια. Καὶ ποιὸν δὲ θὰ συγκινοῦσε ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ παράκληση, ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ ἦταν σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση; Δὲν εἶχε ἔρθει ἐπειδὴ ἦταν ἄξια, οὔτε ἐπειδὴ ζητοῦσε κάποια ὀφειλή. Εἶχε ἀνάγκη νὰ τῆς δείξουν ἀγάπη καὶ παρουσιάζει τὴν τραγικὴ συμφορά της. Κι ὅμως δὲν τὴν κάνουν ἄξια οὔτε γι’ ἀπάντηση. Ἴσως πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν σκανδαλίστηκαν. Δὲν σκανδαλίστηκε ὅμως ἐκείνη. Τί λέγω ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄκουαν; Νομίζω ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταί του θὰ ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὴ συμφορὰ τῆς γυναίκας, θὰ ταράχτηκαν καὶ θὰ λυπήθηκαν. Καὶ μὲ ὅλη τὴν ταραχή τους ὅμως δὲν ἐτόλμησαν νὰ ποῦν, Κάμε της τὴ χάρη. Ἀλλὰ πῆγαν κοντά του καὶ τὸν παρακαλοῦσαν, Ἐλευθέρωσέ τήν γιατὶ φωνάζει πίσω μας. Κι ἐμεῖς ὅταν θέλωμε νὰ πείσωμε κάποιον, πολλὲς φορὲς λέμε τ’ ἀντίθετα. Κι ὁ Χριστὸς ἀπάντησε. Ἡ ἀποστολὴ μου δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους.
β΄. Κι ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ἡ γυναῖκα σώπασε κι ἀποσύρθηκε κι ἐγκατάλειψε τὴν προθυμία της; Καθόλου· ἔγινε πιὸ ἐπιθετική. Δὲν κάνομε ἐμεῖς ἔτσι. Ὅταν δὲν ἐπιτύχωμε, ἀπομακρυνόμαστε, ἐνῶ πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ γίνωμε πιὸ ἀπαιτητικοί. Καὶ ποιὸν δὲ θὰ ἔρριχνε στὴν ἀπελπισία αὐτὸς ὁ λόγος; Ἦταν κι ἡ σιγὴ του ἀρκετὴ νὰ τὴν ὁδηγήση στὴν ἀπόγνωση· ἡ ἀπόκριση προχωροῦσε πολὺ περισσότερο. Νὰ διαπιστώση ὅτι μαζί της εἶχαν ἀποστομωθῆ κι οἱ συνήγοροί της καὶ ν’ ἀκούση ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶχε καταλήξει σ’ ἀδιέξοδο θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὴ ρίξη σὲ ἀπέραντη ἀμηχανία. Ἡ γυναῖκα ὅμως δὲν ἀφοπλιζόταν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι οἱ προστάτες της δὲν εἶχαν καμμιὰ δύναμη, ἔδειξε ὡραία ἀναισχυντία. Πρὶν ἀπ’ αὐτὸ μήτε στὰ μάτια τους νὰ φανῆ δὲν τολμοῦσε. Φωνάζει πίσω μας, λένε. Κι ὅταν ἦταν φυσικὸ νὰ πάη ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀμηχανία, τότε πλησιάζει περισσότερο καὶ πέφτει στὰ πόδια του. Κύριε, βοήθησέ με. Πῶς αὐτὸ, γυναῖκα; Ἔχεις μεγαλύτερο θάρρος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους; Μεγαλύτερη δύναμη; Θάρρος καὶ δύναμη καθόλου βέβαια δὲν ἔχω κι ἀπὸ ντροπὴ εἶμαι γεμάτη. Ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ἀναισχυντία τὴ χρησιμοποιῶ σὰν προπέτασμα· θὰ σεβαστῆ τὸ θάρρος μου. Τὶ σημαίνει αὐτό; Δὲν τὸν ἄκουσε νὰ λέη ὅτι Ἡ ἀποστολή μου δὲν ἔγινε παρὰ γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους; Τὸν ἄκουσα, ἀπαντᾶ. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τοῦ ἔλεγε, Παρακάλεσε καὶ προσευχήσου, ἀλλὰ Βοήθησέ με. Κι ὁ Χριστός; Οὔτε μ’ αὐτὰ δὲν ἱκανοποιήθηκε παρὰ ἐπιτείνει τὴν ἀμηχανία της λέγοντας πάλι. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ πάρης τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ δώσης στοὺς σκύλους. Κι ὅταν τὴν ἔκαμε ἄξια νὰ τῆς μιλήση, τότε χειρότερα τὴν ἐπείραξε ἀπὸ ὅ,τι μὲ τὴ σιγή. Δὲν μεταφέρει πιὰ σ’ ἄλλον τὴν αἰτία οὔτε λέει «ἡ ἀποστολή μου ἔγινε». Ὅσο ἐντείνει αὐτὴ τὴν παράκλησή της, τόσο δυναμώνει κι αὐτὸς τὴν ἄρνησή του. Καὶ δὲν τοὺς ἀποκαλεῖ πιὰ πρόβατα παρὰ παιδιὰ καὶ κείνην σκυλί. Μὰ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς λέξεις του συναρμολογεῖ τὴν ὑπεράσπισή της. Ἄν εἶμαι σκυλί, δὲν εἶμαι ξένη. Δίκαια ἔλεγε ὁ Χριστός, Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο γιὰ νὰ γίνη ξεχώρισμα. Κι ἡ γυναῖκα φιλοσοφεῖ καὶ δείχνει κάθε καρτερία καὶ πίστη καὶ μάλιστα ἐνῶ δέχεται προσβολές. Ἐνῶ ἐκεῖνοι μ’ ὅλο ποὺ τοὺς γίνονται θεραπεῖες καὶ τιμὲς πληρώνουν μὲ τὰ ἀντίθετα. Ξέρω κι ἐγὼ πῶς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τροφὴ στὰ παιδιά· αὐτὸ ὅμως δὲν μ’ ἐμποδίζει ἐμένα, ἄν εἶμαι σκυλί. Ἄν δὲν εἶναι δίκαιο νὰ πάρω, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἔχω μερίδιο οὔτε στὰ ψίλουλα; Ἄν ὅμως πρέπει νὰ ἔχω μερίδιο ἄς εἶναι καὶ μικρὸ, δὲν ἐμποδίζομαι κι ἄν εἶμαι σκυλί. Ἀλλὰ κι ἔτσι ἔχω μεγαλύτερο μέρος, ἄν εἶμαι σκυλί. Γι’ αὐτὸ ἀνέβαλλε ὁ Χριστός· ἤξερε ὅτι θὰ μιλοῦσε ἔτσι καὶ γι’ αὐτὸ ἀρνιόταν τὴ δωρεά· γιὰ νὰ δείξη τὴν πίστη της. Ἄν δὲν ἦταν νὰ τῆς δώση, δὲ θὰ τῆς ἔδιδε κι ὕστερ’ ἀπ’ αὐτό· οὔτε θὰ τὴν ἀποστόμωνε πάλι. Ὅπως εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο, Ἐγὼ θαρθῶ καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω, γιὰ νὰ μάθωμε τὴν εὐλάβειά του καὶ νὰ τὸν ἀκούσωμε νὰ λέη, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῆς στὸ σπίτι μου. Ὅπως ἔκαμε στὴν αἱμορροῦσα ποὺ τῆς λέει, ἐγὼ ἔνιωσα νὰ φεύγη ἀπὸ μένα κάποια δύναμη, γιὰ νά κάμη τὴν πίστη της καταφάνερη. Κι ὅ,τι κάμει μὲ τὴ Σαμαρείτισσα, γιὰ νὰ δείξη πὼς καὶ μὲ τὸν ἔλεγχο ποὺ τῆς γίνεται δὲν ἀπομακρύνεται. Τὰ ἴδια κάμει κι ἐδῶ.. Δὲν ἤθελε νὰ μείνη κρυφὴ τόση ἀρετὴ τῆς γυναίκας. Ὥστε δὲν ἤθελε νὰ προσβάλη μὲ τοὺς λόγους του ἀλλὰ νὰ προκαλέση καὶ τὸν κρυμμένο θηρσαυρό νὰ φανερώση. Συνέχεια
Ἡ πίστη τῆς Χαναναίας
Ἡ Χαναναία γυναίκα ἐκπροσωπεῖ τόν ἐθνικό καί εἰδωλολατρικό κόσμο. Ἀπό τούς παραδοσιακούς Ἰσραηλίτες δέν θεωρεῖται μόνο ἀλλοεθνής ἀλλά καί ἀλλόθρησκη. Κατά συνέπεια, ἡ γυναίκα αὐτή καθώς καί ὅλος ὁ κόσμος πού ἐκπροσωπεῖ, εἶναι ἄπιστος καί ἁμαρτωλός. Ἀξίζει, λοιπόν, τῆς ἀπόρριψης καί τῆς αἰώνιας καταδίκης. Ἐξάλλου ὑπάρχει γενική πεποίθηση σέ ὅλο τόν πιστό κόσμο τῶν ἑβραίων, ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει περιλάβει αὐτούς στό σχέδιο τῆς σωτηρίας καί ἄρα τούς ἀξίζει μία γενική περιφρόνηση.
Αὐτό τό ἀρνητικό πνεῦμα ἐκφράζουν καί οἱ μαθητές πρός τόν Ἰησοῦ, ὅταν ἐνοχλοῦνται ἀπό τίς κραυγές τῆς ἀπελπισμένης γυναίκας πού παρακαλεῖ τόν Διδάσκαλο νά θεραπεύσει τήν κόρη της· «ἐλέησον μέ, Κύριε…, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἐθνικός κόσμος σημαίνει στήν θρησκευτική καί θεολογική γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ὁ Θεός ἔχει καταδικάσει αὐτόν τόν κόσμο ἀπό τώρα. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πεποίθηση ὅλων.
Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐκτιμᾶ τά πράγματα διαφορετικά. Δέν μένει στά ἐξωτερικά γεγονότα καί οὔτε κρίνει τούς ἀνθρώπους μέ κριτήρια ἐθνικά, φυλετικά ἡ θρησκευτικά. Διαβλέπει στή Χαναναία μιά θαυμαστή πίστη, ἔξω ἀπό θρησκευτικές κατηγορίες ἀξιολόγησης. Πρέπει αὐτή ἡ πίστη νά προβληθεῖ, νά φανεῖ καί στούς ἄλλους καί νά ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπό ὅλους. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰησοῦς μπαίνει σέ μία διαδικασία περίεργη, μιᾶς φαινομενικῆς περιφρόνησης τῆς γυναίκας αὐτῆς, χρησιμοποιώντας μάλιστα μιά σκληρή γλώσσα πού δέν ταιριάζει μέ τή γνωστή ἤπια καί φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αὐτή ἡ τακτική ἀντιμετώπισης τῆς ἁμαρτωλῆς ἔστω καί ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας ξαφνιάζει καί αὐτούς τούς μαθητές ἀκόμη.
Ὁμιλεῖ γιά «τέκνα» καί γιά «κυνάρια». Τέκνα εἶναι ὁ λαός Ἰσραήλ καί κυνάρια ὁ κόσμος τῶν ἐθνικῶν. Φοβερή διάκριση. Αὐτή ἡ ὠμή σέ σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τά κριτήρια τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς καί ὄχι τοῦ Κυρίου τήν κρίση. Σέ λίγο, ὅταν θά μιλήσει γιά τήν ὑποχρέωση τῶν γονέων νά δίνουν ψωμί στά παιδιά τους καί ὄχι στά σκυλιά τους καί μετά τήν ἐπιμονή τῆς γυναίκας ὅτι καί τά σκυλιά τρέφονται ἀπό τά ψίχουλα τῶν πλουσίων, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βαθιά πίστη αὐτῆς τῆς σεμνῆς καί ταπεινῆς μητέρας: «ὤ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Καί τό θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας μάνας ἔγινε, ἐξαιτίας μιᾶς πίστεως πού προέρχεται ἀπό μιά ἁμαρτωλή καί ἄθρησκη γυναίκα.
Εἶναι ἐνδιαφέρουσα καί ἡ παρατήρηση ἐκ μέρους τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, κατά τήν ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἀναφέρει, ὅτι ἡ Χαναναία ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καί κάτοικος στήν περιοχή τῆς Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ὅτι στίς περιοχές αὐτές τῆς Τύρου, τῆς Σιδῶνος καί τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Χαναᾶν καί Συροφοινίκης, ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνική κοινότητα πού ἀσχολεῖτο κατά κύριο λόγο μέ τό ἐμπόριο. Σ’ αὐτό τόν ἑλληνικό κόσμο τῆς περιοχῆς αὐτῆς δραστηριοποιήθηκε ὁ Ἰησοῦς μέ πολύ θετικά ἀποτελέσματα, συνάντησε μιά ἐκπληκτική πίστη, πνευματικῆς ποιότητας ψυχή, πού ἔδωσε καί ἕνα πρῶτο δεῖγμα μελλοντικῆς προοπτικῆς της χριστιανικῆς ἐποποιίας πρός τόν κόσμο τῶν ἐθνῶν.
Νέα κριτήρια ἀληθινῆς πίστεως
Ἡ συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μέ τόν κόσμο τῶν ἐθνικῶν μας ἀποκαλύπτει μίαν ἄλλη εἰκόνα περί πίστεως, πού ὑπερβαίνει τά γνωστά θρησκευτικά κριτήρια. Ὅσο κι ἄν αἰφνιδιάζει αὐτή ἡ προσέγγιση, ἕνα εἶναι γεγονός, ὅτι μέ τό εὐαγγελικό μήνυμα τοῦ Κυρίου μπήκαμε σέ μιά νέα ἐποχή, νέας ἀντίληψης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς κι ἐμεῖς ἀκόμη σήμερα, μετά ἀπό εἴκοσι αἰῶνες χριστιανικῆς ἐμπειρίας, παραμένουμε καί κρίνουμε τούς ἀνθρώπους μέ ἰουδαικά καί καθαρά νομικά κριτήρια.
Ἡ ἑλληνίδα γυναίκα ἀπό τή Χαναάν, παρόλη τήν ἐθνική της καταγωγή, διατηροῦσε μία θαυμαστή ἀντίληψη πίστεως καί πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στόν Ἰησοῦ σεμνή καί ταπεινή, χωρίς νά κομπάζει καί νά διεκδικεῖ, ὅπως θά ἔπραττε μία Ἰουδαία πιστή γυναίκα. Ἀσήμαντη μπροστά στήν Ἁγιότητα καί τελειότητα τοῦ συνομιλητῆ της. Ἄξια ἀπόρριψης καί περιφρόνησης ἀπό τούς ἐκλεκτούς της ἰουδαικῆς θρησκείας. Ὅμως ἀληθινή, μέ μία βαθιά ἀγάπη καί ταπεινοφροσύνη, πού μεταμορφώνεται σέ μία ἰσχυρή καί δυνατή πίστη. Μία πίστη πού ὁ Ἰησοῦς δέν βρῆκε ἄλλη ὅμοια οὔτε στόν κόσμο τῶν πιστῶν.
Ἡ πίστη τῆς ἐθνικῆς γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον ἀξιολόγησης τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπό ἐξωτερικά καί τυπικά κριτήρια μπήκαμε σέ μία διαδικασία ἐσωτερικῶν κριτηρίων ποιότητας καί ἀληθινότητας. Ἡ πίστη δέν εἶναι ἀποκλειστικό γνώρισμα, ὅπως συνήθως θεωρεῖται, μόνο των θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι φορές, πού οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι διαθέτουν μία ἀνυποψίαστη καί συγκλονιστική πίστη, συνδυασμένη συνήθως μέ μιά ἐκπληκτική ποιότητα ζωῆς. Αὐτοί προσεγγίζουν πιό πολύ τή διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καί τό δικό του προβαλλόμενο πνευματικό ἦθος ζωῆς, παρά οἱ ἐκ παραδόσεως καί ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευτικοί ἄνθρωποι. Συνέχεια