Φεβρουάριος 2025
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
232425262728  

Κυριακή ΙΣΤ΄Ματθαίου-Τῶν Ταλάντων

 

 

 

«῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἐδῶκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύνά μιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως». (Ματθ. κε’ 14,15).

Μὲ τόν ἄνθρωπο ἐδῶ πρέπει νά κατανοήσουμε τὸν παντογνώστη Θεό, τὸν Δοτῆρα παντὸς ἀγαθοῦ. Δοῦλοι εἶναι οἱ ἄγγελοι κι οἱ ἄνθρωποι. Ἀποδημία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά λογαριαστεῖ ἡ μακροθυμία Του. Τάλαντα εἶναι τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, ποὺ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σ’ ὅλα τὰ λογικὰ πλάσματά Του. Τὸ ὅτι ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλα, φαίνεται ἀπὸ τὴν εἰδικὴ ὀνομασία τους, τὰ «τάλαντα». Τάλαντο ἦταν ἕνα νόμισμα μεγάλης ἀξίας, ἴσο μέ τὴν ἀξία πέντε χρυσῶν δουκάτων. Ἐπαναλαμβάνουμ πώς ὁ Κύριος σκόπιμα ὀνόμασε τὰ χαρίσματά Του «τάλαντα», γιά νά δείξει πώς ἀξίζουν πολύ, πὼς ὁ μεγαλόδωρος Δημιουργὸς προίκισε πλούσια τὰ πλάσματά Του. Εἶναι τόσο μεγάλα τά χαρίσματα αὐτά, ὥστε ἀκόμα κι αὐτός πού ἔλαβε τὸ ἕνα τάλαντο, πρέπει νά ὑπολογίσουμε πώς ἔλαβε ἀρκετά. Ὁ ἄνθρωπος ὑποδηλώνει τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ, ποὺ λέει πώς ἦταν «ἄνθρωπός τίς εὐγενὴς» (Λουκ. ιθ’, 12). Εὐγενὴς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου.

Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε καθαρὰ κι ἀπὸ ἄλλα λόγια τῆς ἰδίας εὐαγγελικὴς περικοπῇς: «Ἄνθρωπός τίς εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.». Μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀνέβηκε στόν οὐρανὸ γιά νά λάβει τήν Βασιλεία Του καὶ ὑποσχέθηκε πώς θὰ ἐπιστρέψει στήν γῆ ὡς Κριτής. Ὅταν κατανοήσουμε ὡς ἀνθρωπο τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τότε δοῦλοι Του εἶναι οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ κληρικοὶ καὶ ὅλοι οἱ πιστοί. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει χορηγήσει πολλὰ χαρίσματα στόν καθένα τους (μέσα ἀπὸ τήν διαφορετικότητα καὶ τὴν ἀνισότητά τους). Ἔτσι ὁ ἕνας συμπληρώνει τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ φτάνουν στήν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ στήν τελείωσή τους. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα· καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος· καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσιν. Ἑκάστῳ δὲ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον… πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἕν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδία ἑκάστῳ καθὼς βούλεται» (Α΄ Κορ.ιβ’ 4-7, 11).

Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὅλοι οἱ πιστοὶ δέχονται πλούσια τὰ χαρίσματα αὐτά. Μὲ τὰ ἄλλα μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὰ χαρίσματα αὐτὰ ἐνισχύονται καὶ πολλαπλασιάζονται ἀπὸ τὸν Θεό.

Μὲ τά πέντε τάλαντα οἱ ἐρμτήνευτὲς κατανοοῦν τίς πέντε αἰσθήσεις, μὲ τά δύο τάλαντα τήν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καί μέ τό ἕνα τάλαντο τήν ἑνιαία ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πέντε σωματικὲς αἰσθήσεις δόθηκαν στόν ἄνθρωπο γιά νά ὑπηρετοῦν τὸ πνεῦμα καὶ τήν σωτηρίᾳ του. Ἀνήκει στήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά ὑπηρετήσει τὸν Θεό μέ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του καὶ νά ἐμπλουτίσει τὸν ἑαυτὸ του μέ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί μέ καλὰ ἔργα. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀφεθεῖ στήν διάθεση τοῦ Θεοῦ.

Στήν παιδικὴ του ἡλικία ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ τίς πέντε αἰσθήσεις του. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπόλυτα σωματική ζωή. Ὅταν ὡριμάσει ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τήν δυαδικότητά του καὶ τὸν πόλεμο πού διεξάγεται ἀνάμεσα στό σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα. Στήν πλήρη πνευματικὴ ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ του ὡς ἐνιαῖο πνεῦμα, ξεπερνώντας τήν διαίρεση τοῦ ἑαυτοῦ του σὲ πέντε ἢ σὲ δύο. Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πλήρη ὡριμότητά του ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν αἴσθηση τοῦ νικητή, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπειλεῖται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων καὶ τὴν ἀνυπακοὴ στόν Θεό. Ὅταν φτάσει στά μέγιστα ὕψη, τότε πέφτει στήν μεγαλύτερη καταστροφὴ καὶ θάβει τὰ ταλέντά του στήν γῆ.

Ὁ Θεὸς δίνει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τήν δύναμή του, ὅσα δηλαδὴ μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντέξει καὶ νά χρησιμοποιήσει.Ὁ Θεὸς, βέβαια, δίνει στόν καθένα ἀνάλογα καί μέ τὸ σχέδιο τῆς θείας Προνοίας Του. Ὅλα τὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας δέν ἔχουν τίς ἴδιες ἱκανότητες γιά νά κάνουν τὴν ἴδια δουλειά. Ἕνας ἔχει μερικὲς ἱκανότητες κι ἄλλος κάποιες ἄλλες. Ὁ καθένας προσφέρει ἀνάλογα μέ τίς δικὲς του ἱκανότητες.

«Καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως». Τὰ λόγια αὐτὰ φανερώνουν τήν ταχύτητα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο, τὸ ἔκανε γρήγορα. Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στήν γῆ γιά χάρη τῆς Νέας Κτίσης, γιά τὴν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου, ἔφερε σὲ πέρας τὸ ἔργο Του γρήγορα: ἀποκάλυψε καὶ χορήγησε τίς δωρεὲς Του κι ἀμέσως ἀκολούθησε τὸ δρόμο Του.

Τὶ ἔκαναν τώρα οἱ ὑπηρέτες τὰ τάλαντα πού ἔλαβαν;

«Πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα, ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. Ὁ δὲ τὸ ἕν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ» (Ματθ. κε’ 16-18). Ὄλες οἱ ἐφαρμογὲς καὶ οἱ συναλλαγές πού γίνονται ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπούς, εἶναι μία εἰκόνα αὐτοῦ πού γίνεται ἤ πού πρέπει νά γίνεται στό βασίλειο τῶν ψυχῶν τους. Ἀπὸ ἐκεῖνον πού κληρονομεῖ κάποια περιουσία, περιμένουν νά τὴν αὐξήσει. Ἀπὸ ἐκεῖνον πού ἔχει κληρονομήσει ἀγρούς, περιμένουν νά τοὺς καλλιεργήσει. Ἀπὸ ἐκεῖνον πού ἔμαθε κάποια δουλειά, περιμένουν νά τήν χρησιμοποιήσει, τόσο γιά τὸ δικὸ του ὄφελος ὅσο καὶ γιά τοὺς δικοὺς του. Ἀπ’ αὐτόν πού γνωρίζει κάποια τέχνη, ἀναμένουν νά τὴν μεταδώσει σὲ κάποιον ἄλλον. Ἀπὸ αὐτόν πού ἐπένδυσε χρήματα στό ἐμπόριο, περιμένουν νά τ’ αὐξήσει. Οἱ ἄνθρωποι κινοῦνται, ἐργάζονται, βελτιώνουν τὰ πράγματα, μαζεύουν, συναλλάσσονται, ἀγοράζουν καὶ πουλάνε. Ὅλοι ἀγωνίζονται γιά νά ἀποκτήσουν ἐκεῖνα πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τὶς σωματικὲς τοὺς ἀνάγκες, προσπαθοῦν νά βελτιώσουν τὴν ὑγεία τους, μεριμνοῦν γιά τὶς καθημερινὲς ἀνάγκες τους καὶ ἀγωνίζονται νά ἑξασφαλίσουν τὴν καλοπέρασή τους γιά ὅσο περισσότερο χρόνο γίνεται. Κι αὐτὸ εἶναι ἁπλὰ εἶναι ἁδρὸ σχέδιο αὐτῶν πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος γιά τὴν ψυχὴ του, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι πιὸ σπουδαία ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὅλες οἱ ἐξωτερικὲς ἀνάγκες μας εἶναι μία εἰκόνα τῶν πνευματικῶν μας ἀναγκῶν, μία ὑπενθύμιση καὶ μία διδαχή πώς πρέπει ν’ ἀσκοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας, ὥστε νά φροντίζει γιά τοὺς πεινασμένους καὶ διψασμένους, γιά τοὺς γυμνοὺς καὶ τοὺς ἀρρώστους, τοὺς ἀκάθαρτους καὶ τοὺς δυστυχισμένους, τόσο σωματικὰ ὅσο καὶ ψυχικά.

Ὅποιος ἀπὸ μᾶς ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ πέντε τάλαντα ἢ δύο ἢ ἕνα, τάλαντα πίστης, σοφίας, γενναιοδωρίας, φόβου Θεοῦ, δίψας γιά πνευματικὴ καθαρότητα καὶ δύναμη, ταπείνωσης καὶ ὑπακοῆς στόν Θεό, πρέπει ν’ ἀγωνιστεῖ ὥστε τουλάχιστον νά τὰ διπλασιάσει, ὅπως ἔκαναν ὁ πρῶτος κι ὁ δεύτερος δοῦλος κι ὅπως κάνουν κατὰ κανόνα οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἀσχοληθοῦν μέ τὸ ἐμπόριο ἤ μέ κάποια τέχνη. Ἐκεῖνος πού δέν πολλαπλασιάζει τὸ χάρισμα πού τοῦ δόθηκε – ὅσο μεγάλο ἢ μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ χάρισμα αὐτὸ – θὰ κοπεῖ σὰν ἄκαρπο δέντρο καὶ θὰ καεῖ. Αὐτό πού κάνει ὁ οἰκοδεσπότης σὲ κάθε καρποφόρο δέντρο πού δέν καρποφορεῖ, ποὺ μάταια τὸ εἶχε σκάψει, τὸ εἶχε περιποιηθεῖ καὶ φράξει, θὰ κάνει κι ὁ μεγάλος Οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος, γιά τὸν Ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὰ πολύτιμα δέντρα. Προσέξτε μὲ πόση ἔκπληξη καὶ χλευασμὸ ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνον πού κληρονόμησε ἐδάφη ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ δέν κάνει τίποτα, ἀλλὰ κάθεται καὶ σπαταλᾶ τὸν πλοῦτο του στίς προσωπικὲς σωματικὲς ἀνάγκες καὶ ἀπολαύσεις του. Οὔτε ὁ εὐτελέστερος ἀπὸ τοὺς ζητιάνους δέν προκαλεῖ τόσο τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων, ὅσο ὁ τεμπέλης. Τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ἡ ἴδια ἡ εἰκόνα τοῦ πνευματικὰ ὀκνηροῦ πού ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕνα τάλαντο πίστης ἢ σοφίας ἢ εὐγλωττίας ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο χάρισμα καὶ τὸ ἔθαψε ἀχρησιμοποίητο στήν λάσπη τοῦ σώματός του. Δέν τὸ αὔξησε μέ τὸν μόχθο του, δέν τὸ ἔδειξε σὲ κανέναν ἀπὸ ὑπερηφάνεια, δέν ὠφέλησε κανέναν μ’ αὐτό, ἀπὸ φιλαυτία.

«Μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον» (Ματθ. κε’ 19). Ὁ Θεὸς δέν ἀπομακρύνεται οὔτε στιγμὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ βοήθειά Του συνεχίζεται ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, σὰν ποτάμι πού ξεχειλίζει. Ὁ καιρὸς τῆς κρίσης Του ὅμως, ὁ καιρὸς τοῦ λογαριασμοῦ πού θὰ κάνει μέ τοὺς ἀνθρώπους, ἀργεῖ νά ἔρθει. Ὁ Θεὸς εἶναι γρήγορος νά βοηθήσει ἐκείνους πού ζητοῦν τήν βοήθειά Του, ἀργεῖ ὅμως νά ζητήσει τὸ λογαριασμὸ ἀπὸ ἐκείνους πού τὸν ἐξοργίζουν, ποὺ χαραμίζουν ἄσκοπα τὰ χαρίσματά Του. Ἐδῶ μιλᾶμε γιά τὴν Τελικὴ Κρίση Του, ὅταν ἔρθει ἡ συντέλεια τοῦ χρόνου καὶ θὰ κληθοῦν ὅλοι οἱ ἐργάτες νά λάβουν τὸ μισθὸ τους.

«Καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. 21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. 23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Ματθ. κε’ 20-23).

Ἕνας ἕνας οἱ δοῦλοι ἐμφανίστηκαν στόν κύριό τους καὶ παρουσίασαν τὸν λογαριασμὸ τους: πόσα ἔλαβαν καὶ πῶς τὰ διαχειρίστηκαν. Θά ἐμφανιστοῦμε κι ἐμεῖς ἕνας ἕνας μπροστὰ στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ θὰ παρουσιάσουμε τὸν λογαριασμὸ μας μπροστὰ σὲ ἑκατομμύρια μαρτύρων: Πόσα λάβαμε καί τί χρήση τοὺς κάναμε. Τήν στιγμή ἐκείνη τίποτα δέν μπορεῖ νά μείνει κρυφό. Τό φῶς τοῦ Κυρίου θὰ φωτίσει ὅλους ὅσοι θὰ παρευρίσκονται κι ὅλοι θὰ γνωρίζουν τὴν ἀλήθεια ὅλων, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Ἂν στήν ζωὴ αὐτὴ κατορθώσαμε νά διπλασιάσουμε τὰ χαρίσματά μας, θὰ παρουσιαστοῦμε στόν Κύριό μέ πρόσωπο λαμπερό, μὲ καρδία ἐλεύθερη, ὅπως οἱ δύο πρῶτοι καλοί καὶ πιστοὶ δοῦλοι. Θὰ φωτίστοῦμε ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου καὶ θὰ παραμείνουμε αἰώνια ζωντανοί, ἀκούγοντας τὰ λόγια Του: «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἀλίμονό μας ὅμως ἂν παρουσιαστοῦμε στόν Κύριο καὶ στούς ἀγγέλους Του ὅπως ὁ τρίτος δοῦλος, μὲ ἄδεια χέρια, πονηροὶ καὶ ὀκνηροὶ δοῦλοι. Τί σημαίνουν τὰ λόγια,«ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω»; Σημαίνουν πὼς ὅλα τὰ χαρίσματα πού λάβαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅσα κι ἂν εἶναι αὐτά, εἶναι λίγα ἂν συγκριθοῦν μέ τίς εὐλογίες πού ἀναμένουν τοὺς πιστοὺς στήν μέλλουσα βασιλεία. Ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν» (Α’ Κορ. β’ 9). Ἡ παραμικρὴ προσπάθεια πού γίνεται ἀπὸ ἀγάπη στόν Θεό, ἀνταμείβεται ἀπὸ Ἐκεῖνον μέ πλούσια καὶ βασιλικὰ δῶρα. Γι’ αὐτόν τό λίγο πού ὑπομένουν οἱ πιστοὶ σ’ αὐτὴ τήν ζωή ἀπὸ ὑπακοὴ στόν Θεό, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι ἡ προσπάθειά τους γιά τὴν ψυχὴ τους, ὁ Θεὸς θὰ τοὺς στεφανώσει μέ δόξα τέτοια, πού ποτέ δέν ἔχουν γνωρίσει ἢ φανταστεῖ βασιλεῖς αὐτοῦ τοῦ κόσμου.

Τὶ ἔγινε τώρα μέ τὸν πονηρὸ καὶ ὀκνηρὸ δοῦλο;  «Προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν.» (Ματθ. κε’ 24-25). Ἔτσι δικαιολόγησε τὴν πονηρία καὶ τὴν ὀκνηρία του στόν κύριό του ὁ τρίτος δοῦλος. Μὰ δέν ἦταν μόνος του σ’ αὐτό. Πόσοι τέτοιοι ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας, ποὺ κατηγοροῦν καὶ ἐνοχοποιοῦν τὸν Θεὸ γιά κάθε κακία, ἀμέλεια, ὀκνηρία καὶ φιλαυτία τους; Δέν ἀναγνωρίζουν καὶ δέν ὁμολογοῦν τὴν ἁμαρτία τους, δέν εἶναι σίγουροι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ ἀντιτίθενται στόν Θεὸ ἀπὸ τὴν κακία, τήν φτώχεια καὶ τὴν ἀποτυχία τους.

Κάθε λέξη πού ἀπευθύνει ὁ ὀκνηρὸς δοῦλος στόν κύριό του εἶναι ἀπόλυτα ψευδής. Ποῦ θερίζει ὁ Θεὸς ἐκεῖ ποῦ δέν ἔσπειρε; Ποῦ συνάζει ἐκεῖ ποῦ δὲν σκόρπισε; Ὑπάρχει ἔστω κι ἕνας μοναδικὸς σπόρος στήν γῆ πού δέν τὸν ἔσπειρε ὁ Θεός; Ὑπάρχουν καλοὶ καρποὶ στό σύμπαν ὁλόκληρο πού δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ; Οἱ πονηροὶ καὶ ἄπιστοι παραπονοῦνται, γιά παράδειγμα, ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς παίρνει τὰ παιδιά. «Δέστε, φωνάζουν, πόσο ἄσπλαχνα παίρνει τὰ παιδιὰ μας πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους». Ἀπό ποία ἄποψη εἶναι δικὰ σας τὰ παιδιά; Προτοῦ ἐσεῖς τὰ ὀνομάσετε δικὰ σας, δέν ἦταν δικὰ Του; Καὶ γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους; Ἐκεῖνος πού δημιούργησε τὸν χρόνο, δέν ξέρει πότε εἶναι ὁ σωστὸς χρόνος τους; Οὔτε ἕνας ἰδιοκτήτης στήν γῆ δέν περιμένει νά ὠριμάσει ὁλόκληρο τὸ δάσος γιά νά κάνει τὴν κοπὴ τῶν δέντρων, ἀλλὰ κόβει μικρὰ ἢ μεγάλα δέντρα, ἀνάλογα μέ τίς ἀναγκες τοῦ σπιτιοῦ του, εἴτε τὰ φύτεψε πολὺ καιρὸ νωρίτερα εἴτε πρόσφατα. Ἀντί νά κατηγοροῦμε τὸν Θεὸ καὶ νά καταριόμαστε Ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ κάθε ἀνάσα μας, θὰ ἦταν καλύτερα νά λέμε μαζί μέ τὸν πολύαθλο Ἰώβ: «Ὁ Κύριος ἐδῶκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰώβ, 1, 21).

Οἱ πονηροὶ καὶ ἄπιστοι κατηγοροῦν τὸν Θεὸ ὅταν τὸ χαλάζι καταστρέφει τὰ σπαρτὰ τους, ὅταν τὰ πλοῖα τους πού εἶναι φορτωμένα μέ ἐμπορεύματα χάνονται στήν θάλασσα ἢ ὅταν ἀρρωσταίνουν κι εἶναι ἀβοήθητοι. Ὁ γογγυσμὸς κι ἡ ἀγανάκτηση ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἶναι σκληρὸ πρᾶγμα. Τό κάνουν αὐτὸ ὅμως οἱ ἀνθρωποι ἐπειδὴ ξεχνοῦν τὴν ἁμαρτία τους, ἢ ἐπειδὴ δέν μποροῦν ἀπ’ αὐτὰ ν’ ἀντλήσουν διδάγματα γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.

Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ στίς ψεύτικες δικαιολογίες τοῦ δούλου: «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ.» (Ματθ. κε’ 26-27). Οἱ τραπεζίτες κάνουν συναλλαγές μέ χρήματα. Ἀνταλλάσσουν χρήματα καὶ κερδίζουν τὸν τόκο.Ἐδῶ ὅμως κρύβεται κι ἄλλο νόημα. Μὲ τοὺς τραπεζίτες πρέπει νά κατανοήσουμε τοὺς εὐεργέτες. Τὰ χρήματα ὑποδηλώνουν τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Τόκος εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Βλέπετε πώς ὅλα ὅσα γίνονται ἐδῶ ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, εἶναι εἰκόνα αὐτῶν πού γίνονται καὶ πού θὰ γίνουν στό πνευματικὸ βασίλειο αὐτῆς τῆς ζωῆς; Ἀκόμα κι οἱ τραπεζίτες μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν σὰν εἰκόνα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητας πού ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλει νά πεῖ ὁ Κύριος στόν ὀκνηρὸ δοῦλο: Ἔλαβες ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν θέλησες νά τὸ χρησιμοποιήσεις γιά τήν σωτηρίᾳ σου. Γιατὶ δέν τὸ ἔδωσες τουλάχιστον σὲ κάποιον εὐεργέτη, σὲ κάποιον εὐαίσθητο ἄνθρωπο, ποὺ θὰ ἔδινε τὸ δῶρο αὐτὸ σὲ ἄλλους πού τὸ εἶχαν ἀνάγκη καὶ θὰ τὸ χρησιμοποιοῦσαν γιά τήν σωτηρία τους; Ἔτσι ὅταν θὰ ἐρχόμουν Ἐγώ, θὰ ‘βρισκα περισσοτέρους ἀνθρώπους σωσμένους, πολλούς πού θὰ ἦταν πιστοί, συμπαθεῖς καὶ ταπεινοί. Ἀντὶ γι’ αὐτὸ ἐσὺ ἔκρυψες τὸ ταλέντο στήν γῆ τοῦ σώματός σου, αὐτὸ σάπισε στόν τάφο καὶ τώρα σοῦ εἶναι ἄχρηστο. Αὐτὰ θὰ πεῖ ὁ Κύριος στήν Τελικὴ Κρίση Του.

Πόσο, ἀλήθεια, καθαρή ἀλλὰ καὶ φοβερὴ εἶναι ἡ διδαχὴ αὐτὴ γιά ἐκείνους πού διαθέτουν πλοῦτο πολὺ καὶ δὲ δίνουν στούς φτωχούς, ἢ σ’ ἐκείνους πού ἔχουν σοφία μεγάλη καὶ τὴν κλειδώνουν μέσα τους, σὰν νὰ εἶναι τάφος, ἢ σ’ αὐτούς πού ἔχουν κάθε εἶδος ἀγαθοῦ ἢ ἱκανότητες καὶ δέν τὰ δείχνουν σὲ κανέναν, ἢ δύναμη μεγάλη καὶ δέν προστατεύουν τοὺς ἀδυνάμους καὶ δυστυχεῖς, ἢ ἔχουν ὄνομα δυνατό, εἶναι διάσημοι καὶ δὲ ῥίχνουν οὔτε μία ἀκτῖνα σ’ αὐτούς πού ζοῦν στό σκοτάδι! Τὸ καλλίτερο πού θὰ μποροῦσε νά πεῖ κανεὶς γι’ αὐτούς, εἶναι πώς εἶναι ληστές. Τά δῶρα τοῦ Θεοῦ τὰ λογαριάζουν δικὰ τους, παίρνουν αὐτά πού ἀνήκουν στούς ἄλλους καὶ κρύβουν αὐτά πού τοὺς δόθηκαν. Δέν εἶναι ἁπλὰ ληστὲς ἀλλὰ διαρρῆκτες, ἀφοῦ δέν βοηθοῦν αὐτούς πού μποροῦν καὶ δέν τοὺς ὁδηγοῦν στήν σωτηρία τους. Ἡ ἁμαρτία τους δέν εἶναι μικρότερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού καθόταν στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ μ’ ἕνα σχοινὶ κι ἔβλεπε κάποιον ἄλλον πού πνιγόταν, μὰ δέν τοῦ πέταγε τὸ σχοινὶ γιά νά σωθεῖ. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους ὁ Κύριος θὰ πεῖ ὁπωσδήποτε αὐτά πού εἶπε στόν ὀκνηρὸ δοῦλο τῆς παραβολῆς: «Ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντόν καὶ δότε τῷ ἔχοντι δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὁ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ· καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» (Ματθ. κε’ 28-30). Πολλὲς φορὲς συμβαίνει σ’ αὐτὴ τήν ζωή ὥστε τὸ λίγο πού ἔχει ἕνας ἄνθρωπος νά τοῦ τὸ παίρνουν καὶ νά τὸ δίνουν σὲ κάποιον πού ἔχει πολλά. Αὐτὸ δέν εἶναι παρὰ μία εἰκόνα ἐκείνων πού γίνονται στό πνευματικὸ βασίλειο. Δέν παίρνει κάποιος πατέρας χρήματα ἀπὸ ἕνα γιό πού ἔχει ἔκλυτη ζωή, γιά νά τὰ δώσει στόν σοφὸ γιό του πού ξέρει πώς νά τὰ χρησιμοποιήσει; Δέν παίρνουν τὸ ὄπλο ἀπὸ ἕναν ἀναξιόπιστο στρατιώτη γιά νά τὸ δώσουν σ’ ἕναν ἄλλον ἀξιόπιστο; Ὁ Θεὸς παίρνει πίσω τὰ δῶρα Του ἀπὸ τοὺς ἀπίστους δούλους, ἀκόμα κι ἀπ’ αὐτὴ τήν ζωή. Σκληρόκαρδοι πλούσιοι ἄνθρωποι συχνὰ χρεωκοποῦν καὶ πεθαίνουν φτωχοί. Φίλαυτοι σοφοὶ ἄνθρωποι καταλήγουν σὲ παράνοια καὶ τρέλα. Ἅγιοι πού νικήθηκαν ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια πέφτουν στήν ἁμαρτία καὶ τελειώνουν τήν ζωή τους ὡς μεγάλοι ἁμαρτωλοί. Τύραννοι ἄρχοντες καταντοῦν γελοῖοι καὶ χάνουν τὴν ἐξουσία τους. Ἱερεῖς πού δὲν δίδαξαν τοὺς ἄλλους μέ τὸν λόγο ἢ τὸ παράδειγμά τους πέφτουν ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στήν ἁμαρτία, ὡσότου τελειώσουν τήν ζωή αὐτήν μέ μεγάλα βάσανα. Χέρια πού δὲν θέλησαν νά κάνουν αὐτό πού μποροῦσαν, ἀρχίζουν νά τρέμουν ἢ νά σκληραίνουν, νά παθαίνουν ἀγκύλωση. Γλῶσσες πού δέν ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια πού μποροῦσαν νά ποῦν, πρίζονται ἢ μένουν νεκρές. Καὶ γενικὰ ὅλοι ὅσοι κρύβουν τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ τελειώνουν τήν ζωή τους ὡς ἐπαῖτες, μὲ ἄδεια χέρια.

Ἕνα δῶρο πού δόθηκε σ’ ἕναν πονηρό, σκληρὸ καὶ φίλαυτο ἄνθρωπο, δέν τὸ παίρνουν ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του καὶ τὸ δίνουν στούς στενότερους συγγενεῖς του, πού τὸν κληρονομοῦν; Τὸ σπουδαιότερο πράγμα εἶναι πώς τὸ δῶρο πού δόθηκε στόν ἄπιστο τὸ παίρνουν πρῶτα, τοῦ τὸ ἀφαιροῦν κι ἔπειτα τὸν στέλνουν γιά νά καταδικαστεῖ. Ὁ Θεὸς δέν καταδικάζει κανέναν ἐνῶ κρατᾶ ἀκόμα τὸ πολύτιμο δῶρο Του. Ὁ ἄνθρωπος πού καταδικάστηκε ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια δικαστήρια, προτοῦ τὸν στείλουν νά ὑπηρετήσει τὴν ποινὴ του, τὸν ἀπογυμνώνουν ἀπὸ τὰ δικὰ του ῥοῦχα καὶ τοῦ φοροῦν τήν στολή τῆς φυλακῆς, τήν στολή τῆς καταδίκης καὶ τῆς ντροπῆς. Αὐτὸ γίνεται καί μέ κάθε δικασμένο ἁμαρτωλό. Πρῶτα τοῦ βγάζουν κάθε θεϊκό πού ἔχει πάνω του καὶ μετὰ τὸν στέλνουν στό σκότος τὸ ἐξώτερον, ἐκεῖ ὅπου ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.

Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μᾶς δίνει μία ξεκάθαρη διδαχή πώς δὲν θὰ κατακριθεῖ ἐκεῖνος μόνο πού διαπράττει τὸ πονηρό, ἀλλὰ κι αὐτός πού δέν πράττει τὸ καλό. Ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος διδάσκει: «Εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν» (Ἰακ. δ’ 17).

Ὅλες οἱ διδαχὲς τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ τὸ παράδειγμά Του, μᾶς συνιστοῦν νά κάνουμε τὸ καλό. Τό νά ἀπέχουμε ἀπὸ τήν διάπραξη τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ σημεῖο ἐκκινήσης. Ὁλόκληρος ὁ δρόμος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὅμως πρέπει νά στρωθεῖ μέ λουλούδια, δηλαδὴ καλὰ ἔργα. Ἡ τέλεση καλῶν ἔργων μᾶς βοηθάει ἄπειρα στό νά προφυλαχτοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ἔργα. Εἶναι δύσκολο νά προφυλαχτεῖ κανεὶς ἀπὸ τὸ κακό, ἂν ταυτόχρονα δέν προχωρήσει στήν τέλεση τοῦ καλοῦ, δέν μπορεῖ νά προφυλαχτεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἂν δέν ἀσκήσει τήν φιλανθρωπία.

Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μᾶς διαβεβαιώνει πώς ὁ Θεὸς εἶναι ἀμέριστα εὔσπλαχνος πρὸς ὅλους μας, ἀφοῦ σὲ κάθε πλασμένο ἀνθρωπο ἔχει δώσει καὶ κάποιο χάρισμα. Εἶναι ἀλήθεια πώς σὲ μερικοὺς ἔχει δώσει περισσότερα καὶ σὲ ἄλλους λιγότερα, αὐτὸ ὅμως δέν ἀλλάζει μέ κανένα τρόπο τὴν κατάσταση, ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνον πού ἔλαβε πολλὰ καὶ λιγότερα ἀπὸ αὐτόν πού ἔλαβε λίγα.Σὲ ὅλους ὅμως δόθηκαν ἀρκετὰ γιά νά σωθοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ νά βοηθήσουν στήν σωτηρία τῶν ἄλλων.

Θὰ εἶναι λάθος νά σκεφτεῖ κανείς πώς στήν παραβολὴ αὐτὴ ὁ Κύριος μιλάει μόνο γιά τοὺς πλουσίους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὄχι. Ὁ Χριστὸς μιλάει γιά ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς διάκριση. Ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεση, ἦρθαν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο μέ κάποιο χάρισμα. Ἡ χήρα πού ἔδωσε τὰ τελευταῖα δύο της λεπτὰ στόν ναὸ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἄν ὑπολογίσουμε τὸ χρῆμα ἦταν παρὰ πολὺ φτωχή, ἦταν πολὺ πλούσια ὅμως ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς θυσίας καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Καὶ γιά τὴν καλὴ χρήση αὐτοῦ τοῦ δώρου – μάλιστα, τοῦ δώρου τῶν δύο λεπτῶν – τὴν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὐτὴ πλεῖον πάντων ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον» (Μάρκ.12, 43)….

Ἡ Παραβολὴ τῶν ταλάντων φέρνει φῶς, γνώση καὶ εἰρήνη στίς ψυχές μας. Μᾶς ἐνθαρρύνει νά μὴν εἴμαστε ἀργοί στήν ἐκτέλεση τοῦ ἔργου γιά τὸ ὁποῖο μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος στήν ἀγορὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁ χρόνος περνάει πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὸ γρηγορότερο ποτάμι. Σύντομα – τὸ ἐπαναλαμβάνω, σύντομα – θὰ μᾶς εὕρει τὸ τέλος τοῦ χρόνου. Κανένας δὲν θὰ μπορέσει νά γυρίσει πίσω ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα γιά νά πάρει αὐτό πού ἔχει ξεχάσει καὶ νά κάνει αὐτό πού ἄφησε ἄφτιαχτο. Γι’ αὐτό ἄς βιαστοῦμε, ἂς κάνουμε χρήση τοῦ χαρίσματος πού μᾶς δόθηκε, τὸ ταλέντο πού μᾶς δάνεισε ὁ Κύριος τῶν κυρίων.

Δόξα καὶ αἶνος στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ γιά τήν θείᾳ αὐτήν διδαχή Του, μαζί μέ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

 

«Τά τάλαντα»

«῞Ωσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». (Ματθ.25, 14-30).

       …Πρόσεξε δέ ὅτι παντοῦ δέν ἀπαιτεῖ ἀμέσως αὐτά πού ἐνεπιστεύθη. Διότι εἰς τήν παραβολήν τοῦ ἀμπελῶνος (Ματθ. 21, 33), ἀφοῦ τόν παρέδωκεν εἰς τούς γεωργούς, ἀπεδήμησε. Καί ἐδῶ ἐνεπιστεύθη τά τάλαντα καί ἀπεδήμησε.

Διά νά μάθῃς μ᾽ αὐτό τήν μακροθυμίαν Του. Ἐγώ δέ νομίζω ὅτι λέγοντας αὐτά ὑπαινίσσεται καί τήν Ἀνάστασιν. Μόνον πού ἐδῶ δέν ἀναφέρονται πλέον γεωργοί καί ἀμπελών, ἀλλά ὅλοι εἶναι ἐργάται. Διότι δέν ἀναφέρεται μόνον στούς ἄρχοντας, οὔτε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά σέ ὅλους. Καί ἐκεῖνοι μέν πού προσφέρουν ὁμολογοῦν μέ εὐγνωμοσύνη καί τά ἰδικά τους, ἀλλά καί ὅσα τούς ἔδωκεν ὁ δεσπότης. Ἔτσι ὁ μέν ἕνας λέγει: «Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ ἔδωσες», ὁ δέ ἄλλος λέγει «δύο», δεικνύοντες ὅτι ἀπό Ἐκεῖνον ἔλαβαν τό κεφάλαιον τῆς ἐργασίας των, καί Τοῦ ἀναγνωρίζουν μεγάλην χάριν, καί ἀποδίδουν τό πᾶν εἰς Αὐτόν.

Τί λέγει λοιπόν ὁ δεσπότης; «Εὖγε, δοῦλε καλέ» (διότι αὐτό εἶναι ἴδιον τοῦ ἀγαθοῦ, τό νά βλέπῃ εἰς τόν πλησίον) «καί πιστέ· εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλά θά σέ ἐγκαταστήσω. Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου», δηλώνων μέ τήν ἀπάντησιν αὐτήν ὅλην τήν μακαριότητα. Δέν μιλάει ὅμως καί ὁ ἄλλος ἔτσι, ἀλλά πῶς; «Ἐγνώριζα ὅτι εἶσαι σκληρός ἄνθρωπος καί ὅτι θερίζεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἔσπειρες καί μαζεύεις ἐκεῖ ὅπου δέν ἐσκόρπισες. Καί ἐπειδή ἐφοβήθηκα, ἔκρυψα τό τάλάντόν σου. Ὁρίστε, πάρε πίσω αὐτό πού εἶναι ἰδικόν σου». Τί τοῦ ἀπαντᾶ λοιπόν ὁ Δεσπότης; «Ἔπρεπε νά βάλῃς τά χρήματά σου στούς τραπεζίτας», δηλαδή, ἔπρεπε νά ὁμιλήσῃ, νά παραινέσῃ, νά συμβουλεύσῃ. Ἀλλά δέν πείθονται; Αὐτό δέν ἀφορᾷ ἐσένα. Τί θά μποροῦσε νά γίνῃ περισσότερο λογικό ἀπό αὐτό;

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν κάνουν ἔτσι, ἀλλά καθιστοῦν ὑπεύθυνον τοῦ ἀπαιτουμένου εἰσοδήματος τόν ἴδιον τόν δανειστήν των. Αὐτός ὅμως δέν ἐνεργεῖ ἔτσι, ἀλλά λέγει ὅτι σύ ἔπρεπε νά πληρώσῃς καί νά μοῦ ἐπιστρέψῃς τό ἀπαιτούμενον κέρδος. «Καί ἐγώ θά τά ἔπαιρνα πίσω μέ τόκον»· τόκον ἐννοώντας τήν ἐπίδειξιν τῶν ἔργων. Σύ ἔπρεπε νά κάμῃς τό εὐκολώτερον καί νά ἀφήσῃς τό δυσκολώτερον εἰς ἐμέ. Ἐπειδή λοιπόν δέν ἔκαμεν αὐτό, λέγει: «Πάρετε τό τάλαντον ἀπό αὐτόν καί δῶστέ το εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα, διότι εἰς ἐκεῖνον πού ἔχει θά δοθοῦν καί ἄλλα καί θά περισσεύσουν. Ὅμως ἀπό ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθῇ καί αὐτό πού ἔχει».

Τί σημαίνει λοιπόν αὐτό; Ἐκεῖνος πού ἔχει τό χάρισμα τοῦ λόγου καί τῆς διδασκαλίας διά νά ὠφελῇ καί δέν χρησιμοποιεῖ τό χάρισμά του, θά χάσῃ καί τό χάρισμα. Ἐνῶ ἐκεῖνος πού καταβάλλει προσπάθειαν, θά δεχθῇ περισσοτέραν δωρεάν, ὅπως ἐκεῖνος χάνει καί αὐτό πού εἶχε λάβει. Δέν περιορίζεται ὅμως μόνο μέχρις ἐδῶ ἡ ζημιά γιά ὅποιον δέν ἐργάζεται, ἀλλά τόν ἀναμένει καί βαριά τιμωρία καί μαζί μέ τήν τιμωρία καί ἡ ἀπόφασις ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη μέ βαριά κατηγορία. Διότι λέγει: «Τόν ἄχρηστον δοῦλον ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, ὅπου θά ὑπάρχῃ τό κλάμα καί τό τρίξιμο τῶν ὀδόντων».

Εἶδες ὅτι ὄχι μόνο ἐκεῖνος πού ἁρπάζει καί εἶναι πλεονέκτης, οὔτε ἐκεῖνος πού κάμνει κακά, ἀλλά τιμωρεῖται μέ τήν ἐσχάτη τιμωρίαν καί ἐκεῖνος πού δέν κάμνει ἀγαθές πράξεις. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τά λόγια αὐτά. Ὅσο εἶναι καιρός ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία μας. Ἄς πάρουμε λάδι στίς λαμπάδες.

Ἄς καλλιεργήσουμε τό τάλαντο. Διότι ἐάν ἀμελήσουμε καί ἐάν διερχώμεθα τό χρόνο μας ἐδῶ χωρίς νά ἐργαζώμεθα, δέν θά μᾶς ἐλεήσῃ κανείς ἐκεῖ, ἔστω καί ἄν χύσουμε μύρια δάκρυα. Ἐκατηγόρησε τόν ἑαυτόν του καί ἐκεῖνος πού εἶχε βρωμερά ἐνδύματα, ἀλλά δέν ὠφέλησε τίποτε. Ἐπέστρεψε καί ὅ,τι τοῦ ἐνεπιστεύθη καί ἐκεῖνος πού εἶχε λάβει τό ἕνα τάλαντο, καί ὅμως καταδικάστηκε.

Παρεκάλεσαν καί οἱ παρθένοι καί ἦρθαν καί χτύπησαν τήν πόρτα, ἀλλά μάταια. Γνωρίζοντας λοιπόν αὐτά, ἄς καταθέσουμε καί χρήματα καί προθυμία καί προστασία καί ὅλα διά τήν ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Διότι τάλαντα ἐδῶ εἶναι ἡ δυνατότητα πού διαθέτει καθένας, εἴτε γιά νά προστατεύσει, εἴτε σέ χρήματα, εἴτε δυνατότητα διδασκαλίας, εἴτε εἰς ὁποιοδήποτε παρόμοιο πρᾶγμα.

Ἄς μή προφασίζεται κανείς ὅτι ἕνα μόνο τάλαντο ἔχω καί δέν μπορῶ νά κάμω τίποτε. Διότι μπορεῖς καί μέ ἕνα νά προκόψῃς. Δέν εἶσαι πτωχότερος ἀπό ἐκείνη τήν χήρα (Μάρκ. 12, 42). Δέν εἶσαι περισσότερον ἀκαλλιέργητος ἀπό τόν Πέτρον καί τόν Ἰωάννην (Πράξ. 3, 6), οἱ ὁποῖοι καί ἄπειροι ἦσαν καί ἀγράμματοι, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπειδή ἔδειξαν προθυμία καί ἔκαναν τά πάντα διά τό κοινόν συμφέρον, κέρδησαν τούς οὐρανούς. Διότι τίποτε δέν ἀγαπᾶ ὁ Θεός τόσο, ὅσο τό νά ζοῦμε καί νά κάνουμε ὅτι καλό μποροῦμε γιά τούς ἄλλους.

Γι᾽ αὐτό μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή δυνατότητα τοῦ λόγου, καί τά χέρια καί τά πόδια καί τή σωματική δύναμι καί τόν νοῦν καί τήν φρόνησιν, διά νά τά χρησιμοποιήσουμε ὅλα αὐτά καί διά τήν ἰδικήν μας σωτηρίαν, ἀλλά καί γιά τήν ὠφέλεια τοῦ πλησίον. Διότι ὁ λόγος δέν εἶναι χρήσιμος μόνον διά νά ὑμνοῦμε καί εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾽ εἶναι χρήσιμος καί γιά νά διδάσκουμε καί νά συμβουλεύουμε.

Καί ἐάν μέν τόν χρησιμοποιήσουμε γιά αὐτό τό σκοπό, μιμούμεθα τόν Δεσπότη. Ἐάν ὅμως ὄχι, τότε μιμούμεθα τόν διάβολον. Διότι καί ὁ Πέτρος, ὅταν μέν ὡμολόγησε τόν Χριστό, ἐμακαρίσθη ἐπειδή ὡμολόγησε τά λόγια τοῦ Πατρός (Ματθ. 16, 16-18), ἐνῷ ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριον νά ἀποφύγῃ τήν σταύρωσιν, ἐπετιμήθη πολύ, διότι ἐφρόνει ἐκεῖνα πού ἀρέσουν στό διάβολο (Ματθ. 16, 22-23). Καί ἄν γι᾽ αὐτό πού εἶπε τότε ἀπό ἄγνοια ὁ Πέτρος τόση ἦταν ἡ κατηγορία, ποία συγγνώμη θά ἔχουμε ἐμεῖς, ὅταν ἁμαρτάνωμε πολύ καί ἑκούσια;

Ἄς ὁμιλήσουμε λοιπόν ἔτσι, ὥστε ἀπό τήν ὁμιλία μας νά γίνωνται φανερά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Διότι δέν λέγω τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐάν πῶ μόνο «σήκω καί περπάτησε» (Πράξ. 3, 6), οὔτε ἄν εἴπω «Ταβιθά σήκω» (Πράξ. 9, 40). Ἀλλά πολύ περισσότερο, ὅταν ἐνῷ μέ βρίζουν εὐλογῶ. Ἐνῷ μέ ἀπειλοῦν προσεύχομαι ὑπέρ ἐκείνου πού μέ ἀπειλεῖ (Ματθ. 5, 44).

Ἄλλοτε μέν λοιπόν ἔλεγα ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι χέρι τό ὁποῖο ψαύει τά πόδια τοῦ Θεοῦ. Τώρα ὅμως μέ πολλήν ἐπίτασιν λέγω, ὅτι ἡ γλῶσσα μας εἶναι γλῶσσα, πού μιμεῖται τήν γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βέβαια ἐπιδεικνύῃ τήν πρέπουσα προσοχή, ὅταν λέμε ὅσα Ἐκεῖνος θέλει. Ποία δέ εἶναι αὐτά πού Ἐκεῖνος θέλει νά λέμε; Εἶναι τά γεμᾶτα ἐπιείκεια καί πραότητα λόγια. Ὅπως λοιπόν μιλοῦσε καί Ἐκεῖνος, λέγοντας σ᾽ αὐτούς πού Τόν ὕβριζαν: «Ἐγώ δέν ἔχω δαιμόνιον» (Ματθ. 11, 18), καί ἀλλοῦ: «Ἐάν μίλησα κακῶς ὁμολόγησε τό κακό πού εἶπα» (Ἰω. 18, 23). Ἐάν ἔτσι μιλᾶς καί σύ, ἄν μιλᾶς ἀποβλέποντας στήν διόρθωσι τοῦ πλησίον, ἔχεις γλῶσσα πού μοιάζει μέ τή γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτά τά λέγει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, μέ τό νά λέει: «αὐτός πού βγάζει ἔντιμο ἀπό ἀνάξιο, εἶναι σάν στόμα μου» (Ἰερ. 15, 19).

Ὅταν λοιπόν ἡ γλῶσσα σου εἶναι ὅπως ἡ γλῶσσα τοῦ Χριστοῦ, καί τό στόμα σου γίνῃ στόμα τοῦ Πατρός, καί εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε μέ ποιά τιμή θά μποροῦσε νά συγκριθῇ αὐτή; Διότι οὔτε ἐάν τό στόμα σου ἦταν φτιαγμένο ἀπό χρυσάφι, οὔτε ἄν ἦταν ἀπό πολυτίμους λίθους, θά ἔλαμπε τόσο, ὅπως λάμπει τώρα, πού φωτίζεται ἀπό τόν κόσμο τῆς ἐπιεικείας. Διότι τί εἶναι πιό ποθητό ἀπό ἕνα στόμα πού δέν ξέρει νά βρίζει, ἀλλά ἔχει μάθει νά εὐλογῇ καί νά καλομιλάει; Ἐάν δέ δέν ἀνέχεσαι νά εὐλογῇς ἐκεῖνον πού σέ καταρᾶται, τότε σιώπα, καί αὐτό κάμε το στήν ἀρχή.

Ἔπειτα βαδίζοντας στήν ὁδό καί προσέχοντας, θά φτάσῃς καί σ᾽ ἐκεῖνο καί θά ἀποκτήσῃς στόμα τέτοιο σάν αὐτό πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Καί μή νομίσῃς πώς εἶναι τολμηρό αὐτό πού εἶπα. Διότι ὁ Δεσπότης εἶναι φιλάνθρωπος καί αὐτό θά σοῦ δοθῇ σάν δῶρο τῆς ἀγαθότητάς Του. Τολμηρό εἶναι νά ἔχῃ στόμα πού νά μοιάζει στό διάβολο, νά ἔχῃ γλῶσσα ὅμοια μέ τοῦ πονηροῦ δαίμονα, ἰδιαίτερα μάλιστα ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέχει σέ τόσο μεγάλα μυστήρια καί κοινωνεῖ τήν Ἴδια τήν Σάρκα τοῦ Δεσπότου.

Ἔχοντας λοιπόν στό νοῦ σου αὐτά, γίνε ὅπως ταιριάζει σέ Ἐκεῖνον ὅσο μπορεῖς. Ὅταν λοιπόν γίνῃς ὅμοιος μέ Αὐτόν, δέν θά μπορέσῃ ὁ διάβολος πλέον νά σέ ἰδῇ κατά πρόσωπον. Διότι διακρίνει στή μορφή σου τόν χαρακτήρα τόν βασιλικόν. Γνωρίζει τά ὅπλα τοῦ Χριστοῦ, μέ τά ὁποῖα ἡττήθηκε. Καί ποία εἶναι αὐτά; Ἡ ἐπιείκεια καί ἡ πραότης. Διότι, ὅταν κατά τούς πειρασμούς τόν ἐξέσχισεν στό ὄρος καί τόν ἐξέπληξε (Ματθ. 4, 1-11), δέν ἦταν γνωστό, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός, ἀλλά τόν ἔδιωξε μέ τά λόγια μόνον. Τόν νίκησε μέ τήν ἐπιείκεια, τόν κατετρόπωσε μέ τήν πραότητα. Αὐτό κάνε καί σύ. Ὅταν δῇς ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔγινε διάβολος καί σέ πλησιάζει, ἔτσι νίκησέ τον καί σύ. Σοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός τήν δύναμη νά Τοῦ μοιάσῃς ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό σένα. Μή φοβηθῇς ἀκούοντας τοῦτο. Φόβος εἶναι νά μή γίνῃς ὅπως ἐκεῖνος.

Μίλησε λοιπόν ὅπως Ἐκεῖνος καί Τοῦ ἔμοιασες σ᾽ αὐτό, στά ἀνθρώπινα βέβαια μέτρα. Γι᾽ αὐτό εἶναι ἀνώτερος ἐκεῖνος πού μιλάει ἔτσι, παρά ἐκεῖνος πού προφητεύει. Διότι ἡ μέν προφητεία ὁλόκληρος εἶναι χάρισμα. Ἐνῷ ἐδῶ, τό νά μιλᾶς δηλαδή ὅπως ὁ Χριστός, χρειάζεται καί κόπος δικός σου καί ἱδρώτας. Δίδαξε τήν ψυχήν σου νά σοῦ διαπλάσσῃ τό στόμα ἔτσι, πού νά μοιάζῃ μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μπορεῖ ἐάν θέλη καί αὐτό νά κατορθώσῃ. Γνωρίζει τόν τρόπο, ἄν δέν εἶναι ράθυμη. Καί πῶς διαπλάσσεται τέτοιο στόμα; Μέ ποιά χρώματα; Μέ ποιό ὑλικό; Μέ κανένα ὑλικό βέβαια καί χρῶμα, παρά μόνο μέ ἀρετή καί ἐπιείκεια καί ταπεινοφροσύνη.

Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάσσεται καί τό στόμα τοῦ διαβόλου, γιά νά μή φτιάξουμε ποτέ κάτι τέτοιο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μέ κατάρες, μέ ὕβρεις, μέ βασκανίες, μέ ἐπιορκίες. Διότι ὅταν κάποιος χρησιμοποιῇ τά λόγια τοῦ διαβόλου παίρνει καί τήν γλῶσσαν του. Ποίαν λοιπόν συγχώρηση θά ἔχουμε, ἤ μᾶλλον ποία τιμωρία δέν θά ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στή γλῶσσα, μέ τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά γευθοῦμε τῆς Σαρκός τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, νά χρησιμοποιῇ λόγια τοῦ διαβόλου;

Ἄς μή τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλά ἄς καταβάλουμε κάθε προσπάθεια νά τήν ἐκπαιδεύσουμε νά μιμῆται τόν Δεσπότην της. Διότι ἄν τήν διδάξωμε αὐτό, μέ πολλή παρρησία θά μᾶς τοποθετήσῃ στό Βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν κανείς δέν γνωρίζῃ νά μιλάῃ ἔτσι, οὔτε ὁ Κριτής θά τόν ἀκούσῃ. Γιατί ὅπως, ὅταν συμβῇ νά εἶναι Ρωμαῖος ὁ δικαστής, δέν θά καταλάβῃ τί λέει ἐκεῖνος πού ἀπολογεῖται καί δέν γνωρίζει νά μιλάει Ρωμαϊκά, ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἄν δέν μιλᾶς μέ τό δικό Του τρόπο, δέν θά σέ ἀκούσῃ, οὔτε θά σέ προσέξῃ. Ἄς μάθουμε λοιπόν νά μιλᾶμε ἔτσι, ὅπως συνήθισε νά ἀκούῃ ὁ Βασιλιάς ὁ δικός μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά μιμούμεθα τήν γλῶσσαν Ἐκείνη.

Καί ἄν βρεθῇς σέ πένθος, πρόσεχε νά μή σοῦ διαστρεβλώσῃ τό στόμα ἡ μεγάλη λύπη, ἀλλά νά μιλήσῃς ὅπως ὁ Χριστός. Διότι ἐπένθησε καί Αὐτός τόν Λάζαρον (Ἰω. 11, 33-35) καί τόν Ἰούδα. Ἄν βρεθῇς σέ φόβο, φρόντισε πάλιν νά μιλήσῃς ὅπως Ἐκεῖνος. Διότι βρέθηκε καί Αὐτός σέ φόβο γιά σένα “κατ᾽ οἰκονομίαν”. Εἰπέ καί σύ: «Ἄς μή γίνῃ ὅμως τό θέλημά μου ἀλλά τό δικό σου» (Λουκᾶ 22, 42). Καί ὅταν κλαῖς, δάκρυσε ἤρεμα ὅπως Ἐκεῖνος. Καί ὅταν βρεθῇς σέ σκευωρίες καί λύπη, καί αὐτά ἀντιμετώπισέ τα ὅπως ὁ Χριστός. Διότι καί μηχανορραφίες ἀντιμετώπισε καί λυπήθηκε, ἀλλά εἶπε: «Ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου» (Ματθ. 26, 38). Καί σοῦ χάρισε ὅλα τά ὑποδείγματα, διά νά τηρῇς αὐτά “ὡς μέτρον” καί νά μή καταστρατηγῇς τούς κανόνες, πού σοῦ ἔχουν δοθῇ.

Ἔτσι θά μπορέσῃς νά ἔχῃς στόμα, ὅμοιο μέ τό στόμα Ἐκείνου. Ἔτσι, ἐνῷ θά βαδίζῃς ἐπάνω στή γῆ, θά ἐπιδεικνύῃς σέ μᾶς γλῶσσα ὅμοια μέ τήν γλῶσσαν Ἐκείνου πού βρίσκεται στόν οὐρανό, διατηρώντας τό μέτρο στή λύπη , στήν ὀργή, στό πένθος, στήν ἀγωνία. Πόσοι ἀπό σᾶς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά ἰδοῦν τήν μορφήν Του; Νά λοιπόν, ὅτι εἶναι δυνατόν ὄχι μόνον νά Τόν δοῦμε, ἀλλά καί νά γίνουμε ὅμοιοι μέ Αὐτόν, ἄν προσπαθήσουμε.

Ἄς μήν ἀναβάλλουμε λοιπόν. Διότι δέν ἀγαπᾷ τόσον τό στόμα τῶν προφητῶν, ὅσον ἐκεῖνο τῶν ἐπιεικῶν καί πράων ἀνθρώπων. «Πολλοί», λέγει, «θά μοῦ ποῦν: Δέν προφητεύσαμε στό ὄνομά Σου; Καί ἐγώ θά τούς εἰπῶ: Δέν σᾶς γνωρίζω» (Ματθ. 7, 22). Τό δέ στόμα τοῦ Μωυσέως, ἐπειδή ἦταν πολύ ἐπιεικής καί πρᾶος (διότι «ὁ Μωυσῆς», λέγει, «ἦταν ἄνθρωπος πρᾶος περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς» Ἀριθμ. 12, 3), τόσο πολύ τό ἀγαποῦσε, ὥστε νά πεῖ: «ὡμιλοῦσε ἀπό πολύ κοντά, στόμα μέ στόμα, ὅπως μιλάει ἕνας φίλος μέ τόν φίλο του» (Ἐξ. 33, 11 καί Ἀριθμ. 12, 8). Δέν θά δίνεις ἐντολές στούς δαίμονες τώρα, ἀλλά θά διατάσσῃς τότε ἐκεῖ τό πῦρ τῆς γεέννης, ἐάν βέβαια ἔχῃς τό στόμα σου ὅμοιο μέ τό στόμα τοῦ Χριστοῦ.

Θά διατάσσῃς τήν ἄβυσσο τοῦ πυρός καί θά λέγῃς: «Σιώπα φιμώσου» (Μάρκ. 4, 39), καί μέ πολλήν παρρησία θά ἀνέβῃς στούς οὐρανούς καί θά ἀπολαύσῃς τή βασιλεία, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς, μέ τήν Χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖον ἀνήκει, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων

       Ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπεμελήθη καὶ τὰ ἐδιπλασίασεν· ὁμοίως καὶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο, ἐκέρδησε ἀπὸ αὐτὰ ἄλλα δύο. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ ἔλαβε τὸ ἕνα, ἔσκαψε τὴν γῆ καὶ ἔκρυψε ἐκεῖ τὸ ἀργύριον τοῦ Κυρίου του. Καὶ μετὰ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ Κύριος τῶν δούλων ἐκείνων νά ἀξιολογήση τὸ ἔργον τους.

Θέλοντας ὁ Δεσπότης καὶ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς νά μᾶς φανερώση τὸ ἔξαφνον τῆς Δευτέρας Του Παρουσίας, μᾶς νουθετεῖ μέ τὴν παραβολὴν ταύτην σοφώτατα· καὶ ἀφοῦ πρῶτα εἶπε, «γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται», ἀμέσως μετὰ προσέθεσε καὶ αὐτά: καθὼς ἕνας ἄνθρωπός πού ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπον του, ἔτσι καί ὁ Κύριος, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον σωματικῶς γιά τοὺς οὐρανούς, προσεκάλεσε τοὺς δούλους Του καὶ τοὺς παρέδωσε τὰ οὐράνια καὶ θεία μυστήρια. Οἱ δοῦλοι εἶναι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ ὅλοι οἱ διάδοχοί τους, οἱ μυσταγωγοὶ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ οἱ ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ διάκονοι, στούς ὁποίους ἔχει ἀνατεθῆ ἡ διακονία τοῦ λόγου, ἔλαβαν δὲ καί πνευματικὰ χαρίσματα, ἄλλοι μεγαλύτερα καὶ ἄλλοι μικρότερα· διότι τὰ χαρίσματα διαχωρίζονται καὶ διαφέρουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Πλὴν ὅμως αὐτὸς ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι πού ἐνεργεῖ σὲ ὅλους καὶ τοὺς ἐνισχύει· «καὶ ἄλλῳ μὲν διὰ τοῦ Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὴν Γραφήν, «ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, ἑτέρῳ δὲ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ χαρίσματα ἰαμάτων ἐν τῷ αὐτῷ Πνεύματι, ἄλλῳ δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων…» καὶ σὲ ἄλλους ἄλλα χαρίσματα. «Πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ ἕν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα διαιροῦν ἰδία ἑκάστῳ καθὼς βούλεται». Καὶ πάλιν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει: «Ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὗς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον Ἀποστόλους, δεύτερον Προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν». Λοιπὸν δέν εἶναι ὅλοι Ἀπόστολοι ἢ δυνάμεις, καὶ δέν ἔχουν ὅλοι τὸ χάρισμα νά θεραπεύουν ἢ νά ὁμιλοῦν γλῶσσες καὶ νά ἐρμηνεύουν, ἀλλὰ κάθε ἕνας κατὰ τὴν δύναμίν του λαμβάνει τὸ χάρισμα, δηλαδή κατά τὸ μέτρον τῆς πίστεως καὶ τῆς καθάρσεως. Διότι ἀνάλογα μέ τὴν πρόοδόν που παρουσιάζει κάποιος στήν κατὰ τὸ εὐαγγέλιον ζωή, λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν δωρεὰν καὶ τὸ χάρισμα.Ἐάν δώσωμεν ὀλίγον, ὀλίγην χάριν λαμβάνουμε· ἐὰν ὅμως δώσωμε μεγάλην προσπάθεια, λαμβάνουμε καὶ μεγάλην χάριν. Ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα δέν ἔδειξε ὀκνηρία, οὔτε ποσῶς παρημέλησεν, ἀλλὰ παρευθὺς προσπάθησε ὡς εὐγνώμων δοῦλος καὶ οἰκονόμος ἐπιμελέστατα, νά διπλασιάση τὸ χάρισμα. Ἐπειδή ὅποιος ἔχει λόγον ἢ πλοῦτον ἢ ἄλλην τέχνην καὶ δύναμιν καὶ δέν κοιτάζει μόνον τὸν ἑαυτὸν του ἀλλὰ προσπαθεῖ νά ὠφελήσῃ καὶ τὸν πλησίον του, αὐτὸς διπλασιάζει τὸ χάρισμα τὸ ὁποῖον ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεό ὡς εὐγνώμων· ὁ δὲ ἀχάριστος καὶ ἄχρηστος, ὁ ὁποῖος παρέχωσε τὸ τάλαντον, εἶναι αὐτός πού φροντίζει νά ὠφελήσῃ μόνον τὸν ἑαυτὸν του, καὶ για τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων δέν τὸν ἐνδιαφέρει καθόλου· γι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ τοιοῦτος κατακρινεται καὶ δικαίως καταδικάζεται, διότι ἔκρυψε τὴν χάριν τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Κύριον. Ὁμοίως ὅταν κάποιος εἶναι εὐφυὴς καὶ ἐπιτήδειος ἄνθρωπος καὶ γνωρίζει πολλά, δέν ἐπιδίδεται ὅμως σὲ πράγματα πού ἀφοροῦν τὴν ψυχήν, ἀλλὰ σὲ πρόσκαιρες φροντίδες καὶ δολιότητες, κατακρίνεται καὶ αὐτὸς μαζί μέ ἐκεῖνον πού ἔκρυψε τὸ τάλαντον, διότι δέν ἐχρησιμοποίησε τὴν εὐφυΐαν καὶ τὴν προκοπὴν του σὲ θεῖα καὶ ὠφέλιμα πράγματα ἀλλὰ σὲ ἀνωφελῆ καὶ γήϊνα. Μετὰ δὲ χρόνον πολύν, ἔρχεται ὁ Κύριος πού ἔδωσε τὸ ἀργύριον ἢ τὰ λόγια Του, διότι «ἀργύριον πεπυρωμένον» εἶναι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἢ καὶ κάθε χάρισμα γενικῶς μπορεῖς νά εἴπῃς ὅτι εἶναι ἀργύριον, ἐπειδὴ λαμπρύνει ἐκεῖνον πού τὸ ἔχει καὶ τὸν κάνει ἔνδοξον. «Καὶ συναιρεῖ λόγον» ὁ Δεσπότης, ἐξετάζει δηλαδὴ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὰ τάλαντα καὶ τοὺς ζητεῖ νά Τοῦ ἀποδώσουν ὄχι μόνον τὸ κεφάλαιον, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄφελος. Γι’ αὐτὸ καί κάθε ἕνας πού ἔλαβε χάρισμα, εἶναι χρεώστης στόν Θεόν, νά ἀγωνισθῇ νά τὸ διπλασιάση τὸ γρηγορώτερον, δηλαδὴ νά ὠφελήσῃ καὶ τὸν πλησίον του. Διότι ὅποιος διδάσκει τὸν ἀδελφὸν του, ἢ τοῦ κάνει κάποιαν ἄλλην εὐεργεσίαν, ἂς γνωρίζῃ ὅτι περισσότερο τὸν ἑαυτὸν του ὠφελεῖ, ἐπειδὴ διπλασιάζει τὸ κέρδος του καί λαμβάνει ἀπὸ τὸν Δεσπότην πλουσίαν τὴν ἀνταπόδοσιν.

Καὶ ἐκεῖνοι μὲν οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν ἐργαζόμενοι αὐτά πού ἔλαβαν, ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν Δεσπότην ὡς δοῦλοι καλοί καὶ χρήσιμοι καὶ ἀξιώνονται, τόσον ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο, ὅσον καὶ ὁ ἄλλος πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα, ὁμοίας ὑποδοχῆς, ἀκούγοντας καὶ οἱ δύο τὸν ἴδιον λόγον ἀπὸ τὸν Κύριον, δηλαδὴ τὸ «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Ἀγαθός νοεῖται ἐδῶ ἀληθῶς ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγαπητικὴν διάθεσιν, ἀπηλλαγμένην ἀπὸ φθόνον, καὶ μεταδίδει πρὸς τὸν πλησίον τὴν καλωσύνην του. Καὶ ἐπειδὴ στά ὀλίγα ἐφάνησαν πιστοὶ καὶ ἀγαθοὶ δοῦλοι, κληρονομοῦν πολλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐκεῖ στήν Βασιλείαν Του, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν κάθε φαντασίαν διότι ἂν καὶ ἐδῶ ἀξιώνονται νά λάβουν δωρήματα, ὅμως αὐτὰ δέν εἶναι τίποτε συγκρινόμενα μέ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα κληρονομοῦν στόν Παράδεισον. Χαρά δέ τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ παντοτεινὴ καὶ αἰώνιος εὐφροσύνη, τὴν ὁποίαν ἔχει ὁ Θεὸς εὐφραινόμενος στά ἔργα Του, κατὰ τὸν Προφήτην «Εὐφρανθήσεται Κύριος ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ». Τοιαύτην λοιπὸν εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν ἀπολαμβάνουν οἱ Ἅγιοι, εὐφραινόμενοι «ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν», ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀντιθέτως πικραίνονται γιά τὰ ἔργα τους καὶ μεταμελοῦνται ἀνώφελα. Οἱ δὲ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν πλοῦτον τοῦ Κυρίου, χαίρουν μέ αὐτὸν καὶ ἀγάλλονται· καί ἐκεῖνος πού ἔλαβε τὰ δύο ἀξιώνεται ἴσης τιμῆς καὶ ἀγαθῶν μέ τὸν ἄλλον πού ἔλαβε τὰ πέντε τάλαντα· διότι ὅταν κάποιος οἰκονομήσῃ καλὰ τὴν μικρὴν χάρι πού ἔλαβε, ἀπολαμβάνει ἴσην τιμήν μέ ἐκεῖνον πού κατώρθωσε τὰ πολλά, ἀφοῦ ὁ καθένας τους ἐδιπλασίασε τὸ χάρισμα πού ἔλαβε καὶ ἀπολαμβάνουν ὁμοίαν τιμήν, ἐπειδὴ καὶ ὁμοίαν προσπάθειαν ἐπέδειξαν. Ἢ ἂς τὸ εἰποῦμε καί μέ ἄλλον τρόπον: ἐπαινοῦνται μὲν ἴσα καὶ τοποθετοῦνται σὲ ἕναν τόπον, ἀλλὰ ὁ καθένας ἀπολαμβάνει τὴν ἀνταμοιβὴν ἀνάλογα μέ τὸ κέρδος πού ἔκαμε.

Οἱ ἀγαθοὶ λοιπὸν καὶ εὐγνώμονες δοῦλοι τοιαύτης χαρᾶς καὶ τιμῆς ἠξιώθησαν, ὁ δέ πονηρὸς καὶ ὀκνηρός ἔλαβε τὴν παίδευσιν πού τοῦ ἔπρεπε, σύμφωνα μέ τὴν ἀπολογίαν καὶ τὴν πονηρίαν του. Ἐπειδὴ ἀπεκάλεσες σκληρὸν τὸν Δεσπότην, γι’ αὐτὸ κατεκρίθης περισσότερο καὶ ἀσυγχώρητα· διότι ἀφοῦ ἐγνώριζες ὅτι ὁ Κύριός σου ἦταν σκληρὸς καὶ ἔπαιρνε τὰ ξένα πράγματα, ἔπρεπε καὶ σύ, ἀνόητε ἄνθρωπε, νά ἐπαυξήσης αὐτά πού ἔλαβες καὶ νά κάμῃς μαθητάς, νά λάβῃ ὁ Δεσπότης ἀπὸ ἐκείνους τὸ ὀφειλόμενον. «Τραπεζίτας» ὠνόμασε τούς μαθητάς ἐπειδή αὐτοί ἔχουν τὴν διάκρισι νά δοκιμάσουν τὸν λόγο καὶ νά ἀποδοκιμάσουν ὅ,τι δέν εἶναι γνήσιον· ἀπὸ αὐτοὺς ζητεῖ τὴν ὠφέλειαν, δηλαδὴ τὴν ἐπίδειξι τῶν ἔργων. Διότι ὅταν ὁ μαθητὴς δέχεται τὸν λόγον ἀπὸ τὸν Διδάσκαλον, ὠφελεῖται μὲν καὶ αὐτός, ἀποδίδει δὲ καὶ τὸν λόγον ὁλόκληρον, ἀκόμη δὲ ἀποδίδει καὶ τὴν ἐργασίαν τοῦ καλοῦ ὡς ὠφέλειαν. Ἀπὸ τὸν πονηρὸν ὅμως δοῦλον τὸ χάρισμα στρέφεται ὀπίσω, διότι ὅποιος ἔλαβε τὸ χάρισμα γιά νά ὠφελήσῃ ἄλλους καὶ δεν τὸ μεταχειρισθῇ γιά τὴν ὠφέλεια τῶν ἄλλων, ἀλλὰ ζητεῖ νά ἐξυπηρετῆ μόνον τὸν ἑαυτὸν του, τότε χάνει καὶ αὐτό πού ἔλαβε. Σέ ἐκεῖνον δὲ ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται νά ἐπαυξήση τὸ χάρισμα, ὁ Κύριος τοῦ ἐπιστρέφει περισσοτέραν δωρεάν· διότι σὲ ὅποιον ἀγωνίζεται, ἡ χάρις θὰ πολλαπλασιασθῆ, ἐνῶ ἀπὸ ἐκεῖνόν πού δέν ἀγωνίζεται τοῦ παίρνουν καὶ ἐκεῖνο τὸ ὀλίγον χάρισμα πού φαίνεται πώς ἔχει, ἐπειδὴ τὸ ἠμαύρωσε μέ τὴν ὀκνηρίαν καὶ τὴν ἀμέλειάν του.

Ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως

 

Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Βιβλία γιά ὅλους