Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ
π. Βασιλείου Ι. Καλλιακμάνη
α) Ἐὰν εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος θὰ εἶναι ἡ σιωπή, τότε ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μνήστωρ τῆς Παρθένου, εἶναι τύπος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Στὰ εὐαγγέλια δὲν διασώζεται κανένας λόγος του, δὲν ἀναφέρεται καμιὰ συνομιλία του. Περιγράφονται μόνο οἱ σκέψεις του καὶ οἱ ἐνέργειές του. Προσεγγίζει τὸ μυστήριο τῆς ἄφατης κένωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ μὲ δέος, περίσκεψη καὶ σιωπή. Κι ὅταν λογισμοὶ ἀμφιβολίας τὸν κατακλύζουν, κι ὅταν ἡ ταραχὴ τοῦ προξενεῖ ἀνυπόφορο ψυχικὸ πόνο, τότε μιλάει ὁ οὐρανός.
β) Ἀλλὰ ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ Ἰωσὴφ ἐπιλέχθηκε στὸ κατώφλι τοῦ γήρατός του νὰ γίνει προστάτης καὶ φύλαξ τῆς Παρθένου. Ὅμως στὴ διάρκεια τῆς μνηστείας, Ἐκείνη βρέθηκε ἔγκυος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ προκάλεσε ἀμφιβολίες καὶ τὴν θεώρησε «κλεψίγαμο». Σύμφωνα μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου ΄Ὕμνου: «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη».
γ) Ἡ ταραχὴ αὐτὴ «μεταφράζεται» μὲ γλαφυρὸ καὶ δραματικὸ τρόπο ἀπὸ ἄλλο ὑμνωδό: «Τάδε λέγει Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Παρθένον· Μαρία, τί τὸ δράμα τοῦτο, ὅ ἐν σοί τεθέαμαι; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι. Ἀντὶ τιμῆς, αἰσχύνην· ἀντ’ εὐφροσύνης, τὴν λύπην· ἀντὶ τοῦ ἐπαινεῖσθαι, τὸν ψόγον μοὶ προσήγαγες. Οὐκ ἔτι φέρω λοιπόν, τὸ ὄνειδος ἀνθρώπων· ὑπὸ γὰρ ἱερέων ἐκ τοῦ ναοῦ ὡς ἄμεμπτον Κυρίου σὲ παρέλαβον· καὶ τί τὸ ὁρώμενον;».
δ) Ὅμως παρὰ τοὺς λογισμούς, ἐπειδὴ ὁ Ἰωσὴφ ἦταν εὐσεβὴς καὶ δίκαιος, δὲν θέλησε νὰ διαπομπεύσει τὴ Μαριάμ. Ἀποφάσισε νὰ διαλύσει τὸν ἀρραβώνα χωρὶς ἐπίσημη διαδικασία. Τότε ἀκριβῶς ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε: «Ἰωσήφ, ἀπόγονέ τοῦ Δαβίδ, μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαριάμ, γιατί τὸ παιδὶ ποὺ περιμένει προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Θὰ γεννήσει γιό, καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, γιατί αὐτὸς θὰ σώσει τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του» (Ματθ. 1, 20-21).
ε) Ὁ Ἰωσὴφ εἶναι μοναδικὸ πρόσωπο, διότι ἀκολούθησε τὴν ὁδὸ τῆς καρδιᾶς καὶ ὄχι τὴν αὐστηρότητα τοῦ νόμου. Χαρακτηρίστηκε δίκαιος, παρότι δὲν ἔμεινε προσκολλημένος στὸν παλαιὸ νόμο, τὸν ὁποῖο ὑπερέβη συνεργώντας στὸ ἔργο τῆς χάριτος. Ἔγινε διάκονος τῆς νέας διαθήκης, ὄχι τοῦ γράμματος τοῦ νόμου ἀλλὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. «Τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β’ Κορ. 3, 6). Ἐξάλλου, ἡ χριστιανικὴ δικαιοσύνη βρίσκεται πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὰ ὅρια ὁποιασδήποτε προσκόλλησης στὸ γράμμα τοῦ νόμου.
ΣυνέχειαἩ σιωπὴ τοῦ Ἰωσὴφ
π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
α) Ἐὰν εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος θὰ εἶναι ἡ σιωπή, τότε ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μνήστωρ τῆς Παρθένου, εἶναι τύπος τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Στὰ εὐαγγέλια δὲν διασώζεται κανένας λόγος του, δὲν ἀναφέρεται καμιὰ συνομιλία του. Περιγράφονται μόνο οἱ σκέψεις του καὶ οἱ ἐνέργειές του. Προσεγγίζει τὸ μυστήριο τῆς ἄφατης κένωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ μὲ δέος, περίσκεψη καὶ σιωπή. Κι ὅταν λογισμοὶ ἀμφιβολίας τὸν κατακλύζουν, κι ὅταν ἡ ταραχὴ τοῦ προξενεῖ ἀνυπόφορο ψυχικὸ πόνο, τότε μιλάει ὁ οὐρανός.
β) Ἀλλὰ ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ Ἰωσὴφ ἐπιλέχθηκε στὸ κατώφλι τοῦ γήρατός του νὰ γίνει προστάτης καὶ φύλαξ τῆς Παρθένου. Ὅμως στὴ διάρκεια τῆς μνηστείας, Ἐκείνη βρέθηκε ἔγκυος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ προκάλεσε ἀμφιβολίες καὶ τὴν θεώρησε «κλεψίγαμο». Σύμφωνα μὲ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου: «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη». Συνέχεια
Πρόσωπο καὶ ἁγιότητα
Βασίλειος Τ. Γιούλτσης
Εἶναι δύσκολο νὰ συλλάβει ὁ ἄνθρωπος τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας. Στὴ σύγχρονη μάλιστα ἐποχὴ μὲ τὴν τρομακτικὴ σύγχυση τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν ἐναλλασσόμενων ἀντιφάσεων μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι, ποὺ προβληματίζονται πάνω στὴ σημασία τῆς λέξης ἢ τὶς διαστάσεις τοῦ περιεχομένου της.
Ἡ ἁγιότητα γιὰ τοὺς πολλοὺς μένει μία ἀπλησίαστη ἀξία, ποὺ συνδέεται μόνο μὲ τὸ Θεό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ ἁγιότητα εἶναι δεμένη μὲ τὴ ζωή μας, ποὺ κυλᾶ ἀκόμα κι ἂν δὲ θέλουμε νὰ τὸ πιστέψουμε μέσα στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαίτερα ὡς Χριστιανοὶ ζοῦμε σὲ μία χρονικὴ διάσταση, ποὺ εἶναι προβολὴ τοῦ παρελθόντος, καὶ τὸ παρελθὸν ὡς παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τὴν ἱστορία, ποὺ γράφτηκε μὲ τὶς θυσίες καὶ τὸ αἷμα τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων. Τὸ γεγονός, μάλιστα, ὅτι ὁ καθένας μας ἔχει βαφτιστεῖ στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, σημαίνει ἔνταξη σὲ μία πραγματικότητα, ὅπου ὑπάρχουν οἱ δυνατότητες καὶ τὰ μέσα γιὰ τὴν προσέγγιση τῆς ἁγιότητας. Τὸ μόνο ἐμπόδιο εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας· ὄχι ἡ ἐκμηδένιση τῆς προσωπικότητας, ὄχι ἡ ἐξαφάνιση τῶν πνευματικῶν ποιοτήτων. Ἡ μοναδικὴ δυσκολία εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἐνστίκτων καὶ στὴ συνέχεια ἡ χωρὶς περιορισμοὺς καὶ κρατούμενα ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἅγιοι, ποὺ ἔζησαν στὸ παρελθόν, δὲν εἶχαν διαφορετικὲς δυνάμεις καὶ δυνατότητες ἀπὸ τὶς δικές μας. Οὔτε κι οἱ ἐποχές τους γιὰ τὴν ἁγιότητα ἦταν πιὸ πρόσφορες ἀπὸ τὴ δική μας. Ἔζησαν μέσα στὸν κόσμο, κάτω ἀπὸ τὶς ἴδιες ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς συνθῆκες μ’ ἑκατομμύρια συνανθρώπων τους, καὶ φυσικὰ μὲ ἑκατομμύρια Χριστιανῶν. Ἡ διαφορὰ τους ὅμως ἀπ’ ἐκείνους ἦταν ὅτι αὐτοὶ ἐναρμόνισαν τὴ ζωή τους μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲ δίστασαν νὰ τὸ ὁμολογήσουν μὲ παρρησία ὅταν βρέθηκαν σὲ δίλημμα. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τοῦ ἡρωισμοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετὴ τοῦ ἁγίου. Μία ἀρετὴ ποὺ τοῦ δίνει τὴ δύναμη νὰ βλέπει τὰ πάντα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας, καὶ ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ νὰ ἀξιολογεῖ τὸν κόσμο, τὶς χαρές, τὶς λάμψεις, τὶς ἐπιδιώξεις ἢ τὶς ματαιότητές του. Συνέχεια