ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ
Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
Περί ἐλεημοσύνης καί ποιός εἶναι αὐτός πού τρέφει τόν Θεό ὅταν πεινᾶ καί τόν ποτίζει ὅταν διψᾶ κτλ. Καί πῶς μπορεῖ κανείς νά ἐπιτύχει κάτι τέτοιο. Ἐπίσης ἄν κάποιος δέν κάνει ἐφαρμογή ὅλων αὐτῶν καί στόν ἑαυτό του καί δέν θρέψει καί δέν ποτίσει τόν Χριστό (πού ζεῖ μέσα του), δέν θά ὠφεληθεῖ ἀπό τό ὅτι τά ἐφαρμόζει ὅλα αὐτά στούς φτωχούς, ἐνῶ παραμελεῖ καί ἀφήνει τόν ἑαυτό του πεινασμένο καί γυμνό ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀδελφοί καί Πατέρες
Θά ἔπρεπε βέβαια νά μήν τολμῶ καθόλου νά ὁμιλῶ καί νά κρατῶ τή θέση τοῦ διδασκάλου καί καθοδηγητῆ ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας. Ἀλλά καί σεῖς γνωρίζετε ὅτι τό μουσικό ὄργανο, πού κατασκευάστηκε ἀπό τόν τεχνίτη, ἀποδίδει τόν ἦχο καί γεμίζει τά αὐτιά ὅλων μας μέ γλυκύτατη μελωδία, ὄχι ὅταν ἐκεῖνο θέλει, ἀλλά ὅταν γεμίσουν οἱ σωλῆνες του μέ ἀέρα καί τό κρούσουν ρυθμικά τά δάκτυλα τοῦ ὀργανοπαίκτη. Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νά καταλάβετε ὅτι συμβαίνει καί μέ μένα. Γι αὐτό νά μή σᾶς κάνει ἡ μηδαμινότητα καί ἡ εὐτέλεια τοῦ ὀργάνου νά κρατήσετε ἀρνητική στάση σέ ὅσα πρόκειται νά σᾶς πῶ. Ἀλλά νά ἔχετε στραμμένη τήν προσοχή σας πρός τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐμπνέει ἄνωθεν καί γεμίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν·καί πρός τόν ἴδιο τό δάκτυλο τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 11, 20), πού κρούει τίς χορδές τοῦ νοῦ καί μᾶς προτρέπει νά σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο. Καί σάν νά ἠχεῖ ἡ δεσποτική σάλπιγγα ἤ, γιά νά τό πῶ πιό σωστά, νά μᾶς ὁμιλεῖ μέσω κάποιου ὀργάνου ὁ Βασιλέας τῶν ὅλων, μέ σύνεση καί πολλή προσήλωση, ἀκούσατε ὅσα ἔχω νά σᾶς πῶ:
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε καί νά προτρέπουμε τούς ἑαυτούς μας -καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι καί οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι- ἔτσι ὥστε οἱ μέν ἄπιστοι νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση καί νά πιστέψουμε στόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε, καί οἱ πιστοί μέ τήν ἐνάρετη βιοτή καί τά ἔργα μας νά Τόν εὐαρεστήσουμε. Οἱ μικροί νά ὑποταχθοῦμε στούς μεγάλους χάριν τοῦ Κυρίου καί οἱ μεγάλοι νά συμπεριφερθοῦμε στούς μικρούς καί ἀσήμαντους σάν σέ γνήσια τέκνα μας, ὅπως τό ζητάει καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει: «Καθετί πού κάνατε σέ ὁποιονδήποτε ἀπ αὐτούς τούς φτωχούς καί ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σέ μένα τό κάνατε» (Ματθ. 25, 40). Συνέχεια
Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ
Ὁ ἅγιος Μαρτῖνος καί ὁ φτωχός χειμώνας τοῦ 334 ὑπῆρξε ἰδαίτερα δριμύς στήν Ἀμιένη τῆς Βορείου Γαλλίας. Μιά πολύ ψυχρή μέρα ὁ ἅγιος Μαρτῖνος (316-397) συνάντησε ἕνα φτωχό γυμνό στήν πύλη τῆς πόλεως. Τί νά κάνη ὅμως; Φοροῦσε μόνο τή στρατιωτική ἐξάρτηση καί τόν Μανδύα του. Παίρνει λοιπόν τό ξίφος του, σχίζει τόν μανδύα, δίνει ἕνα κομμάτι στό φτωχό καί ἀρκεῖται ὁ ἴδιος στό ὑπόλοιπο. Στό δρόμο τόν περιγελοῦν γιά τήν κολοβή του ἀμφίεση. Τή νύχτα ὅμως βλέπει στόν ὕπνο του τόν Χριστό, ντυμένο μέ τό κομμάτι τοῦ μανδύα πού εἶχε δωρίσει, νά λέει στούς ἀγγέλους πού Τόν ἀκολουθοῦσαν:
– Ὁ Μαρτῖνος μέ ἔντυσε μ᾿ αὐτό τό ἔνδυμα.
ΕΛΕΗΜΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Ἄν ζητοῦσε κανείς στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἕναν ἅγιο πού νά ἐνσαρκώνη κατά τόν καλύτερο τρόπο τόν «ἱλαρόν δότην» πού «ἀγαπᾶ ὁ Θεός», θά σταματοῦσε σ᾿ ἕναν ἱεράρχη, πού γι᾿ αὐτήν ἀκριβῶς τή ἰδιότητα ὀνομάστηκε Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (†619). Θά μπορούσαμε νά ἰσχυρισθοῦμε χωρίς ὑπερβολή πώς ὁλόκληρος ὁ βίος του ἦταν μιά διαρκής ἐλεημοσύνη.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Κύπρο. Ἦταν πολύ εὐκατάστατος. Ἡ ἀγάπη πού τοῦ ἐνέπνεε ὁ Χριστός γιά τούς συνανθρώπους του, ἔβρισκε τήν εὐκαιρία νά ἐκδηλωθῆ πλουσιοπάροχα. Καί ὅσο μοίραζε στούς φτωχούς, τόσο ὁ Θεός τοῦ ἔδινε περισσότερα ἀγαθά. Τά καλά ἔργα του τόν ἔκαναν γνωστό σέ ὅλη τήν Κύπρο. Ἡ φήμη του ἔφθασε μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη! Καί ὅταν ἐκοιμήθη ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἡ σκέψη ὅλων στράφηκε στόν Ἰωάννη. Ἀλλά ἐκεῖνος μέ κανένα τρόπο δέν ἤθελε νά δεχτῆ ν᾿ ἀναλάβη τήν πατριαρχεία. Ὁ αὐτοκράτωρ ὅμως Ἡράκλειος ἐπέμεινε. Τό ἴδιο καί ὁ λαός. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἀναγκάστηκε νά ὑποχωρήση. Μόλις ἔγινε πατριάρχης, ἀμέσως κάλεσε στό γραφεῖο του τούς ἱερεῖς τῆς Ἀλεξανδρείας πού εἶχαν τήν φροντίδα τῶν φτωχῶν, καί τούς εἶπε:
– Πηγαίνετε στήν πόλη καί μάθετε πόσοι εἶναι οἱ κύριοί μου. Ἐκεῖνοι τόν κοίταξαν ἔκπληκτοι! Δέν κατάλαβαν τί ἐννοοῦσε. Τούς ἐξήγησε λοιπόν:
– Ἐννοῶ αὐτούς πού συνήθως οἱ ἄνθρωποι τούς ὀνομάζουν φτωχούς. Αὐτοί εἶναι οἱ δικοί μου κύριοι. Σέ λίγες μέρες οἱ ἱερεῖς τοῦ ἔφεραν ἑπτάμισυ χιλιάδες ὀνόματα φτωχῶν πού εἶχαν ἀπόλυτη ἀνάγκη βοηθείας. Ὅλους αὐτούς φρόντισε μέ κάθε τρόπο νά τούς βοηθήση. Ἀγαποῦσε τόσο πολύ τούς ἄλλους, ὥστε λησμονοῦσε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Ζοῦσε φτωχικά, Δέν μποροῦσε νά ἡσυχάση ὅταν σκεφτόταν ὅτι αὐτός τά εἶχε ὅλα, ἐνῶ ἄλλοι μπορεῖ νά μήν εἶχαν οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμί. Γι᾿ αὐτό ἔδινε, ἔδινε μέχρι τοῦ σημείου νά μήν ἔχει τίποτε ὁ ἴδιος. Τό ράσο του ἦταν παλιό καί τριμμένο. Καί τό δωμάτιό του σχεδόν ἄδειο. Συνέχεια