Σεπτέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

Σύγχρονοι Πατέρες

Ἡ διακονία τοῦ Λόγου τοῦ Γέρ. Σωφρονίου Ἕνας ἀγώνας θεογνωσίας

Ἱερομ. Νικολάου Σαχάρωφ

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔλεγε: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ λαλήσουσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσιν περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ. 12, 36). Καὶ Αὐτὸς ἔδωσε «ὑπόδειγμα» σέ μᾶς. Ὅπως γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος «Οὐδέποτε ὁ Κύριος πρόφερε μάταιους λόγους». Δὲν εἶπε τίποτα ἀπὸ τὸ μυαλό Του: «τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ (Ἰωάν. 14, 10),ἀλλὰ μόνο «πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ Πατρός μου».

Κάποτε στὸν Ἄθωνα ἔγινε διάλογος γιὰ τὸ πῶς μιλοῦν οἱ τέλειοι. Ὁ Γέροντας Σιλουανὸς εἶπε: Αὐτοὶ «δὲν λένε τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Λένε μόνο ὅ,τι τοὺς δίνει τὸ Πνεῦμα».

Ἔτσι ὁ πατὴρ Σωφρόνιος ἤτανε ἕνας ἀληθινὸς «ὑπηρέτης τοῦ Λόγου». Διατύπωνε μὲ ἱερὸ φόβο τὸν κάθε λόγο του, εἴτε αὐτὸς ἦταν προφορικός, εἴτε γραπτός. Ἐνίωσε ὁ Γέροντας αὐτὴ τὴν εὐθύνη ἀκόμη βαθύτερα, ὅταν ἔγινε πνευματικὸς στὸν Ἄθω, στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου τὸ 1942. Τότε ἄρχιζε ἡ διακονία του στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ. «Στὸν πνευματικὸ ἁρμόζει –γράφει ὁ Γέροντας– νὰ αἰσθάνεται τὸν ρυθμὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου ὅλων καὶ καθ’ ἑνὸς ξεχωριστὰ ἐκείνων ποὺ ἀπευθύνονται σὲ αὐτόν. Γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ προσεύχεται νὰ τὸν χειραγωγεῖ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ δίνει τὸν κατάλληλο λόγο γιὰ τὸν καθένα».

Ὁ Γέροντας θυμόταν ἀργότερα: «Εἶχα συνείδηση ὅτι βρισκόμουνα μακριὰ ἀπὸ τὴν ὀφειλόμενη τελειότητα. Παρατεταμένα καὶ μὲ πόνο στὴν καρδιά μου, προσευχόμουνα στὸν Κύριο νὰ μὴν ἐπιτρέψει νὰ σφάλω, ἀλλὰ νὰ μὲ τηρεῖ στὶς ὁδοὺς τοῦ ἀληθινοῦ Του θελήματος καὶ νὰ μὲ ἐμπνέει νὰ προφέρω λόγους ὠφέλιμους γιὰ τοὺς ἀδελφούς μου. Ἀκόμα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς συνομιλίας μου μὲ τοὺς ἀνθρώπους προσπαθοῦσα νὰ κρατῶ τὴν “ἀκοὴ” τοῦ νοῦ μου στὴν καρδιά, γιὰ νὰ συλλάβω τὸ Θεῖο νεῦμα, πολλὲς φορὲς ἀκόμα καὶ τοὺς λόγους ποὺ ἔπρεπε νὰ πῶ».

Οἱ Μοναχοί του Ἁγίου Ὅρους ἀγαποῦσαν τὸν λόγο του καὶ προσέτρεχαν σ’ αὐτὸν ἀπὸ πολλὲς Μονὲς γιὰ πνευματικὴ συμβουλὴ καὶ στήριξη. Κάποια φορά εἶπε: «Ἂν ὁ ἄνθρωπος περπάτησε ὀκτὼ ὧρες γιὰ νὰ ἀκούσει λόγο, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ φερθεῖ κάποιος μαζί του ἀδιάφορα;». Στὸν καθένα ποὺ ἐρχόταν κοντά του, φερόταν μὲ ἀπόλυτη προσοχὴ καὶ φροντίδα, ἐνῶ ἐκεῖνοι τοῦ ἀνταπέδιδαν βαθειὰ εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτό. Συχνὰ σὲ πολυπληθεῖς ἀδελφότητες Ἀθωνικῶν Μοναστηριῶν ἡ πρωταρχικὴ φροντίδα τῆς μοναστικῆς διοίκησης ἦταν ἡ πρακτικὴ ὀργάνωση τῆς ζωῆς. Γιὰ τοὺς πνευματικοὺς καθοδηγητὲς ἦταν κάποιες φορὲς δύσκολο νὰ προσέξουν ὅσο ἔπρεπε τὸν καθένα. Ἡ «οἰκοδομή» τῆς ἀδελφότητας μὲ λόγο Θεοῦ περιοριζόταν συχνὰ στὰ ἀναγνώσματα τῆς τράπεζας, στὴν ἐξομολόγηση καὶ τὶς Ἀκολουθίες. Σπάνια γίνονταν συνομιλίες γιὰ πνευματικὰ θέματα μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν, καὶ αὐτὸ περιοριζόταν σὲ πολὺ λίγους. Γι’ αὐτὸ ὁ Γέροντας γνώριζε ἐκ πείρας, πόσο ἀπαραίτητος εἶναι ὁ πνευματικὸς λόγος γιὰ τοὺς νέους Μοναχοὺς καὶ πόσο σπουδαῖο ἦταν νὰ τοὺς διδάξει τὴν πάλη μὲ τὰ πάθη.

Ὅταν ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἐπέστρεψε στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τὸ 1947, ὁ Θεὸς τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴ διακονία τοῦ λόγου γιὰ τὴ σωτηρία πολλῶν ἀνθρώπων στὴν Εὐρώπη. Ὡστόσο δὲν αἰσθανόταν πλέον ἐκείνη τὴν ἐλευθερία στὸν λόγο. Ἀργότερα ὁ Γέροντας ἔγραφε: «Ἡ ψυχολογία τῶν μοναχῶν, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀντοχὴ τους ὑπερέβαιναν σὲ τέτοιο βαθμὸ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα (ὅσα συνάντησα στὴν Εὐρώπη), ὥστε δὲν εὕρισκα οὔτε λόγους, οὔτε ἐξωτερικοὺς τρόπους ἐπικοινωνίας. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο οἱ μοναχοὶ τὸ ἀποδέχονταν μὲ εὐγνωμοσύνη, στὴν Εὐρώπη συνέτριβε τοὺς ἀνθρώπους».

Ὁ Γέροντας γνώριζε μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, πρὶν ἀκόμη ἐκεῖνοι νὰ τοῦ μιλήσουν γι’ αὐτές. Συνέβαινε κάποτε νὰ μιλάει ὁ Γέροντας μὲ κάποιον, ἀκολουθώντας ὅμως τὴν προσευχὴ ὁ λόγος του δὲν ἀπευθυνόταν ἀπευθείας στὸν συνομιλητή του, ἀλλὰ ἔμμεσα σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς παρευρισκομένους ἀκροατές. Ἔτσι τὸν ἐπισκέφθηκε κάποτε μία γυναίκα ἀπὸ τὴ Ρουμανία, καὶ ἔτυχε νὰ παρευρίσκεται στὸν διάλογο τοῦ Γέροντα μὲ ἄλλους ἀνθρώπους στὴν τράπεζα. Ξαφνικὰ ὅμως αὐτὴ κατάλαβε, ὅτι ὅλα ὅσα ἔλεγε ἦταν πραγματικὰ ἀπάντηση στὰ πιὸ μυστικὰ ἐρωτήματά της. Στὸ τέλος τοῦ γεύματος κατάπληκτη στράφηκε πρὸς αὐτόν, καὶ πρὶν ἀκόμη τοῦ μιλήσει, ὁ Γέροντας πρόφερε μὲ ἀγάπη: «Δὲν ἀπάντησα σὲ ὅλα τὰ ἐρωτήματά σας;».

Οἱ ἄνθρωποι ἔνιωθαν ὅτι ὁ λόγος τοῦ Γέροντα προερχόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἤθελαν νὰ ἐγκαταλείψουν τέτοια πηγὴ σωτηρίας. Γύρω ἀπὸ αὐτὸν ἄρχισε ἔτσι νὰ διαμορφώνεται μοναχικὴ κοινότητα ὅταν ἦταν ἀκόμα στὴ Γαλλία. Ὁ Γέροντας ἀφιέρωνε πολὺ χρόνο στὶς συνομιλίες του μὲ τοὺς ἀδελφούς. Ἀρχικὰ αὐτὲς ἦταν ἰδιαίτερες ὁδηγίες στὴν ἀδελφότητα, ποὺ ὑπαγορεύονταν ἀπὸ τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς γιὰ τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη ἀνάγκη σὲ συγκεκριμένη περίπτωση.

Ὁ λόγος ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι φοβερὸ πράγμα. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀντέξουν τὴ «σκληρότητα» τοῦ λόγου, γιατί ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶναι «κατὰ ἄνθρωπο» – ὑπερβαίνει τὸ μέτρο τῆς φύσεώς μας. Γι’ αὐτὴν τὴν περίπτωση εἶχε τὸ κόλπο του ὁ Γέροντας. Ἀπηύθυνε αὐστηρὲς διδαχὲς σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς «δυνατούς», ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὁ λόγος ἀπευθυνόταν σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδύνατους ποὺ παρευρισκόταν στὴν ὁμιλία. Συνέχεια

Λαχτάρα Αἰωνιότητος

Ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Κατρακούλη

ceb5ceb9cebacf8ccebdceb1-31457[1]Ἰδού, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν. ναί ἔρχου,Κύριε Ἰησοῦ. (Ἀποκ. κβ΄ 12, 20)1

Ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας, περιέχει ποικίλα σπέρματα ἀληθείας καί θεογνωσίας. Ἡ μελέτη τοῦ θείου λόγου νά εἶναι ἡ τρυφή καί ἡ τροφή τῆς ζωῆς μας.

Ἐγώ, παιδιά, κάθε βράδυ διαβάζω Εὐαγγέλιο γιά νά εἰσχωρήση μέσα μου ὁ Κύριος. Μέ τό Εὐαγγέλιο γίνεται ἡ ἀλληλοπεριχώρησις τοῦ ἠμαγμένου Ἀμνοῦ καί τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κληθήκαμε ν’ ἁγιάσωμε. Νά γίνωμε εὐωδία Χριστοῦ. Σκοπός μας εἶναι νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καί νά γίνωμε φῶς. Μέ τήν τήρησι τοῦ Εὐαγγελίου νά γίνωμε λόγος τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στήν Ἐκκλησία, λοιπόν, ἁρπάζει ὁ ἕνας τόν θεῖο λόγο καί πηγαίνει εἰς τάς ἐρήμους, γιά νά πραγματώση τό Εὐαγγέλιον. Ὁ ἄλλος τό ἁρπάζει καί πηγαίνει στήν Ἀφρική, στήν Ἀσία κ.λπ. νά φωτίση τούς ἀνθρώπους ὡς ἱεραπόστολος. Ὁ ἄλλος παίρνει τόν θεῖο σπόρο καί τόν καλλιεργεῖ μέσα στήν κοινωνία ὡς ἐπίσκοπος, ὡς ἱερεύς, ὡς οἰκογενειάρχης καί κάνει ἔργο τοῦ τήν σπορά τοῦ θείου λόγου. Ἐμεῖς πήραμε τό Εὐαγγέλιον ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ὁ καθένας καί ἤλθαμε στό μοναστῆρι, γιά νά δοξάσωμε τόν Θεό μέ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν Του.

Κάθε μοναστῆρι εἶναι ἕνα πέραμα, ἕνα φεριμπότ, πού θά μᾶς περάση ἀπέναντι, στήν ὄχθη τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα αὐτό μέ ἀπησχόλησε ἐμένα. αὐτό ἀκριβῶς τό ταξίδι. Πρέπει νά σπάσωμε τόν φραγμό τοῦ θανάτου μέ τήν ἐπιθυμία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σκεπτόμουν, λοιπόν, πώς θά μπορέσωμε τό μήνυμα τοῦ θανάτου νά τό περιμένωμε ὡς τήν πλέον εὐχάριστη ἀγγελία. Προχθές ἀναφέραμε μερικές θεῖες ἀποκαλύψεις, πού εἶχε ὁ Μητροπολίτης Ε. στίς τελευταῖες του στιγμές. Καί χάρηκε ἡ ψυχή μας. Πράγματι, γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγαπήσας τόν Θεόν, δέχεται τέτοιες ἀποκαλύψεις στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του. Ὁ Κύριος του παρουσιάζει ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή τί ἀπολαύσεις τόν ἀναμένουν στήν πανήγυρι τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ πού βασιλεύει τό φῶς, τό ἄκτιστο φῶς, τό γλυκύτατο ὡς ἡ χιών. Συνέχεια

Ἡ Ἁγία Παρασκευὴ καὶ ὁ Γέρων Δαμασκηνὸς

«Εἶμαι ἡ Παρασκευή!»

Αγ.ΠαρασκευηὉ Παπποῦς αἰσθανόταν τὴν ἀγάπη τῶν Ἁγίων νὰ τὸν διαπερνᾶ σὰν ζεστὸ ρεῦμα, ὅπως εἶχε ὁμολογήσει ὁ ἴδιος. Καὶ οἱ λόγοι του διαβεβαιώνουν ὅτι ἡ τάσις αὐτοῦ τοῦ ρεύματος ἦταν ὑψηλή: «Ἔχουμε συγχορευτάς καὶ συνεορτάζοντας καὶ συνεορταζομένους τοὺς Ἁγίους καὶ ὅλον τὸν οὐράνιο κόσμο. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν ἀγάπη τους μᾶς παίρνουν τὰ μυαλά, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε… Ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ ἐπικοινωνοῦν μαζί μας, γιατί εὑρίσκονται μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐμποδίζονται ἀπὸ τὴν ὕλη. Λοιπόν, μᾶς παρακολουθοῦν ἐμᾶς συνεχῶς ἀπὸ κοντὰ καί, ὅταν τοὺς παρακαλοῦμε, ἀμέσως μᾶς ἐπισκέπτονται καὶ μᾶς σώζουν ἀπὸ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ μᾶς εὐφραίνουν τὸν νοῦ…

»Οἱ Ἅγιοι, εἴδατε, πηδοῦν καὶ ἔρχονται πρὸς ἐμᾶς καὶ θέλουν νὰ πηδήσωμε καὶ ἐμεῖς πρὸς αὐτούς, γιὰ νὰ εἴμαστε φίλοι. Νὰ τοὺς ἀνταποδίδωμε τὴν ἐπίσκεψι, γιατί τὴν ποθοῦν ἀφάνταστα. Τί καὶ ἂν μᾶς χωρίζει ὁ ὁρατὸς κόσμος ἀπὸ τὸν ἀόρατο; Ἐμεῖς νὰ ἐνστερνιστοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κάνωμε τὸ βῆμα!…»

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1988 (17 Μαρτίου), ὁ Γέροντας μαζὶ μὲ τὶς ἀδελφὲς Θ, Θ. καὶ Θ ξεκίνησαν μὲ τὸν αὐτοκίνητο, γιὰ νὰ ἐπισκευάσουν τὸν τότε χωματόδρομο, ποὺ εἶχε γίνει ἄβατος ἀπὸ τὶς βροχές.

Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ θὰ ἔκοβαν καὶ χορτάρι γιὰ τὶς ἀγελάδες τῆς Μονῆς. Λίγο πρὶν φθάσουν στὸν προσκυνητάρι τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, στὸν χωράφι τοῦ Σταμπόλα, τὸ ὁποῖο ἦταν κατάσπαρτο ἀπὸ ἀγριολούλουδα, εἶδαν μία γυναίκα, μαντηλοφορεμένη καὶ ντυμένη μὲ σκούρα ροῦχα, νὰ βαδίζει ἀργὰ-ἀργὰ καὶ σκυφτή. Ἐφαινόταν σὰν νὰ ἀναζητοῦσε κάτι. Ξαφνικά, σήκωσε τὸν κεφάλι της καὶ προσήλωσε ἐπίμονα τὸν ἔντονο βλέμμα της ἐπάνω στὸν Γέροντα, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τοῦ μιλήσει.

Σ’ ὅλους ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση τὸ ὁλοφώτεινο καὶ κατάλευκο πρόσωπό της, καθὼς καὶ τὰ μεγάλα ἀμυγδαλωτὰ μάτια της. Ἀποροῦσαν, λοιπόν, ποιὰ νὰ ἦταν ἡ ἄγνωστη αὐτὴ γυναίκα. Τὴν προσπέρασαν, ὅμως, χωρὶς νὰ τῆς ὁμιλήσουν.

Μετὰ ἀπὸ μία ὥρα περίπου, καθὼς ἐπέστρεφαν, ξανασυνάντησαν τὴν παράδοξη αὐτὴ ὕπαρξη νὰ βηματίζει μὲ ἀπαράλλακτο τρόπο, στὸ ἴδιο σημεῖο. Ἀπόρησαν οἱ ἀδελφὲς καὶ ἐρώτησαν:

-Παπποῦ, τί παράξενο πράγμα! Τί κάνει αὐτή ἡ γυναίκα τόση ὥρα μόνη της ἐδῶ; Δὲν φαίνεται νὰ μαζεύει χόρτα.

-Ἔτσι ἐμφανίζονται οἱ Ἅγιοι, ἀπήντησε μὲ ἁπλότητα ὁ Παπποῦς. Συνέχεια