Μάρτιος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31  

Ἑορτολογικά

Τό χριστιανικόν ἑορτολόγιον,

Παναγιώτη Σκαλτσή,

 

Ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ ἀρχαιότατη, ἐπιφανέστατη καί πανηγυρικώτατη ἀπ’ ὅλες τίς ἐτήσιες ἑορτές τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας (1). Οἱ ρίζες της βρίσκονται στήν Ἰουδαϊκή παράδοση. Στόν ἐνιαύσιο ἀμνό τῆς ἐξόδου καί στήν ἐτήσια ἀνάμνηση τῆς διάβασης ἀπό τή γῆ τῆς δουλείας στή χώρα τοῦ φωτός καί τῆς ἐλευθερίας (2). Ἡ εἰκόνα τοῦ ἀμνοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁλοκληροῦται στό Χριστό, τόν ἀμνό τοῦ Θεοῦ (3), ὁ ὁποῖος ἑκουσίως θυσιάζεται καί προσφέρεται καί προσφέρει ὡς μέγας ἀρχιερεύς τήν ὑπέρτατη θυσία πρός τό Θεό Πατέρα τόν ἑαυτό Του (4). Ὁ μυστικός Δεῖπνος, ὅπου ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ γίνεται πασχάλιος βρώση καί πόση τῶν πιστῶν, συνδύασε τό Πάσχα τοῦ Νόμου καί τό καινό Πάσχα, τό Πάσχα τῆς Παλαιός καί τό Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης (5). Ἔτσι, σημειώνεται σ’ ἕνα πολύ σημαντικό γιά τήν ἱστορία καί τή θεολογία τῆς ἑορτῆς κείμενο τοῦ δευτέρου μ.Χ. αἰώνα, στό περί Πάσχα ἔργο τοῦ Μελίτωνος Σάρδεων, ὅτι εἶναι «καινόν καί παλαιόν, ἀΐδιον καί πρόσκαιρον, φθαρτόν καί ἄφθαρτον, θνητόν καί ἀθάνατον τό τοῦ Πάσχα μυστήριον· παλαιόν μέν κατά τόν νόμον, καινόν δέ κατά τόν λόγον, πρόσκαιρον διά τόν τύπον ἀΐδιον διά τήν χάριν, φθαρτόν διά τήν τοῦ προβάτου σφαγήν, ἄφθαρτον διά τήν τοῦ Κυρίου ζωήν, θνητόν διά τήν «εἰς γῆν» ταφήν, ἀθάνατον διά τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν. Παλαιός μέν ὁ νόμος, καινός δέ ὁ λόγος, πρόσκαιρος ὁ τόπος, ἀΐδιος ἡ χάρις, φθαρτόν τό πρόβατον, ἄφθαρτος ὁ Κύριος, μή συντριβίις ὡς ἀμνός, ἀναστᾶς ὡς θεός» (6 ).

Αὐτό ἀκριβῶς τό καινούριο Πάσχα κατά τό ὁποῖο, σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, «ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός» (7) καί ἔγινε σύμβολο τῆς νέας περιόδου τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας (8), οἱ πρῶτοι χρισιιανοί τό διακήρυσσαν καί ὁμολογοῦσαν ἐορτάζοντάς το κατά τήν ἑβδομαδιαία «ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ» (9) εὐχαριστιακές συνάξεις.

Ἡ θεία Εὐχαριστία ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή μέχρι καί σήμερα εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν πασχάλιο μυστήριο πού τελεῖται κυρίως τήν Κυριακή, τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ (10). Ἡ ἡμέρα αὐτή, ἡ μία των Σαββάτων (11), θυμίζει στούς χρισιιανούς τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τούς ἑνώνει μαζί του στό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καί τούς στρέφει πρός τήν ἀναμονή τῆς παρουσίας του (12).

Ἡ κατ’ ἐξοχήν βεβαίως ἀναπαράσταση καί ἀανέωση τοῦ Πάσχα γίνεται κατά τήν ἐτήσια ἱστορική ἐπέτειο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἡ παλαιότερη μαρτυρία γιά τόν ἐτήσιο αὐτόν ἑορτασμό εἶναι ἀπό ἕνα ἀπόκρυφο κείμενο τοῦ δευτέρου αἰώνα, τήν «Ἐπιστολή τῶν Ἀποστόλων» (13).

Μέ δεδομένο ὅμως ὅτι

α) οἱ πρῶτοι χριστιανοί ὡς Ἰουδαιοι γνώριζαν τό Ἰουδαϊκό ἑορτολόγιο, στό ὁποῖο, ὁπωσδήποτε, εἶχαν κατορθώσει νά προβάλουν τά γεγονότα τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ αὐτά συνέβησαν σέ μίαν ἐποχή κατά τήν ὁποίαν τελοῦσαν τό ἐτήσιο Πάσχα (14),

β) ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὁ πρῶτος πού διέκρινε τό Χριστιανικό Πάσχα ἀπό τό Νομικό λέγοντας ὅτι δέν πρέπει νά ἑορτάζομε «ἐν ζύμη παλαιά, μηδέ ἐν ζύμη κακίας καί πονηρίας, ἀλλ’ ἐν ἀζύμοις εἰλικρίνειας καί ἀληθείας» (15) καί συνέδεσε τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα μέ τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, προκαλώντας, ὅπως εἶναι γνωστόν, τήν ἀντίδραση τῶν Ἰουδαιοχριστιανῶν, καί

γ) ὅτι, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ἀπό πολύ ἐνωρίς ἡ Ἀνάσταση συνδέθηκε μέ τή θεία Εὐχαριστία καί τήν Κυριακή, ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι τό Πάσχα ἑορταζόταν ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή (16).

Στό ἐρώτημα τώρα ἄν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἑόρταζαν τό Πάσχα τήν ἡμέρα τοῦ Πάθους (Παρασκευή) ἤ τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως (Κυριακή) φαίνεται ὅτι ἀρχικά, πρίν μάλιστα τήν ἀποστολική Σύνοδο, ὑπῆρχε συνεορτασμός τοῦ Πάσχα μέ τούς Ἰουδαίους. Οἱ μεταγενέστερες μάλιστα ἔριδες γύρω ἀπό τή μεγάλη αὐτή ἑορτή μαρτυροῦν ὅτι τό Πάσχα ἀρχικά ἑορταζόταν τήν ἡμέρα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου (17).

Σέ κείμενα τοῦ δευτέρου μ.Χ. αἰώνα ἀπηχεῖται ἔντονα ὁ σταυρικός χαρακτήρας τοῦ Πάσχα καί τονίζεται ἰδιαίτερα ἡ σύνδεση τῆς ἑορτῆς αὐτῆς μέ τά ἰουδαϊκά της πρότυπα. Ἔτσι στήν ἀπόκρυφη π.χ. «Ἐπιστολή τῶν Ἀποστόλων», ἔργο Μικρασιατικῆς προέλευσης, τό Πάσχα ἀναφέρεται ὡς ἀνάμνηση τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ (18). Ὁ Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυρας ἀναφέρει ὅτι «τό μυστήριον τοῦ προβάτου, ὅ τό Πάσχα θύειν ἐντέταλται ὁ Θεός, τύπος ἦν τοῦ Χριστοῦ» (19). Τό Ἰουδαϊκό δηλαδή Πάσχα θεωρεῖται προτύπωση τῆς σταυρικῆς θυσίας. Γι’ αὐτό καί οἱ χριστιανοί ἀκολουθοῦσαν τό Ἰουδαϊκό Πάσχα καί ἑόρταζαν ἀνάλογα τό σωτήριο πάθος τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Κύριος τέλεσε τό Μυστικό Δεῖπνο κατά τή 14 ἥ του μηνός Νισᾶν, στηριζόμενοι μάλιστα σέ μαρτυρίες τῶν Συνοπτικῶν εὐαγγελίων, καί κυρίως στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο, ὁ ὅποιος λέγει ὅτι τό τελευταῖο δεῖπνο τοῦ Κυρίου ἔγινε τήν ὀψία τῆς πρώτης μέρας τῶν ἀζύμων (20).

Στήν ἴδια γραμμή ἐκινεῖτο καί ὁ Μελίτων Σάρδεων (166180), τίς θέσεις τοῦ ὁποίου ἀκολούθησαν οἱ ἐκκλησίες τῆς Μικρῆς Ἀσίας · «Τῆς Ἀσίας ἁπάσης αἱ παροικίαι- γράφει ὁ ἱστορικός Εὐσέβιος Καισαρείας – ὡς ἐκ παραδόσεως ἀρχαιοτέρας σελήνηs τήν τεσσαρεσκαιδεκάτην ὤοντο δεῖν ἐπί τοῦ σωτηρίου Πάσχα ἑορτῆς παραφυλάττειν, ἐν ἡ θύειν τό πρόβατον Ἰουδαίοις προηγορεύοντο» (21).

Σ’ ἀντίθεση μέ τούς Μικρασιάτες «Τεσσαρεσκαιδεκατίτες», ὅπως ἐλέγοντο, οἱ ὁποῖοι ἑόρταζαν τό Πάσχα κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, τήν 14 ἡ Νισᾶν ὁποιαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος κι ἄν τύχαινε, «οἱ ἄλλες ἐκκλησίες τόσο τῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καί τῆς Δύσεως ἑορτάζουν ὄχι μόνο τόν σταυρικό θάνατο, ἀλλά καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν πρώτη Κυριακή μετά τή 14 ἥ του μήνα Νισᾶν» (22). Στήν ἐπιλογή αὐτή συνέβαλε τό ὅτι, σύμφωνα μέ τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἡ σταύρωση τοῦ Κυρίου ἔγινε τήν προηγούμενη ἡμέρα ἀπό τό Ἰουδαϊκό Πάσχα, ἡ δέ Ἀνάσταση τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, δηλαδή τήν Κυριακή (23).

Παρά δέ τίς διαφοροποιήσεις ὡς πρός τήν ἐπιλογή τῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καί τίς κατά τούς δεύτερο καί τρίτο αἰῶνες ἔριδες, οἱ ὁποῖες σύν τοῖς ἄλλοις ὀφείλοντο καί στήν διάφορον μέθοδον καθορισμοῦ τῆς πανσελήνου γιά νά μήν εἶναι τό Πάσχα κοινό μέ τούς Ἑβραίους (24), πό τόν τρίτο αἰώνα ἐπικράτησε ἡ Κυριακή ὡς ἡμέρα τοῦ Πάσχα σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες. Στήν εἰρήνευση μάλιστα τῶν Χριστιανῶν καί τῶν Ἐκκλησιῶν στίς ὁποῖες ἀνῆκαν συνέβαλαν τά μέγιστα σπουδαῖες προσωπικότητες, ὅπως ὁ Πολύκαρπος Σμύρνης καί ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος.

Τό πρόβλημα ὅμως τελικά λύθηκε ἀπό τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο (325), ἡ ὁποία ἐέπεβαλε ὁμοιομορφία ἑορτασμοῦ σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες ὁρίζοντας ὅτι τό Πάσχα θά τελεῖται «τήν Κυριακήν ἥτις ἕπεται τή πρώτη πανσελήνω τοῦ ἔαρος » (25). Ὁ ὑπολογισμός αὐτός ἔγινε βάσει τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ ἡμερολογίου (26). Ὡς πρώτη δέ πανσέληνος τοῦ ἔαρος θεωρεῖται ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ τήν 20 ἡ Μαρτίου (27).

Στό σημεῖο αὐτό καί μέ βάση τίς ἄμεσες καί ἔμμεσες λειτουργικές πηγές τῆς ἀρχαϊκῆς Ἐκκλησίας θά δώσουμε μίαν εἰκόνα τοῦ ἐορτολογικοῦ περιεχομένου καί τῆς τάξεως τῆς ἀκολουθίας τοῦ Πάσχα μέχρι τόν τέταρτο μ.Χ. αἰώνα.

Ἀναφέραμε ἤδη ὅτι τήν παλαιότερη πληροφορία περί τῆς καθιερώσεως τοῦ Πάσχα ὡς ἑορτῆς τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τήν ἔχουμε ἀπό τό ἀπόκρυφο κείμενο τοῦ δευτέρου μ.Χ. αἰώνα, τήν «Ἐπιστολή τῶν Ἀποστόλων», ὅπου δίδονται καί οἱ πρῶτες πληροφορίες περί τῆς ἀγρυπνίας τῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία διαρκοῦσε μέχρι τήν ἀλεκτοροφωνία καί ὁλοκληρωνόταν μέ τήν εὐχαριστιακήν σύναξη (28). Τήν ἴδια ἐοχή, μέσα δηλαδή τοῦ δευτέρου μ.Χ. αἰώνα, ἀπό τό περίφημο ποίημα τοῦ Μελίτωνα Σάρδεων (166-180) «Περί Πάσχα» (29), διαπιστώνουμε ὅτι ἐκτός ἀπό αὐτοσχέδιους ὕμνους, ἀναγνώσματα, προσευχές καί τέλεση θείας Εὐχαριστίας ὑπάρχει καί συγκεκριμένη πασχάλιος ἀκολουθία. Κατά τούς εἰδικούς μελετητές τοῦ ἐν λόγω ἔργου σημειώνεται ὅτι αὐτό εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς (30).

Σημαντικές ἐπίσης πληροφορίες γιά τήν ἱστορία καί τή θεολογία τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα στήν ἀρχαϊκή Ἐκκλησία ἔχουμε καί ἀπό ἀξιόλογα κείμενα τοῦ τέλους τοῦ δευτέρου καί τῶν ἀρχῶν τοῦ τρίτου μ.Χ. αἰώνα. Σέ ψευδώνυμο κείμενο, Πασχάλια ὁμιλία, ἀποδιδόμενη στόν Ἰππόλυτο ( β΄ μ. Χ. αἱ.) τό Πάσχα χαρακτηρίζεται ὡς «κοινή των ὅλων πανήγυρις» καί «οὐρανοῦ καί γῆς ἱερά τελετή» (31). Ἀπό ἐκείνη μάλιστα τήν ἐποχή στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τό πασχαλινό μυστήριο, ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικά καί ὁ Jean Danielou, ἐξέφραζε ὁλόκληρο τό χριστιανικό μυστήριο (32). Ἔτσι μέ βάση τό παραπάνω κείμενο φαίνεται ὅτι τήν τοῦ Πάσχα πνευματική ἑορτή τή θεωροῦσαν ὡς «ἀρχήν καί κεφαλήν καί πρώτην ἡγεμονίαν παντός του χρόνου καί αἰῶνος… ἵνα ὡς ὁ Κύριος των πάντων νοητῶν τέ καί ὁρατῶν πρωτόγονός ἐστι καί πρωτότοκος ἀπ’ ἀρχῆς, οὕτως καί ὅδε ὁ μήν ὁ τήν ἱερόν τετιμημένος τελετήν πρῶτος γεγένηται τοῦ ἐνιαυτοῦ καί παντός αἰῶνος ἀρχή» (33).

Μέ δεδομένο ὅτι ὁ μήνας Νισσᾶν στό Ἰουδαϊκό ἡμερολόγιο ἦταν ὁ πρῶτος μήνας τοῦ ἔτους, οὐσιαστικά μέ τήν ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα ἔχουμε μία νέα ἀρχή, ἀνάπλαση τοῦ χριστιανικοῦ ἔτους. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι ἡ νέα αὐτή ἀρχή ἐκφράζεται μέ τό Βάπτισμα, πού τήν ἐποχή ἐκείνη ἐτελεῖτο τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀλλά δηλώνεται καί μέ αὐτό πού ὀνομάζουμε Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα καί Καινή Κυριακή, ἀπό τήν ὁποίαν γίνεται ὁ ὑπολογισμός τῶν Ἑβδομάδων (34).

Ἡ σύνδεση τοῦ Βαπτίσματος μέ τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα, στήν ὁποίαν πρίν λίγο ἀναφερθήκαμε, μνημονεύεται ἀπό αὐτήν τήν ἐποχή γιά τήν ὁποίαν κάνουμε λόγο, καί δή ἀπό τόν Τερτυλλιανό (155-222) (35). Τό βάπτισμα ὡς συμμετοχή στό θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (36) δέν θά μποροῦσε παρά νά εἶναι συνδεδεμένο μέ τό Πάσχα, καθόσον «ἡ μέν γάρ ἡμέρα μνημόσυνον ἐστιν ἀναστάσεως τό δέ βάπτισμα δύναμίς ἐστι πρός τήν ἀνάστασιν» (37). Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι ἀκόμη καί ἡ διένεξη τοῦ δευτέρου αἰώνα πάνω στήν ἡμερομηνία τοῦ Πάσχα ἄφησε ἀνέπαφη αὐτή τή βαθύτερη σημασία πού ὑπογραμμίζει τό ὁριστικό ξεπέρασμα τῆς Ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς (38).

Ὁ Τερτυλλιανός μᾶς πληροφορεῖ ἀκόμη γιά τόν ἀναστάσιμο ἀσπασμό τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα (39), γιά τήν ὁλονυκτία τοῦ Πάσχα (40), ἄλλα καί γιά τήν διήμερη νηστεία πού στήν ἐποχή τοῦ προηγεῖτο τῆς ἑορτῆς (41). Τό θέμα αὐτό, ἡ προπασχάλιος δηλαδή νηστεία, ἀπετέλεσε μέρος τῶν διαφωνιῶν καί ἐρίδων αὐτῆς τῆς περιόδου. Ἔτσι, ὅσοι συνέδεαν τό ἰουδαϊκό καί τό χριστιανικό Πάσχα νήστευαν μετά τόν πασχάλιο δεῖπνο, ἐνῶ, ὅσοι τά ξεχώριζαν, νήστευαν πρίν ἀπό τόν πασχάλιο δεῖπνο, δηλαδή ὁλόκληρη τήν ἥμερά του Πάσχα. Ὁ Εἰρηναῖος (140-202) παρατηρεῖ ὅτι «οὐδέ γάρ μόνον περί τῆς ἡμέρας ἐστίν ἡ ἀμφιοβήτηοις, ἀλλά καί περί τοῦ εἴδους αὐτοῦ τῆς νηστείας. Οἱ μέν γάρ οἴονται μίαν ἡμέραν δεῖν αὐτούς νηστεύειν, οἱ δέ δύο, οἱ δέ πλείονες, οἱ δέ τεσσαράκοντα ὥρας ἡμερινᾶς τε καί νυκτερινᾶς συμμετρούσιν τήν ἡμέραν αὐτῶν» (42). Ἡ ἐν λόγω πάντως νηστεία στά μέσα του Γ’ αἰώνα, κατά τή μαρτυρία τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, ἔγινε μία ἑβδομάδα (43), καί στίς ἀρχές τοῦ Δ’ αἰώνα αὐξήθηκε σέ 40 ἡμέρες κατά μίμηση τῆς νηστείας τοῦ Χριστοῦ (44).

Ἕνα ἄλλο τώρα Συριακό κείμενο τῶν ἀρχῶν τοῦ τρίτου αἰώνα, ἡ «Διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων», μᾶς παραδίδει μία πληρέστερη εἰκόνα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Προσδιορίζει μέ σαφήνεια τό περιεχόμενο τῆς νηστείας, κατά τήν ὁποίαν οἱ πιστοί ἀπό τή Δευτέρα πρό τοῦ Πάσχα μέχρι τήν Πέμπτη εἶχαν μονοφαγία καί ἔτρωγαν τήν ἐννάτη μόνο ψωμί, ἁλάτι καί νερό. Τήν Παρασκευή δέ καί τό Σάββατο «nihil gu stantes», δέν ἔτρωγαν δηλαδή τίποτε. Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγω πηγή, τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου γινόταν ὁλονυκτία καί μέχρι τήν τρίτη ὥρα τῆς νυκτός, τήν ἀλεκτοροφωνία, ἀνεπέμποντο εὐχές καί διαβάζονταν οἱ Προφῆτες, τό Εὐαγγέλιο καί οἱ Ψαλμοί μέ φόβο καί τρόμο, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στό κείμενο. Ἀκολούθως ἐτελεῖτο ἡ θεία Εὐχαριστία, στήν ὁποίαν ὅλοι συμμετεῖχαν ἐν χαρά καί ἀγαλλίασει μέ τήν αἴσθηση ὅτι ὁ ἀναστημένος Χριστός εἶναι ἡ ἐγγύηση καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου (45). Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο ὅτι αὐτό τό ἀναστάσιμο, χαρούμενο καί ἐσχατολογικό βίωμα τῶν Χριστιανῶν κατά τή νύκτα τοῦ Πάσχα ἡ Ἐκκλησία ἀπό τότε τό ἐξεδήλωνε καί μέ τήν «διά κανδηλῶν» φωτοχυσία τοῦ Ναοῦ (46).

Ἀνάλογες πληροφορίες μᾶς δίδει καί ἡ «Ἀποστολική Παράδοση» τοῦ Ἰππολύτου (217), στήν ὁποίαν λέγονται τά ἑξῆς: «θά διέλθουν ἅπασαν τήν νύκτα ἀγρυπνοῦντες· θά τούς ἀναγνώσουν ἁγιογραφικᾶς περικοπᾶς καί θά τούς διδάξουν». Μετά δέ ἀπό λίγο, «κατά τήν ἀλεκτοροφωνίαν, θά προσευχηθοῦν κατ ‘ ἀρχάς ὕπερθεν τοῦ ὕδατος» καί θά ἀκολουθήσει τό βάπτισμα στά πλαίσια τῆς θείας Εὐχαριστίας (47). Τό κείμενο αὐτό τοῦ Ἰππολύτου ἔχει, νομίζουμε, ἰδιαίτερη σημασία διότι γιά πρώτη φορά τόν τρίτο μ.Χ. αἰώνα δίδονται τόσο πολλά στοιχεῖα γιά τόν τρόπο τελέσεως τοῦ Βαπτίσματος ἐνταγμένου στήν ὅλη τελετή τοῦ Πάσχα.

Ἔτσι π.χ. ἐνῶ δέν ἀναφέρεται ποιές ἁγιογραφικές περικοπές διαβάζονταν συγκεκριμένα κατά τήν ἀγρυπνία ἤ ποιό τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας πού ἀκολουθοῦσε, γιά τό Βάπτισμα ἐπισημαίνονται ἡ τριετής προετοιμασία τῶν κατηχουμένων, οἱ ἐξορκισμοί κατά τίς τελευταῖες πρό τοῦ μυστηρίου ἡμέρες, ὁ καθαγιασμός τοῦ ὕδατος περί τήν ἀλεκτοροφωνίαν, ἡ πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς τελετῆς τοῦ Βαπτίσματος εὐλογία ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του ἐλαίου τοῦ Χρίσματος καί τοῦ ἐπορκιστοῦ Ἐλαίου, ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως καί ἡ τριπλῆ κατάδυση, τό χρίσμα καί ἡ συμμετοχή τῶν νεοφώτιστων στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας (48).

Γιά τή λαμπρότητα καί μεγαλοπρέπεια τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα μιλοῦν μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση καί τά κείμενα τοῦ τετάρτου μ.Χ. αἰώνα, μία περίοδο πού κατά τήν μαρτυρία τῆς Αἰθερίας ἔχουν διαμορφωθεῖ τόσο ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὅσο καί ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή των ὀκτῶ ἑβδομάδων στήν Ἀνατολή καί τῶν τεσσάρων στή Δύση (49).

Ἔτσι, λοιπόν, βλέπουμε τόν δράσαντα στήν Ἀντιόχεια Ἀστέριο τό Σοφιστή (337-341) νά χαρακτηρίζει τή νύκτα τοῦ Πάσχα ὡς «φωτός πεπληρωμένη» καί «ἀστραπῆς φαεινοτέρα » (50). Ὁ ἴδιος δέ συγγραφέας μνημονεύει καί τό δωδέκατο ἀνάγνωσμα (περί τῶν τριῶν παίδων), τό τελευταῖο δηλαδή τῆς σειρᾶς πού διαβαζόταν τήν ἑσπέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (51). Τοῦτο σημαίνει ὅτι ἀπό τήν ἐποχή αὐτή ἄρχισαν νά διαμορφώνονται τά ἀναγνώσματα πού μνημονεύονται ἀναλυτικά σέ πηγές τοῦ ἀμέσως ἑπόμενου αἰώνα καί διαβάζονταν γιά νά καλύψουν ἀφενός τή νυχτερινή ἀκολουθία καί ἀφ’ ἑτέρου «διά τήν διδαχήν των πρός τό βάπτισμα εὐτρεπιζομένων» (52). Ἀνάλογη πληροφορία μᾶς δίδει καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων (312-386), ὁ ὁποῖος στή σύντομη Κατήχηση πού ἀπηύθυνε στούς φωτιζομένους τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου μνημονεύει τό ἕκτο κατά σειράν ἀνάγνωσμα ἀπό τόν Ἠσαΐα «φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ ἤκει γάρ σάν τό φῶς» (53). Σημειωτέον ὅτι, στή Βυζαντινή παράδοση, ὅπου ὑπάρχουν δεκαπέντε ἀναγνώσματα, τό κείμενο ἀπό τόν Ἠσαΐα εἶναι δεύτερο στή σειρά, ἐνῶ ὁ ὕμνος τῶν τριῶν παίδων εἶναι τό δέκατο πέμπτο ἀνάγνωσμα.

Γιά τή λαμπροφορία καί φωταγωγία τῆς πασχαλινῆς νύκτας μιλᾶ καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στούς περίφημους περί τοῦ ἁγίου Πάσχα λόγους τοῦ (54). Κομμάτια δέ ὁλόκληρα ἀπό αὐτές τίς ὁμιλίες ἀξιοποιήθηκαν ἀπό τούς ὑμνογράφους, ὅπως π.χ. τόν Ἰωάννη τό Δαμασκηνό, προκειμένου νά ὑμνηθεῖ τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως (55).

Περισσότερα λειτουργικά στοιχεῖα γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα μᾶς δίδουν δύο σπουδαία κείμενα τοῦ τέλους τοῦ Δ’ μ.Χ. αἰώνα. Πρόκειται γιά τίς «Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» καί τό «Ὁδοιπορικό» της περιηγήτριας Αἰθερίας.

Τό πρῶτο, τό ὁποῖο διασώζει τήν μέχρι τότε Λειτουργική Παράδοση τῆς Ἀντιόχειας, ἐπαναλαμβάνει καί ἐμπλουτίζει μαρτυρίες πού ἔχουμε ἀπό τή «Διδασκαλία των Ἀποστόλων» καί τόν Ἰππόλυτο. Ξεκινᾶ μέ τήν παρατήρηση ὅτι τό χριστιανικό Πάσχα δέν ἔχει καμία σχέση μ’ αὐτό τῶν Ἰουδαίων καί προχωρᾶ στούς ὅρους τῆς προπασχάλιας ἑβδομαδιαίας νηστείας «ἀπό δευτέραν μέχρι τῆς Παρασκευῆς καί Σαββάτου, ἐξ ἡμέρας, μόνω χρώμενοι ἄρτω καί ἀλί καί λαχάνοις καί ποτῶ ὕδατι… Τήν μέντοι Παρασκευήν καί Σάββατον ὁλόκληρον νηστεύσατε… μηδενός γενόμενοι μέχρις ἀλεκτοροφωνίας· εἰ δέ τίς ἀδυνατεῖ τάς δύο συνάπτειν ὁμοῦ, φυλασσέσθω καν τό Σάββατον » (56).

Στή συνέχεια ἀναφέρεται στήν παννυχίδα τοῦ Πάσχα, κατά τήν ὁποίαν οἱ πιστοί διανυκτερεύουν προσευχόμενοι καί δεόμενοι καί «ἀναγινώσκοντες τόν Νόμον, τούς Προφήτας, τούς Ψαλμούς μέχρι ἀλεκτρυόνων κλαγγῆς». Ἀκολουθεῖ τό Βάπτισμα τῶν κατηχουμένων, ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου «ἐν φόβω καί ἐν τρόμω» καί τό κήρυγμα πρός τό λαό διά «τά πρός σωτηρίαν » (57). Ἡ ὅλη τελετή ὁλοκληροῦται μέ τή θεία Εὐχαριστία τίς πρωινές ὧρες τῆς Κυριακῆς, κατά τίς ὅποιες ἔγινε καί ἡ Ἀνάσταση. «Διά τοῦτο οὔν καί ὑμεῖς» γράφει ὁ συγγραφέας τῶν « Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» « ἀναστάντος τοῦ Κυρίου προσενέγκατε τήν θυσίαν ὑμῶν, περί ἧς ὑμίν διετάξατο δι’ ἡμῶν λέγων: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν», καί λοιπόν ἀπονηστεύετε, εὐφραινόμενοι καί ἑορτάζοντες, ὅτι ἀρραβών τῆς ἀναστάσεως ὑμῶν Ἰησοῦς ὁ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν » (58). Σημαντική εἶναι ἐπίσης καί ἡ μαρτυρία τῶν «Ἀποστολικῶν Διαταγῶν» γιά τήν μετά ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἑορτή τοῦ Θωμᾶ, ἀλλά καί μετά ἀπό σαράντα ἡμέρες ἑορτή τῆς ἀναλήψεως (59).

Τό δεύτερο κείμενο, αὐτό τῆς Αἰθερίας, ἀναφερόμενο στήν ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα λέει ὅτι γίνεται ὅπως στή Δύση. Ἡ διαφορά βρίσκεται στό ὅτι οἱ νεωφώτιστοι μετά τή βάπτισή τους καί τήν ἔνδυσή τους μέ λευκά ἐνδύματα, ὁδηγοῦνται μέ τόν Ἐπίσκοπο στήν Ἀνάσταση. Ὁ Ἐπίσκοπος εἰσέρχεται πίσω ἀπό τό κιγκλίδωμα τῆς Ἀναστάσεως, ψάλλεται ἕνας ὕμνος, προσεύχεται ὁ Ἐπίσκοπος γιά τούς νεοφώτιστους καί μεταβαίνει μαζί τους στή μεγάλη Ἐκκλησία, τό Μαρτύριο, γιά τήν συνέχιση τῆς ἀγρυπνίας μέ τή συμμετοχή ὅλου του λαοῦ (60). Οἱ πληροφορίες αὐτές δείχνουν ὅτι ἡ βάπτιση δέν διέκοπτε τήν ὅλη ἀκολουθία, ἀλλά ἐνῶ γινόταν αὐτή οἱ πιστοί παρέμεναν στό Ναό τοῦ Μαρτυρίου συμμετέχοντες στήν ἀκολουθία (61).

Ἀκολούθως ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία ( facta oblatione fit missa ) καί γινόταν ἀπόλυση. Μετά δέ τή θεία Λειτουργία καί τήν ἀπόλυση στή μεγάλη Ἐκκλησία, μέ ψαλμούς καί ὕμνους ἔρχονταν στήν Ἀνάσταση ὅπου διαβαζόταν ξανά τό ἀναστάσιμο εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (62). Ἐδῶ ἔχουμε τήν ἀρχαιότερη μαρτυρία γιά τά ὀρθρινά ἀναστάσιμα Εὐαγγέλια, τά λεγόμενα Ἑωθινά Εὐαγγέλια (63). Στό νέο αὐτό Ναό ἔκαναν μία προσευχή καί ὁ Ἐπίσκοπος τελοῦσε πάλι τήν θεία Λειτουργία ( fit oratio et denuo ibi offeret episcopus ). Ἐδῶ ἔχουμε ἐπίσης τήν παλαιότερη ἀναφορά τελέσεων δεύτερης θείας Λειτουργίας στήν ἴδια λειτουργική ἡμέρα, ἀλλά σέ διαφορετικό Ναό (64), χάριν τοῦ λαοῦ, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ἡ Αἰθερία (65). Ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες μᾶς δίδει ἡ Αἰθερία καί γιά τόν Ἑσπερινό της Κυριακῆς του Πάσχα, μετά τήν ἀπόλυση τοῦ ὁποίου ὅλοι λιτανευτικά μετέβαιναν στήν Σιῶν, ὅπου ἔψελναν ὕμνους, ἔκαναν μία προσευχή καί διάβαζαν ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη τήν περικοπή «οὔσης ὀψίας τή ἡμέρα ἐκείνη…» (Ἰω. 20, 19-25) πού ἀναφέρεται στήν ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ στούς μαθητές (66) καί εἶναι ἡ ἴδια πού μέχρι καί σήμερα διαβάζεται στόν Ἑσπερινό της Ἀγάπης.

Ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα στήν Ἱεροσολυμιτική λειτουργική παράδοση ὁλοκληρώνεται μέσα ἀπό τά στοιχεῖα πού μᾶς δίδουν πηγές μεταγενέστερές του τετάρτου μ.Χ. αἰώνα. Πρόκειται

α) γιά τό «Τυπικό των Ἀρμενίων» ἤ «Ἀρχαῖο Βιβλίο τῶν Περικοπῶν» (5 ου μ.χ, αἱ.), ποῦ διασώζει πανάρχαια Ἱεροσολυμιτικά στοιχεῖα σέ ἀρμενική μετάφραση (67),

β) τό «Μέγα Λεξιονάριο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων» ἤ «Μέγα Βιβλίο Περικοπῶν» (5 ου μ.Χ. αἱ., πού καί αὐτό μας παραδίδει τήν παλαιά Ἱεροσολυμιτική λειτουργική πράξη σέ γεωργιανή μετάφραση (68),

γ) τό «Ἱεροσολυμιτικό Κανονάριον (Τυπικόν)», 7 οὐ μ.Χ. αἱ., κατά Γεωργιανήν μετάφρασιν (69), καί

δ) τό «Τυπικόν της Ἀναστάσεως» τοῦ ἔτους 1122, σέ ἔκδοση τοῦ Παπαδόπουλου Κεραμέα (70).

Τά θέματα ἐκεῖνα πού ἀξίζει ἐδῶ κυρίως νά παρουσιάσουμε, μέ βάση τά παραπάνω κείμενα, στά ὁποῖα ἡ ἀκολουθία τοῦ Πάσχα, ἀλλά καί ὁλόκληρης τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, εἶναι συγκροτημένη, ἀφοροῦν

α) στήν τελετή τῆς ἁφῆς τοῦ ἁγίου φωτός,

β) στή διαμόρφωση καί ἐξέλιξη τῶν ἀναγνωσμάτων κατά τό ἑσπέρας τοῦ Μ. Σαββάτου καί τήν τελετή τῆς Βαπτίσεως καί,

γ) στό ὑμνογραφικό στοιχεῖο μέ τό ὁποῖο ἐμπλουτίζεται ἡ τάξη τῆς Πασχαλινῆς Παννυχίδας.

Γιά τήν ἁφή τοῦ ἁγίου φωτός σαφῆ καί ἰδιαίτερη μνεία κάνει τό «Ἀρμενικό Τυπικό», τό ὁποῖο εἶναι πολύ κοντά στήν τάξη πού μᾶς διασώζει ἡ Αἰθερία, ἡ ὁποία ἄμεσα τουλάχιστον δέν κάνει λόγο γι’ αὐτό τό θέμα. Ἡ ἴδια βεβαίως ὅταν περιγράφει τόν Ἑσπερινό μιᾶς κοινῆς Κυριακῆς στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως λέγει ὅτι οἱ πιστοί «ἀνάπτουν τούς λύχνους καί τά κηρία» ἀπό φῶς πού «προέρχεται ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ του σπηλαίου, ἔνθα νύκτα καί ἡμέραν ἄνευ διακοπῆς καίει λύχνος ὄπισθέν του κιγκλιδώματος» (71). Δέν ἀποκλείεται ἡ συνήθης αὐτή πράξη πού ἔχει τίς ρίζες της σέ παλαιότερο ἔτος ἀνάμματος λύχνων ἤ κηρίων στούς τάφους τῶν μαρτύρων καί εἶναι δομικό στοιχεῖο τοῦ Ἑσπερινοῦ, νά ἐντάχθηκε καί στό τυπικό της παννυχίδας τοῦ Πάσχα μέ τόν ἴδιο ἀρχικά ἁπλό τρόπο (72).

Ἡ παλαιότερη πάντως ἀναφορά σε τελετή ἁφῆς τοῦ νέου φωτός κατά τό Πάσχα παραδίδεται ἀπό τόν Ἱερώνυμο στή Δύση τό 384, τήν ἴδια ἀκριβῶς ἐποχή πού ζεῖ καί ἡ Αἰθερία. «Τό γεγονός ὅτι ἡ ἐν λόγω τελετή, κατά κοινήν ὁμολογίαν τῶν ἐρευνητῶν, εἰσῆλθεν εἰς τήν Δύσιν ἐκ τῆς Ἀνατολῆς, ὁδηγεῖ ἠμᾶς εἰς τό συμπέρασμα, ὅτι ἡ πρώτη ἐμφάνισις αὐτῆς θά πρέπει νά ἀναζητηθῆ εἰς χρόνον ἱκανῶς προγενέστερόν του ἔτους 384» (73). Ὡς ἐκ τούτου ἡ πληροφορία τοῦ «Ἀρμενικοῦ Τυπικοῦ» γιά τήν ἀκολουθία τῶν φώτων στήν ἁγίαν Ἀνάστασιν τήν ἑσπέρα τοῦ Σαββάτου, ὁπότε καί ὁ Ἐπισκόπος «ἀνάπτει τρία κηρία καί μετ’ αὐτόν οἱ διάκονοι καί ἐν συνεχεία ἅπαν το ἐκκλησίασμα» (74) μᾶς διασώζει ἀρχαία πράξη γνωστή σ’ Ἀνατολή καί Δύση.

Γιά τήν τελετή αὐτή μιλᾶ καί τό «Μέγα Λεξιονάριο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων» ἤ «Μέγα Βιβλίον τῶν Περικοπῶν». Ἐδῶ ἡ πράξη αὐτή γίνεται πρίν τό βάπτισμα τῶν νεοφώτιστων, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, μετά τό Ἀντίφωνα τοῦ Ἑσπερινοῦ · «Μετά ταῦτα ὁ Ἐπίσκοπος δίδει ἀσπασμόν εἰς τούς ἱερεῖς, διακόνους καί ὑπηρέτας τοῦ ναοῦ. Ἔπειτα ὁ Ἐπίσκοπος εὐλογεῖ καινουργές κηρίον, ἀνάπτουν τά κηρία καί ἀνοίγουν τάς θήρας, ἀρχόμενοι ψάλλοντες «Κύριε ἐκέκραξα» (75). Τήν ἴδια σχεδόν διάταξη γιά τό θέμα αὐτό ἔχει καί τό «Ἱεροσολυμιτικόν Κανονάριον» τοῦ ἑβδόμου μ.Χ. αἰώνα (76).

Πληρέστερη περιγραφή γιά τήν ἁφή τοῦ ἁγίου φωτός κάνει τό Τυπικό της Ἀναστάσεως (12 ὅς μ.Χ. αἱ.), ἀνάλογη περίπου μ’ αὐτή πού γίνεται σήμερα στόν Πανάγιο Τάφο. Τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ καί μετά τήν Εἴσοδο καί τά ἀναγνώσματα στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως «πίπτει ὁ Πατριάρχης ἔμπροσθέν του Ἁγίου Βήματος ἐπί πρόσωπον, εἰς τό ἔδαφος, καί δεηθῆ μετά δακρύων ὑπέρ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων καί ἐκτείνει τάς χείρας αὐτοῦ πρός τό ὕφος. Ποιεῖται οὕτως τρίς, καί οἱ σύν αὐτῶ ὁμοίως· καί ὁ λαός τό «Κύριε ἐλέησον» μέ φωνᾶς ἀδιαλείπτως. Καί τότε ἐν τῷ εἰσελθεῖν ὁ Πατριάρχης εἰς τόν Ἅγιον Τάφον καί οἱ μετ’ αὐτοῦ, πίπτει ἐπί πρόσωπον τρίς καί δεηθῆ καί παρακαλεῖ περί ἑαυτοῦ τέ καί τοῦ λαοῦ καί τότε ἄψει ἐκ τοῦ Ἁγίου Τάφου τό ἅγιον φῶς καί δίδει εἰς τόν ἀρχιδιάκονον, καί ὁ ἀρχιδιάκων τῷ λαῶ· καί μετά τοῦτο εὐγένει ὁ Πατριάρχης καί οἱ σύν αὐτῶ, ψάλλοντες στιχηρόν ἤχου α’. Εὐθύς λιτή εἰς τόν Ἅγιον Κωνσταντῖνον. Φωτίζου φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ…» (77).

Σχετικά τώρα μέ τά πολλά ἀναγνώσματα πού λέγονταν στόν Ἑσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, ἄλλοτε πρίν τό βάπτισμα, ἄλλοτε μετά καί ἄλλοτε κατά τή διάρκεια τῆς τέλεσής του (78), εἴδαμε ὅτι ἡ διαμόρφωσή των εἶχε ἀρχίσει ἀπό παλαιότερα. Τό πρῶτο ὅμως κείμενο στό ὁποῖο διασώζεται ἡ πλήρης σειρά αὐτῶν τῶν περικοπῶν ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι τό «Ἀρμένικο Τυπικό». Μετά ἀπό κάθε ἀνάγνωσμα διαβαζόταν μία εὐχή καί γινόταν γονυκλισία. Μετά τό τελευταῖο κείμενο ἀπό τόν προφήτη Δανιήλ γιά τούς τρεῖς παῖδες ὁ Ἐπίσκοπος εἰσόδευε τούς νεοφώτιστους στό καθολικό του Ναοῦ γιά τήν τέλεση προφανῶς τῆς θείας Λειτουργίας (79). Τά κείμενα αὐτά ἦταν α) Γέν. 1,13,24, β) Γέν. 22, 18, γ) Ἔξοδ. 12,1-24. δ) Ἰωνά 1,1-4,11, ε) Ἔξοδ. 14,24-15,21 στ) Ἡσ. 60,1-13, ζ) Ἰώβ 38,1-28, η) Δ’ Βασ. 2, 1-29, θ) Ἱερ. 31,31-4, ι) Ἰησοῦ Ναυή 1,1-9, ια) Ἰεζεκ. 37, 1-14 καί ιβ) Δᾶν. 3,1-90.

Τά ἀναγνώσματα τοῦ «Μεγάλου Λεξιοναρίου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων» (80) καί τοῦ «Ἱεροοολυμιτικοῦ Κανό ναρίου» τοῦ Ζ’ αἰώνα εἶναι τά ἴδια (81) μέ μικρές μόνο παραλλαγές. Ἡ ἀνάγνωσή των δέν φαίνεται ὅτι γινόταν κατά τή διάρκεια τῆς βαπτίσεως τῶν φωτιζομένων. Ἀντιθέτως στό «Τυπικό της Ἀναστάσεως» τά ἀναγνώσματα εἶναι δεκαπέντε, τά ἴδια μ’ αὐτά πού ὑπάρχουν μέχρι σήμερα στό Τριώδιο (82), διαβάζονται πρίν τή Βάπτιση τῶν φωτιζομένων καί ὁρισμένα ἀπό αὐτά ἔχουν προκείμενα τά ὁποῖα ψάλλονται ἀντιφωνικά (83).

Τά δύο μεταγενέστερα Τυπικά της Ἱεροσολυμιτικῆς Λατρείας, δηλαδή τό «Κανονάριο» τοῦ Ζ’ αἰώνα καί τό «Τυπικό της Ἀναστάσεως» τοῦ IB ‘ αἰώνα, μᾶς δίδουν ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα τόσο γιά τήν ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς, ὅσο καί γιά ἄλλες πτυχές τῆς τάξεως τῆς πασχαλίου ἀκολουθίας πού δυστυχῶς στήν πορεία τῶν αἰώνων ἀλλοιώθηκαν.

Ἔτσι, στό πρῶτο κείμενο μαρτυρεῖται τό Στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ « Φωτίζου, φωτίζου Ἱερουσαλήμ », ἡ ὑπακοή « Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε…» κατά τήν εἴσοδο τῶν νεοφώτιστων στήν ἐκκλησία γιά τήν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, τό «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν » μετά τήν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας καί πρίν τά ἀναγνώσματα καί τά τροπάρια «Κύριε, ὥσπερ νεκρός ἐν τάφω» καί «Ὁ ἄγγελός σου, Κύριε» στόν Ὄρθρο τοῦ Πάσχα (84).

Στό Τυπικό της Ἀναστάσεω ς ὁ ἑσπερινός κατά τήν παννυχίδα τοῦ Πάσχα ψάλλεται « ὄπισθέν του Ἁγίου Τάφου ἐν γαληνότητι », ἐνῶ προηγουμένως κατά τήν ἐνάτην ὥρα «καταβαίνει ὁ Πατριάρχης σύν τῷ κλήρω ἀλλαγμένοι ἄσπρα εἰς τήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν». Μνημονεύονται τά στιχηρά ἀναστάσιμα στό «Κύριε ἐκέκραξα», «Τάς ἐσπερινᾶς ἡμῶν εὐχᾶς…» κ.λπ., τό  φωτίζου φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ » στή Λιτή, καί τά Ἀπόστιχα «Φῶς ἑσπερινόν ἐπέλαμψεν τοῖς ἐν σκότει πάοιν…», «Ἔλαμψεν «ἡμῖν ἡ πάμφωτος καί σεπτή ἑσπέρα…» καί « Ἱερουσαλήμ, φαιδρύνθητι· ἡ Σιῶν, εὐφραίνου…».

Ἀπό τήν πλούσια ὑμνογραφία πού διασώζει τό τυπικό αὐτό μνημονεύουμε ἀκόμη τά στιχηρά πού ψάλλονται εἰς τά ἅγια, ἀντί τοῦ χειρουβικοῦ, «τῆς λαμπρᾶς καί ἔνδοξου ἐορτασίμου ἀναστάσεως…», καί β) «Ἐξηγέρθης, Χριστέ, ἐκ τοῦ μνήματος…», ἐπίσης τόν Κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα…», ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, καί τό Κοινωνικόν «Ἄγγελοι, σκτιρτήσατε, ἀγαλλιάσθε, γηγενεῖς…» σέ ἦχο πλ. α’ (85).

Ὡς ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ἀκολουθίας τοῦ Πάσχα, ὅπως τήν περιγράφει το ὡς ἄνω Τυπικό, μποροῦμε νά ἐπισημάνουμε

α) τόν τρόπο ἁφῆς τοῦ ἁγίου φωτός κατά τόν Ἑσπερινό της νύκτας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στόν ὁποῖον ἤδη ἀναφερθήκαμε,

β) τήν τέλεση τριῶν Λειτουργιῶν κατά τήν ἴδια μέρα, μία στό Ναό τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, τή Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἀπό τόν Πατριάρχη «εἰς τόν Ἅγιον Τάφον, ἔσωθεν, ἐπί τόν ἅγιον λίθον» καί μία τρίτη μετά τόν ὄρθρο τοῦ Πάσχα στήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν (86),

γ) τόν λιτανευτικό τρόπο εἰσόδου στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως γιά τήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, τοῦ Πατριάρχη καί ὅλου του κλήρου ἐνδεδυμένων μέ «στολία λευκά» (87), τοῦ πρωτοπαπᾶ ἐκφωνοῦντος τό «Δόξα τή ἁγία καί ὁμοουσίω καί ζωοποιῶ τριάδι…» καί τοῦ Πατριάρχου λέγοντος «φωνή λαμπρά» το «Ἀναστάσεως ἡμέρα [καί ἡ ἀρχή δεξιά…]» (88). Τήν ὥρα ἐκείνη ἀκούγεται μπροστά στή Βασιλική Πύλη τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως τό « Χριστός Ἀνέστη…» ψαλλόμενο μέ στίχους πολλές φορές. «Εὐθύς ἀνοίγονται καί εἰσελεύσεται ὁ Πατριάρχης σύν τῷ κλήρω εἰς τόν ναόν, ψάλλοντες τό Χριστός Ἀνέστη…» (89),

δ) τήν ψαλμωδία στιχηρῶν τροπαρίων ἀντί χερουβικοῦ κατά τήν πρώτη Λειτουργία στόν ἅγιο Κωνσταντῖνο τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (90),

ε) τήν ἀνάγνωση τοῦ κατηχητικοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τόν ἀρχιδιάκονο «μεγάλη φωνή» στό τέλος τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα (91), καί

στ) τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς τρίτης Λειτουργίας, μετά δηλαδή τόν Ὄρθρο, ἀπό τόν Πατριάρχη «ἐν τῷ συνθρόνω αὐτοῦ» καί ἀπό τόν ἀρχιδιάκονο «ἐπί τόν ἄμβωνα· καί εἰ τί λέγει ὁ Πατριάρχης, λέγει αὐτό καί ὁ ἀρχιδιάκονος ἕως τέλους τοῦ Εὐαγγελίου» (92).

Ὅλος αὐτός ὁ περί τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα λειτουργικός πλοῦτος τῶν Ἱεροσολύμων γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερος στήν ἐορτολογική παράδοση καί λατρευτική πράξη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ ὅπου τα τοπικά ἔθιμα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν μεγάλων Πατριάρχων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου συνηνώθησαν μέ παραδόσεις τῆς Ἀντιοχείας καί ἀργότερα τῶν Ἱεροσολύμων. Ἔτσι, λοιπόν, ἑορτή τοῦ Πάσχα ἐτελεῖτο μέ πάσαν λαμπρότητα καί οἱ λαμπάδες πυρός ἐπί Μεγάλου Κωνσταντίνου φώτιζαν ὅλο τόν τόπο κατά τή νύκτα τοῦ Πάσχα· «ὡς λαμπάς ἡμέρας τηλαυγεοτέραν τήν μυστικήν διανυκτέρευσιν ἐπιτελεῖσθαι» (93).

Ἡ αὐτοκρατορική τελετουργία ἔθεσε τή δική της σφραγίδα στή μεγαλοπρέπεια τοῦ Πάσχα μέ τίς δοχές καί τά ἐξαίρετα ἄγνωστα τροπάρια πού ὑμνοῦν τῆς Ἀναστάσεως τό Μυστήριο (94). Λίγο ἀργότερα, τό 10 ὁ αἰώνα, τό ἀσματικό Τυπικό της Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως καταγράφει τήν ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως μέ τά βαπτίσματα τῶν φωτιζομένων καί τά 15 Παλαιοδιαθηκικά ἀναγνώσματα ἴδια ἀκριβῶς μέ αὐτά τοῦ Τυπικοῦ της Ἀναστάσεως στά Ἱεροσόλυμα (95).

Τό 12 ὁ αἰώνα τό Τυπικό της Παναγίας τῆς Εὐεργέτιδος, τό ὁποῖο ἐπηρέασε κατά πολύ καί τά ἄλλα μοναστηριακά Τυπικά της ἐποχῆς αὐτῆς, δίδει τή δική του εἰκόνα ὅσον ἀφορᾶ τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Ἐνδεικτικά μόνο μνημονεύομε τό χρόνο ἔναρξης τῆς πασχαλινῆς παννυχίδας (τήν ἡ’ ὥρα τῆς νυκτός, δηλαδή 2 περίπου τά μεσάνυχτα), τήν τελετή τῆς ἁφῆς τοῦ ἁγίου φωτός κατά τόν ἀρχαῖο τρόπο στό νάρθηκα τοῦ Ναοῦ καί ὄχι ὅπως γίνεται σήμερα, καί τή συνήθεια νά γονατίζουν ὅλοι, μέ τό πρῶτο «Χριστός Ἀνέστη», «δοξάζοντες τόν ἀναστάντα Χριστόν» (96).

Λίγους αἰῶνες μετά καί δή κατά τόν 16 ὁ αἰώνα στή λειτουργική πράξη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας κυριαρχεῖ ἡ ἔντυπη μορφή τοῦ ἀναθεωρημένου «Τυπικοῦ» του Ἁγίου Σάββα (πρώτη ἐκτύπωση 1545), τό ὁποῖο κρατᾶ τήν παλαιό μοναστική τάξη ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀκολουθία τοῦ Πάσχα. «Στήν πραγματικότητα, ἡ ἔμφανιση ἔντυπων λειτουργικῶν κειμένων, καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ 16ου αἰώνα, στερέωσε τήν κυριαρχία τῆς μοναστικῆς λειτουργικῆς παράδοσης καί παράλληλα ἐπέφερε ὁμοιομορφία καί ἱερές ἀκολουθίες. Αὐτή ὡστόσο, ἡ ὁμοιομορφία ποτέ δέν ἦταν ἀπόλυτη.Παραλείψεις, συντμήσεις, ποικιλίες καί προσθῆκες ἦταν ἀναπόφευκτες κυρίως στήν ἐνοριακή χρήση. Αὐτή ἡ κατάσταση τῆς σχετικῆς ποικιλίας ὁδήγησε στή δημιουργία τῶν νέων Τυπικῶν του 1838 (Κωνσταντίνου) καί 1888 ( Βιολάκη ), ἐκ τῶν ὁποίων τό δεύτερο ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στή δημιουργία νέου κανόνα γιά τή λειτουργική πράξη» (97).

Ἔτσι, λοιπόν, ἄν συγκρίνει κανείς τή σημερινή τάξη τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας μέ αὐτήν πού διαμορφώθηκε παλαιότερα καί καταγράφηκε στά λειτουργικά Τυπικά της Παλαιστίνης καί τοῦ Βυζαντινοῦ χώρου θά διαπιστώσει σημαντικότατες ἀλλαγές, προσαρμογές καί διευθετήσεις.

Ὁ νηπιοβαπτισμός, ἡ ἀλλαγή στίς λειτουργικές συνήθειες, οἱ τροποποιήσεις στή νηστεία, ὁ ἐλαττούμενος ἀριθμός κληρικῶν κ.α. (98) ὁδήγησαν στή διάσπαση τῆς παννυχίδας τοῦ Πάσχα. Στό ἕνα μέρος μέ τόν Ἑσπερινό καί τή θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πού μετακινήθηκε τό πρωί τοῦ Σαββάτου, ὡς προεόρτια οὐσιαστικά του Πάσχα καί στό δεύτερο μέρος μέ τό μεσονυκτικό, τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως καί τή θεία Λειτουργία πού στίς ἐνορίες διαρκεῖ ἀπό τίς 11 τό βράδυ μέχρι τίς δύο περίπου μετά τά μεσάνυχτα.

Ὁ ἀριθμός ἐπίσης τῶν 15 ἀναγνωσμάτων κατά τόν Ἑσπερινό του Πάσχα περιορίσθηκαν ἀπό τό Τυπικό του Βιολάκη σέ τρία (Γέν. 1,1-13· Ἰωνά 1-4, Δανιήλ 3,1-56) καί παρελείφθησαν ὅλα τά ἀσματικά στοιχεῖα ἀπό αὐτά. Δημιουργήθηκε ἀκόμη μία ἐνδιάμεση τελετή μεταξύ μεσονυκτικού καί ἄρθρου μέ τήν ἁφή τοῦ φωτός ἀπό τήν ὡραία πύλη (99), τήν ἀδόκιμη ψαλμωδία τοῦ Ζ’ δοξαστικοῦ ἑωθινοῦ « Ἰδού σκό τία καί πρωί…» (100 ), τήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου «Ὀψέ Σαββάτων…» παλαιότερα ἀλλά καί στά νεώτερα ἁγιορειτικά Τυπικά ἤ «Διαγενομένου τοῦ σαββάτου…» κατά μεταγενέστερη τάξη πού ἰσχύει καί σήμερα (101), πρίν τήν εἴσοδο κλήρου καί λαοῦ στό Ναό. Ἐπιπλέον ἔγινε ἀλλαγή τῆς θέσης τοῦ ἀσπασμοῦ ἀπό τό τέλος τοῦ Δοξαστικοῦ «Ἀναστάσεως ἡ μέρα…» στήν ἀρχή τοῦ Κανόνα, καθώς καί μετάθεση τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Κατηχητικοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (ἀπό τά Τυπικά Κωνσταντίνου καί Βιολάκη ) στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό τό τέλος τοῦ Ὄρθρου πού εἶναι ἡ σωστή του θέση (102).

Παρά τήν ἐξέλιξη αὐτή τό ἀναστάσιμο μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό ὁποιαδήποτε μορφή Ἀκολουθίας, σύντομης ἤ ἐκτενοῦς, γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο εἶναι τό ἴδιο «μέχρι τερμάτων αἰῶνος». Εἶναι ἡ ἐκ θανάτου πρός τήν ζωήν διάβαση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ πρόγευση τῆς χαρᾶς τοῦ ὁριστικοῦ συμποσίου «ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός» (103). Μέσα ἀπό τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως γίνεται καθημερινό βίωμα καί ἀπαρχή τῆς ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου.