ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ,
Μέγας Βασίλειος
ΠΩΣ ΝΑ ΩΦΕΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Πολλοὶ λόγοι, ἀγαπητά μου παιδιά, μὲ κάνουν νὰ σᾶς δώσω αὐτὲς τὶς συμβουλές. Πιστεύω ὅτι εἶναι οἱ καλύτερες καὶ θὰ σᾶς ὠφελήσουν, ἂν τὶς κάνετε κτήμα σας. Ἔχω προχωρημένη ἡλικία. Ἀσκήθηκα στὴ ζωὴ μὲ πολλοὺς τρόπους. Γνώρισα ἐπὶ πολλὰ χρόνια τὶς βιοτικὲς μεταβολές, ποὺ συμπληρώνουν τὴν ἀνθρώπινημόρφωση.
Ἔτσι, ἔχω κάμποση πείρα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μπορῶ, λοιπόν, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πρωτομπαίνουν στὸ στάδιο τῆς ζωῆς, νὰ δείξω τὸν πιὸ σίγουρο δρόμο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συγγένειας, ἔρχομαι εὐθὺς μετὰ τοὺς γονεῖς σας.
Γι᾿ αὐτό, σᾶς ἀγαπῶ ὅμοια μ᾿ ἐκείνους. Καὶ σεῖς μὲ βλέπετε σὰν πατέρα σας, ἔτσι θαρρῶ. Ἄν, λοιπόν, δεχθῆτε μὲ προθυμία τὰ λόγια μου, θὰ ἀνήκετε στὴ δεύτερη κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἐπαινεῖ ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς Ἡσίοδος, γράφοντας ὅτι εἶναι ἄριστος ἄνθρωπος ὅποιος μονάχος του ξεχωρίζει τὸ σωστὸ κι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος ὅποιος συμμορφώνεται μὲ τὶς σωστὲς ὑποδείξεις. Ἔνῳ ὅποιον δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ τὸ κάνει αὐτό, τὸν χαρακτηρίζει σὰν ἄνθρωπο ἄχρηστο.
Καὶ μὴν ἀπορήσετε ποὺ ἔρχομαι νὰ προσθέσω κάτι δικό μου σὲ ὅσα διαβάζετε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους στὰ σχολεῖα σας καὶ μάλιστα νὰ σᾶς πῶ ὅτι αὐτὸ τὸ δικό μου εἶναι ὠφελιμότερο ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι σᾶς διδάσκουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς συμβουλῆς μου: δὲν πρέπει νὰ παραδώσετε στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τὸ τιμόνι τοῦ νοῦ σας, γιὰ νὰ σᾶς πάνε ὅπου αὐτοὶ θέλουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθεῖτε σὲ ὅλα. Πρέπει νὰ πάρετε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅ, τι εἶναι χρήσιμο καὶ νὰ μὴ δώσετε προσοχὴ στὰ ὑπόλοιπα. Ἔρχομαι, λοιπόν, ἀμέσως νὰ σᾶς ὑποδείξω ποιὰ εἶναι τὰ ἄχρηστα μέσα στὰ συγγράμματά τους καὶ πῶς νὰ ξεχωρίζετε τὰ πρῶτα ἀπὸ τὰ δεύτερα.
Προτροπές πρός ὀρθόν βίον
Ἁγίας Συγλητικῆς
Παιδιά μου, ὅλοι ξέρουμε, πῶς θά σωθοῦμε, ἀλλά χάνουμε τήν σωτηρία μας ἀπό τήν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νόμου καί τό πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλά μέ πολλή καί μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετές ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τήν ἀ γ ά π η τέλος τοῦ νόμου. Αὐτή εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχή καί τό τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καί λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιά τήν ἄγνοια, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καί ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ἀγαθή προαίρεσι καί δέν φθάσουμε στόν σκοπό τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καί ὑπερβολική θλῖψι, πού οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀκηδίας καί τῆς λύπης, πρέπει νά τό διώχνουμε μέ τήν προσευχή καί τήν ψαλμωδία.
Ἄς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πώς στέκεται, γιά νά μή πέσῃ. Γιατί αὐτός πού ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νά σηκωθῆ, ἐκεῖνος ὅμως, πού στέκεται, ἄς προσέχῃ νά μή πέσῃ, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοί πού ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τή θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δέν ἦταν μικρή. Αὐτός πού στέκεται, ἄς μήν ἐξευτελίζη τόν ἄλλον πού ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτός τά ἴδια καί βρεθῆ σέ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολύ φυσικό, ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό βαθύ πηγάδι καί καλεῖ σέ βοήθεια, νά μήν ἀκουσθῆ, ὅπως λέει καί ὁ ψαλμωδός: «Μή καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμέ φρέαρ τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16). Ὁ πρῶτος πού ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στό πηγάδι), σύ ὅμως πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δέν μπορέσης νά σηκωθῆς καί γίνης τροφή στά θηρία. Ἐκεῖνος, πού πέφτει δέν μπορεῖ νά κλείσῃ τήν πόρτα στόν πονηρό. Ἀλλά σύ μή νυστάξῃς καθόλου καί ψάλλε πάντοτε τό θεῖο ρητό: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νά ἀγρυπνῆς συνέχεια, γιατί ὁ διάβολος σάν λέοντας ὠρύεται κοντά σου. Συνέχεια
Δέν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός
Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου
Πολλοί εἶναι οἱ τρόποι τῆς διδασκαλίας, πού μᾶς ὑπέδειξεν ὁ ἱεροψάλτης Δαβίδ μέ τήν εἰς αὐτόν ἐνέργειαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλοτε μέν μέ τό νά μᾶς διηγῆται ὁ προφήτης τά παθήματά του καί τήν γενναιότητα μέ τήν ὁποίαν ὑπέμεινε τά συμβάντα, διά τοῦ προσωπικοῦ του παραδείγματος μᾶς ἀφήνει ὁλοκάθαρην διδασκαλίαν περί ὑπομονῆς, ὅπως ὅταν λέγῃ· «Κύριε, διατί ἔχουν πληθυνθῆ οἱ ἐχθροί μου» (Ψαλμ. 3, 2). Ἄλλοτε δέ συστήνει τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί τήν ταχύτητά του εἰς τήν βοήθειαν, τήν ὁποίαν παρέχει εἰς αὐτούς πού ἀληθινά τόν ἐπιζητοῦν, μέ τό νά λέγῃ· «εἰς τήν ἐπίκλησίν μου μέ εἰσήκουσεν ὁ Θεός μου, πού εἶναι Θεός τῆς δικαιοσύνης» (Ψαλμ. 4, 2). Καί αὐτά λέγω ὅτι ἰσοδυναμοῦν μέ τόν προφήτην πού εἶπεν· «ἐνῷ θά ὁμιλῇς ἀκόμη ἐσύ, θά εἰπῇ· νά, εἶμαι παρών» (Ἠσ. 58, 9). Δηλαδή, δέν ἐπρόφθασε νά τόν ἐπικαλεσθῇ καί ἡ ἀκοή τοῦ Θεοῦ ἐπρόλαβε τό τέλος τῆς προσευχῆς. Ὅταν πάλιν ἀναπέμπῃ εἰς τόν Θεόν ἱκετηρίους προσευχάς καί δεήσεις, μᾶς διδάσκει κατά ποῖον τρόπον ἁρμόζει οἱ ἁμαρτωλοί νά ἐξιλεώνουν τόν Θεόν. «Κύριε, νά μή μέ κρίνῃς ἀνάλογα μέ τόν θυμόν σου, καί νά μή μέ τιμωρήσῃς ἀνάλογα μέ τήν ὀργήν σου» (Ψαλμ. 6, 2). Εἰς τόν δωδέκατον δέ ψαλμόν μέ τούς λόγους· «ὥς πότε, Κύριε, θά μέ λησμονῇς ὁλοτελῶς; » (Ψαλμ. 12, 4), διά νά μᾶς δείξῃ κάποιαν παράτασιν δοκιμασίας. Καί μέ ὁλόκληρον τόν ψαλμόν διά νά μᾶς διδάξῃ νά μή λιποψυχοῦμεν κατά τάς θλίψεις, ἀλλά νά ἀναμένωμεν τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί νά ἠξεύρωμεν ὅτι λόγῳ κάποιας οἰκονομίας μᾶς παραδίδει εἰς τάς δοκιμασίας τῶν θλίψεων, ἐπιβάλλων τό μέτρον τῶν δοκιμασιῶν ἀνάλογα μέ τόν βαθμόν τῆς πίστεως, πού ὑπάρχει εἰς τόν καθένα. Ἀφοῦ λοιπόν ἔχει λεχθῆ τό, «ὥς πότε, Κύριε, θά μέ λησμονῇς ὁλοτελῶς; » καί τό «ὥς πότε θά ἀποστρέφῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό ἐμέ; » (Ψαλμ. 12, 2). ἀμέσως μεταβαίνει εἰς τό κακόν τῶν ἀθέων. Αὐτοί, ὅταν τούς εὕρῃ κάποια μικρά δυσκολία εἰς τήν ζωήν, ἐπειδή δέν ἠμποροῦν νά ὑποφέρουν τάς δυσκολωτέρας περιστάσεις τῶν πραγμάτων, ἀμέσως ἀμφιβάλλουν μέ τήν διάνοιάν των, ἐάν ὑπάρχῃ Θεός πού φροντίζει διά τά ἐδῶ πράγματα, ἐάν παρατηρῇ τό καθένα ἀπ᾿ αὐτά, ἐάν ἀποδίδῃ δικαιοσύνην εἰς τόν καθένα κατ᾿ ἀξίαν.
Ἔπειτα ὅταν ἰδοῦν τούς ἑαυτούς των νά παραμένουν περισσότερον εἰς τά δυσάρεστα ἐμπεδώνουν τό πονηρόν δόγμα καί ἀποφαίνονται εἰς τάς καρδίας των ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός. «Ὁ ἄφρων εἶπε μέσα του· δέν ὑπάρχει Θεός» (Ψαλμ. 13, 1). Καί αὐτό ἀφοῦ τό βάλλῃ εἰς τό μυαλόν του, διαπράττει λοιπόν ἀφθόνως κάθε ἁμαρτίαν. Διότι ἐάν δέν ὑπάρχῃ αὐτός πού ἐπιβλέπει, ἐάν δέν ὑπάρχῃ αὐτός πού ἀνταποδίδει εἰς τόν καθένα ἀνάλογα μέ τάς πράξεις τῆς ζωῆς του, τί ἐμποδίζει νά καταδυναστεύωμεν τόν πτωχόν, νά σκοτώνωμεν τά ὀρφανά, νά φονεύωμεν τήν χήραν καί τόν πάροικον, νά ἀποτολμοῦμεν κάθε ἀνοσιούργημα, νά μολυνώμεθα μέ ἀκάθαρτα καί βδελυρά πάθη καί μέ ὅλας τάς κτηνώδεις ἐπιθυμίας; Διά τοῦτο ὡς συνέπειαν τοῦ ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, ἐπρόσθεσε τό, «διεφθάρησαν καί διέπραξαν βδελυρά ἔργα» (Ψαλμ. 13, 1). Διότι εἶναι ἀδύνατον νά ἐκτραποῦν ἀπό τόν σωστόν δρόμον, ἐάν αἱ ψυχαἱ των δέν ἀσθενήσουν ἀπό τήν ἀσθένειαν τῆς λήθης τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια