Λόγος στόν Ἅγιο Πατέρα, Μέγα Ἱεράρχη, Μυροβλύτην καὶ Θαυματουργὸ Νικόλαο
Ἤλθαμε, ὢ ἄριστε τῶν ποιμένων, γιά νά σοῦ ἀνταποδώσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας καί τίς εὐχαριστήριες εὐχὲς γιά ὅλες τίς εὐεργεσίες σου καὶ νά ποῦμε καταλλήλους λόγους, ὅσον εἶναι αὐτὸ δυνατὸ σὲ μᾶς. Διότι δέν νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀναφέρω ὅλα ὅσα ἄλλοι συγγραφεῖς ἔγραψαν γι’ αὐτὸν ἢ ἀναφέρει ἡ προφορικὴ παράδοση, ποὺ ἀφοροῦν ἄλλα μὲν στόν βίο, ἄλλα δὲ στή θαυμαστὴ καὶ φιλάνθρωπη πολιτεία του, ἀφοῦ δέν θὰ εἴχα τή δυνατότητα νά πράξω κάτι τέτοιο γιά ὅλα αὐτά. Ἄλλωστε ἐὰν ὁ Ἅγιος Νικόλαος εἶχε ἀνάγκη ἐπαινετικῶν λόγων γιά νά φανεῖ καλύτερος, θὰ ἔπρεπε νά ἀναφέρω ὅλους τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους χωρὶς νά παραλείψω κανένα. Τώρα ὅμως ἄλλος εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ἐπιθυμῶ νά παραθέσω τοὺς λόγους πού ἀναφέρονται στό ἦθος τῆς χριστιανικῆς πολιτείας του καὶ νά ἀποδώσω τίς εὐχαριστήριες εὐχές. Μοῦ φαίνεται λοιπὸν ὅτι θὰ πρέπει νά παραλείψω ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὴν καταγωγὴ καὶ τοὺς γονεῖς του -ἄν καί κάτι θὰ ἤθελα καὶ ἀπ’ αὐτὰ νά πῶ, ἔστω καὶ λίγα- καὶ νά ἔλθω σὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στήν προσωπικὴ χριστιανικὴ πολιτεία του. Ἀλλὰ ποιός ἐπαινετικὸς λόγος θὰ μποροῦσε νά ἐγκωμιάσει ἀξίως ἐκεῖνον γιά τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔγινε στεφάνι του καὶ ἰσχύει γι’ αὐτὸν τὸ «ἡ γὰρ δόξα μου ὁ Θεός μου».
Διότι γι’ αὐτὸν ὄχι μόνο δόξα, περιστατικὸ ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτά πού ἐπιθυμοῦν συνήθως οἱ ἄνθρωποι δέν ἔγινε στό βίο του ἀνώτερο ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τήν ψυχή του διαμόρφωσε κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε καὶ τὴν ὑπάρξή του καὶ τή ζωή του καὶ τὴν σκέψη του ἀφιέρωσε σ’ Αὐτόν, Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν ἀκόμη εἰσέλθει πλήρως στό στάδιο τοῦ ἀνθρώπινου βίου φαινόταν ὅτι θὰ γίνει ἅγιος, ἱερὸς καὶ θεῖος χαρακτῆρας. Διότι ὅπως κατάλαβε ὅτι ὀφείλει νά εὐγνωμονεῖ τὸν Θεὸ καὶ νά θυμάται τίς πολλὲς εὐεργεσίες του, ἔτσι προσπαθοῦσε να ἀρκεῖται μέ ὅσα εἶχε. Ἡ τροφὴ του ἤταν λιτή, συνήθως τὸ γάλα, καὶ σεβόταν τοὺς χριστιανικοὺς νόμους τῆς ἐγκράτειας, τρώγοντας ὅταν ἐπιτρεπόταν καὶ ἀπέχοντας ὅταν ἀπαγορευόταν. Ἐφάρμοζε καὶ στήν περίπτωση τοῦ φαγητοῦ τὸν λόγο τοῦ Παύλου πού λέει ὅτι πρέπει νά βάζουμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς σκοπὸ κάθε ἔργου μας «εἴτε τρῶμε εἴτε πίνουμε». Ἴσχυε καὶ γι’ αὐτὸν αὐτό πού λέγεται στή Γραφὴ γιά τὸν Σωτήρα Χριστὸ «πρὶν γνῶναι τὸ παιδίον πονηρὰ ἢ ἀγαθά, ἐκδέξεται τὰ ἀγαθά». Διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἔφθασε στό σημεῖο αὐτό μέ τή θελήσή του, αὐτὸ πράγματι εἶναι σπουδαῖο καὶ ἑξαιρετικὸ γεγονός, σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἂν δὲ ὁ Θεὸς τὸν παρακίνησε σ’ αὐτό, τὶ ἄλλο ἀποδεικνύει αὐτό, παρὰ ὅτι ὁδηγεῖτο ἀπὸ Πνεῦμα Θεοῦ καὶ ὅτι εἶναι μιμητής τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ἔδειχνε μέ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ θαυμάσιο μέλλον τοῦ Ἁγίου ἀνδρός; Μέγα ἀγαθὸ λοιπὸν τὸ νά μιμηθεῖ κανεὶς τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Αὐτὰ ἀποδεικνύονται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δέν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸν του, οὔτε ἔπραττε ἐκεῖνα πού, κατὰ τή γνώμη του, ἦσαν καλὰ καὶ ἀρέσαν σ’ αὐτόν, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς «οὐχὶ ἑαυτῷ ἤρεσεν», ἀλλὰ ἔπραττε τὰ πάντα ἔχοντας «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παῦλος. Αὐτὰ μποροῦμε νά τὰ συμπεράνουμε ἀπὸ ὅσα εἴπαμε, φαίνονται δὲ ἀπὸ ὅσα ὁ Ἅγιος ἔπραξε, φανέρωσε δὲ καὶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅσα τὸν καταξίωσε στή συνέχεια. Διότι ὁ μὲν Ἅγιος εἶχε τὸν μετέπειτα βίο του συμφωνο μὲ τὴν νεανικὴ ζωή του, ὥστε μποροῦσε νά καταλάβει κανεὶς ἀπὸ τή νηπιακὴ του ἡλικία ποία ἐπρόκειτο νά εἶναι ἡ νεανικὴ του· νά συμπεράνει δὲ ἀπὸ τὰ μετέπειτα τὰ προηγούμενα, ἐνῶ παράλληλα συμπεριφερόταν μέ περισσότερη ὡριμότητα ἀπὸ τὴν ἡλικία του. Ἐνῶ δὲ προσείλκυε ὅλων τίς ψυχές, φαινόταν σὰν ἕνα θεῖο καὶ ἱερὸ πρόσωπο ἀφιερωμένο στόν Θεό, ἄξιο κάθε τιμῆς. Καὶ ἤταν ἱερέας τοῦ Θεοῦ, πού μέ τὰ λαμπρὰ του ἤθη κόσμησε τὴν ἱερωσύνη. Ἤταν παρθένος καὶ στή ψυχὴ καὶ στό σῶμα, δίκαιος, μετριόφρονας, χωρὶς κενοδοξία, πρᾶος, φιλάνθρωπος καὶ πολλοὺς ἀπάλλαξε ἀπὸ διάφορες βιοτικὲς συμφορές.
Ποία λοιπὸν ἤταν ἡ συνέχεια; Ἔλαβε τὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα ὄχι ἀπὸ μόνος του ἢ ἀπὸ ἄλλον ἀνθρωπο, ἀλλά μέ τή συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἁρμόζει στόν δοῦλο του. Διότι ὅταν κοιμήθηκε ὁ ἐπίσκοπος τῶν Μύρων τῆς Λυκίας ἀναζήτησαν οἱ κάτοικοι ποιμένα καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Θεό, νά τοὺς στείλει τὸν κατάλληλο. Προσεύχονταν, ἀγρυπνοῦσαν, μὲ δάκρυα ζητοῦσαν τή θεία βοήθεια, καί μέ πολλὴ προθυμία ἔκαναν τὰ πάντα. Καὶ ὁ μὲν λαὸς ἱκέτευε, ὁ δὲ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἀπάντηση. Διότι ἐνῶ τὸν παρακαλοῦσαν νά τοὺς ὑποδείξει τὸν ἐκλεκτὸ του, τοὺς ἔδωσε τὸν καλύτερο. Ὁ Θεός μέ ἀποκάλυψή του φανέρωσε τὸ ὄνομα ἐκείνου πού θὰ γινόταν ἀρχιερέας δηλαδή τοῦ Νικόλαου, γιατί αὐτὸς κατευθύνετο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα του. Τὶ ἄλλο θὰ μποροῦσε νά πεῖ κάποιος, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀποφασίζει γι’ αὐτὸν καὶ τὸν ἐκλέγει ὡς ποιμένα; Γι’ αὐτὸν δίκαια θὰ μποροῦσε νά ἀναφερθεῖ, αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος γιά τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, δηλαδὴ τὸ «ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς», καὶ νά ὀνομασθεῖ «σκεῦος ἐκλογῆς» ὅπως καὶ ὁ Παῦλος. Μποροῦμε ἀπὸ αὐτὰ νά συμπεράνουμε ὅτι ἤταν ἀξιοθαύμαστος φίλος τοῦ Σωτήρα καὶ ὅτι εἶχε ὑπερβολικὴ πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη, ἀφοῦ ἀπὸ Αὐτὸν πῆρε τὴν εὐλογία νά ποιμαίνει τὰ λογικὰ πρόβατά του. Εἶναι ὁ «ποιμὴν ὁ καλός, ὁ τιθεὶς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων», καὶ γιά τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἀποφάσισε ὅτι αὐτὸς ἤταν ὁ πιὸ φιλάνθρωπος ἀπὸ ὅλους τοὺς ποιμένες. Αὐτὰ θὰ μποροῦσε κάποιος νά τὰ γνωρίσει καὶ ἀπὸ τὰ μετέπειτα κατορθώματά του, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν κάθε ἀνθρωπίνη εὐσέβεια καὶ φιλανθρωπία. Νομίζω ὅτι φανερὸ σημάδι τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ὅτι εὐχαρίστως προτιμοῦσε νά πεθάνει γιά χάρη Του καὶ θεωροῦσε ἀνώτερο τὸν Σωτήρα ἀπὸ τὴν ζωὴ του.
Ῥωμαῖος αὐτοκράτορας ἤταν τότε ὁ Μαξιμιανός, ποὺ ἔδειχνε πολλὴ προθυμία καὶ φροντίδα γιά τοὺς δαίμονες καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Μεγάλος δὲ πνευματικὸς χειμῶνας ἐπικρατοῦσε καὶ μεγάλη προσπάθεια καταβαλλόταν, ὥστε ὁ μὲν ἀληθινὸς Δημιουργὸς τῶν ὄντων νά διώκεται. Προσπαθοῦσε ὁ βασιλιὰς νά εἰσάγει νόμους καὶ νά πείθει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅτι τὸ ψέμα εἶναι ἀλήθεια, ἡ ἀπώλεια νά θεωρεῖται σωτηρία καὶ νά πιστεύουν ὅτι τὰ ἀνύπαρκτα εἴδωλα εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθοῦσαν τὴν ἄποψη τοῦ βασιλιά θὰ ἀμείβονταν μέ δόξες, ἀπολαύσεις καὶ ἠδονές. Ὅσοι θὰ εἴχαν ἀντίθετη γνώμη τοὺς περίμενε φτώχεια, δυστυχία, περιφρόνηση, φυλακή, πεῖνα, ἄγρια θηρία, ἀκρωτηριασμοὶ μελῶν, γδάρσιμο τοῦ δέρματος, βασανιστήρια καὶ ἄτιμος θάνατος. Ἄλλοι τότε περιφρόνησαν τὸν μόνον Ἀγαθό, Σωτήρα καὶ Εὐεργέτη Θεό. Ἄλλοι ἀναγνωρίζοντας ὡς εὐεργέτη τους τὸν Θεὸ ἔδειξαν γενναιότητα καὶ σταθερὴ γνώμη περιφρονώντας τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, τὴν ἐξουσία, τὶς ἠδονές, τὰ χρήματα, τὸ σῶμα καὶ τή ψυχή τους, θεώρησαν δὲ ὡς πιὸ ἀγαπητὸ τὸν Θεό. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς κορυφαῖος ἤταν ὁ Νικόλαος, ποὺ καταφρόνησε τὸ σῶμα γιά τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ δέν σκέφθηκε τίποτε ἄλλο παραμένοντας ἔτσι σταθερὸς στήν πίστη.
Στή φυλακὴ ἤταν ὁ γενναῖος καὶ χαιρόταν γιατί «ἀξιώθηκε νά διωχθεῖ γιά τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, καί μέ χαρὰ θὰ πέθαινε, ἐὰν δέν ἀπομάκρυνε ὁ Θεὸς τὸν πονηρὸ ἐκεῖνο βασιλιὰ καὶ στή θέση του τοποθετοῦσε τὸν εὐσεβέστατο ἀνάμεσα στούς ἡγεμόνες Κωνσταντίνο. Τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὸν Χριστό. Θὰ ἁρμόζε γι’ αὐτὸν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «μείζονα ταύτης τῆς ἀγάπης μηδένα τῶν ἀνθρώπων ἔχειν». Γιά δὲ τή φιλανθρωπία του, νομίζω ὅτι σὲ ὅλα τὰ χρόνια σὲ κανένα χριστιανὸ δέν συγκεντρώθηκαν περισσότερα ἢ ἀνώτερα ἢ φανερότερα σημεῖα ἀπὸ ὅ,τι σ’ αὐτόν. Φρόντιζε γιά τὸν λαὸ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἄλλοι γιά τὸν ἑαυτὸν τους, εὐτυχία δὲ γι’ αὐτὸν ἤταν ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν, τὰ ἔργα δὲ καὶ οἱ λόγοι του καὶ γενικὰ ὅλη του ἡ ζωή, ἤταν ἀφιερωμένα σ’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Διακρινόταν γιά τὴν εὐγλωττία του καὶ τὸ μεστὸ εὐσεβείας κήρυγμά του, μὲ τὸ ὁποῖο πολλοὺς ὁδήγησε στήν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ· προκαλοῦσε δὲ πολλὴ καὶ θεία ἰκανοποίηση στό ἀκροατήριό του, τὸ ὁποῖο καθοδηγοῦσε στόν δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης ὅπως λέει ὁ Παῦλος. Οἱ νύκτες τὸν εὕρισκαν προσευχόμενο, ὅταν ἔπρεπε νά ξεκουράζει τὸ σῶμα του. «Διότι ἡ μέριμνα τῶν Ἐκκλησιῶν», τὴν ὁποίαν εἶχε ὁ Παῦλος, δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά ἀναπαύεται, ἀλλὰ στέναζε μὲν γιά τοὺς ἁμαρτάνοντες, φοβόταν δὲ γιά ὅσους νόμιζαν ὅτι εἶναι καλά. Παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νά στείλει τή βοήθειά του καὶ στούς δύο· καὶ τοὺς μὲν νά σταματήσει ἀπὸ τή συμφορά τῆς ἁμαρτίας, τοὺς δὲ νά στηρίξει στήν καλὴ πορεία, ὥστε νά διατηροῦν τὴν ἀρετὴ τους καὶ νά ἐπιδιώκουν ἀνώτερη ζωή. Γιά ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς ἀνέτειλε φῶς ἀληθινὸ ἀπὸ τὴν γλῶσσα του γιά τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε στούς μὲν πονηροὺς διαλυόταν τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς, στούς δὲ ἀγαθοὺς διατηροῦσε ὑψηλὸ τὸ ἦθος. Ἤταν σὰν τὸν ἐπὶ κεφαλῆς ἐνὸς χοροῦ ψαλλόντων, ὁ ὁποῖος συντόνιζε τὴν ἁρμονία του καὶ παρακινοῦσε ὅλους νά ἀκολουθοῦν τὴν καλὴ ὑμνῳδία καί πού δέν ἐπέτρεπε σὲ κανένα νά τὴν χαλάσει. Διότι ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἔκανε γλυκοὺς τοὺς λόγους τῶν Ἀποστόλων, ὥστε νά πείθουν ἂν καὶ κήρυτταν παράδοξα δόγματα, αὐτὸ ἐνέπνεε καὶ ἐκεῖνον, ἰδιαιτέρως δὲ ὅταν βρισκόταν σὲ συνάξεις ποιμένων. Εἶχε δὲ τόση χάρη, ὄχι μόνο στούς λόγους, ἀλλὰ καὶ στήν ὄψη του καὶ καθοδηγοῦσε τὸν λαό πού πειθόταν ὄχι μόνο ἀπὸ τή διδασκαλία του ἀλλὰ μόνο μέ τὴν παρουσία του. Καὶ ἂν κάποιος ἤταν αἱρετικὸς καὶ εἶχε πλανημένα φρονήματα, μόνον βλέποντας καὶ συναναστρεφόμενος τὸν Ἅγιο ἀμέσως μεταστρεφόταν καὶ γινόταν ἀληθινὸς προσκυνητὴς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τόσο πολὺ φρόντιζε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἤταν μισθωτὸς φύλακας τῶν λογικῶν προβάτων, ἀλλὰ ποιμένας καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς καλύτερους. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι δέν κοιμόταν, οὔτε ἔφευγε ὅταν ἐμφανίζονταν οἱ λύκοι, ἀλλὰ διακινδύνευε τή ζωή του χάριν τοῦ ποιμνίου, καὶ θεωροῦσε δικὴ του σωτηρία κάθε ἀγαθὴ πράξη γιά τοὺς ἄλλους. Κάποιος ἄρχοντας διέπραξε τὴν ἀδικία νά ἀποφασίσει τὸν θάνατο ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἔκαναν κανένα κακό, οὔτε μικρὸ οὔτε μεγάλο. Ἤταν λοιπὸν ἕτοιμος νά τοὺς ἀποκεφαλίσει. Ὁ Ἅγιος τὸ πληροφορήθηκε καὶ στενοχωρήθηκε. Δέν θέλησε δὲ νά στείλει μεσίτες ὑπὲρ τῶν ἀδικουμένων πρὸς τὸν πονηρὸ ἄρχοντα καὶ δικαστή, ἀλλὰ ἔχοντας στήν ψυχὴ του δίκαιο θυμό, ὁ ἴδιος πῆγε καὶ πρόλαβε τή συμφορά καὶ ἀπέτρεψε τή σφαγή. Ἔπειτα ὅταν ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος προσποιόταν τὸν ἀθῶο ῥίχνοντας τὸ βάρος καὶ τὴν εὐθύνη στούς δῆθεν συκοφάντες καὶ ὄχι στήν προαίρεσή του, ὁ ἅγιος τὸν ἐλέγχει καὶ τὸν ντροπιάζει καὶ φανερώνει ὅτι δέν ἑξαπατήθηκε, ἀλλὰ ὅτι ἤταν φαῦλος ἐπειδὴ δωροδοκήθηκε καὶ ἑκούσια καταπάτησε τὸ δίκαιο καὶ γιά λίγα χρήματα θὰ θανάτωνε ἀνθρώπους· στό τέλος δὲ εἶπε ὅτι θὰ δώσει μεγάλο λόγο στόν Θεὸ καὶ θὰ προκαλέσει τὴν τιμωρία του. Γιά ποιὸ λόγο ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκανε, τὰ ἔλεγε καὶ εἶχε τόσο θάρρος ὁ Ἅγιος; Κινούμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ γιά νά μάθουν ὅσοι ἤταν πονηροὶ ἄρχοντες ὅτι δέν θὰ ἔμεναν ἀτιμώρητοι ἀδικώντας τοὺς ἀδυνάτους ὑπηκόους τους. Ἀπὸ ποία ἄλλα περιστατικὰ ἐκτός ἀπὸ αὐτὰ φαίνεται ἡ φιλανθρωπία του καὶ ὅτι χαιρόταν γιά τὰ ἀγαθὰ ὅλων; Ἐφάρμοζε στή ζωὴ του τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων» γιατί οἱ προστάτες ἄγγελοί τους συνεχῶς βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχουν τή δυνατότητα νά τοὺς ὑπερασπίζονται.
Ἤταν μιμητὴς τῶν ἀγαθῶν Ἀγγέλων τῆς προνοίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας στό γένος τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀλλάζουν τὴν κατάσταση στούς πάσχοντες, ἐλέγχουν τοὺς ὑπερηφάνους, καὶ ὅπως πιστεύουμε, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους ἐξουσιάζουν καὶ φροντίζουν τοὺς κατοίκους τῆς γῆς. Γιατί κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι «λειτουργικά, πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα». Ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος γύριζε ὅλο τὸν κόσμο, γῆ καὶ θάλασσα, εὐεργετώντας. Καὶ τὸ σπούδαιότερο καὶ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι πρόφθανε αὐτούς πού εἴχαν ἀνάγκη ταχύτερα ἀπ’ ὅτι μπορεῖ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα πού σὲ τίποτε δέν ἐμπόδιζε τὴν φιλάνθρωπη ψυχὴ του, ἀλλὰ ὅσοι σὲ ὅλη τή γή βρίσκονταν σὲ δύσκολη κατάσταση καὶ φώναζαν τὸ ὄνομά του ἀπαντοῦσε ἀμέσως καὶ ἀπάλλασσε ἀπὸ κάθε κακὸ πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία. «Εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν». Αὐτό πού λέει ὁ Παῦλος γιά τὸν ἑαυτὸ του, νομίζω ὅτι εἶναι ἀκατάληπτο γιά τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀποδείξεις εὐεργεσίας καὶ παροχῆς τῆς σωτηρίου βοηθείας του ἀμέσως μόλις τὸν ἐπικαλοῦνταν εἶναι τὰ παρακάτω. Φθόνησαν κάποτε ἔμπιστοης ἀνθρώποης τοῦ βασιλιά, οἱ ὁποῖοι εἴχαν κάνει πολλὰ καλὰ καὶ σ’ αὐτὸν καὶ στούς πολίτες, καὶ ἐντελῶς ἄδικα ὑπέφεραν καὶ κινδύνευαν νά θανατωθοῦν. Συκοφαντήθηκαν, δηλαδή, ὅτι σκέπτονται νά ἐπαναστατήσουν καὶ νά ἀνατρέψουν τὸν βασιλέα. Στήν συκοφαντία βοηθοῦσε κάποιος πονηρὸς ἔπαρχος, ὁ Ἀβλάβιος. Τὸ σχέδιο τῆς συκοφαντίας πέτυχε καὶ οἱ φυλακισμένοι ἐπρόκειτο νά θανατωθοῦν. Χάθηκε κάθε ἐλπίδα γι’ αὐτούς, πίστευαν δὲ ὅτι μόνον ὁ Ἅγιος μποροῦσε νά ἀπομακρύνει τὸ κακὸ καὶ νά τοὺς γλυτώσει ἀπὸ τή δυσκολη θέση πού βρίσκονταν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος δέν ἤταν παρών, μέσα στή φυλακὴ φώναζαν τὸ ὄνομά του μέ δάκρυα, καὶ ἦσαν βέβαιοι ὅτι ἐκεῖνος τοὺς ἀκούει καὶ μπορεῖ καὶ νά παρευρεθεῖ καὶ νά τοὺς βοηθήσει· διότι ἔβλεπαν τὸν Νικόλαο ὡς Ἄγγελο Θεοῦ. Ἡ ἀρετὴ του, ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἀνθρώπινη δύναμη, ἔπεισε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νά πιστεύουν ὅτι ἤταν ἀνώτερος ἀπὸ αὐτούς.
Στήν ἐλπίδα τους αὐτὴ δέν διαψεύσθηκαν, οὔτε κατηγόρησαν τοὺς ἑαυτοὺς τους ὅτι ἀπατήθηκαν, ἀλλὰ εὐχαριστήθηκαν ἀπὸ τὰ γεγονότα πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι περίμεναν. Ὁ Ἅγιος παρουσιάσθηκε σὲ ὄνειρο στόν βασιλιά. Τὸν πληροφόρησε ὅτι οἱ κατήγοροι αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι συκοφάντες καὶ τὸν ἀπείλησε μέ μεγάλες τιμωρίες ἂν δέν τοὺς ἀπελευθερώσει ἀποδίδοντας τὸ δίκαίο. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς χάρισε τή ζωή στούς συκοφαντηθέντες. Ἤταν ἀρκετὴ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου στό ὄνειρο γιά νά σβήσει τὸν θυμὸ τοῦ βασιλιά.
Ἀλλὰ καὶ στούς πλέοντες ναυτικοὺς πολλὲς φορὲς παρουσιάσθηκε καὶ διέσωσε τὸ πλοῖο πού κινδύνευε, κρατώντας τὸ πηδάλιο καὶ γαλήνεψε τοὺς ἀνέμους καὶ τή θάλασσα, ὅπως ἄλλοτε ὁ Σωτῆρας. Ὅπως ὁ Κύριος μέ τή δύναμη τῆς Θεότητάς του ὡς ἄνθρωπος μποροῦσε νά περπατᾶ πάνω στή θάλασσα, νά ἀκτινοβολεῖ δὲ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, νά ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς μόνο μέ τὸν λόγο του, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου Νικολάου, μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος δέχθηκε τὴν καλὴ καὶ μακαρία ἀλλοίωση, καὶ δέν τὸν ἐμπόδιζαν οὔτε τόποι οὔτε χρόνος, ὥστε νά παραβρίσκεται καὶ νά ἐμφανίζεται σ’ ὅσους εἴχαν ἀνάγκη. Καὶ δικαίως. Διότι ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε σ’ αὐτούς πού τὸν ἀγαποῦν: «Ὁ γὰρ πιστεύων εἰς ἑμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ, κἀκεῖνος ποιήσει».
Ποιός θὰ μποροῦσε νά θεωρηθεῖ περισσότερο ἐνάρετος ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νά ὀνομάσει καὶ μάρτυρα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔργα του; Διότι νομίζω ὅτι οἱ ἅγιοι ὀνομάζονται μάρτυρες καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ δίνει τή δυνατότητα νά συμπεράνουμε ὄχι μόνον ὅτι πεθαίνουν ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ καὶ γιατί ἐνῶ πολλοὶ τοὺς παροτρύνουν στό ψέμα, στά εὐχάριστα καὶ τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν πίστη, αὐτοὶ ὁμολογοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ μαρτυροῦν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ὅτι δὲ αὐτὰ συνέβησαν στόν ἅγιο Νικόλαο ὅλοι τὸ γνωρίζουμε. Ὅταν ὅμως δέν συμβαίνουν αὐτά, οἱ ψυχὲς τῶν ἀκόλαστων καὶ αὐτῶν πού ἔχουν δεθεῖ μέ τὴν ὕλη, σωματοποιοῦνται κατὰ κάποιο τρόπο, ὥστε καὶ οἱ ἐπιθυμίες καὶ οἱ σκέψεις νά στρέφονται στήν ὕλη, κάποιος δὲ ἀπὸ αὐτοὺς νά χαρίζει σωματικὰ ἀγαθὰ στήν ψυχὴ λέγοντας: «ψυχὴ ἔχεις πολλὰ ἀγαθά». Γιά τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ αὐτοὺς λέγοντας: «Οὐ μὴ καταμείνη τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας». Ἑπομένως καὶ τὸ ἀντίθετο συμβαίνει στό σῶμα τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων. Ἀκόμη νομίζω ὅτι καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μποροῦμε νά ὀνομάσουμε τὸν θάνατο τῶν δικαίων, διότι ἀπ’ τὴν παροῦσα ζωὴ γεύονταν τὰ ἀγαθὰ της. Διότι στόν παρόντα αἰῶνα, οὔτε οἱ ψυχὲς ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνα πού ἐπιθυμοῦν, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν τίς ἀνθρώπινες προσδοκίες. Τὰ σώματα ὅλα τὰ ἐγκαταλείπουν γιά νά ἐργάζονται χάριν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· καὶ παγώνουν στόν ψυχρὸ ἀέρα, ἔχουν δὲ ἀνάγκη ἀπὸ ζέστη καὶ γιά τὴν κινήσή τους ἀπαιτεῖται καὶ τόπος καὶ χρόνος· καὶ ὅλα αὐτὰ δέν εἶναι παρὰ μιά δουλεία. Στόν μέλλοντα δὲ αἰῶνα οἱ δίκαιοι τοῦ Θεοῦ ἀπολαμβάνουν ὅσα ἐπιθυμοῦν καὶ τὰ σώματά τους εἶναι ἁπαλλαγμένα ἀπὸ κάθε δουλεία, βασιλεύουν δὲ στόν οὐρανό, χωρὶς νά παθαίνουν καμμία μεταβολή. Αὐτῆς τῆς Βασιλείας εἶναι εὔλογο νά εἶναι εἰκόνες της οἱ δίκαιοι στόν παρόντα αἰῶνα. Μία τέτοια εἰκόνα ἤταν ὁ ἅγιος Νικόλαος καὶ γι’ αὐτὸ τὸ σῶμα του ἀπολαμβάνε τέτοια ἐλευθερία.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς τίμησε τὸν πιστὸ φίλο του καὶ τὸν ἀνέδειξε ὄργανο φιλανθρωπίας καί μέ αὐτὸν ἔκανε πολλὲς εὐεργεσίες στούς ἀνθρώπους καὶ ὅσο ζοῦσε στή γῆ καὶ ὅταν πῆγε στούς οὐρανούς. Ἔτσι ἡ ζωὴ του ἤταν μία προσφορά, ὅπως κάνουν οἱ ἄγγελοι πού βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους ὄχι διότι τὸ ἀπαιτεῖ ἡ φύση τους, ἀλλὰ γιά χάρη τῆς φιλανθρωπίας. Οὔτε ἡ κοίμηση τοῦ Ἁγίου λιγόστευσε τὴν φιλανθρωπία του, οὔτε ἄλλαξε τή γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἡ μεταβολὴ αὐτὴ τῆς ζωῆς. Τὴν ἐπίγεια ζωὴ του τελειώνει εἰρηνικά, ἀφοῦ ἔζησε ἀρκετὸ χρόνο, δέν σταμάτησε ὅμως καθόλου νά δείχνει σὲ μᾶς τὴν ἀγάπη καὶ προθυμία του. Προσεύχεται γιά ὅλους τὰ καλύτερα, εὐεργετεῖ δὲ ἀμέσως ἀκούοντας τίς προσευχὲς ὅσων ἔχουν ἀνάγκη. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἀπόκτησαν ἀγαθὴ ἐκτίμηση γι’ αὐτόν, ὥστε μερικοὶ μάλιστα ἔλαβαν θάρρος νά ζητήσουν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο αἰτήματα ὑπερφυσικά. Κάποιος ταξιδεύοντας μέ τὸ πλοῖο μέ δυνατὴ θαλασσοταραχὴ γλίστρησε καὶ βρέθηκε μέσα στά ἀνεμοδαρμένα κύματα. Ἐνῶ δέν πίστευε ὅτι θὰ βρεῖ ἀπὸ ἀλλοῦ σωτηρία, θυμήθηκε τὸν Ἅγιο Νικόλαο καὶ τὸν παρακάλεσε νά τὸν βοηθήσει· Καὶ ἐνῶ εἶχε ἀκόμη στό στόμα του τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ἀμέσως βρέθηκε στή στεριά, σὰν νά κινήθηκαν τὰ ὅρια τῆς θάλασσας πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ξηρᾶς. Τόσον πολὺ φιλάνθρωπος ἤταν, ὥστε ὅπως λέει ὁ Παῦλος, ἤταν ποιμένας ἀνθρώπων χωρὶς νά διαψεύδεται γιά τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτό.
Ἄφησε δὲ στούς ἀνθρώπους τὸ ἅγιο σῶμα του, ὡς πατρικὴ κληρονομία, ἀφορμὴ εὐφροσύνης, καὶ θησαυρὸ ποικίλων εὐεργεσιῶν, ποὺ φωνάζει πόσο μεγάλη ἤταν ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀνθρώπούς καὶ δείχνει τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας του ψυχῆς. Τὸ σῶμα του τώρα δέν ζεῖ τὴν ἀνθρωπίνη ζωή, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ ἔρημο ψυχῆς καὶ νεκρό. Ἔχει δὲ ζωὴ λόγῳ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι δὲ φανερὰ τὰ σημεῖα τῆς χάριτος καὶ ἀναβλύζει πηγὲς θείου μύρου πού ἀποτελοῦν μεγάλη βοήθεια γιά τὴν παρηγορία τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ζοῦσε ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἔδειχνε τή μεγάλη ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, τώρα δὲ μετὰ τὴν κοίμησή του φανερώνεται πνευματοφόρος καὶ προστάτης τῶν ἀνθρώπων. Τότε μέν, ἀφ’ ἑνὸς ἀγωνιζόταν μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, ψυχικὲς καὶ σωματικές, γιά νά μὴ προδώσει τὴν ἀληθινὴ πίστη πρὸς τὸν Θεό, ἀφ’ ἑτέρου ἤλεγχε βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες πού ἀδικοῦσαν τοὺς ὑπηκόους τους. Τώρα δὲ μετὰ τὴν κοίμησή του φανερώνει τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν φιλανθρωπία του. Καὶ τὸν μὲν Σωτήρα Χριστὸ ἐγκωμιάζει, ἀναδεικνύοντάς τον δίκαιον καὶ φιλότιμον γιά τὰ βραβεῖα πού δίνει στούς ἀγωνιζομένους, ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ σώματος, στά σώματα δὲ καὶ στίς ψυχὲς τῶν χριστιανῶν δωρίζει μεγάλη εὐχαρίστηση καὶ ὠφέλεια μέ τὰ μύρα του.
Ἀλλ’ ᾧ ἄριστε καὶ φιλανθρωπότατε ποιμένα, σύ πού ὅλα τὰ περιφρονοῦσες γιά χάρη τοῦ ποιμνίου, μιμητά, φίλε καὶ μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ· σύ πού πρέπει νά ὀνομάζεσαι ἀπόστολος, ἐπειδὴ εἶσαι δίκαιος καὶ σκεῦος ἐκλογῆς καὶ φίλος καὶ ζηλωτής καί μέ ὅποια ἄλλη ὀνομασία, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Σωτῆρας τιμᾶ τοὺς κορυφαίους ἀπὸ τοὺς φίλους του· σύ πού μιμήθηκες τὸν Χριστὸ καὶ ἀναδείχθηκες καλὸς ποιμένας καὶ μάρτυρας τῆς ἀληθείας· σύ πού κατανίκησες τὸν πονηρὸ καὶ ἔκανες τή ψυχή σου εἰκόνα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ· σύ πού ἔγινες ἀγαθὸ γιά ὅλους. Σύ μὲν μᾶς ἔδωσες ὅλα ὅσα σὲ παρακάλεσα, προσευχήθηκα δὲ ἑγὼ γιά χάρη αὐτῶν ἐδῶ, ποὺ θυμηθήκαμε τή ζωή σου γιά νά σὲ ἐγκωμιάσουμε. Δέξου δὲ τὸν κατὰ τή δύναμή μας λόγο, καὶ ἀφοῦ μᾶς ἀξιώσεις μεγαλύτερων χαρισμάτων δῶσε μας καὶ τὴν ἱκανότητα γιά νά τὰ ἐγκωμιάσουμε καλύτερα.
Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Βασιλείου Σ. Ψευτογκά, «Νικολάου Καβάσιλα, Ἑπτὰ ἀνέκδοτοι λόγοι τὸ πρῶτον νῦν ἐκδιδόμενοι», Θεσ/νίκη 1976, σ. 124- 134]