Τὸ Ἄξιόν Ἐστι.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης
μὲ πορφύρωσαν
καὶ χαρὲς ἀνείδωτες
μὲ σκιάσανε
ὀξειδώθηκα μὲς στὴ νοτιὰ
τῶν ἀνθρώπων
μακρινὴ μητέρα
ρόδο μου ἀμάραντο
Στ’ ἀνοιχτά τοῦ πέλαγου
μὲ καρτέρεσαν
μὲ μπομπάρδες τρικάταρτες
καὶ μοῦ ρίξανε
ἁμαρτία μου νὰ ’χα κι ἐγὼ
μίαν ἀγάπη
μακρινὴ μητέρα
ρόδο μου ἀμάραντο.
Τὸν Ἰούλιο κάποτε
μισανοίξανε
τὰ μεγάλα μάτια της
μὲς στὰ σπλάχνα μου
τὴν παρθένα ζωὴ μία στιγμὴ
νὰ φωτίσουν
μακρινὴ μητέρα
ρόδο μου ἀμάραντο.
Στὴν Παναγία τὴν Κουνίστρα
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εἰς ὅλην τὴν Χριστιανοσύνη
μία εἶναι μόνη Παναγία, ἁγνή:
Κόρη παιδίσκη, Ἁγία τῶν Ἁγίων,
χωρὶς Χριστὸν παιδὶ στὰ χέρια
καὶ τρεφομένη μὲ ἀγγέλων ἄρτον.
Κι ἐσύ, ἴσως μόνη σύ,
Παναγία ἡ Κουνίστρα,
ἡ Κουνίστρα σύ·
ἐφανερώθη στῆς Σκιάθου τὸ νησί,
εἰς δένδρον πεύκου ἐπάνω καθισμένη
κι ἐκινεῖτο ἀπὸ αἰώραν τερπνήν,
ὅπως αἱ κορασίδες συνηθίζουν,
κι ἐμπρός της ἔκαιεν ἀκοίμητος κανδήλα. Συνέχεια
Στὴν Παναγία τοῦ Ντομάν
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Πηγή μου ζωηφόρος, ποὺ δροσίζεις
μὲ τὸ βαθὺ ποτάμι, μὲ τὸ νάμα σου
τόσες ψυχές, καὶ μένα τὴν ψυχή μου·
ὁ κρότος τῶν νερῶν σου μέσ’ στὰ ρέμματα
κι ἀνάμεσα στοὺς βράχους, στὰ βουνά,
κι ὡς κάτω, ἕως τὸ κύμα τῆς θαλάσσης·
ὁ ρόχθος τῶν ὑδάτων σου ἀκούεται. Συνέχεια
Στὴν Παναγία τὴν Κεχριᾶ
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Γλυκειὰ Παρθέν’, ἀξίωσέ με
νάρθω καὶ πάλι στὸ ναό σου,
ὅπου φυσᾶ γλυκὰ ἡ αὔρα
στὰ πλατάνια τὰ θεόρατα
κάτω στὸ ρέμμα, ποὺ ἡ πηγὴ κελαρύζει
κι ἐπάνω θροΐζει ἡ αὔρα μαλακά.
Ὅλος ὁ ἥλιος λάμπει στὸ θόλο
τοῦ ὡραίου ναοῦ σου
μὲ τὰ πιατάκια τὰ ποικιλμένα
κι εὐωδιάζ’ ἡ μύρτος κι ἡ δάφνη
ὁλόγυρα, κι ἡ βρύση κελαδεῖ
στὴν αὐλή,
ποὺ ἀνθεῖ ὁ λιβανωτὸς κι [ἡ μύρτος]. Συνέχεια
Μυστικὴ Παράκληση
Κωστῆς Παλαμᾶς
κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου
δὲ φτάνει νὰ σκεπάση,
ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ’ ἄδειο,
σὰν τ’ ἀλόγιστο
χυμένο προτοῦ νάρθη ἡ πλάση,
ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση
καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.
Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.
Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,
κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα
στάλα τοῦ αἰθέρα,
ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή,
ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα. Συνέχεια
Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Ἄφες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ μὲ ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω».
Ψαλμὸς τοῦ Δαυίδ.
Χαίρετ’ ὁ Ἰωακεὶμ κι ἡ Ἄννα,
πού γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ’ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς
ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
πού τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ’ τὴν ἐκκλησίτσα,
πού μοσχοβολᾶ πάνω στὴ ράχη. Συνέχεια