Απρίλιος 2025
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
27282930  

Κυριακή τοῦ Ζακχαίου

Ἡ διακαὴς ἐπιθυμία

Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

Πολὺ πρὶν ἀρχίσει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀναγγέλλει ὅτι πλησιάζει καὶ μᾶς καλεῖ νὰ μποῦμε στὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γι’ αὐτήν. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς Ὀρθόδοξης λειτουργικῆς παράδοσης τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε μεγάλη γιορτὴ ἢ περίοδος – π.χ. τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ κ.λπ. – προαναγγέλλεται καὶ «ἑτοιμάζεται» ἀπὸ νωρίτερα. Γιατί; Διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ βαθιὰ ψυχολογικὴ γνώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ξέροντας τὴν ἔλλειψη αὐτοσυγκέντρωσης καὶ τὴν τρομακτικὴ «κοσμικότητα» τῆς ζωῆς μας, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀλλάξουμε αὐτόματα, νὰ πᾶμε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ μιὰ πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ κατάσταση σὲ μιὰ ἄλλη. Ἔτσι, ἀρκετὰ πρὶν ἀρχίσει ἡ οὐσιαστικὴ προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖ τὴν προσοχή μας στὴ σοβαρότητα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε τὴ σημασία της. Πρὶν μποῦμε στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἀρχίσουμε νὰ τὴ ζοῦμε, μᾶς παρουσιάζει τὸ νόημά της. Αὐτὴ ἡ προπαρασκευαστικὴ περίοδος περιλαμβάνει τὶς πέντε διαδοχικὲς Κυριακὲς ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Κάθε μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔχει εἰδικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶναι ἀφιερωμένη σὲ κάποιο θεμελιακὸ γεγονὸς μετάνοιας. Ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς γίνεται τὴν Κυριακὴ ποὺ διαβάζουμε τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸ Ζακχαῖο (Λουκ. 19, 1-10). Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶχε τόσο διακαὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν δεῖ ποὺ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στὴν ἐπιθυμία του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ἔτσι τὸ θέμα αὐτῆς τῆς πρώτης προαγγελίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὶς ἐπιθυμίες του. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος μιὰ ἐπιθυμία καὶ αὐτὴ τὴ βασικὴ ψυχολογικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο: «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» λέει ὁ Χριστός. Μιὰ ἀσίγαστη ἐπιθυμία ξεπερνάει τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν παθιασμένα ἐπιθυμεῖ κάτι, κάνει πράγματα ποὺ κάτω ἀπὸ «ὁμαλὲς» συνθῆκες θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ κάνει. Ἂν καὶ «κοντὸς» ὑπερβαίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μόνο πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι κατὰ πόσο ἐπιθυμοῦμε πράγματα σωστά, κατὰ πόσο ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μέσα μας σκοπεύει σὲ σωστὸ τέρμα ἢ κατὰ πόσο – ὅπως λέει ὁ ὑπαρξιστὴς ἄθεος Jean Paul Sartre – ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ὁ Ζακχαῖος ἐπιθυμοῦσε τὸ «σωστό», ἤθελε νὰ δεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι τὸ πρῶτο σύμβολο μετάνοιας, γιατὶ ἡ μετάνοια ἀρχίζει σὰν μιὰ ἀνακάλυψη τῆς βαθιᾶς φύσης ὅλης τῆς ἐπιθυμίας: τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι «κοντός», ἀσήμαντος, ἁμαρτωλός, μὲ περιορισμένη αἴσθηση εὐθύνης, ἀλλὰ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία του τὰ ξεπερνάει ὅλα αὐτά. Κατὰ κάποιο τρόπο «ἐκβιάζει» τὸ Χριστὸ νὰ τὸν προσέξει· φέρνει τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι του. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀγγελία, ἡ πρώτη πρόσκληση· δική μας ὑπόθεση εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι βαθύτερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ μέσα στὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸ Ἀπόλυτο ποὺ βρίσκεται μέσα μας, εἴτε τὸ ξέρουμε εἴτε ὄχι, καὶ ποὺ ὅταν ξεκλίνουμε καὶ ἀπομακρύνουμε τὶς ἐπιθυμίες μας ἀπ’ αὐτό, τότε γινόμαστε, πραγματικά, ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ἂν ὅμως ἐπιθυμοῦμε βαθιά, ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά, τότε ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται.

 

“Ὁμιλία εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν Τελώνην”

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

 

Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δέ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, ἀγαπητοί. Ὅσο δὲ βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι ποθοῦν. Καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τίς πηγές τῶν πόθων τους. Κι ὅταν ξημερώση πηγαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο, μέ ἀεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, ἀναζητοῦν αὐτά πού ποθεῖ ἡ καρδιά τους.

Κι ὅπως ὁδοιπόροι, πού σέ ὥρα μεσημεριοῦ διασχίζουν ἄνυδρο τόπο, ἀναγκασμένοι ἀπὸ τὴ δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δῆς ν’ ἀνεβαίνουν καὶ βουνὰ ὅπου ὑπάρχει πηγή· κι ὅταν ἀπό μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ συνεχίζουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτὴ μέ βιάση· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι κι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθητό τους Χριστὸ μὲ καλά ἔργα καὶ τὴ νύχτα εἶναι κοντά του μὲ τὴν προσευχή κι ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί του.

Ὅταν στὰ ὁράματά τους τὸν ἰδοῦν ἀπὸ μακριά χαίρονται κι ἀναγαλλιάζουν καθὼς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τὶς πηγὲς ποὺ ποθοῦν. Κι ὅταν ξυπνήσουν θέλουν νά ξανακοιμηθοῦν, γιὰ ν’ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὁπτασία.

Τέτοιος καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Δῆτε τον ποὺ τρέχει καὶ ὁ θεῖος πόθος τὸν πυρπολεῖ· σκαρφαλώνει στὸ δένδρο καὶ ψάχνει γύρω τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ δῆ τὴ ζωοδότρα πηγή.

Κι ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἀντίκρυσε τὸν Κύριο, ξεκούρασε τὴν ὅραση του, περισσότερο ὅμως ἀναρρίπισε τὸν πόθο στὴν καρδιά του· «Μπῆκε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχὼ καὶ περιπατοῦσε στὸν δρόμο. Βρῆκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαῖο. Ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Ἤθελε πολὺ νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ».

Πρόσεξε, ἀγαπητέ μου, τόν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δέν μποροῦσε ὅμως νὰ δῆ ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ ἦταν μικρὸ τὸ ἀνάστημά του. Τρέχει λοιπὸν μπροστά κι ἀνεβαίνει σὲ μιὰ μουριὰ γιὰ νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ. Ὁ Ζακχαῖος μὲ τὸ μικρὸ ἀνάστημα καὶ τὴν πολλὴ γνώση ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Χριστὸ, ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ μέσα στοὺς ἀνθρώπους πού χάριζε τὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ δῆ τὸ δημιουργὸ τῶν ἀγγέλων, νὰ δῆ νὰ βαδίζη μὲ βήματα ἀνθρώπου ὁ φωτοδότης τοῦ οὐρανοῦ, ὑπέργειου φωτός.

Ζητοῦσε νὰ δῆ πῶς ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καθισμένος στὸ νέφος πλημμύρισε μὲ φῶς τῶν πιστῶν τὰ ψυχικὰ μάτια. Ζητοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ Ἰησοῦ, τὸν ὡραῖο, τὸν ποθητὸ, τὸ γλυκύ, ποὺ μὲ τὄνομά του δηλώνει καὶ τὴν πράξη. Νὰ δῆ τὸ πορφυρόμαλλο πρόβατο, ποὺ τὸ αἶμα του ἔγινε τὸ τίμημα τῆς οἰκουμένης καὶ τὸ μαλλί του ἔντυσε τοὺς γυμνοὺς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸ βασιλιά του, τὸ πρόβατο τὸ βοσκό του, ὁ παραπλανημένος τὸ δρόμο του, ὁ σκοτισμένος τὸ φῶς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν κήρυκα τῆς εὐσεβείας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε γευτῆ τὴ γλυκύτητα τῆς θεογνωσίας.

Ζητοῦσε νὰ δῆ ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγεία του, ὁ πεινασμένος τὴν οὐράνια τροφή, ὁ διψασμένος τὴν ζωοδότρα πηγή. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν ἐμψυχωτὴ τῶν ἱερέων καὶ τὸν ξυπνητὴ τοῦ Λαζάρου. Ὤ, τὸ θεϊκὸ ἔρωτα! Ὤ, τὴν ἐπιθυμία! Ὤ, τὸ χρυσόφτερο ἔρωτα, ἤ καλύτερα τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν ἔχει. Ὁ θεϊκὸς ἔρωτας ποὺ τὸν ἐσήκωσε ἀπὸ τὴ γῆ, τὸν ἔκαμε κιόλα ν’ ἀνεβῆ στὸ δένδρο. Συνέχεια

“Διόρθωση καί σωτηρία τοῦ ἀρχιετελώνη Ζακχαῖου – ΙΕ΄ Λουκᾶ”

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς

1. Πρωτύτερα ἐπήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περὶ τῆς ἰάσεως τῶν λεπρῶν καὶ τυφλῶν κατὰ τὸ σῶμα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν ἀγάπη σας. Σήμερα θέμα θὰ ἔχωμε τὸν κατὰ τὴν ψυχὴ τυφλὸ Ζακχαῖο πού κατοικοῦσε στὴν Ἱεριχῶ καὶ τὴν ἀναβλεψὶ του κατ’ αὐτήν.

Εἶναι δὲ μεγάλο τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὸν θαῦμα καὶ ὄχι μικρότερο ἀπὸ τὰ σχετικὰ μ’ ἐκείνους. Διότι καὶ αὐτὸς εἶχε σκοτεινούς τους ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος εἶχε σκοτεινούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς ἔξω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μορφῆς· ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε κατὰ τὴ διὴγησι νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀπαλλάχθηκε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ νοῦ μὲ μόνο τὸ λόγο ἐκείνου πού καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸ λόγο συνέστησε τὸ φῶς καὶ κατηύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίσι. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι’ ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου, ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρους ὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.

2.  Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι. «Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»· ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰ παραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι’ ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία· ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ’ ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸν ἔκαμε νὰ περιπολῆ· ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦ παντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ’ ἕνα τόπο, ἀλλ’ εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»· διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁ Κύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι’ ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.

3. «Καὶ ἰδού», λέγει, «ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, πού ἦταν μάλιστα ἀρχιτελώνης. Ἦταν δὲ πλούσιος αὐτὸς κι’ ἐζητοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ ὄχλου, διότι ἦταν μικρὸς στὸ σῶμα». Ὄχι δὲ μόνο ἦταν μικρός, ἀλλὰ ἦταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ· διότι ἂν ἐπλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ ἐστερεῖτο τῆς θέας. Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι τοῦτος ἑλκυόταν καὶ ἀναχαιτιζόταν ἀρρήτως ἀπὸ τὴν θεία δύναμι τοῦ Ἰησοῦ· ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴ κατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετή, γι’ αὐτὸ κι’ ἐπιθυμοῦσε κι’ ἐπιχειροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ· ἀναχαιτιζόταν δὲ ἀπὸ τὴ θεία δύναμι, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἀντίθετα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ τὸν πλοῦτο. Αὐτὰ νομίζω δεικνύοντας καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφ’ ὅσον μὲν ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι’ αὐτόν, «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, ἐφ’ ὅσον δὲ ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ βέβαια πλούσιος». Πραγματικὰ τὸ μὲν «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιολόγων πού δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶ πρὸς αὐτὸ τείνει ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός· διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ, «δὲν θὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά τους διὰ τῶν χειλέων μου». Τὸ ὅτι δὲ ἐμαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι’ αὐτὸ πλούσιος, ἔδειξε ὅτι ἦταν διακεκριμένος σὲ κακία. Ἀλλ’ ἐπειδή, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ὁ Ζακχαῖος, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, λέγει, «ἔτρεξε ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ· διότι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐπρόκειτο νὰ περάση». Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιὸς ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰ διασπάση τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ μᾶλλον προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶ ἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα πού ἦταν φυτευμένη στὸ δρόμο, γιὰ νὰ ἰδῆ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ποθούμενο. Συνέχεια

Εἰς τὸ εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς του Ζακχαίου” (ΙΕ΄ Λουκᾶ)

Γεώργιος Πατρῶνος

Εἰσαγωγικὰ

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κατὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, πορεύεται πρὸς τὴν ἀρχαία καὶ ἱστορικὴ πόλη τῆς Ἱεριχοῦς. Ἡ πόλη αὐτὴ θυμίζει στοὺς Ἰουδαίους τὸν κόσμο τῶν εἰδώλων καὶ τὶς ἱστορικὲς περιπέτειες τῆς φυλῆς τους, ὅταν πορεύονταν πρὸς τὴν ἁγία γῆ τῆς Ἰουδαίας, τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἱεριχώ εἶχε ἀντισταθεῖ σταθερὰ στὴν πορεία τῶν Ἑβραίων καὶ ἀποτέλεσε τὸν μέγιστο κίνδυνο τῆς Ἱστορικῆς ἐπιβίωσής τους. Ἡ Ἱεριχώ συμβόλιζε τὸν ἀντίθεο κόσμο τῶν ἐθνικῶν, ἐνῶ ἡ Ἱερουσαλὴμ συμβόλιζε τὸν τόπο τῆς ἐκπλήρωσης τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τώρα ὁ Ἰησοῦς πορεύεται πρὸς τὴν Ἱεριχώ. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς πορεύεται πρὸς τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου δὲν περιορίσθηκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους καὶ οὔτε ἀκούσθηκε τὸ κήρυγμά του μόνο στὶς Συναγωγὲς καὶ στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα. Ὁ Ἰησοῦς ἐπεξέτεινε τὸ ἔργο του καὶ στὸν κόσμο τῶν ἐθνικῶν. Ἀπὸ ὅσα δὲ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς εὐαγγελικὲς διηγήσεις ἡ ἐπιτυχία τῆς ἱεραποστολικῆς προσπάθειας ἦταν σημαντικότερη στὴ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, στὴ Σαμάρεια καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἑλληνιστικὴ Δεκάπολη, παρὰ στὸν παραδοσιακὰ θρησκευτικὸ κόσμο τῆς Ἰουδαίας.

Στὴν Ἱεριχώ ὁ Ἰησοῦς συναντάει τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο. Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους «τελώνης» ἦταν συνώνυμό τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἄρα ὁ Κύριος στὸ πρόσωπο τοῦ Ζακχαίου συναντάει τὸν πεπτωκότα κόσμο, τὸν κόσμο τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ ἀπὸ ἄλλες περιγραφὲς συχνὰ ἀκοῦμε «ὁ διδάσκαλος μετὰ τελωνῶν καὶ πορνῶν» νὰ συνομιλεῖ καὶ νὰ συντρώγει, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς διαλέγεται μὲ ὅλο αὐτὸ τὸν ἀπερριμένο κόσμο μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία τους.

  1. Ἡ συμβολικότητα τῆς συκῆς

Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἐπισήμανση ἐκ μέρους τοῦ ἱεροῦ συγγραφέα τῆς περικοπῆς, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος ἦταν μικρόσωμος «ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδη τὸν Ἰησοῦν». Αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια δὲν θὰ εἶχε καμιὰ σημασία ἐὰν συνειρμικὰ δὲν μᾶς ὁδηγοῦσε σὲ κάποιες σημαντικὲς θεολογικὲς ἐπισημάνσεις.

Ἡ συκῆ εἶναι ἕνα πλατύφυλλο δέντρο, μὲ πλούσια σκιὰ καὶ εὔχυμους θρεπτικότατους καρπούς. Ἰδιαίτερης ἀντοχῆς δέντρο γιὰ τὰ θερμὰ κλίματα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς ἐρήμου. Δηλώνει, ἑπομένως, ζωὴ καὶ προστασία γιὰ τοὺς ταξιδιῶτες ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ καυτοῦ ἥλιου τῶν θερμῶν περιοχῶν. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς ἡ συκῆ ἔχει τὴ σημασιολογία της. Διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ Θεὸς συναντάει καὶ καλεῖ τοὺς προφῆτες του γιὰ τὸ ἔργο ποίμανσης τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ του κάτω ἀπὸ μία συκῆ ἢ μιὰ ἄμπελο. Μὲ φύλλα συκῆς ἐνδύονται τὴν γύμνια τους ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα μετὰ τὴν πτώση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Τὸν ἀπόστολο Ναθαναήλ, ἕναν ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰησοῦς τὸν συναντᾶ καὶ τὸν καλεῖ στὴ μαθητεία κάτω ἀπὸ μία συκῆ· «προτοῦ σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδον σε».

Ἐπίσης, προκείμενου νὰ μιλήσει ὁ Χριστὸς γιὰ τὰ ἐσχατολογικὰ γεγονότα καὶ γιὰ τὶς συνέπειες τῆς πνευματικῆς ραθυμίας ἐν ὄψει τῆς τελικῆς Κρίσης, χρησιμοποίησε τὴν συκῆ ὡς συμβολικὸ παράδειγμα. Ἡ ἄκαρπη συκῆ «ἐκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται». Μάλιστα δὲ προχώρησε καὶ στὴν ξήρανση τῆς ἄκαρπης συκῆς, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης καὶ τῆς πνευματικῆς καρποφορίας.

  1. Ἡ περίπτωση τοῦ Ζακχαίου

Καὶ τὸν ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο, ὁ Ἰησοῦς τὸν συνάντησε καὶ πάλι σὲ κάποια συκομορέα. Ἡ πρώτη ἐντύπωση εἶναι, καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ἐπισήμανση τοῦ συμβολικοῦ αὐτοῦ δέντρου, ὅτι βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ κάποιο σημαντικὸ ἀποκαλυπτικὸ καὶ σωτηριολογικὸ γεγονός. Ὁ Ζακχαῖος στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ἀποτελεῖ «τύπο» καὶ σύμβολο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ἤδη, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἐπρόσεξε καὶ ἐπεσήμανε τὴν κρισιμότητα τῆς στιγμῆς, λέγοντάς του, ὅτι «σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι», ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, «πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι». Δὲν χρειαζόταν νὰ ἐρευνήσουν τὸν βίο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τοὺς ἀπασχολοῦσε ἡ ἠθικότητα ἢ ἡ ποιότητα ζωῆς του. Καὶ μόνο ποὺ ἦταν τελώνης πρέπει νὰ ἦταν καὶ ἁμαρτωλός, δηλαδὴ ἀπορριπτέος ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας. Συνέχεια

: “Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ζακχαῖος”

π. Ἀντώνιος Bloom

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο διαβάζουμε θαυμάσια ἁπλὰ λόγια. Ὁ Χριστὸς ἔφτασε στὸ σημεῖο, ὅπου ἦταν ὁ Ζακχαῖος. Κοίταξε πρὸς τὰ πάνω καὶ τὸν εἶδε.

Ἀπόλυτα συνηθισμένα λόγια χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅμως, ὁρίστηκε ἡ μοίρα τοῦ Ζακχαίου. Ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε περάσει χωρὶς νὰ κοιτάξει, χωρὶς νὰ τὸν δεῖ, ὁ Ζακχαῖος θὰ θυμόταν σ΄ ὅλη τὴ ζωή του, ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν πέρασε, πέρασε καὶ ἡ σωτηρία του, πέρασε καὶ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀρχίσει μία καινούργια ζωή. Ἐκείνη ἡ καινούργια ζωὴ θὰ εἶχε περάσει ἀπὸ κοντὰ του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει παρατηρήσει. Ὁ Θεὸς θὰ εἶχε περάσει δίπλα του, δὲν θὰ κοιτοῦσε καὶ δὲν θὰ τὸν παρατηροῦσε. Ὁ Ζακχαῖος, ὅμως, ἔγινε ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, καὶ γι΄ αὐτὸ τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία μιᾶς καινούργιας ζωῆς. Καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἔφτασε στὸν τόπο, ὅπου βρισκόταν ὁ Ζακχαῖος, ὄχι μόνο τὸν ἄγγιξε μὲ ἕνα βλέμμα, ἀλλὰ σταμάτησε τὰ μάτια Του ἐπάνω του, τὸν εἶδε καὶ στράφηκε πρὸς αὐτόν.

Πόσο σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο σέ μᾶς! Ὅτι κάποιος σταματάει τὰ μάτια του σέ μᾶς, μᾶς παρατηρεῖ, μᾶς βλέπει πραγματικά, ὄχι μόνο ὅτι εἴμαστε σωματικὰ παρόντες, μὰ βλέπει στὸ βάθος μας, παρατηρεῖ τὸ ἄγχος μας, τὸν φόβο, τὴ θλίψη, τὸν πόνο, τὴ μοναξιὰ στὰ μάτια μας, μὰ καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ντροπαλὴ προσδοκία μας. Βλέπει καὶ σταματάει τὸ βλέμμα του σὲ μᾶς γιὰ νὰ μᾶς ἀποκριθεῖ σὲ ὅλα, ὅσα ἔχουμε κρυφὰ στὴν ψυχή, μὲ τὰ ἑξῆς: Ἔλα, ἄσε με νὰ εἶμαι μαζί σου! Πόσος πόνος θὰ ἐξαφανιζόταν ἀπὸ τὴ γῆ, ἂν καθένας ἀπὸ μᾶς μποροῦσε νὰ προσέξει ὅλους γύρω του, νὰ καταλάβει τοὺς ἄλλους καὶ νὰ εἶναι πρόθυμος νὰ τοὺς βοηθήσει.

Τώρα πλησιάζουμε στὴ Σαρακοστή, καὶ τώρα –ὄχι μετά!– εἶναι ὁ καιρὸς νὰ προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας. Μετὰ θὰ συμβαίνουν γεγονότα, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσο μεγάλα καὶ σημαντικά, ὥστε θὰ πρέπει νὰ ξεχάσουμε τὸν ἑαυτό μας. Θὰ πάει ὁ Χριστὸς στὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ ἀνεβεῖ στὸ θάνατό Του, στὸ σταυρό. Τότε δὲν θὰ ἔχουμε χρόνο γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Τώρα, λοιπόν, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς βάζει μπροστὰ σὲ διαφορετικὲς εἰκόνες, σὲ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους, διαφορετικὰ γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ μπροστὰ στὰ λόγια Του.

Ἂς προσέξουμε ἀκριβῶς τώρα τὸν ἑαυτό μας, πρὶν τὴν Κυριακή, ὁπότε θὰ ζητήσουμε συγνώμη ἀπὸ ὅλους, καὶ ἂς κοιτάξουμε τί μᾶς ὑποχρεώνει σ΄αὐτό. Τὰ σημερινὰ ἁπλὰ λόγια ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λένε σαφῶς τί ὑποχρεώσεις ἔχουμε, ἂν θέλουμε νὰ ζητήσουμε συγνώμη. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε: Πόσες φορές, πόσο συχνά, τί ψύχραιμα, τί ἀνηλεῶς, τί δειλὰ καὶ μικρόψυχα περνάω τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς νὰ τοὺς προσέξω! Πῶς φοβᾶμαι νὰ κοιτάξω –ἐπειδὴ τὸ νὰ δεῖς σημαίνει νὰ συνδεθεῖς μὲ μία μοίρα, νὰ βοηθήσεις. Μὰ εἶμαι τεμπέλης καὶ δὲν ἐνδιαφέρομαι, ἢ –αὐτὸ συμβαίνει πιὸ συχνὰ– τρομάζω. Πόσες φορές, κατὰ τὴ διάρκεια μίας μόνο μέρας, περνᾶμε τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς νὰ τοὺς προσέξουμε, παρόλο ποὺ περιμένουμε συνέχεια νὰ μᾶς προσέξουν οἱ ἄλλοι, νὰ μᾶς δώσουν σημασία, νὰ μᾶς βοηθήσουν! Καὶ αὐτό, πάντα, καὶ κάποτε μάλιστα πληρώνοντας μία μεγάλη τιμή. Θέλουμε νὰ μᾶς δοῦν οἱ ἄλλοι, νὰ μᾶς φερθοῦν μὲ τρυφερότητα, νὰ μᾶς καλέσουν, νὰ μᾶς παρηγορήσουν καὶ νὰ μᾶς δώσουν δυνάμεις.

Ἂς βάλουμε αὐτὸ τὸ ζήτημα μπροστὰ μας κατὰ τὴ διάρκεια ὅλης της ἑπόμενης ἑβδομάδας! Ἂς κοιτάξουμε βαθιὰ στὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀρχίσουμε νὰ μαθαίνουμε πῶς νὰ βλέπουμε καὶ νὰ κατανικᾶμε τὴν μικροψυχία, τὸ φόβο, τὴ φυγοπονία. Ἂς παλέψουμε μὲ αὐτά! Καὶ τότε θὰ ’ρθεῖ ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία. Ὄχι μόνο στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ σέ μᾶς, ἐπειδὴ τότε θὰ μποῦμε πρῶτα στὴ βασιλεία τῶν, ἁπλά, καλῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, μὰ στὸ βάθος αὐτῆς τηςβασιλείας –θὰ τὸ δοῦμε– κρύβεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης.