Ἁγία Νίνα ἡ φωτίστρια τῆς Γεωργίας
Ἡ Γεωργία γνώρισε πολὺ νωρὶς τὸ χριστιανισμό. Σύμφωνα μὲ ἀρχαιότατη παράδοση, τὸ σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου σ’ ἐκείνη τὴν περιοχὴ ἔριξαν πρῶτοι οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος καὶ Σίμων ὁ Κανανίτης.
Ἡ μεταστροφή, πάντως, ὁλόκληρου σχεδὸν τοῦ λαοῦ τῆς Γεωργίας στὴ χριστιανικὴ πίστη ἔγινε τὸν 4ο αἰώνα ἀπὸ τὴν ἁγία Ἰσαπόστολο Νίνα.
Ἡ ἁγία Νίνα γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰώνα στὴν Καππαδοκία, ὅπου τότε κατοικοῦσαν πολλοὶ Γεωργιανοί. Ἦταν στενὴ συγγενής τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μάλιστα μ’ ἕνα παλαιὸ χειρόγραφο ἦταν ξαδέλφη του.
Ὁ πατέρας τῆς Ζαβουλών, φημισμένος στρατιωτικὸς στὴν ὑπηρεσία τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, καὶ ἡ μητέρα της Σωσάννα, ἀδελφή τοῦ ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιου, διακρίνονταν γιὰ τὴ βαθιά τους εὐσέβεια.
Ἔτσι, ἀπὸ τὸ εὐλογημένο αὐτὸ ζεῦγος προῆλθε ἕνας ἐξίσου εὐλογημένος καρπός, ἡ μακαρία Νίνα.
Ὅταν ἡ Νίνα.ἔγινε δώδεκα χρόνων, πῆγε μὲ τοὺς γονεῖς της στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐκεῖ ὁ πατέρας της Ζαβουλών, μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς συζύγου του καὶ τὴν εὐλογία τοῦ ἐπισκόπου, ἀναχώρησε γιὰ ν’ ἀσκητέψει στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη.
Ὁ ἀκριβὴς τόπος καὶ ὁ χρόνος τοῦ θανάτου του παρέμειναν ἄγνωστοι.
Ἡ Σωσάννα, πάλι, τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο ἀδελφό της ὡς διακόνισσα στὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ νὰ φροντίζει τὶς φτωχὲς καὶ ἄρρωστες γυναῖκες.
Τέλος, τὴν ἁγία Νίνα τὴν παρέδωσαν στὴν εὐλαβέστατη γερόντισσα Σάρα-Νιοφόρα, τὴ Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι ἐκείνη στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ νὰ τὴν ἀναθρέψει «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφ. 6,4). Συνέχεια
Ἡ Ἁγία Λυδία ἡ Φιλιππησία στὸ χριστιανικὸ ἑορτολόγιο
Παναγιώτη ‘Ι. Σκαλτσῆ.
Ἡ ἁγίαΛυδία ἡ Φιλιππησία, ἐθνική προσὴλυτος ἀπὸ τὰ Θυάτειρα τῆς Φρυγίας καὶ ἔμπορος πορφύρας γιὰ τὴ βαφὴ ὑφασμάτων ἀπὸ μαλλί, ἐξ οὗ καὶ «πορφυροπώλις»1, μᾶς εἶναι γνωστὴ δύο χιλιάδες τώρα χρόνια ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων καὶ τὸ περιστατικὸ τῆς βάπτισής της ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας, ἀμέσως μετὰ τὴν ἐλευσή του στὴν πόλη αὐτή προερχόμενος ἀπὸ τὴν Τρωάδα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας2.
Ἐξ ἀφορμῆς τοῦ «ἔξω τῆς πόλεως παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι»3 διαδραματισθέντος αὐτοῦ γεγονότος, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς πίστης τῆς Λυδίας καὶ τῆς προσοχῆς ποὺ ἔδειξε στὰ ὅσα ἄκουγε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς ἡ πρώτη Εὐρωπαία χριστιανή4. Στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τὸ πρόσωπο αὐτό δὲν ξεχάστηκε, μὲ δεδομένο τὴν ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν μελέτη τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔξαρση τῆς πίστης τῆς Λυδίας ἀπὸ μεγάλους Πατέρες, ὅπως π.χ. οἱ Μέγας Βασίλειος5, ἱερὸς Χρυσοστομος6, Νεῖλος ὁ Ἀσκητής7, μέγας Φώτιος8 κ.α9.
Εἶναι πάντως γεγονὸς ὅτι παρὰ τὴν προβολὴ ἀπὸ τὴν πατερικὴ παράδοση τῆς Λυδίας ὡς παραδείγματος πίστεως καὶ παρὰ τὸ ὅτι καὶ ἄλλα βιβλικὰ πρόσωπα καὶ δὴ καὶ γυναικεῖα, ὅπως π.χ. ἡ Ἀπόστολος Πρίσκιλλα, ἡ μάρτυς Ἀπφία, ἡ Ἀπόστολος Ἰουνία, ἡ κατηχηθεῖσα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο Θέκλα, ἐντάχθηκαν πολὺ ἐνωρὶς στὸ χριστιανικὸ ἑορτολόγιο10, ἡ Λυδία ἡ Φιλιππησία ἀναγνωρίσθηκε ἐπίσημα ὡς ἁγία στὴ μὲν Δυτικὴ Ἐκκλησία τὸ 16ο αἰ.11, στὴ δὲ Ἀνατολικὴ ‘Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐντάχθηκε στὸ Ἁγιολόγιο μόλις τὸ ἔτος 197212.
Ἡ ἐπὶ τόσους αἰῶνες ἀπουσία τῆς Λυδίας τῆς Φιλιππησίας ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ ἑορτολόγιο μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ σὲ διάφορες αἰτίες. Κατ’ ἀρχὴν ὅλα τὰ βιβλικὰ πρόσωπα καὶ δὴ καὶ αὐτά ποὺ συνεργάσθηκαν μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ συνέβαλαν στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο εἶναι γραμμένα «ἐν βίβλῳ ζωῆς»13. Ὑπάρχουν ἐπίσης χιλιάδες ἤ καὶ ἑκατομμύρια ἄλλα πρόσωπα ποὺ ἁγίασαν στὴ ζωή τους ἤ μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ εἶναι ἄγνωστα στὶς Συναξαριακὲς Συλλογὲς ἤ κάποια ἀπὸ αὐτά τιμῶνται μόνο σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θεώρησε ἀναγκαῖο νὰ προβεῖ σὲ ἐπίσημες ἁγιοκατατάξεις ὅλων αὐτῶν, δεδομένου ὅτι τὰ ὀνόματά των «ἐγράφησαν ἐν οὐρανοῖς»14. Ἄλλωστε ὑπάρχουν ἑορτές, ὅπως π.χ. αὐτή τῶν Ἁγίων Πάντων, ἡ ὁποία καθιερώθηκε τὸν 7ο αἰῶνα15, προκειμένου νὰ ἑορτάζουν οἱ ἄγνωστοι ἅγιοι. Τὸ Σάββατο δὲ πρὸ τῆς Ἀποκρέω «μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν». Συνέχεια