Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΛΟΝΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΣΗ
Ἁγιος Φιλάρετος Μόσχας
«Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξεις 1, 10-11)
Μοῦ φαίνεται περίεργο πού ἐσεῖς, ἄνθρωποι τοῦ φωτός, θὰ ἔπρεπε νὰ ρωτήσετε αὐτοὺς τοὺς Γαλιλαίους γιατί στάθηκαν κοιτάζοντας πρὸς τὸν οὐρανό. Τί μποροῦσαν ἄλλο νὰ κάνουν ἀπὸ τὸ νὰ κοιτάζουν στὸν οὐρανό, ὅπου ὁ Ἰησοῦς εἶχε μόλις ἀναληφθεῖ, ὅπου εἶχε μεταφερθεῖ ὁ θησαυρός τους, ὅπου εἶχαν μετατεθεῖ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ χαρά τους καὶ ὅπου ἡ ζωὴ τους εἶχε ἐξαφανιστεῖ; Ἐὰν ἐκείνη τὴν ὥρα κοιτοῦσαν στὴ γῆ, θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς ρωτήσουν, ὅπως καὶ ὅλους τούς ὀπαδοὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού βλέπουν στὴ γῆ μὲ μεροληπτικὸ μάτι: Γιατί κοιτᾶτε στὴ γῆ; Τί μπορεῖ νὰ ψάχνετε στὴ γῆ, ἀπὸ τότε πού ὁ μόνος δικός της καὶ δικός σας θησαυρός, βρέθηκε στὴ Βηθλεέμ, ἁπλώθηκε σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἰουδαία καὶ τὴν Σαμάρεια, πέρασε ἀπὸ τὰ χέρια διεστραμμένων ἀνθρώπων στὴ Γεσθημανῆ, τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν Γολγοθᾶ, κρύφτηκε κάτω ἀπὸ μιὰ πέτρα στὸν κῆπο τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, καὶ τώρα ἐπὶ τέλους ἐπάρθη καὶ μετετέθη στὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ οὐρανοῦ; Σᾶς εἶπαν, καὶ ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι, ὅτι «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἐσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».
Ἔτσι, ἐὰν ὁ θησαυρὸς σας εἶναι στὸν οὐρανό, τότε καὶ ἡ καρδιὰ σας πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖ. Καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ πρέπει νὰ κατευθύνονται τὰ βλέμματά σας, οἱ σκέψεις καὶ οἱ ἐπιθυμίες σας.
Οἱ «δύο ἄνδρες ἐν ἐσθῆτι λευκῇ», οἱ ὁποῖοι ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἐμφανίστηκαν στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ρώτησαν γιατί στέκονταν κοιτάζοντας στὸν οὐρανό, ἦταν και οἱ ἴδιοι, ἀναμφίβολα, κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ. Συνέχεια
ΤΑ ΑΝΩ ΦΡΟΝΕΙΤΕ
«Καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν». Πράξεις 1, 9
Ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας
Καθὼς οἱ ἕντεκα Ἀπόστολοι κοίταζαν, ὁ Κύριος ἀνελήφθη. Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν χωρὶς μάρτυρες, ὅμως ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς παρουσία μαρτύρων. Ὁ σφραγισμένος τάφος στὸ βράχο ἔκρυψε τὴ δόξα τῆς ἀνάστασης, κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς πραγματοποιήσεώς της· ἕνα φωτεινό, διάφανο σύννεφο ἀποκαλύπτει τὴ δόξα τῆς Ἀναλήψεως τὴ στιγμὴ πού πραγματοποιεῖται. Γιατί αὐτὴ ἡ διαφορά; Ἴσως διότι ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη, ἦταν μιὰ ἄνοδος ἀπὸ τὴν κόλαση στὸν παράδεισο καὶ δὲν ὑπῆρχε τότε χῶρος γιὰ ἐπίγειους μάρτυρες, καὶ μόνον οἱ πατριάρχες καί οἱ προφῆτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωή, θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι μάρτυρές της. Ὅμως τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὡς ἄνοδο ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, μποροῦσαν φυσικὰ νὰ τὴν δοῦν οἱ Ἀπόστολοι, πού βρίσκονταν ἐπὶ τῆς γῆς κι ἔβλεπαν πρὸς τὸν οὐρανό.
Ἐπὶ πλέον, ἀρκοῦσε νὰ δοῦν τὸν ἐγερθέντα Κύριο, μετὰ τὴν ἀνάστασή Του, προκειμένου νὰ δώσουν μαρτυρία γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἀνάσταση: δεδομένου ὅτι τὴν Ἀνάληψη τῆς χοϊκῶς γεννηθείσας σαρκὸς στοὺς οὐρανοὺς ἔπρεπε ὄντως νὰ τὴν δοῦν, ὥστε ἡ ἀνάσταση νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ. Πιθανὸν ὁ σαρκικὸς νοῦς νὰ διερωτηθεῖ: πῶς ἡ χοικῶς γεννηθεῖσα σάρκα μποροῦσε νὰ ἀνέλθει στὸν οὐρανό; Ἀπαντοῦμε: δὲν χρειάζεται νὰ σκεφτοῦμε γιὰ τὴν δυνατότητα τοῦ γεγονότος, ἀφοῦ τὸ εἶδαν καὶ τὸ μαρτύρησαν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀρνήθηκαν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ θάνατο γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀλήθειά του. «Καὶ βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη». Ἀλλά ἦταν μόνο γιὰ νὰ πείσει τοὺς ἄπιστους πού ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νὰ ὑπάρξει μαρτυρία γιὰ τὴν Ἀνάληψή Του; Ἀναμφίβολα γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ τοὺς πιστούς. «Εἰ οὖν συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ», λέγει ὁ Ἀπόστολος, ἐὰν —ἂς προσθέσουμε κι ἐμεῖς— τὸν ἔχετε δεῖ νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανὸ καὶ συμμετέχετε κι ἐσεῖς στὸ νέο αὐτὸ θρίαμβο, τότε «τὰ ἄνω ζητεῖτε, οὗ ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ θεοῦ καθήμενος, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπί τῆς γῆς» (Κολ.3, 1-2).
Τί σημαίνει «τὰ ἄνω φρονεῖτε;» Δὲν εἶναι, πράγματι, τὰ λόγια αὐτὰ ξεκάθαρα; Καὶ ἂν δὲν τὰ καταλαβαίνεις, εἴτε θέλοντας νὰ τὰ καταλάβεις εἴτε μὲ ἄλλο τρόπο, παραδὲξου ὅτι δὲν τὰ καταλαβαίνεις, ἐπειδὴ δὲν «φρονεῖς τὰ ἄνω»: διότι ἐκεῖνος πού καταλαβαίνει, ξέρει τί κάνει. Ἂν δὲν φρονεῖς τὰ ἄνω, δὲν θὰ ἀνεβεῖς ψηλά, ὅπου «ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος». Ὅμως ἂν δὲν ἀνεβεῖς ψηλά, ὅπου ὁ Χριστὸς ἐστιν καθήμενος ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ἀναλογίσου, χοϊκέ ἄνθρωπε, τί θὰ ἀπογίνεις, ὅταν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρέλθουν καὶ δὲν θὰ ἀπομείνει τίποτα ἐκτός ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ — καὶ τὴν κόλαση! Δὲς πῶς ἡ γῆ θρυμματίζεται κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σου καὶ μπροστά σου ἀνοίγεται ἡ κόλαση: δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας παρὰ νὰ κρατηθεῖς, μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη, ἀπὸ τὰ οὐράνια πράγματα. Πρέπει νὰ μάθεις «νὰ φρονεῖς τὰ ἄνω καὶ ὄχι τὰ πράγματα τὰ ἐπί τῆς γῆς». Συνέχεια
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος
Ὅταν τὰ χελιδόνια μένουν ἀπὸ τροφὴ καὶ τὸ κρύο πλησιάζει, ξεκινοῦν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὰ θερμὰ κλίματα. Ἐκεῖ θὰ βροῦν πολὺ ἥλιο καὶ ἀρκετὴ τροφή. Ἕνα χελιδόνι πετᾶ μπροστά, δοκιμάζει τὸν ἀέρα καὶ δείχνει τὸ δρόμο. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα χελιδόνια ἀκολουθοῦν τὴν πορεία του.
Ὅταν οἱ ψυχὲς μας μένουν ἀπὸ τροφὴ στὸν ὑλικὸ κόσμο κι ὅταν ἡ κρυάδα τοῦ θανάτου πλησιάζει, τότε τί καλὰ θὰ ἦταν νὰ ὑπῆρχε ἕνα χελιδόνι σὰν κι ἐκεῖνο, νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ τόπο θερμό, ὅπου θὰ βρίσκαμε πολλὴ πνευματικὴ ζέστη καὶ τροφή! Ὑπάρχει ἄραγε τέτοιος τόπος; Καὶ μποροῦμε ἄραγε νὰ βροῦμε τέτοιο χελιδόνι;
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει κανένας πού νὰ μπορεῖ νὰ δώσει ἀξιόπιστη ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτό. Μόνο ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα. Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ παραδείσου πού νοσταλγεῖ ἡ ψυχή μας, τώρα πού ζεῖ στὸ παγωμένο σύθαμπο τῆς ἐπίγειας ὕπαρξής μας. Γνωρίζει ἐπίσης τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο χελιδόνι, τὸ πρῶτο πού πετάει πρὸς τὸν τόπο τῆς νοσταλγίας, τῆς ἐπαγγελίας, πού διαλύει τὸ σκοτάδι, διαπερνᾶ μὲ τὰ δυνατὰ φτερὰ του τὴ βαριὰ ἀτμόσφαιρα ἀνάμεσα σὲ γῆ καὶ οὐρανὸ κι ἀνοίγει τὸ δρόμο γιὰ τὸ σμῆνος πού ἀκολουθεῖ. Κι ἀκόμα ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία στὴ γῆ θὰ σοῦ πεῖ γι’ ἀμέτρητα σμήνη χελιδονιῶν πού ἀκολούθησαν τὸ πρῶτο Χελιδόνι καὶ πέταξαν μαζί Του στὸν εὐλογημένο τόπο, ὅπου ἀφθονοῦν ὅλα τ’ ἀγαθὰ, τὸν τόπο τῆς αἰώνιας ἄνοιξης.
Θὰ ἔχεις ἀντιληφθεῖ πώς μὲ τὸ σωστικὸ αὐτὸ χελιδόνι ἐννοῶ τὸν ἀναληφθέντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ ἴδιος δὲν εἶπε πώς εἶναι ἡ Ὁδός; Δὲν εἶπε ὁ ἴδιος στοὺς ἀποστόλους, «πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν. ιδ’ 2, 3); Καὶ πρὶν ἀπ’αὐτὸ δὲν τοὺς εἶχε πεῖ, «κἀγώ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν» (Ἰωάν.ιβ’ 32); Ὅλ’ αὐτὰ πού ὁ ἴδιος εἶχε πεῖ, ἄρχισαν νὰ ἐκπληρώνονται λίγες βδομάδες ἀργότερα καὶ συνεχίζουν νὰ ἐκπληρώνονται μέχρι σήμερα καὶ θὰ ἐκπληρώνονται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Αὐτὸ σημαίνει πώς ὁ Χριστός, πού ἦταν ἡ ἀρχή τῆς πρώτης δημιουργίας τοῦ κόσμου, ἔγινε ἀρχή καὶ τῆς δεύτερης δημιουργίας ἢ ἡ εὐλογημένη ἀνακαίνιση τῆς παλιᾶς. Συνέχεια
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
π.Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Ἕνα ρίγος χαρᾶς διαπερνᾶ τὴ λέξη “ἀνὰληψη”, πού δείχνει μιὰ πρόκληση πρὸς τοὺς ἀποκαλούμενους “νόμους τῆς φύσεως”, πρὸς τὴ διαρκῆ κάθοδο καὶ πτώση· εἶναι μιὰ λέξη πού ἀκυρώνει τοὺς νόμους τῆς βαρύτητας καὶ πτώσης. Ἐδῶ ἀντίθετα τὰ πάντα εἶναι ἐλαφράδα, πέταγμα, μιὰ ἀτέλειωτη ἄνοδος. Ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου γιορτάζεται σαράντα μέρες μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Πέμπτη τῆς ἕκτης ἑβδομάδας μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν Τετάρτη, τὴν παραμονή, ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τὴν ἀποκαλούμενη “Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα”, σὰν νὰ χαιρετᾶ δηλ. τὸ Πάσχα. Ἡ ἀκολουθία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὅπως αὐτὴ τῆς νύχτας τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν ἀπαγγελία ἀκριβῶς τῶν ἴδιων στίχων: “Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ…”, “Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ”. Ὅταν ψάλλει αὐτοὺς τοὺς στίχους ὁ ἱερεύς, κρατᾶ τὴν πασχάλια λαμπάδα καὶ θυμιατίζει ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ σὲ ἀπάντηση ψάλλεται τὸ “Χριστὸς ἀνέστη”. Ἀποχωριζόμαστε τὸ Πάσχα, τὸ “ἀποδίδουμε” στὸ ἑπόμενο ἔτος.
Ἴσως νὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθανόμαστε λυπημένοι. Ἀντί ὅμως γιὰ λύπη, μᾶς δίνεται νέα χαρά: ἡ χαρὰ νὰ στοχαζόμαστε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὴν Ἀνάληψη. Σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὁ Κύριος ἀφοῦ ἔδωσε τὶς τελευταῖες ὁδηγίες στοὺς μαθητές, «ἐξήγαγε … αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. 24, 50-52). “Μετὰ χαρᾶς μεγάλης…”. Ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς μεγάλης χαρᾶς πού ἀντέχει μέχρι σήμερα καὶ ἐκρήγνυται μὲ τέτοια ἐκπληκτικὴ λαμπρότητα τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως; Ἐπειδὴ φαίνεται σὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔφυγε καὶ νὰ ἄφησε μόνους τούς μαθητές· ἦταν μιὰ μέρα χωρισμοῦ. Μπροστά τους βρίσκεται ὁ πολὺ μακρὺς δρόμος τοῦ κηρύγματος, τῶν διωγμῶν, τοῦ πόνου καὶ τοῦ πειρασμοῦ πού γεμίζουν μέχρι ὑπερχείλισης τὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πώς παρῆλθε ἡ χαρά, ἡ χαρὰ τῆς ἐπίγειας καὶ καθημερινῆς συντροφιᾶς μὲ τόν Χριστό, πώς ἔφθασε στὸ τέλος ἡ προστασία πού παρεῖχε ἡ δύναμη καὶ ἡ θεότητά Του. Συνέχεια