Φεβρουάριος 2019
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
2425262728  

Αρχεία ανά ημέρα: 25 Φεβρουαρίου 2019

Τό κάθ  ὁμοίωσιν ὡς ἐπίκεντρό της ζωῆς μας

Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ

Στήν κοινή ζωή ἡ ὑπακοή μᾶς ἐπιτρέπει σιγά-σιγά νά κατανοήσουμε τήν ψυχολογία τῶν ἄλλων προσώπων. Μαθαίνοντας νά ζοῦμε μέ ἕνα πρόσωπο, μαθαίνουμε νά ζοῦμε μέ ἑκατομμύρια προσώπων πού τοῦ μοιάζουν. Ἔτσι, προοδευτικά, εἰσχωροῦμε σέ βαθύ πόνο γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό πνεῦμα μας πρέπει ν’ ἀναπτυχθεῖ σέ ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, καί ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῶν καθημερινῶν φροντίδων καί δυσκολιῶν. Οἱ μικρές αὐτές ἐργασίες, οἱ προστριβές πού τίς συνοδεύουν, εἶναι ἀσφαλῶς ἀναπόφευκτες, ἀλλά δέν εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας. Ὁ προορισμός μας εἶναι νά γίνουμε «κάθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὅμως «ἐγώ» δέν μπορῶ νά φέρω μέσα μου μιά μικρή ἀδελφότητα, πῶς θά μποροῦσα νά ἀγκαλιάσω, ὅπως ὁ Χριστός, τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στόν χρόνο καί τόν χῶρο;

Νά ζοῦμε χριστιανικά σημαίνει νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε τίς ἴδιες κινήσεις τῆς καρδιᾶς, τό ἴδιο φρόνημα μέ τόν Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἄν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ἄν βρισκόμαστε μέ ὅλο μας τό εἶναι στήν ἐσωτερική αὐτή κίνηση, ὁ νοῦς δέν θά χαθεῖ στά μικροπράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ζήλιες, οἱ προστριβές καί τά μικρά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς θά περάσουν ἐντελῶς ἀπαρατήρητα.

Τελοῦμε ἀπό κοινοῦ τή Λειτουργία. Ἀλλά πληρώνουμε τό τίμημά της: ὁ καθένας μᾶς ὀφείλει νά φροντίζει γιά τή σωτηρία ὅλων. Ἡ ζωή μᾶς εἶναι ἀτελεύτητο μαρτύριο.

Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἐκτός ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή κατά τήν ἐργασία. Μεταβάλλετε ὅ,τι ὀφείλετε νά κάνετε σέ προσευχή. Ἀνοίγετε μιά πόρτα, ζητῆστε ἀπό τόν Κύριο ν’  ἀνοίξει γιά σᾶς τήν πόρτα τῆς μετανοίας. Κτίζετε, ἀναλογισθεῖτε ὅτι κοπιάζετε ματαίως καί ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὄρθιο, ἄν ὁ Ἴδιος ὁ Θεός δέν συμμετέχει στήν οἰκοδομή. Δέν συνηθίζω ν’  ἀναζητῶ πνευματικές συμβουλές ἀπό ἀρχηγούς κρατῶν καί στρατηγούς, ἀλλά ἡ περίπτωση τοῦ Κρόμγουελ εἶναι ἐνδιαφέρουσα. Προετοιμαζόμενος γιά κάποια μάχη, προσευχόταν: «Κύριε, θά εἶμαι πολύ ἀπασχολημένος σήμερα· ἐνδέχεται νά Σέ ξεχάσω, ἀλλά Σύ μή μέ ξεχάσεις».

Μηχανευθεῖτε τρόπους νά εἶστε μέ τόν Θεό!

Στό ΄Ἅγιον Ὅρος, ὅταν ἤμουν ἀκόμη δόκιμος, ἕνας γέρος μοναχός μου εἶπε κάποια μέρα τό ἑξῆς ἀξιόλογο σχετικά μέ τίς πιό ταπεινές ἐργασίες: «Καμιά ἐργασία δέν ὑποβιβάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Μόνο ἡ ἁμαρτία ὑποβαθμίζει τή Θεία ζωή μέσα μας». Οἱ ἐργασίες πού δέν μποροῦν νά καταστοῦν πάθος ταιριάζουν καλύτερα στήν πνευματική ζωή. Ἄν εἶμαι μάγειρας, ἑτοιμάζω τό φαγητό προσευχόμενος γι’  αὐτούς πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριός μας. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ πάθος. Ταυτοχρόνως ἡ ἐργασία αὐτή ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατί μοῦ ἐπιτρέπει νά ὑπηρετῶ τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Μποροῦμε νά ζοῦμε μέ εἰρήνη, ἄν κρατᾶμε τέτοια στάση.

Ποιός θά εἶναι ὁ πρῶτος; Ὁ Κύριος λέει: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μας, ἔστω καί ἄν ἀκόμη ἡ ὑλική ζωή μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ. Οἱ στόχοι τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου εἶναι ἄλλοι, καί κανείς δέν ἔχει πιά χρόνο νά προσεύχεται.

Ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται πρός τόν Θεό, ὅλα γίνονται εὔκολα. Χωρίς τή δυναμική αὐτή κίνηση πρός τόν Θεό, ἡ ζωή χάνει τό νόημά της.

Στή Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μοῦ ἔτυχε κάποτε νά ἔχω ταυτοχρόνως ὡς δεκατέσσερα διακονήματα. Τό ἀνέφερα στόν πνευματικό μου: «Δέν κατορθώνω νά ἐκπληρώσω τά καθήκοντά μου: Ἔχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μοῦ ἀπάντησε: «Κάνεις λάθος, δέν ἔχεις παρά ἕνα μόνο». –«Ἀλλά, πατέρα μου», ἀπήντησα, «ἔχω δεκατέσσερα!». –«Ὄχι», μοῦ εἶπε πάλι, «δέν κάνεις παρά ἕνα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά καί προχώρησε στό ἑπόμενο…».

ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

Τοῦ Ἁγίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου

Ἐπιθυμεῖτε νά μάθετε κάτι σχετικό μέ τήν προσευχή. Τί θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ ποῦ νά μήν τό ξέρετε;

Πλησιάζοντας κανείς τόν Κύριο ἀμέσως νοιώθει τήν ἀνάγκη νά προσευχηθῆ. Σ’  αὐτό βοηθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι καί τά προσευχητάρια. Καθώς ὅμως προσεύχεται κανείς, διαπιστώνει ὅτι ἡ προσευχή τοῦ διασπᾶται καί διάφοροι λογισμοί ἀπασχολοῦν τήν ψυχή. Τότε χρειάζεται ἀγώνας. Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζεται κανείς νά συγκρατήση τό νοῦ, τόσο καί ἡ προσευχή γίνεται περισσότερο καθαρή. Ἡ ψυχική ἀτμόσφαιρα δέν καθαρίζεται τελείως ἄν δέν ἀνάψη ἡ πνευματική φλόγα. Αὐτή εἶναι δῶρο τῆς θείας Χάριτος. Ὅταν ἀνάψη, ἡ ἀκατάσχετη φλυαρία τῶν λογισμῶν σταματᾶ. Συμβαίνει στήν ψυχή ὅ,τι συμβαίνει καί στήν αἱμορροοῦσα, μόλις ἄγγιξε τό ἔνδυμα τοῦ Κυρίου: «Ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. 8, 44). Στήν κατάστασι αὐτή, ἡ προσευχή τείνη νά γίνη ἀδιάκοπη, ἀδιάλειπτη. Ἐδῶ ἐξασκεῖται συστηματικά ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, ἡ συνεχής ἐπανάληψις τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἕως ἐδῶ φθάνει κανείς μέ τήν δική του προσπάθεια. Ἀπ’  ἐδῶ καί πέρα ἡ θεία Χάρις ἐπεμβαίνει περισσότερο δραστικά.

Ἡ προσευχή δίνεται ἀπό τόν Θεό καί δέν ἀπορρέει ἀπό τήν ψυχική διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου. Εἰσέρχεται μέσα του τό πνεῦμα τῆς προσευχῆς καί γεμίζει τό ἐσωτερικό της καρδιᾶς του. Ἡ ψυχή τότε ἀναβλύζει μόνη της τήν προσευχή. Βρίσκεται στήν ἐπήρεια τοῦ πνεύματος τῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ὑπάρχουν δύο στάδια: Στό πρῶτο, ἡ ψυχή τά αἰσθάνεται καί τά διακρίνει ὅλα. Βλέπει γύρω της, νοιώθει τήν κατάστασί της, κυβερνᾶ τόν ἑαυτό της, μπορεῖ ἀκόμη καί νά διακόψη τήν ἐπίσκεψι τῆς χάριτος τοῦ πνεύματος τῆς προσευχῆς. Στό δεύτερο στάδιο, καθώς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἰδιαίτερα ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἔχουμε μιά ἐντελῶς διαφορετική κατάστασι. Χαρακτηρίζεται σάν ἔκστασις ἤ σάν ἁρπαγή. Ἡ ψυχή, μεθυσμένη ἀπό τήν Θεία Χάρη, παύει νά αἰσθάνεται τά γήινα καί τά αἰσθητά. Ἀδυνατεῖ νά ἐλέγχη τόν ἑαυτό της καί νά ἐπηρεάζη τήν κατάστασι στήν ὁποία βρίσκεται.

Ἀναφέρεται στά πατερικά κείμενα ὅτι κάποιος ἄρχισε τήν προσευχή τό βράδυ, περιῆλθε σ  αὐτή τήν κατάστασι καί συνῆλθε τό πρωί. Σ’  ἄλλους μέν ἡ κατάστασις αὐτή συνοδευόταν μέ λάμψι στό πρόσωπο ἤ μιά ἀκτινοβολία γύρω του. Σ’  ἄλλους μέ αἰώρησι πάνω ἀπό τό ἔδαφος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ  αὐτή τήν κατάσταση «ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ». Καί οἱ ἅγιοι προφῆτες μέ τόν τρόπο αὐτό μετέφεραν τίς βουλές τοῦ Θεοῦ. Θαυμάστε τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. Λίγο κοπιάζει κανείς καί σέ τί ὕψη ἀξιώνεται ν’  ἀνεβῆ! Γι’  αὐτό πρέπει νά ἐνθαρρύνουμε κάθε ἀδελφό: Ἀγωνίζου, ἀξίζει τόν κόπο!».

«Ποτέ νά μήν προσεύχεσθε βιαστικά. Νά προσεύχεσθε μέ ἔντονη συμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς στά νοήματα τῆς προσευχῆς. Νά προετοιμάζεσθε πρίν ἀπό τήν προσευχή μαζεύοντας τίς σκέψεις καί προσπαθώντας μέ συγκεντρωμένη προσοχή νά σταθῆτε ἐνώπιόν του Κυρίου. Βασική προϋπόθεσις μιά καλῆς προσευχῆς εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ὁ Θεός «πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην οὐκ ἐξουδενώσει». Σέ κάθε προσευχή θυμηθῆτε τίς ἁμαρτίες στίς ὁποῖες πέσατε.

Τί προσπαθῶ νά κατορθώσω μέ τήν προσευχή; Νά θερμανθῆ ἡ καρδιά ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί νά διατηρῆται ἔντονη ἡ αἴσθησις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Σ’  αὐτό βοηθεῖ πολύ ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ τόν ἁμαρτωλόν». Συχνά νά λέτε αὐτή τήν προσευχή, μέχρις ὅτου ἡ γλώσσα συνηθίση νά τήν ἐπαναλαμβάνη μόνη της. Γιά νά προοδεύση κανείς στήν προσευχή πρέπει νά προσπαθῆ νά στολίση τήν καρδιά του μέ ὅλες τίς ἀρετές. Προπαντός μέ τήν ταπείνωσι, τήν μετάνοια καί τήν αὐταπάρνησι. Ὁ Θεός ὅλα τα βλέπει καί ὅλα τα ἀκούει. Γνωρίζει ὅλα τα μυστικά μας. Γι’  αὐτό ἄς καθαρίσουμε κάθε κηλίδα τοῦ ἐαυτοῦ μας. Καί ὅποτε μᾶς ἔλθη στό νοῦ ἤ στήν καρδιά μᾶς κάτι τό ἀκάθαρτο, ἀμέσως ἅς τό ἀπομακρύνουμε καί ἀμέσως ἅς καταφεύγουμε στήν προσευχή». Συνέχεια

Τό Ἦθος τῆς Ἐξομολογήσεως

 

Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζαχάρου

Ὁ Θεός ἔκτισε καταρχάς τόν ἄνθρωπο, στεφανώνοντάς τον μέ δόξα καί τιμή. Χάρισε σέ αὐτόν τήν ἄρρητη θεωρία τοῦ Προσώπου Του, ὥστε νά γνωρίζει τόν Δημιουργό Του, νά Τόν μιμεῖται καί νά αὐξάνει σέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη πρός Αὐτόν. Καί ἐνῶ ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα ἤσαν γυμνοί, ἔφεραν ἄφθαρτη πνευματική περιβολή “καί οὐκ ἠσχύνοντο” (Γέν. 2,25).

Μέ τήν πτώση ὅμως στό ἁμάρτημα τῆς ἀχαριστίας καί τῆς παρακοῆς, ἄν καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἕρπει στή γῆ ὅπως ὁ ὄφις, ὠστόσο ἐφθάρη ὁ νοῦς του καί ἔγινε ἀνίκανος νά κατοπτεύει τα “μή βλεπόμενα” καί τά “αἰώνια” (Β’ Κορ. 4,18). Ντροπιάσθηκε τό κατ’ εἰκόνα πλάσμα, γιατί βυθίσθηκε στήν ἄβυσσο τῶν “βλεπομένων” καί τῶν “πρόσκαιρων” (Β’ Κορ. 4,18) καί ἔγινε τό μεγαλύτερο τραῦμα τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Τότε οἱ πρωτόπλαστοι “ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί ἤσαν, καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα” (Γέν. 3,7). Δηλαδή, φόρεσαν χιτώνα αἰσχύνης καί “ἐκρύβησαν… ἀπό προσώπου Κυρίου τοῦ Θεού” (Γέν. 3,8). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος πλανήθηκε καί ἔχασε τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ.

Τελικά, γιά νά μή ματαιωθεῖ ἡ προαιώνια πρόθεση τοῦ Θεοῦ γιά τό λογικό ποίημα τῶν χειρῶν Του, ὁ Κύριος, ἀπό ἄφατη εὐσπλαγχνία καί ἀνεξιχνίαστη σοφία, ἐπινόησε τρόπο σωτηρίας. Ἦλθε ταπεινά ὡς ἀνθρωπος καί πῆρε πάνω Του τή δική μας αἰσχύνη καί μέ τήν ἀνάστασή Του μᾶς ἐνέδυσε πάλι μέ τό ἅγιο καί ἄμωμο ἱμάτιο τῆς δόξης Του, πού δέν ἔχει πλέον “σπίλον ἤ ρυτίδα” (Ἔφεσ. 5,27). Δέν ἄφησε σέ μᾶς οὔτε ἴχνος αἰσχύνης, γιατί, ὅλοι “οἱ ὀνειδισμοί τῶν ὀνειδιζόντων Αὐτόν ἐπέσον ἐπ’ Αὐτόν”, ὅπως λέγει ἡ Γραφή (Ρωμ. 15,3). Ὁ Χριστός, ἐπιθυμώντας τή θεραπεία καί σωτηρία μας, δέν λογάριασε τόν Ἑαυτό Του. Ἀντί τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας” (Ἔβρ. 12,2). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός, ὑπομένοντας τήν αἰσχύνη τοῦ σταυροῦ, ἐξάλειψε τή δική μας αἰσχύνη καί μᾶς ἔσωσε. Χάραξε τήν ταπεινή ὁδό Του πάνω στή γῆ, ὥστε ὅποιος τήν ἀκολουθήσει νά θεραπεύεται ὁλοτελῶς. Ὁ ἴδιος βεβαίως ὁ Κύριος καλεῖ σέ μετάνοια ὅλους τούς ἁμαρτωλούς καί τούς “κακῶς ἔχοντας” (Ματθ. 9,12). Ἀλλά ἡ μετάνοια πρός θεραπεία καί σωτηρία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν αἰσχύνη.

Ὁ Χριστός προσφέρεται ὡς ἰατρός καί θεραπευτῆς τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί ἐμεῖς δεχόμαστε τή θεραπεία Του κατ’ ἐξοχήν στό μυστήριο τῆς μετανοίας καί Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.

Γιά ποιόν ὅμως λόγο δίνεται ἡ θεραπευτική χάρη τοῦ Θεοῦ στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέ τήν ὁποία χάρη ὁ πιστός νικᾶ τά πάθη καί τήν ἁμαρτία; Γιά δύο λόγους, νομίζω, χάρη στούς ὁποίους γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀληθινός καί τοποθετεῖται στήν ὁδό τοῦ Κυρίου.

Πρῶτον, κάνουμε ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς ἀλήθειας.

Ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι “ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστίν ἐν ἡμῖν. Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καί δίκαιος, ἵνα ἁφῆ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίση ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας” (Α΄Ἰωάν. 1,8-9).

Ὅταν λοιπόν ἐξομολογούμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁμολογοῦμε κυρίως τή μεγάλη καί παγκόσμια ἀλήθεια τῆς πτώσεως ὅλου τοῦ γένους τοῦ Ἀδάμ. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἄν ὑπάρχει μιά περίπτωση, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀλάθητος καί μάλιστα ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Κυρίου, εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Τότε πράγματι γίνεται ἀληθινός. Ὅταν ὅμως ἀληθεύει, ἑλκύει τό Πνεῦμα τῆς Ἀλήθειας, τό ὁποῖο φέρει τόν πιστό σέ βαθιά συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτώχειας καί στή συνέχεια τόν ὁδηγεῖ σέ μετάνοια. Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα παρέχει ταυτόχρονα τή θεραπεία καί τή δικαίωση. Συνέχεια

Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς

 

Στυλιανοῦ Παπαδόπουλου

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς (1731-1805), Μητροπολίτης Κορίνθου (1765-1770), ὑπῆρξε φυσιογνωμία μεγάλης ἐμβέλειας: ἐκκλησιαστικῆς, θεολογικῆς, ἀσκητικονηπτικῆς, ὁσιακῆς, ἀλειπτικῆς καὶ ἐθνικῆς. Μολονότι δὲν εἶχε φοιτήσει σὲ ἀνώτατες σχολὲς καὶ δὲν ὑπῆρξε πολυγράφος, ἐνέπνευσε καὶ καθοδήγησε πολυγράφους θεολόγους, ὅπως ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἢ ὁ Νικηφόρος ὁ Χίος, ἴσχυσε ὡς αὐθεντία, πολεμήθηκε προσωρινά, πρόβαλλε τὴν μυστηριακὴ ἀσκητικὴ πνευματικότητα καὶ ἀπέβη γενάρχης τοῦ Φιλοκαλισμοῦ. Τὸ ἔργο καὶ ἡ προσωπικὴ στάση τοῦ Μακαρίου εἴχανε θαυμαστὴ σφαιρικότητα, ρεαλισμό, παραδοσιακότητα καὶ μεγάλη διάκριση, γεγονὸς ποὺ ὑπογραμμίζει τὴν μοναδικότητα τοῦ ἄνδρα καὶ τὴν καθολικότητα στὴ σκέψη καὶ τὴν δράση του. Ἡ παιδεία τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ, ὅπως ἤτανε τὸ βαπτιστικό του ὄνομα, ὑπῆρξε κατώτερη καὶ μέση. Κατώτερη στὴν γενέτειρά του Τρίκαλα, ὅπου ὁ συγγενής του Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος Νοταρᾶς (+ 1731) εἶχε ἱδρύσει σχολεῖο, καὶ μετὰ στὴν Κόρινθο καὶ τὴν Κεφαλλονιά. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Μιχαὴλ νὰ μονάσει στὸ Μέγα Σπήλαιο συνάντησε τὴν βίαιη ἀντίδραση τοῦ πατέρα του, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὴν διαχείριση μέρους τῆς κτηματικῆς περιουσίας τῆς οἰκογένειας. Στὸ ἔργο αὐτό, ὁ νεαρὸς γόνος τοῦ νοταραίικου ἀπέτυχε καὶ ἀνέλαβε ἀμισθὶ τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου (ἀπὸ τὸ 1752;) γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν Κορινθίων. Παράλληλα ὅμως συνέλεγε ἀσκητικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα μελετοῦσε καὶ «σχολίαζε». Στὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ: Συγκρούσεις καὶ διλήμματα Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Στὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα καὶ μετά, δηλαδὴ σὲ μία ἐποχὴ βίαιων πνευματικοκοινωνικῶν κινημάτων καὶ ἀναστατώσεων, ποὺ ἄμεσα ἢ ἔμμεσα σχετίζονταν μὲ τὸν Διαφωτισμό, ἡ ἀντίδραση πρὸς τὰ φεουδαρχικὰ καὶ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα ἐξελίχθηκε γρήγορα σὲ ἤπια ἢ ριζικὴ ἄρνηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἐκκλησιαστική του μορφὴ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς βασικὰ Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἀντίδραση πρὸς τὰ κρατοῦντα οἱ διαφωτιστὲς θεμέλιο ἀπόλυτο στὴν ἰδεολογία τους ἔθεσαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ αἰχμὴ τῆς προοπτικῆς τους τὴν ἐλεύθερη καὶ λογοκρατούμενη ἐπιστήμη ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, ὅπως τῆς ἰσοπολιτείας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ ἐλέγχου τῆς ἐξουσίας. Τὰ ἀποτελέσματα δὲν ἄργησαν. Ἐπαναστατικὰ κινήματα (1789, Γαλλία) καὶ μεγάλη σύγχυση στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πνεύματος, φιλοσοφικοῦ καὶ θεολογικοεκκλησιαστικοῦ. Ὅλοι ὀφείλανε νὰ λάβουν θέση ἔναντι τοῦ πολύπλευρου ἰσχυροῦ κινήματος, ἀλλὰ δὲν διέθεταν ὅλοι τὸ ἀναγκαῖο κριτικὸ πνεῦμα καὶ τὴν ὡριμότητα. Γι’ αὐτὸ ἄλλοι δέχθηκαν ἄκριτα ὅ,τι προσέφεραν οἱ διαφωτιστὲς καὶ ἄλλοι χωρὶς ψυχραιμία πολέμησαν συλλήβδην ἢ ἐπιλεκτικὰ τὶς ἰδέες τους. Ὁ νεαρὸς Μιχαὴλ Νοταρᾶς –καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 1764 Μακάριος– γνώριζε τὸ πολύπλευρο καὶ πολύστοχο κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἄμεσα κι ἔμμεσα. Σὲ ὅλο τὸν τουρκοκρατούμενο ἑλληνικὸ χῶρο δροῦσαν ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θιασῶτες τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐνῷ διάσημοι Νοταραῖοι, ὅπως π.χ. ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς κυρίως καὶ ὁ ἀνεψιός του Δημήτριος, ἀπέβησαν ἐργάτες τοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ τὸ ἐπιστημονικό τους ἔργο. Σ’ αὐτοὺς βέβαια δὲν εἶχε εἰσχωρήσει τὸ ἀντιεκκλησιαστικὸ πνεῦμα. Τὸ κλίμα τοῦ Διαφωτισμοῦ ὁ Μακάριος γνώρισε καὶ ἄμεσα ἀπὸ τὰ ἀδέρφια του καὶ δὴ ἀπὸ τὸν Φερδινάνδο Ἀκράτο (+ 1770), ποὺ σπούδασε ἰατροφιλόσοφος στὴν Ἰταλία. Ὁ Μακάριος, ἀναμφίβολα, γνώριζε τὴν ἀντιεκκλησιαστικότητα τῶν περισσοτέρων καὶ τὰ κηρύγματα ἀθεΐας πολλῶν Διαφωτιστῶν τῆς Δύσεως. Αὐτὰ ὅλα τὰ παραμέριζε καὶ προχωροῦσε ὡς δάσκαλος διακριτικός. Ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν παιδεία τῶν Κορινθίων, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀσκήσει πολεμικὴ κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ὡς μέλισσα χρησιμοποιοῦσε ὅ,τι θετικὸ πρόσφεραν οἱ Διαφωτιστές, ὅπως ὁ Χρύσανθος Νοταρᾶς ἢ ὁ ἀδελφός του Ἀκράτος, καὶ ἄφηνε κατὰ μέρος τὸν ἀθεϊσμὸ τῶν πολλῶν. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὴν σημασία τῆς στάσεως αὐτῆς τοῦ Μακαρίου, ἀλλὰ καὶ ὅσων πολέμησαν τὸν Διαφωτισμό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ἡ ἀντίδραση τῶν διαφωτιστῶν πρὸς τὸν ἐκκλησιαστικὸ Χριστιανισμὸ καὶ ἡ ἀθεΐα πολλῶν ὀπαδῶν του ἔμμεσα κι ἐνίοτε ἄμεσα προϋπέθετε καὶ τὴν ἀπαξίωση τοῦ ὀρθόδοξου βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτὸ συνέβαινε, διότι οἱ διαφωτιστὲς ἀπολυτοποιούσανε 21 Ὁ Μακάριος, ἀναμφίβολα, γνώριζε τὴν ἀντιεκκλησιαστικότητα τῶν περισσοτέρων καὶ τὰ κηρύγματα ἀθεΐας πολλῶν Διαφωτιστῶν τῆς Δύσεως. Αὐτὰ ὅλα τὰ παραμέριζε καὶ προχωροῦσε ὡς δάσκαλος διακριτικός. Ἐργάσθηκε γιὰ τὴν ἵδρυση σχολείων καὶ τὴν παιδεία τῶν Κορινθίων, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀσκήσει πολεμικὴ κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὸν ὅλο σχετικὸ πολιτισμό, περιφρονώντας ὅ,τι Ἀνατολικὸ καὶ μαζὶ Βυζαντινό, ἄρα καὶ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ποὺ εἶχε διαμορφωθεῖ στοὺς βυζαντινοὺς αἰῶνες. Εὐνόητο, λοιπόν, ἤτανε μερικοὶ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ κέντρο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, νὰ ὑψώσουνε φωνὴ διαμαρτυρίας κατὰ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Φυσικά, ἐπρόκειτο γιὰ τοὺς πιὸ εὐέξαπτους καὶ παρορμητικούς, ποὺ ἔβλεπαν μέγα κίνδυνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίστη. Τὸν κίνδυνο αὐτὸν ἔβλεπαν καὶ ἄλλοι, ἢ μᾶλλον ὅλοι. Αὐτοὶ οἱ ἄλλοι ὅμως ἐργάσθηκαν διαφορετικὰ γιὰ τὴν ἀποσόβηση τοῦ ὑπαρκτοῦ κινδύνου. Ἐργάσθηκαν δηλαδὴ θετικά, οἰκοδομητικά, προβάλλοντας ὅ,τι θεωροῦσαν ὀρθό, ὅ,τι μποροῦσε νὰ προαγάγει ἐπιστημονικὰ τὸν Ἕλληνα ὀρθόδοξο καὶ νὰ τὸν κάμει δημιουργικὸ στὴν κοινωνία. Αὐτοί, στὴν πραγματικότητα καταπολεμούσανε μὲ τὸ νὰ οἰκοδομοῦν καὶ ἡ βοήθεια πρὸς τοὺς πιστούς, ἡ καταπολέμηση τῆς ἀθεΐας, γινόταν ἔτσι (ἢ νόμιζαν ὅτι γινόταν) πιὸ ἀποτελεσματική. Ἡ καταπολέμηση τότε τοῦ Διαφωτισμοῦ ἕνεκα τῆς ἀντιεκκλησιαστικῆς του στάσης ἐμπεριεῖχε σημεῖο εἰδικῆς βαρύτητας γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Τὸ κίνημα τοῦ Διαφωτισμοῦ ἐπαγγελλότανε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἰσότητα. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἀγαθὰ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καὶ γενικὰ οἱ Βαλκάνιοι τὰ στεροῦνταν, ἀφοῦ στενάζανε στὸν τουρκο-ὀθωμανικὸ ζυγό. Ὅταν, λοιπόν, ἕνας ὀρθόδοξος δάσκαλος πολεμοῦσε τὸν Διαφωτισμό, στὰ μάτια τῶν ὑποδούλων ἀρνιότανε κάθε προσπάθεια γιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Ὁ δάσκαλος αὐτὸς ἔμοιαζε νὰ συνιστᾶ (ἢ ρητὰ συνιστοῦσε) ὑποταγὴ στὸν κατακτητή, ἔμοιαζε νὰ προτιμάει –ἐνῷ φυσικὰ δὲν προτιμοῦσε– τὴν δουλεία ἀπὸ τὴν ἐλευθερία. Ἦταν π.χ. ἡ περίπτωση τοῦ Ἀθανασίου Παρίου, ποὺ ὅμως ἐξηγοῦσε ὅτι ἡ ἐλευθερία, γιὰ τὴν ὁποία μιλούσανε οἱ Διαφωτιστές, εἶναι ψευδοελευθερία καὶ ὅτι προκειμένου κάποιος νὰ χάσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, δεχόμενος τὴν ἀθεΐα τῶν Διαφωτιστῶν, εἶναι προτιμότερο νὰ στερηθεῖ τὴ σωματική του ἐλευθερία καὶ νὰ κρατήσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη του. Συνέχεια

Ἡ διακαὴς ἐπιθυμία

Πρωτ. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

Πολὺ πρὶν ἀρχίσει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀναγγέλλει ὅτι πλησιάζει καὶ μᾶς καλεῖ νὰ μποῦμε στὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γι’ αὐτήν. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τῆς Ὀρθόδοξης λειτουργικῆς παράδοσης τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε μεγάλη γιορτὴ ἢ περίοδος – π.χ. τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ κ.λπ. – προαναγγέλλεται καὶ «ἑτοιμάζεται» ἀπὸ νωρίτερα. Γιατί; Διότι ἡ Ἐκκλησία ἔχει μιὰ βαθιὰ ψυχολογικὴ γνώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ξέροντας τὴν ἔλλειψη αὐτοσυγκέντρωσης καὶ τὴν τρομακτικὴ «κοσμικότητα» τῆς ζωῆς μας, ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἀδυναμία μας νὰ ἀλλάξουμε αὐτόματα, νὰ πᾶμε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ μιὰ πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ κατάσταση σὲ μιὰ ἄλλη. Ἔτσι, ἀρκετὰ πρὶν ἀρχίσει ἡ οὐσιαστικὴ προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ Ἐκκλησία προκαλεῖ τὴν προσοχή μας στὴ σοβαρότητα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ μᾶς καλεῖ νὰ σκεφτοῦμε τὴ σημασία της. Πρὶν μποῦμε στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἀρχίσουμε νὰ τὴ ζοῦμε, μᾶς παρουσιάζει τὸ νόημά της. Αὐτὴ ἡ προπαρασκευαστικὴ περίοδος περιλαμβάνει τὶς πέντε διαδοχικὲς Κυριακὲς ποὺ προηγοῦνται ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Κάθε μιὰ ἀπ’ αὐτὲς ἔχει εἰδικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶναι ἀφιερωμένη σὲ κάποιο θεμελιακὸ γεγονὸς μετάνοιας. Ἡ πρώτη ἀναγγελία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς γίνεται τὴν Κυριακὴ ποὺ διαβάζουμε τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸ Ζακχαῖο (Λουκ. 19, 1-10). Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ εἶχε τόσο διακαὴ ἐπιθυμία νὰ Τὸν δεῖ ποὺ σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο. Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε στὴν ἐπιθυμία του καὶ πῆγε στὸ σπίτι του. Ἔτσι τὸ θέμα αὐτῆς τῆς πρώτης προαγγελίας εἶναι ἡ ἐπιθυμία. Ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὶς ἐπιθυμίες του. Μπορεῖ ἀκόμη νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅλος μιὰ ἐπιθυμία καὶ αὐτὴ τὴ βασικὴ ψυχολογικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ἀναγνωρίζει τὸ Εὐαγγέλιο: «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» λέει ὁ Χριστός. Μιὰ ἀσίγαστη ἐπιθυμία ξεπερνάει τοὺς φυσικοὺς περιορισμοὺς τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν παθιασμένα ἐπιθυμεῖ κάτι, κάνει πράγματα ποὺ κάτω ἀπὸ «ὁμαλὲς» συνθῆκες θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ κάνει. Ἂν καὶ «κοντὸς» ὑπερβαίνει τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ μόνο πρόβλημα, λοιπόν, εἶναι κατὰ πόσο ἐπιθυμοῦμε πράγματα σωστά, κατὰ πόσο ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μέσα μας σκοπεύει σὲ σωστὸ τέρμα ἢ κατὰ πόσο – ὅπως λέει ὁ ὑπαρξιστὴς ἄθεος Jean Paul Sartre – ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ὁ Ζακχαῖος ἐπιθυμοῦσε τὸ «σωστό», ἤθελε νὰ δεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι τὸ πρῶτο σύμβολο μετάνοιας, γιατὶ ἡ μετάνοια ἀρχίζει σὰν μιὰ ἀνακάλυψη τῆς βαθιᾶς φύσης ὅλης τῆς ἐπιθυμίας: τῆς ἐπιθυμίας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ὁ Ζακχαῖος εἶναι «κοντός», ἀσήμαντος, ἁμαρτωλός, μὲ περιορισμένη αἴσθηση εὐθύνης, ἀλλὰ ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία του τὰ ξεπερνάει ὅλα αὐτά. Κατὰ κάποιο τρόπο «ἐκβιάζει» τὸ Χριστὸ νὰ τὸν προσέξει· φέρνει τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι του. Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀγγελία, ἡ πρώτη πρόσκληση· δική μας ὑπόθεση εἶναι τὸ νὰ ἐπιθυμήσουμε αὐτὸ ποὺ εἶναι βαθύτερο καὶ πιὸ ἀληθινὸ μέσα στὸν ἑαυτό μας, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα γιὰ τὸ Ἀπόλυτο ποὺ βρίσκεται μέσα μας, εἴτε τὸ ξέρουμε εἴτε ὄχι, καὶ ποὺ ὅταν ξεκλίνουμε καὶ ἀπομακρύνουμε τὶς ἐπιθυμίες μας ἀπ’ αὐτό, τότε γινόμαστε, πραγματικά, ἕνα «ἄχρηστο πάθος». Ἂν ὅμως ἐπιθυμοῦμε βαθιά, ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινά, τότε ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίνεται.