Ιανουάριος 2018
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031  

Αρχεία ανά ημέρα: 26 Ιανουαρίου 2018

Ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ χαρὰ στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν

π. Δημήτριος Στανιλοάε

Ἐγὼ πάντοτε εἶχα μεγάλο σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς μοναχούς. Αἰσθάνομαι πάντοτε πολὺ καλὰ ὅταν βρίσκομαι μεταξύ τους. Στὴν ἀρχὴ μάλιστα τῆς ζωῆς μου δυσκολεύθηκα ποιὸ δρόμο νὰ ἀκολουθήσω. Κατέληξα καὶ ἀπεφάσισα νὰ ζήσω τὸ δρόμο ποὺ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στοὺς μοναχούς. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι αἰσθάνθηκα τὴ χαρὰ καὶ τὸν πόνο τους. Ἐπεδίωξα πάντοτε νὰ ἀκούσω καὶ νὰ νοιώσω τοὺς μοναχοὺς καὶ προσπάθησα νὰ ἐκφράσω τὰ ἰδανικὰ τοῦ μοναχισμοῦ, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ κορυφὴ τῆς πνευματικότητος.

Καθὼς λέγει ὁ μεγάλος στοχαστὴς Εὐδοκίμωφ, κάθε χριστιανὸς εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπο, ὡς πρὸς τὶς ἀναζητήσεις του, μοναχός. Δὲν ὑπάρχουν δύο πνευματικότητες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ πνευματικότης εἶναι μία, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα.

Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μιλήσω λίγο γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς μοναχικῆς ζωῆς.

Ἕνας φιλόσοφος κάποιας χώρας ἔγραψε στὸ γιό του ποῦ ἔγινε μοναχός: «Γιατί, παιδί μου, μίσησες τὸν κόσμο μὲ τὴ γλυκύτητά του κι’ διάλεξες μία ζωὴ θλίψεως;»

Ὁ φιλόσοφος εἶχε δίκιο· ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὴν ἐπιφάνεια. Ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ξεγελασθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ παροδικὴ μόνο χαρὰ καὶ γλυκύτητα ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος. Δὲν διέκρινε ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ φαινομενικὴ γλυκύτητα καὶ χαρὰ ἔρχεται ἡ δουλεία, ἡ θλίψη, τὸ κενὸ καὶ ἡ ἔλλειψη νοήματος. Δὲν τοῦ ἦταν γνωστὸ ὅτι ὀφείλομε νὰ σταυρώσομε αὐτὲς τὶς ἐπιφανειακὲς καὶ παροδικὲς χαρὲς καὶ γλυκύτητες γιὰ νὰ βροῦμε μία πιὸ βαθειὰ χαρά. Τὴ χαρὰ τῆς συναντήσεως καὶ τῆς διαρκοῦς συνυπάρξεως μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας. Αὔτη ἡ συνάντηση δίνει στὸν κόσμο μία βαθύτερη ὀμορφιά, μία ἀληθινὴ αἴσθηση, ποὺ προξενεῖ στὸ μοναχὸ μίαν ἁγνὴ καὶ δυνατὴ χαρά.

Ἡ χαρὰ αὐτῆς τῆς συναντήσεως καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ ἔχει γιὰ τὸ μοναχό, καὶ ἀκριβέστερα γιὰ τὴ μοναχή, τὸν χαρακτήρα τῆς χαρᾶς μίας νύμφης. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ πιὸ βαθειὰ καὶ πολὺ πιὸ ἁγνὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς κοσμικῆς νύμφης. Καὶ γιὰ μία εὐτυχισμένη νύμφη τὸ πᾶν λάμπει ἀπὸ ὀμορφιά.

Γι’ αὐτὸ ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν βλέπει μέσα σὲ μία προοπτικὴ μεταμορφωμένης ὀμορφιᾶς μέσα στὴν αἰωνιότητα. Καὶ δὶ’ αὐτῆς δίδει στὸν κόσμο μία ἀξία ἄφθαρτη καὶ ἀπείρως βαθειὰ καὶ ἔτσι τὸν ἀποκαλύπτει στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ὁ κόσμος εἶναι θλιβερὸς καὶ ἀκάθαρτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν γνωρίζει παρὰ τὴ γήινη μορφὴ τῆς ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι θλιμμένοι, κυρίως σήμερα, ἔστω κι’ ἂν ζητοῦν νὰ διασκεδάζουν τὸν περισσότερο καιρὸ σ’ ἕνα ἐπίπεδο χαμηλό. Εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γελοῦν γιὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, κι’ ἔπειτα διερωτῶνται· γιατί γελάσαμε; Γιατί πέσαμε τόσο χαμηλὰ γελώντας γιὰ τὸ τίποτε; Γελάσαμε σὰν τοὺς τρελοὺς χωρὶς αἴτια ἢ γιὰ νὰ λησμονήσουμε τὰ ἀγκάθια τῶν φροντίδων ποὺ ὑπάρχουν, γιὰ νὰ λησμονήσομε τὴν πραγματικότητα.

Ἔχομε μία χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, ὅταν μὲ ὅλες τὶς πράξεις μᾶς ἀποκαλύπτουμε καὶ βεβαιώνουμε τὴν αἰώνια ἀξία αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ αὐτοῦ του κόσμου. Ὅταν γνωρίζω, ὅτι, ἐργαζόμενος γιὰ νὰ κάνω τὸ καλό, ἀπαρνούμενος δι’ ἑνὸς σταυροῦ τὶς ἐγωιστικὲς καὶ παροδικὲς εὐχαριστήσεις μου, θὰ συναντήσω τὸ καλὸ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα, εἶμαι χαρούμενος. Καὶ ὁ μοναχὸς βεβαιώνει ὅτι πρέπει νὰ κάνει μέσα στὸν κόσμο τὸ καλὸ γιὰ τὴν αἰώνια ἀξία ποὺ ἔχει καὶ δι’ αὐτοῦ δίδει τὴ ζωὴ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν κόσμο τὴν αἰωνία ἀξία μὲ τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Καὶ δίνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸν ἐρεθισμὸ νὰ περάσουν τὸ κενό, τὴν ἔλλειψη νοήματος ἑνὸς ἐπιφανειακοῦ κόσμου, βοηθώντας τους νὰ δώσουν στὸν κόσμο αὐτὸ μία ἀληθινὴ ἀξία. Συνέχεια

Οἱ ὑπαρξιακὲς καὶ θεολογικὲς ρίζες τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ.

Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη

Τὸ ἐρώτημα

Ἕνα ἔντονο ἐρώτημα, ποὺ πάντα προβάλλει, ἀφοῦ οἱ γενιὲς διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προβάλλουν πάλι καὶ πάλι σὲ κάθε γενιά, τὰ βαθιὰ ὑπαρξιακὰ πνευματικὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἕνα ἔντονο ἐρώτημα εἶναι κι τοῦτο: γιατί ὁ μοναχισμὸς ἀκολουθεῖ τὴ δύσκολη καὶ σκυθρωπὴ ἀτραπὸ τῆς ἀρνήσεως τῶν «ἡδέων τοῦ κόσμου» καὶ ἀναδέχεται τὸ ἀβάσταχτο, ὅπως φαίνεται στοὺς πολλούς, φορτίο τοῦ πόνου καὶ τοῦ μόχθου τῶν ἀτέλειωτων καὶ ὄχι σπάνια ὑπεράνθρωπων «ἀσκητικῶν ἱδρώτων»; Δὲν ἀποτελεῖ αὐτὸς ὁ τρόπος βιοτῆς ἄρνηση ζωῆς; Ποιὸς ἢ ποιοὶ εἶναι οἱ βαθύτεροι λόγοι γιὰ μία τέτοια στάση;

Ἡ θέση τοῦ ζητήματος

Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολη μὲ μόνο δύο λόγια, ἂν πρέπη νὰ κατανοηθῆ σωστὰ τὸ θέμα αὐτό. Χρειάζεται γι’ αὐτὸ μία διείσδυση στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ὅπου ἔχει τὶς ρίζες του ὁ μοναχισμός. Καὶ ἡ διείσδυση αὐτὴ εἶναι δυνατὴ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Πατερικῆς θεολογικῆς σκέψεως καὶ θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προβλήματος γενικώτερα, καὶ γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ θέσαμε εἰδικώτερα. Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἐπιχειρηθῆ στὴ συνέχεια, ὡς ἕνα βαθμὸ βέβαια, γιατί ἡ σὲ ἔκταση καὶ βάθος ἀνάπτυξη τοῦ ζητήματος ξεπερνάει ἀναγκαστικὰ τὰ περιορισμένα ὅρια τῆς σύντομης αὐτῆς ἐργασίας, ποὺ μόνο μία πρώτη γεύση τοῦ ὅλου θέματος φιλοδοξεῖ νὰ προσφέρη, τὸ κατὰ δύναμιν, βέβαια.

Ὁ μοναχισμὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία μας ἀποτελεῖ ἔκφραση μίας ἀπόλυτης κινήσεως γιὰ συνάντηση τοῦ Ἀπόλυτου. Ἀπόλυτη ἡ κίνηση ἀνθρωπολογικὰ ὡς πρὸς τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τοῦ πόθου τῆς ψυχῆς κατευθύνεται πρὸς τὸν ἀπερινοήτως Ἀπόλυτον. Εἶναι, δηλαδὴ, κίνηση ὁλοκληρωτικὴ προσώπου πρὸς Πρόσωπο, τοῦ ἀνθρώπινου πρὸς τὸ Θεῖο. Ὡς τέτοιος ὁ μοναχισμὸς ξεπερνάει τὰ ὅρια τοῦ ὁποιουδήποτε μοραλισμοῦ (ἠθικισμοῦ) καὶ ἀνάγεται στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ρίζες του καὶ ἡ ἀφετηρία του πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια, ποὺ εἶναι. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναζήτησή τους ὄχι τόσο σὲ ἱστορικοὺς λόγους καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ἐξωτερικοὺς ἐν πάση περιπτώσει ὅρους, ὅσο κι ἂν αὐτοὶ δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητοι, ἀλλὰ κυρίως στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θεολογίας, ποὺ ἀποτελεῖ ὅ,τι πιὸ οὐσιαστικὸ ἔχει νὰ μᾶς προσφέρη τὸ Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ τὸ ἐκτάκτως εὐφρόσυνο καὶ σωτηριῶδες ἄγγελμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Καὶ αὐτὸ σημαίνει στροφὴ στὴν Πατερικὴ θεολογικὴ ἀνθρωπολογία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ βάση τὴν εὐαγγελικὴ διδαχὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία τῆς μεταπτωτικής1 καταστάσεως τῆς φύσεώς μας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεώς της.

Ἂν ἔχη σοβαρὸ καὶ θετικὸ νόημα ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν μοναχικὴ πνευματικότητα καὶ τὰ ἀφετηριακά της στοιχεῖα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θεολογίας ὑπὸ τὴν ἀρχική της ἔννοια, ὡς γνώσεως καὶ μυστικῆς κοινωνίας καὶ ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔχει βέβαια ὄχι γιὰ ἀκαδημαϊκοὺς καὶ θεωρητικοὺς λόγους, ἀλλὰ ὡς ἔκφραση ζωῆς ποὺ βιώθηκε καὶ πρέπει νὰ βιώνεται. Ὁ μοναχισμὸς στὴ γνήσια καὶ τὴν μὲ ὅλο τὸν πόθο λαχτάρα γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν βαθύτερη καὶ ὁλοκληρωτικὴ βίωσή του ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, τὴν ἀκοίμητη αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πνευματικότητά του, τὴ συνεχῆ ὑπόμνηση τοῦ λυτρωτικοῦ καὶ σωτηριώδους ἔργου ποὺ ἔχει νὰ ἐπιτελέση στὴ γῆ, μέσα σὲ ἕνα κόσμο αἰχμάλωτο τῆς ἁμαρτίας, ὄχι ἐκκοσμικευόμενη ἡ ἴδια γιὰ νὰ ἐπιδράση τάχα ἐπάνω του, ἀλλὰ ἀποπνευματωνόμενη κατὰ τὸ ἀνθρώπινο ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Μόνον ἔτσι θὰ μπορῆ νὰ ἐπιδρᾶ θετικὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἀνάμεσά του καὶ νὰ ἀποτελῆ τὴν ἀκατάπαυστη πρόκληση καὶ πρόσκληση γιὰ σωτηρία «ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ» (Ματθ. α’ 21), γιατί αὐτὲς ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ τὴν κύρια καὶ βασικὴ πηγὴ τῶν ταλαιπωριῶν του καὶ τῆς ἀνείπωτης κακοδαιμονίας του. Συνέχεια