Οἱ ὑπαρξιακὲς καὶ θεολογικὲς ρίζες τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ.
Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη
Ἕνα ἔντονο ἐρώτημα, ποὺ πάντα προβάλλει, ἀφοῦ οἱ γενιὲς διαδέχονται ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ προβάλλουν πάλι καὶ πάλι σὲ κάθε γενιά, τὰ βαθιὰ ὑπαρξιακὰ πνευματικὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο, ἕνα ἔντονο ἐρώτημα εἶναι κι τοῦτο: γιατί ὁ μοναχισμὸς ἀκολουθεῖ τὴ δύσκολη καὶ σκυθρωπὴ ἀτραπὸ τῆς ἀρνήσεως τῶν «ἡδέων τοῦ κόσμου» καὶ ἀναδέχεται τὸ ἀβάσταχτο, ὅπως φαίνεται στοὺς πολλούς, φορτίο τοῦ πόνου καὶ τοῦ μόχθου τῶν ἀτέλειωτων καὶ ὄχι σπάνια ὑπεράνθρωπων «ἀσκητικῶν ἱδρώτων»; Δὲν ἀποτελεῖ αὐτὸς ὁ τρόπος βιοτῆς ἄρνηση ζωῆς; Ποιὸς ἢ ποιοὶ εἶναι οἱ βαθύτεροι λόγοι γιὰ μία τέτοια στάση;
Ἡ θέση τοῦ ζητήματος
Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολη μὲ μόνο δύο λόγια, ἂν πρέπη νὰ κατανοηθῆ σωστὰ τὸ θέμα αὐτό. Χρειάζεται γι’ αὐτὸ μία διείσδυση στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ὅπου ἔχει τὶς ρίζες του ὁ μοναχισμός. Καὶ ἡ διείσδυση αὐτὴ εἶναι δυνατὴ μὲ τὴ βοήθεια τῆς Πατερικῆς θεολογικῆς σκέψεως καὶ θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προβλήματος γενικώτερα, καὶ γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ θέσαμε εἰδικώτερα. Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἐπιχειρηθῆ στὴ συνέχεια, ὡς ἕνα βαθμὸ βέβαια, γιατί ἡ σὲ ἔκταση καὶ βάθος ἀνάπτυξη τοῦ ζητήματος ξεπερνάει ἀναγκαστικὰ τὰ περιορισμένα ὅρια τῆς σύντομης αὐτῆς ἐργασίας, ποὺ μόνο μία πρώτη γεύση τοῦ ὅλου θέματος φιλοδοξεῖ νὰ προσφέρη, τὸ κατὰ δύναμιν, βέβαια.
Ὁ μοναχισμὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία μας ἀποτελεῖ ἔκφραση μίας ἀπόλυτης κινήσεως γιὰ συνάντηση τοῦ Ἀπόλυτου. Ἀπόλυτη ἡ κίνηση ἀνθρωπολογικὰ ὡς πρὸς τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τοῦ πόθου τῆς ψυχῆς κατευθύνεται πρὸς τὸν ἀπερινοήτως Ἀπόλυτον. Εἶναι, δηλαδὴ, κίνηση ὁλοκληρωτικὴ προσώπου πρὸς Πρόσωπο, τοῦ ἀνθρώπινου πρὸς τὸ Θεῖο. Ὡς τέτοιος ὁ μοναχισμὸς ξεπερνάει τὰ ὅρια τοῦ ὁποιουδήποτε μοραλισμοῦ (ἠθικισμοῦ) καὶ ἀνάγεται στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ρίζες του καὶ ἡ ἀφετηρία του πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν στὴν ἀνθρώπινη φύση τέτοια, ποὺ εἶναι. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναζήτησή τους ὄχι τόσο σὲ ἱστορικοὺς λόγους καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ἐξωτερικοὺς ἐν πάση περιπτώσει ὅρους, ὅσο κι ἂν αὐτοὶ δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητοι, ἀλλὰ κυρίως στὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θεολογίας, ποὺ ἀποτελεῖ ὅ,τι πιὸ οὐσιαστικὸ ἔχει νὰ μᾶς προσφέρη τὸ Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ τὸ ἐκτάκτως εὐφρόσυνο καὶ σωτηριῶδες ἄγγελμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Καὶ αὐτὸ σημαίνει στροφὴ στὴν Πατερικὴ θεολογικὴ ἀνθρωπολογία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ βαθειὰ καὶ πιὸ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ βάση τὴν εὐαγγελικὴ διδαχὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία τῆς μεταπτωτικής1 καταστάσεως τῆς φύσεώς μας καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεώς της.
Ἂν ἔχη σοβαρὸ καὶ θετικὸ νόημα ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν μοναχικὴ πνευματικότητα καὶ τὰ ἀφετηριακά της στοιχεῖα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θεολογίας ὑπὸ τὴν ἀρχική της ἔννοια, ὡς γνώσεως καὶ μυστικῆς κοινωνίας καὶ ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔχει βέβαια ὄχι γιὰ ἀκαδημαϊκοὺς καὶ θεωρητικοὺς λόγους, ἀλλὰ ὡς ἔκφραση ζωῆς ποὺ βιώθηκε καὶ πρέπει νὰ βιώνεται. Ὁ μοναχισμὸς στὴ γνήσια καὶ τὴν μὲ ὅλο τὸν πόθο λαχτάρα γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν βαθύτερη καὶ ὁλοκληρωτικὴ βίωσή του ἀποτελεῖ, θὰ λέγαμε, τὴν ἀκοίμητη αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πνευματικότητά του, τὴ συνεχῆ ὑπόμνηση τοῦ λυτρωτικοῦ καὶ σωτηριώδους ἔργου ποὺ ἔχει νὰ ἐπιτελέση στὴ γῆ, μέσα σὲ ἕνα κόσμο αἰχμάλωτο τῆς ἁμαρτίας, ὄχι ἐκκοσμικευόμενη ἡ ἴδια γιὰ νὰ ἐπιδράση τάχα ἐπάνω του, ἀλλὰ ἀποπνευματωνόμενη κατὰ τὸ ἀνθρώπινο ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Μόνον ἔτσι θὰ μπορῆ νὰ ἐπιδρᾶ θετικὰ καὶ οὐσιαστικὰ ἀνάμεσά του καὶ νὰ ἀποτελῆ τὴν ἀκατάπαυστη πρόκληση καὶ πρόσκληση γιὰ σωτηρία «ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ» (Ματθ. α’ 21), γιατί αὐτὲς ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ τὴν κύρια καὶ βασικὴ πηγὴ τῶν ταλαιπωριῶν του καὶ τῆς ἀνείπωτης κακοδαιμονίας του.
Ὡς τέτοια ἡ ὀρθόδοξη μοναχικὴ πνευματικότητα καὶ πραγματικότητα μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους, γιατί ἡ πνευματικότητα δὲν εἶναι ζήτημα κάποιων λίγων προνομιούχων καὶ δὴ μόνο τῶν μοναχῶν. Ἡ μοναχικὴ πνευματικότητα ὡς αὐθεντικὴ ἔκφραση τῆς πνευματικότητος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀφορᾶ σὲ ὅλα τὰ μέλη της, ἐφόσον αὐτὰ θέλουν νὰ ἀνήκουν συνειδητὰ σ’ αὐτὴν καὶ νὰ «στοιχῶσι τοῖς ἴχνεσι» τοῦ Χριστοῦ μὲ κάθε συνέπεια στὴ ζωὴ τοὺς (Α’ Πέτρ. β’ 21).
Κάναμε λόγο γιὰ τὶς ρίζες τοῦ Ἀνατολικοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ. Εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀναγωγὴ καὶ ἡ ἀναφορὰ μας σ’ αὐτές, γιατί ἔτσι μόνο, μὲ τὴ συνειδητοποίησή τους, μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε σὲ κάποιο βαθμὸ τόσο τὴν ἐσωτερική του ὑφὴ ὅσο καὶ τὴν ἐξωτερική του ἔκφραση μὲ τὶς τρεῖς βασικὲς καὶ θεμελιακὲς ἐκδηλώσεις του, τῆς Παρθενίας, τῆς Πτωχείας καὶ τῆς Ὑπακοῆς. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ἐκφράσεις ἀποτελοῦν ριζική, ριζοσπαστικὴ καὶ ἐπαναστατικὴ στάση ἔναντι τῆς φύσεώς μας. Καὶ αὐτὸ γιατί ἀποτελοῦν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἄρνηση βασικῶν ψυχοβιολογικῶν ὁρμῶν, τάσεων καὶ δυνάμεων τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη βαθύτατη κατάφαση στὴν ἴδια τὴ φύση ὄχι τέτοια ποὺ ἔγινε μεταπτωτικά, ἀλλὰ τέτοια ποὺ ἔγινε, ἂς μᾶς ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση, μεταλυτρωτικά, δηλαδὴ ὕστερα ἀπὸ τὴν τελείωση τῆς ἐν Χριστῷ Θείας οἰκονομίας καὶ τὸ θαῦμα τῆς ἀνορθώσεώς της καὶ τῆς ἀποκαταστάσεώς της στὸ ἀρχαῖο της κάλλος. Ἡ κατάφαση αὐτὴ πρέπει νὰ νοηθῆ ὡς ἔκφραση τῆς συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του.
Ἡ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἔκπτωσή του ἀπὸ τὴν ἀρχική του κίνηση
«Τί ἐστιν ἄνθρωπος;» ρωτάει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς (Ψαλμ. η’ 5). «Πόθεν καὶ τί καὶ ἐπὶ τίνι φέρεσθαι διὰ τῶν ὁρωμένων γεγόναμεν;» ρωτάει ὁ ὄντως θεηγόρος καὶ μεγάλος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ ἐν ἁγίοις μοναχὸς (Β’ Θεολ. ἑκατ., μβ’, Φ, Β, 77)2.
Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δίνει ἀπάντηση ἡ Θεία Ἀποκάλυψη, τὴν ὁποία ἑρμηνεύει αὐθεντικὰ ἡ Πατερικὴ σκέψη. Ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μὲ αὐτὴν εἶναι ὄν, στὸ ὁποῖο «ψυχὴ λογικὴ συνέζευκται σώματι γῆθεν τὴν ὕπαρξιν ἔχοντι καὶ πρὸς τὰ κάτω βρίθοντι» (Θεόδωρος Ἐδέσσης, Θεωρητικόν, Φ. Ά, 329, 26 ἐξ.). Ἡ λογικὴ ψυχή, λέει, εἶναι συνδεδεμένη στενὰ μὲ τὸ σῶμα, ποὺ ἡ ὕπαρξή του εἶναι γήινη καὶ ἔχει τάση πρὸς τὰ κάτω. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ στοιχεῖα, ψυχὴ λογικὴ νοερὰ καὶ σῶμα ὑλικό, ἂν καὶ εἶναι «ἐναντιώτατα», δηλαδὴ ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα μεταξύ τους, ἀποτελοῦν μία ἑνότητα ἀσύγχυτη, χωρὶς τροπὴ τῶν ἐπὶ μέρους συστατικῶν της τοῦ ἑνὸς στὸ ἄλλο. Ψυχὴ καὶ σῶμα ἀποτελοῦν μία ὑπόσταση, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος «μεικτὸν ζῶον», στὸ ὁποῖο κάθε συστατικό του ἐνεργεῖ κατὰ τὴ φύση του χωρὶς νὰ διασπᾶται ἡ ἑνότητά του. Τὸ ὑλικὸ σῶμα «ἐφίεται», τείνει καὶ προσκλίνει στὰ ὅμοιά του ὑλικὰ στοιχεῖα.
Ἡ προσκλιση αὐτὴ καὶ φορά ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση βαθύτερης ἀμοιβαιότητος ποὺ ὠθεῖ καὶ ἕλκει τὰ ὅμοια γιὰ ἀλληλοβοήθεια καὶ ἀλληλοστηριγμὸ στὸ εἶναι. Ἡ σχέση αὐτὴ καὶ ἐπικοινωνία σὲ τούτου τοῦ εἴδους τὴν ἀμοιβαιότητα πραγματοποιεῖται διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεων ποὺ μ’ αὐτὲς εἶναι προικισμένο τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα ποὺ ὡς ὑλικὸ εἶναι «βαρύ», «βρίθει» πρὸς τὰ κάτω. Τὰ «κάτω» του εἶναι «προσφυῆ καὶ ἐράσμια», γιατί ἀνήκει καὶ αὐτὸ στὴν ὑλικὴ φύση (ὁ ἴδιος Πατὴρ ὅ.π.). Ἀντίθετα γιὰ τὴ λογικὴ καὶ νοερὰ ψυχή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι «νοερὰ οὐσία», ποθητά, ἐφετά, ἐράσμια καὶ «ὀρεκτὰ» εἶναι τὰ ἀντίστοιχά της νοητὰ (Θεοδ. Ἐδέσ. ο.π.). Καὶ σ’ αὐτὰ τείνει καὶ αὐτὰ λαχταράει νὰ ἀπολαύση. Στὴν ψυχὴ ὑπῆρξε ἐμβεβλημένος «ἀρχῆθεν» ὁ Θεῖος ἔρως ποὺ τὴν κάνει νὰ τείνη πρώτιστα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἔπειτα πρὸς ὅλα τὰ νοητὰ κατὰ τρόπον «ἐκστατικόν», δηλαδὴ βγαίνοντας ἀπερινόητα ἀπὸ τὸν ἑαυτό της γιὰ νὰ συναντήση τὸ ἐραστὸ ἢ μᾶλλον τὸν Ἐραστόν. «Ἔστι δὲ καὶ ἐκστατικὸς ὁ Θεῖος ἔρως, παρατηρεῖ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τοὺς ἐραστάς, ἀλλὰ τῶν ἐρωμένων. Καὶ δηλοῦσι τὰ μὲν ὑπέρτερα τῆς προνοίας τῶν καταδεεστέρων γινόμενα καὶ τὰ ὁμόστοιχα τῶν ἀλλήλων συνοχῆς καὶ τὰ ὑφειμένα τῆς πρὸς τὰ πρῶτα θειοτέρας συνοχῆς» (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, στὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, Ζ’ θεολ. ἑκατοντάς, πέ’, Φ, Β, 183). Καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια:
Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του ἐκστατικός. Δὲν ἀφήνει γι’ αὐτὸ νὰ ἀνήκουν στὸν ἑαυτὸ τους οἱ ἐραστές, ὅσοι δηλαδὴ ἐμφοροῦνται ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ τοὺς κάνει νὰ ἀνήκουν σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τοῦ ἔρωτός τους, δηλαδὴ τοὺς ἀγαπημένους τους. Τὸ πράγμα αὐτὸ γίνεται φανερὸ στὸ γεγονὸς ὅτι ὅσα ὄντα εἶναι ἀνωτέρας τάξεως δείχνουν φροντίδα γιὰ τὰ κατώτερα. Τὰ «ὁμόστοιχα», ὅσα δηλαδὴ εἶναι ἰσοδύναμα, ἰσόβαθμα, ἔχουν μία ἀμοιβαῖα συνοχὴ μεταξύ τους καὶ ὅσα βρίσκονται σὲ κατώτερη βαθμίδα παρουσιάζουν μία θεϊκὴ συνεκτικότητα πρὸς τὰ πρῶτα.
Μέσα στὸν ἐρωτικὸ αὐτὸν κύκλο καὶ τὴν ἐρωτικὴ κίνηση εἶναι ἐντεταγμένη καὶ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Στὴν κίνηση ὅμως αὐτὴ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐντελῶς φυσική, σύμφωνα μὲ ὅσα ἤδη ἀναφέραμε, συναντάει δυσκολίες ἡ ψυχὴ ὄχι γιατί εἶναι συνεζευγμένη μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ξέφυγε ἀπὸ τὴν ἀρχέγονη φυσική της κατάσταση. Στὴν ἀρχέγονη αὐτὴ κατάσταση δὲν ὑπῆρχε γιὰ τὴν ψυχὴ πρόβλημα ἐκστατικῆς ἐρωτικῆς φορᾶς καὶ συναντήσεως. Τὸ πρόβλημα δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ συνέβη ἕνα μοιραῖο, ὅσο καὶ τραγικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, εἶχε ὅλη τὴν ἄνεση νὰ κινῆται ἀνεμπόδιστα στὴν πρὸς τὰ νοητὰ σχέση του μὲ τὸ νοῦν του καὶ στὴν πρὸς τὰ αἰσθητὰ μὲ τὶς αἰσθήσεις του. Ἡ κίνηση ὅμως αὐτὴ εἶχε ἕνα σταθερὸ χαρακτηριστικό, παρὰ τὴν ἄνεση σχέσεων πρὸς τὰ νοητὰ καὶ αἰσθητά. Ἦταν τάση καὶ κίνηση ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πρὸς τὰ νοητὰ καὶ ὄχι ἀντίστροφα. Ἦταν πάντα ἀναγωγικὴ καὶ ἀνωφερής. Μὲ τὴν πτώση ὅμως ἔχουμε μία ἀνατροπὴ καὶ ταυτόχρονα μία ἀντιστροφὴ καὶ ἀναστροφὴ τῆς κινήσεως αὐτῆς. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος στράφηκε ἀπὸ τὰ ἄνω πρὸς τὰ κάτω, ἀπὸ τὰ «κρείττω» πρὸς τὰ «χείρω» (Θεοδ. Ἐδέσ. ο.π. σ. 330, 3), ἀπὸ τὰ νοητὰ πρὸς τὰ αἰσθητά, ἀπὸ τὰ οὐράνια πρὸς τὰ ἐπίγεια, ἀπὸ τὸν Κτίστη πρὸς τὰ κτίσματα, ἀπὸ τὸν Δημιουργό του πρὸς τὸν ἑαυτό του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ λατρεύη πιὰ ὁ ἄνθρωπος «τὴ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα» (Ρωμ. α’ 25). Ἔτσι «κατεφρόνησε τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ὄντων» (Θεοδ. Ἐδέσ. ο.π. σ. 330, 15). Ἀπέδειξε ἑπομένως τὸν ἑαυτὸ του ἀνάξιο γιὰ τὴ θεία αὐτὴ ἐνασχόληση.
Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν νὰ ἀσχολῆται μὲ τὰ αἰσθητὰ οὔτε νὰ ἀπασχολῆ τὶς αἰσθήσεις του γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτόν; Ἀπαντώντας στὸ ἐρώτημα αὐτὸ παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἐδέσσης τὰ παρακάτω: «Λέγω δὲ οὐχ ὅτι οὐκ ἐχρῆν τὸν Ἀδὰμ αἰσθήσει κεχρῆσθαι. Οὐ γὰρ μάτην αὐτῷ περιέκειτο τὸ σῶμα, ἀλλ’ ὅτι τῶν αἰσθητῶν ἐντρυφᾶν οὐκ ἐχρῆν, ἀλλὰ τῆς καλλονῆς ἀντιλαμβανομένου τῶν κτισμάτων πρὸς τὸν αἴτιον ἀνατρέχειν ἔδει. Καὶ τούτου καντεῦθεν κατατρυφᾶν μετὰ θαύματος, διπλῶς ἔχοντα τὰς ἀφορμάς τοῦ θαυμάζειν τὸν κτίσαντα. Οὐ μὴν δὲ τοῖς αἰσθητοῖς προσπαγῆναι καὶ ταῦτα θαυμάζειν, οὐ τὸν ποιήσαντα, τοῦ νοητοῦ κάλλους ἀφέμενον… ἐπεί δὲ κακῶς ἐκεῖνος τῇ αἰσθήσει χρησάμενος τὸ αἰσθητὸν ἐθαύμαζε κάλλος, ὡραίου δόξαντος αὐτῷ τοῦ καρποῦ πρὸς ὅρασιν καὶ καλοῦ εἰς βρῶσιν, οὐ γενόμενος, ἀφῆκε τὴν ἀπόλαυσιν τῶν νοητῶν» (Θεόδ. Ἐδέσ., Θεωρητικόν, Φ, Ά, 330, 5 ἐξ).
Δὲν ἰσχυρίζομαι, λέει ὁ ἅγιος, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιῆ ὁ Ἀδὰμ τὶς αἰσθήσεις του. Δὲν τοῦ δόθηκε ἄλλωστε χωρὶς λόγο τὸ σῶμα. Καὶ ἐννοῶ ἐτοῦτο. Δὲν ἔπρεπε ὁ Ἀδὰμ νὰ σταθῆ στὴν ἐντρύφηση καὶ στὴν ἀπόλυτη ἀπόλαυση τῶν αἰσθητῶν. Ἀντίθετα ἔπρεπε νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ὀμορφιὰ τῶν κτισμάτων καὶ νὰ ἀνάγεται διὰ μέσου τους πρὸς τὸν αἴτιο καὶ δημιουργό τους καὶ ἔτσι μὲ ἀφορμὴ τὰ δημιουργήματα νὰ ἀπολαμβάνη μὲ αἰσθήματα θαυμασμοῦ τὸν Δημιουργό τους ἔχοντας ἔτσι διπλὴ ἀφορμὴ θαυμασμοῦ γι’ αὐτόν. Δὲν ἦταν σωστὸ νὰ προσκολληθῆ στὰ αἰσθητὰ καὶ νὰ θαυμάζη αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ καὶ ὄχι τὸ δημιουργό τους, ἀφήνοντας ἔτσι τὸ νοητὸ κάλλος καὶ τὴ νοητὴ ὀμορφιά… Ἐπειδὴ χρησιμοποίησε ἄσχημα τὶς αἰσθήσεις του κατέληξε στὸ νὰ θαυμάζη τὸ αἰσθητὸ κάλλος γιατί τοῦ φάνηκε ὡραῖος ὁ καρπὸς καὶ καλὸς νὰ τὸν γευτῆ. Ὅταν τὸν γεύτηκε, ἄφησε ἤδη τὴν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν.
Ὁ ἄνθρωπος δέσμιος του ζεύγματος ἡδονῆς – ὀδύνης
Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προσκολλήσεως τοῦ ἀνθρώπου στὰ αἰσθητὰ ἦταν ἡ ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ «ἔθετο σκότος τὴν ἀποκρυφὴν αὐτοῦ» (Ψαλμ. ιζ’ 12), χάθηκε δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῆς ψυχῆς του μέσα σὲ σκοτεινὸ πέπλο μυστηρίου. Ὁ ἄνθρωπος, βέβηλος τώρα, δὲν εἶχε θέση στὸ χῶρο τοῦ ἁγίου. Ἀγάπησε τὰ αἰσθητά. Τοῦ παραχωρήθηκε γι’ αὐτὸ νὰ ζῆ μ’ αὐτὰ ἔχοντας πιὰ ὄχι ὡς κύριο ἢ μᾶλλον κυρίαρχο ὄργανό του τὸ νοῦ του, ἀλλὰ τὶς αἰσθήσεις του, στὶς ὁποῖες ὁ νοῦς του ὑποδουλώθηκε. Τὰ αἰσθητήρια τοῦ νοῦ ἀμβλύνθηκαν ὡς πρὸς τὰ νοητὰ καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ προσέγγισή τους ἔγινε προβληματικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν βῆμα τοῦ πρωτόπλαστου ἀνθρώπου ἦταν, πέφτοντας, ἡ προχώρηση καὶ προσχώρησή του στὰ αἰσθητά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ στὰ ὁποῖα φυλακίσθηκε, καὶ ἡ ἀπώλεια τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα, ἡ ἀναγωγὴ στὸν ὁποῖο θὰ ἀποτελοῦσε ἐφεξῆς καὶ στὴν πιὸ καλὴ περίπτωση, ὄνειρο ἀπραγματοποίητο. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὴ ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ αἰσθητὰ ὡς ἀπόλυτα ὑποκατάστατα τοῦ ὑπὲρ τὰ νοητὰ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν νόησιν Θεοῦ ἦταν ἡ πρώτη παρὰ φύσιν ἐνέργειά του. Καὶ ἡ ἐνέργεια αὐτὴ σήμαινε τὴν ἐμφάνιση στὴν ψυχὴ του τῆς παρὰ φύσιν, τῆς ἀντίθετης πρὸς τὴ φυσική του ὡς τότε κατάσταση, ἡδονῆς καὶ τῆς σύστοιχής της ταυτόχρονα, ἀντίρροπης ὅμως ὡς πρὸς αὐτήν, ὀδύνης.
«Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, πρὸς τὰ αἰσθητὰ κατ’ αὐτὴν τὴν πρώτην κίνησιν διὰ μέσης τῆς αἰσθήσεως ἔσχε παρὰ φύσιν ἐνεργουμένην τὴν ἡδονήν. ἡ τηνικαῦτα πρόνοιαν ὁ τῆς ἡμῶν σωτηρίας κηδόμενος προσέπηξεν, ὥσπερ τινὰ τιμωρὸν δύναμιν τὴν ὀδύνην, καθ’ ἥν ὁ τοῦ θανάτου μετὰ σοφίας ἐνερριζώθη τῇ τοῦ σώματος φύσει νόμος περιορίζων τῆς τοῦ νοῦ μανίας παρὰ φύσιν ἐπὶ τὰ αἰσθητὰ κινουμένην τὴν ἔφεσιν» (Μαξίμου Ὁμολογητού, Στ’ θεολ. ἐκ. λγ’, Φ, Β, 153). Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, λέει, εἶχε ἐνεργούμενη μέσα του κατὰ τὴν ἴδια τὴν πρώτη του κίνηση πρὸς τὰ αἰσθητὰ διὰ μέσου τῶν αἰσθήσεών του τὴν παρὰ φύσιν ἡδονή. Φροντίζοντας στοργικὰ γιὰ τὴ σωτηρία μας ὁ Θεὸς φύτεψε μέσα μας καὶ δίπλα στὴν ἡδονὴ ὡς ἀντίρροπή της δύναμη τὴν ὀδύνη. Μὲ τὴν ὀδύνη ριζώθηκε μὲ πολλὴ σοφία στὴ σωματικὴ φύση ὁ νόμος τοῦ θανάτου περιορίζοντας ἔτσι τὴν παρὰ φύσιν ἔφεση καὶ μανιώδη ἐπιθυμία τοῦ νοῦ στὴν κίνησή της πρὸς τὰ αἰσθητά.
Ἡ ἐμφάνιση τῆς ὀδύνης ταυτόχρονα μὲ τὴν ἡδονὴ ἦταν νομοτελὴς καὶ αἰτιώδης. «Καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων. ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσω βρώσει φαγῆ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ. ἡ δ’ ἂν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτω ἀποθανεῖσθε» (Γέν. β’ 16-17). Ἡ παρακοὴ θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὸ θάνατο ὑπὸ πνευματικὴ μὲν ἔννοια ἀμέσως καὶ τὸ θάνατο ὑπὸ σωματικὴ δὲ ἔννοια μέσα στὸ χρόνο. Προοίμιο καὶ προοδοποίηση τοῦ θανάτου θὰ ἀποτελοῦσε πιὰ ἡ ὀδύνη ὡς ζωντανὸ σύμβολό του. Ὁ Θεὸς ἦταν σαφὴς στὴν προειδοποίησή του. Ἡ προειδοποίηση αὐτὴ γινόταν τώρα μία τραγικὴ πραγματικότητα. «Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου. ἐν λύπαις τέξη τέκνα», εἶπε ὁ Θεὸς στὴν Εὔα. Καὶ στὸν Ἀδάμ. «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου. ἐν λύπαις φαγῆ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῆ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ… ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σὲ εἰς τὴν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἰ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύση» (Γέν. γ’ 16-19).
Θὰ πρέπη νὰ διευκρινισθῆ, ὅτι ἡ παρεισαγωγὴ τῆς ὀδύνης στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀντίρροπης στὴν ἡδονὴ δὲν ἔχει χαρακτήρα δικανικὸ-νομικό, δηλαδὴ «ἔκανες τὴν παράβαση; πάρε τώρα τὴν τιμωρία πού σοῦ ἀξίζει!». Ἡ εἰσβολὴ τῆς ὀδύνης ἦταν συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ συνεχὴς ὅμως παρουσία της καὶ ὁ ἐγκεντρισμός της στὴν ἀνθρώπινη φύση μόνο ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ ἐλεημοσύνη θεϊκὴ ἔγινε ἐπιτρεπτή.
«Ἡδονὴ καὶ ὀδύνη, λέει ὁ ἴδιος ἅγιος, τῇ φύσει τῆς σαρκὸς οὐ συνεκτίσθησαν, ἀλλ’ ἡ παράβασις τὴν μὲν ἐπενόησεν εἰς φθορὰν τῆς προαιρέσεως, τὴν δὲ κατεδίκασεν εἰς λύσιν τῆς φύσεως, ἵνα ἡ μὲν ἡδονὴ ψυχῆς ἑκούσιον ἐργάσηται θάνατον, ἡ δὲ ὀδύνη διὰ τῆς λύπης τὴν κατ’ εἶδος ποιήσηται τῆς σαρκὸς ἀπογένεσιν. Κατὰ πρόνοιαν γὰρ πρὸς κόλασιν τῆς κατὰ προαίρεσιν ἡδονῆς δέδωκεν ὁ Θεὸς τῇ φύσει τὴν παρὰ προαίρεσιν ὀδύνην καὶ τὸν ἐπ’ αὐτῇ θάνατον» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ. ἑκατ., λδ’, Φ, Β, 154).
Ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ ὀδύνη, λέει ὁ ἅγιος, δὲν ὑπῆρξαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ χαρακτηριστικά τῆς φύσεως τῆς σαρκὸς γιατί δὲν δημιουργήθηκαν μαζὶ μ’ αὐτήν. Ἡ παράβαση ὅμως εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐπινόηση τῆς ἡδονῆς, ποὺ ὠδηγοῦσε στὴ διαφθορὰ τῆς προαιρέσεως καὶ ποὺ ἐπέβαλε τὴν ὀδύνη ὡς καταδίκη μὲ ἀποτέλεσμα τὴ διάλυση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὥστε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ προκαλέση τὸν ἑκούσιο θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ὀδύνη τὴν ἀτομικὴ φθορὰ τῆς σαρκός. Προνοώντας ὁ Θεὸς ἔδωσε στὴ φύση γιὰ κολασμὸ τῆς προαιρετικῆς ἡδονῆς τὴν ἀπροαίρετη ὀδύνη καὶ τὸ θάνατο ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ.
Συνεπίκουρό του στὴν ἄποψη αὐτὴ ἔχει ὁ ἅγιος Μάξιμος τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης. «Ἡδονὴ καὶ λύπη, ἐπιθυμία καὶ φόβος καὶ τὰ τούτοις ἑπόμενα τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων προηγουμένως οὐ συνεκτίσθη. Ἐπεί καὶ εἰς τὸν ὅρον ἂν συνετέλουν τῆς φύσεως. Λέγω δὲ παρὰ τοῦ Νυσσαέως μεγάλου Γρηγορίου μαθῶν, ὅτι διὰ τὴν τῆς τελειότητος ἔκπτωσιν ἐπεισήχθη ταῦτα τῷ ἀλογωτέρω μέρει προσφυέντα τῆς φύσεως. δι’ ὧν ἀντὶ τῆς μακαρίας καὶ θείας εἰκόνος εὐθὺς ἅμα τῇ παραβάσει διαφανῆς καὶ ἐπίδηλος ἐν τῷ ἀνθρώπω γέγονεν ἡ τῶν ἀλόγων ζώων ὁμοίωσις. Ἔδει γὰρ τῆς ἀξίας τοῦ λόγου καλυφθείσης ὑφ’ ὧν ἀπεσπάσατο τῆς ἀλογίας γνωρισμάτων ἐνδίκως τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων κολάζεσθαι. σαφῶς εἰς συναίσθησιν τῆς λογικῆς μεγαλονοίας ἐλεεῖν οἰκονομοῦντος τοῦ Θεοῦ τὸν ἄνθρωπον». (Μάξ. Ὁμολ., Γ’ θεολ. ἐκατ., ξέ’, Φ, Β, 102).
Ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ λύπη, ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ φόβος καὶ τὰ παρεπόμενά τους δὲν δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Γιατί ἂν ἦταν ἀναγκαῖα, θὰ ἀποτελοῦσαν ὅρους ἀπαραίτητους γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὑποστηρίζω μαθαίνοντας ἀπὸ τὸν Μεγάλο Γρηγόριο, τὸν ἐπίσκοπο Νύσσης, ὅτι τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ἔχουν εἰσαχθῆ μεταγενέστερα ὡς προσφύματα στὸ ἄλογο μέρος τῆς φύσεώς μας. Διὰ μέσου τους ἔγινε ἀμέσως μετὰ τὴν παράβαση στὴ θέση τῆς μακάριας καὶ θείας εἰκόνος ποὺ μέσα του ἔχει ὁ ἄνθρωπος, εὐκρινὴς καὶ καταφάνερη ἡ ὁμοίωσή του πρὸς τὰ μὴ λογικὰ ζῶα. Ἐπειδὴ καλύφθηκε ἡ ἀξία τοῦ λόγου ἀπὸ τὰ γνωρίσματά της μὴ λογικότητος ποὺ τράβηξε ἐπάνω του, ἔπρεπε νὰ κολασθῆ ἀπὸ αὐτὰ ἡ φύση του ὅπως τῆς ἄξιζε. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν οἰκονόμησε ὁ Θεὸς τὴ δυνατότητα νὰ ἔρθη ὁ ἄνθρωπος σὲ συναίσθηση τῆς λογικῆς του ἰδιοφυΐας.
Σύμφωνα μὲ τὶς πατερικὲς αὐτὲς διαπιστώσεις τόσο ἡ ἡδονὴ ὅσο καὶ ἡ ὀδύνη δὲν ἀποτελοῦν πρωτογενῆ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ἂν πράγματι ἀποτελοῦσαν ἀναγκαία στοιχεῖα γιὰ τὴ σύστασή της, θὰ τῆς εἶχαν δοθῆ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν πρώτη ἀρχὴ τῆς δημιουργίας της. Αἰτία τῆς ἐπεισαγωγῆς τῆς ὀδύνης στὸ ἀλογώτερο μέρος τῆς ψυχῆς καὶ τῶν ὁμόλογων μὲ αὐτὴν (τὴν ὀδύνη) στοιχείων ἦταν ἡ ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν τελειότητα καὶ ἡ ἐξομοίωσή του πρὸς τὰ ἄλογα ζῶα. Τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα, ὀδύνη, φόβος, ἀνησυχία, ἄγχος κλπ. ἀποτελοῦν τὸν δίκαιο κολασμὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γιὰ τὴν αὐτοπροαίρετη παρέκκλισή της ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ θὰ τὴν ὠδηγοῦσε στὴ θέωση. Ὁ κολασμὸς ὅμως αὐτὸς δὲν ἔγινε μὲ σκοπὸ τὴν ἐκμηδένιση καὶ τέλεια ἐξουθένωση τοῦ ἀνθρώπου κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς τιμωρίας. Ἀντίθετα ἡ θεϊκὴ πρόνοια θέλησε νὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο σὲ συναίσθηση τοῦ χαμένου του μεγαλείου καὶ τῆς ἀρχέγονης λογικότητός του καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν σὲ λαχτάρα γιὰ τὴν ἐπαναπόκτησή τους.
Μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς ὀδύνης ἐπῆλθε μία ἀναγκαία ἐξισορρόπηση. Ἡ ὀδύνη ἀποτέλεσε τὸ φρένο στὴν ξέφρενη παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἡδονὴ καὶ ταυτόχρονα βοήθεια γιὰ τὴ συνειδητοποίηση καὶ ἐπίγνωσή του πού θὰ τὸν ὡδηγοῦσε τελικὰ αὐτὴ ἡ αἰχμαλωσία του στὴν ἡδονή. Ἡ ἀνακοπὴ αὐτὴ τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὰ ἄνω, τὸ μὴ «τὰ ἄνω φρονεῖν», ἀλλὰ «τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (πρβλ. Κολ. γ’ 2), κατὰ ἀντίστροφη παραλλαγὴ τῶν λόγων τοῦ θείου ἀποστόλου Παύλου, σήμαινε μία ριζικὴ ἀλλαγὴ στὴν ἀνθρώπινη φύση, στὰ βάθη τῆς ὁποίας, στὸν «πυθμένα» της, ὅπως τὰ ὀνομάζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐγκαταστάθηκε ὁ θάνατος. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς ζωῆς στὸν κόσμο αὐτὸν μεταμορφώθηκε ριζικὰ καὶ ἔγινε ἐντελῶς διαφορετικὸς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ γινόταν προπτωτικά.
«Ὁ Ἀδὰμ ὁ προπάτωρ τὴν θείαν ἐντολὴν παραβάς, ἄλλην ἀρχὴν γενέσεως ἐξ ἡδονῆς μὲν συνισταμένην, ἐπὶ δὲ τὸν διὰ πόνου θάνατον τελευτῶσαν τῇ φύσει παρὰ τὴν πρώτην παρεισήγαγε καὶ ἐπενόησε κατὰ συμβουλὴν τοῦ ὄφεως, ἡδονὴν οὐκ οὖσαν προλαβόντος πόνου διάδοχον, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς πόνον περαιουμένην πάντας τοὺς ἐξ αὐτοῦ σαρκὶ γενομένους κατ’ αὐτὸν διὰ τὴν ἐξ ἡδονῆς ἄδικον ἀρχὴν εἶχε συνυπαγομένους αὐτῷ δικαίως πρὸς τὸ διὰ πόνου κατὰ θάνατον τέλος» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ. ἑκατ., μδ’, Φ, Β, 156).
Παραβαίνοντας ὁ προπάτορας Ἀδὰμ τὴ θεϊκὴ ἐντολὴ ἔγινε αἴτιος παρεισαγωγῆς ἄλλης ἀρχῆς γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, διαφορετικώτερης ἀπὸ τὴν πρώτη. Ἡ ἀρχὴ αὐτὴ ἔχει τὴν ἡδονὴ ὡς βασικό της στοιχεῖο, ἀλλὰ καταλήγει στὸ θάνατο διὰ μέσου τοῦ πόνου. Καὶ ἐπινόησε σύμφωνα μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως τὴν ἡδονή, ποὺ δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα κόπου, ὁ ὁποῖος προηγήθηκε ἀπὸ αὐτήν, διαπεραίωνε ὅμως στὸν πόνο ὅλους τούς ὅμοιούς του ποὺ ἀπὸ αὐτὸν γεννήθηκαν κατὰ σάρκα. Ἐπειδὴ ἡ ἀρχὴ τῆς ἡδονῆς ὑπῆρξε ἄδικη, εἶχε συνακολούθους του ὅλους τούς ἀπογόνους του στὸ τέλος ποὺ εἶναι ὁ διὰ μέσου τοῦ πόνου θάνατος.
Καὶ συνοψίζει ὁ θεῖος Πατήρ: «Ὁ Ἀδὰμ παρακούσας ἐξ ἡδονῆς ἐδίδαξε τὴν γένεσιν… ἡ γυνὴ παραβάσα τὴν ἐντολὴν ἐξ ὀδύνης ἄρχεσθαι τὴν τῆς φύσεως κατέδειξε γένεσιν» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ., ἑκατ., μβ’, Φ, Β, 155-6). Καὶ λοιπὸν τώρα πιὰ ἀρχίζει ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν κατακράτηση μόνο τῆς ἡδονῆς καὶ τὴν διὰ μέσου της κατάλυση τῆς ὀδύνης. Μὲ βαθειὰ γνώση τῆς φύσεώς μας καὶ τῆς ψυχολογίας τῆς ἡδονῆς τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος:
«Θέλοντες ἐκφυγεῖν τὴν κατὰ τὴν ὀδύνην αἴσθησιν πρὸς τὴν ἡδονὴν καταφεύγομεν, τῷ τῆς ὀδύνης αἰκισμῶ πιεζομένην τὴν φύσιν ἐπιχειροῦντες παραμυθεῖσθαι. σπουδάζοντες δὲ διὰ τῆς ἡδονῆς τὰ τῆς ὀδύνης ἀμβλύναι κινήματα πλέον αὐτῆς τὸ καθ’ ἑαυτῶν ἐπικυροῦμεν χειρόγραφον, ὀδύνης καὶ πόνου ἔχειν τὴν ἡδονὴν ἀπολελυμένην οὐ δυνάμενοι» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’, θεολ. ἑκατ., μβ’, Φ, Β, 156).
Θέλοντας, λέει, νὰ ξεφύγουμε τὴν αἴσθηση τῆς ὀδύνης καταφεύγουμε στὴν ἡδονή, προσπαθώντας ἔτσι νὰ γλυκάνουμε τὴ φύση ποὺ τὴν πιέζει βασανιστικὰ ἡ ὀδύνη. Φροντίζοντας δὲ νὰ ἀμβλύνουμε τὰ κινήματα τῆς ὀδύνης μεγαλώνουμε ἁπλούστατα τὸ χρέος μας πιὸ πολὺ μὴ μπορώντας νὰ ἔχομε ἡδονὴ ἐλεύθερη ἀπὸ ὀδύνη καὶ πόνο.
Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μὲ ἄλλα λόγια διαχωρισμοῦ ἡδονῆς-ὀδύνης μένει τελικὰ ἀτελεσφόρητη. Καὶ ὅμως παρὰ τὶς συνεχεῖς ἀποτυχίες του δὲν παύει νὰ τὸν ἐπιδιώκη ὁ ἄνθρωπος. Ἡ σειρὰ τῶν ἀποτυχιῶν του δὲν τοῦ ἀνοίγει τὰ μάτια ἢ μᾶλλον ὁ ἴδιος ἀρνεῖται νὰ τὰ ἀνοίξη γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ σισύφειο ἔργο ποὺ ἐπιχειρεῖ. Τὸν τυφλώνει ἡ φιλαυτία του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀδύνατο καὶ στὸ ἀνυπόθετο αὐξάνοντας ἔτσι τὴν ὀδύνη καὶ τὴν ἀπελπισία του.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς παρατηρεῖ: «Οὐκ ἐνδέχεται ποτέ χωρὶς ὀδύνης εἶναι τὴν ἡδονήν. Ἐγκέκραται γὰρ τὴ ἡδονὴ τῆς ὀδύνης ὁ πόνος κἄν λανθάνειν δοκῆ τοὺς ἔχοντας διὰ τὴν κατὰ τὸ πάθος τῆς ἡδονῆς ἐπικράτειαν. Ἐπειδὴ τὸ ἐπικρατοῦν φαίνεσθαι πέφυκε καλύπτον τὴν παρακειμένην αἴσθησιν. Ἡδονῆς οὖν περιποιούμενοι διὰ τὴν φιλαυτίαν καὶ ὀδύνην διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν φεύγειν σπουδάζοντες τὰς ἀμυθήτους τῶν παθῶν ἐπινοοῦμεν γενέσεις» (Μάξ. Ὁμολ., Γ’ θεολ., ἑκατ., νγ’, Φ, Β, 99).
Δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὴ ἡ ἡδονὴ χωρὶς τὴν ταυτόχρονη παρουσία τῆς ὀδύνης. Εἶναι ἀνάμεικτος μὲ τὴν ἡδονὴ ὁ πόνος τῆς ὀδύνης, ἔστω κι ἂν αὐτὸς διαφεύγει τὴν προσοχὴ αὐτῶν ποὺ ὑποκύπτουν στὴν ἡδονὴ ἐξαιτίας τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ πάθους της. Καὶ αὐτὸ γιατί συνήθως φαίνεται τὸ ἐπικρατέστερο στοιχεῖο καλύπτοντας τὴ γειτονικὴ αἴσθηση. Προσπαθώντας λοιπὸν νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἡδονὴ ἐξαιτίας τῆς φιλαυτίας μας καὶ φροντίζοντας γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, τὴ φιλαυτία δηλαδή, νὰ ἀποφύγουμε τὴν ὀδύνη, ἐπινοοῦμε τελικὰ τὶς ἀναρίθμητες αἰτίες δημιουργίας παθῶν μέσα μας.
Ἡ μὴ αἴσθηση τῆς ὀδύνης κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡδονῆς δὲν σημαίνει καὶ μὴ ὕπαρξη ὀδύνης. Ἡ ὀδύνη συνυπάρχει ὁπωσδήποτε κρυμμένη κάπου σὲ κάποια πτυχὴ τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ ἐπικράτηση ἁπλῶς τῆς ἡδονῆς δὲν ἐπιτρέπει τὴν αἴσθηση ὀδύνης, ὅπως ἕνα δυνατὸ εὔοσμο παρασκεύασμα καλύπτει μίαν ἀφόρητη δυσωδία. Θὰ ἔρθη ὅμως μία στιγμὴ ποὺ ἡ ὀδύνη ἔτσι ἢ ἀλλοιῶς θὰ ἐκδηλωθῆ. Καὶ ὅσο κανένας ἐπιχειρεῖ νὰ τὴν ἀπομακρύνη, τόσο πιὸ βίαια ἔρχεται ἐκείνη. Καὶ ὅσο φροντίζει κανένας νὰ τὴν ξεχάση, τόσο πιὸ ἐπίμονα ἔρχεται ἐκείνη νὰ τοῦ ὑπενθυμίση τὴν παρουσία της. Ἡ φρενίτιδα ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ὀδύνη μὲ κάθε τρόπο ὁδηγεῖ στὴ δημιουργία καὶ ἐπικράτηση μέσα στὴν ψυχὴ διαφόρων βασανιστικῶν παθῶν ποὺ μὲ τὸν καιρὸ γίνονται δυσεκρίζωτα. Ἡ ἡδονὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ φίλαυτο ἀκόμη πιὸ φίλαυτο καὶ ἐγωιστή. Καὶ αὐτὸ σημαίνει πρακτικὰ ἡ προσπάθειά του νὰ ἐνισχύση καὶ νὰ μονιμοποιήση τὴν αὐτονομία του. Αὐτὸ ὅμως μόνο ὡς φενάκη μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ, γιατί ὁ ἄνθρωπος οὔτε αὐθυπόστατος εἶναι οὔτε αὐτάρκης καὶ ἀπολύτως ἀνεξάρτητος.
Καὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Πῶς λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ γίνη αὐτόνομος; Ἀλλὰ καὶ νὰ μποροῦσε νὰ ξεγελάση τὸν ἑαυτό του μὲ τὴ φαντασίωση τῆς αὐτονομίας, ἔρχεται ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα νὰ καγχάση εἰς βάρος του, γιατί ἡ ἡδονὴ εἶναι θύρα ὀρθάνοιχτη ἐπισυναγωγῆς στὸ «παθητικόν» της ψυχῆς τοῦ ἑσμοῦ παθῶν, τὰ ὁποῖα καταλύουν τὴν ἐλευθερία του, τὴ λίγη, ἔστω, ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχη, ἀπορροφώντας του κάθε ζωτικὴ ἰκμάδα καὶ κάθε ἴχνος «αὐτονομίας». Τὸ κράτος τῆς ἑκούσιας ἡδονῆς καὶ τῆς ἀκούσιας (πάντα αὐτόκλητης) ὀδύνης ἀποτελοῦν τὸ πιὸ τραγικὰ ἀκλόνητο ἀνθρωπολογικὸ καθεστὼς ποὺ καμμιὰ προσπάθεια ἐκ μέρους τοῦ ὑπόδουλου σ’ αὐτὸ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κλονίση.
Καὶ τίθεται ἐπιτακτικὸ τὸ ἐρώτημα. καὶ λοιπὸν θὰ μένη γιὰ τὸν ἄνθρωπο «ἄπορος» ἡ ὁδὸς διαφυγῆς, καὶ ἀνέφικτος «ὁ τῆς ἐλευθερίας τρόπος τοῖς ὑπὸ τῆς ἀδίκου τυραννουμένοις ἡδονῆς καὶ ὑπὸ τῶν δικαίων πόνων καὶ τοῦ ἐπ’ αὐτοῖς δικαιοτάτου θανάτου φυσικῶς ἐνεχομένοις»; Θὰ κυριαρχῆται ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος «ὑπὸ τῆς ἀδικωτάτης ἡδονῆς καὶ τῶν δι’ αὐτὴν δικαιοτάτων πόνων, ὑφ’ ὧν ἐλεεινῶς διασπᾶται πάσχων ὁ ἄνθρωπος, ἐκ φθορᾶς καθ’ ἡδονὴν ἔχων τὴν ἀρχὴν τῆς γενέσεως καὶ εἰς φθορὰν διὰ τοῦ θανάτου τὸ τῆς ζωῆς καταλήγων τέλος»; (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ., ἑκατ., λθ’, Φ, Β, 154). Καὶ μὲ ἁπλούστερα λόγια: Θὰ εἶναι ἀπρόσιτος ὁ τρόπος τῆς ἀπελευθερώσεως αὐτῶν, ποὺ τυραννοῦνται ἀπὸ τὴν ἄδικη καὶ ἀδικαιολόγητη ἡδονὴ καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ τοὺς κατὰ δίκαιο λόγο ἐπιβαλλόμενους ἐξαιτίας τῆς πόνους καὶ τὸν θάνατο, πού ἀποτελεῖ ἀπόλυτα δικαιολογημένη συνέπειά του; Μὲ ἄλλα λόγια. Θὰ κυριαρχῆται ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ἡδονὴ καὶ τοὺς ἐξαιτίας τῆς δικαιολογημένους πόνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους διασπᾶται καὶ διαλύεται ἐλεεινὰ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τοὺς ὑφίσταται, γιατί ἔχει ἀρχὴ τῆς γενέσεώς του τὴ φθαρτικὴ ἡδονὴ καὶ κατάληξη τῆς ζωῆς τοῦ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου;
«Ὁ τῆς ἐλευθερίας τρόπος»
Ἡ ἀπάντηση τῆς Πατερικῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας στὸ ἀνθρώπινα ἀνέλπιδο ἐρώτημα ποὺ ἔχει τεθῆ πιὸ πάνω εἶναι ἐτούτη, ποὺ ἀκολουθεῖ καὶ τὴ δίνει ὁ σοφώτατος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ποὺ μνημονεύθηκε στὶς προηγούμενες σελίδες. Ἂς συγχωρήση ὁ ἀναγνώστης τὴν κάπως μακρὰ παράθεση τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ εἶναι τόσο σημαντικὰ ὅσα λέει, ὥστε ἀξίζει τὸν κόπο νὰ μελετηθοῦν μὲ κάθε προσοχή. Νά, τί λέει ὁ Ὅσιος Μάξιμος: «Ἀμήχανον ἦν παντελῶς τὴν φύσιν ὑποκλιθεῖσαν τῇ τε κατὰ προαίρεσιν ἡδονὴ καὶ τῇ παρὰ προαίρεσιν ὀδύνη πάλιν εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς ἀνακληθῆναι ζωήν, εἰ μὴ γέγονεν ἄνθρωπος ὁ Δημιουργός, προαιρέσει δεχόμενος τὴν πρὸς κόλασιν τῆς κατὰ προαίρεσιν τῆς φύσεως ἡδονῆς ἐπινοηθεῖσαν ὀδύνην οὐκ ἔχουσαν προηγουμένην αὐτῆς τὴν ἐξ ἡδονῆς γένεσιν, ἵνα τῆς ἐκ καταδίκης ἐλευθέρωση τὴν φύσιν γεννήσεως ἐξ ἡδονῆς ἀρχὴν οὐκ ἔχουσαν καταδεχόμενος γέννησιν. Ἐπειδὴ μετὰ τὴν παράβασιν πάντες ἄνθρωποι τὴν ἡδονὴν ἔχουσι τῆς ἰδίας φυσικῶς προκαθηγουμένην γενέσεως καὶ οὐδεὶς ῆν τὸ σύνολον τῆς καθ’ ἡδονὴν ἐμπαθοῦς γενέσεως φυσικῶς ὑπάρχων ἐλεύθερος, ἀλλ’ ὡς χρέος πάντες φυσικὸν ἀποδιδόντες τοὺς πόνους καὶ τὸν ἐπ’ αὐτῇ ὑπέμενον θάνατον. καὶ ἦν ἄπορος παντάπασιν ὁ τῆς ἐλευθερίας τρόπος τοῖς ὑπὸ τῆς ἀδίκου τυραννουμένοις ἡδονῆς καὶ ὑπὸ τῶν δικαίων πόνων καὶ τοῦ ἐπ’ αὐτοῖς δικαιοτάτου θανάτου φυσικῶς ἐνεχομένοις. Ἔδει δὲ πρὸς ἀναίρεσιν μὲν τῆς ἀδικωτάτης ἡδονῆς καὶ τῶν δι’ αὐτὴν δικαιοτάτων πόνων, ὑφ’ ὧν ἐλεεινῶς διεσπᾶτο πάσχων ὁ ἄνθρωπος ἐκ φθορᾶς τῆς καθ’ ἡδονὴν ἔχων τὴν ἀρχὴν τῆς γενέσεως καὶ εἰς φθορὰν τὴν διὰ τοῦ θανάτου τὸ τῆς ζωῆς καταλήγων τέλος. Πρὸς δὲ τὴν ἐπανόρθωσιν τῆς παθούσης φύσεως ἐπινοηθῆναι πόνον καὶ θάνατον, ἄδικον ὁμοῦ καὶ ἀναίτιον. ἀναίτιον μέν, ὡς οὐδαμῶς προλαβοῦσαν ἡδονὴν ἐσχηκότα πρὸς γένεσιν. ἄδικον δέ, ὡς μηδεμιᾶς τὸ παράπαν ἐμπαθοῦς ζωῆς ὄντα διάδοχον, ἵνα μέσος ληφθείς ἡδονῆς ἀδίκου καὶ πόνου καὶ θανάτου δικαιοτάτου, πόνος καὶ θάνατος ἀδικώτατος ἀνέλη διόλου τὴν ἐξ ἡδονῆς ἀδικωτάτην ἀρχὴν καὶ τὸ δι’ αὐτὴν διὰ θάνατον δικαιότατον τέλος τῆς φύσεως καὶ γένηται πάλιν ἡδονῆς καὶ ὀδύνης ἐλεύθερον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἐξ ἀρχῆς εὐκληρίαν ἀπολαβούσης τῆς φύσεως. μηδενὶ τῶν ἐμπεφυκότων τοῖς ὑπὸ γένεσιν καὶ φθορὰν γνωρισμάτων μολυνομένων.
Διὰ τοῦτο Θεὸς ὑπάρχων τέλειος κατὰ τὴν φύσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος γίνεται τέλειος ἄνθρωπος ἐκ ψυχῆς νοερᾶς καὶ σώματος παθητοῦ κατὰ φύσιν παραπλησίως ἡμῖν χωρὶς μόνης ἁμαρτίας συνεστῶς. τὴν μὲν ἐκ παρακοῆς ἡδονὴν οὐδαμῶς τὸ σύνολον ἐσχηκώς προηγουμένην αὐτοῦ τῆς ἐκ γυναικὸς ἐν χρόνω γεννήσεως. τὴν δὲ δι’ αὐτὴν ὀδύνην ὑπάρχουσαν τέλος τῆς φύσεως, διὰ φιλανθρωπίαν κατὰ θέλησιν προσηκάμενος, ἵνα πάσχων ἀδίκως ἀνέλη τὴν ἐξ ἡδονῆς ἀδίκου τυραννοῦσαν τὴν φύσιν ἀρχὴν τῆς γενέσεως. οὐκ ἔχουσαν ὡς χρέος ὑπὲρ αὐτῆς ἐκτιννύμενον κατὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τοῦ Κυρίου τὸν θάνατον, ἀλλὰ μᾶλλον κατ’ αὐτῆς προβεβλημένον. καὶ τὸ διὰ τοῦ θανάτου δίκαιον τέλος ἐξαφανίση τῆς φύσεως, οὐκ ἔχων τὴν δι’ ἥν ἐπεισῆλθε, καὶ ὑπ’ αὐτοῦ δικαίως τιμωρουμένην, ὡς αἰτίαν τοῦ εἶναι παράνομον ἡδονὴν» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’, ἑκατ., θεολ., λή’, λθ’, Β, Φ, 154-55).
Ἦταν, λέει ὁ ἅγιος, ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἀνακληθῆ στὴν ἀρχική της ζωὴ ἡ φύση ποὺ ὑποτάχθηκε καὶ στὴν προαιρετικὴ ἡδονὴ καὶ στὴν ἀπροαίρετη, ἀκούσια, ὀδύνη, ἂν δὲν γινόταν ἄνθρωπος ὁ Δημιουργὸς δεχόμενος προαιρετικὰ τὴν ὀδύνη, ποὺ ἐπινοήθηκε γιὰ κολασμὸ τῆς προαιρετικῆς ἡδονῆς τῆς φύσεως. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ἀναλαβαίνοντας φύση ποὺ δὲν εἶχε προέλθει ἀπὸ ἡδονή, γιὰ νὰ ἐλευθερώση τὴ φύση ἀπὸ τὴ γέννηση, ποὺ προῆλθε ἀπὸ καταδίκη, καταδεχόμενος γέννηση ποὺ δὲν εἶχε τὴν ἀρχή της σὲ ἡδονή. Μὲ τὴν παράβαση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ὡς φυσικῶς προηγούμενη τῆς προσωπικῆς τους γεννήσεως τὴν ἡδονή, καὶ γενικὰ δὲν ὑπῆρχε κανένας ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ ἡδονικὴ γέννηση, ἀλλὰ πλήρωναν ὡς φυσικὸ χρέος τοὺς πόνους καὶ ὑπέμεναν τὸ θάνατο ἐξαιτίας της. Ἦταν δὲ ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ βρεθῆ γιὰ τοὺς τυραννούμενους ἀπὸ τὴν ἡδονὴ τρόπος ἀπελευθερώσεως ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἀπὸ τοὺς δίκαια γι’ αὐτὴν ἐπιβεβλημένους πόνους καὶ ὑποκείμενους στὸ δικαιότατο θάνατο ποὺ ἐπακολουθοῦσε. Ἡ κατάσταση αὐτὴ τοῦ πόνου καὶ τοῦ θανάτου ἦταν ἀναγκαία γιὰ τὸν ξεπεσμένον ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἀναιρεθῆ ἡ ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη ἡδονὴ καὶ οἱ ἐξαιτίας τῆς πάλι δικαιολογημένοι πόνοι ποὺ διασποῦσαν ἀξιοθρήνητα τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ φθορὰ ἀποτελοῦσε τὴν ἀρχὴ τοῦ ἐρχομοῦ τους στὴ ζωὴ μὲ κατάληξη στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Χρειαζόταν ἑπομένως γιὰ νὰ ἐπανορθωθῆ ἡ φύση, ποὺ τὰ ὑφίστατο αὐτά, νὰ ἐπινοηθῆ πόνος καὶ θάνατος ἄδικος καὶ ταυτόχρονα ἀναίτιος. Χρειαζόταν ἀναίτιος πόνος καὶ θάνατος, γιατί δὲν θὰ εἶχε ὡς ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς της ἡ φύση προηγούμενή της ἡδονή. Καὶ χρειαζόταν ἄδικος πόνος καὶ θάνατος γιατί δὲν θὰ ἀποτελοῦσε ἐπακολούθημα ζωῆς ὑποδουλωμένης σὲ πάθη. Ἔτσι ὁ πόνος καὶ ὁ θάνατος αὐτὸς ὁ ἐντελῶς ἀναίτιος καὶ ἄδικος, παρεμβαλλόμενος ἀνάμεσα στὴν ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη ἀπὸ ἡδονὴ ἀρχὴ τῆς φύσεως καὶ τὸν ἐξαιτίας τῆς ἡδονῆς δικαιότατον θάνατό της εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ γίνη ἐλεύθερο πάλι τὸ ἀνθρώπινο γένος μία ποὺ θὰ ξαναποκτοῦσε ἡ φύση τὸν καλό της κλῆρο, χωρὶς νὰ μολύνεται πιὰ ἀπὸ κανένα ἀπὸ τὰ ἔμφυτα γνωρίσματα, τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γεννιοῦνται καὶ διατελοῦν ὑπὸ τὸ κράτος τῆς φθορᾶς. Γι’ αὐτὸ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν κατὰ φύσιν τέλειος Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος κατὰ φύσιν, σὰν κι ἐμᾶς, μὲ νοερὴ ψυχὴ καὶ σῶμα παθητὸ χωρὶς ὅμως ἁμαρτία. Ὡς ἄνθρωπος σαρκωμένος ὁ Θεῖος Λόγος δὲν εἶχε καθόλου γιὰ τὴν ἀπὸ γυναίκα ἐν χρόνω γέννησή του ὡς προηγούμενό της τὴν ἀπὸ παρακοὴ προερχόμενη ἡδονή. Τὴν ὀδύνη πάλι ποὺ ἦταν τὸ τέλος τῆς φύσεως τὴν ἀποδέχθηκε θεληματικὰ ἀπὸ φιλανθρωπία, ὥστε πάσχοντας ἄδικα, νὰ ἀναιρέση τὴν ἀρχὴ τοῦ ἐρχομοῦ στὴν ὕπαρξη ποὺ εἶχε ὡς αἰτία τὴν ἄδικη ἡδονή, ἡ ὁποία τυραννοῦσε τὴ φύση.
Ἡ φύση, ποὺ ἀνέλαβε ὁ Κύριος, δὲν εἶχε νὰ καταβάλη ὡς ὀφειλόμενο χρέος γιὰ τὴν ἡδονή, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τὸ θάνατο. Ὁ θάνατός του προβλήθηκε τώρα εἰς βάρος τῆς ἡδονῆς, ὥστε νὰ ἐξαφανισθῆ ἀπὸ τὴ φύση ὡς δίκαιό της τέλος ὁ θάνατός της. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου τιμώρησε δίκαια τὴν αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῆς ξεπεσμένης φύσεως, δηλαδὴ τὴν παράνομη ἡδονή.
Συνεχίζοντας τὴν ἴδια ἄποψη τονίζει ἀλλοῦ ὁ ἅγιος Μάξιμος:
«Γέγονεν ὁ Θεὸς κατ’ ἀλήθειαν ἄνθρωπος καὶ δέδωκεν ἄλλην ἀρχὴν τὴ φύσει δευτέρας γενέσεως, διὰ πόνου πρὸς ἡδονὴν μελλούσης ζωῆς καταλήγουσαν. Ὡς γὰρ Ἀδὰμ ὁ προπάτωρ τὴν θείαν ἐντολὴν παραβάς, ἄλλην ἀρχὴν γενέσεως, ἐξ ἡδονῆς μὲν συνισταμένην εἰς δὲ τὸν διὰ πόνου θάνατον τελευτῶσαν, τῇ φύσει παρὰ τὴν πρώτην παρεισήγαγε καὶ ἐπενόησε, κατὰ συμβουλὴν τοῦ ὄφεως, ἡδονὴν οὐκ οὖσαν προλαβόντος πόνον διάδοχον, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸν πόνον περαιουμένην, πάντας τοὺς ἐξ αὐτοῦ σαρκὶ γενομένους κατ’ αὐτόν, διὰ τὴν ἐξ ἡδονῆς ἄδικον ἀρχήν, εἶχε συνυπαγομένους αὐτῷ δικαίως πρὸς τὸ διὰ πόνου κατὰ τὸν θάνατον τέλος, οὕτω καὶ ὁ Κύριος, γενόμενος ἄνθρωπος κατ’ ἄλλην ἀρχὴν δευτέρας γενέσεως ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τὴ φύσει δημιουργήσας καὶ τὸν διὰ πόνου τοῦ Ἀδὰμ δικαιότατον καταδεξάμενος θάνατον, ἐν αὐτῷ δηλαδὴ γενόμενον ἀδικώτατον, ὡς οὐκ ἔχοντα τῆς ἰδίας γενέσεως ἀρχὴν τὴν ἐκ παρακοῆς ἀδικωτάτην τοῦ προπάτορος ἡδονήν, ἀμφοτέρων αὐτῶν ἀναιρῶν, ἀρχῆς τε λέγω καὶ τέλους τῆς κατὰ τὸν Ἀδὰμ ἀνθρωπίνης γενέσεως, οἷα δὴ προηγουμένως οὐκ ὄντων ἐκ τοῦ Θεοῦ τὴν ἀναίρεσιν ἐποιήσατο καὶ πάντας τοὺς πνευματικῶς ἐξ αὐτοῦ ἀναγεννωμένους τῆς ἐπ’ αὐτῆς ἐνοχῆς ἐλευθέρους κατέστησε» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’, θεολ., ἑκατ., μδ’, Φ, Β, 156).
Μὲ ἁπλὰ λόγια, λέγει ὁ ἅγιος Πατήρ:
Ὁ Θεὸς ἔγινε ἀληθινὰ ἄνθρωπος καὶ ἔδωσε στὴ φύση ἄλλη, δεύτερη αὐτή, ἀρχὴ ἐρχομοῦ στὴν ὕπαρξη, ποὺ διὰ μέσου του πόνου καταλήγει στὴν ἡδονὴ τῆς μελλούσης ζωῆς. Ὅπως δηλαδὴ ὁ προπάτορας Ἀδὰμ παραβαίνοντας τὴ θεϊκὴ ἐντολὴ παρεισήγαγε καὶ ἐπινόησε ἄλλην ἀρχὴ ἐρχομοῦ στὸν κόσμο, διαφορετικώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη, ποὺ συνίστατο μὲν ἀπὸ ἡδονή, ἀλλὰ κατέληγε στὸν διὰ μέσου του πόνου θάνατο, καὶ αὐτὸ σύμφωνα μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως. ὅπως λοιπὸν ὁ Ἀδὰμ εἰσήγαγε στὴν φύση τὴν ἡδονή, ποὺ δὲν ἦταν καρπὸς προηγούμενης προσπάθειας, ἀλλὰ ποὺ κατέληγε στὸν πόνο καὶ ὑπήγαγε μαζί του καὶ ὅλους ὅσοι καταγόταν ἀπὸ αὐτὸν κατὰ σάρκα στὸ τέλος τοῦ θανάτου μέσω τοῦ πόνου, δικαιολογημένα δὲ λόγω τῆς ἄδικης ἡδονικῆς ἀρχῆς, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, δημιούργησε ἄλλην ἀρχή, δεύτερη αὐτήν, γενέσεως γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Καὶ καταδέχτηκε τὸν διὰ μέσου του πόνου τοῦ Ἀδὰμ δικαιότατο θάνατο, ποὺ γιὰ τὸν Κύριο ὅμως ἦταν ἀδικώτατος, γιατί δὲν εἶχε ὁ ἴδιος ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς του τὴν ἀδικώτατη ἡδονὴ ἐκείνου. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἀνήρεσε καὶ τὰ δύο, καὶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς σύμφωνα μὲ τὸν Ἀδὰμ γενέσεως τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡδονὴ καὶ ὀδύνη (ποὺ κατέληγε στὸ θάνατο). Τὰ κατήργησε δέ, γιατί αὐτὰ δὲν προέρχονταν προηγουμένως ἀπὸ τὸ Θεό. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ γι’ αὐτὴν ὅλους ὅσοι ξαναγεννιοῦνται πνευματικὰ ἀπὸ αὐτόν.
Τὸ νέο σωτηριῶδες ζεῦγμα: Ὀδύνη – Ἡδονὴ
Αὐτό, ποὺ ἦταν ἀδύνατο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἄρση τοῦ κράτους τῆς παράνομης καὶ «ἀδικωτάτης» ἡδονῆς καὶ ἑπομένως καὶ τῶν συνεπειῶν της, ἡ κατάργηση μὲ ἄλλα λόγια της ἀπολυτοποιημένης φιλαυτίας καὶ τῆς ἐπαναστατημένης αὐτονομίας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὸν σαρκωθέντα Θεὸν Λόγον. Ἡ ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπό του ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία της. Ὁ Λόγος-Χριστὸς ἀνέτρεψε τὴν τάξη ἡδονὴ – ὀδύνη καὶ τὴν ἔκανε ὀδύνη – ἡδονή.
Στὴν καινούργια αὐτὴ τάξη δὲν ὑπάρχει νοηματικὴ καὶ πραγματικὴ ἀντιστοιχία στοὺς ὅρους ἡδονὴ-ὀδύνη, ποὺ ἀναφέραμε, ἂν καὶ τὰ ἀντιθετικὰ ζεύγματα ἡδονὴ-ὀδύνη καὶ ὀδύνη-ἡδονὴ ἠχοῦν τὸ ἴδιο.
Στὸ πρῶτο ζεῦγμα ἡδονὴ-ὀδύνη ὑπάρχουν:
ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο
– τὸ φίλαυτα ἑκούσιο καὶ τὸ
– καταναγκαστικὰ ἀκούσιο.
ὡς πρὸς τὴν ποιότητα
– τὸ γήινο τῆς ἡδονῆς
– τὸ ἀπαράκλητο τῆς ὀδύνης.
ὡς πρὸς τὴ χρονικότητα
– προσωρινότητα καὶ ἐφήμερο τῆς ἡδονῆς
– μονιμότητα ὀδύνης – πόνου καὶ αἰωνιότητα τοῦ θανάτου.
Στὸ καινούργιο ζεῦγμα ὀδύνη – ἡδονὴ ἔχουμε:
ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο
– τὸ ἀγαπητικὰ ἑκούσιο (ἀνάληψη σταυροῦ μὲ χαρὰ καὶ αὐτοπροσφορὰ μέχρι θανάτου)
– τὴν ἐγκάρδια ἀποδοχὴ τῶν «ἀκούσιων ἐπιφορῶν καὶ πειρασμῶν».
ὡς πρὸς τὴν ποιότητα
– πνευματικὴ χαρισματικὴ ἡδονὴ
– ἁγιαστικὴ ἐπενέργεια τῆς ὀδύνης.
ὡς πρὸς τὴ χρονικότητα
– βραχύτητα ὀδύνης («τὸ παραυτίκα» τῆς θλίψεως μὲ μέτρο τὴν αἰωνιότητα)
– αἰωνιότητα πνευματικῆς ἡδονῆς («αἰώνιον βάρος δόξης»).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπευθύνεται ὡς τὸ πιὸ φυσικὸ πράγμα τοῦ κόσμου ἡ πρόσκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ σὲ ὅσους θέλουν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι… Ὃς γὰρ ἂν θέλη τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτὴν» (Ματθ. ἰστ’ 24-25). Ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Κυρίου προκύπτει πώς, ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐπίτευγμα τῆς καινῆς ἀνθρώπινης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ τώρα νὰ γίνη καὶ ὑποκειμενικὰ μεθεκτὸ ἀπὸ τὰ ἐπὶ μέρους πρόσωπα.
Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ὀδύνη εἶναι χάρις καὶ δωρεὰ ἀπερινόητη τῆς θείας ἀγάπης. Δὲν ἀποτελεῖ μολοντοῦτο ἀπόκτημα ποὺ δὲν θὰ χρειασθῆ γι’ αὐτὸ καταβολὴ κόπου, μόχθου καὶ προσωπικῆς προσπάθειας ἐπάνω στὴ χρυσὴ βάση τῆς μυστικῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὸν ἁγιαστικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ ἀντικειμενικὴ ὡς πρὸς τὸν ἄνθρωπο δεδομένη δυνάμει προσφορὰ τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ κατὰ θεία συγκατάβαση ὑποκειμενικὴ ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου συνέργεια καὶ προσπάθεια γιὰ νὰ τὴν ἰδιοποιηθῆ. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τέλος ἀποβλέπει ὁ Μοναχισμὸς καὶ ὅλη ἡ ὀρθόδοξη μοναχικὴ πνευματικότητα. Μὲ τὴ σιωπηλὴ καὶ ὄχι σπάνια κολαφιζόμενη καὶ προπηλακιζόμενη, «βοῶσαν ὅμως καὶ κράζουσαν» ἐμπράγματα παρουσία του δὲν παύει νὰ ὑπενθυμίζη ἀκούραστα τὸ «συνεταξάμην Χριστῷ» σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ ὡμολόγησε καὶ διεκήρυξε κατὰ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματός της, ὅτι «Χριστῷ συνετάχθη» καὶ ἑπομένως ἀποδέχτηκε τὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ της μὲ ταυτόχρονη ἄρνηση «τῆς ἀδικωτάτης» ποικιλώνυμης καὶ πολύμορφης ἡδονῆς. Καὶ σὲ αὐτὸ συνίσταται ἡ ὅλη «βία» καὶ ἀσκητικότης τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πνευματικότητά του εἶναι καθολικὴ καὶ ὄχι μονομερής, γιὰ κάποιους δηλαδὴ μονάχα ἐκλεκτούς. Ἂν ἑπομένως ὁ μοναχισμὸς ἀπαρνῆται τὰ «ἠδέα τοῦ κόσμου» καὶ ἀκολουθῆ τὸν ἔμπονο καὶ ἔγκοπο βίο, δὲν τὸ κάνει ἀπὸ ἰδιοτυπία καὶ παραξενιὰ ἢ ἄλλους τέτοιου εἴδους λόγους. Τὸ κάνει, γιατί θέλει νὰ ἀκολουθήση καὶ τοὺς λόγους καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη Πατερικὴ καὶ Θεολογικὴ ἀνθρωπολογία μὲ τὸ στόμα τοῦ μεγάλου θεολόγου καὶ μοναχοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τονίζει μὲ ἔμφαση τὸ ζήτημά μας: «Γένεσις ἀρετῆς ἐστιν ἀληθὴς ἡ πρὸς τὴν σάρκα τῆς ψυχῆς ἑκούσιος ἀλλοτρίωσις. Εὐφραίνει δὲ τὴν ψυχὴν πνευματικῶς ὁ τοῖς ἐκουσίοις τὴν σάρκα πόνοις δαμάζων» (Μάξ. Ὁμολ., Ε’ θεολογ. ἑκατ., κέφ. 99, Φ, Β, 146). Ἀληθινὴ γενεσιουργὸς αἰτία ἀρετῆς ἀποτελεῖ ἡ ἑκούσια ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν σάρκα. Καὶ εὐφραίνει πνευματικὰ τὴν ψυχὴ αὐτὸς ποὺ δαμάζει τὴ σάρκα μὲ θεληματικοὺς κόπους. Καὶ συνεχίζει:
«Τῆς ψυχῆς ὑπὲρ ἀρετῆς πρὸς τὴν αἴσθησιν ἀποδιάθεσιν κτησαμένης, ἐξ ἀνάγκης ἡ αἴσθησις ἐν πόνοις ἔσται. τὴν τῶν ἡδονῶν νοητικὴν συνημμένην αὐτὴ κατὰ γνωμικὴν σχέσιν τῆς ψυχῆς οὐκ ἔχουσα δύναμιν. Τουναντίον δέ, τὴν μὲν τῶν αὐτῆς ἡδονῶν ἐπανάστασιν δι’ ἐγκρατείας ἀνδρικῶς ἀπορραπίζουσαν, πρὸς δὲ τὴν τῶν παρὰ φύσιν καὶ ἀκουσίων πόνων ἐπαγωγήν, διὰ τῆς ὑπομονῆς, ἀμείλικτον παντελῶς διαμένουσαν καὶ τῆς κατ’ ἀρετὴν θεοπρεποῦς ἀξίας τε καὶ δόξης, διὰ τὴν ἀνυπόστατον ἡδονὴν οὐκ ἐξισταμένην, καὶ πρὸς τὴν τῶν πόνων ἀντίληψιν φειδοὶ τῆς σαρκὸς διὰ τὴν ὀδυνῶσαν αἴσθησιν, τοῦ ὕψους τῶν ἀρετῶν οὐκ ἀποπίπτουσαν. Τῆς δὲ κατ’ αἴσθησιν λύπης αἰτία καθέστηκεν ἡ πρὸς τὰ κατὰ φύσιν τῆς ψυχῆς παντελὴς ἀσχολία” τὴν δὲ κατ’ αἴσθησιν ἠδονὴν ἡ παρὰ φύσιν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς προδήλως ὑφίστησιν, ἄλλην ἀρχὴν ἔχειν οὐ δυναμένην συστάσεως ἢ τῆς ψυχῆς τῶν κατὰ φύσιν ἀπόθεσιν», (ὄπ. π., ρ’. σέλ. 146).
Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀποκτήση ἀποστροφὴ χάριν τῆς ἀρετῆς πρὸς τὶς αἰσθήσεις, ἀναγκαστικὰ αὐτὲς θὰ πονοῦν καὶ θὰ κουράζονται, ἐπειδὴ δὲν θὰ ἔχουν συνδεδεμένη μαζί τους βουλητικὰ τὴ νοητικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἀντίθετα ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ἐγκράτεια ἀπωθεῖ ἀνδρεία τὶς ἐπαναστάσεις τῶν ἡδονῶν τῆς σαρκός. Ἐπὶ πλέον παραμένει ἡ ψυχὴ ἄτεγκτη καὶ ἀκλόνητη μὲ ὑπομονὴ στὶς ἐπανωτὲς παρὰ φύσιν καὶ ἀκούσιες θλίψεις. Δὲν ἀπομακρύνεται ἡ ψυχὴ χάριν τῆς ἀνυπόστατης ἡδονῆς ἀπὸ τὴ θεοπρεπῆ ἀξία καὶ δόξα ποὺ χαρίζει ἡ ἀρετὴ οὔτε ξεπέφτει ἀπὸ τὸ ὕψος τῶν ἀρετῶν. Καὶ αὐτὸ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πόνου, δυσκολεύοντας τὴ σάρκα ἐξαιτίας τῶν αἰσθήσεων ποὺ ὑποφέρουν. Αἰτία τῆς λύπης τῶν αἰσθήσεων εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπασχόληση τῆς ψυχῆς μὲ ὅ,τι κατὰ φύσιν. Καὶ εἶναι καταφάνερο πὼς τὴν αἰσθησιακὴ ἡδονὴ τὴν προκαλεῖ ἡ παρὰ φύσιν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Δὲν ἔχει ἄλλη συστατική της ἀρχὴ ἡ ἡδονὴ παρὰ τὴν ἀπόθεση τῶν κατὰ φύσιν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς.
Ἂν αὐτὴ ἡ θεολογικὴ ἀρχὴ κατανοηθῆ σωστά, τότε ὄχι μόνο θὰ πάψη κάθε παρεξηγημένη καὶ λανθασμένη ἀντίληψη γιὰ τὸν μοναχισμό, ἀλλὰ καὶ θὰ κατανοηθῆ σωστὰ καὶ θὰ γίνη ἀποδεκτὸς ὁ ἀσκητικός του χαρακτήρας καὶ ἡ ἀγωνιστικότητά του στὸν ὑπαρξιακὸ τομέα. Μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ πρέπει νὰ γίνουν ἀντιληπτὲς προτροπὲς ὅπως -γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ἐλάχιστες μόνο ἐνδεικτικὰ- οἱ ἀκόλουθες:
«Τὴν ἡδονὴν τῆς παρούσης ζωῆς καὶ τὴν ὀδύνην, ὄση δύναμις ἀρνησώμεθα καὶ πάσης παθῶν ἐπινοίας καὶ δαιμονιώδους κακουργίας ἁπαλλαγησόμεθα. Διὰ γὰρ τὴν ἡδονὴν ἀγαπῶμεν τὰ πάθη καὶ διὰ τὴν ὀδύνην φεύγομεν τὴν ἀρετὴν» (Μάξ. Ὁμολ., Γ’ Θεολ. ἑκατ., νβ’, Φ, Β, 99).
Ἂς ἀπαρνηθοῦμε, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ὀδύνη τῆς παρούσης ζωῆς μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις. Ἂν τὸ ἐπιδιώξουμε αὐτό, τότε θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἐντελῶς ἀπὸ κάθε πάθος καὶ δαιμονικὴ κακοπραξία. Γιατί ἐξαιτίας τῆς ἡδονῆς ἀγαποῦμε τὰ πάθη καὶ ἐξαιτίας τῆς ὀδύνης ἀποφεύγουμε τὴν ἀρετή.
Καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος προτρέπει:
«Τοιγαροῦν εἰ θέλεις ἐπιτυχεῖν ὧν ἐφίεσαι καὶ ποθεῖς, τῶν ἀγαθῶν λέγω τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξ ἀνθρώπων γενέσθαι ἄγγελος ἐπίγειος, ἀγάπησον, ἀδελφέ, θλίψιν σώματος, ἄσπασαι κακοπάθειαν, τοὺς δὲ πειρασμοὺς οὕτω φίλησον ὡς μέλλοντας σοὶ γενέσθαι προξένους παντὸς ἀγαθοῦ. Τί ὡραιότερον, εἰπέ μοι, θλιβομένης ψυχῆς μετὰ γνώσεως ὅτι ὑπομένουσα τὴν πάντων μέλλει κληρονομῆσαι χαράν;» (Συμεὼν Ν. Θεολ. παρὰ Διονυσίου Τρίκκης, Ἀνατολικὸς Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, Ἀθῆναι 1969, σελ. 203).
Ἂν λοιπὸν θέλης νὰ πετύχης ὅ,τι λαχταρᾶς καὶ ποθεῖς, ἐννοῶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ γίνης ἀπὸ ἄνθρωπος, ἐπίγειος ἄγγελος, ἀγάπησε, ἀδελφέ, τὴ θλίψη τοῦ σώματος, παραδέξον τὴν κακοπάθεια καὶ ταλαιπώρηση, ἀγάπησε τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς δυσκολίες ὅσο τοὺς ἀξίζει ὡς πρόξενους κάθε ἀγαθοῦ. Πές μου, τί εἶναι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ θλιβόμενη ψυχὴ πού ὅμως ἔχει συνείδηση ὅτι μὲ τὴν ὑπομονή της θὰ κληρονομήση τὴ χαρὰ τῶν πάντων;.
Καὶ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέει ἐπιγραμματικά:
«Πόνον πόνει ἐμπόνως, ἵνα διαδράσης τῶν ματαίων πόνων τοὺς πόνους» (Ἀναφέρεται στὸ παραπάνω βιβλίο τοῦ Μητρ. Τρίκκης Διονυσίου, σέλ. 204). Ἀνάλαβε, λέει, μὲ ἐπιμέλεια καὶ ἀκούραστα τὸν κόπο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀσκήσεως, γιὰ νὰ ἀποφύγης τοὺς πόνους τῶν ματαίων κόπων καὶ θλίψεων.
* * *
Προσπαθήσαμε νὰ ρίξουμε ἕνα πρόχειρο καὶ πολὺ βιαστικὸ βλέμμα στὴν ὀρθόδοξη μοναχικὴ πνευματικότητα μὲ τὴ βοήθεια τῆς πατερικῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάπως τὴ στάση της καὶ τὴν ἀσκητικότητά της ἔναντι τῆς ζωῆς. Καὶ διαπιστώσαμε πὼς κεφαλαιῶδες χαρακτηριστικό της γνώρισμα εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς φίλαυτης ἡδονῆς καὶ ἡ ἀποδοχὴ ἀγαπητικὰ τοῦ ἀκούσιου πόνου καθὼς καὶ ἡ ἀνάληψη τοῦ ἑκούσιου κόπου καὶ μόχθου ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἀκολουθώντας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ δρόμο αὐτὸν ὁ μοναχός, ἀλλὰ καὶ κάθε πιστὸς Χριστιανός, ἀφοῦ μία εἶναι καὶ γιὰ ὅλους ἰσχύει ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, μπαίνει πιὰ σὲ ἕνα νέο κλίμα καὶ ἀποκτάει καινούργια προοπτικὴ στὴ θεώρηση τῆς ὑπάρξεως. Φεύγει ἀπὸ τὴν ἀπαισιόδοξη ἡδονιστικὴ στάση ἔναντί της ὑπάρξεως, ποὺ μοιραία ὁδηγεῖ στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο, καὶ μπαίνει σὲ μία αἰσιόδοξη ἐν πίστει καὶ ἐλπίδι θεώρησή της πέρα ἀπὸ κάθε ἡδονὴ καὶ ὀδύνη τοῦ «παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος».
Ὕμνος εὐχαριστήριος καὶ δοξολογικὸς σ’ αὐτὴν τὴν πορεία ὅσων τὴν ἐπιχειροῦν εἶναι τὸ ψαλμικό: «Διήλθομεν διὰ πυρὸς (ἡδονῆς καὶ πειρασμῶν) καὶ ὕδατος (δακρύων πόνου καὶ μόχθου) καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς (Κύριε) εἰς ἀναψυχὴν» καὶ στὸ εὐλογημένο παρὸν βιωνόμενη καὶ ἐν ἐλπίδι ἀναμενόμενη στὴν μακάρια αἰωνιότητα! (Ψαλμ. 65, 12).
————————
- Ἡ λέξη μεταπτωτικὸς χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὄχι μὲ τὴν ἀρχική της ψυχολογικὴ ἔννοια, ποὺ δηλώνει αὐτὸν ποὺ ὑφίσταται μεταπτώσεις ψυχολογικές, ἀλλὰ μὲ τὴ θεολογικὴ ἔννοια ποὺ ἀναφέρεται στὶς μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καταστάσεις, ἐνέργειες κλπ. τοῦ ἀνθρώπου.
- Ὅπου γίνεται στὴ συνέχεια παραπομπή, αὐτῆς τῆς μορφῆς σημαίνει. τὸ Φ τὴν «Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν Πατέρων» τῆς γνωστῆς ἐκδόσεως τοῦ ἐκδοτ. οἴκου «Ἀστέρος» τῶν ἀδελφῶν Παπαδημητρίου καὶ τὸ Β τὸν τόμο τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς. Ὁ ἑπόμενος ἀλφαβητικὸς ἀριθμός, π.χ. κγ’, λά’, ὄβ’, κλπ. σημαίνει τὸ «κεφάλαιον» τῆς σχετικῆς πατερικῆς διατριβῆς καὶ ὁ ἑπόμενος ἀραβικὸς ἀριθμὸς σημαίνει τὴ σελίδα τοῦ τόμου. Ὁ μετὰ τὸ κόμμα ἀριθμὸς ποὺ ἀναφέρεται μαζὺ μὲ τὴ σελίδα παραπέμπει στὴ σειρὰ (ἀράδα) τῆς σελίδας τοῦ κειμένου, π.χ. ὁ ἀριθμὸς 329, 26, ἀναφέρεται στὴ σελίδα 329, σειρὰ τῆς σελίδας 26.