Οκτώβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ χαρὰ στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν

π. Δημήτριος Στανιλοάε

Ἐγὼ πάντοτε εἶχα μεγάλο σεβασμὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς μοναχούς. Αἰσθάνομαι πάντοτε πολὺ καλὰ ὅταν βρίσκομαι μεταξύ τους. Στὴν ἀρχὴ μάλιστα τῆς ζωῆς μου δυσκολεύθηκα ποιὸ δρόμο νὰ ἀκολουθήσω. Κατέληξα καὶ ἀπεφάσισα νὰ ζήσω τὸ δρόμο ποὺ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στοὺς μοναχούς. Μπορῶ νὰ πῶ ὅτι αἰσθάνθηκα τὴ χαρὰ καὶ τὸν πόνο τους. Ἐπεδίωξα πάντοτε νὰ ἀκούσω καὶ νὰ νοιώσω τοὺς μοναχοὺς καὶ προσπάθησα νὰ ἐκφράσω τὰ ἰδανικὰ τοῦ μοναχισμοῦ, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ κορυφὴ τῆς πνευματικότητος.

Καθὼς λέγει ὁ μεγάλος στοχαστὴς Εὐδοκίμωφ, κάθε χριστιανὸς εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπο, ὡς πρὸς τὶς ἀναζητήσεις του, μοναχός. Δὲν ὑπάρχουν δύο πνευματικότητες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ πνευματικότης εἶναι μία, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα.

Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς μιλήσω λίγο γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς μοναχικῆς ζωῆς.

Ἕνας φιλόσοφος κάποιας χώρας ἔγραψε στὸ γιό του ποῦ ἔγινε μοναχός: «Γιατί, παιδί μου, μίσησες τὸν κόσμο μὲ τὴ γλυκύτητά του κι’ διάλεξες μία ζωὴ θλίψεως;»

Ὁ φιλόσοφος εἶχε δίκιο· ἀλλὰ μόνον ὡς πρὸς τὴν ἐπιφάνεια. Ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ ξεγελασθεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ παροδικὴ μόνο χαρὰ καὶ γλυκύτητα ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος. Δὲν διέκρινε ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ φαινομενικὴ γλυκύτητα καὶ χαρὰ ἔρχεται ἡ δουλεία, ἡ θλίψη, τὸ κενὸ καὶ ἡ ἔλλειψη νοήματος. Δὲν τοῦ ἦταν γνωστὸ ὅτι ὀφείλομε νὰ σταυρώσομε αὐτὲς τὶς ἐπιφανειακὲς καὶ παροδικὲς χαρὲς καὶ γλυκύτητες γιὰ νὰ βροῦμε μία πιὸ βαθειὰ χαρά. Τὴ χαρὰ τῆς συναντήσεως καὶ τῆς διαρκοῦς συνυπάρξεως μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας. Αὔτη ἡ συνάντηση δίνει στὸν κόσμο μία βαθύτερη ὀμορφιά, μία ἀληθινὴ αἴσθηση, ποὺ προξενεῖ στὸ μοναχὸ μίαν ἁγνὴ καὶ δυνατὴ χαρά.

Ἡ χαρὰ αὐτῆς τῆς συναντήσεως καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ ἔχει γιὰ τὸ μοναχό, καὶ ἀκριβέστερα γιὰ τὴ μοναχή, τὸν χαρακτήρα τῆς χαρᾶς μίας νύμφης. Ἀλλὰ εἶναι πολὺ πιὸ βαθειὰ καὶ πολὺ πιὸ ἁγνὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς κοσμικῆς νύμφης. Καὶ γιὰ μία εὐτυχισμένη νύμφη τὸ πᾶν λάμπει ἀπὸ ὀμορφιά.

Γι’ αὐτὸ ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν βλέπει μέσα σὲ μία προοπτικὴ μεταμορφωμένης ὀμορφιᾶς μέσα στὴν αἰωνιότητα. Καὶ δὶ’ αὐτῆς δίδει στὸν κόσμο μία ἀξία ἄφθαρτη καὶ ἀπείρως βαθειὰ καὶ ἔτσι τὸν ἀποκαλύπτει στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ὁ κόσμος εἶναι θλιβερὸς καὶ ἀκάθαρτος γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν γνωρίζει παρὰ τὴ γήινη μορφὴ τῆς ζωῆς. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι θλιμμένοι, κυρίως σήμερα, ἔστω κι’ ἂν ζητοῦν νὰ διασκεδάζουν τὸν περισσότερο καιρὸ σ’ ἕνα ἐπίπεδο χαμηλό. Εἶναι σὰν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γελοῦν γιὰ ἐπιφανειακὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα, κι’ ἔπειτα διερωτῶνται· γιατί γελάσαμε; Γιατί πέσαμε τόσο χαμηλὰ γελώντας γιὰ τὸ τίποτε; Γελάσαμε σὰν τοὺς τρελοὺς χωρὶς αἴτια ἢ γιὰ νὰ λησμονήσουμε τὰ ἀγκάθια τῶν φροντίδων ποὺ ὑπάρχουν, γιὰ νὰ λησμονήσομε τὴν πραγματικότητα.

Ἔχομε μία χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, ὅταν μὲ ὅλες τὶς πράξεις μᾶς ἀποκαλύπτουμε καὶ βεβαιώνουμε τὴν αἰώνια ἀξία αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ αὐτοῦ του κόσμου. Ὅταν γνωρίζω, ὅτι, ἐργαζόμενος γιὰ νὰ κάνω τὸ καλό, ἀπαρνούμενος δι’ ἑνὸς σταυροῦ τὶς ἐγωιστικὲς καὶ παροδικὲς εὐχαριστήσεις μου, θὰ συναντήσω τὸ καλὸ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα, εἶμαι χαρούμενος. Καὶ ὁ μοναχὸς βεβαιώνει ὅτι πρέπει νὰ κάνει μέσα στὸν κόσμο τὸ καλὸ γιὰ τὴν αἰώνια ἀξία ποὺ ἔχει καὶ δι’ αὐτοῦ δίδει τὴ ζωὴ μέσα στὸν κόσμο καὶ στὸν κόσμο τὴν αἰωνία ἀξία μὲ τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Καὶ δίνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ μὲ τὸ παράδειγμά του στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸν ἐρεθισμὸ νὰ περάσουν τὸ κενό, τὴν ἔλλειψη νοήματος ἑνὸς ἐπιφανειακοῦ κόσμου, βοηθώντας τους νὰ δώσουν στὸν κόσμο αὐτὸ μία ἀληθινὴ ἀξία.

Ἀλλὰ γι’ αὐτὰ πρέπει νὰ σταυρώσωμε τὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό μας. Μόνον ἔτσι τὸν ἀνυψώνουμε προκαταβολικὰ στὴν αἰωνιότητα ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία τώρα βρίσκεται. «Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ κερδίσει τὴ ψυχὴ του πρέπει νὰ τὴ θυσιάσει γιὰ μένα καὶ τὸ Εὐαγγέλιό μου» εἶπε ὁ Κύριός μας. Ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ πραγματοποιεῖ τοῦτο. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού, ἅπαξ καὶ βρῆκε ἕνα θησαυρὸ κρυμμένο σὲ κάποιο χωράφι, πωλεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά του, γιὰ νὰ ἀγοράσει τὸ χωράφι μὲ τὸ θησαυρό. Αὐτὸς ὁ θησαυρὸς ὁ ἀνεκτίμητα πολύτιμος, εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τὸ χωράφι εἶναι ἡ μοναχικὴ ζωή, ποὺ ἐπιφανειακὰ δὲν δίδει τὴν ἐντύπωση ὅτι ἔχει μία μεγάλη ἀξία, ἀλλὰ ἡ ὁποία κρύβει τὸν αἰώνιο θησαυρό.

Ἰδοὺ ὁ σταυρὸς καὶ ἰδοὺ ἡ χαρὰ ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Καλλίτερα, μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι κρυμμένη μέσα στὸ σταυρό. Στὴν ἐπιφάνεια εἶναι ἕνας σταυρὸς καὶ στὸ βάθος μία μεγάλη χαρά.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χαρακτηρίζει τὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν, ποὺ εἶναι ταπεινὴ καὶ χωρὶς καμμιὰ ἐξωτερικὴ αἴγλη, ταυτόχρονα σκυθρωπὴ καὶ λάμπουσα. Σκυθρωπὴ στὴν ἐπιφάνεια, λάμπουσα στὸ βάθος. Σκυθρωπὴ στὸ νὰ μὴ χαίρεται, νὰ μὴν ἀπολαμβάνει τὶς παροδικὲς καὶ ἐπιφανειακὲς χαρές. Λάμπουσα γιατί γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔχει καὶ τότε τὴ χαρά, ὅταν δὲν πέφτει χαμηλά, ἀλλὰ ζεῖ στὰ ὕψη, κοντὰ στὸ Θεό. Εἶναι κάτι σπουδαῖο αὐτὴ ἡ χαρὰ μέσα στὴν ἀπάρνηση τῶν ἐπιφανειακῶν χαρῶν, γιατί πολὺ δύσκολα ἀρνούμεθα αὐτὲς τὶς εὐχαριστήσεις. Αὐτὴ ἡ ἀπάρνηση συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ μία χαρὰ πολὺ πιὸ μεγάλη.

Ἕνας μοναχός ἔδωσε ἀμέσως ἕνα ὡραῖο ἔνδυμα ποὺ τοῦ χάρισαν, σ’ ἕνα φτωχὸ ποὺ συνάντησε μετὰ ἀπὸ λίγο. Τὸν ρώτησαν: Ποῦ εἶναι, ἀδελφέ, τὸ ἔνδυμα ποῦ σου ἔδωσαν; Ὤ! εἶναι πλέον στὸν παράδεισο καὶ μὲ περιμένει, ἀπάντησε. Ἰδοὺ ὁ ἐξωτερικὸς σταυρὸς καὶ ἡ ἐσωτερικὴ χαρά.

Ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράδειγμα βλέπουμε ὅτι ὁ μοναχὸς δὲν μισεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἀγαπᾶ ἐν Θεῶ. Καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς δίνει μεγαλύτερη ἀξία. Ἔτσι οἱ μοναχοί βλέπουν τὰ πράγματα ἐν Θεῶ καὶ ἀποκαλύπτουν τὶς βαθύτερες αἰτίες τῆς ὑπάρξεώς τους.

Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος εἶπε: Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου πρέπει νὰ βλέπομε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Κάνοντας αὐτὸ ταπεινώνομαι ἐνώπιόν του. Ἔτσι δὲν θὰ ταπεινώσω τὸν ἄλλον. Δὲν θὰ ζητήσω τὴ χαμηλὴ καὶ κατώτερη εὐχαρίστηση ποὺ τὸν ταπεινώνει. Δὲν θὰ φερθῶ μὲ ἐγωισμὸ καὶ ὑπερηφάνεια ἐνώπιόν του καὶ δὲν θὰ τὸν κάνω ἀντικείμενο ἱκανοποιήσεως τῶν διεστραμμένων καὶ ἐγωιστικῶν μου προθέσεων καὶ ἐπιθυμιῶν. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ κερδίσω καὶ ἐκεῖνον γιὰ τὸν Χριστό.

Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν οἱ μοναχοὶ ἐπιστρέφουν στὸ Θεὸ ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὰ πρόσωπα ἐξωραϊσμένα. Ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ μοναχοῦ ἔχουν μεταστραφεῖ ἀπὸ τὴν κατεύθυνση τοῦ ἐγωιστικοῦ συμφέροντος πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἐργασίας γιὰ τὴν κοινότητα καὶ κατὰ συνέπεια γιὰ τὸν Θεό, ἢ μᾶλλον γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε τὸν κόσμο σὰν ἕνα μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ τὸ δῶρο προσφέρεται ἀπὸ κάποιον γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ πραγματοποιήσει ἕνα διάλογο ἀγάπης μεταξὺ αὐτοῦ καὶ ἐκείνου στὸν ὁποῖον τὸ προσφέρει. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος προσκολλᾶται ἐξ ὁλοκλήρου στὸ δῶρο καὶ ξεχνᾶ τὸν δωρητή, τότε δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη του καὶ ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης μεταξύ τους δὲν πραγματοποιεῖται. Ὀφείλομε νὰ λησμονήσομε καὶ νὰ ὑπερπηδήσομε μὲ κάθε τρόπο τὸ δῶρο γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Θεό, τὸν Δωρητή. Ὀφείλομε νὰ μεταχειριζόμαστε τὰ δῶρα σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχαν, γιὰ νὰ συναντήσομε τὸν Δωρητή. Ὁ Σταυρὸς εἶναι τοποθετημένος στὸ δῶρο γιὰ νὰ βλέπομε τὸν Δωρητή. Ὁ σταυρὸς κάνει τὸν κόσμο καὶ μᾶς τοὺς ἰδίους διαφανεῖς γιὰ νὰ βλέπομε τὸν Θεό.

Διὰ τοῦ σταυροῦ οἱ μοναχοὶ ἔρχονται σὲ ἄμεση ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ὅπως οἱ ἄγγελοι. Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη χαρὰ νὰ ἐπικοινωνεῖς μετὰ τοῦ Θεοῦ ὡς προσώπου, παρὰ μὲ ὅλα τὰ πράγματα. Χαίρω γιὰ τὸ δῶρο πού μοῦ προσφέρει ἕνας φίλος. Ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ φίλος, λησμονῶ τὸ δῶρο. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπείρως περισσότερο ἀνεκτίμητος ἀπὸ τὰ δῶρα. Μέσα στὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν ἔρχεται ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, γιατί ἐκεῖνοι ξεχνοῦν τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ δοῦν ἐν συνέχεια τὸν Θεό.

Ὅταν μένομε προσκολλημένοι στὸ δῶρο, τότε ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς τὸ στερήσει, γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ δοῦμε αὐτὸν τὸν ἴδιον. Ἔτσι ἔκανε μὲ τὸν Ἰώβ. Γιὰ νὰ δείξει στὸν σατανᾶ ὅτι ὁ Ἰὼβ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ ὄχι χάριν τῶν δώρων, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Κι’ ὅταν οἱ φίλοι του Ἰὼβ καὶ αὐτή ἡ γυναίκα του ἀκόμη τὸν κατηγοροῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ πεῖ λόγο βλάσφημο κατὰ τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὰ δῶρα πού τοῦ στέρησε, ἐκεῖνος ἔλεγε: Πῶς νὰ τὸ κάμω αὐτό; Ὁ Κύριός μου τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριός μου τὰ παίρνει.

Αὐτὴ ἡ ἀπάρνηση τῶν πραγμάτων ἐξ αἰτίας τῆς προτιμήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνας σταυρός. Τοῦτο δείχνει πλήρη συναίσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ σταύρωσις τοῦ κόσμου ἐν ἐμοὶ «Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται καγῶ τῷ κόσμω» (Γαλ. 6,14), ὅπως λέγει ὁ ἄπ. Παῦλος. Εἶναι τὸ νὰ σταυρώσω τὸν ἑαυτό μου ὡς πρὸς τὶς εὐχαριστήσεις, παρὰ νὰ κερδίσω τὸν κόσμο ὅλο, θεωρούμενον καθ’ ἑαυτόν, ἀνεξάρτητο δηλ. ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ νέκρωση τῶν κατὰ κόσμον ὀρέξεών μου, ποὺ μὲ προσηλώνουν στὴν ἐπιφανειακὴ καὶ παροδικὴ θέα τοῦ κόσμου καὶ ὄχι στὴ διαφάνεια τοῦ κόσμου.

Πρέπει νὰ πιστέψω ἀπόλυτα στὴν ἐπιφάνεια τοῦ κόσμου γιὰ νὰ δοθῶ μ’ ἕνα τυφλὸ πάθος στὶς εὐχαριστήσεις πού μοῦ προσφέρει. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μία ἀπάτη ποὺ περνᾶ γρήγορα γιὰ νὰ ἀφήσει πίσω της μόνο τὴ θλίψη. Ἡ σταύρωση τῆς κλίσεως πρὸς τὶς ἀπολαύσεις εἶναι ἐπίσης ἕνα μέσο γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ ἄλλοι σταυροί, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπελπισία. Οἱ σταυροὶ ἐκείνων, πού, χάνοντας τὸν κόσμο χωρὶς τὴ θέλησή τους, πιστεύουν ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον τίποτε παρὰ μόνο τὸ μηδέν.

Δὲν ὑπάρχει ὕπαρξη χωρὶς σταυρὸ μέσα στὴ γήινη καὶ παροδικὴ ζωή. Ἀλλὰ ἐνῶ ὁ σταυρὸς ἐκείνων ποὺ πιστεύουν στὸν Θεό, κάνει τὸν Θεὸ ὁρατὸ διὰ τῶν πραγμάτων σὰν μία πολὺ μεγάλη αἰτία χαρᾶς, ὁ σταυρὸς ἐκείνων ποὺ εἶναι προσκολλημένοι μὲ τρόπο ἀποκλειστικὸ σ’ ἕναν ἀδιαφανῆ κόσμο, ποὺ θεωρεῖται μοναδικός, εἶναι μία ἀπογοήτευση. Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Θεὸ ὁ σταυρὸς εἶναι διαφανής. Διὰ μέσου αὐτοῦ βλέπει τὸν Θεό. Γιὰ τοὺς ἄλλους συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὰ ἐγκόσμια πέφτει κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ χάνεται.

Ἕνας πατέρας τῆς Δύσεως τῆς πατερικῆς ἐποχῆς, ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος εἶπε: Γνωρίζω τρεῖς σταυρούς: Ἕνα σταυρὸ ποὺ σώζει. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα σταυρὸ διὰ τοῦ ὁποίου σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ καλοῦ ληστῆ, τοῦ ἐκ δεξιῶν του Χριστοῦ σταυρωθέντος. Γνωρίζω κι ἕνα τρίτο σταυρό, ποὺ σὲ κάνει νὰ χάνεσαι γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Χριστοῦ σταυρωθέντος ληστῆ. Οἱ τύποι αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, τῶν δύο ληστῶν, ἀντιπροσωπεύουν ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ σταυρὸς τοῦ ληστῆ τοῦ ἐκ δεξιῶν παίρνει μέσα του, παίρνει ἐπάνω του τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ σώζεται. Ὁ σταυρὸς τοῦ ἀριστεροῦ ληστῆ ἀντιπροσωπεύει τὴ μερίδα ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν δέχονται τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ χάνονται. Γενικὰ ὅμως τὸ σταυρὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀποφύγομε κατ’ οὐδένα τρόπο.

Ἡ ζωὴ τῆς προσευχῆς τῶν μοναχῶν δείχνει ὅτι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Θεό. Ἕνας θεολόγος ὁ π. Σμέμαν, εἶπε προσφάτως σ’ ἕνα Συνέδριο: «Ἡ λειτουργία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ἐσχατολογίας, τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀπ’ ἐδῶ ἀρχίζει ἡ χαρὰ μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Λειτουργία. Γιατί ζοῦμε τὴν ὁριστικὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό. Ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει ἡ χαρὰ τῆς ὀρθοδόξου Λειτουργίας, ἡ χαρὰ τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἰδιαίτερα».

Ἕνας ἀγγλικανὸς μοναχὸς μὲ ἐρώτησε κάποτε ὅταν εἶχα δώσει μία ὁμιλία. «Πῶς διαφυλάξατε τὴν ἐμπειρία τοῦ μυστηρίου μέσα στὴν θεία λατρεία; Γιατί ἐμεῖς τὴ χάσαμε». Τοῦ ἀπάντησα: Τὸ μυστήριο εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπ’ ἐδῶ προέρχεται ἡ χαρὰ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν μέσα στὴ θεία Λειτουργία. Ξεπερνοῦν τὶς φιλονικίες τους καὶ αἰσθάνονται πάλι ἕνα ἐν τῷ Θεῶ, λησμονώντας τὰ μεταξύ τους λάθη. Ὁ μοναχὸς ζεῖ πάντοτε σχεδὸν διὰ τῆς ἀδιάλειπτου προσευχῆς, αὐτὴ τὴν ἐμπειρία νὰ εἶναι μὲ τὸν Θεό.

Τὸ μοναστήρι εἶναι τὸ Θαβώρ. Ὁ μοναχὸς πραγματοποιεῖ μέσα σ’ αὐτὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ Πέτρου: «καλὸν ἔστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι». Ἂς κάνομε τρεῖς σκηνὲς γιὰ νὰ μένομε ἐδῶ ἐπάνω (Ματθ. 17, 4). Τὸ θεῖο φῶς ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μοναχοὶ ἔχουν ξεχάσει αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀναπληρώνει τὴ θύμησή του. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, διότι μὲ τὴν προσευχὴ ξεπερνοῦν καὶ ἀποθέτουν τὶς μέριμνες τοῦ κόσμου. Οἱ ἡσυχαστὲς ἔβλεπαν διὰ τῆς προσευχῆς τὸ θεῖο καὶ ἄκτιστο φῶς ἢ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ Θεῖο φῶς.

Τὸ πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται σὲ κοινωνία καὶ ἕνωση μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ φῶς. Πραγματικὰ ἡ ἀληθινὴ ἕνωση δὲν πραγματοποιεῖται παρὰ μόνον διὰ τοῦ Χριστοῦ. Στὸ πρόσωπό του, αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἤδη ἕνα φῶς. Εἶναι ἡ πρώτη ἔννοια ποὺ παρουσιάσθηκε στὸν κόσμο. Καὶ εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρά. Ἡ συνεχὴς αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ εἶναι ἕνα φῶς καὶ μία ἀνέκφραστη καὶ ἀναφαίρετη χαρά. Ἀλλὰ ἀνεβαίνει ὁ μοναχὸς στὸ Θαβὼρ μέσα στὴν ἀπαστράπτουσα λαμπρότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ἀφήνοντας κάτω τὰ πράγματα καὶ τὰ φῶτα τοῦ κόσμου. Ὁ Μωυσῆς ἀνέβηκε στὸ Σινά, ἀφήνοντας κάτω τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου καὶ τῶν πραγμάτων τοῦ εἶναι ἕνας σταυρός, διότι δὲν γίνεται εὔκολα, ἰδίως στὴν ἀρχή. Καὶ ἰδοὺ γιατί ἡ χαρὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν προσπάθεια τοῦ σταυροῦ. Καὶ ἰδοὺ γιατί ὁ σταυρὸς εἶναι μία κλίμαξ τὴν ὁποίαν ἀνεβαίνομε ὅταν πιστεύομε, ὅπως παρουσιάζεται πολλὲς φορὲς στὶς εἰκόνες ποὺ παρουσιάζουν τὸ μοναχὸ νὰ ἀνέρχεται ἐπὶ τῆς κλίμακος. Ἰδού, λοιπὸν γιατί δὲν ὑπάρχει χαρὰ ἀληθινὴ χωρὶς τὸ σταυρὸ καὶ ἰδοὺ γιατί δὲν ὑπάρχει σταυρὸς ἀπαρνήσεως χωρὶς τὴν βαθειὰ ἐσωτερικὴ χαρά. Αὐτὸς ὁ σταυρὸς διώχνει τὸν πέπλο, ποὺ καλύπτει τὸν κόσμο καὶ διὰ τοῦ σταυροῦ βλέπομε τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Κάθε καθαρὴ συνάντηση, κάθε ἐπικοινωνία βαθειὰ μὲ ἕνα πρόσωπο, φέρει τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ βαθειὰ καὶ ἀληθινὴ κοινωνία μὲ ἕνα πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ παρὰ μόνον ἐν τῷ Θεῶ. Καὶ ἡ πλέον πλήρης καὶ ἀληθινὴ καὶ φωτεινὴ κοινωνία εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι ὁ σταυρὸς ποὺ μᾶς χαρίζει αὐτὴ τὴ θέα τοῦ προσώπου του. Διότι χωρὶς νὰ ἐξαφάνισει τὸν κόσμο, τὸν κάνει διαφανῆ, τὸν κάνει νὰ ἀκτινοβολεῖ φῶς, ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ.

Στὸν Κανόνα τοῦ Σταυροῦ, στοὺς εἴκοσι τέσσαρες οἴκους λέγομε: «Χαῖρε, δι’ οὐ εὐλογεῖται ἡ κτίσις, χαῖρε, λαμπτὴρ τῆς ἄνω λαμπρότητος. Χαῖρε, κρατὴρ τοῦ νέκταρος ἔμπλεως, χαῖρε χαρᾶς τῆς ὄντως σημεῖον».

Ἡ λησμοσύνη τοῦ κόσμου δὲν σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Οἱ μοναχοί, ἀκόμα καὶ οἱ πιὸ αὐστηροὶ ἐρημίτες, προσεύχονται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς παρηγοροῦν περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Γιατί ἔχουν τὸ αἰσθητήριο καθαρὸ καὶ διακρίνουν τὰ προβλήματα καὶ τὶς θλίψεις ποὺ βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους. Βλέπουν τὴ μηδαμινότητα τῶν προβλημάτων αὐτῶν, τὴν ποταπότητα τῶν ἀπροσδόκητων συμβάντων ποὺ γίνονται αἰτίες μεγάλων θλίψεων, καὶ τοὺς τονίζουν αὐτὸ ἀκριβῶς, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν ἀσύγκριτη χαρὰ ποὺ τοὺς ἀναμένει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τοὺς βοηθοῦν ἀληθινά.

Δείχνουν στοὺς ἀνθρώπους μία ἀγάπη, πολὺ πιὸ μεγάλη καὶ ἀληθινὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί βλέπουν τὴν ἀξία τους καὶ τὸν αἰώνιο προορισμό τους. Γιατί βλέπουν ὅτι μέσα στὸν πλοῦτο τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ καθενός, εἰσέρχεται σὰν μέσα σὲ μία μεγάλη κοινωνία, ἐκεῖνο, ποὺ φέρει κάθε ἀνθρωπος σὰν ἀγάπη καὶ σὰν μοναδικὴ πνευματικὴ ὀμορφιά. Δὲν ὑπάρχει σταύρωση χωρὶς ἕνα ἄνοιγμα ἀγκάλης γιὰ νὰ ἀγκαλιάσομε τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ ἀναφέρεται στοὺς οἴκους τοῦ Σταυροῦ: «Ἤπλωσες τὰς παλάμας διὰ νὰ ἀγκαλιάσεις τὸν κόσμο».

Ταυτόχρονα οἱ μοναχοὶ δίνουν στοὺς ἀνθρώπους τὴ δύναμη νὰ περιορίσουν τὸν ἐγωισμό τους. Τοὺς δίνουν τὴ δύναμη γιὰ ἀλτρουισμό, γιὰ νὰ σηκώσουν καὶ αὐτοὶ ἕνα σταυρὸ ἀπαρνήσεως καὶ τοιουτοτρόπως τοὺς κάνουν μετόχους της δικῆς τους χαρᾶς.

Ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι οἱ μοναχὲς στὴ Ρουμανία εἶναι εἰρηνικὲς καὶ πολὺ χαριτωμένες στὴ διακονία τους. Ἕνας παλαιὸς ἀγγλικανὸς μοναχός, βλέποντας τὶς μοναχές τῆς Ρουμανίας, ἔγραφε σ’ ἕνα περιοδικὸ τῆς Δύσεως γεμάτος θαυμασμό. Αὐτὲς οἱ μοναχὲς τρέχουν πάντα μὲ χαρὰ καὶ ὑπηρετοῦν τοὺς ἄλλους. Βεβαίως ὑπάρχει μία σοβαρότητα μέσα σ’ αὔτη τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χάρι ποὺ τὴν κάνει πιὸ βαθειά. Ἀντίθετα στὴν χαρὰ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀπολαύσεις, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐπιφανειακὴ πλευρὰ τοῦ κόσμου, ὑπάρχει κάτι τὸ ἀσταθὲς καὶ εὐμετάβλητο, ποὺ τὴν κάνει νὰ περνᾶ γρήγορα καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ θλίψη μέσα σ’ ἕνα αἴσθημα κενοῦ.

Θὰ ἤθελα νὰ τελειώσω αὐτὲς τὶς σκέψεις δίνοντας σᾶς μερικὲς πληροφορίες γύρω ἀπὸ τοὺς τύπους τῆς μοναχικῆς ζωῆς.

Ἀνέφερα προηγουμένως ὅτι οἱ μοναχοὶ γενικὰ δὲν ἀπεχθάνονται τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ τοὺς ἀγαποῦν, τοὺς βοηθοῦν νὰ κερδίσουν τὴ σωτηρία, νὰ ξεπεράσουν τὴν τυφλὴ προσκόλληση στὸν κόσμο, νὰ δοῦν καὶ αὐτοί, μέσω τοῦ κόσμου, τὸν Θεό. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ μοναχισμὸς προσφέρει στοὺς ἀνθρώπους μία ὑπηρεσία. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι ὁ μοναχισμὸς εἶναι μοναχισμὸς διακονίας. Νομίζω ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς μορφὲς αὐτῆς τῆς διακονίας. Ἀλλὰ οἱ μορφὲς αὐτὲς ἔχουν πάντα σὰν κοινὴ βάση τὴν προσευχή, τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τοῦ κόσμου.

Ἡ μορφή, ποὺ ἰδιαίτερα καλλιεργεῖται ἀπὸ τὶς μοναχές, συνίσταται στὸ ὅτι δέχονται καὶ φιλοξενοῦν τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, ἀκόμη καὶ τοὺς τουρίστες γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν. Εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς μεγάλης ἀναπτύξεως τοῦ τουρισμοῦ καὶ συγχρόνως τῆς ἀναζητήσεως τῶν Μοναστηριῶν. Μερικὲς ἀπὸ τὶς μοναχὲς φροντίζουν νὰ δώσουν στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς δωμάτιο καὶ τροφή. Οἱ ἄλλες μὲ τὴ σειρὰ προσεύχονται μέσα στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὸ μεγαλύτερο διάστημα τοῦ χρόνου. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ κερδίζονται ἀπὸ τὴ θέρμη τῆς διακονίας, τὴν ὁποία δέχονται καὶ ἀπὸ τὴν ἁγνότητα καὶ καθαρότητα ποὺ δείχνουν οἱ μοναχὲς μὲ τὴν ὅλη συμπεριφορά τους καὶ μὲ τὴ χαρούμενη εἰλικρίνεια, μὲ τὴν ὅποια τοὺς βοηθοῦν στὰ διάφορα προβλήματά τους. Ἑλκύονται ἔπειτα στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἀκούουν τὶς προσευχές, τοὺς ὕμνους, τὶς διδαχές. Στὴν ἀρχὴ παραμένουν λίγο. Ἔπειτα ἐξοικειώνονται καὶ μένουν περισσότερο. Ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι λιγότερο συνηθισμένοι σ’ αὐτό, πληροφοροῦνται περισσότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ γνωρίζουν κάτι περισσότερο ἀπὸ αὐτούς.

Εἶδα ἀνθρώπους διανοουμένους καὶ ἀνωτέρας κοινωνικῆς τάξεως νὰ μένουν ἔκθαμβοι καὶ νὰ ἀνακαλύπτουν μία νέα διάσταση τῆς ζωῆς. Ἰδιαιτέρως οἱ γυναῖκες τους ἑλκύονται καὶ κερδίζονται πλήρως γιὰ μία ζωὴ συνδεδεμένη μὲ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ οἰκογένειες κερδίζονται καὶ συνδέονται μὲ φιλικοὺς δεσμοὺς μὲ τὶς μοναχές. Καὶ φυσικὰ οἱ οἰκογένειες αὐτὲς βοηθοῦν ὑλικὰ τὰ Μοναστήρια. Προσκαλοῦν τὶς μοναχὲς ὅταν κατεβαίνουν στὴν πόλη, καὶ τὶς φιλοξενοῦν στὰ σπίτια τους. Καὶ αὐτὲς μεταφέρουν τὸν ἀέρα τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς καθαρότητας μέσα στὰ σπίτια τους. Οἱ μοναχὲς αὐτὲς φέρουν τὸ σταυρό τους. Ἀλλὰ μὲ τὸ σταυρὸ εἶναι συνδεδεμένη ἡ χαρά τους. Μεταφέρουν ἔτσι γιὰ λίγο αὐτὸν τὸ σταυρὸ μαζὶ μὲ τὴ χαρὰ σὲ πολλὲς οἰκογένειες.

Μία ἄλλη μορφὴ τῆς μοναχικῆς διακονίας καὶ προσφορᾶς εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου. Αὐτὴ ἡ μορφὴ ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἀπὸ μερικὰ ἀνδρικὰ Μοναστήρια. Τὰ Μοναστήρια τῶν ἀνδρῶν προσφέρουν ἐπίσης τὴ φιλοξενία στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὄχι σὲ τόσο βαθμὸ ὅπως τὰ γυναικεία. Καλλιεργοῦν ὅμως τὸ κήρυγμα, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση. Ὑπάρχουν μερικοὶ ἡγούμενοι ποὺ ἔχουν γίνει περίφημοι γιὰ τὰ κηρύγματά τους. Ὑπάρχουν Μοναστήρια ὅπου, κυρίως κατὰ τὶς Κυριακές, ἔρχεται ἕνα μεγάλο πλῆθος πιστῶν. Ὑπάρχουν ἄλλα στὰ ὅποια κατὰ τὶς μεγάλες ἑορτὲς ἔρχονται ὁλόκληρα χωριὰ ἀπὸ πολὺ μακριά, μίας ἢ δύο ἥμερων πορεία, κρατώντας τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ ψάλλοντας ὕμνους. Πραγματοποιοῦν ἕνα ἀληθινὸ προσκύνημα. Τὰ Μοναστήρια ἔχουν ὁδηγοὺς καὶ ξεναγοὺς δικούς τους, ποὺ δείχνουν καὶ ἐξηγοῦν στοὺς ξένους τὴν ἱστορία καὶ τὰ ἄλλα ἀξιόλογα τῆς Μονῆς.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ ξεναγοὶ γίνονται ἀληθινοὶ κήρυκες. Κι’ αὐτὸ εἶναι μία νέα μορφὴ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου.

Οἱ μοναχοὶ διατηροῦν ἐπίσης καλὲς πνευματικὲς σχέσεις μὲ πολλὲς οἰκογένειες τῶν γειτονικῶν πόλεων, οἱ ὁποῖες ἐπισκέπτονται τὰ Μοναστήρια. Νομίζω ὅτι εἶναι ἕνα γενικὸ χαρακτηριστικό του ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ νὰ διατηρεῖ αὐτὴ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο καὶ νὰ τὴν συνδυάζει μὲ τὴ διαφύλαξη τῆς πνευματικότητας, τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς μοναχικῆς κανονικότητας. Αὐτὴ ἡ συνήθεια ἀποδεικνύεται ἰδιαιτέρως χρήσιμη σήμερα, γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ὁ κόσμος σήμερα κινεῖται ἀπὸ μία ζωὴ ἐκκοσμικευμένη ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἀπὸ τὴ θλίψη αὐτῆς τῆς ὑποκριτικῆς καὶ ψεύτικης ζωῆς καὶ τὸ κενὸ ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ. Γι’ αὐτὸ ὁδηγεῖται μὲ μεγάλη ἀναζήτηση καὶ νοσταλγία πρὸς τὰ Μοναστήρια. Τοῦτο κάνει τὸν κόσμο σήμερα νὰ ἀναζητεῖ στὰ Μοναστήρια μία ζωὴ πλήρους καὶ τέλειας προσφορᾶς στὸν Θεό.

Τὰ Μοναστήρια σήμερα ἔχουν τόσους ἐπισκέπτες, ὅσους δὲν εἶχαν ποτὲ ἄλλοτε. Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημεῖο πολὺ εὐοίωνο γιὰ τὴν ἐποχή μας, πράγμα ποὺ δὲν μποροῦν τὰ Μοναστήρια νὰ τὸ ἁγνοήσουν καὶ νὰ τὸ παραμελήσουν.

Ἄλλοτε ὁ κόσμος ζοῦσε σὲ διαφορετικὸ θρησκευτικὸ κλίμα, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη μίας βαθύτερης ἐμπειρίας, γιὰ νὰ ξυπνήσει ἀπὸ μία ζωὴ κενὴ ἀπὸ κάθε ἐμπειρία τοῦ ἀπολύτου. Ἄλλοτε ὁ κόσμος δὲν ἐκυριαρχεῖτο οὔτε ἀπὸ τὴ μεγάλη κοσμικότητα οὔτε ἀπὸ τὴ ζωηρὴ ἐπιθυμία τῆς Ἐκκλησίας. Βρισκόταν σὲ μία μέτρια κατάσταση. Σήμερα ἡ ἁμαρτία ἐπλεόνασε καὶ γι’ αὐτό, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ἡ χάρις ὑπερπερισσεύει. Τὰ Μοναστήρια ἔχουν αὐτὸ τὸ μεγάλο δῶρο. Μποροῦν περισσότερο νὰ ἱκανοποιήσουν τὴ δίψα τοῦ Ἀπολύτου, ἄλλα μόνον ἐὰν οἱ μοναχοὶ ζοῦν μὲ μία νέα δροσερότητα ζωῆς τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀπολύτου.

Ἔχω δεῖ στὸν Ἄθωνα πόσο οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους μοναχοὺς ποὺ ζοῦν μὲ μία ὁλοκληρωτικὴ ἀπόφαση καὶ προσφορὰ τῆς ζωῆς τοὺς τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀπολύτου. Δὲν ἑλκύονται ἀπὸ τὰ μεγάλα Μοναστήρια, ὅπου ἡ μοναχικὴ πνευματικὴ ζωὴ ἔχει ψυχρανθεῖ μένοντας συχνὰ στοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους, ἀλλὰ ζητοῦν μία ἀσκητικότερη ζωή.

Τέλος ἡ τρίτη μορφὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἀναχωρήσεως καὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. Εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν.

Ὑπάρχουν ὄχι μόνον ἄνδρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες ποὺ ζοῦν μία τέτοια ἐρημιτικὴ ζωή. Συχνὰ ἀρκετοὶ μοναχοὶ καὶ μοναχές, ἀφοῦ ζήσουν τὴν κοινοβιακὴ ζωή, περνοῦν γιὰ λίγο καιρὸ στὴ ζωὴ τῆς ἀναχωρήσεως καὶ ἀντιστρόφως. Ἀλλ’ ὅμως δὲν θὰ μπορέσω νὰ δώσω ὀνόματα καὶ ἀριθμοὺς ὡς πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχὲς ποὺ ζοῦν μὲ ἀπόλυτο καὶ ὁριστικὸ τρόπο αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί θέλουν νὰ μένουν ἄγνωστοι καὶ κρυμμένοι. Ἰδιαίτερα οἱ χῶρες πού ἔχουν μεγάλα δάση, φιλοξενοῦν τέτοιους μοναχοὺς καὶ μοναχές, ποὺ ἔγιναν οἱ πιὸ μεγάλοι ἅγιοι, γιατί δὲν θέλησαν νὰ γίνουν γνωστοί. Μόνον ἕνας ἢ δύο μοναχοὶ ἢ μοναχὲς μέσα στὰ κοινόβια γνωρίζουν τέτοιους ἐρημίτες ἢ ἐρημίτιδες, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν εὐλογία νὰ μιλήσουν γι’ αὐτοὺς παρὰ μόνον μετὰ τὸν θάνατό τους. Ἰδιαίτερα μοναχοὶ καὶ μοναχές, ποὺ πέρασαν τὴ νεότητα τοὺς ἐν διακονία μέσα σ’ ἕνα κοινόβιο, περνοῦν κατόπιν τὴν ἡλικιωμένη καὶ ὥριμη περίοδο τῆς ζωῆς τους στὴν ἔρημο. Τοῦτο εἶναι σύμφωνο μὲ τὶς ὁδηγίες καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης καὶ τῶν ἄλλων Πατέρων, ποὺ ζητοῦν πρῶτα τὴ ζωὴ μέσα στὸ Κοινόβιο καὶ ἔπειτα τὴν ἐρημική.

Αὐτὴ ἡ μορφὴ εἶναι ἐπίσης ἀναγκαία γιὰ νὰ συγκρατήσει τὴ θρησκευτικὴ ζωὴ στὸν λαό. Αὐτοὶ οἱ μοναχοὶ καὶ μοναχὲς εἶναι οἱ ἥρωες τῆς πίστεως. Καθὼς οἱ ἥρωες ἑνὸς στρατεύματος συγκρατοῦν τὸ θάρρος τῶν πολεμιστῶν, ἔτσι καὶ αὐτοί. Ἀποτελοῦν τὴν ἐμπροσθοφυλακή. Τὸ γενναῖο παράδειγμα σώζει τὸ στρατό. Καὶ οἱ ἐρημίτες συγκρατοῦν τὴν τόλμη τῆς ἐπικοινωνίας καὶ τῆς ὁμολογίας τοῦ Θεοῦ καὶ μίας περισσότερο δυνατῆς πνευματικῆς ζωῆς μέσα στὰ πλήθη τῶν πιστῶν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ μεγάλες κορυφές. Ἐὰν ἐμεῖς δὲν βλέπομε τὶς μεγάλες κορυφές, δὲν μποροῦμε νὰ βαδίσομε πρὸς τὰ ὕψη.

Νομίζω ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς μορφὲς ὁ Μοναχισμὸς βρίσκεται μέσα στὸ ρεῦμα τῆς ζώσης καὶ γνήσιας ὀρθοδόξου μοναχικῆς παραδόσεως, διατηρώντας μέσα στὴ σύγχρονη κοινωνία τὸ μεγάλο σταυρὸ τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Μίας παραδόσεως μαρτυρίας καὶ διακονίας τοῦ συγχρόνου ἄνθρωπου.