Ἡ ὁμολογία τῶν Ἁγίων Νέων Μαρτύρων ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὸ νέφος τῶν ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μᾶς περιβάλλει, καὶ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἀποφεύγουμε τὴν ἁμαρτία, νὰ τρέχουμε δι’ ὑπομονῆς τὸν προκείμενο ἀγώνα, ἀποβλέποντες εἰς τὸν ἀρχηγὸ καὶ τελειωτὴν τῆς πίστεώς μας Κύριον Ἰησοῦν. Τὸ ἔνδοξο καὶ φωτεινότατο νέφος τῶν Ἁγίων Παλαιῶν Μαρτύρων κάθε τόσο διευρύνεται καὶ πλατύνεται μὲ νέους Μάρτυρες. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ μουσουλμανικὸς κατακλυσμὸς προκάλεσε τὴν ὁμολογία πολλῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας, κυρίως Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ Σλάβων, μάλιστα καὶ μερικῶν Τούρκων. Ὅλοι αὐτοὶ λέγονται Νεομάρτυρες. Ἀκολούθησαν τὸν Πρωτομάρτυρα καὶ Ἀρχιμάρτυρα, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ πρῶτος ἔδωσε τὸ Τίμιο αἷμα Του γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο. Μὲ τὸ αἷμα Του συνῆψε μία νέα Διαθήκη, συμφωνία: «Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμα μου τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Ματθ. κστ΄, 26-28). Ὅσοι δέχονται μὲ πίστη τὴν θυσία Του, γίνονται δικός Του λαός, λαὸς τῆς νέας Διαθήκης, νέος, περιούσιος λαός, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον.
Ἡ νέα Διαθήκη βασίζεται στὴν πιστότητα τοῦ Θεοῦ στὶς ἐπαγγελίες Του πρὸς τὸν νέο λαὸ Του τῆς χάριτος. Ὁ Θεὸς μένει πιστὸς στὴν ἀγάπη Του πρὸς τὸν λαό Του. Ἔτσι πιστὸς πρέπει νὰ μείνει καὶ ὁ λαὸς στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό του: «Καὶ λελουμένοι τὸ σῶμα ὕδατι καθαρῷ κατέχωμεν τὴν ὁμολογίαν τῆς ἐλπίδος ἀκλινῆ· πιστὸς γὰρ ὁ ἐπαγγειλάμενος» (Ἑβρ. ι΄, 23).
Πιστὸς μέχρι θανάτου στὸν Θεὸ λαὸς Του εἶναι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες. Δὲν προδίδουν τὴν Καινὴ Διαθήκη. Πολλοί τούς προκαλοῦν, τοὺς πιέζουν ἀφόρητα, τοὺς βασανίζουν γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν, νὰ κρύψουν, νὰ ἀποσιωπήσουν, νὰ μὴ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ μὴ ζημιωθοῦν τὴν ζωή τους καὶ τὰ ἄλλα πρόσκαιρα ἀγαθά. Οἱ Μάρτυρες δὲν μποροῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ νὰ διαρρήξουν τὴ Διαθήκη μαζί Του, νὰ παύσουν νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι υἱοί Του καὶ πιστὰ μέλη τοῦ λαοῦ Του. «Ἔχοντες οὖν Ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας» (Ἑβρ. Ι΄, 14). Ὁμολογοῦν μὲ πίστη τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς Θεάνθρωπο. Ἔτσι φυλάσσουν τὴν καλὴ ὁμολογία, τὴν ὁποία πρῶτος ὁμολόγησε ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἐνώπιόν τοῦ Πιλάτου, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας μας ἡ καλὴ ὁμολογία ποὺ ὁμολόγησε ὁ Χριστὸς εἶναι ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ὅ,τι ὁμολόγησε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁμολογοῦν οἱ Χριστιανοὶ στὸ ἅγιο Βάπτισμα, καὶ μαρτυροῦν ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ, ὅταν χρειαστεῖ. Τὴν ὁμολογία αὐτὴ ζήτησε ὁ Κύριος ἀπὸ τοὺς δικούς Του μαθητές: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· Ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι΄ 32-33).
Οἱ δύο μικρὲς λέξεις «ἐν ἐμοὶ» κατὰ τὸν μέγα τῆς Θεσσαλονίκης φωστήρα, τὸν θεῖο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἔχουν μεγάλη σημασία. Δὲν λέγει ὁ Κύριος «πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσή με» ἀλλὰ «πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήση ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων» δηλώνοντας ὅτι μόνο μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν δική του βοήθεια μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς νὰ ὁμολογήσει μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια. Πάλι δὲν λέγει «ὁμολογήσω κἀγώ αὐτὸν» ἀλλὰ «ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς», γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι ἀπαιτεῖται ἐκτός ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ καλὴ στάση, καρτερία καὶ προαίρεση τοῦ Χριστιανοῦ, δηλαδὴ ἡ συνέργειά του.
Γι’ αὐτό, προκειμένου περὶ τῶν ἀρνουμένων τὸν Χριστὸ δὲν λέγει «ἐν ἐμοί», ἀλλά «ἐμέ»· καὶ τοῦτο διότι ὁ ἀρνούμενος τὸν Θεὸ ἀρνεῖται διότι ἔμεινε ἔρημος τῆς βοηθείας Του. Γιατί δὲ ἐγκατελείφθηκε καὶ ἔμεινε ἔρημος τοῦ Θεοῦ; Διότι πρῶτος αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὸν Θεό, ἀγαπήσας καὶ προτιμήσας τὰ γήινα καὶ πρόσκαιρα ἀπὸ τὰ ὑπεσχημένα αἰώνια καὶ οὐράνια ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Οὔτε πάλι λέγει ὁ Κύριος «ἀρνήσομαι κἀγώ ἐν αὐτῷ» ἀλλὰ «αὐτόν», γιατί τίποτε δὲν εὑρίσκει μέσα στὸν ἀρνητὴ ἄνθρωπο ποὺ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει ὑπὲρ αὐτοῦ. Ἐπειδὴ δὲ καὶ «ὁ ἔχων τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην, ἐν τῷ Θεῷ μένει, καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ», ὅπως λέγει ὁ ἀγαπημένος ἀπὸ τὸν Χριστὸ Θεολόγος, ὅταν μένει ὁ Θεὸς μέσα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαπᾶ, εὔκολα αὐτὸς ὡς ἀγαπῶν ἀληθινὰ τὸν Θεὸ κάνει τὴν ὁμολογία. Ἀλλ’ ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς μένει μέσα στὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὴν ὑπὲρ αὐτοῦ ὁμολογία. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ «ἐν ἐμοὶ» καὶ «ἐν αὐτῷ» φανερώνει τὴν ἀδιάσπαστη συνάφεια, ἕνωση τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ὁμολογοῦντας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπομακρύνθηκε ὁ ἀρνούμενος.
Τὴν ὁμολογία αὐτὴ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ὁ Κύριος ὄχι γιατί Αὐτὸς τὴν ἔχει ἀνάγκη, ἀλλὰ διότι μὲ αὐτὴν ὁ Χριστιανὸς σώζεται καὶ πνευματικὰ τελειοποιεῖται, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸς ποὺ ὁμολογεῖ τὸν Χριστὸ ἐκφράζει τὴν εἰλικρινή ἀγάπη καὶ πίστη του πρὸς τὸν Θεό. Ἀγάπη χωρὶς ἐπιφύλαξη, χωρὶς κρατούμενα. Ἀγάπη ποὺ τὰ δίδει ὅλα, καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή.
Ἡ στιγμὴ τῆς ὁμολογίας καὶ θυσίας τῶν ἁγίων Μαρτύρων εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεὸ κορυφώνονται. Γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Μάρτυρας νὰ φθάσει σ’ αὐτὸ τὸ κορυφαῖο καὶ ὕψιστο σημεῖο τῆς πνευματικῆς του πορείας, πρέπει νὰ ἔχει ξεπεράσει τὸν ἐγωισμό, τὴν αὐτάρκεια, τὴν φιλαυτία, τὴν φιλοσαρκία. Πρέπει νὰ εἶναι γεμάτος ταπείνωση, ἐλπίδα στὸν Θεὸ καὶ τὶς ὑποσχέσεις Του, θεῖο ἔρωτα. Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης: «Πῶς δὲν εἶναι πρέπον νὰ εὐχαριστῆ τινὰς τὸν Θεὸν βλέποντας ὑποκάτω εἰς τὸν σκληρὸν ζυγὸν καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν νῦν κρατούντων τόσους ἀθλητάς, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ φυλάξουν τὴν ἐλευθερίαν καὶ εὐγένειαν τῆς Χριστιανικῆς ἡμῶν πίστεως, κατεφρόνησαν πλοῦτον, δόξαν, ἡδονάς καὶ κάθε ἄλλην σωματικὴν ἀπόλαυσιν, καὶ παρέδωκαν προθύμως τὸν ἑαυτὸν τους εἰς θάνατον; Πῶς δὲν εἶναι ἄξιον νὰ δοξάζη ὁ καθεὶς τὸν Θεόν, βλέποντας τὸν φόβον τῆς μελλούσης κρίσεως νὰ προχωρήση τόσον εἰς τούτους τοὺς γενναίους Μάρτυρας; τὸν πόθον τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν νὰ ὑπερνικήση εἰς αὐτούς; τὴν πίστιν νὰ στερεωθῆ τόσον εἰς τὴν ψυχήν τους; τὴν ἐλπίδα νὰ αὐξηνθῆ εἰς τὴν φαντασίαν τους; καὶ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης νὰ ἀνάψη εἰς τὰς καρδίας τους τόσον πολλά, ὥστε ὁπού νὰ τρέχουν οἱ μακάριοι εἰς τὸ μαρτύριον, ὡσὰν τὰ πρόβατα εἰς τὴν σφαγήν; Καὶ νὰ λογιάζουν τὰ βάσανα ὡς ξεφαντώματα; τὰς φυλακὰς ὡς παλάτια; τὰ δεσμὰ ὡς χρυσὰ στολίδια; τὰς ἀτιμίας διὰ τιμάς; τὰς θλίψεις διὰ ἀναπαύσεις; τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ὡς δροσισμὸν καὶ ἀνάψυξιν; τὰ μαχαίρια διὰ παιχνίδια; καὶ τελευταῖον, τὸν σκληρότατον θάνατον διὰ ζωὴν αἰώνιον;».
Ἡ μαρτυρικὴ ὁμολογία καὶ ὁ θάνατος ἀποδεικνύουν τὴν ἐν Χριστῷ τελειότητα τοῦ Μάρτυρα. Ἡ τελειότητα αὐτὴ ἄλλοτε εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μίας μακράς πορείας καὶ ἀγῶνος γιὰ τὴν αὔξηση τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Χριστό. Ἄλλοτε πάλι εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα μίας στιγμιαίας μεταστροφῆς καὶ πλήρους ἀναθέσεως τῆς ζωῆς τοῦ Μάρτυρα πρὸς τὸν Θεό. Ὑπάρχουν πολλοὶ Μάρτυρες, ποὺ σὲ λίγα λεπτά, παρακινούμενοι ἀπὸ τοὺς ἡρωικοὺς θανάτους ἄλλων ἁγίων Μαρτύρων, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, ἐνῶ ἦσαν ἀκόμη εἰδωλολάτρες καὶ ἀβάπτιστοι, καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ βασανιστικοὺς θανάτους, βαπτισθέντες στὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα.
Τὴν ὁμολογία μας ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Κύριος καὶ ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας. Ὁ Κύριος ἔπαθε καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές του. Ὁ Χριστιανὸς Μάρτυρας ὁμολογεῖ καὶ πάσχει, γιὰ νὰ βοηθήσει καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν βασανίζουν καὶ θανατώνουν, ὥστε νὰ γνωρίσουν τὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἔτσι νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο· νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας καὶ νὰ ἔλθουν στὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ γεμάτοι ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἔδιδε στοὺς ἁγίους Μάρτυρας τὴν παρρησία καὶ τὴν ἀφοβία, διότι «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α΄ Ἰωάν. Δ΄ 17). Αὐτὴν τὴν παρρησία βλέπουμε στὸν γενναῖο στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο καί στὸν μαθητὴ του Μάρτυρα Νέστορα καὶ σὲ ὅλους τούς θαυμαστοὺς καὶ παλαιοὺς Μάρτυρες. Ἡ πόλη τῆς Θεσσαλονίκης προσέφερε στὸν Θεὸ πολλοὺς γενναίους Μάρτυρες, ὅπως τὸν ἀπόστολο Ἀρίσταρχο, τὴν ἁγία Ἐλικωνίδα, τὸν ἅγιο Δομνίνο, τὴν ἁγία Ἀνυσία, τὴν ἁγία Ματρώνα, τὴν μαρτυρικὴ τριάδα Αὖκτο, Ταυρίωνα καὶ Θεσσαλονίκη, τὴν ἁγία Θεοδότη μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία, τὸν Μάρτυρα Ἀλέξανδρο τὸν Θεσσαλονικέα, τὴν μαρτυρικὴ δυάδα Θεόδουλο καὶ Ἀγαθόποδα, καὶ τόσους ἄλλους. Ὅλων αὐτῶν προΐσταται ὁ Μεγαλομάρτυρας Δημήτριος. Χορὸς ἁγίων Θεσσαλονικέων Μαρτύρων μὲ κορυφαῖο τὸν μυροβλύτη Δημήτριο ψάλλει στὸ Ἐσφαγμένον Ἀρνίον «ἆσμα καινὸν ἐν ἐκκλησία ὁσίων, νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων» (Ψαλμ. 148, 12 καὶ 149, 1).