Ἐπὶ γῆς εἰρήνη.
Βασιλείου Π. Στογιάννου
Ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δίνει κάθε χρόνο τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν δημοσίευση ἄρθρων στὸν ἡμερήσιο καὶ περιοδικὸ τύπο, ποὺ ἀναφέρονται σὲ κάποια πτυχὴ τοῦ γεγονότος… Οἱ θεολογοῦντες ἀρθρογράφοι ἀντιλαμβάνονται τὴν ἑορτή συνήθως μονοδιάστατα: εἰρήνη εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ γαλήνη τοῦ χριστιανοῦ, ἡ διατήρηση τῆς ψυχικῆς του ἠρεμίας μέσα στὴν τρικυμία τοῦ βίου. Ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ γαλήνη ἀπηχεῖ μία καθαρὴ συνείδηση, ποὺ μὲ τὴ σειρὰ της ἀντικατοπτρίζει μία στενὴ πνευματικὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη, λοιπόν, τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, ποὺ παραμένει ἑδραῖος στοὺς κλυδωνισμοὺς τοῦ βίου χάρη στὴν πνευματικότητά του, εἶναι ἡ εἰρήνη ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Ὅσο καὶ ἂν ἀνταποκρίνεται ὅμως στὴν τάση τῆς ἐποχῆς καὶ στὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρεῖ κάποιο στήριγμα μέσα του, ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς τοῦ ἔξω κόσμου, κι ὅσο κι ἂν διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν πνευματικότητά του σὲ μίαν ἐποχὴ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ, ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου στὸ σύνολό του. Ἑλκυστικὴ ἀνθρωπολογικὰ, εἶναι θεολογικὰ ἀστήρικτη καὶ ἐπικίνδυνη.
Στὸν ἀγγελικὸ ὕμνο ἡ εἰρήνη συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὰ προηγούμενα καὶ τὰ ἑπόμενα. Εἶναι μία κατάσταση ποὺ δίνει τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴ «δόξα ἐν ὑψίστοις» καὶ ἀποτελεῖ τὴ φανέρωση τῆς «εὐδοκίας ἐν ἀνθρώποις».
«Δόξα» εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ἄκτιστη ἐνέργειά Του ποὺ δείχνει στὸν ἄνθρωπο τὴν παρουσία τοῦ Δημιουργοῦ μέσα στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία. Ἡ δόξα συνδέεται πάντα μὲ τὴν θεοφάνεια, τὴν θεοπτία τὴν ὥρα ποὺ ἀνοίγει ἕνα παραθύρι τοῦ οὐρανοῦ γιὰ νὰ φωτιστεῖ ὁ κόσμος ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα ποὺ προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο: δοξολογικὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ καὶ διακήρυξη τῆς κυριότητός Του.
Ἡ θεοφάνεια εἶναι στὴν περίπτωσή μας ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου, «ἡ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Αὐτὴ προκαλεῖ τὴ δοξολογία τῶν ἀγγέλων, ποὺ σύντομα ἐπεκτείνεται στοὺς ποιμένες καὶ στοὺς ὑπόλοιπους μάρτυρες τῆς Γεννήσεως. Εἰρήνη εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ γεννήθηκε, γι’ αὐτὸ καὶ δοξάζεται ὁ Θεὸς στὰ οὐράνια.
Ὁ ἴδιος στενὸς σύνδεσμος ὑπάρχει καὶ μὲ τὴν «εὐδοκία». Εὐδοκία εἶναι ἡ εὔνοια, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ φιλανθρωπία Του. Εἶναι μία πράξη χάριτος, ποὺ δὲν περιορίζεται σὲ ἐπαγγελίες οὔτε ἐκδηλώνεται μὲ λόγια, ἀλλὰ ἐνσαρκώνεται, γίνεται ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται «ἐν δούλου μορφή». Εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ Χριστός, ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου.
Στὴν ὅλη συνάφεια τοῦ ὕμνου, λοιπόν, εἰρήνη εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ἐνσάρκωση τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ καὶ αἰτία γιὰ τὴν οὐράνια καὶ ἐπίγεια δοξολογία Του. Φέρνει τὴν εἰρήνη στὴ γῆ, γιατί ἀποκαθιστᾶ τὴ σωστὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο ἀπαλλάσσοντας τὸ γένος μας ἀπὸ τὴν πολλαπλὴ δουλεία στὴ φθορά, τὸ θάνατο, τὴν ἁμαρτία, τὸ διάβολο. Εἰρήνη εἶναι ἡ καταλλαγὴ πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὸ ὅλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ τὴν εἰρήνη ἐνσαρκώνει στὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα ἡ Ἐκκλησία καὶ τὴν γεύονται οἱ πιστοὶ μὲ τὴν μετοχή τους στὸ ἀπολυτρωτικό της ἔργο. Εἰρήνη εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ ἐμπειρία ἀπὸ τὴν ἕνωση μαζί Του ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὰ σωστὴ καὶ θεμελιωμένη στὸ ἴδιο τὸ κείμενο τοῦ ὕμνου ἄποψη τῶν περισσοτέρων θεολόγων· κι αὐτή προβάλλεται στὰ θρησκευτικὰ ἔντυπα καὶ καμιὰ φορά καὶ στὸν τύπο.
Θὰ ἦταν ἄσκοπο ν’ ἀμφισβητήσει κανεὶς τὴν θεολογικὴ ὀρθότητα τῆς ἀπόψεως αὐτῆς, γιατί ἁπλούστατα εἶναι ὀρθή. Θὰ ἦταν ὅμως τὸ λιγότερο ὑπερβολικὸ νὰ ἰσχυρισθοῦμε πὼς δὲν ἀφήνει ἕνα κενὸ στὸν κοινὸ ἀναγνώστη, ποὺ δέχεται μὲν τὴν ἄποψη ἀλλά θέλει καὶ μία ἀπάντηση στὸ πόθο του γιὰ ἐπίγεια εἰρήνη. Στὰ μάτια του φαίνεται μονοδιάστατη κάπως αὐτὴ ἡ θεολογικὰ ἄμεμπτη ἄποψη.
Καταπιεζόμενος ἀπὸ τὴν καθημερινὴ κλαγγὴ τῶν ὅπλων, μὲ πολλὰ κενὰ καὶ ἐρωτήματα στὴ θρησκευτική του συνείδηση λόγω τῆς ἐκκοσμικεύσεως, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς ἡ Ἐκκλησία κινδυνεύει νὰ γίνει «κλειστὴ κοινότητα», ζητεῖ ἐναγώνια ἕνα στήριγμα τῶν ἐλπίδων του γιὰ ἕνα καλύτερο κόσμο. Ἡ θεολογικὴ ἄποψη, ὅπως διατυπώθηκε, δὲν δίνει λύση στὴν ἐπιθυμία γιὰ ἕνα κόσμο χωρὶς πολέμους. Καὶ ἡ ἀπάντηση «ὅταν ὅλοι δεχθοῦν τὴν εἰρήνη ὡς καταλλαγὴ μὲ τὸν Θεό, τότε θὰ εἰρηνεύσει ἡ γῆ μας», εἶναι κι αὐτὴ σωστή, ἀλλὰ φαίνεται μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τοῦ κοινοῦ ἄνθρωπου.
Μία λύση φαίνεται νὰ δίνει ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν προσπάθεια γιὰ τὴν εἰρήνευση τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ ὅλους ὅσους ἀγωνίζονται γι’ αὐτό. Τόσο στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο ὅσο καὶ στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως ἡ λύση αὐτὴ τείνει νὰ γενικευθεῖ τελευταία. Συνέδρια εἰρήνης μὲ συμμετοχὴ ἐκπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν, ἐκκλήσεις στοὺς ἰσχυρούς τῆς γῆς, συζητήσεις σὲ συνόδους καὶ διασκέψεις δὲν εἶναι σπάνιες εἰδήσεις στὶς μέρες μας.
Ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης στὴ γῆ εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία μία διέξοδος ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῆς «κλειστῆς κοινότητος», στὸν ὁποῖο κινδυνεύει νὰ ἀποκλεισθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ὅμως ὁ κίνδυνος νὰ βρεθοῦμε μπροστὰ σὲ ἕνα νέο ἀκτιβισμό, ποὺ τελικὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτείνει τὴν ἐκκοσμίκευση. Ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νὰ κατανοήσουμε τὴν εἰρήνη στὴν ἐνδοκοσμικὴ μόνο διάστασή της, ὅπως τώρα τὴν ἀντιμετωπίζουμε σχεδὸν μόνον ὑπερβατικά. Ὅσο, λοιπόν, κι ἂν εἶναι γνήσια χριστιανικὴ μαρτυρία ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, θεολογικὰ ἀφήνει ἕνα κενό, ἂν δὲν συνδέεται ὀργανικὰ μὲ τὴ θεολογία τῆς Ἐνσαρκώσεως.
Σὲ ἔσχατη ἀνάλυση «ἐπὶ γῆς εἰρήνη» παραμένει ὁ Χριστὸς ὡς καταλλαγὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ ἀπαρχὴ τοῦ νέου κόσμου. Ἡ Ἐνσάρκωση εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀνακτήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ τὴν ἀπαρχὴ ἔχουμε λάβει ὡς ἀρραβώνα μὲ τὴ μυστηριακὴ ἔνταξη καὶ παραμονή μας στὴν Ἐκκλησία. Μ’ ἄλλα λόγια ἔχουμε ὅλοι ὡς πιστοὶ μέσα μας –καὶ πάντα ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας– τὴν εἰρήνη. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἐνσαρκώνουμε τὴν εἰρήνη στὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα. Καὶ φυσικὰ πρέπει νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ ὑλοποιήσουμε στὴν καθημερινὴ πράξη τὴν εἰρήνη ὡς καταλλαγὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
Θὰ ἦταν ὅμως τουλάχιστον ἀνεδαφικὸ νὰ ὑπερτιμήσουμε τὴν ἔννοια τοῦ ἀρραβώνα καὶ τὶς δυνατότητές μας. Ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «νῦν ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ τὰ πράγματα ἔστηκεν ἔτι μετέωρα». Θὰ ἦταν τυφλὸς ὅποιος παρασυρόμενος ἀπὸ ἐνθουσιασμό, ὑποστήριζε τὸ ἀντίθετο, ὑποστηρίζοντας μία ἄγνωστη στὴν ὀρθόδοξη παράδοση παροῦσα ἐσχατολογία. Τὸ ἴδιο βέβαια ἀνορθόδοξη καὶ τυφλὴ θὰ ἦταν καὶ μία ἐσχατολογία ποὺ θὰ ξεχνοῦσε τὴν πραγματικότητα τῆς ἐν Χριστῷ ἀπαρχῆς καὶ τὸν ἀρραβώνα τῆς πίστεως.
Ἡ σωστὴ τοποθέτηση τοῦ ὅλου θέματος συνδέεται ἄμεσα, λοιπόν, μὲ τὴν ἐσχατολογία μας. Μὲ τὴν διατήρηση τοῦ προφητικοῦ ὁράματος γιὰ τὴν παγκόσμια εἰρήνη στοὺς ἔσχατους καιρούς. Μὲ τὴν ἐλπίδα γιὰ τὸν ἐρχομό της καὶ τὴν προσευχὴ γι’ αὐτό. Μὲ τὸν καθημερινὸ ἀγώνα γιὰ τὴν ἀλλαγὴ θεσμῶν καὶ ἀνθρώπων· καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα μὲ τὸν εὐαγγελισμὸ τοῦ κόσμου. Χωρὶς ἀπώλεια τοῦ μέλλοντος καὶ πάνω στὴ βάση τῆς ἐν Χριστῷ ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα στὸ παλαιὸ καὶ τὸ νέο αἰώνα, ὁ Χριστὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου εἶναι γιὰ τὸ χριστιανὸ ἡ ἀφετηρία γιὰ ἀγῶνες ποὺ ἀποσκοποῦν στὴν εἰρήνευση τῆς γῆς, στὴ καταλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξύ τους· καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς σκοπὸς στὴν δοξολογικὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἑρμηνευτικὰ Μελετήματα»
Ἔκδ. Π. Πουρναρά.