Τί σήμανε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ;
Στέργιου Ν. Σάκκου
Τί σήμανε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τί σημαίνει γιὰ τὸν καθένα ποὺ πιστεύει καὶ ἀναγεννιέται μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, τὸ περιγράφει καίρια καὶ δυνατὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν περικοπὴ ποὺ διαβάζει ἡ Ἐκκλησία μας ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα (Γαλ. 4, 4-7). Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἔζησε τὴ σκλαβιὰ τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου, ποὺ εἶδε καὶ γνώρισε τὴ φρίκη τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ ποὺ γεύθηκε καὶ ἀπήλαυσε τὴ χάρη τῆς λυτρώσεως, καταθέτει θεόπνευστα τὴν ἐμπειρία του καὶ καλεῖ τοὺς χριστιανοὺς ὅλων τῶν αἰώνων –καὶ τοῦ δικοῦ μας– νὰ δοξάσουν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν εὐδοκία του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐπισκεφθεῖ ὡς σωτήρας τὴ γῆ μας. Ὅσοι ἀκόμη δὲν μέθυσαν ἀπὸ τὸ κρασὶ τῆς ὕβρεως καὶ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, ὅσοι δὲν λατρεύουν τὸ αἶσχος στὸ ναὸ τῆς ἀναισχυντίας, ὅσοι μέσα στὴ δίνη τῆς ἐποχῆς μας μποροῦν νὰ ἐλέγχουν τὴν ἀναζήτηση τῆς σκέψεώς τους καὶ τὴν ἀνησυχία τῆς καρδιᾶς τους, θὰ βροῦν μέσα σ’ αὐτὴ τὴ περικοπὴ ἀνάπαυση καὶ θὰ γιορτάσουν ἀληθινὰ καὶ φέτος τὰ Χριστούγεννα.
Καὶ πρῶτα – πρῶτα, ὁ χρόνος ποὺ διάλεξε γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Κύριος, ὁ χρόνος ποὺ χώρισε τὴν ἱστορία στὰ δυὸ καὶ σήμανε τὸ χρόνο «μηδὲν» γιὰ τὸν κόσμο –ἐκεῖ ὅλα τελείωναν κι ἐκεῖ ὅλα ἄρχιζαν– δὲν ἦταν τυχαῖος. Ὁ Ἀπόστολος τὸν ὀνομάζει τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ ἐννοεῖ μ’ αὐτὸ τὸν κατάλληλο καιρό, ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν ἕτοιμη νὰ δεχθεῖ στὰ ἄδεια χέρια της τὸ δῶρο τοῦ οὐρανοῦ. Πράγματι, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὰν φυτώριο αἰῶνες τώρα καλλιεργοῦνταν μὲ τὸ νόμο καὶ τὸ θέλημά του, εἶχε φθάσει στὴν ἀκμὴ τῆς ἀποδόσεώς του, μὲ τὴν ὕπαρξη τῆς παρθένου Μαρίας. Στὸ πρόσωπο αὐτῆς τῆς ἅγιας Κόρης κατέληγαν καὶ δικαιώνονταν ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ Θεοῦ νὰ κρατήσει καθαρὴ μία φυλή, νὰ τὴν ἐξευγενίσει καὶ νὰ βγάλει ἀπ’ αὐτὴ τὸ ἐκλεκτότερο ἀπόσταγμα, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μας. Τὴν ὥρα ποὺ ἡ Παρθένος ἦταν ἕτοιμη νὰ ὑπακούσει στὸν ἄγγελο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ δώσει ἐκείνη τὴν ἀπάντηση, «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ 1, 38), ὁ δείκτης τοῦ χρόνου ἔφθανε στὸ πλήρωμά του καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σκήνωνε μέσα στὰ σπλάγχνα της.
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς ἁμαρτίας, ὁ κόσμος εἶχε φθάσει στὸ ναδίρ. Ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὸ 1ο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς, ὁ ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸ εἶχε καταντήσει στὸ ἔσχατο σημεῖο διαφθορᾶς, στὰ παρὰ φύσιν πάθη, καὶ ἀτίμαζε χωρὶς συναίσθηση τὸν ἑαυτό του. Ἀπὸ ἱστορικούς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνουν τὰ εὑρήματα τῆς ἀρχαίας Πομπηίας, καθὼς διατηρήθηκαν ὁλοζώντανα μέσα στὴ λάβα τοῦ Βεζούβιου, δὲν μένει ἀμφιβολία ὅτι τὸ ἀπόστημα τῆς ἀνομίας εἶχε ὡριμάσει καὶ ἦταν πιὰ ἕτοιμο νὰ σπάσει. Ἡ ἀνθρωπότητα δὲν ἄντεχε ἄλλο. Οἱ λαοὶ ἀντάλλαξαν τοὺς θεούς τους καὶ τὶς θεές τους, ὅπως τὰ προϊόντα τους, ἀνακάτευαν τὶς θρησκεῖες τους γεμάτοι ἀγωνία, χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἕνα πέπλο μελαγχολίας καὶ ἀπελπισίας τύλιγε τὰ πάντα· διατυπώνονταν στὰ κείμενά τους καὶ ἀποτυπωνόταν στὰ ἀγάλματά τους. Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ἐκείνη, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦσαν τὸν Θεὸ καὶ δὲν τὸν ἔβρισκαν, ἀναζητοῦσαν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔβρισκαν, τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ οἱ ἄνθρωποι βρῆκαν ἐπὶ τέλους καὶ ἄνθρωπο καὶ Θεό, τὸν θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό.
Ὅτι αὐτὸς ποὺ ἦλθε στὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἦταν ὁ Ἴδιος ὁ Θεός μας τὸ δηλώνει ὁ Ἀπόστολος μὲ ἕνα ἐκφραστικὸ ρῆμα- «ἐξαπέστειλεν», λέει, «ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ». Δὲν τὸν ἀπέστειλε ἁπλῶς, ἀλλά τὸν ἐξαπέστειλε, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Υἱὸς ὑπῆρχε πρὶν γίνει ἄνθρωπος καὶ μάλιστα ὑπῆρχε μέσα στὸν Θεό, ὄντας Θεὸς ὁ Ἴδιος, ἀπὸ ὅπου μὲ τὴ θέλησή του ἦλθε ἀνάμεσά μας.
Καὶ πῶς ἦλθε; «Γενόμενος ἐκ γυναικός, γενόμενος ὑπὸ νόμον». Δύο ὁριακοὺς βαθμοὺς ταπεινώσεως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· πρῶτον, γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα, πῆρε σάρκα καὶ ὀστᾶ κι ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, καὶ δεύτερον, ὑπάκουσε στὸ νόμο, συμμορφώθηκε ὡς ἰουδαῖος μὲ τὶς διατάξεις του κι ἔγινε ὁ Κύριος δοῦλος.
Ἀπ’ αὐτὲς τὶς δύο ταπεινώσεις τοῦ Θεοῦ μας, σὰν ἀπὸ δύο πηγὲς ἀναβλύζουν γιὰ μᾶς δύο σπουδαῖες εὐλογίες τῆς ἐνσαρκώσεώς του. Ἡ μία, ὅτι ὑποτάχθηκε στὸ νόμο γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσει ἀπ’ αὐτὸν καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις του καὶ τὴν κατάρα του· ἡ ἄλλη, ὅτι ἔγινε αὐτὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς υἱοθετήσει καὶ νὰ μᾶς κάνει κατὰ χάριν θεούς. Νά, ποιὰ εἶναι ἡ μεγάλη σημασία τῶν Χριστουγέννων· τὴ βαθειὰ ἐπιθυμία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου νὰ γίνει θεός, τὴ θεϊκὴ ἐπαγγελία πρὸς τὸν Ἀβραὰμ ὅτι μὲ τὸ σπέρμα του θὰ ἐνευλογηθοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, τὴν ἐκπληρώνει στὸ ἀκέραιο ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ· γινόμαστε υἱoὶ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεὸς φορᾶ τὴ σάρκα μας καὶ μᾶς κάνει παιδιά του.
Δὲν θὰ μπορούσαμε ποτὲ νὰ ἔχουμε τὸν Θεὸ Πατέρα, ἂν δὲν γινόμασταν πρῶτα παιδιά του. Κι ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸ μονάκριβο παιδί του, γιὰ νὰ γίνει ἡ ζύμη τῆς υἱοθεσίας μας, νὰ ἑνωθοῦμε μαζί του καὶ νὰ τοῦ μοιάσουμε. Καὶ ὁ μὲν Ἰησοῦς Χριστὸς παραμένει τὸ μοναδικὸ φυσικὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι αὐτὸς μόνο ἔχει τὴ φύση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ στὸ κόσμο, ἀπὸ δοῦλοι γίναμε ἐλεύθεροι, ἀπὸ ξένοι ἢ ἀλλότριοι τοῦ Θεοῦ γίναμε δικοί του, μποροῦμε νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ εἴμαστε συγκληρονόμοι μὲ τὸν Χριστό.
Ἀλλὰ ἡ υἱοθεσία εἶναι ἕνα ἀγαθὸ πού, ἐνῶ δίνεται σ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, δὲν τὸ ἀπολαμβάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἕνα γεγονὸς τῆς ἱστορίας, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ μείνει ξένο γιά μᾶς, ἂν δὲν τὸ κάνουμε γεγονὸς τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός, μᾶς λέει ὁ Παῦλος, «ἐξαπέστειλε τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ». Ὅπως ὁ Θεὸς Πατέρας ἐξαπέστειλε τὴ μία φορὰ τὸ δεύτερο ἑαυτό του, τὸν Υἱό, ἔτσι ἐξαπέστειλε τὴν ἄλλη φορά καὶ τὸν τρίτο ἑαυτό του, τὸ Πνεῦμα. Αὐτὸ μᾶς βοηθᾶ νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὴ χάρη τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ νιώσουμε υἱοὶ Θεοῦ, νὰ κάνουμε τὸ δικαίωμα τῆς υἱοθεσίας πράξη στὴ ζωή μας, τὴ δυνατότητα πραγματικότητα. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ὁ τρίτος της Τριάδος, ὁ Παράκλητος ὁ ἀγαθός, ὁ καλλιεργητὴς τῶν ψυχῶν μας, ἀναλαμβάνει προσωπικὰ νὰ μᾶς φέρει κοντὰ στὸν Θεό, νὰ μιλήσει στὴν καρδιά μας γι’ αὐτόν, καὶ μᾶς κινεῖ ὄχι ἁπλῶς νὰ ὀνομάζουμε, ἀλλὰ νὰ κράζουμε τὸν Θεὸ μὲ τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ πατέρα.
Μὲ δυό, λοιπόν, τρόπους γίνεται ἡ υἱοθεσία. Ὁ ἕνας εἶναι ὅτι, ντυθήκαμε τὸν Χριστό, ὁ ἄλλος ὅτι τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας. Ἕνας παλιὸς ἑρμηνευτὴς ἑρμηνεύοντας αὐτὴ τὴν περικοπὴ ἀναφωνεῖ· «Κοίτα πῶς τονίζεται ἡ ἁγία Τριάδα! Ὁ Πατέρας ἔστειλε, ὁ Υἱὸς σαρκώθηκε καὶ τὸ Πνεῦμα συνεργάσθηκε· αὐτὸ μπῆκε καὶ στὶς καρδιές μας καὶ διδάσκει νὰ λέμε· ἀββᾶ, ὁ πατήρ!. Εἴτε Ἰουδαῖος εἶσαι εἴτε εἰδωλολάτρης, μὲ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ μπορεῖς πλέον νὰ γίνεις υἱὸς τοῦ Θεοῦ, κληρονόμος τῆς βασιλείας του, ἀγαπημένο τοῦ παιδί».
Ἁπό τό βιβλίο: «Ὁ Θεὸς στὴ γῆ μας»,
ἔκδ. Ο.Χ.Α. Ἀπολύτρωσις. Θεσσαλονίκη 2005