Ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης
Χρήστου Κ. Καρακόλη
Σὲ διάφορα σημεῖα τῆς Καινῆς Διαθήκης συναντοῦμε τὸ ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη. Πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο ἢ γιὰ διαφορετικὰ μεταξύ τους πρόσωπα;
Ὑπάρχουν στὴ καινὴ Διαθήκη τρία πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἔφεραν τὸ ὄνομα «Ἡρώδης»: ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας, ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας καὶ ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας. Ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὸν πρῶτο καὶ ἱστορικὰ σημαντικότερο ἀπὸ τοὺς τρεῖς καὶ ἂς δοῦμε κατ’ ἀρχὰς ποιὲς ἱστορικὲς πληροφορίες διαθέτουμε σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο αὐτό.
Ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας ἦταν γιὸς τοῦ Ἰδουμαίου ἄρχοντα Ἀντιπάτρου ἢ Ἀντίπα, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία σημάδευσε τὴ δύση τῆς δυναστείας τῶν Ἀσμοναίων. Ποιοὶ ἦταν οἱ Ἀσμοναΐοι; Οἱ ἀπόγονοι τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν Μακκαβαίων, ποὺ ἐξεγέρθηκαν τὸ 165 π.Χ. ἐναντίον τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῆς Συρίας μὲ στόχο τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Αὐτοὶ ἵδρυσαν μία δυναστεία, βασιλικὴ καὶ ἱερατική, ποὺ διήρκεσε περίπου ἑκατὸ χρόνια καὶ καταλύθηκε ἀπὸ τὸν Πομπήιο, τὸν περίφημο Ρωμαῖο στρατηγὸ ποὺ κυρίευσε τὸ βασίλειο τῆς Συρίας, στὸ ὁποῖο ὑπαγόταν καὶ ἡ Παλαιστίνη, καὶ κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 63 π.Χ.
Ὁ Ἀντιπατρὸς ἀναμίχθηκε στὶς ἐσωτερικὲς διαμάχες τῶν Ἀσμοναίων γιὰ τὴν ἐξουσία πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Πομπηίου. Τελικὰ ἔγινε ἀπὸ τὸν Καίσαρα Ρωμαῖος πολίτης καὶ διορίσθηκε ἐπίτροπος τῆς Ἰουδαίας. Στὴ συνέχεια τοποθέτησε τοὺς δύο γιούς του, τὸν Φασαὴλ καὶ τὸν Ἡρώδη, ὡς στρατηγοὺς τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς Γαλιλαίας ἀντίστοιχα.
Ὅταν οἱ Πάρθοι τὸ 40 π.Χ. εἰσβάλλουν στὴν Παλαιστίνη, ὁ Φασαὴλ αἰχμαλωτίζεται καὶ θανατώνεται, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης διαφεύγει στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ πετυχαίνει νὰ ἀποσπάσει ἀπόφαση τῆς Συγκλήτου, μὲ τὴν ὁποία ἀνακηρύσσεται βασιλιὰς τῆς Ἰουδαίας, καὶ τίθεται ἐπικεφαλῆς στρατεύματος μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκει καὶ κατορθώνει τελικὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τοὺς Παρθους καὶ τὴν ἐνθρόνισή του ὡς βασιλέως τὸ 37 π.Χ.
Ὁ Ἡρώδης ἦταν ὡς ἡγέτης ἰκανότατος, μὲ σπάνια χαρίσματα καὶ διακρινόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὴ διπλωματική του εὐστροφία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά του. Ἦταν σκληρότατος ὄχι μόνο μὲ τοὺς ἀποδεδειγμένους ἐχθρούς του, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μὲ φίλους ἢ στενοὺς συγγενεῖς του. Ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ φονεύσει τὴν πεθερά του, τὴ γυναίκα του, ἀλλὰ καὶ τρεῖς γιούς του. Ὑπῆρξε δραστήριος ἡγεμόνας μὲ ποικίλο ἔργο, στὸ ὁποῖο ἀνήκει καὶ ἡ ἀνακαίνιση καὶ ἐπέκταση τοῦ ναοῦ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὡστόσο μισήθηκε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ λαό, ἀφοῦ δὲν δίστασε νὰ πνίξει στὸ αἷμα ὁποιαδήποτε ἐξέγερση ἢ ἀντίσταση ποὺ ἔγινε ἐναντίον του. Τελικὰ πέθανε τὸ 4 π.Χ. μέσα σὲ φρικτοὺς πόνους ἀπὸ κάποια ἀνίατη ἀσθένεια.
Ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια μαθαίνουμε ὅτι ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας βρισκόταν ἀκόμη στὴ ζωή, ὅταν γεννήθηκε ὁ Κύριος. Ἡ πληροφορία αὐτὴ στηρίζει τὴν ἐπικρατοῦσα σήμερα ἄποψη τῶν εἰδικῶν ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ πρὶν ἀπὸ τὸ ἔτος, τὸ ὁποῖο ὁ μοναχὸς Διονύσιος ὁ Μικρὸς ὅρισε ὡς ἔτος γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία τῆς χριστιανικῆς χρονολογήσεως. Ὁ Ἡρώδης διέταξε τοὺς μάγους νὰ τοῦ γνωστοποιήσουν τὴν ταυτότητα τοῦ γεννηθέντος βασιλέως, ἔχοντας στὴν πραγματικότητα σκοπὸ νὰ τὸν φονεύσει, ἀλλὰ οἱ μάγοι κατὰ θεία φώτιση τὸν ἀπέφυγαν ἀκολουθώντας ἄλλη διαδρομὴ γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν πατρίδα τους.
Ὁ Ἰωσὴφ ἐξάλλου, μὲ προτροπὴ ἑνὸς ἀγγέλου, ὁδήγησε τὴν Παναγία καὶ τὸ θεῖο Βρέφος, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἡρώδη, στὴν Αἴγυπτο. Ἀμέσως μετὰ ὁ Ἡρώδης φόνευσε ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της ἀπὸ δύο ἐτῶν καὶ κάτω. Ὁ Ἰωσὴφ πάλι, φοβούμενος τὸν Ἡρώδη, περίμενε νὰ πληροφορηθεῖ τὸ θάνατό του, γιὰ νὰ πάρει τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὴν Παλαιστίνη. Ἀκόμη καὶ τότε ὅμως ἀπέφυγε, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, τὴν Ἰουδαία, τὴν ὁποία διοικοῦσε στὴ θέση τοῦ πατέρα τοῦ ὁ Ἀρχέλαος, καὶ ἔτσι κατέληξε στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἡρώδη τὸ βασίλειό του μοιράστηκε σὲ μία ἐθναρχία καὶ δύο τετραρχίες, ποὺ δόθηκαν σὲ τρεῖς ἀπὸ τοὺς γιούς του. Ἐθνάρχης Ἰουδαίας, Ἰδουμαίας καὶ Σαμάρειας ὀνομάσθηκε ὁ Ἀρχέλαος, τετράρχης Γαλιλαίας καὶ Περαίας ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας καὶ τετράρχης Γαυλωνίτιδας, Τραχωνίτιδας, Βαταναίας, Πανειάδας καὶ Ἰτουρίας ὁ Φίλιππος.
Ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Καινὴ Διαθήκη ἁπλῶς ὡς Ἡρώδης, κληρονόμησε τόσο τὰ διοικητικὰ χαρίσματα, ὅσο καὶ τὴ σκληρότητα τοῦ πατέρα του. Ἦταν διπλωματικότατος μὲ Ρωμαίους καὶ Ἰουδαίους προσπαθώντας πάντοτε νὰ διατηρεῖ τὶς ἰσορροπίες καὶ βέβαια τὸ ἀξίωμά του. Στὴν ἰδιωτική του ζωὴ ὡστόσο δημιούργησε σκάνδαλα, ἀφοῦ νυμφεύθηκε τὴν Ἡρωδιάδα, τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, πράγμα ποὺ ρητῶς ἀπαγορευόταν ἀπὸ τὸ μωσαϊκὸ νόμο ὡς αἱμομιξία (σημειωτέον ὅτι ὁ γάμος κάποιου Ἰουδαίου μὲ τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του ἐπιτρεπόταν μόνο, ἐφόσον ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς εἶχε πεθάνει, προτοῦ προλάβει νὰ ἀποκτήσει ἀπογόνους). Ἐξ ἀφορμῆς αὐτῶν τῶν οἰκογενειακῶν σκανδάλων διεξήγαγε πόλεμο μὲ τοὺς Ναβαταίους, τὸν ὁποῖο ἔχασε.
Γενικά, ὑπῆρξε καὶ αὐτὸς δραστήριος, ὅπως ὁ πατέρας του, καὶ σημαντικότερο ἔργο τοῦ θεωρεῖται ἡ ἵδρυση τῆς Τιβεριάδος στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, τὴν ὁποία ὀνόμασε ἔτσι πρὸς τιμὴν τοῦ Καίσαρος Τιβερίου καθιστώντας τὴν πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας του.
Τελικά, ὁ Ἡρώδης Ἀντίπας ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Καλιγούλα μαζὶ μὲ τὴν Ἡρωδιάδα στὸ Λούγδουνο (σημερινὴ Λυών), ὅπου καὶ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή. Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας τὸν τιμώρησε ἔτσι γιὰ τὴ φιλοδοξία του, ἀφοῦ καθ’ ὑπαγόρευση τῆς γυναίκας του, τοῦ εἶχε ζητήσει νὰ λάβει τὸν τίτλο τοῦ βασιλέως.
Ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουμε ἀρκετὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ἡρώδη Ἀντίπα. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τοποθετεῖ ρητῶς τὴ διήγηση γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τοῦ Κυρίου στὴν περίοδο τῆς τετραρχίας τοῦ Ἀντίπα. Ὁ Χριστὸς τὸν χαρακτηρίζει «ἀλώπεκα»(ἀλεποῦ) προφανῶς λόγω τῆς μεγάλης του πονηρίας, ἐνῶ προειδοποιεῖ τοὺς μαθητές του νὰ προσέχουν ἀπὸ τὴ ζύμη τῶν Φαρισαίων καὶ τοῦ Ἡρώδη.
Ὁ Ἡρώδης φαίνεται ἐξάλλου νὰ ἐκτιμᾶ ἰδιαιτέρως τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη. Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ τετράρχης ἀκόμη καὶ μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰωάννη τὸν ἐπισκεπτόταν στὴ φυλακὴ καὶ τὸν ἄκουγε «ἠδέως» (μὲ εὐχαρίστηση), γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἄνδρας δίκαιος καὶ ἅγιος. Τελικὰ ὡστόσο ἀναγκάζεται νὰ τὸν θανατώσει, πραγματοποιώντας τὴν ἐπιθυμία τῆς Ἡρωδιάδος. Ὅταν δὲ ἀκούει γιὰ τὰ θαύματα ποὺ πραγματοποιεῖ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητές του, παρακινούμενος προφανῶς ἀπὸ τύψεις, ἐκφράζει τὴν ἄποψη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι στὴν πραγματικότητα ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος εἶχε ἀποκεφαλίσει καὶ ὁ ὁποῖος ἀνέστη.
Ἐπίσης ὁ Ἡρώδης εἶχε ἐκδηλώσει ζωηρὸ ἐνδιαφέρον νὰ γνωρίσει προσωπικὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ αὐτὴ πραγματοποιεῖται τελικὰ τὸ Πάσχα τοῦ πάθους, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Πιλάτος παραπέμπει τὸν Ἰησοῦ στὴν κρίση τοῦ Ἡρώδη μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του καὶ ἑπομένως ὑπάγεται στὴ δικαιοδοσία του. Μάλιστα ὁ Ἡρώδης κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ἤλπιζε νὰ δεῖ καὶ κάποιο θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὡστόσο ὁ Κύριος ὄχι μόνο δὲν θαυματούργησε, ἀλλὰ οὔτε καν ἀπάντησε στὶς ἐρωτήσεις του, ὅποτε ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ τὸν ἐξευτέλισε, τὸν ἔστειλε πίσω στὸν Πιλάτο. Μὲ ἀφορμὴ τὸ περιστατικὸ αὐτό, σημειώνει ὁ Λουκᾶς, ἀποκαταστάθηκαν οἱ διαταραγμένες σχέσεις τοῦ Πιλάτου μὲ τὸν Ἡρώδη.
Ὁ τρίτος Ἡρώδης ποὺ ἀναφέρεται στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ ἐπονομαζόμενος Ἀγρίππας, ἦταν ἐγγονὸς τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου καὶ κατάφερε νὰ κερδίσει τὴν εὔνοια τοῦ Καλιγούλα καὶ νὰ διαδεχθεῖ ἀρχικὰ τὸν Φίλιππο στὴ δική του τετραρχία, ἐνῶ λίγο ἀργότερα τοῦ δόθηκε καὶ ἡ τετραρχία τοῦ ἐξορισθέντος Ἡρώδη Ἀντίπα, καθὼς καὶ ἡ περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας, τῆς Σαμάρειας καὶ τῆς Ἰδουμαίας. Ἔτσι, γιὰ ἄλλη μία φορὰ μετὰ τὸν Ἡρώδη τὸν Μέγα ἕνας ἄλλος Ἡρώδης εἶχε στὴν ἐπικυριαρχία τοῦ σχεδὸν ὁλόκληρη τὴν Παλαιστίνη. Ὁ Ἀγρίππας ἐθεωρεῖτο εὐσεβὴς Ἰουδαῖος, συγχρόνως ὅμως ἀρεσκόταν στὸ νὰ προβάλλεται καὶ ὡς ἡγεμόνας ἑλληνιστικοῦ τύπου. Μετὰ τὸ θάνατό του ἡ ἐπικράτειά του ὑπήχθη στὴν ἐπαρχία τῆς Συρίας, ἐνῶ στὸ γιὸ τοῦ Ἀγρίππα τὸν δεύτερο δόθηκε ἀργότερα μόνο ἡ περιοχὴ τῆς τετραρχίας τοῦ Φιλίππου.
Ὁ Ἡρώδης Ἀγρίππας, ποὺ ἐπίσης στὴν Καινὴ Διαθήκη ὀνομάζεται ἁπλῶς Ἡρώδης, διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο στὰ πρῶτα βήματα τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς ἀποφασίζει, γιὰ νὰ παράσχει ἐκδούλευση στοὺς Ἰουδαίους, νὰ διώξει ὁρισμένα ἐπιφανῆ μέλη της. Μάλιστα φονεύει τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη καὶ υἱὸ τοῦ Ζεβεδαίου. Ἐν συνέχεια φυλακίζει τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπελευθερώνεται μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς ἀγγέλου, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης πληροφορούμενος τὰ συμβάντα διατάζει νὰ ἐκτελεσθοῦν οἱ δεσμοφύλακές του. Τελικὰ ὁ Ἡρώδης κάποια μέρα, ἐνδεδυμένος μὲ τὴν ἐπίσημη βασιλικὴ στολὴ καὶ καθισμένος στὸ θρόνο του, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ λαὸ ὡς θεὸς καὶ ἀμέσως παθαίνει μία ξαφνικὴ ἀρρώστια προερχόμενη ἀπὸ ἄγγελο, γεμίζει σκουλήκια καὶ πεθαίνει ἐπὶ τόπου.
Ὁ γιὸς τοῦ Ἀγρίππας ὁ δεύτερος εἶναι αὐτὸς ποὺ κατὰ τὶς Πράξεις ἀκούει μὲ ἐνδιαφέρον τὴ διήγηση τῆς μεταστροφῆς τοῦ Παύλου καὶ ἀναφωνεῖ: «Ἐν ὀλίγω μὲ πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι». Αὐτὸς ὀνομάζεται στὴν Καινὴ Διαθήκη ἁπλῶς Ἀγρίππας.
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἑρμηνευτικὲς Προσεγγίσεις».
Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία