῾Η ᾿Αστραφτερούλα
Τίτλος: Η Αστραφτερούλα (Εικονογραφημένο)
Διαστάσεις: 21×29
Δεμένο: Ναι
Σελίδες: 26
Ἀπόσπασμα
… …
— Καλέ κυρα-᾿Αγριελιά! ῎Αχ!, ἀφηρημάδα! Δέν σοῦ ᾿πα οὔτε καλημέρα. Ποιόν ἔχεις κρυμμένο στό φύλλωμά σου πρωί πρωί;
— Καλημέρα, ᾿Αστραφτερούλα, ἀπάντησε μέ καλοσύνη ἡ κυρα-᾿Αγριελιά, πού τή γνώριζε ἀπό παλιά.
— Νά, ἐδῶ στό πρῶτο μου κλαδί εἶναι ἕνας πληγωμένος σπίνος. Εἶναι ὁ μικρός Σταχτούλης, πού δέν ξέρει ἀκόμα νά καλοπετάει καί σέ μιά φούρια του θέλησε νά φτάσει στήν πιό ψηλή μου ἐλιοκορφή. ᾿Αλλά μπερδεύτηκε ὁ καϋμενούλης μέσα στά κλαδιά μου καί τραυμάτισε τό φτερό του καί τό πόδι του τό δεξί.
Γύρισε τότε ἡ ᾿Αστραφτερούλα λυπημένη καί τί νά δεῖ; ῾Ο Σταχτούλης μέσα στά αἵματα ἔτρεμε ἀπό τόν πόνο καί ἀπό τό κρύο καί εἶχε μιά τόοοοση πληγή. Κάθησε πρόθυμα κοντά του καί ἄρχισε νά τοῦ κουβεντιάζει καί νά τόν παρηγορεῖ.
— Μή φοβᾶσαι Σταχτούλη μου, τοῦ εἶπε κάποια στιγμή. ᾿Εγώ ἐκεῖ πού γύριζα εἶδα πολλές φορές πουλιά πληγωμένα πού μετά ἔγιναν καλά καί παίζαμε μέ τήν ψυχή μας στά χωράφια. ᾿Αλήθεια σοῦ λέω. Μή φοβᾶσαι.
—Δέν εἶναι μόνο ὁ φόβος καί ὁ πόνος πού αἰσθάνομαι, ᾿Αστραφτερούλα μου, εἶπε πονεμένα ὁ Σταχτούλης, ἀλλά τί νά σοῦ πῶ; Τώρα πού μέ ζέστανες λίγο, διψάω, διψάω πολύ!
—Διψᾶς εἶπες; Χμ! Τώρα τί νά κάνουμε; ἀναρωτήθηκε ἡ ᾿Αστραφτερούλα. Μετά εἶπε φωναχτά·
— Γιά νά δοῦμε, πού μποροῦμε νά βροῦμε λίγο νερό νά βρέξεις τό λαρύγγι σου, σπίνε μου, καλέ μου φίλε! Νά δοῦμε, πῶς μπορῶ νά σέ βοηθήσω;
Σκέφτηκε-σκέφτηκε ὥρα πολλή ἡ ᾿Αστραφτερούλα καί ὅλο ἔδινε κουράγιο στό μικρό σπίνο.
— Κάνε λίγο ὑπομονή Σταχτούλη μου, ὁπωσδήποτε κάτι θά σοφιστῶ. Μά τοῦτα τά ᾿λεγε γιά παρηγοριά. ᾿Απελπισμένη προσευχότανε.
— Τί νά κάνω Θεέ μου, τί νά κάνω; Βοήθησέ με σέ παρακαλῶ. Μιά τόση δά ἡλιαχτιδούλα πού εἶμαι, τί νά περιμένω ἀπό τό φτωχό μου τό μυαλό;
Καί τότε;… τότε ξαφνικά τῆς ἦρθε μιά ἰδέα. Τρέχει κάτω στή ρίζα τῆς ἀγριελιᾶς, πού ἦταν μιά μικρή γούβα γεμάτη ἀπ᾿ τῆς νύχτας τή βροχή.
— Καλημέρα νερό – νεράκι μου, εἶπε ἀναστατωμένη.
— Καλημέρα, ᾿Αστραφτερούλα. Κλαῖς κόρη μου; Τί σοῦ συμβαίνει πρωί πρωί;
— Νά, νερό – νεράκι μου, ἐκεῖ πάνω στό κλαδί τῆς ἀγριελιᾶς εἶναι ὁ Σταχτούλης.
— ῾Ο Σταχτούλης; Ποιός εἶναι πάλι αὐτός; ρώτησε ἀπορημένο τό νερό-νεράκι.
— Δέν τόν ξέρεις; Εἶναι ἕνα μικρό, τοσοδούτσικο σπινάκι, πού ἔχει μιά τόοοοση πληγή, εἶπε ἡ ᾿Αστραφτερούλα καί τεντώθηκε ὅσο μποροῦσε γιά νά δείξει στό νερό – νεράκι τό μάκρος τῆς πληγῆς τοῦ Σταχτούλη.
— Λοιπόν; Τί ζητᾶς τώρα ἀπό μένα; Μήπως καί περνάει τίποτα ἀπό τό χέρι μου; Τί ἄραγε μπορεῖ νά κάνει μιά μικρή γούβα μέ νερό; ρώτησε τό νερό – νεράκι.
— Καί βέβαια μπορεῖς. ῎Αν θέλεις ὅμως, ὄχι μέ τό ζόρι, εἶπε φιλικά ἡ ᾿Αστραφτερούλα.
— ῎Ασε τώρα τίς κουβέντες, καϋμένη, καί πές μου τί σκέφτεσαι. Μήπως ὅταν μπορῶ, σοῦ ἔχω ποτέ μου ἀρνηθεῖ; εἶπε λίγο ἐνοχλημένο τό νερό – νεράκι.
— ῎Ω! ῎Οχι! Δέν μπορῶ νά πῶ! Δέν ἔχω κανένα παράπονο. Εἶμαι σίγουρη γιά τήν καλή καρδιά σου. Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε καί ἦρθα πρῶτα σέ σένα, συνέχισε ἡ ᾿Αστραφτερούλα.
— Λοιπόν; Τί νά κάνουμε γιά νά ξεκουράσουμε τόν πληγωμένο Σταχτούλη; Πές γρήγορα καί δέν ἀντέχει ἡ νερουλή καρδιά μου γιά πολύ τίς ἀγωνίες, ξανάπε τό νερό -νεράκι.
— Νά! Σκέφτομαι, εἶπε γρήγορα-γρήγορα ἡ ᾿Αστραφτερούλα, νά κάτσω λίγη ὥρα κοντά σου καί νά σέ ζεστάνω πολύ, πολύ σοῦ λέω, θά σέ ζεστάνω μέχρι νά σκάσεις ἀπ᾿ τή ζέστη, νά γίνεις – καλέ πῶς τό λένε; – νά γίνεις ἀτμός. Μετά θά παρακαλέσω τόν κυρ-῎Ανεμο νά σέ πάρει καί νά σέ ἀνεβάσει μέχρι τό πιό κοντινό σύννεφο, τό φίλο μου τό Γκριζούλη. ᾿Εκεῖνος θά σέ πάρει στό σπίτι του. ᾿Εκεῖ βέβαια κάνει λίγο κρύο. Μπρρρρρ, τρέμω καί πού τό λέω, εἶπε τουρτουρίζοντας ἡ ᾿Αστραφτερούλα. Καί μετά συνέχιζε, χωρίς νά πάρει καθόλου ἀναπνοή.
– Ἐκεῖ θά γίνεις πάλι μικρές-μικρές σταγόνες καί θά πέσεις στό κλαδί τῆς κυρα-᾿Αγριελιᾶς, πού κάθεται ὁ Σταχτούλης καί θά τόν δροσίσεις. Σύμφωνοι νερό – νεράκι μου; Θά κάνεις αὐτό τόν κόπο, μιά καί ἡ τόσο πονετική νεροκαρδούλα σου συμμερίζεται τή δυστυχία;
— Αὐτό, ᾿Αστραφτερούλα μου, εἶναι ὁλόκληρη μετακόμιση, ἀλλά τί νά κάνουμε; Θά τό κάνω μέ ὅλη μου τήν καρδιά ἀφοῦ χρειάζεται, εἶπε ἀποφασιστικά τό νερό – νεράκι.
— Σ᾿ εὐχαριστῶ, νερό – νεράκι μου, ἡ νερουλοκαρδιά σου εἶναι χρυσή, εἶπε συγκινημένη ἡ ᾿Αστραφτερούλα καί ἀμέσως ἄρχισε δουλειά.
Τό ζέστανε, τό ζέστανε, ὅσο μποροῦσε περισσότερο. Καί δέστε τί ἔγινε· Τό νερό – νεράκι ἔγινε ἀέρινος ἀτμός καί ἄρχισε νά πετάει ψηλά, ὥσπου χάθηκε κατά τή γειτονιά τοῦ Γκριζούλη, τοῦ μικροῦ σύννεφου. … …
Συνέχεια στό βιβλίο