Σεπτέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

Προσευχὴ μὲ ἀλήθεια, προσευχὴ μὲ ἀγάπη:

Εἴδη οὐσιώδη ἐν ἀνεπαρκεία

π. Βασίλειος Θερμός

imagesCAYIGMNAΠροσπάθησα νὰ προετοιμαστῶ ὅσο γινόταν καλύτερα, στὰ πλαίσια τοῦ ἐφικτοῦ ὅμως, γιατί τὸ θέμα τῆς προσευχῆς τὸ βρίσκω ἀρκετὰ δύσκολο. Εἶναι ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ ἐμπειρία καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει ἀρκετὴ ἐμπειρία προσευχῆς γνήσιας καὶ οὐσιαστικῆς πρέπει νὰ καταφύγεις στὴν ἐμπειρία ἄλλων.

Ἔδωσα τὸν τίτλο «Προσευχὴ μὲ ἀλήθεια, προσευχὴ μὲ ἀγάπη: Εἴδη οὐσιώδη ἐν ἀνεπαρκεία». Αὐτὴ εἶναι μία φράση ποὺ οἱ παλιοὶ κάπως τὴ θυμόμαστε, οἱ νεώτεροι δὲν τὴν ξέρετε. Χαρακτήριζαν διάφορα εἴδη τοῦ ἐμπορίου ἂν εἶναι οὐσιώδη ἐν ἐπαρκεία ἢ οὐσιώδη ἐν ἀνεπαρκεία κλπ. Θὰ ἔχετε ἀκούσει ὅτι ἡ προσευχὴ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς ὁ κεντρικὸς ἄξονας, ἡ σπονδυλικὴ στήλη δηλαδὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καὶ ὅτι ἡ ποιότητά της καθορίζει γενικότερα τὴν ποιότητα τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεό. Ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ προσευχή, ὅσο σημαντικὴ εἶναι, ἄλλο τόσο εἶναι καὶ παρεξηγημένη, καὶ καμιὰ φορά ἐκπλήσσομαι ὅταν βλέπω ἀνθρώπους μέσης ἡλικίας, ποὺ ἔχουν κάνει μία πορεία στὴ ζωή, εἶναι ἐπιτυχημένοι σὲ διάφορους τομεῖς, οἰκογενειακοὺς καὶ ἐπαγγελματικούς, ἡ προσευχή τους νὰ εἶναι σχεδὸν ὅπως τὴν ἔκαναν στὰ δέκα τους χρόνια. Δηλαδὴ ἔχουν ἐξελιχθεῖ σὲ ὅλα τὰ ζητήματα καὶ σὲ ὅλο τὸν προβληματισμό τους, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἐξελιχθεῖ στὴν προσευχή. Ἴσως γιατί τὴν προσευχὴ τὴ συνοδεύουν διάφορες παρερμηνεῖες, δηλαδὴ ὅτι εἶναι μία ἀνακοίνωση πρὸς τὸν Θεὸ κάποιων πραγμάτων, μία ὑποβολὴ αἰτημάτων πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ ἐκεῖ προκύπτουν καὶ οἱ γνωστὲς ἀπορίες ποὺ θὰ ἔχετε ἀκούσει ὅλοι π.χ. «ἐντάξει, γιατί εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ποῦμε στὸν Θεό, δὲν τὰ ξέρει;» ἢ τὸ ἄλλο μπέρδεμα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν προσευχή, ὅτι ἔχει νόημα κυρίως ὅταν περνᾶμε δύσκολα καὶ μετὰ τὴν ξεχνᾶμε.

Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὸ θέμα μας σήμερα, γιατί ἡ προσευχὴ χρειάζεται ἀλήθεια καὶ ἀγάπη, θὰ χρειαστεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ φύση τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ κατὰ τὴ γνώμη μου δὲν ὑπάρχει γιὰ νὰ λέμε στὸν Θεὸ κάτι, νὰ τὸν πληροφοροῦμε γιὰ κάτι ἢ νὰ τοῦ ζητοῦμε κάτι. Ἡ προσευχὴ ὑπάρχει γιὰ νὰ συγκροτηθοῦμε ὡς πρόσωπα ἀπέναντι στὸν Θεό. Ὁ τρόπος ποὺ ζοῦμε, μὲ περισσότερες ἢ λιγότερες διαφορές, ἀνάλογα μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς συνθῆκες, ἐμπεριέχει πάρα πολλὰ ἐμπόδια πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ πάρα πολλὰ ἐμπόδια πρὸς τὴν ἀγάπη, μέσα στὴν καθημερινότητα. Συχνὰ χάνουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς, ἀπὸ λεπτὸ σὲ λεπτὸ δηλαδὴ καὶ καμιὰ φορά μπορεῖ νὰ περάσουν μέρες ποὺ ὁλόκληρη τὴ μέρα, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, κυκλοφοροῦμε σὲ ἕνα χῶρο ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινὸς καὶ δὲν ἔχει ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, χρειαζόμαστε μία κατάσταση, ἡ ὁποία νὰ μᾶς συγκροτήσει ὡς πρόσωπα, δηλαδὴ μὲ ἀλήθεια καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χρειαζόμαστε μία κατάσταση στὴν ὁποία θὰ σταθοῦμε ἐνώπιος ἐνωπίῳ ὁ καθένας μὲ τὸν Θεό.

Ἕνας ἄλλος τρόπος νὰ ἐξηγήσω τὸ τί εἶναι προσευχή, θὰ ἦταν νὰ πῶ ὅτι ἡ προσευχὴ μᾶς φέρνει σὲ μία προσωπικὴ καὶ ὑπεύθυνη σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ ζωή μας, ὅπως ἔχει διαμορφωθεῖ καὶ ὅπως παρασυρόμαστε μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα καὶ μέσα ἀπὸ τὶς ἄλλες δυσκολίες, ἐσωτερικὲς ἀπὸ τὸν δικό μας ψυχισμό, ἀλλὰ καὶ ἐξωτερικές, μᾶς δίνει διαρκῶς εὐκαιρίες νὰ δραπετεύουμε ἀπὸ τὴν ὑπευθυνότητα, ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ μὴν τὸ καταλαβαίνουμε πολλὲς φορὲς αὐτό. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι, ἐνῶ ἡ εἰκόνα περὶ ἀνθρώπου ποὺ εἶχε ὁ Δυτικὸς κόσμος πρὶν ἀπὸ τὴν ψυχανάλυση, εἶχε βασιστεῖ πάρα πολὺ στὸ συνειδητὸ ἐγὼ καὶ ἀγνοοῦσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς παγίδες τοῦ ἀσυνείδητου καὶ ἐπειδὴ τώρα πιὰ ἔχει ἤδη παλιώσει κιόλας ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀσυνειδήτου καὶ ἡ γνώση γι’ αὐτό, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι στὴν ἐποχὴ μετὰ τὴν ἀνακάλυψη τοῦ ἀσυνειδήτου, ἔχουμε περισσότερους λόγους νὰ χρειαζόμαστε τὴν προσευχή, ἀπὸ ὅσο πρίν.

Διότι ἡ εἰκόνα τοῦ Διαφωτισμοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἦταν μία εἰκόνα βασισμένη ὑπερβολικὰ στὸ συνειδητὸ ἐγώ, δηλαδὴ δὲν ἦταν ὑποψιασμένος ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὶς παγίδες ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια τοῦ προσώπου, τὶς παγίδες τὶς ὁποῖες στήνονται καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς καὶ ἀπὸ ἐξωτερικοὺς μηχανισμούς. Δὲν ἦταν ὑποψιασμένος ὁ νεωτερικὸς ἄνθρωπος γιὰ τὸ ὑπαρξιακό του ψέμα, τὸ ὁποῖο λιγότερο ἢ περισσότερο μᾶς διακατέχει ὅλους καὶ μᾶς διαπερνᾶ καὶ ἀλλοιώνει τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ κάνει ὥστε πολλὰ ὄνειρα νὰ καταλήγουν σὲ ἐφιάλτες. Πίστεψε πάρα πολὺ στὴ δύναμη τοῦ συνειδητοῦ ἐγὼ καὶ γι’ αὐτὸ ἵδρυσε καὶ τὶς ἰδεολογίες καὶ πολλὲς ἰδεολογίες κατέληξαν σὲ ἐφιάλτη, διότι βγῆκαν στὴν ἐπιφάνεια οἱ ἀσυνείδητες περιοχὲς τοῦ ἐγώ, οἱ πολὺ ἀρχαϊκές. Θὰ ἤθελα νὰ πῶ λοιπὸν ὅτι, ἂν ἡ προσευχὴ μία φορὰ χρειαζόταν τότε, δηλαδὴ ἡ συγκρότησή μας ὡς προσώπων ὑπεύθυνα μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους πολὺ περισσότερο τὴ χρειαζόμαστε τώρα ποὺ ἔχουμε ὑποψιαστεῖ τὶς παγίδες τοῦ ἀσυνείδητου.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ μᾶς συγκροτεῖ ὡς πρόσωπα, τῆς εἶναι ἀπαραίτητες ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη. Διότι ξέρουμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας, ὅτι σὲ κάθε διαπροσωπική μας σχέση εἶναι αὐτὰ τὰ δύο βασικὰ στοιχεῖα ποὺ χρειαζόμαστε: ἀλήθεια καὶ ἀγάπη. Πολλὰ χρειαζόμαστε, ἀλλὰ αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο ὀντολογικοὶ ἄξονες ποὺ χαρακτηρίζουν τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ τὶς σχέσεις του. Ὄχι τυχαία ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς νὰ δηλώσει ὅτι εἶναι ἀλήθεια καὶ ἀγάπη. Δηλαδὴ ἔρχεται καὶ φανερώνει, ὅτι αὐτοὶ οἱ δύο ὀντολογικοὶ ἄξονες ταυτίζονται μὲ τὸ πρόσωπό Του. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἐπιλογή τους.

Γιατί μίλησα γιὰ τὴν ἐμπειρία μας ἀπὸ τὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις; Ὅλοι καταλαβαίνουμε πόσο μᾶς ἐνοχλεῖ καὶ μᾶς κουράζει καὶ μᾶς βλάπτει τὸ ψέμα τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ λιγότερες φορὲς καταλαβαίνουμε πόσο ἐνοχλεῖ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κουράζει τὸ ψέμα τὸ δικό μας. Ὅλοι ἐνοχλούμαστε ἂν δὲν παίρνουμε ἀγάπη ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ λιγότερες φορὲς ἀντιλαμβανόμαστε πόσο κουράζει τοὺς ἄλλους τὸ ὅτι δὲν δίνουμε ἐμεῖς τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.

Αὐτὸ ἤδη μᾶς εἰσάγει στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ προσευχὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ κάποιους νόμους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζουν ὅλες τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, μὲ κάποιες ἰδιομορφίες βέβαια (μήπως ὅλες οἱ διαπροσωπικές μας σχέσεις δὲν ἔχουν ἰδιομορφίες ἡ καθεμιά;) Ἀλλὰ ἔχουν μερικὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ ἐπειδὴ εἶναι διαπροσωπικὲς σχέσεις. Ὑπάρχουν καὶ ἐπὶ μέρους διαφορὲς ἀνάλογα μὲ τὸ εἶδος τοῦ προσώπου ποὺ βρίσκεται ἀπέναντί μας. Ἐδῶ ὑπάρχουν κάποιες ἰδιομορφίες ἀπὸ τὸ εἶδος τοῦ προσώπου πρὸς τὸ ὁποῖο μιλᾶμε καὶ ἀπευθυνόμαστε, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ ὑπακούει στοὺς νόμους κάποιων διαπροσωπικῶν σχέσεων. Παράδειγμα: σὲ ὅλες μας τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις ἀντιμετωπίζουμε τὴν πρόκληση νὰ μάθουμε νὰ διαβάζουμε τὴ σιωπὴ τοῦ ἄλλου. Ἡ σιωπὴ τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι πάντα ἀπουσία του καὶ δὲν εἶναι ἀπόρριψη πάντα. Ὅπως αὐτὸ τὸ ἔχουμε συνειδητοποιήσει γιὰ τὶς σχέσεις μὲ ἀνθρώπους, ἔτσι χρειάζεται ἑρμηνεία καὶ ἡ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ στὴν προσευχή, ποὺ καὶ αὐτὸ συχνὰ τὸ ζοῦμε. Ἄσε ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ σιωπὴ ἐν τέλει.

Σὲ ὅλες τὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις ἀντίπαλός μας εἶναι τὸ ὑπαρξιακό μας ψέμα, δηλαδὴ ὄχι μόνο ὅταν ψευδόμαστε στὸν ἄλλον συνειδητά, ἀλλὰ ὅταν ψευδόμαστε ἀσυνείδητα, ὅταν εἴμαστε ψεύτικοι ἀπέναντί του, προκειμένου νὰ κερδίσουμε κάτι. Ἕνα εἶναι αὐτό, ὁ ἐχθρός τῆς ἀλήθειας. Καὶ δεύτερον, ἡ φιλαυτία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο βασικοὶ ἐχθροὶ ὅλων τῶν διαπροσωπικῶν μας σχέσεων. Εἶναι πολὺ ἐνδιαφέρον ὅτι καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ἀγάπη βρίσκονται σὲ μία ἀλληλεξάρτηση, ποὺ τὴν καλύτερη περιγραφὴ τῆς ἔχω βρεῖ σὲ μία διήγηση τοῦ Γέροντα Ζωσιμᾶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Καραμάζοφ τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὅταν συμβουλεύει «νὰ μὴν λέτε ψέματα, καὶ κυρίως πάνω ἀπὸ ὅλα λέει νὰ μὴν λέτε ψέματα στὸν ἑαυτό σας. Γιατί ἂν συνηθίσετε νὰ λέτε ψέματα στὸν ἑαυτό σας, σιγὰ – σιγὰ μὲ τὸν καιρὸ θὰ χάσετε τὴν ἱκανότητα νὰ ἀγαπᾶτε». Μία σύνδεση ὄχι τόσο εὔκολα ὁρατή, ἀλλὰ ποὺ νομίζω περιέχει πάρα πολλὴ σοφία.

Τί προκύπτει ὅταν ἡ προσευχὴ μας ἔχει ἀλήθεια ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ ὅταν ἔχει ἀγάπη; Νὰ τὸ πῶ μὲ ἕνα διαφορετικὸ τρόπο, νὰ ἔχει ἀλήθεια ἡ προσευχὴ μας ἐννοῶ νὰ τὸ θεωροῦμε ἀρκετὰ γελοῖο νὰ εἴμαστε ψεύτικοι μπροστὰ στὸν Θεό. Μπορεῖ νὰ μὴν εἴμαστε σὲ θέση νὰ οἰκοδομήσουμε μία πλήρη ἀλήθεια ἀπέναντι στὸν Θεό, αὐτὸ ἴσως ἀνήκει στὴ σφαίρα τῆς οὐτοπίας, ἐλάχιστοι ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ τὸ πετύχουν, ἀλλὰ τουλάχιστον νὰ διατηροῦμε τὴν αἴσθηση τοῦ γελοίου, ὅταν ἐμφανιζόμαστε κάπως ψεύτικοι ἀπέναντι στὸν Θεό. Στὸ βαθμὸ ποὺ ἐπιτυγχάνουμε κάποια ἀλήθεια (γιατί αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἄσπρο ἢ μαῦρο), τότε ἡ ἀλήθεια τῆς προσευχῆς μας γνωρίζει περισσότερο τὸν ἑαυτό μας καὶ μᾶς γνωρίζει καὶ τὸν Θεό, αὐτὰ πᾶνε μαζί. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μᾶς φέρνει καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι καθαρίζονται κάπως τὰ γνωστικὰ ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ περισσότερο. Τὸ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος αὐτό, ὅτι «σὲ αὐτὸν ποὺ γνώρισε πλήρως τὸν ἑαυτό του, τοῦ ἔχει δοθεῖ ἡ γνώση ὅλων τῶν μυστηρίων τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ ἐπιτυγχάνουμε μὲ τὸ νὰ εἶναι ἀληθινὴ ἡ προσευχή μας. Σταδιακὴ ἡ διαδικασία βέβαια.

Ὅταν ἡ προσευχὴ μας ἔχει ἀγάπη τί ἐπιτυγχάνουμε; Αὐτὴ μᾶς συνδέει μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί θὰ ἦταν κάτι μετέωρο καὶ ἐντελῶς θεωρητικὸ νὰ ὑπάρχει ἀλήθεια, δηλαδὴ γνώση, χωρὶς ἀγάπη. Τί νὰ τὸ κάνουμε; Κάτι ἀνάλογο θὰ εὕρισκε κανεὶς στὸ σύγχρονο στίχο τοῦ τραγουδιοῦ ποὺ λέει: «Ἐλευθερία χωρὶς ἀγάπη, φῶς μου, εἶναι ποτάμι χωρὶς νερό». Στὴ γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μάλιστα ἡ λέξη γνώση σημαίνει μετοχή. Μετέχω στὸν ἄλλον. Ἐξ οὗ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπάρχει ἡ φράση ὅτι «ὁ τάδε γνώρισε τὴ γυναίκα του», δηλαδὴ εἶχαν σεξουαλικὴ ἐπαφή, μετεῖχαν ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια λέξη χρησιμοποιήθηκε καὶ στὴ σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ.

Ἑπομένως, βλέπουμε ἀκριβῶς ὅτι ἡ ἀλήθεια συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν ἀγάπη, δηλαδὴ ἡ ἀλήθεια ὁδηγεῖ σὲ γνώση ἡ ὁποία ὁρίζεται ὡς μετοχὴ στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Λέει ἐδῶ ὁ γέροντας Σωφρόνιος: «Ἡ ζωὴ τοῦ ὄντως Ὄντος Θεοῦ εἰσχωρεῖ ἐν ἡμῖν διὰ τοῦ ἀγωγοῦ τῆς προσευχῆς», δηλαδὴ γίνεται μετάγγιση ζωῆς.

Τώρα αὐτὰ ὅλα ἀκούγονται ἀρκετὰ θεωρητικὰ γιὰ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο καὶ ἐδῶ θὰ βρίσκεται ἕνα στοίχημα γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ποὺ εἴμαστε παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας, πῶς θὰ μπορέσουμε χωρὶς νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐποχή μας νὰ μυηθοῦμε μέσα στὴ νοοτροπία τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνα στοίχημα νὰ μπορέσουμε νὰ συλλάβουμε κάπως αὐτὲς τὶς ἀλήθειες, διότι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος δὲν πολυενδιαφέρεται γι’ αὐτὰ ποὺ λέμε μέχρι τώρα. Ὁ λόγος ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει ἡ προσευχὴ τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο, ἂν τὸν ἐνδιαφέρει, εἶναι γιὰ νὰ ἠρεμεῖ. Γι’ αὐτὸ τοῦ χρησιμεύει ἡ προσευχή, εἴτε βρίσκεται στὸ σπίτι του, εἴτε σὲ μία ἐκκλησία. Καὶ τὴ βρίσκει πολὺ χρήσιμη τὴν προσευχὴ γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό. Πράγματι τὸν ἠρεμεῖ, ἀλλὰ αὐτό, χωρὶς νὰ εἶναι καθόλου ἀμελητέο μέσα στὸ ἄγχος καὶ τὴν ἔνταση ποὺ ζοῦμε, ἐνῶ τὸ χρειαζόμαστε, ἀποτελεῖ κυριολεκτικὰ πάρεργο, ἐντελῶς δευτερεῦον ὡς πρὸς τὴν οὐσία τῆς προσευχῆς καὶ τὰ ἀποτελέσματά της. Ἂν ἐκεῖ ἐπικεντρωθοῦμε, στὸ νὰ μᾶς ἠρεμεῖ ἡ προσευχή, τότε ἀνοίγει ὁ δρόμος γιὰ μία ψυχολογικὴ «πνευματικότητα», μὲ τὴν ἔννοια μὲ τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖται σήμερα διεθνῶς. Ὅταν λένε spirituality οἱ ἄνθρωποι ἐννοοῦνε ἐμπειρίες ψυχολογικές, οἱ ὁποῖες περιέχουν ἠρεμία, εἰρήνη, ὑπέρβαση, ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἑαυτό, ἕνα ἄνοιγμα στὸ σύμπαν καὶ στὸ ἱερὸ ἀορίστως.

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος πῆρε πολὺ στὰ σοβαρὰ τὴν προσευχή. Καὶ πραγματικὰ πιστεύω ὅτι μποροῦν νὰ μᾶς μεταδώσουν τὸ τί εἶναι προσευχὴ ἄνθρωποι ποὺ ὑπῆρξαν «ἐπαγγελματίες» της. Λοιπὸν γράφει (καὶ μάλιστα μὲ αὐτὴ τὴ φράση ἀρχίζει τὸ βιβλίο τοῦ περὶ προσευχῆς): «Προσευχὴ εἶναι ἀτελεύτητος δημιουργία».

Γιὰ κοιτάξτε, ἂς τὸ συνδέσουμε αὐτὸ μὲ τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα μας. Ὅλοι ξέρουμε τὴ συνεχῆ δημιουργικότητα. Τὴν ἔχουμε ζήσει, σὲ διάφορες καταστάσεις τῆς ζωῆς μας, στὸ ἐπάγγελμά μας, σὲ χόμπι μας, σὲ ἀσχολίες μας διάφορες κλπ. Ὅποιος δημιουργεῖ δὲ ζῆ σὲ μία διαρκῆ κατάσταση ἔκστασης. Ἔχετε νὰ παραδώσετε μία ἐργασία γιὰ τὸ Πανεπιστήμιο ἢ γιὰ τὴ δουλειά σας, ἢ νὰ γράψετε ἕνα μυθιστόρημα ἢ νὰ ζωγραφίσετε κτλ. καὶ δουλεύετε ἕνα χρονικὸ διάστημα. Ἄλλοτε τὸ χαίρεστε καὶ τὸ ἀπολαμβάνετε. Ἄλλοτε ὅμως σκουπίζετε τὸν ἱδρώτα σας, ξεφυσᾶτε, σβήνετε, διορθώνετε, ἀπογοητεύεστε, ἐπιμένετε, ἐκπλήσσεστε, ἐνθουσιάζεστε, μαθητεύετε. Σὲ κάθε εἶδος δημιουργίας ὑπάρχει μία ἀλληλουχία, εὐχάριστων καὶ δυσάρεστων καταστάσεων, ἡ ὁποία δημιουργεῖ γέννα, φέρνει ἕναν τοκετὸ αὐτοῦ τοῦ πράγματος ποὺ δημιουργοῦμε.

Τὸ παράξενο εἶναι ὅτι αὐτὸ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὸ ἀναγνωρίσουμε σὲ ὁποιοδήποτε εἶδος δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχή. Γιατί τὸ λέω αὐτό; Γιατί ἕνα πολὺ συχνὸ ἐπιχείρημα εἶναι «δὲν ἔχω κίνητρο» ἢ «δὲν ἔχω πάντα ὄρεξη» ἢ «ξεκινάω, ἀλλὰ κουράζομαι». Διάφορες ἐνστάσεις ἀκούγονται, οἱ ὁποῖες πραγματικὰ δὲν θὰ μᾶς ἀπασχολοῦσαν σοβαρὰ ἐὰν τὸ εἴχαμε δεῖ ὡς μία διαδικασία δημιουργίας. Σὰν νὰ ὑποκρύπτεται πίσω ἀπὸ αὐτὰ μία προσδοκία ὅτι ἡ προσευχὴ θὰ εἶναι μία διαρκής κατάσταση ἔκστασης. Ποῦ ἂν ἀκούγαμε κάποιον μὴ δεσμευμένο νὰ φαντάζεται ὅτι ἂν ἔχει μία σχέση ἢ ἂν παντρευτῆ ὁ γάμος τοῦ/τῆς θὰ εἶναι μία διαρκής εὐτυχία, ἕνας διαρκής «ὀργασμός», θὰ τοῦ λέγαμε «μὰ τί λές; δὲν θὰ εἶναι ἔτσι». Θὰ τοῦ διδάσκαμε τί εἶναι μία σχέση, πὼς παλεύεται, πὼς μαθητεύεται σιγὰ – σιγά.

Κατὰ ἕναν περίεργο τρόπο δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ καταβάλουμε αὐτὸ τὸ κόστος μίας μαθητείας, μίας συστηματικῆς δουλειᾶς, ἡ ὁποία μερικὲς φορὲς μοιάζει πεζὴ καὶ ἄχαρη. Γιατί πράγματι ὅταν ἔχουμε ἕνα project νὰ παραδώσουμε, νὰ ὁλοκληρώσουμε, ἀκόμη καὶ κάτι ποὺ δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὸ ἀπὸ κάποιον ἄλλον ἀλλὰ προκύπτει ἀπὸ τὴ δική σας ἐλεύθερη ἀπόφαση, καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο σὲ κάποια φάση θὰ ἔχει ἄχαρες στιγμές, δὲν εἶναι πάντα εὐτυχισμένη ἡ πορεία. Ἂν τὸ βλέπαμε ἔτσι, τότε νομίζω θὰ παίρναμε πιὸ σοβαρὰ τὴν προσευχὴ καὶ ἴσως καταλαβαίναμε γιατί καὶ ὁ Antony Bloom τὸ πρῶτο βιβλίο, ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔγραψε περὶ προσευχῆς, τὸ ὀνόμασε «School For Prayer», Σχολεῖο Προσευχῆς. Δηλαδὴ ὑπάρχει μέθοδος, ὑπάρχει διαδικασία.

Ἐπίσης κάτι ἄλλο ποὺ ἔχει ἡ δημιουργία εἶναι ὅτι μαθαίνουμε ἀπὸ τὰ λάθη μας. Ἔτσι λοιπόν, λέει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος κάπου ἀλλοῦ: «Πολλοὶ εἰσέρχονται σὲ χειροποίητους ναοὺς γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ἀλλὰ ἐλάχιστοι φθάνουν μέχρι τὴν σκηνὴ τοῦ Θεοῦ». Εἴτε ἡ προσευχὴ γίνεται μέσα σὲ χειροποίητους ναούς, δηλαδὴ στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε γίνεται στὸ σπίτι μας, πράγματι ἐλάχιστοι φθάνουν μέχρι τὴ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ. Πραγματικὰ πιστεύω (δὲν εἶναι φυσικὰ ὁ μόνος λόγος αὐτὸς) ὅτι μερικὲς φορὲς εἶναι καὶ ποσοτικὸ θέμα, ὅσο κι ἂν φαίνεται πολὺ πεζὴ ἐξήγηση. Δηλαδὴ αἰσθάνομαι ὅτι μερικὲς φορὲς τελειώνουμε τὴν προσευχὴ πρὶν κἄν ἀρχίσει οὐσιαστικά, ὅταν εἶναι ἀκόμη στὸν προθάλαμο καὶ οὐσιαστικὰ δὲν ἔχει ζεσταθῆ ὁ ἄνθρωπος.

Ἐπίσης κάτι ἄλλο παρήγορο, ἀκριβῶς ἐπειδὴ οἱ σπουδαῖοι ἄνθρωποι, σὰν τὸν Γέροντα Σωφρόνιο ποὺ ἔφτασε σὲ πολὺ καθαρὴ προσευχή, εἶναι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ ζοῦν τὰ πράγματα χριστοποιητικά, δηλαδὴ ἀποκτοῦν νοῦ Χριστοῦ, ὁπότε γίνονται ἐπιεικεῖς ὅπως ὁ Χριστός. Ἂς ποῦμε, δὲν μᾶς λέει «ἐκεῖ ἂν φτάσεις, αὐτὸ ὀνομάζεται προσευχή». Ἀκοῦστε τί λέει: «Πολλὲς φορὲς προσευχὴ εἶναι τὸ νὰ ὁμολογοῦμε στὸν Θεὸ τὴν ἀθλία κατάστασή μας». Κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσια προσευχή. Μετὰ θὰ ἔρθει μία πιὸ ἀληθινὴ προσευχή, ἂν πατήσουμε πάνω σὲ αὐτὸ τὸ σκαλοπάτι. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι πολλὲς φορὲς προσευχὴ εἶναι τὸ νὰ ὁμολογοῦμε στὸν Θεὸ ὅτι δὲν ἔχουμε ἐκείνη τὴν ὥρα διάθεση ἢ δυνατότητα προσευχῆς, ἀλλὰ τὸ νὰ παραμείνουμε σὲ μία στάση ἐνώπιος ἐνωπίω, σὲ μία στάση ποὺ μᾶς συγκροτεῖ ὡς πρόσωπα.

Συμπεραίνουμε λοιπὸν πὼς ἡ προσευχὴ ἀπαιτεῖ ἕνα μίνιμουμ ἀλήθειας καὶ ἕνα μίνιμουμ ἀγάπης γιὰ νὰ ξεκινήσει. Ἂν ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ ἐλάχιστα, τότε ἀλληλοαυξάνονται. Ἀμοιβαία τὸ ἕνα αὐξάνει τὸ ἄλλο. Ποτὲ πλήρης ἀλήθεια δὲν θὰ ὑπάρξει στὴν προσευχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστους. Θὰ ἔλεγα εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δίνεται σὲ καρδιὲς ποὺ ἔχουν πάρα πολὺ καθαρὴ προαίρεση καὶ σκληρὸ ἀγώνα. Ἀλλὰ ἐπίσης καὶ ποτὲ μία πλήρης ἀγάπη δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει σὲ ἕναν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο σὲ ἐκεῖνες τὶς σπάνιες περιπτώσεις ποὺ ἡ προσευχὴ του μιμεῖται τὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ Γεθσημανῆ.

Πρὶν τελειώσω νὰ θυμηθοῦμε κάτι ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ αὐτὸ εἶναι λίγο δύσκολο νὰ τὸ καταλάβουμε, γιατί ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος συνεργασίας Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁπωσδήποτε μυστήριο. Λέει ὅτι, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει τὸ πῶς νὰ προσευχόμαστε εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ προχωρεῖ ἀκόμη περισσότερο: ὅτι κάποιες φορὲς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται μέσα μας. Γενικὰ ἡ σχέση μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι λίγο παραμελημένη, αἰσθάνομαι, ἴσως ἐπειδὴ δὲν ἔχει κάτι τὸ αἰσθητό, ὅπως μὲ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὸν Χριστό. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν ὁδηγεῖ στὸν Πατέρα.

Δὲν ἔχουμε ἀποκτήσει ἀρκετὴ οἰκειότητα μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει αὐτὴ τὴ μυστηριακὴ ἀλήθεια, ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται μέσα μας. Εἶναι λίγο δύσκολο νὰ τὸ κατανοήσουμε. Πάντως ἡ φράση του εἶναι «ἐλάβατε Πνεῦμα υἱοθεσίας». Αὐτὸ εἶναι τὸ Χρίσμα ποὺ ἔχουμε λάβει μετὰ τὴ Βάπτιση. Λαμβάνοντας τὸ Χρίσμα γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο Πνεῦμα υἱοθεσίας μποροῦμε νὰ φωνάζουμε Πατέρα τὸν Θεό.

Θυμηθῆτε ὅτι στὴ Λειτουργία πρὸς τὸ τέλος, πρὶν κοινωνήσουμε, εἶναι ἡ ὥρα τοῦ «Πάτερ Ἡμῶν», ὅταν ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα, (κανονικὰ θὰ πρέπει ὅλοι μαζὶ) νὰ ὁμολογήσει τὸ Θεὸ ὡς Πατέρα, νὰ ὁμολογήσει τὴ δωρεὰ τῆς υἱοθεσίας. Πιὸ πρίν, ὅταν ἔχουμε φέρει τὰ δῶρα στὴ Μεγάλη Εἴσοδο καὶ τὰ βάλαμε στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἡ εὐχὴ ποὺ κάνει ὁ ἱερέας τότε εἶναι «στεῖλε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάνω στὰ δῶρα αὐτὰ καὶ πάνω σὲ ὅλους ἐμᾶς», ἐννοώντας τὴ στιγμὴ τοῦ καθαγιασμοῦ. Δηλαδή, ζητοῦμε νὰ μᾶς ἐπισκιάσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα σὲ λίγο, στὸ «Πάτερ Ἡμῶν», καὶ μετὰ νὰ γευτοῦμε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς υἱοθεσίας.

Λοιπὸν νὰ βάλω ἄνω τελεία ἐδῶ καὶ νὰ κάνουμε ἕνα γύρο γιὰ ἐρωτήσεις.

−Λέτε ὅτι ἡ προσευχὴ μᾶς συγκροτεῖ ὡς πρόσωπα ἀπέναντι στὸν Θεὸ κι αὐτὸ λειτουργεῖ ὅπως καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἄλλη σχέση. Δηλαδὴ ἡ σχέση μας μὲ ἕναν ἄνθρωπο μᾶς συγκροτεῖ ὡς πρόσωπα;

−Ναί, ἀλλὰ κατ’ ἐξοχὴν συμβαίνει αὐτὸ στὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, γιατί εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε ὡς πρόσωπα, δὲν εἶναι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Γι’ αὐτὸ κατ’ ἐξοχὴν γινόμαστε πρόσωπα σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό. Συμβαίνει ὅμως καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους γιατί κατὰ κάποιον τρόπο, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι πρόσωπα, εἶναι σὰν νὰ ἐπιτελοῦν (κατ’ ἀνάθεση βέβαια, ὄχι ἀπὸ τὴ φύση τους) ἕνα ἔργο τοῦ Θεοῦ ἀντίστοιχα.

−Μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους βλέπουμε ἄμεσα καὶ τὴν ἀντίδραση, ἐνῶ μὲ τὸν Θεὸ ὄχι.

−Σωστό, δὲν τὴν βλέπουμε ἄμεσα. Ἔχουμε ὅμως ὡς ὁδηγὸ ἀφ’ ἑνὸς τὰ λόγια Του (τὸ Εὐαγγέλιο), δεύτερον τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔμοιασαν μὲ τὸν Θεὸ (τοὺς Ἁγίους), καὶ τρίτον τὴν ἐσωτερικὴ φωνὴ τῆς συνείδησης, ἡ ὁποία ὅσο πιὸ καθαρὴ εἶναι τόσο περισσότερο μᾶς ἐνημερώνει ποὺ βρισκόμαστε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ συστηματικὴ προσευχὴ ὁδηγεῖ σὲ μεγαλύτερη αὐτογνωσία. Διότι καθὼς καθαρίζει τὴν συνείδηση μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τὴν ἀκοῦμε.

−Ναί, ἀλλὰ ὁ καθένας δὲν εἶναι μόνος του στὴν προσευχή; Καὶ ἀνάλογα μὲ αὐτὰ ποὺ λέει δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργεῖ καὶ ψευδαισθήσεις; Εἶναι μόνος του, λέει ὅτι θέλει..

−Αὐτὸ εἶναι πιθανὸ νὰ γίνει καὶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γιὰ χρόνια ὁλόκληρα ἐγκλωβίζονται σὲ μία τέτοια φαντασίωση. Νομίζουν ὅτι προσεύχονται καὶ δὲν εἶναι ἀληθινὴ ἡ προσευχή τους, ἀλλά, ὅπως εἶπα πρίν, ὅταν δὲν εἶναι ἀληθινὴ δὲν ἔχει καὶ ἀγάπη. Τὸ ἕνα βοηθάει τὸ ἄλλο καὶ ὅταν πάσχουμε στὸ θέμα τῆς ἀλήθειας, ἂν ζοῦμε μία ζωὴ ὅσο γίνεται μὲ ἀγάπη, αὐτὸ βοηθάει στὸ νὰ ἔχουμε καὶ περισσότερη ἀλήθεια. Ἀλλὰ φυσικὰ μπορεῖ νὰ συμβεῖ. Ἐδῶ συμβαίνει μὲ τὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων: νὰ ζῆς μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι ἐντελῶς αἰσθητὸς καθημερινά, γιὰ χρόνια ὁλόκληρα, καὶ ὅμως νὰ ἔχεις ἐγκλωβιστεῖ σὲ μία φαντασίωση. Νὰ μὴν τὸν ξέρεις ἢ νὰ μὴν ξέρεις τὸν ἑαυτό σου καὶ ἄρα νὰ μὴν ἀγαπᾶς.

−Νὰ ρωτήσω κάτι πολὺ πρακτικὸ καὶ χειροπιαστό; Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἴδια κάθε μέρα;

−Ὄχι, ἀλλάζει. Βέβαια παίζει ρόλο πόσος κόπος ὑπάρχει ἢ ὄχι, ἀλλὰ παίζουν ρόλο καὶ τὰ ἐρεθίσματα τῆς ἡμέρας, τί ἔχει συμβεῖ. Εἶναι ἄλλες φορὲς ποὺ αἰσθανόμαστε πιὸ πολὺ εὐχαριστία καὶ ἄλλες φορὲς κυριαρχεῖ ἡ δέηση, ἄλλες φορὲς ἡ μετάνοια, ἄλλες φορὲς ἡ ἀγωνία γιὰ ἄλλα πρόσωπα. Τὸ κέντρο βάρους μπορεῖ νὰ ἀλλάζει.

−Προσπαθῶ νὰ φτιάξω κι ἐγὼ ἕνα εἶδος προσευχῆς.. Πολλὲς φορὲς τὰ βράδια, ὅταν εἶμαι πολὺ κουρασμένος, ἡ προσευχὴ εἶναι ἁπλῶς ἕνα «εὐχαριστῶ».

−Ἂν τὸ αἰσθάνεστε εἶναι σπουδαῖο.

−Τώρα γιὰ τὰ πρωινὰ ἔχω μία ἕτοιμη προσευχή. Μοῦ ἄρεσε ὅταν τὴ διάβασα καὶ προσπαθῶ νὰ τὸ τηρῶ καὶ νὰ τὴν λέω. Πιστεύετε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀρκετό;

−Δὲν μπορῶ νὰ πῶ γιὰ κανέναν ἄνθρωπο ὅτι αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἀρκετή. Πρῶτα ἀπὸ ὅλα γιατί δὲν ξέρω τόσο καλὰ τὸν ἄλλον καὶ τὸ δυναμικὸ ποὺ ἔχει μέσα του σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ὁλόκληρο ἀξιοποιημένο. Ἀλλὰ καὶ δεύτερον, διότι ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μία προσευχὴ εἶναι ἀρκετή. Ἐπειδὴ ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι μία δυναμικὴ πορεία, δυναμικὴ πορεία πρέπει νὰ ἔχει καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ καθρεφτίζει τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ τὴν διαμορφώνει. Πάντα ὑπάρχει δυνατότητα γιὰ κάτι παραπάνω.

−Λέει μέσα στὸ βιβλίο τοῦ ὁ Μπλοὺμ ὅτι αὐτοσχέδιες προσευχὲς κάνουμε σὲ ἐλάχιστες περιπτώσεις, ὅταν νιώθουμε ἔντονα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ἢ ὅταν εἴμαστε σὲ πολὺ δύσκολη στιγμή. Σὲ ὅλες τὶς ἄλλες περιπτώσεις δὲν ἔχουν νόημα. Ἰσχύει αὐτό;

−Αὐτὲς εἶναι οἱ δύο βασικὲς περιστάσεις γιὰ αὐτοσχέδια προσευχή, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ τὸ περιόριζα τόσο. Θεωρῶ ὅτι πρέπει νὰ δίνουμε περισσότερο χῶρο στὴν αὐτοσχέδια προσευχή, ὅμως πολλὲς φορὲς ἔχω παρατηρήσει καὶ στὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ κι ἀπὸ ἄλλους, ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀρχίσει κανεὶς μὲ αὐτοσχέδια προσευχή. Εἶναι ἀκόμα κρύα ἡ ψυχή. Πρέπει νὰ δουλέψει μὲ προσευχὲς ἕτοιμές τῆς Ἐκκλησίας καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ μετὰ ποὺ θὰ ἔχει ζεσταθεῖ νὰ ἐκφραστεῖ πιὸ ἐλεύθερα.

−Ἀπὸ τὴν ἄλλη λέει τὸ βιβλίο ὅτι ἂν κάνουμε προσευχὲς ποὺ δὲν τὶς πολυκαταλαβαίνουμε ἢ δὲν τὶς νιώθουμε, τότε καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔχει λόγο νὰ τὶς ἀκούσει…

−Δὲν ξέρουμε τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πῶς σκέφτεται, ἀλλὰ ἔχει μία βάση αὐτό. Ἐὰν δὲν τὴν ἀκοῦς ἐσὺ ὁ ἴδιος τὴν προσευχή σου γιατί ζητᾶς νὰ τὴν ἀκούσει ὁ Θεός; Συνήθως ὁ λόγος ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἀκοῦμε τὴν προσευχὴ μας εἶναι ἂν δὲν ἔχει ἀλήθεια μέσα κι ἂν δὲν ἔχει ἀγάπη.

−Ὁ τρόπος γιὰ νὰ λέμε τὴν προσευχὴ εἶναι νὰ συνειδητοποιοῦμε ἐμεῖς ἐκείνη τὴν ὥρα λέξη-λέξη τί λέμε;

−Αὐτὸ ἔτσι κι ἀλλιῶς χρειάζεται πάντα σὲ κάθε προσευχή. Ὄχι βιασύνη, ἀλλὰ νὰ στεκόμαστε στὰ λόγια.

−Ἀλλὰ ὅταν κάποιος τὸ κάνει γιὰ χιλιοστὴ φορά, μπορεῖ νὰ τὸ κάνει πιὸ τυπικά..

−Μπορεῖ, ἀλλὰ τὰ νοήματα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ εἶναι καὶ ἀνεξάντλητα. Δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κάποιος ὁ ὁποῖος ἔχει κάνει ἑκατὸ φορὲς τὴν ἴδια προσευχὴ ὅτι ἔχει ἐξαντλήσει τὰ νοήματα. Κατ’ ἀρχήν, ἔστω κι ἂν τὰ ἔχει ἐξαντλήσει διανοητικὰ καὶ δὲν ἔχει νὰ ἐξαγάγει ἄλλα νοήματα, δὲν ἔχει ἐξαντλήσει καθόλου τὴ σχέση του μαζί τους, δηλαδὴ τὴν ἀγάπη πρὸς τὰ νοήματα, αὐτὸ ποὺ ξυπνᾶνε μέσα μας τὰ νοήματα. Αὐτὸ εἶναι ἀνεξάντλητο. Βέβαια καταλαβαίνω ὅτι ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ πρέπει νὰ σταθοῦμε πιὸ πολὺ στὰ νοήματα, γιὰ νὰ μᾶς πᾶνε αὐτὰ στὸν Θεὸ καὶ ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ νιώθουμε ἤδη νὰ λειτουργεῖ μία ἀτμόσφαιρα σχέσης μὲ τὸν Θεὸ ὅποτε μπορεῖ νὰ μὴν κολλᾶμε τόσο στὰ νοήματα, ἀλλὰ ὑπηρετοῦν αὐτὴ τὴ σχέση ποὺ ἤδη ὑπάρχει. Ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση, εἶναι μεγάλο μυστήριο ἡ προσευχή.

−Λέτε στὴν ὁμιλία ὅτι γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους ἡ προσευχὴ ποὺ κάνουν εἶναι ἡ ἴδια ποὺ ἔκαναν ὡς παιδιά. Ἐκεῖ θὰ βοηθοῦσε ἴσως κάποιο παράδειγμα.

−Ναί, λένε π.χ. τὸ «Πάτερ Ἡμῶν» πρὶν κοιμηθοῦν. Μπορεῖ νὰ λένε καὶ 2-3 λόγια αὐτοσχέδια, νὰ τοὺς ἔχει ὁ Θεὸς καλὰ ἀπὸ ὑγεία, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο, καὶ κοιμοῦνται. Δηλαδὴ ὅ,τι ἔλεγαν ὅταν ἦταν παιδιά. Μία κατάσταση δηλαδὴ φοβερή, δείχνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἔχει ἀναπτυχθεῖ ὡς πρόσωπο. Ἢ ἂν ἔχει σὲ ἄλλα θέματα ἀναπτυχθεῖ, στὴν πλευρὰ αὐτή, στὸ πῶς στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, στέκεται ἐντελῶς ἀνεύθυνα καὶ στὰ «κλεφτά».

−Ἐνῶ τί πρέπει; Αὐτὸ εἶναι τὸ προβληματικό, κάποια πρόταση ὡς πρὸς τὸ σωστό;

−Ὅ,τι λέμε στὴν προσευχή, μετὰ ὑλοποιεῖ κάτι πιὸ ὑπεύθυνο. Στεκόμαστε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ φέρνουμε ὅλο μας τὸν ἑαυτό, ὅλο μας τὸ εἶναι καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, τὶς ἀποτυχίες, τὴν εὐχαριστία μας, τὴν εὐγνωμοσύνη μας, τὴ δέησή μας.

−Τὰ κατονομάζουμε ὅλα αὐτά;

−Ἄλλοτε μπορεῖ νὰ τὰ κατονομάζουμε, ἄλλοτε ὄχι. Λειτουργοῦν ὡς βίωμα, χωρὶς νὰ μποῦν σὲ λόγια. Γι’ αὐτὸ μὲ βλέπετε νὰ μὴν δίνω συγκεκριμένες ὁδηγίες, σχεδὸν «ἀναρχικὸ» θὰ μὲ ἔλεγε κάποιος στὸ θέμα τῆς προσευχῆς, δὲν δίνω καλούπια δηλαδή. Εἶναι ἄπειρες οἱ παραλλαγὲς τῶν συνθηκῶν τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου καὶ τῆς ποικιλίας τῶν ἀνθρώπων. Ὡριμότητα καὶ φιλότιμο ζητᾶμε.

−Πρὶν τὴν αὐτοσχέδια προσευχὴ τὸ βράδυ, θὰ ἦταν καλὸ γιὰ 2-3 λεπτὰ νὰ λέμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»;

−Πολὺ καλό, ναί, βοηθάει πολύ. Ή «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἐλέησόν με».

−Αὐτὸ ὡς πρὸς τὸ «ζέσταμα» πού μοῦ λέγατε.

−Ναὶ βέβαια, ἀλλὰ μὴν τὸ δοῦμε πάλι ὡς μέσο μόνο ἢ ἕνα ζέσταμα. Εἶναι προσευχὴ ἀπὸ μόνο του αὐτό.

−Καὶ λέτε ὅτι εἶναι μᾶλλον ἀνώριμο νὰ ζητᾶμε πράγματα.

−Ὄχι, εἶναι φυσιολογικό. Εἶναι ἀνώριμο τὸ νὰ ζητᾶμε μόνο.

−Καὶ νὰ μὴν εὐχαριστοῦμε..

−Ναὶ βέβαια, δοξολογία, εὐχαριστία.. Καὶ μετὰ τὸ τί ζητᾶμε ἐπίσης. Ἐκεῖ κρίνονται πολλά. Μόνο τὰ ὑλικά, τὰ τρέχοντα; Κάτι βαθύτερο καὶ οὐσιαστικότερο; Μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἢ καὶ γιὰ ἄλλους; Καὶ μόνο γιὰ γνωστούς μας ἄλλους ἢ καὶ γιὰ ἀγνώστους καὶ γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο καὶ γιὰ ἀνθρώπους πού δυστυχοῦν στὴν ἀνθρωπότητα; Αὐτὰ δείχνουν τὸ ἐπίπεδο πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ εὐθύνης τοῦ καθενός μας.

−Λέτε ὅτι ὅποιος προσεύχεται εἶναι δημιουργός, αὐτὸ εἶναι μία φράση ποὺ ἀκούγεται πολὺ ὡραία, ἀλλά..

−Δημιουργεῖ σχέση, ἡ μεγαλύτερη δημιουργικότητα εἶναι οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Δημιουργεῖ τὸ πρόσωπό του ἐπίσης.

−Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη δημιουργός; Ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅπως εἶναι δημιουργὸς κάποιος ποὺ δουλεύει.

−Τὸ ἴδιο εἶναι, δημιουργικότητα εἶναι, ἀλλὰ τοῦτο εἶναι ὑψηλότερης ποιότητας. Τὸ νὰ δημιουργεῖ κάποιος πρόσωπο, νὰ διαμορφώνει δηλαδὴ τὸ πρόσωπό του καὶ νὰ δημιουργεῖ σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει, αὐτὸ τὸ θεωρῶ δημιουργικότητα ἀνώτερης ποιότητας ἀπὸ τὴ δημιουργικότητα τοῦ πολιτισμοῦ. Ὄχι ἐγώ, ὁ γέροντας Σωφρόνιος τὸ γράφει, πὼς ἡ προσευχὴ εἶναι «ἐπιστήμη ἀνωτέρα πάσης ἐπιστήμης καὶ τέχνη ἀνωτέρα πάσης τέχνης».

−Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ εἶναι ὁ ἑαυτός του. Τὸν ἑαυτὸ του πλάθει κανείς, δημιουργὸς ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό του.

−Τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ σχέση. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀπευθύνεται σὲ ἐμᾶς καὶ μᾶς καλεῖ, ἔχει ρίξει ἤδη τὴ μισὴ γέφυρα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ρίξουμε ἐμεῖς τὴν ἄλλη μισή γιὰ νὰ ἑνωθοῦν, νὰ ἀνταποκριθοῦμε, αὐτὸ εἶναι δημιουργία.

−Τὸ ὅτι ἀπευθύνεται σὲ ἐμᾶς ὑπάρχει κάποια ἔνδειξη γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε;

−Αὐτὸ κατ’ ἀρχὴν συμπεραίνεται ἀπὸ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ μᾶς ἔχει δείξει παρέχοντάς μας τὰ μυστήρια καὶ τὸν λόγο Του. Ἐπίσης προκύπτει ἀπὸ τὴ συνείδηση, μελετώντας τὴν ὕπαρξή μας βαθύτερα, ὅσο τὴν καθαρίζουμε περισσότερο. Εἶναι κυρίως θέμα πίστης βέβαια αὐτό. Εἶναι ἡ πίστη ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀπευθύνεται, διότι δὲν εἶναι μόνο ὅτι τώρα μᾶς ἀπευθύνεται, εἶναι ἡ πίστη ὅτι ἐξαρχῆς εἴμαστε στὴν ὕπαρξη ἐπειδὴ ἀπευθύνθηκε σὲ ἐμᾶς. Μᾶς θέλησε καὶ εἴμαστε στὴν ὕπαρξη. Καὶ δὲν «ἡσυχάζει» μέχρι νὰ μᾶς βάλει στὴ Βασιλεία Του.

 

Ὁμιλία σὲ Σύναξη Νέων, 2010