Οκτώβριος 2023
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

imaik

Λόγος ΙΒ΄ – Περὶ τῆς ἔμπρακτης τήρησης τῶν ὑποσχέσεών μας

Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Γραικοῦ

Διδαχὴ πρὸς τοὺς μοναχοὺς γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου

καὶ τὴν σημασία τοῦ μεγάλου Σχήματος.

«Εἶδον ἀσυνετοῦντας», λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «καὶ ἐξετηκόμην». Γιατί; «Ὅτι τὰ λόγιά σου», δηλαδὴ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς λόγους σου, «οὐκ ἐφυλάξαντο» . Καὶ πάλι ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, διδάσκοντάς μας νὰ εἴμαστε ζηλωτὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀλήθεια φανερὰ χωρὶς δισταγμό, ψάλλει πρὸς τὸν Κύριο: «Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ἠσχυνόμην» . Καὶ πάλι λέγει: «Ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου, ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου» . Γι’ αὐτὸ ἂς μὴ μὲ κατηγορήσει κανείς, διότι καὶ ἐγώ, ὑπακούοντας σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο δίδαγμα, γράφω μὲ θάρρος καὶ ἀπὸ θεῖο ζῆλο ὁμιλῶ γιὰ νὰ στηλιτεύσω ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου πού ἀτακτοῦν, ζοῦν καὶ σκέπτονται ἀντιθέτως πρὸς τὶς ὑποσχέσεις πού δώσαμε στὸν Θεό.

Μολονότι καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀτακτῶ καὶ ἁμαρτάνω σὲ πολλά, θεωρῶ ὄχι μόνο χρέος μου νὰ διορθώσω τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ καὶ νὰ νουθετήσω τοὺς ἀδελφούς μου σχετικὰ μὲ τὴν σωτηρία καὶ νὰ τοὺς διδάξω νὰ πορεύονται, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή τους, ἀπὸ τὸν στενὸ καὶ γεμάτο θλίψεις δρόμο καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ἄνετο καὶ πλατὺ . Σὲ τί συνίσταται ὁ στενόχωρος καὶ πικρὸς δρόμος ποῦ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή μᾶς τὸ ἔδειξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ λίγα λόγια, ὅταν εἶπε: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν», δηλαδὴ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ κάθε κακὴ καὶ αἰσχρὴ συνήθεια, πού καλλιέργησε μέσα του. Αὐτὲς εἶναι ἡ λαιμαργία, ἡ πολυφαγία, ἡ οἰνοποσία, ἡ πλεονεξία, ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀπληστία, ἡ αἰσχροκέρδεια, ὁ δόλος, ἡ πονηρία, ὁ φθόνος, τὸ μίσος, τὸ ψεῦδος καὶ τὰ παρόμοια. Ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἐντελῶς καὶ νὰ μὴν ἐπανέλθουμε ποτὲ σὲ αὐτές, ἂν ἐπιθυμοῦμε πράγματι νὰ ἀποφύγουμε τὰ αἰώνια μαρτύρια, στὰ ὁποῖα καταδικάζονται ὅσοι περιφρονοῦν καὶ παραβαίνουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν παράδοση τῶν Πατέρων.

Ἐν συνέχεια λέγει: «Καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ», πού σημαίνει τὴν πλήρη νέκρωση τῶν μελῶν τοῦ σώματος καὶ τῶν αἰσθήσεων, διὰ τῶν ὁποίων εἰσέρχεται ἀνεπαίσθητα στὴν ψυχὴ ὁ θάνατος, ὅπως διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ὅταν ἀπολαμβάνουμε βλέποντας τὴν γυναικεία ὀμορφιὰ ὅποτε συνειδητὰ ἐκτελοῦμε στὴν καρδιά μας τὴν ἀνίερη πράξη, ὅπως ὁρίζει ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ποῦ λέγει: «Πᾶς ὁ βλέπων γυναίκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» . Φυλάξου νὰ μὴν ἐπαναλάβεις αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, ὅπως προσεύχεται ὁ θεῖος ψαλμωδὸς λέγοντας: «Ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα».

Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴν ἀκοή μας, ὅταν μὲ ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση ἀκοῦμε ἀκόλαστα τραγούδια καὶ παραπλανητικὲς διηγήσεις, καθὼς καὶ ὅταν ἀκοῦμε μὲ πλήρη προσοχὴ αὐτὸν πού συκοφαντεῖ τὸν πλησίον του καὶ δὲν τὸν ἀπομακρύνουμε, ὅπως διδάσκει ὁ ἐνάρετος λόγος τοῦ προφήτη: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον». Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴν γλώσσα μας, ὅταν ψευδόμαστε συνειδητά, ὅταν συκοφαντοῦμε μὲ σατανικὸ μίσος τὸν συνάνθρωπό μας, ὅταν ἄλλο λέμε καὶ ὑποσχόμαστε μὲ τὰ λόγια καὶ ἄλλο κρύβουμε στὴν καρδιά μας, χωρὶς νὰ φοβόμαστε καθόλου τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς στηλιτεύει σκληρὰ λέγοντας: «Τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλώσσα σου περιέπλεκε δολιότητα· καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον». Συνέχεια

Περὶ ἁγνείας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης,

  1. Ἀκούσαμε τὴν μαινάδα, δηλαδὴ τὴν γαστριμαργία, πού μόλις πρὸ ὀλίγου μᾶς ἀνέφερε ὅτι ἰδικὸς της ἀπόγονος εἶναι ὁ σαρκικὸς πόλεμος. Διότι μᾶς τὸ διδάσκει αὐτὸ καὶ ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος προπάτωρ, ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ἐὰν δὲν εἶχε νικηθῆ ἀπὸ τὴν κοιλία, δὲν θὰ ἐρχόταν σὲ σαρκικὴ σχέσι μὲ τὴν σύζυγό του.

Ὅσοι λοιπὸν τηροῦν τὴν πρώτη ἐντολή, δὲν πέφτουν στὴν δεύτερη παράβασι. Καὶ παραμένουν βεβαίως υἱοὶ τοῦ Ἀδάμ, χωρὶς ὅμως νὰ δοκιμάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, σὲ μία κατάστασι ὀλίγο κατωτέρα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ γίνη τὸ κακὸ ἀθάνατο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος ποὺ ὀνομάζεται Θεολόγος[1].

  1. Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτησις τῆς ἀσωμάτου φύσεως. Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς. Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος πού μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα, καὶ ἔσβησε τὰ ὑλικὸ μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ.
  2. Σωφροσύνη σημαίνει γενικὴ ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος πού καὶ κατὰ τὸν ὕπνο δὲν αἰσθάνεται καμμία σαρκικὴ κίνησι ἢ ἀλλοίωσι τῆς καταστάσεώς του. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία ὡς πρὸς τὴν διαφορὰ τοῦ φύλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ ὅρος τῆς τελείας καὶ πανάγνου ἁγνείας, τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς παρόμοια καὶ πρὸς τὰ ἔμψυχα καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα σώματα, καὶ πρὸς τὰ λογικὰ καὶ πρὸς τὰ ἄλογα.
  3. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους ἤσκησαν τὴν ἁγνεία ἂς μὴ θεωρῆ δικό του κατόρθωμα τὴν ἀπόκτησί της. Διότι τὸ νὰ νικήση κανεὶς τὴν φύσι του εἶναι ἀπὸ τὰ ἀνέλπιστα. Ὅπου πραγματοποιήθηκε ἥττα τῆς φύσεως, ἐκεῖ φανερώθηκε ἡ παρουσία τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Διότι χωρὶς καμμία ἀντιλογία τὸ κατώτερο καταργεῖται ἀπὸ τὸ ἀνώτερο. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁγνείας εἶναι ἡ μὴ συγκατάθεσις στοὺς σαρκικοὺς λογισμούς, καθὼς καὶ οἱ ἀραιὲς κὰθ΄ ὕπνον ρεύσεις χωρὶς αἰσχρὰ ὄνειρα. Τὸ μέσον της ἁγνείας εἶναι ἡ παρουσία φυσικῶν κινήσεων στὴν σάρκα, μόνο ἐξ αἰτίας πολυφαγίας, χωρὶς εἰκόνες σαρκικὲς καὶ χωρὶς ρεύσεις. Τὸ τέλος δὲ εἶναι ἡ νέκρωσις τοῦ σώματος, ἀφοῦ προηγουμένως ἐνεκρώθηκαν οἱ σαρκικοὶ λογισμοί.
  4. Μακάριος ἀληθινὰ ἐκεῖνος πού ἐμπρὸς σὲ ὁποιοδήποτε σῶμα καὶ χρῶμα καὶ ἡλικία ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία.
  5. Ἁγνὸς δὲν θεωρεῖται ἐκεῖνος πού ἐφύλαξε ἀρρύπωτο τὸ πήλινο σῶμα του, ἀλλ΄ ἐκεῖνος πού ὑπέταξε τὰ σωματικὰ μέλη στὴν ψυχὴ εἶναι ὁ τελείως ἁγνός.
  6. Μέγας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στὴν ἁφὴ παρέμεινε ἀπαθής. Ἀνώτερος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος πού ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴν θέα, καὶ ἐνίκησε τὴν θέα τοῦ σαρκικοῦ πυρὸς μὲ τὴν σκέψι τοῦ οὐρανίου κάλλους.
  7. Ἐκεῖνος πού ἀπομακρύνει τὸν κύνα μὲ τὴν προσευχή, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ παλεύει μὲ λέοντα. Ἐκεῖνος πού τὸν ἀνατρέπει μὲ τὴν ἀντίρρησι, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν πού καταδιώκει ἀκόμη τὸν ἐχθρό του. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὁλοτελῶς ἐξουδετέρωσε τὶς ἐπιθέσεις, μολονότι ζῆ ἀκόμη μὲ τὴν σάρκα, ἤδη ἔχει ἀναστηθῆ ἀπὸ τὸν τάφο.
  8. Ἂν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀληθινῆς ἁγνείας τὸ νὰ μὴν ἐπηρεάζεται κανεὶς ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες πού παρουσιάζονται στὸν ὕπνο, ὁπωσδήποτε τὸ ὅριο τῆς λαγνείας εἶναι τὸ νὰ παθαίνη κανεὶς ρεῦσι ἀπὸ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις ξύπνιος.
  9. Ὅποιος πολεμᾶ τοῦτον τὸν ἀντίδικο μὲ ἱδρῶτες καὶ μόχθους, εἶναι σὰν νὰ ἔδεσε τὸν ἐχθρό του μὲ ἕνα βοῦρλο. Ὅποιος τὸν πολεμᾶ μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀγρυπνία, εἶναι σὰν νὰ τοῦ πέρασε ἁλυσίδες. Καὶ ὅποιος τὸν πολεμᾶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἀοργησία καὶ τὴν δίψα, εἶναι σὰν νὰ τὸν ἐφόνευσε καὶ τὸν ἔκρυψε στὴν ἄμμο. Ἄμμο νὰ θεωρήσης τὴν ταπείνωσι, διότι ἡ ἄμμος δὲν παρέχει βοσκὴ στὰ πάθη, ἀλλὰ εἶναι χῶμα καὶ στάκτη. Συνέχεια

Ἡ μεγαλομάρτυς Αἰκατερίνα

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Ὁ βίος τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἀποτελεῖ ἕνα πλούσιο πνευματικό ἐντρύφημα γιά ὅσους τιμοῦν τήν μνήμη της. Γιά σᾶς, εὐλαβέστατες ἀδελφές, ἀποτελεῖ ἕνα πλουσιώτερο ἐντρύφημα, γιατί ὁ βίος της σέ γενικές γραμμές ἐκφράζει πλήρως τήν μοναχική ζωή.

Στρέψατε τό βλέμμα σας στήν εἰκόνα πού τήν παρουσιάζει μαζί μέ τήν Βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκο. Ἡ Ἁγία στέκεται γονατιστή μπροστά στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία τῆς παραδίδει τό δακτυλίδι τοῦ ἀρραβῶνος. Αὐτή εἶναι ἡ κυριώτερη στιγμή τῆς ζωῆς της. Εἶναι ἡ συμβολική στιγμή τῆς ἀφιερώσεως.

Πρίν ὅμως ἀπό τήν ἀφιέρωσι προηγήθηκε ἡ ἐπιθυμία καί ἡ ἀναζήτησις τοῦ καλυτέρου νυμφίου, ἡ ὁποία τήν ὡδήγησε πρός τόν Κύριο. Μετά τόν πνευματικό γάμο εἰσῆλθε στό στάδιο τοῦ μαρτυρίου καί στεφανώθηκε μέ τόν ἀμάραντο στέφανο. Αὐτή εἶναι σέ γενικές γραμμές ἡ ζωή της. Βασικά οἱ ἴδιες γραμμές ὑπάρχουν καί στή δική σας ζωή, ἐφ᾿ ὅσον ζῆτε ὅπως ἁρμόζει στήν μοναχική σας κλῆσι.

Ἡ Ἁγία εἶχε εὐγενική καταγωγή. Ἦταν πλούσια, εὐφυής, ἐξαιρετικά μορφωμένη. Εἶχε πολλά χαρίσματα. Δέν τήν ἱκανοποιοῦσε ὅμως τίποτε τό κοσμικό. Ἡ ψυχή της ἀναζητοῦσε κάτι τό τελειότερο καί ἦταν ἕτοιμη νά ἀκολουθήση ὅποιον θά τῆς ἔδειχνε τόν δρόμο γιά μιά ὑψηλότερη ζωή.

Ὁ Κύριος βλέποντας τήν καλή της προαίρεση τῆς ἔστειλε τόν κατάλληλο χειραγωγό. Μπόρεσε ἔτσι νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τό κοσμικό σκοτάδι καί νά γνωρίση τόν Οὐράνιο Νυμφίο, τόν ὡραιότερο καί σοφώτερο ἀπ᾿ ὅλους. Ἀποφάσισε λοιπόν νά ἀφιερωθῆ στόν Κύριο, νά νυμφευθῆ μ᾿ Αὐτόν.

Μιά ψυχή νυμφεύεται τόν Κύριο ἀφοῦ προηγουμένως πάρη τήν ἀπόφασι ν᾿ ἀφοσιωθῆ ἀποκλειστικά σ᾿ Αὐτόν. Ἡ ἀπόφασις τῆς ἀφιερώσεως γεννιέται ἀπό τήν σταθερή καί βεβαία πεποίθησι ὅτι ὁ Κύριος ἀποτελεῖ τήν πηγή κάθε ἀγαθοῦ.

Αὐτή ἡ πεποίθησις ἔδωσε καί σέ σᾶς, εὐλαβέστατες ἀδελφές, τήν πρώτη ὤθησι γιά νά ἐγκαταλείψετε ὅλα τά κοσμικά καί νά παραδοθῆτε στόν Κύριο. Ἀσφαλῶς αὐτό θά ἦταν τό πρῶτο σας ξεκίνημα. Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν κλήσι τήν δική σας καί τῆς Ἁγίας εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἐκείνη ἔνοιωθε ἀνικανοποίητη στό κοσμικό περιβάλλον ἀλλά δέν γνώριζε ποῦ ἔπρεπε νά καταφύγη. Ἐνῶ ἐσεῖς μαζί μέ τήν δίψα γιά κάτι τελειότερο εἴχατε τήν πληροφορία γιά τό ποῦ θά τήν ἱκανοποιούσατε. Εἴχατε ἀκούσει τά λόγια: «Ἐάν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ´ 37). Συνέχεια

Ἡ Γένεση τοῦ μοναχισμοῦ

Γώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Τὸ φαινόμενο τοῦ μοναχισμοῦ

Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἀποτελεῖ μόνο χριστιανικό, ἀλλά καὶ γενικότερο θρησκευτικὸ φαινόμενο. Πρὶν ἐμφανιστεῖ ὁ Χριστιανισμὸς στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας, ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν γνωστὴ μέσα στὴν περιοχὴ τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Ἀλλὰ καὶ στὸ πλαίσιο τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ὑπῆρχαν κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ θρησκευτικὲς κοινότητες τῶν Ἐσσαίων στὴν Παλαιστίνη καὶ τῶν Θεραπευτῶν στὴν Αἴγυπτο, οἱ ὁποῖες ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀσκητικό τους χαρακτήρα διαμόρφωσαν καὶ κάποιο εἶδος μοναχικῆς ζωῆς. Ἐνῶ ὅμως στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, ὅπου κυριαρχεῖ ἡ τάση γιὰ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἡ ἄσκηση καὶ ὁ μοναχισμὸς ἀποτελοῦν πρωτογενῆ θρησκευτικὰ φαινόμενα, στὸν Ἰουδαϊσμό, ὅπως καὶ σὲ ὁποιαδήποτε θρησκεία μὲ μεσσιανικὸ ἢ προφητικὸ χαρακτήρα, ἡ ἄσκηση καὶ ὁ μοναχισμὸς παρουσιάζονται ὡς ἐκφραστικὰ μέσα τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση γιὰ τὴ φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ, δὲν ἦταν ἄγνωστη στὸν ἑλληνιστικὸ κόσμο.

Χριστιανικὸς ἀσκητισμός.

Στὴν περιοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ ἀσκητισμός, πάνω στὸν ὁποῖο οἰκοδομήθηκε ἀργότερα ὁ μοναχισμός, δὲν ἐμφανίστηκε ὡς παρείσακτο στοιχεῖο, ἀλλὰ ὡς οὐσιώδης διάσταση τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ὡς βασικὴ συνέπεια τῆς μορφώσεως τοῦ καινοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Ἡ ἀποταγὴ τῶν πάντων, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο τῆς ἀσκητικῆς καὶ μοναχικῆς ζωῆς στὸν Χριστιανισμό, παρουσιάστηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὡς προϋπόθεση γιὰ ὅλους, ὅσοι θέλουν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» . «Ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναι μου μαθητής». Ὁ Χριστιανὸς καλεῖται νὰ ζεῖ στὸν κόσμο ὡς «πάροικος καὶ παρεπίδημος» μὲ τὴν προσδοκία τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ἡ προτίμηση τῆς παρθενίας ἢ τῆς ἀγαμίας ἀντὶ τοῦ γάμου ἐν ὀνόματι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν διαφαίνεται καθαρὰ στὰ βιβλία τῆς Καινῆς διαθήκης. Πολλοὶ Χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παρατηρεῖ ὁ ἀπολογητὴς Ἰουστίνος στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ δεύτερου αἰώνα, διατηροῦν τὴν παρθενία τους σὲ ἡλικία ἑξήντα καὶ ἑβδομήντα ἐτῶν. Καὶ ὁ ἀπολογητὴς Ἀθηναγόρας λίγο ἀργότερα σημειώνει: «Εὔροις δ’ ἂν πολλοὺς τῶν παρ’ ἡμῖν καὶ ἄνδρας καὶ γυναίκας καταγηράσκοντας ἀγάμους ἐλπίδι τοῦ μᾶλλον συνέσεσθαι Θεῷ». Τέλος ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς ἀποτελοῦσαν οὐσιώδη στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνισή της. Συνέχεια

27 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ

Ἡσαΐας ὁ ἀναχωρητής

1.Ἡ ὀργή εἶναι φυσική ἰδιότητα τοῦ νοῦ. Καί χωρίς ὀργή οὔτε στήν καθαρότητα φτάνει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ὀργιστεῖ ἐναντίον ὅλων τῶν πονηρῶν λογισμῶν πού σπέρνει μέσα του ὁ διάβολος. Καί ὅταν τόν βρῆκε ὁ Ἰώβ, ἔβρισε τούς ἐχθρούς του μέ αὐτά τά λόγια: «Ἄτιμοι καί ἐξαχρειωμένοι, πού δέν ἔχετε κανένα καλό πάνω σας, πού δέν σᾶς θεωρῶ οὔτε σάν τούς σκύλους τῶν ποιμνίων μου»(1). Ἐκεῖνος πού θέλει νά φτάσει στή φυσική ὀργή (δηλαδή σ’ ἐκείνη πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν), κόβει ὅλα τά θελήματά του μέχρις ὅτου φτάσει στήν κατάσταση τοῦ νοῦ του, ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός.

2.

Ἄν ἀντιστέκεσαι στήν καταδρομή τοῦ διαβόλου καί δεῖς ὅτι ἐξασθένησε καί ὑποχωρεῖ, μή χαρεῖς, γιατί ἡ κακία τῶν πονηρῶν πνευμάτων δέν ἐξαντλήθηκε ἀκόμη, ἀλλά ἀκολουθεῖ πίσω ἀπό αὐτά. Ἑτοιμάζουν πόλεμο χειρότερο ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἔχουν ἀφήσει πίσω ἀπό τήν πόλη καί τοῦ ἔδωσαν ἐντολή νά μήν κινηθεῖ. Καί ἄν ἀντισταθεῖς σ’ αὐτούς, φεύγουν νικημένοι. Ἄν ὅμως ὑπερηφανευτεῖς ὅτι τούς ἐδίωξες καί ἀφήσεις ἀφύλαχτη τήν πόλη, τότε ἄλλοι ἔρχονται ἀπό πίσω καί ἄλλοι στέκονται ἐμπρός, καί ἡ ταλαίπωρη ψυχή ἀνάμεσά τους δέ βρίσκει καταφύγιο πουθενά. Πόλη εἶναι ἡ προσευχή. Ἀντίσταση εἶναι ἡ ἀντίκρουση τῶν πονηρῶν λογισμῶν στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Βάση εἶναι ὁ θυμός.

3.

Λοιπόν, ἀγαπητοί, ἄς σταθοῦμε μέ φόβο Θεοῦ καί ἄς φυλάγομε τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί ἄς μή βάζομε ἐμπόδιο στή συνείδησή μας. Ἄς προσέχομε τόν ἑαυτό μας μέ φόβο Θεοῦ, μέχρις ὅτου ἡ συνείδησή μας ἐλευθερωθεῖ καί μαζί της κι ἐμεῖς καί πραγματοποιηθεῖ ἕνωση ἀνάμεσα σ’ αὐτήν καί σ’ ἐμᾶς. Καί τότε ἡ συνείδηση γίνεται φύλακάς μας καί μᾶς δείχνει ποῦ σφάλλομε. Ἄν ὅμως δέν ὑπακούσομε σ’ αὐτήν, θά φύγει ἀπό μᾶς καί θά μᾶς ἐγκαταλείψει καί τότε πέφτομε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν καί δέν μᾶς ἀφήνουν πλέον. Ὅπως μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας: «Ἄκουσε τόν ἀντίδικό σου ἕως ὅτου βρίσκεσαι μαζί του στό δρόμο γιά τό δικαστήριο»(2). Ἀντίδικος, ἐννοοῦν μερικοί ὅτι εἶναι ἡ συνείδηση, ἡ ὁποία ἀντιστέκεται στόν ἄνθρωπο πού θέλει νά κάνει τό ἁμαρτωλό του θέλημα. Καί ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκούσει τήν συνείδησή του, τότε αὐτήν τόν παραδίνει στούς ἐχθρούς του.

4

Ἄν ὁ Θεός δεῖ ὅτι ὑποτάχθηκε σ’ Αὐτόν ὁ νοῦς μέ ὅλες του τίς δυνάμεις καί δέν ἔχει ἄλλη βοήθεια παρά Αὐτόν μόνο, τότε τόν ἐνδυναμώνει καί λέει: «Μή φοβᾶσαι, παιδί μου Ἰακώβ, ὀλιγάριθμε Ἰσραήλ»(3). Καί πάλι λέει: «Μή φοβᾶσαι, γιατί σέ λύτρωσα. Σοῦ ἔδωσα τό ὄνομά μου, σύ εἶσαι δικός μου. Καί ἄν περνᾶς ἀπό νερό, εἶμαι μαζί σου, ποτάμια ὁλόκληρα δέν θά σέ παρασύρουν, κι ἄν περάσεις ἀνάμεσα ἀπό φωτιά δέ θά καεῖς καί ἡ φλόγα δέν θά σέ κατακάψει, γιατί ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, πού σέ σώζω»(4).

5.

Ἄν λοιπόν ὁ νοῦς ἀκούσει αὐτά τά ἐνθαρρυντικά λόγια, ἀψηφᾶ τούς δαίμονες λέγοντας: «Ποιός εἶναι ποὺ μέ πολεμᾶ; Ἄς σταθεῖ ἀπέναντί μου. Ποιός ἀντιδικεῖ μ’ ἐμένα; Ἄς μέ πλησιάσει. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου, ποιός θά μοῦ κάνει κακό; Ὅλοι ἐσεῖς θά παλιώσετε ὅπως τά ροῦχα πού τρώει ὁ σκόρος»(5).

6.

Ἄν ἡ καρδιά σου ἔφτασε νά ἀποκτήσει σάν φυσικό τό μίσος κατά τῆς ἁμαρτίας, τότε νίκησε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό ἐκεῖνα πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία καί ἔβαλε στήν μνήμη σου τήν κόλαση. Καί γνώριζε ὅτι Ἐκεῖνος πού σέ βοηθεῖ μένει κοντά σου. Καί σύ νά μήν Τόν λυπεῖς μέ καμία ἁμαρτία, ἀλλά κλαῖε ἐμπρός Του καί λέγε: «Ἐσύ Κύριε ἔχεις τό ἔλεος γιά νά μέ γλυτώσεις ἀπό τήν ἁμαρτία καί τούς δαίμονες, γιατί ἐγώ ἀδυνατῶ νά ξεφύγω ἀπό τούς ἐχθρούς χωρίς τήν βοήθειά Σου». Καί πρόσεχε νά μήν παραδεχτεῖς πονηρές σκέψεις, καί Αὐτός σέ φυλάγει ἀπό κάθε κακό.

7.

Ὀφείλει ὁ μοναχός νά κλείσει ὅλες τίς πόρτες τῆς ψυχῆς, δηλαδή τίς αἰσθήσεις του, γιά νά μήν πέσει ἐξαιτίας τους στήν ἁμαρτία. Καί ὅταν δεῖ ὁ νοῦς ὅτι δέν κυριεύεται ἀπό κανένα πάθος, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀθανασία καί μαζεύει τίς αἰσθήσεις του ὅλες κοντά καί τίς κάνει ἕνα σῶμα.

8.

Ἄν ἀπαλλαγεῖ ὁ νοῦς ἀπό κάθε ἐλπίδα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτό εἶναι τό σημεῖο ὅτι πέθανε μέσα σου ἡ ἁμαρτία.

9.

Ἄν ὁ νοῦς μείνει ἐλεύθερος ἀπό τά κοσμικά πράγματα, τότε ἐκείνη ἡ ἀπόσταση πού ὑπάρχει μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, χάνεται.

10.

Ἄν ἐλευθερωθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλους τοὺς ἐχθρούς του, δηλ. ἀπό τά πάθη, καί ἀναπαυτεῖ, τότε βρίσκεται σέ καινούργια ζωή καί σκέφτεται καινούργια πράγματα, θεϊκά καί ἄφθαρτα. Ὅπου βρίσκεται τό πτῶμα, ἐκεῖ θά μαζευτοῦν οἱ ἀετοί(6), (δηλαδή ὅπου ἡ ἠρεμία ἀπό τά πάθη, ἐκεῖ καί οἱ θεϊκές καί ἄφθαρτες σκέψεις). Συνέχεια

Γιατί ἀλλάζει τὸ ὄνομά του κάποιος ὅταν γίνεται μοναχός;

Ἁγ. Νεκταρίου

Στοὺς ὁσιότατους μοναχοὺς ποὺ ὑπόσχονται νὰ ζοῦν ἐνάρετη ζωὴ ἐπικράτησε ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματός τους. Αὐτὸ γίνεται γιὰ δύο σπουδαιότατους λόγους. Πρῶτος λόγος εἶναι ἡ ἀπάρνηση ὁλοκληρωτικά τῆς προηγούμενης ζωῆς καὶ ἡ συνεχὴς ἐνθύμηση τῆς μεταβολῆς της, καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ ἔχουμε παράδειγμα τὸν ἅγιο στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας, τοῦ ὁποίου φέρουμε τὸ ὄνομα. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος, μᾶς βοηθᾶ νὰ ξεχνοῦμε τὸ παρελθὸν καὶ συνεχῶς ὑπενθυμίζει τὴν μεταβολὴ ποὺ ἔγινε σ’ αὐτὸν ποὺ ἄλλαξε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του καὶ τὶς ἀνειλημμένες ὑποχρεώσεις, ποὺ ὀφείλει νὰ ἐκπληρώνει μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ προθυμία.

Τὸ ὄνομα εἶναι τόσο πολὺ συνδεδεμένο μὲ τὸ πρόσωπο, ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε τὴν προσωπικότητά μας ἀπὸ αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἑνὸς φέρνει στὴν μνήμη τὸ ἄλλο καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ ἕνα γίνεται ταυτόχρονα καὶ πρὸς τὸ ἄλλο. Ἐφόσον ἔχουμε τὸ παλιὸ ὄνομα ὑπάρχει ἀναπόσπαστη ἡ μνήμη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἀντίθετα ὅταν ἀκοῦμε τὸ νέο ὄνομα ὑπάρχει μνήμη τοῦ νέου ἀνθρώπου.

Ἐπικράτησε νὰ γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος, γιὰ τὴν ἠθικὴ δύναμη ποὺ ἔχει. Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως χάνει τὴ δύναμή της, ὅταν ἡ θέλησή μας ἀδρανεῖ νὰ ἐκτελεῖ καὶ νὰ ἐφαρμόζει τὶς ὑποσχέσεις, ποὺ ὑπενθυμίζει τὸ νέο ὄνομα στοὺς μοναχούς. Αὐτὸ δὲ συμβαίνει, διότι ζεῖ μέσα τους ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος καὶ ἀγαποῦν περισσότερο αὐτὸν ἀπὸ τὸν νέο, γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφοροῦν στὶς συνεχεῖς ὑπομνήσεις ποὺ γίνονται σ’ αὐτοὺς ὅταν τοὺς καλοῦν μὲ τὸ νέο ὄνομα.

Ἡ ἀδιαφορία αὐτὴ πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις, τὶς ὁποῖες ὑπενθυμίζει στοὺς μοναχοὺς τὸ ὄνομα, μαρτυρεῖ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἄλλου κακοῦ, τὴν ἀθέτηση τῆς φωνῆς τῆς συνειδήσεως. Διότι σὲ κάθε ἀθέτηση τοῦ καθήκοντος τῆς νέας ζωῆς, ποὺ ὑπενθυμίζει πάντοτε τὸ νέο ὄνομα, ἡ συνείδηση ἐπαναστατεῖ καὶ διαμαρτύρεται, ἀλλὰ δὲν εἰσακούεται, διότι κυριαρχεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος περιφρονεῖ τὶς ἀξιώσεις τοῦ νέου ἀνθρώπου, ποὺ ἐκφράζονται ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως. Ἡ περιφρόνηση αὐτὴ φθάνει μέχρι τέτοιο σημεῖο, ὥστε καὶ νὰ ἀποδοκιμάζει τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεως, ὅτι ἀξιώνει ἀνόητα καὶ παράλογα, καὶ στὸ τέλος τῆς ἐπιβάλλει τὴ σιωπή. Ἡ κατάσταση αὐτὴ μοιάζει μὲ τὴν πώρωση τῆς συνειδήσεως. Ὁ δὲ μοναχὸς ποὺ περιφρόνησε τὴ φωνὴ γιὰ τὴν τήρηση τῶν ὑποχρεώσεών του, αὐτὸς ἔπαθε, ὅ,τι ὑποφέρουν ὅσοι ἔχουν πώρωση συνειδήσεως καὶ ἀλλοίμονο σ’ αὐτόν. Αὐτὸς θὰ κατακριθεῖ, διότι δὲν ἔζησε κατὰ Θεόν, καὶ ἔβαλε τὸ ἐγώ του καὶ τὴ δική του γνώση πάνω ἀπὸ τὴ γνώση τῶν Ὁσίων Πατέρων, καὶ διότι δὲν ἔκανε καλὴ προσφορά. Συνέχεια

Λόγος σε μοναχική Χειροθεσία

Ἱερομ. Ευσεβίου Βίττη

Κανονικὰ, ἀδελφοί μου, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρκεσθοῦμε σὲ ὅσα πολὺ βαθιὰ καὶ πεπληρωμένα θείου Πνεύματος ἱερὰ λόγια περιέχει ἡ ἱερὴ ἀκολουθία τῆς μοναχικῆς κουρᾶς καὶ χειροθεσίας, ποὺ θὰ γίνει σὲ λίγο. Πρέπει ὅμως νὰ τονιστῆ  καὶ πάλι στὴν ψυχή, ποὺ θὰ καθιερώσει τὸν ἑαυτό της, τὸ νόημα τῆς μορφῆς ζωῆς, στὴν ὁποία θὰ μπεῖ ἐπίσημα πιά.

Παράλληλα ὅμως πρέπει καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ παραβρισκόμαστε στὴν ἱερὴ αὐτὴ σύναξη νὰ ἀνανεώσουμε ὅ,τι λιγότερο ἢ περισσότερο γνωρίζουμε γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ ἑπομένως καὶ τῆς χειροθεσίας, ποὺ θὰ γίνει ἀπόψε. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τὴν κατάθεση αὐτῶν ποὺ θὰ ἀκούσετε, ἔστω κι ἂν εἶναι, ἂν ὄχι γιὰ ὅλους, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἀπὸ σᾶς γνωστά, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀποτελοῦν τὸ εὐλαβὲς ἐκκλησίασμα μόνο μοναχοὶ καὶ μοναχές. Ὡς πιστοὶ ὅμως καὶ φιλομόναχοι χριστιανοὶ βρεθήκατε σὲ παρόμοιες ἱερὲς συνάξεις καὶ ἀκούσατε πολλὰ καὶ σημαντικὰ σχετικὰ μὲ τὴν μοναχικὴ κουρὰ καὶ χειροθεσία.

Καὶ θὰ δίσταζα πολὺ ἢ μᾶλλον δὲν θὰ ἐπιχειροῦσα κἂν νὰ πῶ αὐτὰ ποὺ θὰ καταθέσω ἀπόψε, ἂν δὲν μὲ ἐνθάρρυνε ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γράφει τὰ παρακάτω. «Τὰ αὐτὰ λέγειν ὑμῖν, ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές» (Φιλιπ. γ΄1).

Τὸ νὰ σᾶς λέω, σημειώνει, τὰ ἴδια πράγματα ποὺ καὶ ἄλλοτε σᾶς εἶπα, γιὰ μένα δὲν ἀποτελεῖ κόπο, γιὰ Σᾶς ὅμως ἀποτελεῖ ἀσφάλεια πνευματική, γιατὶ ἔτσι θὰ ἐντυπωθοῦν οἱ θεῖες ἀλήθειες περισσότερο μέσα σας. Ἀλλὰ ἀλλάζοντας τὸ «ὑμῖν» μὲ ὕψιλον τοῦ θείου Ἀποστόλου μὲ ἡμῖν μὲ  ἦτα περιλαμβάνω μαζί σας καὶ αὐτὸν ποὺ σᾶς μιλάει τώρα, γιατὶ καὶ ὁ ἴδιος ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀντιληφθῆ καλύτερα, ὅσα σχετίζονται μὲ τὸ νόημα τῆς ἀποψινῆς ἱερᾶς συνάξεως. Πρέπει μόνο νὰ ὑπογραμμίσω, ὅτι ὅσα θὰ λεχθοῦν, δὲν καλύπτουν βέβαια ὅλη τὴν ἔκταση καὶ ὅλο τὸ βάθος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θέματος. Μιὰ γρήγορη καὶ διαγραμματικὴ ὑπόμνησή του θὰ ἐπιχειρηθῆ.

Η ΚΛΗΣΗ

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ ΑΡΧΙΖΕΙ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Τὸ βάπτισμα ἀποτελεῖ ἀναγέννηση, ἀρχὴ καινούργιας, ὑπερφυσικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ «ἄνωθεν γέννησις» «δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Στὸ ἅγιο Βάπτισμα βρίσκεται ὁ σπόρος ποὺ ἡ ἀνάπτυξη καὶ ἡ καρποφορία του θὰ ὁδηγήση τὸν βαπτιζόμενο στὴν τελειότητα καὶ στὴν ἐσωτερικὴ κοινωνία καὶ ἕνωσή του μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου καὶ γίνεται.

ΤΟ ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ἀποτελεῖ ἀφετηριακὴ κλήση καὶ ἀνάθεση ἔργου πνευματικοῦ στὴν ψυχή, ποὺ βαπτίζεται, καὶ ἔχει δύο πλευρές.

Ἡ πρώτη πλευρά του εἶναι ἡ ἀποφασιστικὴ ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ σατανᾶ. Αὐτὴν τὴν ὀνομάζουμε ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ Βαπτίσματος.

Ἡ δεύτερη πλευρὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος εἶναι ἡ ὁλοκάρδια ὑπόσχεση ἀκολουθήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ὀνομάζουμε θετικὴ πλευρὰ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.

α. Ἡ ἀρνητικὴ πλευρά.

Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ τοῦ Βαπτίσματος, σημαίνει ἀγῶνα καὶ πάλη ἐναντίον τῆς ἁμαρτητικῆς ροπῆς, ποὺ παιδαγωγικῶς ἀφήνει μέσα μας καὶ ποὺ τὸ ἱερώτατο Μυστήριο μᾶς καλεῖ νὰ τὴν ἐξουδετερώσουμε σὲ συνεργασία μὲ τὴ θεία Χάρη. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε αὐτό, μπορεῖ νὰ γίνη δύναμη ἀρνητική, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀχρηστέψη τὴν καινότητα ζωῆς, ποὺ μᾶς χαρίστηκε. Ὁ Θεὸς δὲν ὁλοκληρώνει τὸ ἔργο του χωρὶς καὶ τὴ συνέργεια τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς, ἔστω κι ἂν ἡ ἐκ μέρους τῆς ψυχῆς καταβολὴ προσπάθειας θὰ εἶναι ἐλάχιστη ἐν σχέσει μὲ τὴ θεία βοήθεια καὶ χάρη.

Η ΠΛΕΥΡΑ ΑΥΤΗ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος σημαίνει ἀποχὴ ἀπὸ κάθε μορφὴ ἁμαρτίας, δηλαδὴ ἀπὸ κάθε τί, ποὺ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπὶ πλέον σημαίνει ἀποχὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ νόμιμα δικαιώματά μας, ἂν αὐτὰ ἀποβοῦν πειρασμικὰ γιὰ τὴν ἐλευθερία μας, γιὰ τὴν ὀρθὴ πράξη καὶ ἐνέργειά μας ἤ, ἂν αὐτὰ γίνουν ὑπερτροφικὰ καὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἀποβοῦν εἰς βάρος τῆς θεοκεντρικότητας τῆς ζωῆς μας ὡς πιστῶν καὶ ἑπομένως νὰ μετατεθεῖ τὸ κέντρο ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ στὸν ἑαυτό μας, μὲ μιὰ ἄμετρη ἐγωπάθεια καὶ ἐγωλατρία. Συνέχεια

«Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία του»

Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρὸ πάντων ἕνας ταπεινός, γνήσιος, ἀληθινός, ἅγιος μοναχός. Πίστευε βαθιὰ στὴν ἀξία τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἔζησε, ἀφ’ ἧς ἦλθε στὸ ‘Ἅγιον Ὅρος μέχρι τὴν μακαρία τελευτή του, μὲ ἀδιάκοπο ζῆλο καὶ συνέπεια.

Ἔφθανε τὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας μοναχικῆς του ζωῆς, γιὰ νὰ εἶναι ὑποτύπωσης καὶ στηλογραφία κάθε ὀρθοδόξου μοναχοῦ. Ὅμως, ἐπειδὴ ἔλαβε πλούσια τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἔρρευσαν ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος» (πρβλ. Ἰω. ζ’, 38) καὶ «ἐξηρεύξατο ἡ καρδία του λόγους ἀγαθοὺς» (πρβλ. Ψαλμ. 44) περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἂς ἀντλήσουμε καὶ ἐμεῖς, Πατέρες καὶ ἀδελφοί, ἀπὸ τοὺς λόγους αὐτοὺς νάματα καθαρά, τὰ ὁποῖα εἴθε δι’ εὐχῶν τοῦ Ἁγίου καὶ δι’ εὐχῶν Σας νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ κατανοήσουμε βαθύτερα καὶ νὰ βιώσουμε τὴν χριστιανικὴ καὶ μοναχική μας πολιτεία.

Α’.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος θαυμαστής, ἐραστὴς καὶ διαπρύσιος κῆρυξ τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἀφ’ ὅτου ὡς νέος γνώρισε τοὺς ὁσίους Γέροντες Σίλβεστρο, Ἀρσένιο, Γρηγόριο καὶ Νήφωνα, ὁ θεῖος πόθος πυρπόλησε τὴν καρδιά του γιὰ τὴν ἰσάγγελον ζωὴ τῶν μοναχῶν. Τόσος ἦταν ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ὥστε τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ παραμείνη καὶ μία ἀκόμη στιγμὴ στὸν κόσμο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ περιστατικὸ πού ἔλαβε χώρα στὸ λιμάνι τῆς Νάξου τὴν ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεώς του γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ὅταν γράφη γιὰ τὸ κάλλος τῆς παρθενίας καὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς, δὲν φείδεται λέξεων καὶ ἐκφράσεων γιὰ νὰ τὸ περιγράψει:

«Τί ἄλλο ποθεινότερο, ὡσὰν τὸ νὰ μιμεῖταί τινας ἐπὶ γῆς τῶν Ἀγγέλων τὴν πολιτείαν; Τί ἄλλο ἐρασμιώτερο ἡ μακαριστώτερο, ὡσὰν τὸ νὰ εἶναί τινας ἑνωμένος μὲ τὸν ἀγαπητόν του Θεὸν διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀδιάλειπτου ἐν καρδία προσευχῆς, ἥτις ξεύρει νὰ ἀποκτᾶται διὰ μέσου τῆς ἡσυχίας; Καὶ ποτὲ μὲν νὰ φωνάζει μὲ τὸν Παῦλον: «τὶς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ…» καὶ τὰ ἑξῆς· ποτὲ δὲ μὲ τὸν θεοφόρο Ἰγνάτιο “ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται…”;».

Ὅταν στὶς διδαχές του πρὸς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ Χριστιανοὺς ὑποχρεώνεται νὰ συγκρίνει τὴν μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἄλλους τρόπους χριστιανικῆς ζωῆς, αὐτὸς ὁ ἐραστὴς τῆς μοναχικῆς ζωῆς γράφει:

«Διατὶ νὰ μὴ διαλέξης τὴν παρθενικὴ ζωὴν τῶν μοναχῶν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλέον καλλιτέρα, ἡ πλέον ἁγιοτέρα καὶ ἡ πλέον μακαριοτέρα ἀπὸ ὅλας τὰς ἄλλας ζωάς τῶν ὑπανδρεμένων;». Συνέχεια

Ἡσυχαστικὴ Θεολογία

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Ὁ Ἡσυχασμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἐποχικὸ ἢ περιθωριακὸ φαινόμενο τῆς ἱστορίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνιστᾶ κεντρικὸ ἄξονα τῆς μοναχικῆς παραδόσεώς της καὶ σφραγίζει διαχρονικὰ τὸ χαρακτήρα τῆς πνευματικῆς της ζωῆς. Ἤδη, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς ἡσυχίας συνδέθηκε μὲ τὴν ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη μέριμνα καὶ ταραχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐπιστροφή του πρὸς τὸν Θεό.

Ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι πλαδαρότητα ἢ ἀκινησία, ἀλλὰ ἀφύπνιση καὶ ἔντονη ἐνεργοποίηση στὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι μία ἐσωτερικὴ ἀνασύνταξη καὶ ἐπανατοποθέτηση, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴν περισυλλογή, τὴν αὐτοσυγκέντρωση, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, Καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ ζωή, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴ φυγὴ στὴν ἔρημο, δὲν ἐκφράζει ἀποστροφὴ πρὸς τὸν κόσμο, ἀλλὰ προσήλωση στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἡσυχαστὴς ἀπομονώνεται στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χωρέσει μέσα του ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἡ ἡσυχαστικὴ ὅμως ζωὴ μπορεῖ νὰ καλλιεργηθεῖ ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ μέσα στὶς πόλεις, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Κωνσταντῖνος ζοῦσε ἡσυχαστικὴ ζωὴ μέσα στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς συγκλητικὸς καὶ μέλος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ προσήλωση στὸν κόσμο καὶ ἡ πλήρης ἀναφορὰ στὸν Θεό.

Προσήλωση

Κεντρικὴ θέση στὸν ἡσυχασμὸ ἔχει ἡ νοερὰ ἢ καρδιακὴ προσευχή, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἡ προσευχὴ αὐτὴ μὲ τὴ συντομία της βοηθάει στὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ στὴν ἀπερίσπαστη προσήλωση στὸν Θεό, Μὲ τὴ συνεχῆ ἐπανάληψή της καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ προσευχὴ μεταφέρεται σταδιακὰ ἀπὸ τὰ χείλη στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅπως γράφει ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡσυχαστὲς θεολόγους, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελεῖ τὸ κυριότερο ὅπλο τοῦ πιστοῦ στὸν ἀγώνα του ἐναντίον τοῦ πονηροῦ: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γὰρ ἔστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον» (Κλῖμαξ 21, ΡG 88, 9450). Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴ ἀντιμετωπίζει ὁ πιστός τούς πειρασμοὺς καὶ καταπολεμεῖ τὰ πάθη. Καὶ ὅταν ἡ προσευχὴ ριζώσει στὴν καρδιά, ξεριζώνονται τὰ πάθη καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐλευθερώνεται.

Ὁ ἡσυχασμὸς πολεμήθηκε ἔντονα τὸν δέκατο τέταρτο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἑλληνικῆς καταγωγῆς μοναχὸ Βαρλαάμ, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Θεσσαλονίκη. Τὴν πολεμική τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν ὁμοφρόνων του ἀνέτρεψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος καὶ πρόβαλε τὴ θεολογικὴ θεμελίωση τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία συνδέθηκαν στενότερα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ μὲ τὴν ἐποχή του.

Στοὺς κορυφαίους ἐκπροσώπους τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας ποὺ ἀναπτύχθηκε ὡς τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκαταλέγονται ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ μοναχὸς Εὐάγριος, ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής, ὁ Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης κ.α.

Σκοπὸς τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο σὲ προσωπικὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ, ὅμως, αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του. Χρειάζεται νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλλοτριωτικὴ ἐξωστρέφεια καὶ τὴν προσκόλλησή του στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἐσωτερική του ἑνότητα καὶ καθαρότητα. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ καὶ νὰ καθρεφτίσει μεσά του τὸν ὄντως Ὄντα Θεό. Συνέχεια

Παρηγορητικὸς στοὺς μοναχοὺς ποὺ θλίβονται

Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov

«Παιδί μου», λέει ἡ Γραφή, «ἂν ἔρχεσαι νὰ ὑπηρετήσεις τὸν Κύριο, τὸν Θεό, ἑτοιμάσου γιὰ δοκιμασίες. Ἴσια νὰ ἔχεις τὴν καρδιά σου καὶ ὁπλισμένη μὲ κουράγιο… Ὅ,τι κι ἂν σὲ βρεῖ, δέξου το· καὶ στὶς ἀλλεπάλληλες ἀναποδιές, ποὺ θὰ σὲ ρίξουν χαμηλά, δεῖξε ὑπομονὴ» (2).

Οἱ θλίψεις ἦταν πάντοτε σημάδι καὶ ἀπόδειξη εὔνοιας τοῦ Θεοῦ. Οἱ θλίψεις ἦταν πάντοτε καὶ τὸ γνώρισμα τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς πατριάρχες, τοὺς προφῆτες, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ὁσίους. Ὅλοι οἱ ἅγιοι πέρασαν ἀπὸ τὸν στενὸ δρόμο τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων (3), καὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ τους πρόσφεραν τὸν ἑαυτὸ τους θυσία εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Θεό. (4)

Μὲ παραχώρηση τῆς θείας πρόνοιας, διάφορες συμφορὲς βρίσκουν καὶ τώρα τὶς ἅγιες ψυχές, γιὰ ν’ ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἀγάπη τους στὸν Θεὸ μὲ τὸν πιὸ ξεκάθαρο τρόπο.

Τίποτα δὲν συμβαίνει στὸν ἄνθρωπο δίχως τὴ συγκατάθεση καὶ τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ γίνει «κατὰ χάριν» παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ἀναγεννημένο ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, πρῶτα ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ ἐπιβάλει στὸν ἑαυτό του ὡς κανόνα καὶ ὡς ἀναμφισβήτητη ὑποχρέωση τὸ νὰ ὑπομένει καλόψυχα ὅλες τὶς θλίψεις, ὅλους τοὺς σωματικοὺς πόνους, ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἀδικίες, ὅλες τὶς δαιμονικὲς ἐπιθέσεις, ἀκόμα καὶ ὅλες τὶς ἐπαναστάσεις τῶν ἴδιων του τῶν παθῶν.

Ὁ χριστιανὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεό, πάνω ἀπ’ ὅλα χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ σταθερὴ ἐλπίδα σ’ Ἐκεῖνον. Τὰ ὅπλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ κρατάει συνεχῶς στὰ νοερὰ χέρια τῆς ψυχῆς του, γιατί ὁ πονηρὸς ἐχθρός μας, ὁ διάβολος, μὲ κάθε μέσο πασχίζει στὸν καιρὸ τῆς θλίψεως καὶ τοῦ πόνου νὰ μᾶς ρίξει στὴν ἀκηδία καὶ ν’ ἁρπάξει ἀπὸ μέσα μας τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο.

Ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἀφήνει τοὺς πιστοὺς δούλους Του νὰ δοκιμαστοῦν πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις τους. «Ὁ Θεός, ποὺ κρατάει τὶς ὑποσχέσεις Του», γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, «δὲν θὰ ἐπιτρέψει σὲ κανέναν πειρασμὸ νὰ ξεπεράσει τὶς δυνάμεις σας· ἀλλά, ὅταν ἔρθει ὁ πειρασμός, θὰ δώσει μαζὶ καὶ τὴ διέξοδο, ὥστε νὰ μπορέσετε νὰ τὸν ἀντέξετε» (5).

Ὁ διάβολος, πλάσμα τοῦ Θεοῦ κι αὐτός, ποὺ ἦταν πρῶτα δοῦλος Του, κάνει στὴν ψυχὴ ὄχι ὅσο κακὸ θέλει, ἀλλὰ ὅσο τοῦ ἐπιτρέπει ὁ Θεός.

Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν πόσο βάρος μπορεῖ νὰ σηκώσει ἕνα ζῶο. Πολὺ περισσότερο ἡ ἄπειρη Σοφία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει πόσο βαριὲς δοκιμασίες μπορεῖ νὰ σηκώσει μία ψυχή.

Ὁ κεραμοποιὸς γνωρίζει καὶ τὴν ἔνταση τῆς φωτιᾶς καὶ τὸν χρόνο ποὺ πρέπει νὰ μείνουν σ’ αὐτὴν τὰ πήλινα σκεύη, γιὰ νὰ ψηθοῦν σωστὰ γιατί, ἂν παραψηθοῦν, σπάζουν, κι ἂν πάλι μισοψηθοῦν, εἶναι ἀκατάλληλα γιὰ χρήση. Πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσον καιρὸ πρέπει νὰ βαστήξει ἡ φωτιὰ τῆς δοκιμασίας καὶ πόσο δυνατὴ πρέπει νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ φωτιά, ὥστε τὰ λογικά Του σκεύη, οἱ χριστιανοί, νὰ γίνουν ἱκανοὶ γιὰ τὴν εἴσοδο στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Τὰ παιδιά, λόγω τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς ἀπειρίας τους, δὲν εἶναι ἱκανὰ γιὰ τὴν ἄσκηση ἐπαγγέλματος, γιὰ τὴν ἀνάληψη οἰκογενειακῶν εὐθυνῶν, γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς καὶ γιὰ κάθε ἄλλο βιοτικὸ ἔργο. Ἔτσι συχνὰ καὶ οἱ ψυχές, ἔχοντας δεχθεῖ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλλὰ μὴν ἔχοντας δοκιμαστεῖ μὲ τὶς θλίψεις, βρίσκονται ἀκόμα σὲ νηπιακὴ πνευματικὴ ἡλικία καὶ εἶναι, θὰ λέγαμε, ἀνίκανες γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. «Ἂν δὲν ἔχετε παιδαγωγηθεῖ», λέει ὁ ἀπόστολος, «τότε εἶστε παιδιὰ νόθα καὶ ὄχι γνήσια» (6). Συνέχεια

Περὶ τῆς μοναχικῆς ζωῆς

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

«Ἀγαθὸν» λέει, «εἰσελθεῖν εἰς οἰκίαν πένθους ἤ εἰς οἰκίαν γέλωτος»(1). Ἀπὸ ἐκεῖ ἡ ψυχὴ μολύνεται. Γιατί, ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα ὅμοια μὲ αὐτοὺς νὰ ζεῖς τρυφηλά, παρακινεῖσαι σὲ σπατάλη. Ἂν δὲν ἔχεις τὴ δυνατότητα, δέχτηκες ἀφορμὴ λύπης. Στὸ σπίτι ὅμως ποὺ πενθεῖ τίποτα τέτοιο δὲ συμβαίνει, ἄλλα καὶ ἂν ἀκόμα δὲν μπορεῖς νὰ ζεῖς τρυφηλά, δὲν πόνεσες, ἀλλὰ καὶ ἂν ἔχεις τὴ δυνατότητα, περιορίζεσαι. Πραγματικὰ σπίτια πένθους εἶναι τὰ μοναστήρια, ὅπου ὑπάρχει σάκκος καὶ σποδός, ὅπου μόνωση, ὅπου καθόλου γέλιο, οὔτε πλῆθος βιωτικῶν πραγμάτων, ὅπου κυριαρχεῖ νηστεία, ὅπου ὕπνος κάτω στὸ χῶμα, ὅπου ὅλα εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κνίσσα, αἵματα, ἀπὸ θόρυβο, ἀπὸ ταραχή, ἀπὸ πολυκοσμία.

Εἶναι λιμάνι γαλήνιο. Εἶναι σὰν τοὺς φάρους ποὺ εἶναι τοποθετημένοι στὸ λιμάνι καὶ φωτίζουν ἀπὸ ψηλὰ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ καὶ προσελκύουν ὅλους πρὸς τὴ γαλήνη τους, χωρὶς νὰ ἀφήνουν νὰ ναυαγοῦν αὐτοὶ ποὺ τοὺς βλέπουν, χωρὶς νὰ ἀφήνουν νὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἐκεῖ στραμμένα τὰ βλέμματά τους. Πήγαινε σ’ αὐτοὺς, δεῖξε φιλοφροσύνη, πλησίασε, ἄγγιξε πόδια ἁγίων· εἶναι πολὺ πιὸ τιμητικὸ νὰ ἀγγίξεις τὰ πόδια ἐκείνων παρὰ τὸ κεφάλι ἄλλων. Γιατί πές μου, ἂν ὁρισμένοι πιάνουν τὰ πόδια τῶν ἀγαλμάτων, ἐπειδὴ ἀποτυπώνουν τέλεια τὸ βασιλιά, σὺ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ μέσα του, δὲ θὰ τὸν πιάσεις ἀπὸ τὰ πόδια γιὰ νὰ σωθεῖς; Ἅγια εἶναι τὰ πόδια, ἔστω κι ἂν εἶναι εὐτελή, ἐνῶ τῶν βέβηλων ἀνθρώπων δὲν εἶναι τίμιο οὔτε τὸ κεφάλι· γιατί τὰ πόδια ἁγίων κατόρθωσαν μεγάλα πράγματα. Γι’ αὐτὸ καὶ τιμωροῦν, ὅταν τινάξουν τὴ σκόνη ἀπὸ πάνω τους. Ὅταν βρίσκεται ἅγιος κοντά μας, καθόλου νὰ μὴ ντρεπόμαστε νὰ κάνουμε τὰ ἴδια. Καὶ ἅγιοι εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ὀρθὴ πίστη καὶ ζωή. Κι ἂν ἀκόμα δὲν κάνουν θαύματα, κι ἂν ἀκόμα δὲ διώχνουν δαιμόνια, εἶναι ἅγιοι.

Πήγαινε στὶς σκηνὲς τῶν ἁγίων· ὅπως ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ἔτσι εἶναι ὅταν καταφύγεις σὲ μοναστήρι ἁγίου ἀνθρώπου. Δὲ βλέπεις ἐκεῖ αὐτὰ ποὺ βλέπεις στὸ σπίτι- ἡ συνοδεία ἐκείνη εἶναι καθαρὴ ἀπὸ ὅλα· ὑπάρχει πολλὴ σιωπὴ καὶ ἡσυχία· δὲν ἰσχύει ἐκεῖ τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου. Ἂν μείνεις καὶ μία ἡμέρα μόνο ἢ καὶ δεύτερη, τότε περισσότερο θὰ αἰσθανθεῖς τὴν εὐχαρίστηση. Ξημερώνει, ἢ καλύτερα λάλησε ὁ πετεινὸς πρὶν ἀπὸ τὸ ξημέρωμα, καὶ δὲ συμβαίνει, ὅπως στὰ σπίτια, ὅπου ροχαλίζουν οἰ ὑπηρέτες, οἰ πόρτες εἶναι κλειστές, ὅλοι καθὼς κοιμοῦνται μοιάζουν σὰν νεκροί, ὁ ἁμαξηλάτης χτυπᾶ τὰ κουδούνια. Ἐκεῖ δὲ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ ἀμέσως ὅλοι σηκώνονται μὲ εὐλάβεια, ἀποδιώχνοντας τὸν ὕπνο, ὅταν ὁ ἡγούμενος τοὺς ξυπνήσει, καὶ ἀφοῦ σχηματίσουν ἅγιο χορὸ καὶ σηκώσουν ἀμέσως τὰ χέρια, ψάλλουν τοὺς ἱεροὺς ὕμνους. Δὲν εἶναι βέβαια ὅπως ἐμεῖς ποὺ χρειαζόμαστε πολλὲς ὧρες γιὰ ν’ ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ὕπνο καὶ τὸ βάρος τοῦ κεφαλιοῦ. Γιατί ἐμεῖς μόλις ξυπνήσουμε, καθόμαστε στὸ κρεβάτι καὶ τεντώνουμε τὰ μέλη μας γιὰ πολλὴ ὥρα, πηγαίνουμε γιὰ ἀνάγκη, ἔπειτα νίβουμε τὸ πρόσωπο, ντυνόμαστε καὶ ξοδεύεται πολὺς χρόνος.

Ἐκεῖ ὅμως τίποτε παρόμοιο δὲ συμβαίνει· κανένας δὲ φωνάζει κάποιο ὑπηρέτη, γιατί ὁ καθένας ἐπαρκεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του· δὲ χρειάζεται πολλὰ ἐνδύματα, οὔτε ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀποδιώξει τὸν ὕπνο, ἀλλά, μόλις ἀνοίγει τὰ μάτια, μοιάζει μ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔμεινε ἄγρυπνος γιὰ πολὺ χρόνο, ἐπειδὴ ἀσκεῖται στὴ νήψη. Γιατί, ὅταν ἡ καρδιά, χωρὶς νὰ ἔχει γίνει βαριὰ ἀπὸ τὸ φαγητό, πέφτει νὰ κοιμηθεῖ, δὲ χρειάζεται πολὺ χρόνο γιὰ νὰ ξυπνήσει, ἀλλὰ ἀμέσως βρίσκεται σὲ νηφαλιότητα. Τὰ χέρια εἶναι πάντοτε καθαρὰ· γιατί καὶ ὁ ὕπνος εἶναι κόσμιος· κανένας δὲν ἀκούει ἐκεῖ ροχαλητά, οὔτε ἀναστεναγμούς, οὔτε βλέπει κανέναν νὰ τινάζεται στὸν ὕπνο, οὔτε νὰ ξεγυμνώνεται, ἀλλὰ κοιμοῦνται ξαπλωμένοι πιὸ κόσμια ἀπό τους ξυπνητούς. Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν, γιατί ὑπάρχει εὐταξία στὴν ψυχή. Πραγματικὰ αὐτοὶ εἶναι ἅγιοι καὶ εἶναι ἄγγελοι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μὴν ἐκπλήττεσαι ἀκούοντας αὐτά. Γιατί ὁ πολὺς φόβος ποὺ αἰσθάνονται γιὰ τὸ Θεό, δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ βυθιστοῦν στὸν ὕπνο καὶ νὰ καταδυθεῖ ἡ διάνοιά τους ἐκεῖ, ἀλλὰ ὁ ὕπνος ἔρχεται ἐλαφρά, γιὰ νὰ τοὺς ἀναπαύσει μόνο. Καὶ ἀφοῦ τέτοιος εἶναι ὁ ὕπνος τους, κατ’ ἀνάγκην τέτοια εἶναι καὶ τὰ ὄνειρά τους χωρὶς φαντασίες καὶ φοβερὰ τέρατα. Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς εἶπα, μόλις λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ ἀμέσως ἔρθει ὁ προϊστάμενος καὶ ἀκουμπήσει ἁπλῶς μὲ τὸ πόδι αὐτὸν ποὺ κοιμᾶται, ὅλους ἀμέσως τοὺς σηκώνει. Γιατί ἐκεῖ δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὸ νὰ κοιμοῦνται γυμνοί. Συνέχεια

Περὶ θείας ἀγάπης

ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ

Ὢ ἀγάπη, βέβαιη καὶ ἀληθινή! Ὢ ἀγάπη, ὁμοίωμα τῆς θείας εἰκόνας! Ὢ ἀγάπη, τῆς ψυχῆς μου γλυκύτατη ἀπόλαυση Ὢ ἀγάπη, τῆς καρδιᾶς μου θεῖο πλήρωμα! Ὢ Ἀγάπη τῆς ψυχικῆς μου δύναμης τὸ στερέωμα! Ὢ ἀγάπη, διάνοιάς μου παντοτινὸ μελέτημα. Ἐσὺ κατέχεις τὴν ψυχή μου παντοτινά, τὴ φροντίζεις καὶ τὴ θερμαίνεις.

Ἐσὺ τὴ ζωογονεῖς καὶ τὴν ὁδηγεῖς πρὸς τὴ θεία ἀγάπη. Ἐσὺ κατακαίεις τὴν καρδιά μου, γεμίζοντάς την μὲ τὴ φλόγα τοῦ θείου ἔρωτα καὶ ἀναζωπυρώνοντας τὸν πόθο γιὰ τόν Θεό. Ἐσὺ δυναμώνεις μὲ τὴ ζωογόνα σου δύναμη τὴν ψυχή μου καὶ τὴν ἐνισχύεις νὰ προσφέρει τὴν ὀφειλόμενη λατρεία στὸν Θεό. Ἐσὺ κατέκτησες τὸν νοῦ μου ἐλευθερώνοντάς τον ἀπὸ τὰ γήινα δεσμὰ καὶ παρέχοντάς του τὴν ἐλευθερία νὰ ὁδηγεῖται ἀπρόσκοπτα πρὸς τὴν οὐράνια θεία ἀγάπη. Ἐσὺ εἶσαι ὁ πολυτιμότερος θησαυρὸς τῶν πιστῶν, γιατί εἶσαι τὸ τιμιότατο τῶν θείων χαρισμάτων δώρημα.

Εἶσαι τὸ θεόμορφο τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς καλλώπισμα, γιατί ἀναδεικνύεις τοὺς πιστοὺς σὲ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Εἶσαι τὸ στολίδι τῶν πιστῶν, ἀφοῦ τοὺς ἐμπνέεις τὴ σεμνότητα. Εἶσαι τὸ μοναδικὸ μόνιμο ἀγαθό, ἀφοῦ εἶσαι αἰώνια. Εἶσαι τὸ ὡραιότερο ἔνδυμα τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ, γιατί μ’ αὐτὸ περιβεβλημένοι οἱ πιστοί, ἐμφανίζονται μπροστὰ στὴ Θεία ἀγάπη. Εἶσαι ἢ γλυκύτερη ἀπόλαυση τῶν πιστῶν, διότι εἶσαι καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐσὺ περνᾶς στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τοὺς πιστοὺς πού ἁγιάστηκαν ἀπὸ σένα.

Εἶσαι ἡ εὐωδία τῶν πιστῶν. Μὲ σένα, οἱ πιστοὶ μεταλαμβάνουν τὶς ἡδονὲς τοῦ Παραδείσου. Ἀπὸ σένα ἀνατέλλει τὸ φῶς τοῦ νοητοῦ ἥλιου στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἀπὸ σένα φωτίζονται οἱ νοεροὶ ὀφθαλμοὶ τῶν πιστῶν. Ἀπὸ σένα οἱ πιστοὶ γίνονται θείας δόξας καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἀπὸ σένα ξεπηδᾶ μέσα μαςὁ πόθος γιὰ τὰ ἐπουράνια. Ἐσὺ ἀποκαθιστᾶς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ἐσὺ βραβεύεις μὲ εἰρήνη τοὺς ἀνθρώπους. Ἐξομοιώνεις τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ

Ἑνώνεις τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἐσὺ νικᾶς σὲ ὅλα. Ἐσὺ σὲ ὅλα ἀναδεικνύεσαι δυνατότερη. Ἀληθινὰ κυβερνᾶς τὰ πάντα. Τὰ πάντα συγκρατεῖς καὶ συνέχεις. Ἐσὺ οὐδέποτε ὑποχωρεῖς.

Ὢ ἀγάπη, τῆς καρδιᾶς μου πλημμύρισμα! Ὢ Ἀγάπη γλυκύτατο τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ ὁμοίωμα! Ὢ ἀγάπη, τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἱερότατο ἔμβλημα! Ὢ ἀγάπη, τοῦ πραότατου Ἰησοῦ σύμβολο! Ἐσὺ μὲ τὸν πόθο σου πλήγωσέ μου τὴν καρδιὰ καὶ γέμισε τὴν χρηστότητα καὶ ἀγαθοσύνη. Πλημμύρισε τὴν μὲ ἀγαλλίαση. Ἀνάδειξε τὴν κατοικητήριο τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἐσὺ πύρωσέ την μὲ τὴ θεία φλόγα σου γιὰ νὰ κατακαύσει τὰ ταπεινά της πάθη, νὰ τὴν ἁγιάσει, ὥστε νὰ στέλνει στὸν οὐρανὸ ἀκατάπαυστη ψαλμωδία. Ἐσὺ πλήρωσε τὴν καρδιά μου μὲ τὸν γλυκασμὸ τῆς Θείας ἀγάπης, ἔτσι ὥστε νὰ ἀγαπῶ τὸν μόνο γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Κύριό μου καὶ σ’ Αὐτὸν νὰ ἀναπέμπω ἀκατάπαυστη ὑμνωδία μ’ ὅλη τὴν ψυχή μου, τὴν καρδιά μου, τὴ δύναμή μου καὶ τὴ διάνοιά μου. Ἀμήν.

ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ., ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ.

Ἡ ἐργασία τῆς Νήψεως.

Ἁγίου σαΐα το ναχωρητοῦ

Ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀπομκαρυνθῆ ἀπό κάθε κοσμική ὑπόθεσι δέν εἶναι δυνατόν νά λατρεύσει τόν Θεό. Διότι πραγματική λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό νά μήν ἔχουμε, τήν ὥρα τῆς προσευχῆς,στόν νοῦ μας τίποτε ξένο πρός τήν προσευχή καί νά ἀπασχολούμεθα μόνον μ’ Αὐτόν.Δηλαδή νά μήν ἔχουμε στόν νοῦ μας οὔτε ἡδονή, οὔτε κακία, οὔτε μίσος, οὔτε φθόνο, οὔτε φανταστική εἰκόνα, οὔτε φροντίδα γιά πράγματα τοῦ αἰῶνος τούτου. Διότι αὐτά εἶναι σκοτεινά τείχη, πού φυλακίζουν τήν ταλαίπωρη ψυχή καί τήν ἐμποδίζουν στόν ἀέρα καί δέν τήν ἀφήνουν νά συναντήση τόν Θεό, ὥστε μυστικῶς καί «ἐν τῷ κρυπτῶ» νά Τόν εὐλογήση καί νά προσευχηθῆ.

πρός Αὐτόν μέ ἁγνότητα, μέ θεῖο φωτισμό, μέ γλυκύτητα καρδίας καί νά δοκιμάση τήν ἡδονή τοῦ Θείου ἔρωτος. Διότι ὅσο ἡ ψυχή μεριμνᾶ γιά τά ἐξωτερικά, νεκρώνεται ὁ νοῦς καί ἑπομένως τά ἐσωτερικά πάθη ἐνεργοῦν χωρίς ἔλεγχο.

Ἄν ὅμως ἐγκαταλείψη ἡ ψυχή τήν μέριμνα τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, τότε χαίρεται ὁ νοῦς καί στέκει σταθερός (ἀνυψούμενος πρός τόν Θεό)· καί ἡ ψυχή κατανοεῖ τά ἐσωτερικά της πάθη μέ τόν νοῦ. Φροντίζει λοιπόν ὁ νοῦς γιά τήν ψυχή, μέχρις ὅτου τά ἀπορρίψη ἀπό μέσα της καί μέ τήν γονιμοποιό του δύναμι γεννήση καί ἐκθρέψη τά τέκνα της. Τότε γίνονται οἱ δύο μία καρδία καί ὑποτάσσεται ἡ ψυχή στόν νοῦ, ὅπως ἡ γυναίκα στόν ἄνδρα, καί γίνεται ὁ νοῦς κεφαλή τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος: «ὁ ἀνήρ ἐστί κεφαλή τῆς γυναικός» (Ἐφεσ. 5, 23), καί ἀφοῦ γίνουν ἕνα ἐν Κυρίῳ, δέν ἔχουν πλέον διαίρεσι.

Ὅσοι λοιπόν ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σ’ αὐτό τό μέτρο, αὐτοί εἶναι πού προσεύχονται στόν Θεό μέ ἁγνότητα, αὐτοί εἶναι πού φωτίσθηκαν ἀπό τόν Θεό, οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί πού ζητεῖ ὁ Θεός, καί τέλος ἐκεῖνοι στούς ὁποίους «ἐνοικεῖ καί ἐμπεριπατεῖ ὁ Ὕψιστος», ὅπως ἔχει γραφῆ: «Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κορ. στ’ 16).

Γι’ αὐτούς εἶπε ὁ Σωτήρ: «ὅτι ἐάν συμφωνήσωσι δύο περί παντός οὐ ἐάν αἰτήσωνται ἐν τῷ ὄνομάτι μου, γενήσεται αὐτοῖς» (Ματθ. ιη’ 19). Διότι ὅταν ἡ ψυχή συμφωνήση μέ τόν νοῦ καί γίνουν ἕνα, τότε ὁ νοῦς μένει στόν Κύριο καί ὁ θεός σ’ αὐτόν (τόν νοῦ), ὅπως εἶπε ὁ Κύριός μας στά Εὐαγγέλια: «μείνατε ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμιν» (Ἰωάν. ιε’ 5).

Σ’ αὐτόν λοιπόν πού παραμένει σέ κοινωνία μέ τόν Θεό διά μέσου της ἐνάρετου πράξεως, καί ὁ Θεός παραμένει μέσα του μέ τήν θεωρία. (Θεωρία ἐννοεῖται ἡ πνευματική καί ἄυλη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού σχηματιζεται στήν διάνοια τοῦ σκεπτομένου τόν Θεό, ἤ ἡ ὅρασι τοῦ Θεοῦ μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας). Διότι ἐάν ἡ ψυχή ἀπελευθερωθῆ καί προσπεράση τά ἐμπόδια πού εἶναι στόν ἀέρα, τότε μένει στόν Θεό καί δέχεται τίς ἀκτίνες τοῦ Πνεύματος. Συνέχεια

Ἡ μοναχικὴ ζωὴ δείκτης τελειώσεως

 

 Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης

Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ μοναχισμοῦ παρουσιάστηκε μία ἰδιαίτερη μορφὴ ζωῆς στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι δημιουργήθηκε καὶ νέα ἠθική. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ἠθικὴ γιὰ τοὺς κοσμικοὺς καὶ ἰδιαίτερη γιὰ τοὺς μοναχούς, οὔτε διαφοροποιεῖ τὶς δύο αὐτὲς κατηγορίες τῶν πιστῶν ὡς πρὸς τὶς ὑποχρεώσεις τοὺς ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλους. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν ὡς κοινὸ γνώρισμα «τὸ ἀπὸ Χρίστου καὶ εἶναι καὶ ὀνομάζεσθαι»(1). Ἡ ὑπόσταση δηλαδὴ καὶ τὸ ὄνομά τους ἀνάγονται στὸ Χριστό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστιανὸς εἶναι γνήσιος καὶ ἀληθινός, ὅταν στηρίζει τὴ ζωὴ καὶ τὴ διαγωγή του στὸ Χριστό. Ἡ προσπάθεια ὅμως αὐτὴ δυσχεραίνεται μέσα στὸν κόσμο.

Αὐτὸ ποὺ εἶναι δύσκολο στὸν κόσμο ἐπιχειρεῖται μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα στὸ μοναχισμό. Ὁ μοναχὸς ἐπιδιώκει στὴν πνευματική του ζωὴ ὅτι ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει καὶ ὁποιοσδήποτε πιστὸς νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Οἱ βασικὲς ἀρχὲς τοῦ μοναχισμοῦ συμπίπτουν οὐσιαστικὰ μὲ τὶς βασικὲς ἀρχὲς τῆς ζωῆς ὅλων τῶν πιστῶν. Αὐτὸ γίνεται ἐμφανέστερο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὅταν δὲν εἶχε ἀκόμα ἐμφανισθεῖ ὁ μοναχικὸς θεσμός.

Στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανὴς ἡ προτίμηση τῆς παρθενίας ἢ τῆς ἁγνότητας ἀπέναντι στὸ γάμο. Ἡ θέση αὐτὴ δὲν στρέφεται βέβαια ἐναντίον τοῦ γάμου, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς μέγα μυστήριο(2), ἀλλὰ ἐπισημαίνει τὶς δυσκολίες ποὺ συνεπάγεται σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Γὶ΄ αὐτὸ ἐξαρχῆς ὑπῆρχαν πολλοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἀπέφευγαν τὴ σύναψη γάμου. Ἔτσι ὁ ἀπολογητὴς Ἀθηναγόρας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸ δεύτερο αἰώνα, γράφει: «Εὔροις δ΄ ἂν πολλοὺς τῶν πὰρ΄ ἠμὶν ἄνδρας καὶ γυναίκας καταγηράσκοντας ἀγάμους ἐλπίδι τοῦ μᾶλλον συνέσεσθαι τῷ Θεῶ»(3).

Ἐξάλλου ἡ χριστιανικὴ ζωὴ συνδέθηκε ἐξαρχῆς μὲ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσία: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοὶ»(4). Ὁ Χριστὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν πλήρη αὐτοπροσφορά του: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστί μου ἄξιος»(5).

Τέλος ἡ ἐπίδοση στὴν ἔντονη καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὑπακοὴ στοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑποταγὴ στοὺς ἄλλους, ὅπως καὶ ὅλες γενικὰ οἱ βασικὲς ἀρετὲς τοῦ μοναχισμοῦ, καλλιεργοῦνταν ἐξαρχῆς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Συνέχεια

Εἰς τὸν ἅγιον καὶ πανένδοξον μεγαλομάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, Δημήτριον

Συμεών μοναχὸς καὶ φιλόσοφος,

 1. Φίλοι τοῦ μάρτυρα, σήμερα μᾶς συγκέντρωσε ὁ σπουδαῖος ἀνάμεσα στοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ Δημήτριος, ὁ ἀληθινὸς πολιοῦχος καὶ θερμοτατος προστάτης μας, προσφέροντάς μας τοὺς ἄθλους του σὲ πνευματικὸ συμπόσιο.

Ὅτι ἦταν λοιπὸν ξεχωριστὸς ὁ ἄνθρωπος καὶ ὑπερεῖχε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ δύο πράγματα, στὴ γενιὰ καὶ τὴν εὐημερία τῆς φύσης, καθὼς καὶ στὴ σύνεση τῶν θείων καὶ τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπινων εἶναι φανερὸ ἀπὸ πολλά, ποὺ τὸ δείχνουν καθαρά, ὅλα ὅσα σχετίζονται μ᾿ αὐτόν, ὅτι ἦταν ὅμως καὶ στοὺς ἄθλους ἀσυναγώνιστος, τὸ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὰ ποὺ βλέπουμε.

Ποιὰ τιμὴ λοιπὸν τόσο μεγάλη καὶ ὑπέροχη, καὶ χοροστάσια μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλου του λαοῦ καὶ ἄσματα γεμάτα χάρη, τοῦ ἔχουν ἀποδώσει ἀκόμη καὶ οἱ ἴδιοι οἱ βασιλιάδες περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον;

Καὶ ἂν αὐτὰ ποὺ τελοῦμε ἐδῶ γιὰ τὰ μαρτύρια καὶ τοὺς ἄθλους του, ποὺ ἔκανε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἀποδεικνύουν τόσο σπουδαῖο καὶ λαμπρό, πόσο σπουδαῖο θὰ τὸν ἀναδείξει ἡ εὐτυχία του στοὺς οὐρανούς;

Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι νικητὴς σὲ κάθε λόγο, δὲν εἶναι καθόλου ἄξιο ἀπορίας ἂν θὰ κατανικήσει καὶ τοὺς δικούς μας ἐπαίνους. Ἀπὸ ἐδῶ λοιπὸν θὰ ἀποδειχτεῖ πολὺ περισσότερο ἄξιος θαυμασμοῦ, γιατὶ ὑστεροῦν ὅλοι λόγω τῆς ἀνωτερότητας τῆς δόξας του καὶ θὰ δοξαστεῖ περισσότερο, γιατὶ μειονεκτοῦν ὅλοι μετὰ ἀπὸ αὐτόν.

2. Θὰ ἀδιαφορήσουμε λοιπὸν γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο θέμα ἂν καὶ ἔχουμε ἀνταποκριθεῖ πιὸ ἀργὰ ἀπὸ τὸν κατάλληλο χρόνο καὶ γιὰ νὰ μὴ φανοῦμε κατώτεροι ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ὁμιλητές του μάρτυρα; Τόσο πολὺ θὰ διστάσουμε, ὥστε νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν τὸν ἐγκωμιάζουμε τιμοῦμε περισσότερό τους ἑαυτούς μας καὶ καθαγιάζουμε τὴ γλώσσα; Σὲ καμιὰ περίπτωση. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν ἐπαρκοῦν οἱ λόγοι γιὰ τὴν ἀξία ἐκείνου καὶ ὑποχωροῦν μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο του ἀποτελεῖ μεγάλη φιλοδοξία γιὰ ὅσους τὸν ἐπαινοῦν. Τόσο μεγάλη δόξα εἶναι ὁ ἔπαινος τοῦ μάρτυρα.

3. Μιὰ καὶ ἔχω τονίσει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ προοίμιο τοῦ λόγου ὅτι αὐτὸς ἦταν ἐξαιρετικὸς σὲ ὅλα καὶ πανένδοξος καὶ στὰ δύο, ἀπὸ ποῦ νὰ ἐπιχειρήσω νὰ πλέξω τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων; Ἀπὸ ὅπου λοιπὸν καὶ νὰ θελήσουμε, θὰ βροῦμε εὔκολα πολλὰ καὶ σπουδαία καὶ δὲν θὰ παραχωρήσουμε γενικὰ (ἐνν. τὸ ὑφάδι τῶν ἐγκωμίων) σὲ κανέναν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐξουσία καὶ τὰ πρωτεῖα, μέχρι ποὺ κανεὶς λόγος δὲν θὰ μὲ πείθει ὅτι δὲν καμαρώνουν οἱ μάρτυρες μὲ τοὺς ἐπαινετικοὺς λόγους, ποὺ ἀφιερώνονται σ᾿ αὐτούς, σὰν νὰ εἶναι δικοί τους.

Νὰ μιλήσει λοιπὸν κανεὶς γιὰ τὴ γενιά του, ποιὰ ἦταν, καὶ γιὰ τὴν οἰκογενειαά του καὶ γιὰ τὴν πατρίδα του καὶ γιὰ τὴ στρατιωτική του δύναμη καὶ τὴν ἐπαγγελματική του σταδιοδρομία καὶ τὴν εὐτυχία καὶ τὸν κλῆρο, τὰ ὁποῖα κέρδισε μὲ ἀφθονία χάρη στὴν εὐσέβεια καὶ στὶς δύο ζωές του, θὰ τραβοῦσε πολὺ μακριά, εἶναι κοπιαστικό, καὶ ἀποτελεῖ ἔργο τῆς ἱστορίας καὶ ὄχι τοῦ ἐγκωμίου. Μὲ τὴν ἐξαίρεση ὅμως νὰ ποῦμε ὅσα θὰ ἔπρεπε, εἶχε εὐγενικὴ καταγωγὴ σὰν ἕνας ἄλλος Ἰώβ, δὲν ἦταν βέβαια βασιλιάς, ὅπως ἐκεῖνος, τῆς Ἀνατολῆς ἢ τῆς Δύσης, γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ οἰκεία, ἀλλὰ ἦταν ἀνθύπατος τῶν δικῶν μᾶς βασιλιάδων καὶ τῆς συγκλήτου. Συνέχεια

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ

 

Anthony Bloom

Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω μ’ ἕνα μικρὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, κεφάλαια 21 καὶ 22: «Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῶ ἀνδρὶ αὐτῆς. καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ΄ αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ’αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰσι. Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τῷ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν».

Αὐτὴ εἶναι σπουδαία προσδοκία, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο προσδοκία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, ἦλθε μέ δύναμη. Ἦλθε σὲ μέρη πολλά, σὲ πολλές καρδιὲς, σὲ πολλές οἰκογένειες, μ’ ἔναν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο τρόπο, μυστικὰ ὅπως ἔρχεται ὁ κλέφτης στὰ μέσα τῆς νύχτας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔφτασε μὲ δύναμη, βρίσκεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀφοῦ ἀποκατέστησε ξανὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσα ἀπὸ μιὰ νέα διάσταση ἀγάπης, τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐντὸς μας καὶ ἀνάμεσα μας. Τὰ πάντα βρίσκουν τὸ δρόμο τους στὶς καρδιὲς, στὸ νοῦ, στὴ ζωή, στὴ θέληση μας, κατακτώντας τὰ πάντα μέσα μας. Ἔτσι ὁ σαρκωμένος Θεὸς ἐργάζεται. Kατακτᾶ, καὶ θὰ κατακτᾶ.

Ἀλλὰ ἄν εἴμαστε λαός Του, ἄν εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καλούμαστε ὄχι μόνο δεκτικοὶ τῆς χάριτος, ὄχι μόνο νὰ μᾶς κατακτήσει, ἀλλὰ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε τὸ σκοπό Του. Εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ, ἐπειδὴ Τὸν γνωρίζουμε, ἐπειδὴ Τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ «Πήγαινετε»· «θυσιαστεῖτε» καὶ νὰ πεθάνουμε· «Ζῆστε» καὶ νὰ ζήσουμε.

 Καὶ στὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς μας, ὑπάρχουν λόγια ποὺ ἀκούσαμε δυό φορές στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας σὲ δύο ἀκολουθίες: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται στὸ πλαίσιο τῶν ἱερῶν μας Λειτουργιῶν, μέσα στὸ κομμάτιασμα τῆς ἱστορικῆς Χριστιανοσύνης, μὲ ὀδύνη συνειδητοποιοῦμε τὸν χωρισμὸ, ἐνῶ γνωρίζαμε τὴν συγγένεια μας. Ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ὅπου μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀληθινοὺς λόγους, «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀκόμα πιὸ κοντὰ ἀπ΄ ὅσο φανταζόμαστε, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ κόψουμε τὸν ἄρτο, οὔτε νὰ μοιραστοῦμε τὸ ἴδιο ποτήριο; Tολμῶ νὰ πῶ πὼς εἴμαστε πολὺ πιὸ κοντὰ.

Ὅταν λέμε αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ὥρα τῆς κλάσης τοῦ ἄρτου, σκεφτόμαστε μὲ ὅρους λειτουργικοὺς· ξεχνᾶμε ὅτι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο αὐτὰ τὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ κίνηση ἀντιπροσώπευε κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕναν τύπο. Ὁ τεμαχισμένος ἄρτος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ κοινὸ ποτήριο ἦταν εἰκόνα τοῦ αἵματός Του ποὺ χύθηκε γιὰ νὰ ἔχει ὁ κόσμος ζωή. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμαΤου, ἀντιπροσωπεύουν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε σάρκα μὲ σκοπὸ νὰ μετέχει στὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη τέλειας καὶ σταυρωμένης ἀδελφοσύνης γιὰ νὰ σωθεῖ ἴσως ἡ ἀνθρωπότητα. Κι αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς λειτουργικῆς πράξης, ὑπάρχει τὸ ὑπαρξιακό στοιχεῖο, ὅλα ὅσα ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἅρτου καὶ ἡ συμμετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο. Καὶ ἀντιπροσωπεύει τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης, ὅπου ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ ὅλον τὸν κόσμο, παίρνοντας στοὺς ὥμους Του τὸ πεπρωμένο τῆς ἀνθρωπότητας, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό Του ὄχι μόνο μὲ τὸ δημιούργημα Του, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐκπεσμένο πλάσμα Του καὶ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καταστάσεις, ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ ζωή, μὲσα ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν διακονία, ὄχι σέ σχέση μὲ τὸ φυσικό θανάτο, ἀλλὰ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μοιραστεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὴ μόνη βασική τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας: τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ – «Θεέ μου, Θεὲ μου, γιατὶ μ’ ἐγκατέλειψες;» – αὐτὴ ἡ ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ σκοτώνει καὶ ποὺ σκοτώνεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπινή Του φύση. Ἀντιπροσωπεύει αὐτὴν τὴν ἀλληλεγγύη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀγωνία στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, ὅπου ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο – ἕναν θάνατο ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μ’ Ἐκεῖνον. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦταν ἡ ζωή, ὁ θάνατος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει δύναμη ἐπάνω Του, ἐπειδὴ λέει ὅτι ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν θὰ βρεῖ τίποτα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ νὰ τοῦ ἀνῆκει. Ὁ θάνατος ποὺ ἦταν δῶρο στὴν ζωή Του, ποὺ τὸν ἀποδέκτηκε καὶ τὸν μοιράστηκε, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει. Ἀντιπροσωπεύει τὴ Σταύρωση, τὴ φυσικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀθάνατου ποὺ μοιράζεται τὸν θάνατο τοῦ πλάσματος Του, Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, χάνοντας τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητάς Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ πεθαίνοντας χάριν τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἄρτου καὶ ἡ μετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο. Συνέχεια

“Ὁμιλία εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν Τελώνην”

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

 

Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δέ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους, ἀγαπητοί. Ὅσο δὲ βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι ποθοῦν. Καὶ τὴ νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τίς πηγές τῶν πόθων τους. Κι ὅταν ξημερώση πηγαίνοντας ἀπό τόπο σέ τόπο, μέ ἀεικίνητα μάτια βλέποντας γύρω, ἀναζητοῦν αὐτά πού ποθεῖ ἡ καρδιά τους.

Κι ὅπως ὁδοιπόροι, πού σέ ὥρα μεσημεριοῦ διασχίζουν ἄνυδρο τόπο, ἀναγκασμένοι ἀπὸ τὴ δίψα βλέπουν γύρω τους πηγές· καὶ πολλὲς φορὲς θὰ τοὺς δῆς ν’ ἀνεβαίνουν καὶ βουνὰ ὅπου ὑπάρχει πηγή· κι ὅταν ἀπό μακριὰ τὴ δοῦν, χαίρονται καὶ συνεχίζουν τὴν πορεία τους πρὸς αὐτὴ μέ βιάση· ἔπειτα φθάνουν στὴν πηγὴ καὶ σβήνουν μὲ τὸ νερὸ τὴ δίψα τους· τέτοιοι εἶναι κι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα ἀναζητοῦν τὸν ποθητό τους Χριστὸ μὲ καλά ἔργα καὶ τὴ νύχτα εἶναι κοντά του μὲ τὴν προσευχή κι ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό τους ὅτι περπατοῦν μαζί του.

Ὅταν στὰ ὁράματά τους τὸν ἰδοῦν ἀπὸ μακριά χαίρονται κι ἀναγαλλιάζουν καθὼς οἱ διψασμένοι, ὅταν βροῦν τὶς πηγὲς ποὺ ποθοῦν. Κι ὅταν ξυπνήσουν θέλουν νά ξανακοιμηθοῦν, γιὰ ν’ ἀντικρύσουν στὸν ὕπνο τους τὴν ἴδια πάλι ὁπτασία.

Τέτοιος καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Δῆτε τον ποὺ τρέχει καὶ ὁ θεῖος πόθος τὸν πυρπολεῖ· σκαρφαλώνει στὸ δένδρο καὶ ψάχνει γύρω τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ δῆ τὴ ζωοδότρα πηγή.

Κι ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἀντίκρυσε τὸν Κύριο, ξεκούρασε τὴν ὅραση του, περισσότερο ὅμως ἀναρρίπισε τὸν πόθο στὴν καρδιά του· «Μπῆκε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχὼ καὶ περιπατοῦσε στὸν δρόμο. Βρῆκε κάποιον λεγόμενο Ζακχαῖο. Ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Ἤθελε πολὺ νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ».

Πρόσεξε, ἀγαπητέ μου, τόν πόθο τῆς ψυχῆς του. Δέν μποροῦσε ὅμως νὰ δῆ ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ ἦταν μικρὸ τὸ ἀνάστημά του. Τρέχει λοιπὸν μπροστά κι ἀνεβαίνει σὲ μιὰ μουριὰ γιὰ νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ κεῖ. Ὁ Ζακχαῖος μὲ τὸ μικρὸ ἀνάστημα καὶ τὴν πολλὴ γνώση ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Χριστὸ, ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ μέσα στοὺς ἀνθρώπους πού χάριζε τὸν οὐρανό, ἤθελε νὰ δῆ τὸ δημιουργὸ τῶν ἀγγέλων, νὰ δῆ νὰ βαδίζη μὲ βήματα ἀνθρώπου ὁ φωτοδότης τοῦ οὐρανοῦ, ὑπέργειου φωτός.

Ζητοῦσε νὰ δῆ πῶς ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καθισμένος στὸ νέφος πλημμύρισε μὲ φῶς τῶν πιστῶν τὰ ψυχικὰ μάτια. Ζητοῦσε νὰ δῆ τὸ θεὸ Ἰησοῦ, τὸν ὡραῖο, τὸν ποθητὸ, τὸ γλυκύ, ποὺ μὲ τὄνομά του δηλώνει καὶ τὴν πράξη. Νὰ δῆ τὸ πορφυρόμαλλο πρόβατο, ποὺ τὸ αἶμα του ἔγινε τὸ τίμημα τῆς οἰκουμένης καὶ τὸ μαλλί του ἔντυσε τοὺς γυμνοὺς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸ τέλος. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸ βασιλιά του, τὸ πρόβατο τὸ βοσκό του, ὁ παραπλανημένος τὸ δρόμο του, ὁ σκοτισμένος τὸ φῶς. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν κήρυκα τῆς εὐσεβείας, αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε γευτῆ τὴ γλυκύτητα τῆς θεογνωσίας.

Ζητοῦσε νὰ δῆ ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγεία του, ὁ πεινασμένος τὴν οὐράνια τροφή, ὁ διψασμένος τὴν ζωοδότρα πηγή. Ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν ἐμψυχωτὴ τῶν ἱερέων καὶ τὸν ξυπνητὴ τοῦ Λαζάρου. Ὤ, τὸ θεϊκὸ ἔρωτα! Ὤ, τὴν ἐπιθυμία! Ὤ, τὸ χρυσόφτερο ἔρωτα, ἤ καλύτερα τὸν ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν ἔχει. Ὁ θεϊκὸς ἔρωτας ποὺ τὸν ἐσήκωσε ἀπὸ τὴ γῆ, τὸν ἔκαμε κιόλα ν’ ἀνεβῆ στὸ δένδρο. Συνέχεια

“Διόρθωση καί σωτηρία τοῦ ἀρχιετελώνη Ζακχαῖου – ΙΕ΄ Λουκᾶ”

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς

1. Πρωτύτερα ἐπήραμε ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ περὶ τῆς ἰάσεως τῶν λεπρῶν καὶ τυφλῶν κατὰ τὸ σῶμα γιὰ τὴν πνευματικὴ ὁμιλία πρὸς τὴν ἀγάπη σας. Σήμερα θέμα θὰ ἔχωμε τὸν κατὰ τὴν ψυχὴ τυφλὸ Ζακχαῖο πού κατοικοῦσε στὴν Ἱεριχῶ καὶ τὴν ἀναβλεψὶ του κατ’ αὐτήν.

Εἶναι δὲ μεγάλο τὸ σχετικὸ μὲ αὐτὸν θαῦμα καὶ ὄχι μικρότερο ἀπὸ τὰ σχετικὰ μ’ ἐκείνους. Διότι καὶ αὐτὸς εἶχε σκοτεινούς τους ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδιᾶς, ὅπως ὁ τυφλὸς ἐκεῖνος εἶχε σκοτεινούς τους ὀφθαλμοὺς τῆς ἔξω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μορφῆς· ἀφοῦ οὔτε αὐτὸς δὲν μποροῦσε κατὰ τὴ διὴγησι νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀπαλλάχθηκε δὲ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ σκότος τοῦ νοῦ μὲ μόνο τὸ λόγο ἐκείνου πού καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου μὲ μόνο τὸ λόγο συνέστησε τὸ φῶς καὶ κατηύγασε ὅλη τὴν αἰσθητὴ κτίσι. Ὅπως δηλαδὴ τότε, πρὶν νὰ εἰπῆ ὁ Θεός, «ἂς γίνη φῶς, κι’ ἔγινε φῶς», ὑπῆρχε σκότος ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ τώρα, πρὶν νὰ εἰπῆ πρὸς τὸν Ζακχαῖο ὅτι «σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸν οἶκο σου», τὸ δεινὸ σκότος τῆς φιλαργυρίας ἦταν καθισμένο ἐπάνω στὴν ψυχὴ τούτου, ἐνῶ ἡ διάνοιά του ἦταν ὁπωσδήποτε παραχωμένη μαζὶ μὲ τὸ χρυσὸ σὲ σκοτεινοὺς τόπους, ὅπου θησαυρίζεται ἀπὸ τοὺς φιλαργύρους ὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος.

2.  Ἂς ἰδοῦμε λοιπὸν τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν κατὰ τὴ διήγησι. «Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχώ. Ποιὸν ἐκεῖνο καιρό; Ὅταν ἐκαθάρισε τοὺς λεπρούς, ὅταν ἐφώτισε τοὺς τυφλούς, ὅταν διὰ τῆς σχετικὰ πρὸς αὐτοὺς φήμης μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους προσείλκυσε καὶ τὸν Ζακχαῖο πρὸς τὸν πόθο τῆς θέας του. «Ἀφοῦ λοιπὸν εἰσῆλθε ὁ Ἰησοῦς διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ»· ὄχι δὲ μόνο τὴν Ἱεριχώ, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἰουδαία διερχόταν ὁ Κύριος, καὶ τὴ Γαλιλαία καὶ γενικῶς τὴ γῆ. Διότι δὲν ἦλθε ἐδῶ γιὰ νὰ παραμείνη σωματικῶς, ἂν καὶ ἔλαβε τὸ σῶμα σὰν τὸ δικό μας ὑπὲρ ἠμῶν, ὅπως εὐδόκησε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ διέλθη κι’ ἀνεβῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀπὸ ὅπου κατῆλθε, ἀνεβάζοντας μαζὶ καὶ τὸ δικό μας φύραμα καὶ τοποθετώντας τὸ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία· ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς διδασκαλίας διερχόταν περιοδεύοντας ὅλο τὸν τόπο τῆς Παλαιστίνης. Ὅπως δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας συνήγαγε σ’ ἕνα δίσκο ὅλο τὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἔκαμε βασιλέα της τὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἄφησε δὲ νὰ στέκεται, ἀλλὰ τὸν ἔκαμε νὰ περιπολῆ· ἔτσι, συνάπτοντας τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος μὲ τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζοντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ βασιλέα τοῦ παντὸς πραγματικὰ ἐπίγειο καὶ ἐπουράνιο, ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ἀρκτὸ καὶ ἀΐδιο, δὲν ἐδέχθηκε νὰ κάθεται ἐπάνω σ’ ἕνα τόπο, ἀλλ’ εὐδόκησε νὰ περιέρχεται ἕως ὅτου ἀπεργασθῆ σωτηρία μόνιμη καὶ ἀδιάκοπη στὸ μέσο τῆς γῆς, καθὼς προανήγγειλε ὁ Δαβὶδ λέγοντας, «ὁ Θεὸς ὁ πρὸ αἰώνων βασιλεύς μας, ἀπεργάσθηκε σωτηρία στὸ μέσο τῆς γῆς»· διότι αὐτὴν τὴν σωτηρία ἐπετέλεσε ὁ Κύριος περιερχόμενος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἥλιος δὲν περιπολεῖ γενικῶς ὅλον τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τὸ μεσαῖο μέρος τοῦ ζωοδιακοῦ πόλου, ἔτσι λοιπὸν καὶ «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» Χριστός, περιερχόμενος σὲ ὅση ἔκτασι ἐχρειαζόταν τὸ μέσο τῆς κατοικουμένης ἀπὸ τὰ ζῶα, διερχόταν τὰ μέρη του, κι’ ἔτσι ἀφοῦ εἰσῆλθε διερχόταν τὴν Ἱεριχῶ.

3. «Καὶ ἰδού», λέγει, «ἦταν ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, πού ἦταν μάλιστα ἀρχιτελώνης. Ἦταν δὲ πλούσιος αὐτὸς κι’ ἐζητοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἐξ αἰτίας τοῦ ὄχλου, διότι ἦταν μικρὸς στὸ σῶμα». Ὄχι δὲ μόνο ἦταν μικρός, ἀλλὰ ἦταν καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ· διότι ἂν ἐπλησίαζε, ἔστω καὶ μικρόσωμος, δὲν θὰ ἐστερεῖτο τῆς θέας. Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι τοῦτος ἑλκυόταν καὶ ἀναχαιτιζόταν ἀρρήτως ἀπὸ τὴν θεία δύναμι τοῦ Ἰησοῦ· ἑλκυόταν δηλαδή, ἐπειδὴ εἶχε τρόπο χρηστὸ καὶ ψυχὴ κατάλληλη γιὰ τὴν ἀρετή, γι’ αὐτὸ κι’ ἐπιθυμοῦσε κι’ ἐπιχειροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ· ἀναχαιτιζόταν δὲ ἀπὸ τὴ θεία δύναμι, διότι αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἀντίθετα στὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν τελωνία καὶ τὸν πλοῦτο. Αὐτὰ νομίζω δεικνύοντας καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς στοὺς συνετοὺς μὲ λίγα λόγια, ἐφ’ ὅσον μὲν ἦταν θαυμάσιος στοὺς τρόπους, εἶπε γι’ αὐτόν, «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας ὀνομαζόμενος Ζακχαῖος, ἐφ’ ὅσον δὲ ἦταν πιασμένος στοὺς βρόχους τῆς κακίας, πρόσθεσε «καὶ αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης, καὶ βέβαια πλούσιος». Πραγματικὰ τὸ μὲν «ἰδοὺ ἕνας ἄνδρας» λέγεται στὶς περιπτώσεις τῶν ἀξιολόγων πού δὲν ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Καὶ πρὸς αὐτὸ τείνει ἡ μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνδρός· διότι δὲν ἦταν ἀπὸ ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει ὁ Δαβίδ, «δὲν θὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά τους διὰ τῶν χειλέων μου». Τὸ ὅτι δὲ ἐμαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο τελώνης, ἀλλὰ καὶ ἀρχιτελώνης καὶ γι’ αὐτὸ πλούσιος, ἔδειξε ὅτι ἦταν διακεκριμένος σὲ κακία. Ἀλλ’ ἐπειδή, ὡς μικρόσωμος καὶ ἀπομακρυσμένος ὁ Ζακχαῖος, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ, λέγει, «ἔτρεξε ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ· διότι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἐπρόκειτο νὰ περάση». Παρατήρησε τὴν σφοδρότητα τοῦ πόθου καὶ ἀναλογίσου ἀπὸ αὐτὸ ποιὸς ἦταν ὁ τρόπος του. Ὅταν δηλαδὴ δὲν μπόρεσε νὰ διασπάση τὸν ὄχλο, δὲν ἀπογοητεύθηκε, ἀλλὰ μᾶλλον προσέτρεξε καὶ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν πόθο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ὄχλο· καὶ ἀφοῦ προπορεύθηκε, ἀνέβηκε σὲ μία συκομορέα πού ἦταν φυτευμένη στὸ δρόμο, γιὰ νὰ ἰδῆ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ποθούμενο. Συνέχεια

Εἰς τὸ εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς του Ζακχαίου” (ΙΕ΄ Λουκᾶ)

Γεώργιος Πατρῶνος

Εἰσαγωγικὰ

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κατὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα, πορεύεται πρὸς τὴν ἀρχαία καὶ ἱστορικὴ πόλη τῆς Ἱεριχοῦς. Ἡ πόλη αὐτὴ θυμίζει στοὺς Ἰουδαίους τὸν κόσμο τῶν εἰδώλων καὶ τὶς ἱστορικὲς περιπέτειες τῆς φυλῆς τους, ὅταν πορεύονταν πρὸς τὴν ἁγία γῆ τῆς Ἰουδαίας, τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἱεριχώ εἶχε ἀντισταθεῖ σταθερὰ στὴν πορεία τῶν Ἑβραίων καὶ ἀποτέλεσε τὸν μέγιστο κίνδυνο τῆς Ἱστορικῆς ἐπιβίωσής τους. Ἡ Ἱεριχώ συμβόλιζε τὸν ἀντίθεο κόσμο τῶν ἐθνικῶν, ἐνῶ ἡ Ἱερουσαλὴμ συμβόλιζε τὸν τόπο τῆς ἐκπλήρωσης τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ.

Καὶ τώρα ὁ Ἰησοῦς πορεύεται πρὸς τὴν Ἱεριχώ. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς πορεύεται πρὸς τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου δὲν περιορίσθηκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους καὶ οὔτε ἀκούσθηκε τὸ κήρυγμά του μόνο στὶς Συναγωγὲς καὶ στὸν ἱερὸ χῶρο τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα. Ὁ Ἰησοῦς ἐπεξέτεινε τὸ ἔργο του καὶ στὸν κόσμο τῶν ἐθνικῶν. Ἀπὸ ὅσα δὲ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς εὐαγγελικὲς διηγήσεις ἡ ἐπιτυχία τῆς ἱεραποστολικῆς προσπάθειας ἦταν σημαντικότερη στὴ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, στὴ Σαμάρεια καὶ σ’ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἑλληνιστικὴ Δεκάπολη, παρὰ στὸν παραδοσιακὰ θρησκευτικὸ κόσμο τῆς Ἰουδαίας.

Στὴν Ἱεριχώ ὁ Ἰησοῦς συναντάει τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο. Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους «τελώνης» ἦταν συνώνυμό τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἄρα ὁ Κύριος στὸ πρόσωπο τοῦ Ζακχαίου συναντάει τὸν πεπτωκότα κόσμο, τὸν κόσμο τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ ἀπὸ ἄλλες περιγραφὲς συχνὰ ἀκοῦμε «ὁ διδάσκαλος μετὰ τελωνῶν καὶ πορνῶν» νὰ συνομιλεῖ καὶ νὰ συντρώγει, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Χριστὸς διαλέγεται μὲ ὅλο αὐτὸ τὸν ἀπερριμένο κόσμο μὲ σκοπὸ τὴ σωτηρία τους.

  1. Ἡ συμβολικότητα τῆς συκῆς

Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἐπισήμανση ἐκ μέρους τοῦ ἱεροῦ συγγραφέα τῆς περικοπῆς, ὅτι ἐπειδὴ ὁ Ζακχαῖος ἦταν μικρόσωμος «ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδη τὸν Ἰησοῦν». Αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια δὲν θὰ εἶχε καμιὰ σημασία ἐὰν συνειρμικὰ δὲν μᾶς ὁδηγοῦσε σὲ κάποιες σημαντικὲς θεολογικὲς ἐπισημάνσεις.

Ἡ συκῆ εἶναι ἕνα πλατύφυλλο δέντρο, μὲ πλούσια σκιὰ καὶ εὔχυμους θρεπτικότατους καρπούς. Ἰδιαίτερης ἀντοχῆς δέντρο γιὰ τὰ θερμὰ κλίματα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς ἐρήμου. Δηλώνει, ἑπομένως, ζωὴ καὶ προστασία γιὰ τοὺς ταξιδιῶτες ἀπὸ τοὺς κινδύνους τοῦ καυτοῦ ἥλιου τῶν θερμῶν περιοχῶν. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς ἡ συκῆ ἔχει τὴ σημασιολογία της. Διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ὁ Θεὸς συναντάει καὶ καλεῖ τοὺς προφῆτες του γιὰ τὸ ἔργο ποίμανσης τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ του κάτω ἀπὸ μία συκῆ ἢ μιὰ ἄμπελο. Μὲ φύλλα συκῆς ἐνδύονται τὴν γύμνια τους ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα μετὰ τὴν πτώση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Τὸν ἀπόστολο Ναθαναήλ, ἕναν ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰησοῦς τὸν συναντᾶ καὶ τὸν καλεῖ στὴ μαθητεία κάτω ἀπὸ μία συκῆ· «προτοῦ σὲ Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδον σε».

Ἐπίσης, προκείμενου νὰ μιλήσει ὁ Χριστὸς γιὰ τὰ ἐσχατολογικὰ γεγονότα καὶ γιὰ τὶς συνέπειες τῆς πνευματικῆς ραθυμίας ἐν ὄψει τῆς τελικῆς Κρίσης, χρησιμοποίησε τὴν συκῆ ὡς συμβολικὸ παράδειγμα. Ἡ ἄκαρπη συκῆ «ἐκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται». Μάλιστα δὲ προχώρησε καὶ στὴν ξήρανση τῆς ἄκαρπης συκῆς, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης καὶ τῆς πνευματικῆς καρποφορίας.

  1. Ἡ περίπτωση τοῦ Ζακχαίου

Καὶ τὸν ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, τὸν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο, ὁ Ἰησοῦς τὸν συνάντησε καὶ πάλι σὲ κάποια συκομορέα. Ἡ πρώτη ἐντύπωση εἶναι, καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ἐπισήμανση τοῦ συμβολικοῦ αὐτοῦ δέντρου, ὅτι βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ κάποιο σημαντικὸ ἀποκαλυπτικὸ καὶ σωτηριολογικὸ γεγονός. Ὁ Ζακχαῖος στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ ἀποτελεῖ «τύπο» καὶ σύμβολο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ἤδη, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἐπρόσεξε καὶ ἐπεσήμανε τὴν κρισιμότητα τῆς στιγμῆς, λέγοντάς του, ὅτι «σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι», ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, «πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι». Δὲν χρειαζόταν νὰ ἐρευνήσουν τὸν βίο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν τοὺς ἀπασχολοῦσε ἡ ἠθικότητα ἢ ἡ ποιότητα ζωῆς του. Καὶ μόνο ποὺ ἦταν τελώνης πρέπει νὰ ἦταν καὶ ἁμαρτωλός, δηλαδὴ ἀπορριπτέος ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας. Συνέχεια

: “Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Ζακχαῖος”

π. Ἀντώνιος Bloom

Στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο διαβάζουμε θαυμάσια ἁπλὰ λόγια. Ὁ Χριστὸς ἔφτασε στὸ σημεῖο, ὅπου ἦταν ὁ Ζακχαῖος. Κοίταξε πρὸς τὰ πάνω καὶ τὸν εἶδε.

Ἀπόλυτα συνηθισμένα λόγια χωρὶς ἰδιαίτερη σημασία. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅμως, ὁρίστηκε ἡ μοίρα τοῦ Ζακχαίου. Ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε περάσει χωρὶς νὰ κοιτάξει, χωρὶς νὰ τὸν δεῖ, ὁ Ζακχαῖος θὰ θυμόταν σ΄ ὅλη τὴ ζωή του, ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς τὸν πέρασε, πέρασε καὶ ἡ σωτηρία του, πέρασε καὶ ἡ εὐκαιρία νὰ ἀρχίσει μία καινούργια ζωή. Ἐκείνη ἡ καινούργια ζωὴ θὰ εἶχε περάσει ἀπὸ κοντὰ του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει παρατηρήσει. Ὁ Θεὸς θὰ εἶχε περάσει δίπλα του, δὲν θὰ κοιτοῦσε καὶ δὲν θὰ τὸν παρατηροῦσε. Ὁ Ζακχαῖος, ὅμως, ἔγινε ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, καὶ γι΄ αὐτὸ τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία μιᾶς καινούργιας ζωῆς. Καὶ ὁ Χριστός, ὅταν ἔφτασε στὸν τόπο, ὅπου βρισκόταν ὁ Ζακχαῖος, ὄχι μόνο τὸν ἄγγιξε μὲ ἕνα βλέμμα, ἀλλὰ σταμάτησε τὰ μάτια Του ἐπάνω του, τὸν εἶδε καὶ στράφηκε πρὸς αὐτόν.

Πόσο σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο σέ μᾶς! Ὅτι κάποιος σταματάει τὰ μάτια του σέ μᾶς, μᾶς παρατηρεῖ, μᾶς βλέπει πραγματικά, ὄχι μόνο ὅτι εἴμαστε σωματικὰ παρόντες, μὰ βλέπει στὸ βάθος μας, παρατηρεῖ τὸ ἄγχος μας, τὸν φόβο, τὴ θλίψη, τὸν πόνο, τὴ μοναξιὰ στὰ μάτια μας, μὰ καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὴν ντροπαλὴ προσδοκία μας. Βλέπει καὶ σταματάει τὸ βλέμμα του σὲ μᾶς γιὰ νὰ μᾶς ἀποκριθεῖ σὲ ὅλα, ὅσα ἔχουμε κρυφὰ στὴν ψυχή, μὲ τὰ ἑξῆς: Ἔλα, ἄσε με νὰ εἶμαι μαζί σου! Πόσος πόνος θὰ ἐξαφανιζόταν ἀπὸ τὴ γῆ, ἂν καθένας ἀπὸ μᾶς μποροῦσε νὰ προσέξει ὅλους γύρω του, νὰ καταλάβει τοὺς ἄλλους καὶ νὰ εἶναι πρόθυμος νὰ τοὺς βοηθήσει.

Τώρα πλησιάζουμε στὴ Σαρακοστή, καὶ τώρα –ὄχι μετά!– εἶναι ὁ καιρὸς νὰ προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας. Μετὰ θὰ συμβαίνουν γεγονότα, τὰ ὁποῖα εἶναι τόσο μεγάλα καὶ σημαντικά, ὥστε θὰ πρέπει νὰ ξεχάσουμε τὸν ἑαυτό μας. Θὰ πάει ὁ Χριστὸς στὴν Ἱερουσαλήμ, θὰ ἀνεβεῖ στὸ θάνατό Του, στὸ σταυρό. Τότε δὲν θὰ ἔχουμε χρόνο γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Τώρα, λοιπόν, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς βάζει μπροστὰ σὲ διαφορετικὲς εἰκόνες, σὲ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους, διαφορετικὰ γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ μπροστὰ στὰ λόγια Του.

Ἂς προσέξουμε ἀκριβῶς τώρα τὸν ἑαυτό μας, πρὶν τὴν Κυριακή, ὁπότε θὰ ζητήσουμε συγνώμη ἀπὸ ὅλους, καὶ ἂς κοιτάξουμε τί μᾶς ὑποχρεώνει σ΄αὐτό. Τὰ σημερινὰ ἁπλὰ λόγια ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λένε σαφῶς τί ὑποχρεώσεις ἔχουμε, ἂν θέλουμε νὰ ζητήσουμε συγνώμη. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε: Πόσες φορές, πόσο συχνά, τί ψύχραιμα, τί ἀνηλεῶς, τί δειλὰ καὶ μικρόψυχα περνάω τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς νὰ τοὺς προσέξω! Πῶς φοβᾶμαι νὰ κοιτάξω –ἐπειδὴ τὸ νὰ δεῖς σημαίνει νὰ συνδεθεῖς μὲ μία μοίρα, νὰ βοηθήσεις. Μὰ εἶμαι τεμπέλης καὶ δὲν ἐνδιαφέρομαι, ἢ –αὐτὸ συμβαίνει πιὸ συχνὰ– τρομάζω. Πόσες φορές, κατὰ τὴ διάρκεια μίας μόνο μέρας, περνᾶμε τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς νὰ τοὺς προσέξουμε, παρόλο ποὺ περιμένουμε συνέχεια νὰ μᾶς προσέξουν οἱ ἄλλοι, νὰ μᾶς δώσουν σημασία, νὰ μᾶς βοηθήσουν! Καὶ αὐτό, πάντα, καὶ κάποτε μάλιστα πληρώνοντας μία μεγάλη τιμή. Θέλουμε νὰ μᾶς δοῦν οἱ ἄλλοι, νὰ μᾶς φερθοῦν μὲ τρυφερότητα, νὰ μᾶς καλέσουν, νὰ μᾶς παρηγορήσουν καὶ νὰ μᾶς δώσουν δυνάμεις.

Ἂς βάλουμε αὐτὸ τὸ ζήτημα μπροστὰ μας κατὰ τὴ διάρκεια ὅλης της ἑπόμενης ἑβδομάδας! Ἂς κοιτάξουμε βαθιὰ στὸν ἑαυτό μας. Ἂς ἀρχίσουμε νὰ μαθαίνουμε πῶς νὰ βλέπουμε καὶ νὰ κατανικᾶμε τὴν μικροψυχία, τὸ φόβο, τὴ φυγοπονία. Ἂς παλέψουμε μὲ αὐτά! Καὶ τότε θὰ ’ρθεῖ ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία. Ὄχι μόνο στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ σέ μᾶς, ἐπειδὴ τότε θὰ μποῦμε πρῶτα στὴ βασιλεία τῶν, ἁπλά, καλῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, μὰ στὸ βάθος αὐτῆς τηςβασιλείας –θὰ τὸ δοῦμε– κρύβεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης.