ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ
Μετάφρασις : ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης
1. Ἂν θέλει κανένας νὰ φκιάσει εὐωδιαστὸ θυμίαμα, πρέπει νὰ συνθέσει σὲ ἴση ποσότητα διάφανο καὶ καθαρὸ λιβάνι, κασσία, ὄνυχα καὶ στακτή, σύμφωνα μὲ ὅσα λέει ὁ Νόμος (πρβλ. Ἐξόδ. λ΄ 34). Αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ὑποδηλώνουν τὶς τέσσερις βασικὲς ἀρετές. Ἂν ἔχουν δηλαδὴ ὅλη τὴν πληρότητα καὶ εἶναι στὸν ἴδιο βαθμὸ ἀναπτυγμένες τότε δὲν πρόκειται νὰ προδοθεῖ ὁ νοῦς.
2. Ὅταν καθαρθεῖ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν πληρότητα τῶν ἐντολῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ἐκπλήρωση καὶ ἐφαρμογή τους, τότε κάνει ἀκλόνητη τὴν τάξη τοῦ νοῦ, καθιστώντας τὸν ἱκανὸ νὰ δεχτεῖ τὴν κατάσταση ἐκείνη, ποὺ ἀναζητάει.
3. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἐπικοινωνία τοῦ νοῦ μὲ τὸ Θεό. Σὲ ποιὰ κατάσταση, ἀλήθεια, πρέπει νὰ βρίσκεται ὁ νοῦς γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἁπλωθεῖ καὶ ἐκταθεῖ ἀμετάστροφα ὡς τὸν Δεσπότη του καὶ νὰ τὸν συναναστρέφεται συνομιλώντας μαζί του χωρὶς τὴν παρεμβολὴ κανενὸς ἐνδιαμέσου
4. Ἄν, ὅταν προσπάθησε ὁ Μωϋσῆς νὰ πλησιάσει τὴ φλεγόμενη βάτο, ἐμποδίστηκε, ὥσπου νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα τῶν ποδιῶν τοῦ (Ἐξόδ. γ΄ 5), πῶς ἐσύ, ποὺ θέλεις νὰ ἰδεῖς τὸν πέρα ἀπὸ κάθε αἴσθηση καὶ ἔννοια καὶ νὰ γίνεις φίλος του, δὲν θὰ πρέπει νὰ λύσεις καὶ νὰ πετάξεις ἀπὸ πάνω σου κάθε νόημα μολυσμένο ἀπὸ πάθος;
5. Πρὶν ἀπὸ κάθε τί ἄλλο νὰ προσεύχεσαι νὰ λάβεις τὸ δῶρο τῶν δακρύων, γιὰ νὰ μαλακώσεις μὲ τὸ πένθος τὴν ἀγριάδα, ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή σου, καί, ἀφοῦ κατηγορώντας τὸν ἑαυτό σου ὁμολογήσεις στὸν Κύριο τὶς ἀνομίες σου, νὰ πετύχεις τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἐκ μέρους του.
6. Νὰ χρησιμοπειεῖς τὰ δάκρυα γιὰ τὴν πραγμάτωση κάθε αἰτήματος. Γιατί χαίρεται πολὺ ὁ Δεσπότης σου, ὅταν προσεύχεσαι μὲ δάκρυα.
7. Ἂν χύνεις ἄφθονα δάκρυα στὴν προσευχή σου, μὴν τὸ παίρνεις καθόλου ἐπάνω σου, σὰν τάχατες νὰ στέκεις πιὸ ψηλὰ ἀπ’ τοὺς πολλούς. Γιατί μὲ δάκρυα ἔχει ἀποχτήσει δύναμη ἡ προσευχή σου, γιὰ νὰ μπορέσεις πρόθυμα νὰ ὁμολογῆσες τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ ἐξευμενίσεις τὸ Δεσπότη. Μὴ μετατρέψεις λοιπὸν σὲ πάθος ὅ,τι ἀποτελεῖ προφύλαξη ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ μὴν παροργίσεις πιὸ πολὺ αὐτόν, ποὺ ἔχει δώσει τὴ χάρη.
8. Πολλοὶ χύνοντας δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐπειδὴ ξέχασαν τὸ σκοπὸ τῶν δακρύων, κατάντησαν σὲ τρέλα ξεφεύγοντας ἀπ’αὐτόν.
9. Στάσου ἐπίμονα καὶ προσευχήσου ἔντονα καὶ σιχάσου τὶς συνομιλίες τῶν φροντίδων καὶ τῶν λογισμῶν. Γιατί σὲ ταράζουν καὶ σὲ συγχύζουν γιὰ νὰ σὲ κάνουν ἄτονο.
10. Ὅταν σὲ ἰδοῦν οἱ δαίμονες πρόθυμο νὰ προσευχηθεῖς ἀληθινά, τότε βάζουν μὲ τέχνη μέσα σου σκέψεις μερικῶν πραγμάτων τάχατες ἀναγκαίων καὶ ὓστερ’ ἀπὸ λίγο σὲ κάνουν νὰ τὰ ξεχάσεις κινώντας ἔτσι τὸ νοῦ σὲ ἀναζήτησή τους. Κι ὁ νοῦς μὴ βρίσκοντας τὰ πέφτει σὲ κατάσταση ἀθυμίας καὶ λύπης. Ὅταν ὅμως σταθεῖ σὲ προσευχή, τοῦ θυμίζουν αὐτά, ποὺ ἀναζητοῦσε καὶ εἶχε στὴ μνήμη του, μὲ τὸ σκοπὸ νὰ κινηθεῖ ὁ νοῦς γιὰ ἀπόχτηση τῆς γνώσης τους καὶ νὰ χάσει τὴν καρποφόρα προσευχή.
11. Ἀγωνίσου νὰ κρατᾶς τὸ νοῦ σου τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς κουφὸ καὶ ἄλαλο. Ἔτσι θὰ μπορέσεις νὰ προσευχηθεῖς.
12. Ὅταν σὲ συναντήσει πειρασμὸς ἢ ὁλοένα σὲ ἐρεθίζει διάθεση ἀντιλογίας μὲ σκοπὸ νὰ κινήσεις τὴν ὀργή σου ἐναντίον τοῦ σατανᾶ ἢ νὰ βγάλεις ἀνάρθη κραυγή, θυμήσου τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κρίση, ποὺ γίνεται ὅσο αὐτὴ διαρκεῖ, καὶ παρευθὺς θὰ ἠρεμήσει ἡ ἄτακτη κίνηση μέσα σου.
13. Ὅσα κάνεις γιὰ νὰ ἀμυνθεῖς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, ποὺ σὲ ἔχει ἀδικήσει, ὅλα θὰ σοῦ γίνουν σκάνδαλο τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
14. Ἡ προσευχὴ εἶναι βλάστημα πραότητας καὶ ἀοργησίας.
15. Ἡ προσευχὴ εἶναι προβολὴ χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας.
16. Ἡ προσευχὴ εἶναι προφύλαγμα ἀπὸ λύπη καὶ ἀθυμία (κακοκεφιά).
17. Πήγαινε, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασε τὴν ἀξία τους στοὺς φτωχοὺς (Ματθ.ι΄ 21) καὶ φορτωμένος τὸ σταυρὸ ἀπαρνήσου τὸν ἑαυτό σου (Μάτθ. ις΄ 24), γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ προσευχηθεῖς ἀπερίσπαστα.
18. Ἂν θέλεις νὰ προσεύχεσαι ἀξιέπαινα, νὰ ἀπαρνιέσαι κάθε στιγμὴ καὶ κάθε ὥρα τὸν ἑαυτό σου καὶ πάσχοντας τὰ πάνδεινα νὰ στοχάζεσαι βαθιὰ πάνω στὴν προσευχή.
19. Θὰ βρεῖς τὸν καρπὸ τῆς ὅποιας δυσχέρειας ὑπομένεις, φιλοσοφώντας τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
20. Ἂν λαχταρᾶς νὰ προσευχηθεῖς ὅπως πρέπει, νὰ μὴν πικραίνεις καμιὰ ψυχή. Ἀλλιῶς ἄδικα τρέχεις.
21. Ἄφησε τὸ δῶρο σου, λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο καὶ πήγαινε πρῶτα συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδερφό σου (Ματθ. ε΄24) καὶ τότε θὰ προσευχηθεῖς χωρὶς καμιὰ ταραχή. Γιατί ἡ μνησικακία ἀμαυρώνει καὶ ἀδυνατίζει τὸ ἡγεμονικό της ψυχῆς, τὸ νοῦ, καὶ σκοτίζει τὶς προσευχές σου.
22. Ὅσοι σωριάζουν λύπες καὶ μνησικακίες μέσα τους, μοιάζουν μ’ αὐτούς, ποὺ βγάνουν νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ τὸ ἀδειάζουν σὲ τρύπιο πιθάρι.
23. Ἂν εἶσαι ὑπομονετικός, θὰ προσεύχεσαι μὲ χαρά.
24. Ὅταν προσεύχεσαι ὅπως πρέπει, θὰ συναντήσεις τέτοια πράγματα, ποὺ νὰ σοῦ φαίνεται πὼς μ’ ὅλο σου τὸ δίκαιο πρέπει νὰ ἐξοργιστεῖς. Δὲν ὑπάρχει ὅμως δικαιολογημένος θυμὸς εἰς βάρος τοῦ διπλανοῦ μας. Γιατί ἂν καλοεξετάσεις, θὰ βρεῖς πὼς εἶναι δυνατὸ καὶ δίχως θυμὸ νὰ τακτοποιηθεῖ μία χαρὰ τὸ ζήτημα. Κᾶνε λοιπὸν ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι σου γιὰ νὰ μὴν ξεσπάσεις σὲ θυμό.
25. Κοίτα μήπως νομίζοντας ὅτι γιατρεύεις τὸν ἄλλο, ἀποδειχτεῖς ἐσὺ ὁ ἴδιος ἀγιάτρευτος καὶ βάζεις ἐμπόδια στὴν προσευχή σου.
26. Ἂν ἀποφεύγεις τὸ θυμό, θὰ βρεῖς κὰ σὺ ἔλεος καὶ θὰ φανεῖς φρόνιμος καὶ θὰ λογαριαστεῖς κι ἐσὺ ἀνάμεσα σ’ἐκείνους ποὺ προσεύχονται.
27. Ἂν ἁρματώνεσαι ἐνάντια στὸ θυμό, δὲν πρέπει νὰ ἀνέχεσαι καμιὰ ἐπιθυμία. Γιατί αὐτὴ δίνει ὑλικὸ στὸ θυμὸ κι αὐτὸς μὲ τὴ σειρὰ τοῦ ταράζει τὸ νοητὸ (νοερὸ) μάτι, βλάφτοντας πολὺ τὴν πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ μέσα μᾶς δημιουργεῖ ἡ προσευχή.
28. Μὴν προσεύχεσαι μόνο μὲ τὴν ἐξωτερικὴ στάση, ἀλλὰ παρακίνα τὸ νοῦ σου νὰ ἔρχεται σὲ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς προσευχῆς μὲ πολὺ φόβο.
29. Μερικὲς φορὲς εὐθὺς ὡς πᾶς γιὰ προσευχή, θὰ προσευχηθεῖς καλά. Κι ἄλλοτε πάλι, κι ἂν ἀκόμα κουραστεῖς πολύ, δὲ θὰ πετύχεις τὸ σκοπὸ αὐτό. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ ζητήσεις ἀκόμη πιὸ πολὺ προσευχὴ καί, ἀφοῦ τὴ λάβεις νὰ μὴ φοβᾶσαι μὴ τυχὸν καὶ σοῦ ἁρπάξουν τὸ κατόρθωμα.
30. Ὅταν ἔρθει ἄγγελος, μονομιᾶς φεύγουν ὅλοι ὅσοι μᾶς ἐνοχλοῦν καὶ βρίσκεται ὁ νοῦς σὲ πολλὴ ἄνεση καθὼς προσεύχεται σωστά. Ἄλλοτε ὅμως, ὅταν μᾶς ἔρχεται ὁ συνηθισμένος πόλεμος, χτυπιέται καὶ ἀγωνίζεται ὁ νοῦς καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται κεφάλι νὰ σηκώσει, γατὶ ἔχει πιὰ ἀποκτήσει τὴν ποιότητα λογῆς-λογῆς παθῶν. Ὅμως ζητώντας πιὸ πολὺ θὰ βρεῖ. Κι ἂν χτυπάει τὴν πόρτα, θὰ τοῦ ἀνοίξουν (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 8).
31. Μὴν προσεύχεσαι νὰ γίνουν τὰ δικά σου θελήματα, γιατί χωρὶς ἄλλο δὲ συμφωνοῦν μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα. Νὰ προσεύχεσαι μᾶλλον καθὼς διδάχτηκες λέγοντας «γενηθήτω τὸ θέλημά σου ἐν ἐμοὶ» (πρβλ. Λουκ.κβ΄ 42). Καὶ γιὰ κάθε πράγμα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ ζητᾶς νὰ γίνεται τὸ δικό του θέλημα. Γιατί θέλει ὁ Θεὸς τὸ ἀγαθὸ κι αὐτό, ποὺ συμφέρει στὴν ψυχή σου. Ἐσὺ ὁπωσδήποτε δὲν θὰ τὸ ζητᾶς αὐτό.
32. Πολλὲς φορὲς στὴν προσευχή μου ζήτησα νὰ γίνει αὐτό, ποὺ ἐγὼ νόμιζα καλό. Καὶ ἐπέμεινα στὸ αἴτημα ἐκβιάζοντας ἀσυλλόγιστα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὴ ἀναθέτοντας σ’ αὐτὸν νὰ οἰκονομήσει ὅ,τι ἐκεῖνος ξέρει γιὰ συμφέρον μου. Καὶ ὅμως, ὅταν ἔλαβα ὅ,τι ζητοῦσα δυσανασχέτησα πολύ, ἐπειδὴ δὲ ζήτησα νὰ γίνει μᾶλλον τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀνταποκρίθηκε δηλαδὴ στὶς προσδοκίες μου ὅ,τι τοῦ ζήτησα.
33. Τί εἶναι ἀγαθὸ παρὰ ὁ Θεός; Ἂς ἀναθέσουμε λοιπὸν σ’ αὐτὸν ὅλα μας τὰ ζητήματα κι ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ γιά μᾶς. Γιατί αὐτός, ποὺ εἶναι ἀγαθός, εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ ἀγαθῶν δωρεῶν χορηγός.
34. Μὴ λυπᾶσαι, ὅταν δὲν παίρνεις ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀμέσως ὅ,τι ζητᾶς. Γιατί θέλει νὰ σὲ εὐεργετήσει ἀκόμα πιὸ πολύ, ἂν μένεις ἀφοσιωμένος σ’ αὐτὸν μὲ τὴν ἐπίμονη προσευχή. Καὶ τί ἄλλο εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴ συναναστροφή σου μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀπασχόλησή σου μὲ τὴ μαζί του ἐπικοινωνία;
35. Ἀπερίσπαστη προσευχὴ εἶναι ὕψιστη νόηση τοῦ νοῦ.
36. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνάβαση τοῦ νοῦ πρὸς τὸ Θεό.
37. Ἂν ποθεῖς νὰ προσευχηθεῖς, ἀπαρνήσου τὰ πάντα, γιὰ νὰ κληρονομήσεις τὸ πᾶν.
38. Προσευχήσου πρῶτα νὰ γίνεις καθαρὸς ἀπὸ τὰ πάθη. Προσευχήσου δεύτερο νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴ λήθη. Προσευχήσου τρίτο νὰ γλυτώσεις ἀπὸ κάθε πειρασμὸ καὶ ἐγκατάλειψη.
39. Ζήτα στὴν προσευχή σου μόνο τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βασιλεία τοῦ (Ματθ. ς΄ 33), δηλαδὴ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ γνώση. Κι ὅλα τὰ ὑπόλοιπα θὰ σοῦ προστεθοῦν.
40. Εἶναι δίκαιο νὰ μὴν προσεύχεσαι μόνο γιὰ τὴ δική σου κάθαρση, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε συνάνθρωπό σου, γιὰ νὰ μιμηθεῖς τὸν ἀγγελικὸ τρόπο προσευχῆς.
41. Πρόσεχε ἂν στέκεις ἀληθινὰ μπρὸς στὸν Θεὸ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς σου ἢ μήπως νικιέσαι ἀπὸ ἀνθρώπινο ἔπαινο κι αὐτὸν βιάζεσαι νὰ κυνηγήσεις μὲ πρόσχημα τὸ μάκρεμα τῆς προσευχῆς.
42. Ἂν προσεύχεσαι μαζὶ μὲ ἀδελφοὺς ἢ καὶ μόνος σου, ἀγωνίζου νὰ μὴν προσεύχεσαι ἀπὸ συνήθεια, ἀλλὰ ἀπὸ (καὶ μὲ) συναίσθηση.
43. Συναίσθηση προσευχῆς σημαίνει εὐλαβικὴ καὶ κατανυκτικὴ περίσκεψη καὶ ὀδύνη τῆς ψυχῆς μὲ ὁμολογία τῶν κριμάτων της καὶ μυστικοὺς στεναγμούς.
44. Ἂν ὁ νοῦς σου ξεκλέβεται ἀκόμα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, δὲν κατάλαβε ἀκόμα πὼς ὁ μοναχὸς προσεύχεται, ἀλλὰ εἶναι ἀκόμα κοσμικός, ποὺ στολίζει τὴν ἐξωτερικὴ σκηνή.
45. Ὅταν προσεύχεται, φύλαγε μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη τὴ μνήμη σου, γιὰ νὰ μὴ σοῦ ἀραδιάζει τὰ δικά της, ἀλλὰ νὰ παρακινᾶς τὸν ἑαυτό σου νὰ λαβαίνει συνείδηση πὼς στέκεις μπροστὰ στὸ Θεό. Γιατί συνήθως ξεκλέβεται πολὺ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴ μνήμη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
46. Ὅταν προσεύχεσαι, σοὺ φέρνει ἡ μνήμη ἢ φαντασίες παλιῶν πραγμάτων ἢ καινούργιες φροντίδες ἢ τὸ πρόσωπο αὐτουνοῦ, ποὺ σὲ ἔχει πικράνει.
47. Ὁ δαίμονας φθονεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ προσεύχεται, καὶ χρησιμοποιεῖ κάθε μέσο γιὰ νὰ παραβλάψει τὸ σκοπό του. Δὲν παύει λοιπὸν νὰ βάζει σὲ κίνηση τὰ νοήματα (ἔννοιες) τῶν πραγμάτων διὰ μέσου τῆς μνήμης καὶ ἀνακατεύει ὅλα τὰ πάθη διὰ μέσου τῆς σάρκας γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸν ἐμποδίσει στὸν ἄριστο δρόμο καὶ τὴν ἐκδημία του στὸ Θεό.
48. Ὅταν, ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ὁ παμπόνηρος δαίμονας, δὲν μπορέσει νὰ δημιουργήσει ἐμπόδια στὴν προσευχὴ τοῦ δικαίου, χαλαρώνει τότε γιὰ λίγο τὴν πίεσή του καὶ μετὰ τὸν ἐκδικιέται ὅταν προσευχηθεῖ. Γιατί ἢ ἀφανίζει, ἐρεθίζοντας τὸν σὲ ὀργή, τὴν ἐξαίρετη κατάσταση τῆς προσευχῆς, ποὺ δημιουργεῖται μέσα του, ἤ, ἐρεθίζοντάς τον σὲ ἀλόγιστη ἡδονή,περιγελάει ὑβριστικὰ τὸ νοῦ.
49. Ὅταν προσευχηθεῖς ὅπως πρέπει, περίμενε αὐτά, ποὺ δὲν πρέπουν, καὶ ἀντιστάσου γενναία φυλάγοντας τὸν καρπό σου. Γιατί ἀπὸ τὴν πρώτη ἀρχὴ ἔχεις ταχθεῖ σὲ τοῦτο ἀκριβῶς τὸ ἔργο, δηλαδὴ στὸ «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄15). Μὴ λοιπόν, ἀφοῦ δούλεψες, ἀφήνεις ἀφύλαχτο ὅ,τι πραγματοποιήθηκε. Ἀλλιῶς δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε ἡ προσευχή σου.
50. Ὅλος ὁ πόλεμος, ποὺ γίνεται ἀνάμεσα σέ μᾶς καὶ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες, δὲ γίνεται γιὰ τίποτε ἄλλο παρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ προσευχή. Οἱ δαίμονες ἐχθρεύονται πολὺ τὴν προσευχὴ καὶ τοὺς εἶναι πολὺ δυσάρεστη, ἐνῶ γιὰ μᾶς εἶναι σωτήρια καὶ πάρα πολὺ χρήσιμη.
51. Τί θέλουν νὰ ἐνεργοῦν μέσα μας οἱ δαίμονες; Γαστριμαγία, πορνεία, φιλαργυρία, ὀργή, μνησικακία καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη, ὥστε, ἀφοῦ χοντρήνει ὁ νοῦς ἀπὸ αὐτά, νὰ μὴν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ ὅπως πρέπει. Γιατί ὅταν κυριαρχήσουν τὰ πάθη τοῦ μὴ λογικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, δὲν ἀφήνουν τὸ νοῦ νὰ κινεῖται λογικά.
52. Ἐργαζόμαστε καὶ ἐφαρμόζουμε τὶς ἀρετὲς γιὰ τοὺς λόγους τῶν γεγονότων, αὐτῶν, ποὺ ἔχουν γίνει, τῶν δημιουργημάτων δηλαδή. Καὶ τούς λόγους τῶν γεγονότων γιὰ τὸ λόγο, ποὺ τοὺς δίνει οὐσία καὶ ὕπαρξη. Κι αὐτὸς συνήθως φανερώνεται στὴν κατάσταση τῆς προσευχῆς.
53. Κατάσταση προσευχῆς εἶναι μόνιμη ψυχικὴ διάθεση, ἐλεύθερη ἀπὸ πάθη, ποὺ ἁρπάζει τὸ φιλόσοφο νοῦ σὲ ὕψος νοητὸ μὲ πολὺ σφορδὸ ἔρωτα.
54. Δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὅποιος θέλει νὰ προσευχηθεῖ ἀληθινά, μόνο κύριος του θυμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας, ἀλλὰ καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε νόημα ἐμπαθὲς (διαποτισμένο ἢ ἐπηρεασμένο ἀπὸ πάθος).
55. Ὅποιος ἀγαπάει τὸ Θεό, κουβεντιάζει μαζί του σὰν μὲ τὸν πατέρα του, ἐνῶ ταυτόχρονα σιχαίνεται κάθε νόημα γεμάτο πάθος (ἐμ-παθές).
56. Τὸ ὅτι κάποιος ἔχει πετύχει τὴν ἀπάθεια, δὲ σημαίνει πὼς καὶ προσεύχεται ἀληθινά. Γιατί μπορεῖ νὰ βρίσκεται μπλεγμένος στὰ γυμνὰ νοήματα καὶ νὰ τραβάει τὴν προσοχή του ἡ γνώση στὰ γυμνὰ νοήματα καὶ νὰ βρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεό.
57. Ὅταν δὲ μένει ὥρα πολλὴ ὁ νοῦς στὶς γυμνὲς ἔννοιες τῶν πραγμάτων, δὲ σημαίνει αὐτὸ πὼς ἔφτασε κι ὄλας σὲ κατάσταση προσευχῆς. Γιατί μπορεῖ νὰ βρίσκεται πάντα σὲ κατάσταση θεωρίας τῶν πραγμάτων (δηλ. ἔννοιες πραγμάτων), δίνουν σχῆμα καὶ μορφὴ στὸ νοῦ καὶ τὸν ὁδηγοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸ Θεό.
58. Ἂν ὁ νοῦς δὲν ξεπέρασε τὴ θεωρεῖα (θεώρηση) τῆς σωματικῆς φύσης, δὲν εἶδε τέλεια τὸν τόπο τοῦ Θεοῦ. Γιατί μπορεῖ νὰ μένει στὴν γνώση τῶν πραγμάτων καὶ νὰ παίρνει μορφὴ σύμφωνη μ’αὐτά.
59. Ἂν θέλεις νὰ προσευχηθεῖς, ἔχεις ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνει «εὐχὴν τῷ εὐχομένω» δίνει λόγια προσευχῆς σ’ ὅποιον προσεύχεται (Α΄ Βασ. β΄ 9). Νὰ τὸν ἐπικαλεῖσαι λοιπὸν λέγοντας «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Ματθ.ς΄9), δηλαδὴ νὰ ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁ Μονογενής Σου Υἱός. Γιατί ἔτσι μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός, ὅταν ἔλεγε, πὼς πρέπει νὰ προσκυνοῦμε καὶ νὰ λατρεύουμε τὸν Πατέρα «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθεία» (Ἰω. δ΄ 24).
60. Ὅποιος προσεύχεται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» δὲ δοξάζει τὸ Θεὸ παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὰ κτίσματα, ἀλλὰ τὸν ὑμνεῖ παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο.
61. Ἂν εἶσαι θεολόγος, θὰ προσευχηθεῖς ἀληθινά. Κι ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος.
62. Ὅταν ὁ νοῦς σου, ἀπὸ πολὺν πόθο γιὰ τὸ Θεὸ μοιάζει νὰ ἀποτραβιέται σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ σιχαίνεται ὅλα τὰ νοήματα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις ἢ τὴ μνήμη ἢ τὴν ἰδιοσυγκρασία γεμίζοντας ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐλάβεια, τότε νὰ θεωρεῖς πὼς ἔχεις πλησιάσει τὰ ὅρια τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς.
63. Συμπάσχοντας μὲ τὴν ἀσθένειά μας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔρχεται σὲ μᾶς ἂν καὶ εἴμαστε ἀκάθαρτοι. Κι ἂν βρεῖ νὰ προσεύχεται μόνον ὁ νοῦς σ’ αὐτὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια, τότε ἐπιβιβάζεται σ’ αὐτὸν καὶ ἐξαφανίζει ὅλη τὴ φάλαγγα τῶν λογισμῶν ἢ τῶν νοημάτων, ποὺ τὸν περικυκλώνει, παρακινώντας τὸν σὲ ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς.
64. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι παράγοντες δημιουργοῦν στὸ νοῦ σκέψεις ἢ ἰδέες ἢ ἐσωτερικὲς θεωρήσεις (θεάσεις) ἀλλοιώνοντας τὸ σῶμα. Ὁ Κύριος ὅμως κάνει τὸ ἀντίθετο. Τοποθετεῖ μέσα στὸ νοῦ τὴ γνώση, ἐπιβαίνοντας στὸν ἴδιο τὸ νοῦ αὐτῶν, ποὺ θέλει. Καὶ διὰ μέσου του νοῦ κατευνάζει καὶ καταπραΰνει τὴν ἀκράτεια τοῦ σώματος.
65. Ὅποιος ἀγαπάει τὴν ἀληθινὴ προσευχή, ἀλλὰ θυμώνει καὶ μνησικακεῖ, δὲν εἶναι ἀψεγάδιαστος. Γιατί μοιάζει μ’ ἐκεῖνον, ποὺ θέλει νὰ βλέπει καλὰ καὶ καθαρά, ἀλλὰ κουνάει ταραγμένα καὶ νευρικὰ τὰ μάτια του.
66. Ἂν ποθεῖς νὰ προσευχηθεῖς, μὴν κάνεις τίποτε ἀπὸ ὅσα εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ τὴν προσευχή, γιὰ νὰ σὲ πλησιάσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ συμπορευθεῖ μαζί σου.
67. Μὴ συλλάβεις μέσα σου ὁποιοδήποτε σχῆμα τοῦ Θεοῦ, ὅταν προσεύχεσαι, καὶ μὴν ἐπιτρέπεις νὰ λάβει κάποια μορφὴ ὁ νοῦς, ἀλλὰ νὰ προσεύχεσαι ἄυλα στὸν ἄυλο καὶ θὰ καταλάβεις.
68. Φυλάξου ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν ἐχθρῶν. Συμβαίνει δηλαδὴ ἐνῶ προσεύχεσαι καθαρὰ καὶ χωρὶς ἐσωτερικὴ ταραχή, νὰ σοῦ ἔρχεται μονομιᾶς κάποια μορφὴ παράδοξη καὶ ἀλλόκοτη καὶ νὰ σοὺ δημιουργεῖ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, ἐπειδὴ στὴ μορφὴ ἐκείνη τοποθετεῖς τὸ Θεό. Κι αὐτό, γιὰ νὰ σὲ πείσει πὼς μὲ τὸ μέγεθος, δηλαδὴ αὐτὴ ἡ ἀλλόκοτη μορφή, πού σοῦ φανερώθηκε ἔτσι μονομιᾶς καὶ ξαφνικὰ εἶναι τὸ θεῖο. Ὅμως τὸ θεῖο εἶναι ἄποσο (ξένο πρὸς κάθε ποσότητα καὶ μέγεθος) καὶ ἀσχημάτιστο (ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε περιοριστικὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα).
69. Ὅταν ὁ φθονερὸς δαίμονας δὲν θὰ μπορέσει νὰ κινήσει τὴ μνήμη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, τότε ἐκβιάζει τὴν κράση τοῦ σώματος νὰ παράγει κάποια φαντασία στὸ νοῦ καὶ νὰ τοῦ ἀλλάξει ἔτσι (τοῦ νοῦ δηλαδὴ) τὴ μορφή. Κι αὐτός, ποὺ εἶναι συνηθισμένος νὰ βρίσκεται πάντα μαζὶ μὲ νοήματα, εὔκολα λυγίζει. Κι ὅποιος βιάζεται νὰ φτάσει στὴν ἄυλη καὶ ἀσχημάτιστη γνώση, ξεγελιέται κατέχοντας καπνὸ ἀντὶ γιὰ φῶς.
70. Στάσου στὴ σκοπιά σου φυλάγοντας τὸ νοῦ σου ἀπὸ νοήματα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσεις τὴν αἴτησή σου καὶ νὰ μείνεις στὴν ἠρεμία σου σταθερά, ὥστε νὰ ἐπιφοιτήσει καὶ σὲ σένα αὐτός, ποὺ συμπάσχει μὲ ὅσους ἀγνοοῦν. Καὶ τότε θὰ λάβεις δῶρο προσευχῆς παρὰ πολὺ λαμπρό.
71. Δὲν θὰ μπορέσεις νὰ προσευχηθεῖς καθαρά, ἂν μπερδεύεσαι μὲ ὑλικὰ πράγματα καὶ ταράζεσαι μὲ ἀδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχὴ εἶναι ἀπόθεση (ἀπομάκρυση ἀπὸ τὸ νοῦ, ἀπαλλαγῆ του ἀπὸ) νοημάτων.
72. Ὁ δεμένος δὲν μπορεῖ νὰ τρέξει. Οὔτε νοῦς, ποὺ δουλεύει σὰν σκλάβος σὲ πάθος, μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τόπο προσευχῆς πνευματικῆς. Γιατί τραβιέται καὶ μεταφέρνεται ἐδῶ κι ἐκεῖ ἀπʼ τὸ ἐμπαθὲς (δηλαδὴ τὸ δέσμιο σὲ πάθος) νόημα καὶ ὑπὸ τὴν προϋπόθεση αὐτὴ δὲν θὰ ἔχει τόπο, ὅπου νὰ στέκεται ἀκλόνητα καὶ σταθερά.
73. Ὅταν λοιπὸν ὁ νοῦς προσεύχεται καθαρὰ καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ πάθη (ἀπαθῶς), τότε οἱ δαίμονες δὲν τοῦ κάνουν ἐπίθεση ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ (δηλαδὴ μὲ ἀρνητικὸ τρόπο), ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δεξιὰ (δηλαδὴ μὲ θετικὸ τρόπο). Τοῦ ὑποβάλλουν δηλαδὴ μία ἰδέα καὶ κάποιο σχῆμα ἀπὸ αὐτά, ποὺ ἀγαπάει ἡ αἴσθηση, ὥστε νὰ τοῦ φαίνεται πὼς πέτυχε τέλεια τὸ σκοπὸ τῆς προσευχῆς. Καὶ αὐτό, εἶπε ἕνας μὲ φωτισμένη γνώση ἄνθρωπος, γίνεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας καὶ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ δαίμονα, ποὺ ἀγγίζει τὸν ἐγκέφαλο.
74. Νομίζω πὼς ὁ δαίμονας, ὁ ὁποῖος ἀγγίζει τὸν τόπο, ποὺ ἀνάφερα πιὸ πάνω, μετατρέπει τὸ γύρω ἀπὸ τὸ νοῦ φῶς ὅπως θέλει. Ἔτσι κινεῖται τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας σὲ λογισμό, ὁ ὁποῖος δίνει ἀνόητα τέτοια μορφὴ στὸν ἀσχημάτιστο νοῦ, ποὺ νὰ φαίνεται σὰν ἐντοπισμὸς τῆς θείας καὶ οὐσιώδους γνώσεως. Κι ἂν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν ἐνοχλεῖται ἀπὸ σαρκικὰ καὶ ἀκάθαρτα πάθη, ἀλλὰ τάχα βρίσκεται στὸν τόπο τῆς προσευχῆς μὲ καθαρὴ διάθεση, τοῦ φαίνεται πὼς δὲν τοῦ συμβαίνει μέσα τοῦ πιὰ καμιὰ ἀντίθετη ἐνέργεια ὑποθέτει ἑπομένως πὼς ἡ ἐμφάνιση στὸ νοῦ του, ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ δαίμονα, εἶναι θεία. Αὐτὸ τὸ κάνει ὁ δαίμονας μὲ πολλὴ ἐπιτηδειότητα καὶ διὰ μέσου τοῦ ἐγκεφάλου ἀλλοιώνει τὸ φῶς, ποὺ συνδέεται μὲ τὸν ἐγκέφαλο, καὶ τοῦ δίνει τέτοια μορφή, ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως.
75. Ὅταν ἔρθει ἄγγελος Θεοῦ, μ’ ἕνα του λόγο μόνο παύει ἀπὸ πάνω μας κάθε ἐχθρικὴ ἐνέργεια καὶ κινεῖ τὸ φῶς τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ ἐνεργεῖ χωρὶς παραπλάνηση.
76. Αὐτό, ποὺ λέγεται στὴν Ἀποκάλυψη, ὅτι ὁ ἄγγελος φέρνει τὸ θυμίαμα γιὰ νὰ τὸ προσφέρει μὲ τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων (Ἀποκ. η΄ 3-4), νομίζω πὼς εἶναι αὐτὴ ἡ
χάρη, ποὺ ἐνεργεῖται διὰ μέσου του ἀγγέλου. Γιατί βάζει μέσα στὴν ψυχὴ γνώση τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς, ὥστε νὰ μένει στὸ ἑξῆς ὁ νοῦς ἔξω ἀπὸ κάθε κλονισμό, ἀκηδία (πνευματικὴ νάρκη καὶ ἀδράνεια) καὶ ἀμέλεια.
77. Λέγεται στὴν Ἀποκάλυψη πὼς οἱ φιάλες τῶν θυμιαμάτων εἶναι οἱ προσευχὲς τῶν ἁγίων, τὶς ὁποῖες κρατοῦσαν οἱ εἰκοσιτέσσερις πρεσβύτεροι (Ἀποκ. ε΄ 8). Πρέπει κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς φιάλης νὰ ἐννοήσουμε τὴ φιλία μὲ τὸ Θεό, δηλαδὴ τὴν τέλεια καὶ πνευματικὴ ἀγάπη, πού, ὅταν ὑπάρχει, γίνεται ἡ προσευχὴ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» (Ἰω. δ΄ 23-24).
78. Ὅταν νομίσεις πὼς δὲν χρειάζεσαι δάκρυα στὴν προσευχή σου, σκέψου πόσο ἀπέχεις ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ εἶσαι διαρκῶς μαζί του καὶ μέσα του, καὶ τότε θὰ δακρύσεις μὲ μεγαλύτερη θέρμη.
79. Βεβαιότατα, ὅταν ἔχεις ἐπίγνωση τῶν μέτρων σου, εὐχαρίστως θὰ πενθήσεις ἐλεεινολογώντας τὸν ἑαυτό σου σύμφωνα μὲ ὅ,τι λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας πώς, ἂν καὶ εἶσαι ἀκάθαρτος καὶ βρίσκεσαι ἀνάμεσα σὲ τέτοιο λαὸ (παθῶν), τολμᾶς νὰ στέκεις μπροστὰ στὸν Κύριο σαβαὼθ (Ἠσ. ς΄ 5);
80. Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, θὰ βρεῖς πολλὴ ἐσωτερικὴ πληροφόρηση. Καὶ θὰ ἔρθουν μαζί σου ἄγγελοι, ὅπως καὶ στὸ Δανιήλ, καὶ θὰ σὲ φωτίσουν νὰ κατανοήσεις τοὺς λόγους τῶν γινομένων (Δανιὴλ β΄ 19).
81. Νὰ ξέρεις πὼς μᾶς παρακινοῦν βέβαια οἱ ἅγιοι ἄγγελοι σὲ προσευχὴ καὶ μᾶς προστατεύουν μὲ χαρὰ καὶ προσεύχονται γιὰ μᾶς (Ζαχ.α΄ 12, Τωβ. ιβ΄ 12). Ἂν λοιπὸν δείξουμε ἀμέλεια καὶ δεχτοῦμε ἀντιθέτους λογισμούς, τοὺς παροργίζουμε πολύ, γιατί αὐτοὶ βέβαια ἀγωνίζονται τόσο πολὺ γιά μᾶς. Ἐμεῖς ὅμως οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας δὲν θέλουμε νὰ παρακαλέσουμε τὸ Θεό, ἀλλὰ καταφρονώντας τὸ ἱερό τους λειτούργημα καὶ ἐγκαταλείποντας τὸ Δεσπότη καὶ Θεὸ τοὺς συνομιλοῦμε μὲ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.
82. Νὰ προσεύχεσαι μὲ ἀταραξία καὶ πραότητα καὶ νὰ ψάλλεις «συνετῶς» (Ψαλμ. μς΄ 8), μὲ συναίσθηση δηλαδὴ καὶ κοσμιότητα καὶ θὰ μοιάζεις ἀετόπουλο, ποὺ σηκώνεται στὰ αἰθέρια ὕψη.
83. Ἡ ψαλμωδία γαληνεύει τὰ πάθη καὶ κάνει νὰ ἠρεμεῖ ἡ ἀκράτεια τοῦ σώματος. Ἡ προσευχὴ πάλι κάνει τὸ νοῦ νὰ προβαίνει σ’ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἐντελῶς δική του.
84. Προσευχὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια ποὺ πρέπει στὴν ἀξία τοῦ νοῦ. Εἶναι μὲ ἄλλα λόγια ἀνώτερη καὶ γνήσια χρήση του.
85. Ἡ ψαλμωδία εἶναι ἐνέργεια πολύμορφης σοφίας. Καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι προοίμιο ἄυλης καὶ πολύμορφης γνώσης.
86. Ἡ γνώση εἶναι ὡραιότατη. Γιατί συμπράττει μὲ τὴν προσευχὴ ξυπνώντας τὴν ἄυλη δύναμη τοῦ νοῦ μὲ τὸ σκοπὸ νὰ προβεῖ σὲ θεωρεῖα θείας γνώσης.
87. Ἂν δὲν ἔλαβες ἀκόμα χάρισμα προσευχῆς ἢ ψαλμωδίας, ἐπίμενε καὶ θὰ λάβεις.
88. «Ἔλεγε δὲ αὐτοῖς παραβολὴν πρὸς τὸ δεῖν αὐτοὺς πάντοτε προσεύχεσθαι καὶ μὴ ἐκκακεῖν» (Λουκ ιη΄ 1-8: τοὺς εἶπε ὁ Κύριος Ἰησοῦς μία παραβολὴ γιὰ νὰ τοὺς διδάξει, πὼς πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μὴν ἀποκάμνουν ἐπιμένοντας στὴν προσευχή). Λοιπὸν μὴ χάνεις τὸ θάρρος σου στὸ μεταξὺ μήτε τὴν καλή σου διάθεση, ἐπειδὴ δὲν ἔχεις λάβει ὅ,τι ζήτησες. Θὰ τὸ λάβεις τελικά. Ὁ Κύριος κατέληξε στὸ παρακάτω συμπέρασμα στὴν παραπάνω παραβολή: «Ἂν καὶ δὲν φοβοῦμαι Θεὸ καὶ πρόσωπο ἀνθρώπου δὲν ντρέπομαι -εἶπε μέσα του ὁ ἄδικος ἐκεῖνος δικαστὴς-ὅμως ἐπειδή μοῦ ἔγινε ἐνοχλητικὴ ἡ γυναίκα ἐτούτη -ἡ χήρα- θὰ τῆς ἀποδώσω τὸ δίκαιό της». «Μὲ τὸν ἴδιο λοιπὸν τρόπο καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἀποδώσει γρήγορα τὸ δίκαιο σ’ αὐτούς, ποὺ κράζουν σ’ Αὐτὸν νύχτα καὶ μέρα». Ἔχε λοιπὸν χαρὰ καὶ ἐπίμενε κοπιαστικὰ στὴν ἅγια προσευχή.
89. Μὴ θέλεις νὰ γίνουν τὰ ζητήματά σου, ὅπως φαίνεται σὲ σένα σωστό, ἀλλὰ ὅπως ἀρέσει στὸ Θεό. Καὶ θὰ εἶσαι ἀτάραχος καὶ εὐγνώμων (καλόγνωμος) στὴν προσευχή σου.
90. Κι ἂν ἀκόμα σου φαίνεται πὼς εἶσαι μαζὶ μὲ τὸ Θεό, νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς πορνείας. Γιατί εἶναι πολὺ ἀπατεώνας καὶ πάρα πολὺ φθονερὸς καὶ θέλει νὰ εἶναι γρηγορότερος ἀπὸ τὴν κίνηση καὶ τὴ νήψη τοῦ νοῦ σου, ὥστε ἂν εἶναι δυνατό, καὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἀποσπάσει καθὼς στέκει μπροστά του μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο.
91. Ἂν δείχνεις ἐπιμέλεια στὴν προσευχή, νὰ ἑτοιμάζεσαι νὰ δεχτεῖς ἐπιθέσεις δαιμόνων καὶ νὰ ὑπομένεις μὲ γενναιότητα τὶς μάστιγες (πρβλ. Ψαλμ. λζ΄ 18). Γιατί θὰ σοῦ ἐπιτεθοῦν σὰν ἄγρια θηρία καὶ θὰ κακοποιήσουν ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου.
92. Νὰ προετοιμάζεσαι σὰν ἔμπειρος ἀγωνιστὴς νὰ μὴν κλονιστεῖς κι ἂν ἰδεῖς ξαφνικὰ κάποιο φανταστικὸ πλάσμα. Κι ἂν δεῖς σπαθὶ ξεγυμνωμένο ἐναντίον σου (πρβλ. Ἀριθ. κβ΄ 23) ἢ λαμπάδα, ποὺ νὰ ἔρχεται καταπάνω στὸ πρόσωπό σου, μὴν ταράζεσαι. Κι ἂν δεῖς κάποια σιχαμερὴ μορφὴ καὶ ματωμένη, πάλι μὴ χάνεις τὸ ἠθικό σου. Στάσου, ἀντίθετα, ὀρθὸς ὁμολογώντας τὴν καλὴ ὁμολογία (πρβλ. Α΄ Τιμ. ς΄ 12) καὶ τότε θὰ ἰδεῖς κατάματα τοὺς ἐχθρούς σου.
93. Ὅποιος ὑποφέρει τὰ λυπηρά, θὰ πετύχει καὶ τὰ χαρούμενα. Καὶ ὅποιος ἀνέχεται μὲ καρτερικότητα τὰ ἀηδιαστικὰ συμβάματα, δὲν θὰ στερηθεῖ καὶ τὰ εὐχάριστα.
94. Κοίταξε μὴ σὲ ξεγελάσουν οἱ δαίμονες μὲ καμιὰ ὀπτασία. Ἀντίθετα γύρνα μὲ περίσκεψη στὴν προσευχὴ καὶ παρακάλα τὸ Θεό, ὥστε ἂν εἶναι τὸ νόημα ἀπὸ αὐτόν, νὰ σὲ φωτίσει ὁ ἴδιος. Καὶ ἔχε θάρρος, γιατί δὲ θὰ σταθοῦν οἱ σκύλοι, ὅταν ἐσὺ ὅλος φωτιὰ χρησιμοποιεῖς τὴ συνομιλία μὲ τὸ Θεό. Γιατί ἀμέσως θὰ διωχτοῦν μακριά, ἐνῶ θὰ μαστιγώνονται μυστικὰ ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
95. Εἶναι δίκαιο νὰ μὴν ἀγνοεῖς καὶ ἐτοῦτο τὸ δόλο κάποτε οἱ δαίμονες χωρίζονται μεταξύ τους. Κι ἂν φανεῖ πὼς ζητᾶς βοήθεια, μπαίνουν οἱ ὑπόλοιποι μετασχηματισμένοι σὲ ἀγγέλους καὶ διώχνουν τοὺς πρώτους. Κι αὐτὸ τὸ κάνουν, γιὰ νὰ γελαστεῖς ἀπὸ αὐτοὺς μὲ τὴ σκέψη πὼς εἶναι ἄγγελοι.
96. Φρόντισε νὰ ἔχεις πολλὴ ταπεινοφροσύνη καὶ (ἀνδρεία=) γενναῖο φρόνημα, ὅποτε δὲν πρόκειται νὰ ἀγγίξει τὴν ψυχή σου ἐπήρεια δαιμονική. «Καὶ μάστιξ οὐκ ἐγγιεῖ ἐν τῷ σκηνώματί σου, ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περί σοῦ τοῦ διαφυλάξαί σε» (Ψαλμ.στ’ 10: Μάστιγες δηλαδὴ συμφορῶν δὲν θὰ ἀγγίξουν τὴν κατοικία σου γιατί θὰ δώσει στοὺς ἀγγέλους ἐντολὴ γιὰ σένα νὰ σὲ προφυλάξουν). Καὶ οἱ ἄγγελοι μυστικὰ θὰ ἀπομακρύνουν ἀπὸ κοντά σου ὅλη τὴν ἐχθρικὴ ἐνέργεια.
97. Ὅποιος φροντίζει νὰ ἀσκεῖ τὴν καθαρὰ προσευχή, θὰ ἀκούει θορύβους καὶ χτύπους καὶ φωνὲς καὶ (θὰ ὑποστεῖ) βλάβες ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Ὅμως δὲν θὰ κατσουφιάσει οὔτε θὰ προδώσει τὸ λογισμὸ του λέγοντας στὸ Θεὸ, «οὐ φοβηθήσομαι κακὰ ὅτι σὺ μετ’ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. κβ΄ 4: Δὲ θὰ φοβηθῶ μήπως μου συμβεῖ κανένα κακό, γιατί ἐσὺ εἶσαι μαζί μου) καὶ τὰ παρόμοια.
98. Σὲ περίπτωση πειρασμοῦ αὐτοῦ τοῦ εἴδους νὰ κάνεις σύντομη καὶ πολὺ ἐντατικὴ προσευχή.
99. Ἂν σὲ ἀπειλήσουν δαίμονες νὰ φανοῦν ξαφνικὰ ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ νὰ σὲ ξαφνιάσουν καὶ νὰ παρασύρουν τὸ νοῦ σου, μὴν τοὺς φοβηθεῖς. Οὔτε νὰ δείξεις ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ φροντίδα γιὰ τὴν ἀπειλή τους. Γιατί σὲ φοβερίζουν θέλοντας νὰ δοκιμάσουν ἂν τυχὸν τοὺς προσέχεις ἢ τοὺς περιφρονεῖς ἐντελῶς.
100. Ἂν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς σου βρίσκεσαι μπροστὰ στὸν παντοκράτορα καὶ δημιουργὸ καὶ προνοητή του παντὸς Θεό, γιατί κάνεις τὴν παράστασή σου αὐτὴ τόσο ἀνόητα, παραμερίζοντας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, πού ἀπ’ αὐτὸν τίποτε δὲν εἶναι μεγαλύτερο; Γιατί φοβᾶσαι τόσο ἀνόητα κουνούπια καὶ σκαθάρια; Ἢ μήπως δὲν ἄκουσες αὐτόν, ποὺ λέγει «Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήση» (Δευτ. ς΄ 13), δηλαδὴ νὰ δείχνεις φόβο βαθὺ καὶ σεβασμὸ στὸν Κύριο καὶ Θεό σου; Καὶ ἀλλοῦ «Ὅν φρίττει καὶ τρέμει πάντα ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» καὶ ὅσα λέγονται στὴ συνέχεια; (Στὴν προσευχὴ τοῦ Μανασσῆ).
101. Ὅπως τὸ ψωμὶ εἶναι τροφὴ τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, ἔτσι καὶ ἡ πνευματικὴ προσευχὴ εἶναι τροφὴ τοῦ νοῦ.
102. Μὴν προσεύχεσαι μὲ φαρισαϊκό, ἀλλὰ μὲ τελωνιακὸ φρόνημα καὶ τρόπο στὸν ἱερὸ τόπο τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ δικαιωθεῖς καὶ ἐσὺ ἀπὸ τὸν Κύριο (Λουκ. ιη΄ 10-14).
103. Νὰ ἀγωνίζεσαι νὰ μὴν καταριέσαι κανένα στὴν προσευχή σου, γιὰ νὰ μὴ γκρεμίζεις ὅσα χτίζεις, κάνοντας ἔτσι σιχαμερὴ τὴν προσευχή σου.
104. Ἂς σὲ διδάσκει αὐτός, ποὺ χρωστοῦσε τὰ μύρια (=10.000) τάλαντα. Ἂν δηλαδὴ δὲν συγχωρέσεις αὐτόν, πού σου φταίει, οὔτε κι ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ πετύχεις τὴ συγχώρεση. Γιατί, λέει τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, τὸν παρέδωσε (τὸν χρεώστη τῶν μυρίων ταλάντων ποὺ δὲν συγχώρεσε τὸ δικό του χρεώστη) στοὺς βασανιστὲς (Ματθ. ιη΄ 24-35).
105. Διῶχνε μακριά σου τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ μὴ χάσεις τὸ μέγιστο κέρδος τῆς προσευχῆς σου ὅταν σὲ τσιμπάει ψύλλος ἢ ψείρα ἢ κουνούπι ἢ μύγα.
106. Ἔφτασε ὡς ἐμένα ἡ φήμη γιὰ κάτι, ποὺ συνέβηκε σ’ ἕναν ἅγιο. Ὅταν ἐκεῖνος προσευχόταν, τοῦ ἀντιστεκόταν τόσο πολὺ ὁ πονηρός, ὥστε μόλις σήκωνε τὰ χέρια του σὲ προσευχὴ νὰ παίρνει ὁ πονηρὸς τὴ μορφὴ λεονταριοῦ καὶ νὰ σηκώνει τὰ δύο του μπροστινὰ ποδάρια γιὰ νὰ μπήξει τὰ νύχια του στὰ νεφρά του κι ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς καὶ νὰ μὴ φεύγει ἀπ’αὐτὸν προτοῦ νὰ κατεβάσει ὁ ἅγιος τὰ χέρια του, πρὶν δηλαδὴ νὰ τελειώσει τὴν προσευχή του. Ἐκεῖνος ὅμως ποτὲ δὲν κατέβαζε τὰ χέρια του ἀπὸ τὴν δεητικὴ τοὺς ὕψωση προτοῦ κάνει τὶς συνηθισμένες του εὐχές.
107. Τέτοιος ἦταν, ὅπως τὸν γνώρισα, καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ μικρός, ποὺ ἔζησε τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας σὲ λάκκο. Εἶπα ὁ Ἰωάννης ὁ «μικρός», πιὸ σωστὸ ὅμως θὰ ἦταν νὰ ἔλεγα ὁ πάρα πολὺ μεγάλος μοναχός. Αὐτὸς ἔμεινε ἀκίνητος στὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸ Θεό, ἐνῶ ὁ δαίμονας σὰν φίδι μεγάλο τυλίχθηκε ὁλόγυρα στὸ σῶμα τοῦ μασώντας τὶς σάρκες του καὶ ξερνώντας στὸ πρόσωπό του.
108. Ὁπωσδήποτε θὰ διάβασες κι ἐσὺ τοὺς βίους τῶν ἁγίων ταβεννησιωτῶν μοναχῶν. Σύμφωνα μὲ ὅσα λέγονται ἐκεῖ, ἐνῶ μιλοῦσε ὁ ἀββὰς Θεόδωρος στοὺς ἀδελφούς, ἦρθαν δύο ὀχιὲς κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Ἐκεῖνος ὅμως χωρὶς νὰ ταραχτεῖ ἀνασήκωσε τὰ πόδια του καὶ κάμνοντας καμάρα τὶς δέχτηκε μέσα, ὥσπου τελείωσε τὸ λόγο του. Καὶ τότε ἔδειχνε τὶς ὀχιὲς ἐξηγώντας τὸ πράγμα.
109. Γιὰ ἄλλον πνευματικὸ ἀδελφὸ διάβασα πώς, ἐνῶ προσευχόταν, ἦρθε μία ὀχιὰ καὶ τοῦ δάγκωσε τὸ πόδι. Αὐτὸς ὅμως δὲν κατέβασε τὰ χέρια τοῦ πρωτοῦ τελειώσει τὴν συνηθισμένη τοῦ προσευχή. Καὶ δὲν ἔπαθε τίποτε, γιατί ἀγάπησε τὸ Θεὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
110. Ἔχε ἀσάλευτο τὸ μάτι σου τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς σου καί, ἀφοῦ ἀρνηθεῖς τὴ σάρκα καὶ τὴν ψυχή σου, ζῆσε τὴν κατὰ νοῦν (πνευματικὴ) ζωή.
111. Ἐναντίον κάποιου ἄλλου ἁγίου, ποὺ προσευχόταν ἔντονα καὶ ἡσύχαζε στὴν ἔρημο, ἦρθαν δαίμονες καὶ ἐπὶ δύο ἑβδομάδες ἔπαιζαν μ’ αὐτὸν σὰν νὰ ἦταν μπάλλα καθὼς τὸν τίναζαν στὸν ἀέρα καὶ τὸν δέχονταν πάλι στὴν ψάθα. Καὶ ὅμως δὲν μπόρεσαν καθόλου νὰ κατεβάσουν τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν ἔξαρση τῆς ἔνθερμης, τῆς ὅλο φλόγα προσευχῆς.
112. Ἕναν ἄλλο φιλόθεο πάλι, ἐνῶ βάδιζε στὴν ἔρημο καὶ ἔκανε σκέψεις προσευχῆς, τὸν πλησίασαν δύο ἄγγελοι καὶ τὸν εἶχαν στὴ μέση περπατώντας μαζί του. Αὐτὸς ὅμως δὲν τοὺς πρόσεχε καθόλου γιὰ νὰ μὴν χάσει τὸ πιὸ μεγάλο. Γιατί θυμήθηκε τὸν ἀποστολικὸ λόγο «Οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις δυνήσονται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. η΄ 38: οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις, δηλαδὴ καμιὰ τάξη ἀγγέλων, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ μᾶς χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ).
113. Ὁ μοναχὸς γίνεται μὲ τὴν προσευχὴ ἰσάγγελος, ἐπειδὴ λαχταράει νὰ ἰδεῖ «τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρὸς τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (πρβλ. Ματθ. ιη΄ 10).
114. Μὴν ἐπιδιώκεις νὰ δεχτεῖς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς μὲ κανένα τρόπο μορφὴ ἢ σχῆμα.
115. Μὴν ποθεῖς νὰ ἰδεῖς ἀγγέλους ἢ δυνάμεις ἢ τὸ Χριστὸ αἰσθητὰ γιὰ νὰ μὴ σοῦ φύγει ἐντελῶς τὸ μυαλό, ἐπειδὴ δέχεσαι λύκον ἀντὶ γιὰ ποιμένα καὶ προσκυνᾶς ἐχθροὺς δαίμονες.
116. Ἀρχὴ τῆς πλάνης τοῦ νοῦ εἶναι ἡ κενοδοξία. Ἀπὸ αὐτὴν κινεῖται ὁ νοῦς καὶ προσπαθεῖ νὰ προσδιορίζει τὸ θεῖο μὲ σχήματα καὶ μορφές.
117. Ἐγὼ θὰ πῶ τὸ δικό μου λόγο, ποὺ καὶ σὲ νεώτερους ἔχω πεῖ: Μακάριος ὁ νοῦς, ποὺ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἀπόκτησε τέλεια ἀμορφία.
118. Μακάριος ὁ νοῦς, πού, ἐπειδὴ προσεύχεται ἀπερίσπαστα, ἀποκτάει πάντα περισσότερο πόθο γιὰ τὸ Θεό.
119. Μακάριος ὁ νοῦς, ποὺ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς γίνεται ἄυλος καὶ ἀκτήμων.
120. Μακάριος ὁ νοῦς, ποὺ ἀποξενώνεται ἀπὸ κάθε αἴσθηση (ἀντίληψη) ὑλικῶν πραγμάτων τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
121. Μακάριος ὁ μοναχός, ποὺ μετὰ τὸ Θεὸ θεωρεῖ κάθε ἄνθρωπο σὰ Θεό.
122. Μακάριος ὁ μοναχός, ποὺ βλέπει μὲ ὅλη του τὴ χαρὰ σὰν δική του τὴ σωτηρία καὶ τὴν προκοπὴ ὅλων.
123. Μακάριος ὁ μοναχός, ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του σὰν ὀλωνῶν παλιοσκούπιδο.
124. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἀπ’ὅλα καὶ ὅλους χωρισμένος καὶ ὅμως μὲ ὅλους καὶ ὅλα συνταιριασμένος.
125. Μοναχὸς εἶναι αὐτός, ποὺ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ἕνα μὲ ὅλους, ἐπειδὴ θαρρεῖ πὼς στὸν καθένα βλέπει ἀδιάκοπα τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του.
126. Κάνει προσευχὴ ἐκεῖνος, ποὺ πάντα προσφέρει στὸ Θεὸ ὡς καρπὸ τὴν πρώτη του σκέψη.
127. Ὡς μοναχὸς νὰ ἀποφεύγεις κάθε ψέμα καὶ κάθε ὅρκο, ἂν ποθεῖς νὰ προσευχηθεῖς. Ἀλλιῶς ἄδικα ἔχεις τὸ σχῆμα (τοῦ μοναχοῦ), ποὺ δὲν σοῦ ταιριάζει.
128. Ἂν θέλεις νὰ προσευχηθεῖς μὲ τὸ πνεῦμα, μὴν ἀντλήσεις τίποτε ἀπὸ τὴ σάρκα. Καὶ τότε δὲν θὰ ἔχεις σύννεφο, ποὺ νὰ σὲ σκοτίζει τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
129. Ἐμπιστέψου στὸ Θεὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος καὶ θὰ φανερώσεις πὼς τοῦ ἐμπιστεύεσαι καὶ τοῦ πνεύματος τὴν ἀνάγκη.
130. Ἂν πετύχεις τὴν πραγμάτωση τῶν ἐπαγγελιῶν (δηλαδὴ τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, Ἑβρ.ια΄ 33),θὰ βασιλέψεις. Ἀποβλέποντας λοιπὸν σ’ αὐτές, θὰ ὑποφέρεις εὐχαρίστως τὴ φτώχεια τοῦ παρόντος.
131. Μὴν ἀφήνεις τὴ φτώχεια καὶ τὴ θλίψη ποὺ ἀποτελοῦν τὶς ὕλες τῆς ἀνάλαφρης προσευχῆς.
132. Ἄς σοῦ χρησιμεύουν οἱ σωματικὲς ἀρετὲς ὡς ἐγγύηση γιὰ τὶς ψυχικές, οἱ ψυχικὲς γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ αὐτὲς γιὰ τὴν ἄυλη καὶ πνευματικὴ γνώση.
133. Ὅταν προσεύχεσαι ἐναντίον κάποιου λογισμοῦ, ἂν ὁ λογισμὸς εὔκολα ἠρεμήσει, σκέψου ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτό, μήπως πέσεις σὲ παγίδα καὶ ξεγελαστεῖς καὶ παραδώσεις τὸν ἑαυτό σου.
134. Μερικὲς φορές σοῦ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες λογισμοὺς (σκέψεις) καὶ πάλι σὲ ἐρεθίζουν νὰ προσευχηθεῖς τάχα ἐναντίον τοὺς ἢ νὰ τοὺς ἀντικρούσεις, ὅποτε ὑποχωροῦν θεληματικά. Αὐτὸ ὅμως τὸ κάνουν γιὰ νὰ γελαστεῖς ἔχοντας μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, πὼς δηλαδὴ ἄρχισες νὰ νικᾶς τοὺς λογισμούς σου καὶ νὰ προκαλεῖς φόβο στοὺς δαίμονες.
135. Ἂν προσεύχεσαι ἐναντίον κάποιου πάθους ἢ ἐναντίον κάποιου δαίμονα, ποὺ σὲ ἐνοχλεῖ, νὰ θυμᾶσαι αὐτόν, ποὺ λέει «καταδιώξω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ καταλήψομαι αὐτούς, ἕως ἂν ἐκλίπωσιν· ἐκθλίψω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ δύνωνται στήναι· πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου» κ.λπ. (Ψαλμ ιζ΄ 38-39: θὰ κυνηγήσω τοὺς ἐχθρούς μου καὶ θὰ τοὺς πιάσω· καὶ δὲν θὰ γυρίσω πίσω προτοῦ τοὺς ἐξολοθρέψω ὥσπου νὰ χαθοῦν ἐντελῶς. Θὰ τοὺς πιέσω τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ σταθοῦν πιά. Θὰ πέσουν νικημένοι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου…). Καὶ αὐτὰ θὰ τὰ λὲς στὴν ὥρα τους, ἂν ὁπλίζεις τὸν ἑαυτό σου μὲ ταπεινοφροσύνη ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων.
136. Νὰ μὴ νομίζεις πὼς ἔχεις ἀποκτήσει κάποια ἀρετή, ἂν προηγουμένως δὲν ἔχεις ἀγωνιστεῖ γι’ αὐτὴν μέχρις αἵματος. Γιατί σύμφωνα μὲ ὅ,τι λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος, πρέπει νὰ ἀντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας μὲ ἀγωνιστικὸ φρόνημα καὶ ἀψεγάδιαστα (πρβλ. Ἑβρ. ιβ΄ 4, Ἐφεσ. ς΄ 11 ἑξ.).
137. Ἂν ὠφελήσεις κάποιον, θὰ βλαφτεῖς ἀπὸ κάποιον ἄλλον. Κι αὐτὸ γιὰ νὰ πεῖς ἢ νὰ κάνεις κάτι ἄπρεπο, ἐπειδὴ ἀδικεύεσαι, καὶ νὰ σκορπίσεις ἔτσι ἄσχημα αὐτό, ποὺ μάζεψες καλά. Αὐτὸς εἶναι ὁ στόχος τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχεις μυαλωμένα καὶ συνετά.
138. Νὰ δέχεσαι τὶς βίαιες ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων, ποὺ ἔγιναν ἐναντίον σου φροντίζοντας πῶς νὰ ἀποτινάξεις τὸ δουλικὸ ζυγό τους.
139. Οἱ δαίμονες ἐπιδιώκουν νὰ ἐνοχλοῦν μόνοι τους (μὲ ἄμεση ἐνέργειά τους) τὸν πνευματικὸ δάσκαλο τὴ νύχτα καὶ διὰ μέσου τῶν ἀνθρώπων τὴ μέρα, περιτριγυρίζοντάς τον μὲ διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις, συκοφαντίες καὶ κινδύνους.
140. Μὴν ἀποφεύγεις τοὺς λευκαντές. Ἂν καὶ πατοῦν ἐνῶ χτυποῦν καὶ ξαίνουν καθὼς τὸ τεντώνουν τὸ πανί, ὅμως μὲ τὰ μέσα αὐτὰ γίνεται λαμπρὸ τὸ ροῦχο σου.
141. Ἐφόσον δὲν ἀπαρνήθηκες τὰ πάθη σου, ἀλλὰ ὁ νοῦς πάει ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ βρεῖς εὐωδιαστὸ θυμίαμα στὸν κόρφο σου.
142. Λαχταρᾶς νὰ προσευχηθεῖς; Μετατοπίσου ἀπὸ τὰ ἐδῶ καὶ ἔχε διαρκῶς «τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς» (Φιλιπ. γ΄ 20: ἔχε τὴν πατρίδα σου στοὺς οὐρανούς), ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγγελικὴ πράξη καὶ τὴ θεϊκότερη γνώση.
143. Ἂν μόνον ὅταν κάνεις κακὲς πράξεις μνημονεύεις τὸν Κριτὴ καὶ θυμᾶσαι πόσο φοβερὸς καὶ ἀπροσωπόληπτος εἶναι δὲν ἔμαθες ἀκόμα «δουλεύειν τῷ Κυρίω ἐν φόβω καὶ ἀγαλλιάσθαι αὐτῶ ἐν τρόμω» (Ψαλμ. β΄ 11: νὰ ὑπηρετεῖς τὸν Κύριο μὲ φόβο καὶ νὰ νιώθεις χαρὰ στὴ σκέψη του μὲ τρόμο). Νὰ ξέρεις δηλαδὴ πὼς πρέπει μᾶλλον μὲ εὐλάβεια καὶ σεβαστικότητα νὰ τὸν λατρεύεις καὶ στὶς πνευματικὲς ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις.
144. Συνετὸς ἄνδρας εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲ σταματάει πρὶν ἀπὸ τὴν τέλεια μετάνοια τὴ γεμάτη λύπη ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτημάτων καὶ τῆς δίκαιης τιμωρίας μὲ αἰώνια φωτιά, ποὺ θὰ ἐπιβληθεῖ γι’αὐτά.
145. Αὐτός, ποὺ ἂν καὶ εἶναι ἔνοχος ἁμαρτίας καὶ πράξεων, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν ὀργή, τολμάει νὰ ἁπλώνεται ἀδιάντροπα σὲ γνώση θεϊκότερων πραγμάτων ἢ προχωρεῖ ἀνάξια στὴν ἄυλη προσευχή, αὐτὸς ἂς δεχτεῖ τὴν ἀποστολικὴ ἐπιτίμηση, ὅτι δὲν εἶναι ἀκίνδυνο γι’ αὐτὸν νὰ προσεύχεται μὲ γυμνὸ καὶ ἀκάλυπτο κεφάλι. Ἔχει ὑποχρέωση δηλαδὴ ἡ ψυχὴ αὐτή, λέει ὁ ἀπόστολος, «κατὰ κεφαλῆς ἐξουσίαν ἔχει διὰ τοὺς ἀγγέλους» (Α΄ Κορ.ια΄ 5 ἑξ.: ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἔχει στὸ κεφάλι της -στὸ ἀποστολικὸ κείμενο ἡ γυναίκα, κατὰ τὸν ἅγιο Νεῖλο μεταφορικὰ ἡ ψυχὴ- κάποιο σύμβολο ἐξουσίας ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τοὺς ἀγγέλους, ποὺ στέκουν ἀπὸ πάνω της), ντυμένη τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ ταιριάζουν στὴν κατάστασή της.
146. Ὅπως δὲ θὰ ὠφελήσει ἐκεῖνον, ποὺ πάσχουν τὰ μάτια του, τὸ νὰ βλέπει καταμεσήμερα χωρὶς κάλυμμα καὶ ἐντατικὰ τὸν ὁλόλαμπρο ἥλιο, ἔτσι δὲ θὰ ὠφελήσει καθόλου καὶ τὸν ὅλο πάθη ἀκάθαρτο νοῦ ἡ ἀναπαράσταση στὸ νοῦ τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία» φοβερῆς καὶ ὑπερφυσικῆς προσευχῆς. Ἀντίθετα προκαλεῖ ἐναντίον του τὴν ἀγανάκτηση τοῦ Θεοῦ.
147. Ἂν ὁ ἀνενδεὴς (αὐτὸς ποὺ δὲν τοῦ λείπει καὶ δὲν τοῦ χρειάζεται τίποτε) καὶ ἀμερόληπτος Θεὸς δὲν δέχτηκε ἐκεῖνον, ποὺ ἦρθε στὸ θυσιαστήριο μὲ δῶρο, ὥσπου νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν πλησίον του, μὲ τὸν ὁποῖον ἦταν λυπημένος (Ματθ. ε΄ 23 ἑξ.), σκέψου πόση προσοχὴ καὶ διάκριση χρειαζόμαστε, γιὰ νὰ προσφέρουμε στὸ Θεὸ εὐπρόσδεκτο θυμίαμα στὸ νοερὸ (νοητὸ) θυσιαστήριο.
148. Νὰ μὴ σοῦ ἀρέσουν τὰ λόγια οὔτε δόξα. Ἀλλοιῶς δὲ θὰ ἐνεργοῦν πιὰ δολερὰ πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες σου οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ κατὰ πρόσωπο, μπροστὰ στὰ μάτια σου (Ψαλμ. 128, 3) καὶ θὰ εἶσαι ἀντικείμενο τῆς χαιρεκακίας τους (Σοφ. Σολ. ς΄ 4) τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, καθὼς θὰ σὲ τραβοῦν καὶ θὰ σὲ δελεάζουν (Ἰακ. α΄ 14) μὲ ἀλλόκοτους λογισμούς.
149. Ἡ προσοχή, ποὺ ἀναζητάει προσευχή, θὰ βρεῖ προσευχή, γιατί περισσότερο ἀπὸ κάθε τί ἄλλο τὴν προσοχὴ τὴν ἀκολουθάει ἡ προσευχή. Αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπιδιώκεται μὲ πολλὴ φροντίδα.
150. Ὅπως ἡ ὅραση εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ θεϊκὴ ἀπὸ ὅλες τὶς ἀρετές.
151. Αὐτὸ ποὺ ἀποτελέι ἔπαινο τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι ἡ ποσότητα, ἀλλὰ ἡ ποιότητά της. Καὶ αὐτὸ δηλώνουν ἐκεῖνοι, ποὺ ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ (δηλ. ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ Τελώνης, Λουκ. ιη΄ 10) καθὼς καὶ ἡ προτροπὴ «ὑμεῖς οὗν προσευχόμενοι μὴ βαττολογεῖτε» (Ματθ. ς΄ 7: ὅταν προσεύχεσθε νὰ μὴν φλυαρεῖτε) καὶ ὅσα λέγονται στὴ συνέχεια.
152. Ὅσο ἔχεις τὸ νοῦ σου στὰ σωματικὰ καὶ φροντίζεις μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ γιὰ τὰ εὐχάριστα τῆς σκηνῆς (τοῦ προσωρινοῦ σώματος), δὲν ἔχεις ἀκόμα ἰδεῖ τὸν τόπο τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ εἶναι ἀκόμα μακριὰ ἀπὸ σένα ὁ μακάριος δρόμος της.
153. Ὅταν τὴν ὥρα, ποὺ στέκεις σὲ προσευχή, νιώσεις χαρὰ μεγαλύτερη ἀπὸ κάθε ἄλλη χαρά, τότε βρῆκες ἀληθινὰ τὴν προσευχή.