Πρός τόν Πρεσβύτερο Κωνστάντιο
Ἐπιστολή 221 τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Στίς τέσσερις τοῦ Πανέμου μηνός, ἐνῶ πρόκειται νά ἀναχωρήσουμε ἀπό τή Νίκαια, στέλνω αὐτά τά γράμματα στή θεοσέβειά σου, παρακαλώντας γι᾽ αὐτό πού δέν ἔπαψα πάντοτε νά παρακαλῶ, δηλαδή νά μήν παραλείψεις νά κάνεις ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό σένα γιά τήν διακονία τήν ὁποία ἀπό παλαιά εἶχες ἀναλάβει. Νά προσπαθήσεις ἔστω καί ἄν ἐνσκήψει χειμώνας βαρύτερος ἀπό αὐτόν πού τώρα ἐπικρατεῖ, ἔστω καί ἄν γίνουν μεγαλύτερα τά κύματα. Λέγοντας «τή διακονία σου» ἐννοῶ τήν καθαίρεση τῆς εἰδωλολατρίας, τήν ἀνοικοδόμηση τῶν ἐκκλησιῶν, καί τή φροντίδα τῶν ψυχῶν. Νά μή σέ ἀποθαρρύνει ἡ δύσκολη κατάσταση. Γιατί ὁ κυβερνήτης, βλέποντας τό πέλαγος μανιασμένο καί φουρτουνιασμένο, δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τό τιμόνι. Ἀλλά οὔτε καί κανένας γιατρός, βλέποντας τόν ἄρρωστο νά καταβάλεται ἀπό τήν ἀσθένεια, ἐγκαταλείπει τή θεραπεία. Ἀντίθετα, τότε ἀκριβῶς ὁ καθένας ἀπό αὐτούς κάνει χρήση τῆς τέχνης του.
Καί σύ λοιπόν, ἐντιμότατε καί εὐλαβέστατε δέσποτά μου, δεῖξε πολλή προθυμία. Τίποτε ἀπό ὅσα συμβαίνουν νά μή σέ ἀποθαρρύνει. Γιατί ὄχι μόνο δέ θά δώσουμε λόγο γιά τά κακά πού οἱ ἄλλοι μᾶς κάνουν, ἀλλά θά λάβουμε καί μισθό. Ἐάν ὅμως ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέ συνεισφέρουμε ὅ,τι μποροῦμε καί δείξουμε ραθυμία, τότε σέ τίποτε δέ θά μᾶς ὠφελήσει ἡ εὐκαιρία πού μᾶς προσφέρεται τώρα δηλαδή, νά βοηθήσουμε στήν ἀντιμετώπιση τῆς δυσκολίας. Γιατί καί ὁ Παῦλος, ἐνῶ βρισκόταν στή φυλακή καί ἦταν δεμένος στό ξύλο, ἔκανε τό χρέος του. Καί ὁ Ἰωνᾶς ἐπίσης, παρόλο πού ἦταν ἐγκλωβισμένος στήν κοιλιά τοῦ θαλασσινοῦ θηρίου, ὅπως καί οἱ Τρεῖς Παῖδες, ὅταν βρίσκονταν μέσα στήν κάμινο, τό ἴδιο ἔκαναν. Κανέναν τους δέν τόν ἔκανε πιό ράθυμο ἡ ταλαιπωρία τῶν διαφόρων αὐτῶν δεσμωτηρίων.
Σκεπτόμενος λοιπόν αὐτά, δέσποτά μου, νά μήν παύσεις νά φροντίζεις γιά τίς Ἐκκλησίες τῆς Φοινίκης, τῆς Ἀραβίας καί ὅλης τῆς Ἀνατολῆς, γιατί ξέρεις ὅτι θά ἔχεις μεγαλύτερο μισθό ἀπό τόν κόπο πού θά καταβάλλεις ἐσύ γιά νά ἀντιμετωπίσειςτά διάφορα δεινά.
Νά μήν ἀμελεῖς νά μοῦ γράφεις συνεχῶς καί πολύ τακτικά. Ὅπως πληροφορήθηκα τώρα, διαταχθήκαμε νά ἀναχωρήσουμε ὄχι στή Σεβάστεια, ἀλλά στήν Κουκουσό.Ἐκεῖ θά σοῦ εἶναι εὐκολότερο νά μοῦ γράφεις. Γράφε μου λοιπόν, πόσες ἐκκλησίες κτίσθηκαναὐτή τή χρονιά, ποιοί ἅγιοι ἄνδρες στή Φοινίκη πέθαναν, ἤ ἐάν ἔγινε κάποια ἐπιπλέον πρόοδος. Γιατί στή Νίκαια βρῆκα ἕνα μοναχό φυλακισμένο καί τόν ἔπεισα νά ἔρθει στήν εὐλάβειά σου ὥστε νά σταλεῖ στή Φοινίκη. Φρόντισε λοιπόν νά μέ πληροφορήσεις ἐάν ἦρθε.
Στή Σαλαμίνα, χωριό πού βρίσκεται στήν Κύπρο καί πολιορκεῖται ἀπό τούς Μαρκιωνίτες, βρισκόμουν σέ συνομιλίες μέ αὐτούς πού ἔπρεπε. Εἶχαπετύχει τά πάντα ἐκεῖ, ἀλλά μέ πρόλαβε ἡ ἐξορία. Ἐάν λοιπόν μάθεις ὅτι ὁ κύριός μου, ὁ ἐπίσκοπος Κυριακός παραμένει στήν Κωνσταντινούπολη, γράψε του γιά τήν ὑπόθεση αὐτή καί αὐτός θά μπορέσει νά τά φέρει ὅλα εἰς πέρας. Ἰδιαίτερα ὅσους ἔχουν παρρησία πρός τό Θεό νά τούς παρακαλεῖς νά κάνουν πολλή χρήση τῆς προσευχῆς μέ πολλή ἐμμονή καί ἐπιμονή, ὥστε νά σταματήσει τό ναυάγιο αὐτό πού βρῆκε τήν οἰκουμένη. Γιατί καί τήν Ἀσία τήν κυρίεψαν ἀβάστακτα δεινά, ἀλλά καί ἄλλες πόλεις καί Ἐκκλησίες, τίς ὁποῖες, γιά νά μή γίνομαι ἐνοχλητικός, ἀποφεύγω νά τίς ἀναφέρω μία-μία χωριστά. Θά σοῦ πῶ τοῦτο μόνο, ὅτι δηλαδή ἡ ὑπόθεση χρειάζεται ἐκτενής καί ἐντατική προσευχή.
Σχόλια στήν Ἐπιστολή
Ἡ Ἐπιστολή εἶναι γραμμένη ὅταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος βρισκόταν καθ’ ὁδόν πρός τήν ἐξορία του στήν Κουκουσσό. Εἶναι ἡ πρώτη Ἐπιστολή του, στήν ὁποία καταγράφεται ὁ χρόνος τῆς συγγραφῆς (στίς τέσσερις τοῦ Πανέρμου μηνός, πού ἀντιστοιχεῖ μέ τήν περίοδο μεταξύ 15 Αὐγούστου καί 15 Σεπτεμβρίου), καθώς καί ὁ τόπος σύνταξης καί ἀποστολῆς της.
Ἀπευθύνεται στόν πρεσβύτερο Κωνστάντιο, ὁ ὁποῖος καί πρίν ἀπό τήν ἐξορία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου εἶχε ἀναλάβει τήν εὐθύνη ὅλης τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας τῆς Ἐκκλησίας, πού κατευθυνόταν ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ διακονία τοῦ πρεσβύτερου Κωνστάντιου περιελάμβανε τήν ἐξεύρεση καί τήν προετοιμασία ἱεραποστόλων, καθώς ἐπίσης καί ἡ μέριμνα γιά τήν τροφοδοσία τους. Ἐπιπλέον, στά πλαίσια τῶν καθηκόντων του ἦταν ἡ φροντίδα τῆς ἐξασφάλισης τῶν ἀπαιτούμενων πόρων, τόσο γιά τήν συντήρηση τῶν ὑπαρχόντων Ἱερῶν Ναῶν, ὅσο καί γιά τήν ἀνοικοδόμηση νέων.
Ἄξιο θαυμασμοῦ εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἡ περιπέτεια τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου βρίσκεται ἐν ἐξελίξει κι ἐνῶ ὁ ἴδιος πάσχει τά πάνδεινα καί δοκιμάζεται ἔντονα, ἐντούτοις δέν στέκεται στό προσωπικό του μαρτύριο, ἀλλά ὅλη του ἡ ἔννοια εἶναι ἐπικεντρωμένη στίς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαίτερα μάλιστα, καθώς φαίνεται στίς Ἐπιστολές του, τόν ἀπασχολεῖ ἡ ἱεραποστολική Ἐκκλησία τῆς Φοινίκης, ἡ ὁποία ἐκεῖνο τό χρονικό διάστημα, ἀντιμετώπιζε πολλές καί μεγάλες δυσκολίες.
Ὁ Ἅγιος χαρακτηρίζει τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ στήν Ἐκκλησία τῆς Φοινίκης ὡς «χειμῶνα» καί συστήνει στόν πρεσβύτερο Κωνστάντιο νά συνεχίσει τήν ἱεραποστολική διακονία του, «ἔστω κι ἄν τά πράγματα χειροτερεύουν, ἀκόμα κι ἄν τά κύματα γίνονται μεγαλύτερα». Ἀπεικονίζει δέ τό ρόλο τοῦ Κωστάντιου στίς δυσκολίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φοινίκης, μέ τήν προσφιλή του παρομοίωση, ὡς ρόλο γιατροῦ καί κυβερνήτη σκάφους, τό ὁποῖο πλέει στόν φουρτουνιασμένο ὠκεανό.
Στή συνέχεια γίνεται σαφέστερος καί συνοψίζει τά μέτωπα τοῦ ἀγῶνος, στόν ὁποῖο πρέπει νά ἐπιδοθεῖ ὁ Κωνστάντιος, σέ τρία:
1) Τήν καθαίρεση τῆς εἰδωλολατρείας
2 )Τήν ἀνοικοδόμηση Ἱερῶν Ναῶν
3) Τήν φροντίδα τῶν Ψυχῶν.
Τό πλέον σημαντικό στήν τοποθέτηση τοῦ Ἅγιου Ἱεράρχη εἶναι ὅτι, ὁ ἀποκλειστικός σκοπός καί ὁ κεντρικός στόχος τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας εἶναι:
α) Τό κήγυγμα τῆς μετάνοιας καί τῆς πίστης στόν ἀληθινό Θεό, καί
β) Ἡ σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό, ἡ ὁποία λειτουργεῖται κυρίως κατά τή συμμετοχή της στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, καί τήν ὁποία λατρεία πάλι διευκολύνει ἡ ὕπαρξη τῶν κατάλληλων ἱερῶν Ναῶν.
Τά οἰκονομικά, τά πολιτιστικά κίνητρα, ἀκόμα καί ἡ ἁπλή φιλανθρωπική δράση, δέν μποροῦν ποτέ νά ἀποτελέσουν στή σκέψη τοῦ Χρυσοστόμου, κίνητρο τῆς ἱεραποστολικῆς διακονίας, ἄσχετα βέβαια ἄν κι αὐτά λειτουργοῦνται ἐκ παραλλήλου ἤ προκύπτουν ὡς φυσικό ἐπακόλουθο καί ὡς καρπός ἀδελφικῆς ἀγάπης, κατά τήν ἄσκηση τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου.
Ἕνα ἄλλο θέμα πού θίγεται στήν Ἐπιστολή αὐτή εἶναι αὐτό τῶν δυσκολιῶν καί τῶν πειρασμῶν πού ἀναφύονται κατά τή διάρκεια τῆς ἱεραποστολικῆς διακονίας. Γιά τήν ἐχθρότητα καί τήν ἀντιπάθεια τῶν εἰδωλολατρῶν λέει ὁ Ἅγιος, δέν εὐθύνονται καί δέν θά δώσουν λόγο οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀντίθετα τά προβλήματα καί οἱ ποικίλλες ἀντιξοότητες εἶναι ἡ εὐκαιρία τοῦ Θεοῦ, πού ἄν ἀξιοποιηθεῖ, θά φέρει ὠφέλη στίς ψυχές τῶν δοκιμαζομένων. Στό σημεῖο αὐτό καί γιά νά ἐνισχύσει τήν θέση του αὐτή ὁ Ἅγιος φέρνει τό παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἦταν φυλακισμένος, συνέχιζε τό κηρυκτικό ἔργο του καί τελικά κατάφερε νά μεταστρέψει καί νά βαπτίσει τό δεσμοφύλακα (Πράξ. 16, 25-34). Ἐπίσης ἀναφέρει τήν περίπτωση τοῦ Ἰωνᾶ στό κοῖτος καί τῶν Τριῶν Παίδων στήν Κάμινο, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δέν κάμφθηκαν τήν ὥρα τῆς δοκιμασίας, ἀλλά ζοῦσαν τή μετάνοια καί τή βαθιά σχέση τους μέ τό Θεό, σάν νά βρίσκονταν σέ ἀτμόσφαιρα συνήθους, ἥρεμης λατρείας.
Ἀφοῦ λοιπόν δημιούργησε ὁ Ἅγιος αὐτή τήν πνευματική ὑποδομή στό λογιστικό μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ Κωστάντιου, προχωρεῖ στή συνέχεια ἐγγίζοντας τό βουλητικό καί τοῦ λέει: «Ἐφόσον τά πράγματα ἔτσι ἔχουν κι ἀφοῦ κουβαλᾶμε τέτοια πνευματική κληρονομιά, συνέχισε κι ἐσύ νά φροντίζεις τίς Ἐκκλησίες τῆς Φοινίκης, τῆς Ἀραβίας καί ὅλης τῆς Ἀνατολῆς».
Καί συμπληρώνει τόν πνευματικό νόμο πού διέπει πάντα, κάθε εἴδους προσφορά λέγοντας: «Νά ξέρεις ὅτι ὁ μισθός πού θά λάβεις θά εἶναι πολύ μεγαλύτερος σέ σύγκριση μέ τόν κόπο πού ἔχεις καταβάλει καί μέ τά δεινά πού ὑφίστασαι».
Γιά τόν ἑαυτό του ὁ Ἅγιος δέν φαίνεται νά νοιάζεται κι οὔτε βέβαια κάνει κανένα ἰδιαίτερο λόγο. Ἐν παρενθέσει μόνον καί γιά νά στηρίξει τήν ἐντολή καί τήν παράκλησή του πρός τόν Κωνστάντιο -νά τοῦ γράφει τακτικά- τόν ἐνημερώνει ὅτι τά πράγματα θά ἔρχονταν στή συνέχεια πιό βολικά, διότι εἶχαν πάρει ἐντολή νά πορευτοῦν στήν Κουκουσό καί ὄχι στή Σεβάστεια πού ἦταν ὁ ἀρχικός προορισμός τῆς ἐξορίας του. Στήν πραγματικότητα ὁ Ἅγιος πατέρας δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή δική του περιπέτεια καί τήν τύχη. Ἤθελε μονάχα νά διατηρεῖ τή συνεχῆ ἐπαφή μέ τόν Κωνστάντιο γιά νά ἐνημερώνεται καί γιά νά δίνει ποιμαντικές κατευθύνσεις. Γι’αὐτό ἀκριβῶς καί συντηροῦσε διά τῆς γραφίδος, τό σύνδεσμο μέ τά προσφιλῆ του πρόσωπα, πράγμα πού καθώς ἰσχυριζόταν, τόν ἐνίσχυε κι αὐτόν καί τόν στήριζε στή μοναχικότητα καί στήν ἐρημιά τῆς ἐξορίας του.
Καίτοι διωκόμενος ὁ Ἅγιος δέν ἔπαυε νά αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του ὑπεύθυνο ποιμένα, ἰδιαίτερα γιά τίς ἱεραποστολικές Ἐκκλησίες. Μ’ αὐτή λοιπόν τήν Ἐπιστολή ζητάει πληροφορίες ἀπό τόν Κωνστάντιο καί μάλιστα ρωτάει νά μάθει: Πόσοι Ναοί εἶχαν κτιστεῖ ἐκείνη τή χρονιά, πόσοι χριστιανοί εἶχαν φύγει ἀπό αὐτή τή ζωή καί ἀκόμα ὅ,τι ἄλλο σημαντικό εἶχε συμβεῖ. Ὁ ἐντοπισμός τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Ἁγίου τόσο στό θέμα τῶν Ναῶν ὡς οἰκοδομημάτων, ὅσο καί σέ ἐκεῖνο τῶν «ἐμψύχων ναῶν», στούς «ἁγίους ἄνδρας» ὅπως λέει, σκιαγραφοῦν τήν ὅλη του προσωπικότητα καί τήν θεανθρώπινη ὀπτική γωνία, βάσει τῆς ὁποίας εἶχε δομήσει τό ὅλο ποιμαντικό ἔργο του.
Οἱ Ναοί ἦταν ἀπαραίτητοι γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κτίζονταν γιά νά ἐξυπηρετήσουν τούς «ζώντας ναούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», τούς χριστιανούς. Κι αὐτό ἦταν πού μέτραγε γιά τόν πνευματικό πατέρα. Γι’ αὐτό καί γνώριζε τά παιδιά του μέ τό ὄνομά τους καί μέ τήν κάθε ἰδιαιτερότητά τους. Οὔτε ἡ ἀπόσταση οὔτε ἡ προηγούμενη πολύπλευρη διακονία του ὡς Ἀρχιεπισκόπου, εἶχαν ἐμποδίσει τόν ποιμένα ἀπό τό νά γνωρίζει τά πρόβατά του «κατ’ ὄνομα» (Ἰωάν. 10, 3) καί νά τά παρακολουθεῖ προσευχητικά σέ ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς τους, ἀκόμα καί μετά τήν μετά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἀποδημία τους. Ὁ Χρυσόστομος δέν ἦταν ὁ ὑπό τήν διοικητικήν ἔννοιαν προϊστάμενος, ἀλλά ἦταν πρωταρχικά «πατέρας» τῶν «προβάτων τῆς αὐλῆς του». Γι’ αὐτό δέν ἐνδιαφερόταν γιά ἄλλα στοιχεῖα πού ἀφοροῦσαν τούς νεοφώτιστους, δέν νοιαζόταν γιά «νούμερα». Ἐκεῖνο πού εἶχε γι’ αὐτόν σημασία ἦταν τό «πρόσωπο», τά παιδιά του.
Ἡ ἱεραποστολή τῆς Φοινίκης ἰδιαίτερα, ἦταν ὑπόθεση πού συντηροῦσε στήν καρδιά του σέ κάθε τόπο, χρόνο καί μέ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Γι’αὐτό καί μέ κάθε εὐκαιρία φρόντιζε νά τήν ἐνισχύει μέ πρόσωπα καί πράγματα. Στήν Ἐπιστολή του αὐτή ἐδῶ ἀναφέρει μιά συνάντηση πού εἶχε στή Νίκαια, ἐνῶ πορευόταν πρός τόν τόπο τῆς ἐξορίας του, μέ κάποιον μοναχό ἔγκλειστο. Λέει λοιπόν ὅτι μετά ἀπό συνομιλία πού εἶχε μέ τόν ἐν λόγῳ μοναχό, τόν ἔπεισε νά πάει στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου θά συναντοῦσε τόν πρεσβύτερο Κωνστάντιο. Μέ τή συμπαράσταση καί τή βοήθεια ἐκείνου, ἔπρεπε ἐν συνεχεία νά πορευτεῖ ὁ μοναχός στήν Φοινίκη, πού δοκιμαζόταν ἀπό πειρασμούς καί διωγμούς καί νά ἐνισχύσει τό ἐκεῖ ἐργαζόμενο ἱεραποστολικά, μοναχικό κλιμάκιο.
Ὁ ἅγιος Ἐπιστολογράφος δέν μᾶς παρέχει περισσότερα στοιχεῖα γιά τήν προσωπικότητα, ἀλλά οὔτε κἄν τό ὄνομα αὐτοῦ τοῦ μοναχοῦ. Οὔτε μᾶς ἔκανε γνωστούς τούς λόγους πού τόν ὁδήγησαν, ὥστε νά προβεῖ σ’ αὐτήν τήν ἐνέργεια, νά συστήσει δηλαδή στόν ἡσυχαστή μοναχό τή μετάβασή του στόν ἱεραποστολικό χῶρο. Πολύ πιθανόν εἶναι νά συνέτρεχαν καί ἄλλοι λόγοι ἐκτός ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς ἱεραποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Φοινίκης. Ἐκεῖνο ὅμως πού χρήζει ἰδιαίτερης ἀξιολόγησης εἶναι τό ὅτι ὁ Ἅγιος δέν θεωροῦσε μοναδική ἀποστολή τοῦ μοναχοῦ τήν ζωή τῆς ἡσυχίας, καθ’ ἥν μάλιστα στιγμή ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν σέ δοκιμασία. Ἐκεῖνο πού διαφαίνεται σαφῶς στήν κίνηση αὐτή τοῦ Ἁγίου εἶναι ἡ ἐκτίμησή του ὅτι: Ὁ μοναχός ἀνήκει στήν Ἐκκλησία, ὡς ζῶν μέλος Της καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν περικλείεται σέ συγκεκριμένο χῶρο καί χρόνο, ἀλλά εἶναι μία καί τό ἴδιο «μάννα» γιά ὅλα τά παιδιά Της.
Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη ὁ μοναχός, ὡς ἀπόλυτα ἀφιερωμένος στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, εἶναι μόνιμα ἐπιστρατευμένος εἴτε ἀποκλειστικά στό πεδίο τῆς προσευχητικῆς κοινωνίας εἴτε στήν ἐπί τόπου παρουσία καί προσφορά τῆς διακονίας πού δύναται καί πού τοῦ ζητιέται στό συγκεκριμένο χωροχρόνο.
Αὐτή ἡ πνευματική καί ποιμαντική τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου μπορεῖ νά ρίξει πολύ φῶς καί νά ἐπιλύσει ψευδοδιλήμματα τῆς σημερινῆς ἱεραποστολικῆς προβληματικῆς. Τό ὀρθόδοξο εἶναι ἀληθινό καί ἀναπαύει. Καί ἡ θέση αὐτή τοῦ ἁγίου πατέρα παρέχει ὅλες τίς προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καί τῆς πνευματικῆς ἀνάπαυσης.
Μιά ἄλλη πλευρά τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἀποκαλύπτεται μέ τήν πληροφορία πού δίνει ἐν συνεχεία στήν ἴδια Ἐπιστολή του πρός τόν πρεσβύτερο Κωνστάντιο, σχετικά μέ τό ἐνδιαφέρον του καί τήν ποιμαντική δραστηριότητά του στήν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου.
Στήν Σαλαμίνα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἅγιος εἶχαν διεισδύσει ὀπαδοί τοῦ αἱρετικοῦ Μαρκίωνα καί εἶχαν πλανήσει πολλούς χριστιανούς. Ἀπό τά γραφόμενα στήν Ἐπιστολή αὐτή πληροφορούμαστε ὅτι καί ἐκεῖ ὁ ἀεικίνητος καί ἄγρυπνος ποιμένας εἶχε ἀνοίξει πνευματικό μέτωπο καί μάλιστα εἶχε «καταφέρει τά πάντα». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὄχι μονάχα εἶχε καταφέρει νά ἀναστήλει τό κακό, ἀλλά καί ὅτι εἶχε συνεργήσει καί εἶχε συμβάλει ἀποφασιστικά στή μετάνοια καί ἐπιστροφή τῶν πλανημένων προβάτων του στή μάνδρα τοῦ Χριστοῦ.
Δυστυχῶς, καθώς γράφει, δέν μπόρεσε νά ὁλοκληρώσει αὐτό τό ἔργο του γιατί τόν πρόλαβε ἡ ἐξορία. Ζητάει λοιπόν τώρα ἀπό τόν Κωνστάντιο, νά ἐπικοινωνήσει μέ κάποιον Ἐπίσκοπο ὀνόματι Κυριακό, τόν ὁποῖον ὁ Ἅγιος ἐμπιστευόταν, καί νά τόν παρακαλέσει νά συνεχίσει ἐκεῖνος καί νά ὁλοκληρώσει τό ἡμιτελές ἔργο του στή Σαλαμίνα.
Μέ ὅλες αὐτές τίς πνευματικές κατευθύνσεις καί συστάσεις πού δίνει ὁ Ἅγιος σέ πρόσωπα, ἰδιαίτερα στόν ἔγκλειστο μοναχό καί στόν Ἐπίσκοπο Κυριακό, θά κινδύνευε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀσχολεῖται μονόπλευρα μέ τό θέμα τῆς διάδοσης τῆς πίστης σέ βάρος τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί τῆς προσευχῆς. Ἡ κατακλείδα ὅμως τῆς Ἐπιστολῆς του πρός τόν πρεσβύτερο Κωνστάντιο μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀποτύπωση τῆς ὁλοκληρωμένης εἰκόνας τῆς ὀρθόδοξης σκέψης καί τῆς ζωῆς τοῦ ἅγιου Ἱεράρχη.
Γράφει λοιπόν κλείνοντας τήν Ἐπιστολή του στόν Κωνστάντιο:
«Ἰδιαίτερα ὅσους ἔχουν παρρησία πρός τό Θεό νά τούς παρακαλεῖς νά κάνουν πολλή χρήση τῆς προσευχῆς μέ πολλή ἐμμονή καί ἐπιμονή, ὥστε νά σταματήσει τό ναυάγιο αὐτό πού βρῆκε τήν οἰκουμένη. Γιατί καί τήν Ἀσία τήν κυρίεψαν ἀβάστακτα δεινά, ὅπως καί ἄλλες πόλεις καί Ἐκκλησίες, τίς ὁποῖες, ἀποφεύγω νά τίς ἀναφέρω μία-μία χωριστά, γιά νά μήν σέ κουράσω. Θά σοῦ πῶ τοῦτο μόνο, ὅτι δηλαδή ἡ ὑπόθεση ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἐκτενή καί ἐντατική προσευχή».
Σέ μιά πρόταση δίνει ὁ Ἅγιος τό στίγμα τῆς ὅλης προσωπικότητάς του. Ἡ ἄγνοια, ἡ αἵρεση καί ἡ εἰδωλολατρεία εἶναι «ναυάγιο». Θεωρεῖ δέ ὡς ὑψίστη δύναμη γιά περισωθεῖ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό αὐτό τό ναυάγιο, τήν ἐπίμονη καί ἐντατική προσευχή καί μάλιστα ἐκείνων τῶν χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἕνεκα τῆς ὀρθοδοξίας καί ὀρθοπραξίας τους, ἔχουν περισσότερη παρρησία πρός τόν Θεό.
Δέν μπορεῖ παρά νά θαυμάσει κανείς τήν πληρότητα καί τόν πλατυσμό πού προσφέρει ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, —ἡ ὁποία ἐν προκειμένῳ ἐκφράζεται ἀπό τόν πολύπειρο καί πολύαθλο Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο.
Σύμφωνα μέ τή σκέψη τοῦ Ἅγιου Ἱεράρχη, γιά τήν Εὐαγγελική ἀλήθεια δέν ὑπάρχει ἤ-ἤ, ἀλλά ὑπάρχει καί-καί. Μ’ ἄλλα λόγια, στήν ὀρθόδοξη σκέψη, δέν συναντάει κανείς, τήν ἀντίθεση, τόν μερισμό καί τήν πόλωση π.χ. «ἤ ἱεραπόστολος ἤ μοναχός», «ἤ προσευχή ἤ κήρυγμα», οὔτε πάλι «ἡ διακονία τοῦ κηρύγματος εἶναι γιά λίγους», ἀλλά βρίσκει τήν ἀνάπαυση τῆς σύνθεσης καί τῆς ἐν Χριστῶ κοινωνίας —ἡ ὁποία ἀσφαλῶς, δέν περιορίζεται σέ χῶρο καί χρόνο κι οὔτε εἶναι ἀντικείμενο καμίας ἐπί μέρους σκοπιμότητας.
Ἡ βαπτισματική ἀφιέρωση τοῦ πιστοῦ στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του σημαίνει, ὅτι αὐτός εἶναι ὑποχρεωμένος, ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία, νά «ἀκολουθεῖ τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγει» (Ἀποκ. 14,4). Καί τότε, ἡ ζωή, ὁ λόγος καί τό ἔργο του θά εἶναι ἀσφαλῶς, πορεία «εἰς ὁδούς ζωῆς» (Πράξ. 2,28).
Ἑρμηνευτική Ἀπόδοση–Σχολιασμός:
Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα