Μάρτιος 2025
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
3031  

ΣΤΟΝ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟ ΓΕΡΟΝΤΙΟ

 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Ἤδη ἔγραψα πρός τήν εὐλάβειά σου, νομίζοντας ὅτι βρίσκεσαι στή Φοινίκη, καί τώρα σοῦ γράφω πάλι τά ἴδια, αὐτά πού σοῦ εἶχα γράψει καί προηγουμένως, ὅτι δηλαδή ἰδιαίτερα τώρα, πρέπει νά κάνετε τά πάντα καί νά πιεσθεῖτε, ὥστε νά μήν ἀφήσετε ἔρημη τήν εὔφορη γῆ πού καλλιεργήσατε, οὔτε νά ἐπιτρέψετε νά καταστραφοῦν κάποια ἀπό αὐτά πού ἔχετε κατορθώσει. Γιατί καί οἱ βοσκοί, ὅταν δοῦν νά ἀπειλεῖται τό κοπάδι τους ἀπό παντοῦ, τότε ἀγρυπνοῦν περισσότερο καί ἐντείνουν τήν προσοχή τους καί χρησιμοποιοῦν σφενδόνη καί μεταχειρίζονται κάθε εἴδους τέχνασμα, γιά νά ἀπομακρύνουν ὅλους τούς κινδύνους ἀπό τό κοπάδι. Ἄν ὁ Ἰακώβ, πού τοῦ εἶχαν ἐμπιστευθεῖ ἄλογα πρόβατα, πέρασε δεκατέσσερα χρόνια δουλεύοντας καί ἀγρυπνώντας μέσα στή συνεχή ταλαιπωρία, στή ζέστη καί στό κρύο, καί ἔκανε τίς πιό ἐξευτελιστικές δουλειές, σκέψου πόσα πρέπει νά κάνουν καί νά ὑποφέρουν ἐκεῖνοι στούς ὁποίους ἔχουν ἐμπιστευθεῖ λογικά πρόβατα, ὥστε νά μή χαθεῖ κανένα ἀπό αὐτά.

Παρακαλῶ λοιπόν τήν εὐλάβειά σου, ὅσο πιό δριμής εἶναι ὁ χειμώνας καί ὅσα πολλά, ἔντονα καί ἀνυπέρβλητα τά ἐμπόδια καί ὅσοι καί ἄν εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιβουλεύονται τό ποίμνιο, τόσο περισσότερο καί ὁ ἴδιος πρέπει νά ἐξεγερθεῖς καί ἄλλους νά παρακαλέσεις νά σοῦ συμπαρασταθοῦν στό καλό αὐτό ἔργο, καί νά βιαστεῖτε νά βρεθεῖτε ἐκεῖ. Σίγουρα, γιά τήν ἀποδημία αὐτή δέν θά λάβεις μικρό μισθό. Καί ἄν καί μόνο γιά τήν μετακίνησή σου πρός τά ἐκεῖ θά ἀμειφθεῖς, πολύ περισσότερο θά γίνει τό ἴδιο καί ἄν προχωρήσεις στά ἔργα καί ἄν ἐπιδείξεις μεγάλη ἐπιμέλεια. Ἐξάλλου ἀπό τό νά κάθεσαι στό σπίτι, πολύ καλύτερο καί ὠφελιμότερο εἶναι νά κάνεις τέτοιες ἀποδημίες. Γιατί καί ἐκεῖ, μπορεῖς νά ἔχεις αὐτά πού ἔχεις τώρα, δηλαδή τή νηστεία, τίς ἀγρυπνίες καί τήν ἄλλη εὐσεβῆ ζωή. Ἐνῶ καθήμενος στό σπίτι, δέν ὑπάρχει τρόπος νά κερδίσεις, αὐτά πού μπορεῖς νά καρπωθεῖς παραμένοντας ἐκεῖ. Ἐννοῶ τή σωτηρία τόσων ψυχῶν, τό μισθό ἀπό τούς κινδύνους, τήν ἀνταμοιβή γιά τήν τόση προθυμία. Γιατί πράγματι ὑπάρχει ἀμοιβή καί γιά τήν προθυμία.

Φέρνοντας στό νοῦ σου πόσα στεφάνια θά ἐξασφαλίσεις ἀπό τώρα γιά τόν ἑαυτό σου, μήν ἀμελήσεις, μήν ἀναβάλεις, ἀλλά μόλις καλυτερεύσει ἡ ὑγεία σου παρακαλῶ ἀμέσως νά σηκωθεῖς καί νά φύγεις, χωρίς νά φροντίζεις καθόλου γιά τά ἀναγκαῖα. Γιατί τά εἶπα ὅλα στό κύριό μου, τόν ἐντιμότατο καί εὐλαβέστατο πρεσβύτερο Κωνστάντιο. Ἄν λοιπόν χρειασθοῦν χρήματα γιά οἰκοδομές, εἴτε γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν, θά σᾶς τά χορηγήσει ὅλα μέ πολλή ἀφθονία καί πολλή περισσότερη μάλλιστα, ἀπό κάθε ἄλλη φορά.

Ἔχοντας λοιπόν κατά νοῦν καί τήν εὐκολία πού θά βρεῖς ἀπό κεῖ καί προπαντός τό εὐάρεστο στό Θεό ἔργο πού ἔχεις νά κάνεις, ἀπόβαλε κάθε ἐνδοιασμό καί δέξου τήν παράκληση νά δραστηριοποιηθεῖς γρήγορα. Γράψε μου ἀμέσως μόλις τό κάνεις, ὥστε νά πάρω ἀπό αὐτό πολύ κουράγιο, ἄν καί βρίσκομαι σέ τρομερή ἐρημιά. Γιατί, ἄν μάθαινα ὅτι ἔχεις ξεκινήσει μέ τήν ἀπόφαση ἐκείνη, δηλαδή προετοιμασμένος νά ἐργαστεῖς ὅσο μπορεῖς, νά ταλαιπωρηθεῖς γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν αὐτῶν πού βρίσκονται ἐκεῖ, θά νόμιζα ἀπ᾽ τή μεγάλη μου χαρά ὅτι δέ διαμένω σέ ἐρημιά. Ἐπιθυμῶ βέβαια καί ἐγώ νά ἔρθεις γιά νά σέ δῶ, ἀλλ᾽ ἐπειδή, ὅπως εἶπα στήν ἀρχή, τοῦτο ἐδῶ εἶναι πιό ἀναγκαῖο, καί ἐπιπλέον ὑπάρχει καί φόβος μήπως ὁ χειμώνας σοῦ κλείσει τό δρόμο ἀπό ἐδῶ πρός τά ἐκεῖ, γι᾽ αὐτό σέ βιάζω καί σέ παρακαλῶ νά φύγεις γρήγορα καί νά πᾶς ἐκεῖ.

Σχόλια στήν Ἐπιστολή

 Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀπευθύνεται πρός τόν πρεσβύτερο Γερόντιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπό τούς πλέον διακεκριμμένους ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου καί ―ἀπ’ ὅτι διαφαίνεται ἀπό τό ὅλο περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς― βρισκόταν κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχη.

Ὁ πρεσβύτερος Γερόντιος ἐργαζόταν ἱεραποστολικά γιά μακρύ χρονικό διάστημα, στήν περιοχή τῆς Φοινίκης. Κάποια ὅμως ἀσθένειά του τόν εἶχε ἀναγκάσει νά ἐπιστρέψει στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά ξεκουραστεῖ καί νά ἀναρρώσει. Οἱ μεγάλες ἀποστάσεις, ὁ ἀπόμακρος τόπος τῆς ἐξορίας τοῦ Ἁγίου καί ἐπιπλέον ἡ ἔλλειψη τακτικῆς ἐπικοινωνίας εἶχαν καθυστερήσει τήν πληροφόρησή του, σχετικά μέ τό θέμα τῆς πορείας τῆς ἀσθενείας τοῦ Γεροντίου, ἀλλά καί τῆς ὅλης καταστάσεως πού ἐπικρατοῦσε στήν ἱεραποστολική Ἐκκλησία τῆς Φοινίκης, πού ἐκείνη τήν ἐποχή περνοῦσε δύσκολες ἡμέρες.

Ἡ σφοδρή ἐπιθυμία τοῦ Ἁγίου νά στηριχθεῖ τό πλήρωμα τῆς χειμαζομένης Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ ἀνάγκη νά ἐπεκταθεῖ μέ ἐπιτυχία τό ἔργο στόν ἱεραποστολικό ἀγρό, ἔκαναν τήν ἔλλειψη πληροφόρησης νά δώσει τόπο στή βεβαιότητα. Εἶχε θεωρήσει λοιπόν βέβαιο ὁ ἅγιος Ποιμενάρχης ὅτι ὁ πρεσβύτερος Γερόντιος θά εἶχε ἤδη ἐπιστρέψει στή Φοινίκη. Γι’ αὐτό καί εἶχε γράψει μιά ἄλλη ἐπιστολή, τήν ὁποία τοῦ εἶχε πρό πολλοῦ ἀποστείλει στή Φοινίκη. Πληφορήθηκε ὅμως ἐν τῷ μεταξύ ὅτι ὁ Γερόντιος βρισκόταν ἀκόμα στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔσπευσε νά τοῦ γράψει τήν παροῦσα ἐπιστολή καί νά τοῦ ὑπενθυμίσει ὅτι, ὅσο καθυστεροῦσε τήν μετάβασή του στή Φοινίκη, τόσο περισσότερο «ἀπειλοῦσε τό κοπάδι» ὁ Ἐχθρός. Θά ἔπρεπε λοιπόν, μόλις καλυτέρευε ἡ ὑγεία του, νά ἔσπευδε νά φύγει πρός τή Φοινίκη καί μάλιστα ὄχι μόνος του, ἀλλά νά φρόντιζε κατά τό δυνατόν, ὅσο παρέμενε στήν Κωνσταντινούπολη, νά δημιουργοῦσε καί ἄλλες ἱεραποστολικές κλήσεις, ὥστε νά τόν συνόδευαν καί ἄλλοι στήν ἱεραποστολική πορεία του. Νά ἐπιστράτευε δηλαδή, καθέναν πού θά εἶχε τήν ἐπιθυμία καί θά διέθετε τή δυνατότητα νά γίνει ἐργάτης τοῦ πνευματικοῦ Ἀμπελῶνα τῆς Φοινίκης, χωρίς μάλιστα νά νοιάζεται γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκαίων πόρων, πού ἀπαιτούνταν γιά τήν κάλυψη τῶν προσωπικῶν καί τῶν ἐν γένει ἱεραποστολικῶν ἀναγκῶν τους. Γιά τό μόνο πού θά ἔπρεπε νά φροντίζει ὁ πρεσβύτερος Γερόντιος, καθώς τοῦ τόνιζε ἐπανειλημμένα καί ποικιλότροπα, ἦταν τό νά προετοιμάσει τήν πνευματική «ἀντεπίθεση» ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φοινίκης, ὀργανώνοντας τόσο ἰσχυρές πνευματικές ἀντιστάσεις, ὅσο σκληρή καί ἀπειλητική ἦταν καί ἡ δύναμη τοῦ «Ἀντιπάλου».

Ὡς πρότυπο Ποιμένα προβάλει ὁ ἅγιος Ἱεράρχης στόν Γερόντιο τόν Πατριάρχη Ἰακώβ, τοῦ ὁποίου, καθώς λέει, «τοῦ εἶχαν ἐμπιστευθεῖ ἄλογα πρόβατα καί πέρασε δεκατέσσερα χρόνια δουλεύοντας καί ἀγρυπνώντας μέσα στή συνεχή ταλαιπωρία, στή ζέστη καί στό κρύο, κάνοντας τίς πιό ἐξευτελιστικές δουλειές», «Σκέψου λοιπόν», συνεχίζει ὁ Ἅγιος, «πόσα πρέπει νά κάνουν καί νά ὑποφέρουν ἐκεῖνοι στούς ὁποίους ἔχουν ἐμπιστευθεῖ λογικά πρόβατα, ὥστε νά μή χαθεῖ κανένα ἀπό αὐτά». Ὁ κίνδυνος τῆς ἀπώλειας, ἔστω καί μιᾶς ψυχῆς, ἦταν πράγματι γιά τόν ἀρχιερέα Χρυσόστομο, ὁ μόνος λόγος πού νοηματοδοτοῦσε κάθε ἱεραποστολική προσπάθεια, κάθε στέρηση καί κάθε κόπο.

Παρακάμπτοντας τά ἄλλα σημαντικά σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς, πού ἔχουν ἰδιαίτερο ἱεραποστολικό ἐνδιαφέρον, θά ἐπισημάνουμε τό πόσο μπορεῖ αὐτή «ἡ ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκαίων», ἀλλά καί ἡ ὅλη μέριμνα «τῶν μετόπισθεν», νά ἀναπαύσει καί νά στηρίξει ὅσους ἀγωνίζονται «στό μέτωπο».

Ἡ ἐξασφάλιση τῶν ἀπαραιτήτων ὑλικῶν ἐφοδίων εἶναι ἀσφαλῶς σημαντική συνεισφορά στή δημιουργία ὑποδομῶν στή νεοσύστατη ἱεραποστολική Ἐκκλησία, Kυρίως ὅμως, ἡ συμπαράσταση αὐτή ἐνδυναμώνει τό ψυχικό σθένος τοῦ ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου, καί ἐνισχύει τή δύναμη τῆς ἀντίστασής του στούς διάφορους πειρασμούς. Ἡ αἴσθηση ὅτι σ’ αὐτή τή διακονία δέν βρίσκεται μόνος ―πράγμα τοῦ ὑπερτονίζουν οἱ ἀποστάσεις καί οἱ πάσης φύσεως στερήσεις καί δοκιμασίες― ἀλλά ὅτι εἶναι ἐντολοδόχος ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ὁποία δέν τόν ἔχει ἐπιφορτήσει μονάχα μέ ὑποχρεώσεις, ἀλλά τόν φροντίζει ὡς «Μάννα» καί «Τροφός», αὐξάνει τό βίωμα τῆς πνευματικῆς ἀσφάλειας καί ἐνισχύει τό σθένος τοῦ ἱεραποστόλου, πολλαπλασιάζοντας τίς «δυνάμεις ἀντίστασης», ἰδιαίτερα μάλιστα κατά τήν ὥρα τῶν ἀδοκήτων πειρασμῶν.

Ἡ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας στηρίζει τήν «ἐν κοινωνίᾳ» διακονία τοῦ λόγου καί ἡ δύναμη τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, τροφοδοτεῖ πνευματικά τόν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου.

Μπορεῖ πράγματι, ὁ ἱεραπόστολος νά διακονεῖ σέ ἕναν πνευματικό χῶρο, στόν ὁποῖο ἐνδεχομένως αἰσθάνεται ἰδιαίτερη κλίση, ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἐπωμίζεται καί ὅλες τίς εὐθύνες καί τά προβλήματα τοῦ ἱεραποσστολικοῦ ἔργου ἤ ὅτι πρέπει νά ἀγωνιᾶ γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν βιωτικῶν καί πολύ περισσότερο ὅτι πρέπει νά αὐτοσχεδιάζει γιά νά ἐξεύρει τά ἀπαραίτητα γιά τήν λειτουργία τῆς διακονίας του. Ἡ ποιμαίνουσα «Μήτηρ» ὑποχρεοῦται νά μεριμνᾶ γιά τόν ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου καί Αὐτή νά καλύπτει μέ κάθε τρόπο τίς ἀνάγκες του. Ὁ ἱεραπόστολος πάλι, θά πρέπει νά βιώνει τή σχέση του μέ τήν «Ἄμπελο» καί νά «τείνει εὐήκοκον οὗς» πρός Αὐτήν, συνεργαζόμεος ὡς κλῆμα Της φέροντα «καρπόν πολύν» (Ἰωάν. 12, 24; 15,2) καί ἐκπροσωπώντας Την φιλότιμα.

Ἡ ἱεραποστολή εἶναι στόν πυρήνα της «μαρτυρία περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» (Α΄ Ἰωάν. α΄, 1-5). Ὁ ἱεραπόστολος δέν καλλιεργεῖ τόν «δικό του ἀγρό», ἀλλά σκοπεύει στή δημιουργία καταλλήλων συνθηκῶν, ὥστε νά μπορέσουν νά συνδεθοῦν οἱ ψυχές τῶν νεοφωτίστων «ὡς ζωηφόρα κλήματα» μέ «τήν Ἄμπελον τήν ἀληθινήν» (Ἰωάν.15, 1-5).

Ἡ ἀνάγκη «νά τρέχει καί νά δοξάζεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Θεσ. 3, 1) ζωοποιεῖ τά φιλάδελφα αἰσθήματα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τά ἐκφράζει ὡς προσφορά ἀγάπης. Ἔτσι ὁ καρπός τῆς ἀγαπητικῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ὠθεῖ τόν κήρυκα «ἵνα πορευθῇ», τόν στηρίζει «ἐν ὥρᾳ θλίψεως», τόν καλύπτει δημιουργικά καί τόν προπέμπει γιά νά ὁδεύσει «νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. 6, 2).

Συνεχίζοντας τή μνημιώδη αὐτή ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γράφει: «Σίγουρα, γιά τήν ἀποδημία αὐτή δέν θά λάβεις μικρό μισθό. Καί ἄν καί μόνο γιά τήν μετακίνησή σου πρός τά ἐκεῖ θά ἀμειφθεῖς, πολύ περισσότερο θά γίνει τό ἴδιο καί ἄν προχωρήσεις στά ἔργα καί ἄν ἐπιδείξεις μεγάλη ἐπιμέλεια. Ἐξάλλου ἀπό τό νά κάθεσαι στό σπίτι, πολύ καλύτερο καί ὠφελιμότερο εἶναι νά κάνεις τέτοιες ἀποδημίες. Γιατί καί ἐκεῖ, μπορεῖς νά ἔχεις αὐτά πού ἔχεις τώρα, δηλαδή τή νηστεία, τίς ἀγρυπνίες καί τήν ἄλλη εὐσεβῆ ζωή. Ἐνῶ καθήμενος στό σπίτι, δέν ὑπάρχει τρόπος νά κερδίσεις, αὐτά πού μπορεῖς νά καρπωθεῖς παραμένοντας ἐκεῖ. Ἐννοῶ τή σωτηρία τόσων ψυχῶν, τό μισθό ἀπό τούς κινδύνους, τήν ἀνταμοιβή γιά τήν τόση προθυμία. Γιατί πράγματι ὑπάρχει ἀμοιβή καί γιά τήν προθυμία».

Στό σημεῖο αὐτό ὅ Ἅγιος ἐκφράζεται ἀπερίφραστα καί φωτίζει μιά ἄλλη πλευρά τοῦ ὅλου θέματος. Ἡ ποιμαντική εὐαισθησία του εἰσδύει στό χῶρο τῆς «βαθείας καρδίας», ὅπου τό διορατικό του βλέμμα ἐρευνᾶ τίς ἐνδεχόμενες ἀναστολές πού μπορεῖ νά εἶχαν γεννηθεῖ στό λογισμό τοῦ πρεσβυτέρου Γεροντίου.

Γνώριζε ἀσφαλῶς ὁ Χρυσόστομος ὡς πνευματικός πατέρας, ἀλλά καί ὡς ἔμπειρος ποιμενάρχης ὅτι πολλές φορές ἡ πνευματική νωθρότης καί ἡ ἀκαρπία τοῦ πνεύματος προσλαμβάνει εὐσεβιστική ἐπικάλυψη ἤ λογικοφανή ἐπένδυση, καταστάσεις πού παράγουν φαινομενικό προβληματισμό στή σκέψη τοῦ ἱεραποστολικοῦ ἐργάτη καί γεννοῦν μέσα του ἀνεδαφικές δεοντολογίες. Κι αὐτό ἴσως ἀνησύχησε στήν προκειμένη περίπτωση τόν ἐξόριστο ποιμενάρχη. Ἀνησύχησε μήπως στήν ψυχή τοῦ Γεροντίου τά πράγματα ἐκλαμβάνονταν «διαζευκτικά» καί «εἰς ἀντιπαράθεσιν», μήπως δηλαδή, ξεχώριζε τήν πνευματική ζωή, ἀπό τή διακονία τοῦ λόγου. Φοβήθηκε μ’ ἄλλα λόγια, μήπως ἡ πνευματική ζωή εἶχε ἐκληφθεῖ ἀπό τόν Γερόντιο «ὡς ἀντίπους» τῆς ἱεραποστολικῆς μαρτυρίας καί ὄχι ὡς προϋπόθεσή της. Γιατί πράγματι, κάποιες λαθεμένες ἐκτιμήσεις μπορεῖ νά ὁδηγήσουν τόν πιστό στό νά περιορίσει τή σχέση τῆς ψυχῆς καί τήν κοινωνία της μέ τόν Θεόν-Λόγον, «ἐκτός διακονίας τοῦ λόγου», σέ ἀτμόσφαιρα προκατασκευασμένη, ἡ ὁποία διαθέτει προϋποθέσεις «ἀνάτασης» καί δυνατότητα παραγωγῆς «εὐσεβῶν νοημάτων». Ὁπότε, σέ μιά τέτοια περίπτωση θεωρεῖ κανείς ὡς «ἀπώλεια» κάθε «ἔξοδο» πρός τόν ἀδελφό καί κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τόν τόπο τῆς φανταστικῆς του «θεοφάνειας».

Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος ἐπισημαίνει τόν κίνδυνο αὐτῆς τῆς τοποθέτησης καί τονίζει ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι «σαρκωμένος λόγος». Κι αὐτό δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό «ποῦ» ζεῖ κανείς, ἀλλά ἀπό τό «πῶς» βιώνει τήν Εὐαγγελική ἀλήθεια. Διαφορετικά ἕνας τέτοιου τύπου «ἡσυχασμός» παράγει «ἐφησυχασμό» καί «ἡ ἔνδον παραμονή» παραπέμπει στό «βόλεμα».

Κλείνοντας τήν ἐπιστολή του ὁ σοφός ποιμενάρχης συμπληρώνει: «Ἄν μάθαινα ὅτι ἔχεις ξεκινήσει μέ τήν ἀπόφαση ἐκείνη, δηλαδή προετοιμασμένος νά ἐργαστεῖς ὅσο μπορεῖς καί νά ταλαιπωρηθεῖς γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν αὐτῶν πού βρίσκονται ἐκεῖ, θά νόμιζα ἀπ᾽ τή μεγάλη μου χαρά ὅτι δέν διαμένω σέ ἐρημιά».

Ἀντιπροσωπευτικά καί πολυσήμαντα τά μηνύματα πού δεχόμαστε ἀπό τήν τοποθέτηση αὐτή τοῦ ἅγιου Ἱεράρχη. Ἐξόριστος γιά τό ἐκκλησιαστικό καί πολιτικό κατεστημένο, ἀλλ’ «ἐν ἐνεργείᾳ ποιμήν κατά τήν καρδίαν», μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ «ἐν Χριστῷ» κοινωνία εἶναι ὁ μοναδικός καταλύτης τοῦ αἰσθήματος τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ὑπαρξιακῆς ἐρημίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιπλέον, μέ τό ὅλο ἦθος του ὁ Ἅγιος διακηρύσσει ὅτι:

  • Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι ἡ ἀληθινή ἔρημος τῶν προσωπικῶν Μακαρισμῶν. Κι αὐτή βιώνεται ὡς κατάσταση ἐσωτερική πέρα ἀπό χρόνο καί τόπο καί ἔξω ἀπό προϋποθέσεις καί ἀπό κτιστές πραγματικότητες.
  • Ἡ ἐκκλησιολογική διάσταση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς φυγαδεύει τό αἴσθημα τῆς ἀπομόνωσης καί εἰσοδεύει τόν ἄνθρωπο στήν ἐρημία τῶν παθῶν καί στήν αἴσθηση τοῦ «κλήματος τῆς «Ἀμπέλου» τῆς Ζωῆς.
  • Ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει διόδους «πρός ἔξοδον». Καθένας μπορεῖ νά δραπετεύσει ἀπό τόν ἑαυτό του γιά νά συναντήσει τόν ἀδελφό, τόν Κύριο «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ».
  • Σέ τελική ἀνάλυση καί μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις καί «ἡ παραμονή» καί «ἡ πορεία», μποροῦν νά λειτουργήσουν ὡς «κίνηση» καί ὡς πρόοδος «ἐν Χριστῷ».
  • Κάποιος ἐξέρχεται διά τῶν ἔργων τῆς ἀγάπης, ἄλλος διά τοῦ κηρύγματος καί τῆς διάδοσης τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου καί ἄλλος διά τῆς προσευχητικῆς κοινωνίας. Κάθε μορφή ἐξόδου εἶναι εὐλογημένη φυγή ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό. Καί ὑπ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοια, καθώς γράφει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης πρός τόν Γερόντιο, ἡ νηστεία, οἱ ἀγρυπνίες καί ὁ ἐν γένει εὐσεβής βίος, ὅταν ἔχουν ἐγωκεντρικά κίνητρα, ἐνδέχεται νά ἀποβοῦν ἄκαρπα καί στεῖρα καί ἡ προσευχή νά εἶναι ἀδρανής, στατική καί νά ἐκχέεται ὡς θυμίαμα αὐτολατρείας.
  • Ἡ Εὐαγγελική ζωή εἶναι πορεία «ἐπί τῶν κυμάτων» (Ματθ. η΄ 23-27) καί δέν ἐξασφαλίζει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου κάτω ἀπό συγκεκριμένες τοπικές προδιαγραφές καί προϋποθέσεις, ἀλλά μέ τή βίωση τῆς «ἐν Χριστῷ» ζωῆς καί τήν μετοχή στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία.

 Ἔτσι, ἀκόμα καί ἕνας ἐξόριστος διά τόν Χριστόν εἶναι παρών «ἐν Χριστῷ». Καί ὁ ἀπόμακρος ἀρχιερέας Χρυσόστομος ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ποιμήν «κατά τήν καρδίαν». Καί νά λειτουργεῖ στή συνείδηση τοῦ ποιμνίου του, ὡς ἐν ἐνεργείᾳ ποιμενάρχης.

 

Ἐλεύθερη Ἀπόδοση, Σχολιασμός:

Ἀδελφότης Τιμίου Προδρόμου, Καρέα