Ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς
Πρωτ. Μιχαὴλ Καρδαμάκη
Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δὲ ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «ἡ προσευχὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς», ἀνακεφαλαιώνει ὅλο τὸ πνεῦμα τῆς ἀσκήσεώς μας, σημαδεύει τὴν ἀσκητική μας ὁδό, κατὰ τὴν κατανυκτικὴ αὐτὴ περίοδο. Συνοψίζει τὸ ὀρθόδοξο ἦθος μας, μὲ τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ εἶναι σφραγισμένη ἡ χριστιανική μας ὕπαρξη, τὸ καινὸ εἶναι μας ἐν Χριστῷ, γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὸ καὶ χαροποιὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανὸς ἄνθρωπος, διὰ τοῦ εἶναι καὶ ὄχι διὰ τοῦ ἔχειν, καλεῖται νὰ γίνει μιὰ μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας Του. Ὅλη ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια ὀφείλει νὰ γίνει μέσα στὸν ἄνθρωπο, στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι δηλαδὴ προσπάθεια μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ χαρίσει μὲ τὴ σειρά του καρποὺς στὴν ἱστορία, στὶς καρδιὲς τῶν ἀδελφῶν του. Ἂν πραγματοποιήσουμε τὴν ἀλλαγὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ μέσα, ἂν κατορθώσουμε, κατὰ τὸ δυνατὸ καὶ μὲ τὴ χάρη, τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, χάρη τῆς δημιουργικῆς ἐλευθερίας, τότε μποροῦμε νὰ μιλήσουμε καὶ νὰ περιμένουμε τὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου μας, τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἐξωτερικῶν συνθηκῶν. Ἡ ἐποχή μας δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰδέες ἢ ἰδεολογίες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ἀπὸ μάρτυρες τῆς ζωῆς, ποὺ πραγματοποιεῖται στὴ συνάντηση ἀσκήσεως καὶ χάρης.
Τὸ πρῶτο σχόλιό μας συγκεντρώνεται πάνω σὲ μιὰ δεσπόζουσα φράση τῆς Εὐχῆς: «Κύριε καὶ Δέσποτα καὶ Βασιλεῦ τῆς ζωῆς μου». Πρόκειται γιὰ μιὰν ἐπίκληση-κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀσθενοῦντος ἀνθρώπου, μὲ ἀπόλυτη τὴν αἴσθηση τῆς σμικρότητας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου Του, μὲ μοναδικὴ βεβαιότητα ἢ μὲ μόνη βέβαιη προσφορά του τὴν ταπείνωση, σημεῖο πραγματικῆς αὐτογνωσίας. Ὁλόκληρη τὴν Εὐχὴ διαπερνᾶ ἕνα αἴσθημα βαθιᾶς ταπεινοφροσύνης τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου, ποὺ προϋποθέτει τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας ἢ ἀδυναμίας του, ἕνα αἴσθημα πού, κατὰ τρόπο παράδοξο, ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐλευθερίας του. Ἕνα αἴσθημα ἀκριβῶς ἀκατανόητο ἢ ἀναξιοπρεπὲς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἡ ἐλευθερία του κερδίζεται τάχα μὲ τὴν ἀνταρσία ἢ τὴν ἐπαναστατικότητα, τὴν ἀνεξαρτησία ἢ τὴν ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὸ Θεό.
Ἡ ἐπίκληση τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ ὡς Κυρίου καὶ Δεσπότη καὶ Βασιλέα μας, εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας θαυματουργεῖ στὴν ἀσθένειά μας. Ὁ Συμεὼν ὁ Ν. Θεολόγος συνοψίζει τὴν ὀρθόδοξη θέση ὅταν διδάσκει ὅτι «σωτηρία γὰρ τοῦ προσώπου μου οὐχὶ τὰ ἔργα μου, ἀλλ’ ὁ Θεός μου ἐστιν». Ὁ Θεὸς βέβαια, ποὺ δὲ νοεῖται ὡς μιὰ γενικὴ μεταφυσικὴ ἀρχή, μιὰ ἱερὴ ὑπερβατικότητα, μιὰ ὑπερκοσμικὴ δύναμη, ἀλλὰ ποὺ λατρεύεται ὡς ὁ Κύριος καὶ ὁ Δεσπότης καὶ ὁ Βασιλέας τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, ὁ Δημιουργὸς καὶ ὁ Σωτήρας καὶ ὁ Παράκλητος στὴν καθημερινή μας περιπέτεια. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ τρία ὀνόματα μαρτυροῦν τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴ θεότητα καὶ τὴν κυριαρχία, τὴ μοναδικότητα καὶ παντοδυναμία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ μόνος καὶ ἀπόλυτος Κύριος, Δεσπότης καὶ Βασιλέας, στὸν ὁποῖο ὑποτάσσονται καὶ ὑπακούουν οἱ πάντες καὶ τὰ πάντα, κάθε νόημα καὶ κάθε ἀγάπη μας. Καμιὰ κοσμικὴ δύναμη ἢ ἀνθρώπινη ἐξουσία, καμιὰ ἐγκόσμια ἢ ὑπερκόσμια πραγματικότητα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου ποὺ εἶναι τὸ τέλος ὅλων τῶν δημιουργημάτων. Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Ν. Καβάσιλας, «διὰ τὸν Χριστὸν ἀνθρώπου φύσις συνέστη ἐξ ἀρχῆς, καὶ νοῦς καὶ ἐπιθυμία πρὸς ἐκεῖνον κατεσκευάσθη καὶ λογισμὸν ἐλάβομεν, ἵνα τὸν Χριστὸν γινώσκομεν, ἐπεὶ καὶ δημιουργημένοις αὐτὸς ἀρχέτυπον ἦν». Κάθε πιστὸς πάντοτε, καὶ ἰδιαίτερα τὴ λειτουργικὴ περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μπορεῖ νὰ ἀπευθύνει τὴν προσευχή του πρὸς τὸν Κύριο καὶ Δεσπότη καὶ Βασιλέα τῆς ζωῆς του.
Ἡ ζωή μας εἶναι ὁ Θεός, γιατὶ «ζωὴ κυρίως ἐστὶν ὁ εἰπών, ἐγὼ εἰμι ἡ ζωή». Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ «μόνη της εἶναι σκιὰ θανάτου. Ὅποιος εἶναι μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί του, ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ λέει ὅτι κι ἂν πορευτῶ μέσα ἀπὸ τὴ σκιὰ τοῦ θανάτου δὲ θὰ φοβηθῶ κανένα κακό, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μου. Καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωή, ἐνῷ ὁ χωρισμὸς ἀπ’ αὐτὸν εἶναι ὁ θάνατος». Τὸ δεύτερο σχόλιό μας εἶναι πάνω σὲ μιὰν ἑνότητα ἀρνητικῶν (παθητικῶν) στοιχείων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ἐμποδίζουν τὴν πρόοδό της καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοεῖ ἡ μετάνοια. Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο βῆμα στὴν πνευματική μας ἄσκηση, πάντoτε καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιὰ τοῦτο καὶ παρακαλοῦμε: Κύριε… «πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς». Μετάνοια εἶναι ἡ μετάβαση, διὰ τῆς ἀσκήσεως, ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς πτώσεως καὶ τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν παθῶν, στὴν εὐαγγελικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἁμαρτία ἑδράζεται στὴν ἐλευθερία ἢ τὸ θέλημα, τὸ πνεῦμα ἢ τὸ φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου, κι ἐκεῖ, στὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, πρέπει νὰ δοθεῖ ἡ μάχη τῆς μετάνοιας ἢ τῆς ἀληθινῆς ὡραιότητας. Εἶναι τουλάχιστον ἔντιμο νὰ δεχτοῦμε ὅτι τὸ κείμενο τῆς Εὐχῆς τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, καθὼς καὶ ὁλόκληρη ἡ παράδοση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δὲ δίνει πρωτεύουσα σημασία στὰ ἁμαρτήματα τῆς σάρκας, ἀλλὰ τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς δίνονται οἱ λεπτὲς πνευματικὲς μάχες, οἱ πιὸ τρομερὲς μάχες. Ἐκεῖ κρύβεται ἡ τραγικὴ ὀμορφιὰ ἢ παίζεται τὸ δράμα τῆς σωτηρίας μας. Ἡ πρώτη ἀσθένειά μας, ἡ πνευματική μας ἁμαρτία, εἶναι ἡ ἀργία. Ἑπομένως ἡ ἀσκητική μας πάλη γιὰ τὴ θεραπεία ἢ ἀποκατάσταση τῆς χριστιανικῆς μας προσωπικότητας, τὴν ἐπανεύρεση ἢ ἀκεραιότητα τοῦ ὀρθόδοξου ἤθους μας, ὀφείλει πρῶτα νὰ συγκεντρώσει τὴν προσοχή της ἐναντίον τοῦ φρονήματος ἢ τοῦ πειρασμοῦ τῆς ἀργίας.
Ἡ πατερική, πνευματική μας παράδοση, βαθιὰ βιβλική, ἐπισημαίνει, ἰδιαίτερα σὲ περιόδους ἔντονης ἀσκήσεως, ὅτι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δὲ θέλει νὰ κατακριθοῦμε ὡς ἀργοί, δηλαδὴ ὡς ἄπρακτοι, ἀδρανεῖς, ἄεργοι, ὀκνηροί, νωθροί, ἀδιάφοροι, μηδενιστές. Μᾶς παρακαλεῖ νὰ ἀποφεύγουμε ἢ νὰ προφυλασσόμαστε ἀπὸ τὴν ἀργία, γιατὶ εἶναι ἀρχὴ καὶ πηγή, πρόξενος καὶ διδάσκαλος πολλῆς καὶ κάθε κακίας, ἔνδειας καὶ ἀθλιότητας. Εἶναι ἡ θύρα, ἀπ’ ὅπου μπαίνουν οἱ δαίμονες στὴν καρδιὰ καὶ τὴ ζωή μας. Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸ Σύρο, στὴν ἀργία «ἐγκέκρυπται ἐγνωσμένος ὁ θάνατος». Ὁ ἀργὸς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πιστός, ἢ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ μισεῖται ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅπως κάθε ἁμαρτία, ἡ ἀργία εἶναι προσβολὴ κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δημιουργεῖ καὶ ἐργάζεται καὶ ἀπαιτεῖ καὶ τὴ δική μας συνδημιουργία καὶ συνεργασία. Ἀκριβῶς ἡ ἀργία εἶναι ἡ ἄρνηση ἢ ἀπόρριψη τῆς προσωπικῆς, χαρισματικῆς μας κλήσεως καὶ εὐθύνης, τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπηρετοῦμε μὲ τὴ δική μας φροντίδα καὶ ἐργασία, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνουμε τοὺς ἄλλους, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, ποὺ ὀφείλουμε νὰ διακονοῦμε μὲ πόνο καὶ κόπο στὶς πραγματικὲς ἀνάγκες καὶ ἀναζητήσεις τους.
Οἱ Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν ἁπλῶς μέσα στὴ δημιουργία, ἀλλὰ ἐργάζονται γιὰ τὴ δημιουργία. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μέσα στὴν ἱστορία, ἀλλὰ δημιουργοῦν ἱστορία. Ἡ ἄσκηση τῶν χαρισμάτων τους νοεῖται πάντοτε σὲ σχέση μὲ τὴν κτίση καὶ τὴν ἱστορία, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία, μάρτυρας τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀπόλυτα ὑπεύθυνη γι’ αὐτές. Κάθε παθητικότητα καὶ ἀδράνεια, κάθε θρησκευτικὸς ρομαντισμὸς καὶ μεταφυσικὸς μετεωρισμός, εἶναι ξένα πρὸς τὴ βιβλικὴ καὶ πατερικὴ πνευματικότητα. Ὀφείλουμε νὰ καταθέτουμε τὴν καθημερινὴ μαρτυρία τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ προφητεύουμε ἐν ἔργῳ τὴ δυναμικὴ τῆς καινῆς ζωῆς, τὸν πλοῦτο τῆς ζωῆς τῆς Βασιλείας. Τὰ Εὐαγγέλια καὶ οἱ Ἐπιστολὲς μᾶς προτρέπουν στὴν ἀδιάλειπτη ἐργασία, γιατὶ μόνο μ’ αὐτὴν νικᾶται τὸ δαιμονικὸ πνεῦμα τῆς ἀκηδίας, ὁ πειρασμὸς τῶν θανατηφόρων ἐπιθυμιῶν. Ὁ ἀργὸς δὲν εἶναι ἄξιος του ἄρτου (Β΄ Θεσ. 3, 7.12). Καὶ οἱ πιστοὶ ποὺ θέλουν νὰ τρώγουν χωρὶς νὰ ἐργάζονται χαρακτηρίζονται ὡς «γαστέρες ἀργαί» (Τίτ. 1, 12).
Ὁ Παῦλος κατηγορεῖ κάποιες γυναῖκες γιατὶ ἐκτὸς τῶν «Κύριε καὶ Δέσποτα καὶ Βασιλεῦ τῆς ζωῆς μου». Πρόκειται γιὰ μιὰν ἐπίκληση-κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀσθενοῦντος ἀνθρώπου. Ὁλόκληρη τὴν Εὐχὴ διαπερνᾶ ἕνα αἴσθημα βαθιᾶς ταπεινοφροσύνης τοῦ προσευχόμενου ἀνθρώπου, ποὺ προϋποθέτει τὴν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας ἢ ἀδυναμίας του, ἕνα αἴσθημα πού ἀποτελεῖ τὴν καρδιὰ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐλευθερίας του. 44 Ὁ λόγος ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὴ θεία καταγωγὴ καὶ τὸ θεῖο σκοπό του (παράκληση, ἐπίκληση, ἱκεσία, δοξολογία, εὐχαριστία) μπορεῖ νὰ καταντήσει λόγος ἀργός, νὰ γίνει ἀργολογία. «Ὄντως ἰσχυρὸς λικμήτωρ ἡ γλῶσσα ἡ ἄσχετος… Καὶ πᾶς φλύαρος καὶ τὴν γλῶτταν ἀφύλακτος, μεμψίμοιρός ἐστι, καὶ φιλοκατήγορος, καὶ θωπευτής, κολακεύων ποικίλως μετὰ πανουργίας καὶ δόλου…». ἄλλων εἶναι καὶ «ἀργαὶ μανθάνουσι περιερχόμεναι τὰς οἰκίας…» (Α΄ Τιμ. 5, 13). Ἡ ἀργία τοποθετεῖται πρώτη στὴν ἁλυσίδα τῶν παθῶν ἢ τῶν ἀσθενειῶν μας, ἀνάμεσα στὰ γνωρίσματα τῆς τραγωδίας τοῦ μεταπτωτικοῦ ἢ τοῦ ἁμαρτάνοντος ἀνθρώπου, τὰ στοιχεῖα τῆς ἀποσυνθέσεως τῆς προσωπικότητας καὶ τῆς ζωῆς του. Στὴ Φιλοκαλία, μὲ τὸ στόμα τοῦ Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, διδάσκεται ὅτι «ἐκ τῆς ἀφροσύνης γίνεται ἡ ραθυμία, ἐξ ἧς ἡ ἀργία, δι’ ἧς ἡ λήθη καὶ ἐκ ταύτης ἡ φιλαυτία, ἡ φιληδονία καὶ φιλοδοξία λεγομένη· δι’ ὧν ἡ φιλαργυρία, δι’ ἧς ὁ περισπασμός, ἐξ οὗ ἡ τελεία ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, ἐξ ἧς ἡ κατοίκησις τῶν λοιπῶν παθῶν (γαστριμαργία, πορνεία, ὀργή, λύπη, κενοδοξία κ.ἄ.)».
Ἡ ἀργία εἶναι «ἡ βασικὴ ἀσθένεια ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας». Τὸ νὰ μὴ θέλει νὰ μεταμορφώνεται ἢ νὰ μὴ θέλει νὰ κάνει τίποτα, νὰ αὐτοαχρηστεύεται ἢ νὰ ἀπονεκρώνεται. Εἶναι ἕνας κυνισμός, ποὺ μᾶς βυθίζει στὴν πνευματικὴ φθορά, ἢ μιὰ ἄρνηση, ποὺ δηλητηριάζει κάθε δημιουργικότητά μας. Κι ὅμως ἀποτελεῖ τὸ γνώρισμα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ἡ πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ ἢ ἡ κοινωνική μας κατάκτηση μετριέται μὲ τὴν ἀργία ἢ τὴν ἀεργία. Τὸ κρίσιμο, τὸ ὄνειδος δὲν εἶναι ἡ ἀνεργία ἢ ἡ ἀπεργία, αὐτὰ πιὰ κατήντησαν ρουτίνα καὶ κάποτε ψευδοπροβλήματα, ἀλλὰ ἡ ἀργία ἢ ἡ ἀεργία. Τὸ ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐπιθυμοῦμε ἢ δὲ χαιρόμαστε νὰ ἐργαζόμαστε ἢ νὰ δημιουργοῦμε καὶ μάλιστα χάρη τῶν ἄλλων. Καὶ τὸ καινούργιο ἀστικὸ πρόβλημα εἶναι τὸ τί θὰ κάνουμε μὲ τὶς ἐλεύθερες ὧρες ἢ τὸν ἐλεύθερο χρόνο μας, τὸ τί σημαίνει γιὰ μᾶς νὰ ταυτίζουμε τὴ ζωὴ μὲ τὴν ἀργία, τὴν ξεκούραση (ρηλάξ), τὴν ἀπόλαυση. Οἱ ἀστικὲς καὶ καταναλωτικὲς κοινωνίες μας μειώνουν τὴν ἐργασία καὶ αὐξάνουν τὴν ἀπόλαυση, νεκρώνουν τὴ δημιουργία καὶ τροφοδοτοῦν τὴν ἐξάντληση. Ἐπιδιώκουν περισσότερη ἀργία καὶ τὸ ἐγκληματικότερο, ἐκπίπτουν τὶς ἑορτὲς τοῦ Θεοῦ σὲ ἀργίες, ἢ τὶς συρρικνώνουν σὲ κάποιες πληκτικὲς ἐνασχολήσεις, ποὺ θανατώνουν τὴ δίψα τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ ἀφανίζουν τὰ κρίσιμα ἐρωτήματά μας. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε τὸ σκάνδαλο τῆς Κυριακῆς-ἀργίας, ποὺ θεωρεῖται προνόμιο τῆς δυτικῆςἐκκοσμικευμένης Χριστιανοσύνης, ἢ δικαίωμα τοῦ ἄθεου-ἀπεκκλησιοποιημένου κόσμου. Κι ὅμως ὁ χριστιανὸς ἄνθρωπος ἑορτάζει ἀλλὰ δὲν ἀργεῖ, ἐπειδὴ μόνο ἔτσι ἡ ἑορτὴ εἶναι οὐσιαστικὴ ἀπαίτηση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἡ ἀργία εἶναι, καθὼς λέγεται, ἀρχὴ τῆς κακοπραγίας, ἐνῷ ἡ ἑορτὴ εἶναι τὸ νὰ κοινωνεῖς διαρκῶς μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴ χαρά Του καὶ νὰ ἐργάζεσαι ἀδιάκοπα καὶ εὐφρόσυνα τὸ θέλημά Του.
Ἡ ἀργία γεννᾶ τὴν περιέργεια. Ἡ βλάβη ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀργία ἐπιμαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀργῶν, ποὺ «δὲν ἐργάζονται, ἀλλὰ περιεργάζονται». Κατὰ τὸν Ὅσιο Κασσιανὸ τὸ Ρωμαῖο, ἀπὸ τὴν ἀργία πηγάζει ἡ περιέργεια καὶ ἀπὸ τὴν περιέργεια ἡ ἀταξία καὶ ἀπὸ τὴν ἀταξία κάθε κακία. Ὁ ἐργαζόμενος πολλὲς φορὲς πολεμᾶ μ’ ένα δαίμονα καὶ ἀπ’ αὐτὸν θλίβεται. Ἀντίθετα, ὁ ἀργὸς αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ μυριάδες δαιμονικὰ πνεύματα. Ἡ περιέργεια εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ δαιμονικὰ πνεύματα, ἕνα πάθος, ποὺ θεωρεῖται ἐπίσης ἀρχὴ τῶν κακῶν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦμε νὰ μᾶς ἀπελευθερώσει ὁ Κύριος μας. Ἡ περιέργεια ἐκφράζει σύγχυση, ἀνησυχία, ταραχή, ἐξωστρέφεια, περισπασμό, ἐπιπολαιότητα, ἀταξία, ἀνευθυνότητα, παραμονὴ στὴν ἐπιφάνεια ἢ τὴν περιφέρεια τῶν πραγμάτων ἢ τῶν καταστάσεων. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς προσοχῆς μας, τῆς προσοχῆς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς, ὥστε ὁ νοῦς νὰ χάσει τὴν ἀνάβασή του πρὸς τὰ οὐράνια πράγματα καὶ ἡ καρδιὰ τὴν παραμονή της ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ ἄφθαρτος θησαυρός της. Πρόκειται, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴν ἐμπλοκή μας σὲ μιὰ ἀνήσυχη καὶ ἀγχώδη, ἄτακτη καὶ περιπετειώδη συμπεριφορά, γιὰ τὴν ἐνασχόλησή μας μὲ νεκρὰ ἢ ἀλλότρια, ἀσήμαντα ἢ ἄχρηστα πράγματα. Ἡ περιέργεια φανερώνει ἔλλειψη γνώσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐγκατάλειψη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς ἐργασίας μας, ἀδιαφορία καὶ ἀνευθυνότητα, ἀλλὰ καί, κατὰ παράδοξο τρόπο, αὐθάδη καὶ κυνικὴ εἴσοδό μας στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων. Ἡ περιέργεια μᾶς κρατᾶ ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα, ἀμέτοχους στὶς ὁποιεσδήποτε περιστάσεις, ἀνεύθυνους γιὰ τὶς ὁποιεσδήποτε συνθῆκες, ἐνῷ ταυτόχρονα μᾶς αἰχμαλωτίζει στὸν πειρασμὸ τῆς κρίσεως καὶ τῆς κατακρίσεως.
Ἡ ἀργία εἶναι «ἡ βασικὴ ἀσθένεια ὁλόκληρης τῆς ὑπάρξεώς μας». Τὸ νὰ μὴ θέλει νὰ μεταμορφώνεται ἢ νὰ μὴ θέλει νὰ κάνει τίποτα, νὰ αὐτοαχρηστεύεται ἢ νὰ ἀπονεκρώνεται. Εἶναι ἕνας κυνισμός, ποὺ μᾶς βυθίζει στὴν πνευματικὴ φθορά, ἢ μιὰ ἄρνηση, ποὺ δηλητηριάζει κάθε δημιουργικότητά μας. Κι ὅμως ἀποτελεῖ τὸ γνώρισμα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. σεως, τοῦ χλευασμοῦ καὶ τῆς γελοιοποιήσεως τῶν ἄλλων. Δὲν ἐργαζόμαστε, ἀλλὰ περιεργαζόμαστε τοὺς ἄλλους. Ἡ περιέργεια εἶναι μιὰ παραβίαση ἢ βεβήλωση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ σταυροῦ τῆς ζωῆς, ἐνῷ ὀφείλουμε νὰ διερχόμαστε τὶς ἀβύσσους του ταπεινούμενοι καὶ ὀδυνώμενοι. Αὐτὴ ἡ προσβολή, δηλαδὴ ἡ περιέργεια, εἶναι ἁμαρτία. Καὶ γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερη ἁμαρτία ὅταν ἐκλαμβάνεται ὡς ὁδὸς θεογνωσίας. Ὅταν δηλαδὴ ἀναζητοῦμε τὸ Θεὸ ἀπὸ διανοητικὴ περιέργεια, χωρὶς νὰ μᾶς τρομάζει ἢ νὰ μᾶς συντρίβει τὸ μυστήριό Του, ἡ ἄβυσσος τῆς φιλάνθρωπης οἰκονομίας Του. Αὐτὴ ἡ οἴηση, κάθε οἴηση ἢ ὑπερηφάνεια, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐκδηλώνεται ὡς φιλαρχία, δηλαδὴ ὡς φιλοδοξία, ὡς δίψα ἀρχηγίας, ἐξουσίας, καταδυναστεύσεως. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ ὄχι μόνο ἀπὸ οἴηση, ἀλλὰ προπαντὸς ὅταν ἔχουμε χάσει τὴν αὐτογνωσία μας καὶ τὴν κυριαρχία πάνω στὸν ἑαυτό μας, ὅταν ἔχουμε χάσει τὴ βασιλική μας ἐλευθερία καὶ δὲν εἴμαστε ἄρχοντες τοῦ ἑαυτοῦ μας, πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι βέβαια ἄμοιρη ἡ οἴηση. Ἄλλο βέβαια εἶναι ἡ ἀρχὴ (τὸ ἀρχικὸ ἢ βασιλικὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνθρώπου) καὶ ἄλλο ἡ φιλαρχία, ποὺ συνιστᾶ νόθευση ἢ διαστροφὴ τοῦ χαρίσματος τῆς ἀρχῆς, ποὺ βρίσκεται ριζωμένο στὸ «κατ’ εἰκόνα». Στὸ Εὐαγγέλιο ἡ ἀρχὴ ἀποκτᾶ μιὰν ἐντελῶς νέα σημασία, κατὰ τὴν ὁποία τὸ νὰ ἄρχουμε εἶναι μιὰ ἐργασία, ποὺ κρίνεται στὴ θυσία μας γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ πρῶτα γνωρίζουμε νὰ ἄρχουμε στὸν ἑαυτό μας, νὰ γινόμαστε ἱερεῖς τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ ἄρχοντας ὀφείλει νὰ προτιμᾶ τὴ δική του πνευματικὴ ὠφέλεια ἀπὸ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ ἀποδίδουν οἱ πολλοί, νὰ χαίρεται τοὺς καρποὺς τοῦ πόνου του καὶ ὄχι τὴ δόξα τοῦ ἀξιώματός του, ὅταν δόξα του εἶναι ὁ σταυρός, νὰ ἐπιδιώκει τὴ μέριμνα καὶ τὸν κόπο γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι τὴ δική του ἀπόλαυση καὶ ἄνεση. Ἡ ἐξουσία μας εἶναι ἐξουσία διακονίας ἢ ἀγάπης ἢ σταυρώσεως. Ὁ φαῦλος κύκλος τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων, ποὺ καταπνίγουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ ἢ τὴ ζωὴ τῆς μετάνοιας, κλείνει μὲ τὴν ἀργολογία, ποὺ σημαίνει νὰ λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, εὐτράπελους, κατακριτικούς.
Ἀργολογία σημαίνει νὰ φλυαροῦμε ὑπέρμετρα ἢ ἀπεριόριστα, νὰ ἐκστομίζουμε λέξεις ποὺ δὲν εἶναι λόγοι καρδιᾶς, ποὺ δὲ γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν καρδιά, κατὰ τὸ «δίδαξον τὸ στόμα σου λαλεῖν, ἃ ἔχει ἡ καρδία σου», ποὺ δὲν ἔχουν νικήσει τὴν ὑποκρισία, κατὰ τὸ «ὑποκριτής ἐστιν ὁ διδάσκων τὸν πλησίον αὐτοῦ πρᾶγμα, εἰς ὃ οὗτος οὐκ ἔφθασε» (Ἀββᾶς Ποιμήν). […] Ὁ λόγος ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὴ θεία καταγωγὴ καὶ τὸ θεῖο σκοπό του (παράκληση, ἐπίκληση, ἱκεσία, δοξολογία, εὐχαριστία) μπορεῖ νὰ καταντήσει λόγος ἀργός, νὰ γίνει ἀκριβῶς ἀργολογία. Καὶ «πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» (Ματθ. 12, 36). Ἕνα ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἐξαφανίζουν τὴν ἀρετὴ εἶναι καὶ ἡ ἀργολογία, ὁ περιττὸς καὶ ἀνωφελής, ὁ πολὺς καὶ ἄσχετος λόγος. Εἶναι τὸ πάθος ποὺ βυθίζει τὴν ψυχὴ στὸ σκοτάδι, σκοτάδι τῶν ἀμέτρητων παθῶν. Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸ Σύρο, «ὄντως ἰσχυρὸς λικμήτωρ ἡ γλῶσσα ἡ ἄσχετος… Καὶ πᾶς φλύαρος καὶ τὴν γλῶτταν ἀφύλακτος, μεμψίμοιρός ἐστι, καὶ φιλοκατήγορος, καὶ θωπευτής, κολακεύων ποικίλως μετὰ πανουργίας καὶ δόλου, ἀλλοιούμενός τε μυριάκις τῆς ὥρας καὶ ὑποκρινόμενος». Οἱ Ἀσκητές μας πίστευαν ὅτι «ἐκ τῆς πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξεται ἁμαρτία, ἀνὴρ δὲ σιωπηλός, θρόνος αἰσθήσεως… Ἀνὴρ σιωπηρός, φιλοσοφίας υἱός, γνῶσιν πολλὴν πάντοτε κτώμενος». Ἡ σιωπὴ ταυτίζεται μὲ τὴν τελειότητα, μὲ τὸ αὐθεντικὸ ἦθος μας. «Βίος ἄνευ λόγου μᾶλλον ὠφελεῖν πέφυκεν, ἢ λόγος ἄνευ βίου· ὁ μὲν γὰρ καὶ σιγῶν ὠφελεῖ· ὁ δὲ καὶ βοῶν ἐνοχλεῖ· εἰ δὲ καὶ λόγος καὶ βίος συνδράμοιεν, ἓν φιλοσοφίας ἁπάσης ἀποτελοῦσιν ἄγαλμα» ( Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης). Ὑπάρχει «ἄνθρωπος δοκεῖν σιωπᾶν καὶ ἡ καρδία αὐτοῦ κατακρίνει ἄλλους· ὁ τοιοῦτος πάντοτε λαλεῖ· καὶ ἔστιν ἄλλος, ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας λαλῶν καὶ σιωπὴν κρατεῖ· τοὐτέστιν ὅτι ἐκτὸς ὠφελείας οὐδὲν λαλεῖ» (Ἀββᾶς Ποιμήν).