Ο Σιταρομικρούλης
Τίτλος: Ο Σιταρομικρούλης (Εικονογραφημένο)
Διαστάσεις: 21×29
Δεμένο: Ναι
Μιά φορά καί ἕναν καιρό… στήν καρδιά ἑνός μεγάλου, καταπράσινου κάμπου βρισκόταν ἕνα χωράφι. ῾Απλωνόταν σάν σεντόνι χρυσοκεντημένο κάτω ἀπό τόν οὐρανό καί ἦταν χαρά Θεοῦ νά τό βλέπεις. ῏Ηταν τό χωράφι τοῦ καλοῦ νοικοκύρη, τοῦ μπαρμπα-Λιᾶ, πού τό φρόντιζε καί τό ἀγαποῦσε σάν τό παιδί του.
Σέ τοῦτο τό χωράφι ζοῦσε μιά χαρούμενη συντροφιά ἀπό σιταρομάνες, πού ἡ κάθε μιά εἶχε πολλά-πολλά παιδιά. ῏Ηταν τά ξακουστά σιταροσποράκια πού, σάν φοροῦσαν τίς ἴδιες φορεσιές, μοιάζανε τόσο πολύ, πιό πολύ ἀκόμα καί ἀπό ἀδέρφια.
Σ᾿ αὐτή τή συντροφιά ζοῦσε μιά σιταρομάνα μέ τριανταδυό παιδιά. Μή μέ ρωτᾶς πώς χώραγαν στό σπίτι τους. Κοίταξε σάν βρεθεῖς σέ κάμπο πόσο μεγάλα καί ὄμορφα εἶναι τά σπίτια τῶν φυτῶν. Γύρω-τριγύρω, ἀντί γιά τοῖχο ἔχουνε ἄλλα δέντρα καί φυτά, ταβάνι τό γαλάζιο οὐρανό, γιά φῶς τ᾿ ἀστραφτερά ἀστέρια.
Δέν εἶναι ὅμως παῖξε-γέλασε νά ταΐζεις τόσα παιδιά. Γι᾿ αὐτό ἡ καλή σιταρομάνα, σάν ὅλες τίς μανάδες, εἶχε πολλή δουλειά νά κάνει. Ξυπνοῦσε ἀπ᾿ τά χαράματα, τήν ἴδια ὥρα πού ξυπνοῦσε καί ὁ κυρ-῞Ηλιος καί ἔψαχνε γιά νερό. Τό ᾿παιρνε ἀπό τό χῶμα, τό ἀνέβαζε σιγά-σιγά πιό πάνω κι ἐκεῖ κατά τό μεσημέρι ἔδινε τούς χυμούς πού εἶχε μαζέψει στά τριανταδυό παιδιά της, νά φᾶνε, νά μεστώσουνε, νά μεγαλώσουν.
— ᾿Ελᾶτε, σιταροπαιδάκια μου. Φᾶτε μέ ὄρεξη νά μεγαλώσετε. Πῶς καί πῶς σᾶς περιμένουν οἱ ἄνθρωποι. ῎Εχετε σπουδαία ἀποστολή. Θά θρέψετε ἐσεῖς παιδιά. Θά χορτάσετε νηστικούς. Καί μήν ξεχνᾶτε: ᾿Από σᾶς θά ζυμωθεῖ τό πρόσφορο, ἀπό σᾶς θά γίνει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τά σιταροσποράκια – σάν ὅλα τά παιδιά – ἄκουγαν αὐτά πού τούς ἔλεγε ἡ μάνα τους μά τό νοῦ τους τόν εἶχαν στό παιχνίδι. Παίζανε κρυφτό οἱ πεταλοῦδες; Τά σιταροσποράκια τίς κρύβανε. Κυνηγοῦσε μιά μελισσούλα ἄλλο μελισσάκι; Τά σιταροσποράκια βοηθοῦσαν καί σκέπαζαν νά μήν φανεῖ τό πιό μικρό. Μά ἐκεῖνο τό παιχνίδι πού τούς ἄρεσε πιό πολύ καί τούς ξετρέλαινε ἦταν αὐτό πού παίζανε μέ τό ἀγεράκι. Δέν εἶναι μόνο πού χορεύανε καθώς τ᾿ ἀγέρι τά πήγαινε ἐδῶ καί ἐκεῖ. ῎Οχι, δέν ἦταν μόνο ὁ χορός πού τούς ξετρέλαινε. ῏Ηταν καί ἡ μουσική. Γιατί καθώς χορεύανε καί ὁ ἀγέρας ἔμπαινε ἀνάμεσά τους βγαίναν ἦχοι ὄμορφοι, μελωδικοί. Μέχρι καί τά πουλιά θαυμάζανε τοῦτο τό τραγούδι καί σταματούσανε τό δικό τους τό κελάδημα γιά νά ἀκούσουν… Μόνο τόν κυρ-Βοριά φοβόντουσαν λιγάκι, γιατί ἤτανε πάντα του φουριόζος, βιαστικός καί ἄγριος καί μποροῦσε νά σπάσει τή σιταρομάνα καί τότε!… τότε τί θά ἀπογίνονταν τά σιταροαδερφάκια; ῞Ενα καλό ὅμως εἶχε ὁ κυρ-Βοριάς πού οἱ ἄλλοι κοντινοί ἀγέρηδες δέν εἴχανε. ῎Ηξερε νά διηγιέται ὄμορφα ὅσα ἀντάμωνε στό διάβα του καθώς περνοῦσε μέσα ἀπό πολιτεῖες καί χωριά. Κι ἀντάμωνε πολλά. Κι ὅσα βλέπανε τά μάτια του καί ἀκούγανε τ᾿ ἀφτιά του, τά παραγέμιζε, τά φούσκωνε, τά μεγάλωνε καί ἔτσι ἔγινε ὁ παραμυθάς τοῦ χωραφιοῦ… ….
Συνέχεια στό βιβλίο