Για τὴν περιτομὴ τοῦ Κυρίου
« Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τή κοιλία»[Λουκ. 2, 21].
Ἐδῶ, λοιπόν, βλέπουμε ὅτι ὑποτασσόταν στούς νόμους τοῦ Μωυσῆ ἢ μᾶλλον βλεπούμε ὅ ἴδιος ὁ νομοθέτης καὶ Θεὸς νά ὑποτάσσεται ὡς ἄνθρωπος στούς δικοὺς Του νόμους. Καὶ γιά ποιό λόγο τὸ κάνει αὐτό, θὰ μᾶς τὸ διδάξει ὁ σοφότατος Παῦλος: «οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράση, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν», (ἔτσι κι ἐμεῖς, οἱ Χριστιανοί, ὅταν ἤμασταν σὲ νηπιώδη πνευματικὴ καταστάση, ἤμασταν ὑποδουλωμένοι κάτω ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου (δηλαδὴ κάτω ἀπὸ τή στοιχειώδη καὶ ἀνεπαρκή θρησκευτικὴ γνώση πού ἔχει ὁ κόσμος τῶν ἀτελῶν καὶ παχυλῶν ἀνθρώπων). Ὅταν ὅμως ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου πού εἶχε ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐξαπέστειλε τὸν Υἱὸ Του, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα καί ἔζησε σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, γιά νά ἐξαγοράσει αὐτούς πού βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ὥστε νά λάβουμε τὴν υἱοθεσία, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ) [Γαλ. 4, 3-4]. Ὁ Χριστὸς, λοιπὸν, ἐξαγόρασε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου ἐκείνους πού ἤταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ νόμου, ἀλλὰ ὅμως δέν τὸν εἴχαν ἀκόμη τηρήσει. Καὶ τοὺς ἐξαγόρασε μέ ποιόν τρόπο; Ἐκπληρώνοντάς τον.
Ἀλλὰ καί μέ ἄλλον τρόπο. Γιά νά καταργήσει τὰ ἐγκλήματα τῆς παράβασης τοῦ Ἀδάμ, παρουσίασε τὸν ἑαυτὸ Του γιά χάρη μας εὐπειθῆ καὶ ὑπάκουο σὲ ὅλα στόν Θεὸ καὶ Πατέρα Του. Γιατὶ ἔχει γραφεῖ: «ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί». (Διότι, ὅπως μέ τὴν παρακοὴ του ἑνὸς ἀνθρώπου [τοῦ Ἀδὰμ] ἔγιναν ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔνοχοι τὸ πλῆθος τῶν ἀπογόνων του Ἀδάμ, ἔτσι καί μέ τὴν τέλεια ὑπακοή, ποὺ ἔδειξε ὁ Ἔνας, ὁ Χριστός, στόν Πατέρα, θὰ γίνουν δίκαιοι τὸ πλῆθος τῶν ὅσων πιστέψουν σὲ Αὐτὸν)[Ρωμ. 5, 19]. Ἔθεσε, λοιπὸν, μαζί μέ ἐμᾶς τὸν αὐχένα Του στό νόμο, κάνοντάς το καὶ αὐτό «κατ’ οἰκονομίανν», γιατὶ ἔπρεπε νά ἐκπληρώσει ὅλον τόν νόμο.
Ὅταν, λοιπὸν, ἦρθε ἡ ὀγδόη ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία συνηθιζόταν νά γίνεται ἡ περιτομὴ στή σάρκα, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος, δέχεται τὴν περιτομὴ καὶ ὁ Ἴδιος πού ἔδωσε τὸν νόμο στόν Μωυσή, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν στόν Ἀβραάμ. Δέχεται ἐπίσης καὶ τὸ ὄνομα, δηλαδὴ τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς», τὸ ὁποῖο ἑρμηνεύεται «Σωτηρία τοῦ λαοῦ». Γιατὶ ἔτσι θέλησε ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας νά ὀνομάζεται ὁ Υἱὸς Του, ὁ ὁποῖος κατὰ σάρκα γεννήθηκε ἀπὸ γυναῖκα· γιατὶ τότε ἔγινε σωτηρία λαοῦ, καὶ ὄχι ἑνός, ἀλλὰ καὶ κάθε ἔθνους, καὶ ὅλης τῆς οἰκουμένης. Συγχρόνως, δηλαδή, μέ τὴν τελέση τῆς περιτομῆς, πῆρε καὶ τὸ ὄνομα.
Ἐμπρὸς λοιπὸν, νά δοῦμε πάλι τί σήμαινε τὸ γεγονὸς αὐτό. Ὁ μακάριος Παῦλος εἶπε: «ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ». (Τίποτε δέν εἶναι ἡ περιτομὴ καὶ δέν συντελεῖ σὲ τίποτε γιά τή σωτηρία μας, καὶ τίποτε ἐπίσης δέν εἶναι ἡ ἀκροβυστία [ἡ μὴ περιτομὴ)] [Α΄Κορ. 7, 19]. Ἄραγε ὁ τῶν ὅλων Θεὸς προσταξε μέσῳ τοῦ πάνσοφου Μωυσὴ νά τηρεῖται τὸ τίποτε, δηλαδὴ κάτι πού σὲ τίποτε δέν μᾶς ὠφελεῖ γιά τή σωτηρία μας, καὶ ἀπείλησε μάλιστα μέ τιμωρία ἐκείνους πού παραβαίνουν αὐτὴν τὴν ἐντολή; Ναί, θὰ μποροῦσα νά πῶ. Γιατί ὅσον ἀφορά τή φύση τοῦ πράγματος, δέν εἶναι ἀπολύτως τίποτε· ὅμως ἔκρυβε μέσα του τύπο μυστηρίου. Γιατί κατὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀναστήθηκε Χριστὸς ἀπὸ τοὺς νεκρούς, καὶ μᾶς ἔδωσε τὴν πνευματικὴ περιτομή. Γιατὶ ἔδωσε ἐντολὴ στούς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς εἶπε: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος», (λοιπόν, πηγαίνετε τώρα καὶ διδάξτε σὲ ὅλα τὰ ἔθνη τὴν ἀλήθεια. Καὶ αὐτούς πού θὰ πιστέψουν καὶ θὰ γίνουν μαθητὲς σας, βαπτίστε τους στό ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) [Ματθ. 28, 19].
Καὶ Αὐτοῦ πάλι προτύπωση ἤταν ἐκεῖνος ὁ ἀρχαῖος Ἰησοῦς, δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυή, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ τὸν Μωυσὴ ἔγινε ἀρχηγὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν· γιατὶ πρῶτα πέρασε τοὺς Ἰσραηλίτες στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη, καὶ ἔπειτα εὐθὺς ἀμέσως τοὺς ἔκανε τὴν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια. Λοιπόν, ὅταν διαβοῦμε τὸν Ἰορδάνη, τότε ὁ Χριστὸς μᾶς περιτέμνει μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὄχι καθαρίζοντας τή σάρκα, ἀλλά ἀποκόπτοντας μᾶλλον τὸν μολυσμὸ τῆς ψυχῆς μας.
Τὴν ὀγδόη λοιπὸν ἡμέρα περιτέμνεται ὁ Χριστός, καὶ παίρνει, ὅπως εἶπα, τὸ ὄνομα, γιατί τότε ἀκριβῶς ἔχουμε σωθεῖ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ μέσῳ Αὐτοῦ. Γιατὶ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ» (ἔχοντας κοινωνία μαζὶ Του περιτμηθήκατε μέ πνευματικὴ περιτομή, ποὺ δέν γίνεται μέ χέρι ἀνθρώπινο, ὅπως ἡ ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἀλλά ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ἡ περιτομὴ αὐτὴ συνίσταται στήν ἀπέκδυση καὶ στήν ἀποβολὴ τοῦ σώματος πού ἤταν ὑποδουλωμένο στίς ἁμαρτίες τῆς σαρκός. Καὶ ἡ ἀπέκδυση αὐτή πού ἔγινε ὄχι μέ τὴν κατακοπή τοῦ σώματος, ἀλλὰ εἶναι ἡ περιτομή πού λάβατε ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅταν ἐνταφιαστήκατε μαζὶ Του στό βάπτισμα. Καὶ δέν ἐνταφιαστήκατε μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀναστηθήκατε μαζί μέ τὸν Χριστὸ μυστηριακῶς διὰ τοῦ βαπτίσματος. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἐπειδὴ πιστέψατε στήν ἐνέργεια καὶ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος Τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Πιστέψατε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεός μέ τὴν ἴδια ἐνέργεια καὶ δύναμη θὰ ἀναστήσει καὶ ἐσᾶς ἀπὸ τοὺς νεκροὺς) [Κολ. 2, 11-12]. Ώστε λοιπὸν, ὁ θάνατός Του ἔγινε γιά χάρη δικὴ μας, καθὼς καὶ ἡ ἀναστάση καὶ ἡ περιτομή. Γιατί πέθανε, ὥστε ἐμεῖς πού διὰ τοῦ βαπτίσματός μας πεθάναμε μαζί μέ Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος πέθανε γιά τὴν ἁμαρτία, νά μὴ ζήσουμε ποτέ πιὰ γιά τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ ἔχει εἰπωθεῖ τὸ ἑξῆς: «Πιστὸς ὁ λόγος· εἰ γὰρ συναπεθάνομεν, καὶ συζήσομεν» (τὸ ὅτι οἱ πιστοὶ θὰ ἀπολαύσουν αἰώνια καὶ ἔνδοξη σωτηρία εἶναι λόγος ἀξιόπιστος· διότι ἐάν πεθάναμε μαζί μέ τὸν Χριστό, μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα καί τίς θλίψεις πού ὑποφέρουμε γι’ Αὐτόν, μαζὶ Του καὶ θὰ ζήσουμε στήν ἄλλη ζωὴ) [Β΄Τιμ. 2, 11].
Λέγεται βέβαια ὅτι πέθανε γιά τὴν ἁμαρτία, ὄχι ἐπειδὴ ἁμάρτησε ὁ ἰδιος (γιατὶ λέγει τὸ Εὐαγγέλιο: «ὃς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», (Αὐτὸς δέν ἔκαμε ποτέ καμία ἀπολύτως ἁμαρτία· οὔτε δὲ καὶ στό στόμα Του βρέθηκε ποτέ δόλος ἢ ἔστω καὶ ὁ παραμικρότερος ἁμαρτωλὸς λόγος) [Α΄Πέτρ. 2, 22], ἀλλά ἐξαιτίας τῆς δικῆς μου ἁμαρτίας. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν πεθάναμε μαζί μέ Αὐτόν πού πέθανε, μαζὶ Του καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε [βλ. παραπάνω, Β΄Τιμ. 2, 11].
Ἐπίσης, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς ἦρθε μαζὶ μας, ἂν καὶ ἤταν ἀπὸ τή φύση Του Θεὸς καὶ Κύριος τῶν ὅλων, γι’ αὐτὸ καὶ δέν περιφρονεῖ τὰ δικὰ μας μέτρα, ἀλλὰ μαζί μέ ἐμᾶς ὑποτάχτηκε στόν ἴδιο νόμο, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ὡς Θεὸς ἤταν νομοθέτης. Περιτέμνεται ὀκτὼ ἡμερῶν μαζί μέ τοὺς Ἰουδαίους, γιά νά ἐπιβεβαιώσει τή συγγένειά Του μέ αὐτούς, ὥστε νά μὴν Τὸν ἀρνηθοῦν. Γιατὶ ὁ Χριστὸς ἀναμενόταν ἀπὸ τή γενεά τοῦ Δαβίδ, καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν ἀπόδειξη τῆς συγγενείας Του μέ αὐτόν. Γιατί, ἐάν, μολονότι ἔλαβε τὴν περιτομή, καὶ πάλι ἔλεγαν, «ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν». (Ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε σπουδασμένοι καὶ ἀναγνωρισμένοι ἄρχοντες τοῦ ἔθνους, ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μιλήσει στόν Μωυσὴ καὶ σὲ κανέναν ἄλλον. Αὐτὸς μᾶς εἶναι ἄγνωστος καὶ δέν ξέρουμε ἀπό ποῦ εἶναι καὶ ἀπὸ ποῦ στάλθηκε) [Ἰωάν. 9, 29], ἂν δεν εἶχε περιτμηθεῖ σαρκικὰ καὶ δέν τηροῦσε τὸν μωσαϊκὸ νόμο, θὰ εἶχε εὔλογη πρόφαση ἡ ἀρνήσή τους. Ἀλλὰ ὅμως μετά τὴν δικὴ Του περιτομὴ ἔχει παύσει ἡ σαρκικὴ περιτομή, ἐπειδὴ εἰσήχθη σὲ ἐμᾶς αὐτό πού ὑποδηλώνεται μέ αὐτή, δηλαδὴ τὸ βάπτισμα·γι’ αὐτὸ ἐμεῖς δέν περιτεμνόμαστε πιά.
Νομίζω βέβαια ὅτι ἡ περιτομὴ συμβολίζει τρία πράγματα.Ἕνα ὅτι σὰν κάποιο σημάδι καὶ σφραγῖδα ξεχωρίζει τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοὺς διαχωρίζει ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ἔθνη. Δεύτερον, μέσα της προτυπώνει τή Χάρη καὶ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος· διότι, ὅπως ἀκριβῶς αὐτός πού περιτεμνόταν, μὲ τή σφραγῖδα αὐτὴ ἐντασσόταν παλαιὰ στόν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ αὐτός πού βαπτίζεται, τυπώνοντας μέσα του ὡς σφραγῖδα τὸν Χριστό, ἀναγράφεται στήν υἱοθεσία τοῦ Θεοῦ. Καί τρίτον, εἶναι σύμβολο τῶν προσερχομένων στήν πίστη μέ τή Χάρη, οἱ ὁποῖοι μέ τὸν κοφτερὸ λόγο τῆς πίστεως καί μέ κόπους ἀσκητικοὺς ἀποκόπτουν τίς ἐπαναστάσεις τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ παθῶν καὶ τὰ ἀπονεκρώνουν, ὄχι κόβοντας τὸ σῶμα, ἀλλὰ καθαρίζοντας τὴν καρδία, καὶ κάνοντας τὴν περιτομὴ ὄχι σύμφωνα μέ τὸν νόμο, ἀλλὰ πνευματικά· καὶ ὅπως διαβεβαιώνει ὁ θεόπνευστος Παῦλος, ὁ ἔπαινος αὐτῶν δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπίκριση, ἀλλὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν οὐράνια ἀποφάση: «οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ ᾿Ιουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ᾿Ιουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ», (διότι Ἰουδαῖος ἀληθινὸς καὶ ἄξιος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ δεν εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἐξωτερικῶς φαίνεται ὡς Ἰουδαῖος, οὔτε ἀληθινὴ περιτομὴ εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἔχει γίνει καὶ φαίνεται στή σάρκα. Ἀλλά πραγματικὸς καὶ εὐάρεστος στόν Θεὸ Ἰουδαῖος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέ τὸ ἄγνωστο στούς ἀνθρώπους καὶ κρυφὸ ἐσωτερικό του πού εἶναι φανερὸ μόνο στόν Θεό, λατρεύει καὶ ὑπακούει στόν Θεό. Καί ἀληθινὴ περιτομὴ εἶναι ἡ ἀποκοπή πάσης κακίας καὶ ἐνοχῆς ἀπὸ τὴν καρδία, ἡ ὁποία γίνεται μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὄχι μέ τὴν τυπικὴ καὶ νεκρὴ πλέον διάταξη τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, ἡ ὁποία δέν ἔχει τή δύναμη νά μεταβάλει τὴν καρδία. Αὐτὸς δέ, ὁ ἀληθινὰ γνήσιος Ἰουδαῖος θὰ λάβει τὸν ἔπαινὸ Του, ὄχι ἐκ μέρους ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ὑπόκεινται σὲ πλάνη, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό) [Ρωμ. 2, 28-29]].
Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας