Ἡ ἐργασία τῆς Νήψεως
Ἁγίου Ἠσαΐα τοῦ Ἀναχωρητοῦ
Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπομκαρυνθῆ ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ὑπόθεσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λατρεύσει τὸν Θεό. Διότι πραγματικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ μὴν ἔχουμε, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, στὸν νοῦ μᾶς τίποτε ξένο πρὸς τὴν προσευχὴ καὶ νὰ ἀπασχολούμεθα μόνον μ’ Αὐτόν. Δηλαδὴ νὰ μὴν ἔχουμε στὸν νοῦ μας οὔτε ἡδονή, οὔτε κακία, οὔτε μίσος, οὔτε φθόνο, οὔτε φανταστικὴ εἰκόνα, οὔτε φροντίδα γιὰ πράγματα τοῦ αἰῶνος τούτου. Διότι αὐτὰ εἶναι σκοτεινὰ τείχη, πού φυλακίζουν τὴν ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν ἐμποδίζουν στὸν ἀέρα καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν νὰ συναντήση τὸν Θεό, ὥστε μυστικῶς καὶ «ἐν τῷ κρυπτῷ» νὰ Τὸν εὐλογήση καὶ νὰ προσευχηθῆ πρὸς Αὐτὸν μὲ ἁγνότητα, μὲ θεῖο φωτισμό, μὲ γλυκύτητα καρδίας καὶ νὰ δοκιμάση τὴν ἡδονή του Θείου ἔρωτος. Διότι ὅσο ἡ ψυχὴ μεριμνᾶ γιὰ τὰ ἐξωτερικά, νεκρώνεται ὁ νοῦς καὶ ἑπομένως τὰ ἐσωτερικὰ πάθη ἐνεργοῦν χωρὶς ἔλεγχο.
Ἂν ἐγκαταλείψη ἡ ψυχὴ τὴν μέριμνα τῶν ἐξωτερικῶν πραγμάτων, τότε χαίρεται ὁ νοῦς καὶ στέκει σταθερὸς (ἀνυψούμενος πρὸς τὸν Θεό)· καὶ ἡ ψυχὴ κατανόει τὰ ἐσωτερικά της πάθη μὲ τὸν νοῦ. Φροντίζει λοιπὸν ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή, μέχρις ὅτου τὰ ἀπόρριψη ἀπὸ μέσα της καὶ μὲ τὴν γονιμοποιό του δύναμι γεννήση καὶ ἐκθρέψη τὰ τέκνα της. Τότε γίνονται οἱ δύο μία καρδία καὶ ὑποτάσσεται ἡ ψυχὴ στὸν νοῦ, ὅπως ἡ γυναίκα στὸν ἄνδρα, καὶ γίνεται ὁ νοῦς κεφαλὴ τῆς ψυχῆς, ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος: «ὁ ἀνὴρ ἐστὶ κεφαλὴ τῆς γυναικὸς» (Ἐφεσ. ε’ 23), καὶ ἀφοῦ γίνουν ἕνα ἐν Κυρίῳ, δὲν ἔχουν πλέον διαίρεσι.
Ὅσοι λοιπὸν ἀξιώθηκαν νὰ φθάσουν σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο, αὐτοὶ εἶναι πού προσεύχονται στὸν Θεὸ μὲ ἁγνότητα, αὐτοὶ εἶναι πού φωτίσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ πού ζητεῖ ὁ Θεός, καὶ τέλος ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους «ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ ὁ Ὕψιστος», ὅπως ἔχει γραφῆ: «Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω» (Β’ Κορ. ς’ 16).
Γι’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Σωτήρ: «ὅτι ἐὰν συμφωνήσωσι δύο περὶ παντὸς οὗ ἐὰν αἰτήσωνται ἐν τῷ ὀνόματί μου, γενήσεται αὐτοῖς» (Ματθ. ιη’ 19). Διότι ὅταν ἡ ψυχὴ συμφωνήση μὲ τὸν νοῦ καὶ γίνουν ἕνα, τότε ὁ νοῦς μένει στὸν Κύριο καὶ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν (τὸν νοῦ δηλ.), ὅπως εἶπε ὁ Κύριός μας στὰ Εὐαγγέλια : «μείνατε ἐν ἐμοὶ κἀγώ ἐν ὑμῖν» (Ἰωάν. ιε’ 5).
Σ’ αὐτὸν λοιπὸν πού παραμένει σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ διὰ μέσου τῆς ἐνάρετου πράξεως, καὶ ὁ Θεὸς παραμένει μέσα του μὲ τὴν θεωρία. (Θεωρία ἐννοεῖται ἡ πνευματικὴ καὶ ἄυλη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού σχηματίζεται στὴν διάνοια τοῦ σκεπτομένου τὸν Θεό, ἢ ἡ ὅρασι τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διάνοιας). Διότι ἐὰν ἡ ψυχὴ ἀπελευθερωθῆ καὶ προσπεράση τὰ ἐμπόδια πού εἶναι στὸν ἀέρα, τότε μένει στὸν Θεὸ καὶ δέχεται τὶς ἀκτίνες τοῦ Πνεύματος.
Καθὼς εἶπε ὁ Ἀπόστολος ὅτι «ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ , ἕν σῶμα ἐστι, καὶ ὁ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ, ἕν πνεῦμα ἐστι……» (Α’ Κορ. ς’ 16-17)· ὅ,τι δὲ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, πόρνη ὀνομάζεται. Ἡ ψυχὴ λοιπὸν πού πορσκολλήθηκε στὸν Κύριο διὰ τοῦ Πνεύματος μένει σ’ Αὐτὸν καὶ διδάσκεται ἀπ’ Αὐτὸν πῶς πρέπει νὰ προσεύχεται καὶ Τὸν προσκυνεῖ ἀδιαλείπτως, μένοντας ἀδιάσπαστα ἑνωμένη μαζί Του· ἀντιστοίχως ὁ Κύριος παραμένει στὴν ψυχή, τὴν ἀναπαύει καὶ τῆς χορηγεῖ καὶ ἀποκαλύπτει τὶς τιμὲς καὶ τὰ ἀνεκλάλητα χαρίσματά Του.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁμαρτάνει πλέον, ἀλλ’ οὔτε καὶ τὸν ἀγγίζει καθόλου ὁ πονηρός, διότι ἔχει ἀναγεννηθῆ ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή : «πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα Αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται» (Α’ Ἰωάν. γ’ 9).