Σύντομη ἑρμηνεία στὴν προσευχὴ “Πάτερ ἡμῶν”
Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
…Ἡ προσευχὴ αὐτὴ μὲ τρόπο συνοπτικὸ περιέχει κρυμμένο μυστικὰ ὅλο τὸ σκοπὸ ὅσων ἀναφέρθηκαν, ἤ, γιὰ νὰ κυριολεκτήσω, τὸν κηρύττει καθαρὰ σʼ ἐκείνους ποὺ ἔχουν δεκτικὸ νοῦ. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει αἴτηση ὅλων ὅσα προξένησε μὲ τὴν κένωσή Του κατὰ τὴ σάρκωση ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκει νὰ ἐπιδιώκουμε ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, μέσω τῆς φυσικῆς μεσιτείας τοῦ Υἱοῦ, χορηγεῖ ἀληθινὰ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπειδὴ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων —κατὰ τὸν θεῖο Ἀποστολο— εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς, καθὼς μὲ τὴ σάρκωσή Του φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὸν Πατέρα ποὺ ἀγνοοῦσαν, καὶ στὸν Πατέρα φέρνει μέσω τοῦ Πνεύματος τοὺς ἀνθρώπους συμφιλιωμένους μὲ Αὐτόν, γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ὁποίων ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ὑποστεῖ μεταβολή. Καὶ ἔγινε διδάσκαλος καὶ αὐτουργὸς πολλῶν νέων μυστηρίων, τόσων ὥστε δὲν μπορεῖ ποτὲ ὁ λόγος νὰ τὰ συλλάβει στὸ πλῆθος καὶ τὸ μέγεθός τους. Ἀπὸ αὐτά, φαίνεται πὼς δώρισε μὲ ἐξαιρετικὴ μεγαλοδωρία στοὺς ἀνθρώπους ἑφτά, γενικότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα, κι αὐτῶν τὴ δύναμη, καθὼς εἶπα, περιέχει μυστικὰ ὁ σκοπὸς τῆς προσευχῆς. Αὐτὰ εἶναι: θεολογία, υἱοθεσία κατά χάρη, ἰσοτιμία πρὸς τοὺς ἀγγέλους, μετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή, ἀποκατάσταση τῆς φύσεως ποὺ στρέφεται ἀπαθῶς στὸν ἑαυτό της, κατάλυση τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ κατάργηση τῆς τυραννίας τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων.
Θεολογία διδάσκει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ σάρκωσή Του, καθὼς φανερώνει στὸν ἑαυτὸ Του τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ὅλος ὁ Πατέρας καὶ ὅλο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἦταν κατὰ τὴν οὐσία σὲ ὅλο τελείως τὸν Υἱὸ καὶ κατὰ τὴ σάρκωσή Του, χωρὶς Αὐτοὶ νὰ σαρκωθοῦν, ἀλλὰ ὁ μὲν Πατέρας εὐδοκοῦσε, τὸ δὲ Πνεῦμα συνεργοῦσε μὲ τὸν Υἱὸ ποὺ δεχόταν ὁ ἴδιος τὴ σάρκωση, ἀφοῦ βέβαια ὁ Λόγος ἐξακολούθησε νὰ ἔχει Νοῦ καὶ Ζωή, μὴ χωρώντας σὲ ἀπολύτως τίποτε ἄλλο κατὰ τὴν οὐσία Του, παρὰ μόνο στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ πραγματοποιώντας τὴν ὑποστατική Του ἕνωση μὲ τὴ σάρκα ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
Υἱοθεσία παρέχει, χαρίζοντας τὴν ὑπὲρ φύση οὐράνια γέννηση καὶ συνθέωση μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ φυλάγει κατὰ Θεὸν καὶ διατηρεῖ τὴν υἱοθεσία, εἶναι ἡ προαίρεση ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν αὐτὴ τὴ γέννηση, ἡ προαίρεση ποὺ δέχεται μὲ εἰλικρινῆ διάθεση τὴ χάρη ποὺ δόθηκε καὶ ποὺ ὀμορφαίνει πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἐπιμελῆ ἐργασία τῶν ἐντολῶν τὸ κάλλος ποὺ δόθηκε κατὰ χάρη. Αὐτὴ μὲ τὴν ἀποβολὴ τῶν παθῶν οἰκειοποιεῖται τόσο πολὺ τὴ θεότητα, ὅσο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἑκούσια κένωσή Του ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ δόξα Τοῦ κατʼ οἰκονομίαν ἔγινε ἀληθινὰ ἄνθρωπος. Ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους ἰσότιμους μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὄχι μόνον ἐπειδὴ μὲ τὸ αἷμα τοῦ σταυροῦ Του εἰρηνοποίησε τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια καὶ καταργώντας τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις ποὺ βρίσκονται στὴν περιοχὴ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἔδειξε πώς ὑπάρχει μία σύναξη τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων γιὰ τὴ [διανομὴ] τῶν θείων δώρων, καθὼς ἡ ἀνθρώπινη φύση γεμάτη ἀγαλλίαση μὲ μία κοινὴ θέληση συμψάλλει μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ κι ἐπειδή, μετὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς γιὰ χάρη μας οἰκονομίας, καθὼς ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸ σῶμα ποὺ εἶχε προσλάβει, ἕνωσε μέσω τοῦ ἑαυτοῦ Του τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ σύναψε τὰ αἰσθητὰ μὲ τὰ νοητὰ καὶ ἔδειξε μία τὴν κτιστὴ φύση, ποὺ παρὰ τὶς ἀκρότητες τῶν μερῶν της, εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς πρώτης Αἰτίας. Ἔδειχνε νομίζω, μὲ ὅσα κατὰ μυστικὸ τρόπο ἐπιτελοῦσε, ὅτι ὁ λόγος εἶναι ἡ ἕνωση τῶν διαιρεμένων, ἐνῶ ἡ ἀλογία διαίρεση τῶν ἑνωμένων. Ἂς μάθουμε ἑπομένως, νὰ ἐπιδιώκουμε τὴ λογοποίηση μὲ τὴν πρακτικὴ ἀρετή, γιὰ νὰ μὴν ἑνωθοῦμε μόνο μὲ τοὺς ἀγγέλους μέσω τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Θεὸ μέσω τῆς γνώσεως, κατὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὰ ὄντα.
Μεταδίδει θεία ζωὴ κάνοντας τὸν ἑαυτὸ Του τροφή μας, ὅπως γνωρίζει Αὐτὸς καὶ ὅσοι ἔλαβαν ἀπʼ Αὐτὸν αὐτὴ τὴ νοερὴ αἴσθηση, ὥστε μὲ τὴ γεύση αὐτῆς τῆς τροφῆς νὰ μάθουν ἀληθινὰ μὲ ἐπίγνωση, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθὸς καὶ μεταδίδει θεία ποιότητα πρὸς θέωση σʼ ὅσους τὸν τρῶνε, ἀφοῦ ὁλοφάνερα καὶ εἶναι καὶ ὀνομάζεται ἄρτος ζωῆς καὶ δυνάμεως.
Ἀποκαθιστᾶ τὴ φύση στὸν ἑαυτό της, ὄχι μόνο γιατί ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος κράτησε τὴ διάθεσή του ἀπαθῆ καὶ εἰρηνικὴ ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς οὔτε ἀπέναντι τῶν σταυρωτῶν Του νὰ σαλευθεῖ στὸ ἐλάχιστο, ἀλλὰ ἀντίθετα μᾶλλον, προτίμησε τὸ θάνατο γιὰ χάρη τους ἀντὶ τὴ ζωή, πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι τὸ πάθος ἦταν ἑκούσιο, γιατί ἐπικυρώνεται ἀπὸ τὴ φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ πάσχοντος. Ἀλλὰ καὶ γιατί κατάργησε τὴν ἔχθρα καρφώνοντας πάνω στὸν σταυρὸ τὸ χειρόγραφό τῆς ἁμαρτίας, γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ φύση εἶχε ἀδιάλλακτο πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της, καὶ ἀφοῦ κάλεσε κι ἐκείνους ποὺ ἦταν μακριὰ καὶ ἐκείνους ποὺ ἦταν κοντά, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν τὸ Νόμο καὶ τοὺς ἐθνικούς, γκρέμισε τὸ μεσότοιχο ποὺ τοὺς χώριζε, δηλαδὴ ἀποσαφήνισε τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου μὲ τὴ διδασκαλία Του, καὶ ἔκτισε ἀπὸ τοὺς δύο ἕνα καινούργιο ἄνθρωπο, φέρνοντας εἰρήνη καὶ συμφιλιώνοντάς μας μέσω τοῦ ἑαυτοῦ Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ μεταξύ μας, ὥστε νὰ μὴν ἔχουμε πλέον προαίρεση ποὺ νὰ ἀντιστέκεται στὴ λογική μας φύση, ἀλλʼ ὅπως στὴ φύση, ἔτσι καὶ στὴν προαίρεση νὰ εἴμαστε ἀμετάβλητοι.
Καθαρίζει τὴ φύση ἀπὸ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας, γιατί δὲν ἐπέτρεψε νὰ προηγηθεῖ ἡδονὴ στὴ γέννησή Του, ποὺ ἔγινε γιὰ χάρη μας. Γιατί ἡ σύλληψή Του ἔγινε παραδόξως χωρὶς σπορά, καὶ ἡ γέννηση ὑπὲρ φύση χωρὶς φθορὰ τῆς παρθενίας. Στερέωσε δηλαδὴ ὁ γεννηθείς Θεὸς στὴ μητέρα Του, ἀντίθετα ἀπὸ τὴ φύση, τὰ δεσμὰ τῆς παρθενίας μὲ τὴ γέννησή Του, καὶ ἐλευθέρωσε ὅλη τὴ φύση ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ νόμου ποὺ κυριαρχοῦσε πάνω της· αὐτὸ βέβαια ἰσχύει γιὰ ὅσους θέλουν νὰ μιμοῦνται μὲ τὴ νέκρωση τῶν γήινων μελῶν τους τὸν ἑκούσιο θάνατό Του. Γιατί τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας εἶναι γιὰ κείνους ποὺ τὸ θέλουν, καὶ δὲν ἐπιβάλλεται τυραννικά.
Καταργεῖ τὴν τυραννία τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη, προβάλλοντας τὴ σάρκα ποὺ εἶχε νικηθεῖ στὸν Ἀδὰμ σὰν ὅπλο ἐναντίον του καὶ νικώντας τον. Ἔτσι ἔκανε τὴ σάρκα, ποὺ πρὶν εἶχε συλληφθεῖ καὶ θανατωθεῖ, νὰ συλλάβει αὐτὸν ποὺ τὴν εἶχε συλλάβει καὶ νʼ ἀφανίσει μὲ τὸ φυσικὸ θάνατό της τὴ ζωή του· σʼ αὐτὸν μὲν ἔγινε δηλητήριο, γιὰ νὰ ἐμέσει ὅλους ὅσους κατάπιε ἔχοντας ἐπικρατήσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ θανάτου ποὺ διέθετε, στὸ δὲ γένος τῶν ἀνθρώπων ἔγινε ζωή, ποὺ ὠθεῖ σὰν προζύμι πρὸς ἀνάσταση ζωῆς ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ χάρη τῆς ὁποίας κυρίως ὁ Λόγος, ὄντας Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος —πράγμα καὶ ἄκουσμα ὄντως παραδοξο— καὶ καταδέχθηκε θεληματικὰ τὸ θάνατο τῆς σάρκας Του.
Ὅλων αὐτῶν, ὅπως εἶπα, περιέχει αἴτηση ἡ Κυριακὴ Προσευχή. Γιατί ἀναφέρει τὸν Πατέρα καὶ τὸ ὄνομά Του καὶ τὴ βασιλεία Του. Καὶ πάλι παρουσιάζει τὸν προσευχόμενο ὅτι εἶναι κατὰ χάρη γιὸς αὐτοῦ τοῦ Πατέρα. Ζητεῖ νʼ ἀποκτήσουν ἕνα θέλημα ὅσοι εἶναι στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Προστάζει νὰ ζητοῦμε τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Νομοθετεῖ στοὺς ἀνθρώπους τὴ συμφιλίωση καί, μὲ τὴν παροχὴ καὶ αἴτηση συγχωρήσεως μεταξύ τους, συνδέει τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὸν ἑαυτό της, ὥστε νὰ μὴν χωρίζεται μὲ τὴ διαφορὰ τῆς γνώμης. Ἐπίσης διδάσκει νὰ προσευχόμαστε νὰ μὴν μποῦμε σὲ πειρασμό, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ μᾶς συμβουλεύει νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρό. Ἔπρεπε Αὐτός, ὁ δημιουργὸς καὶ δωρητὴς τῶν ἀγαθῶν, νὰ εἶναι καὶ δάσκαλος σὲ μαθητὲς ποὺ πιστεύουν σʼ Αὐτὸν καὶ μιμοῦνται τὴν κατὰ σάρκα ζωή Του, δίνοντάς τους ὡς ὑποθῆκες ζωῆς τὰ λόγια αὐτῆς τῆς προσευχῆς, μὲ τὰ ὁποῖα φανέρωνε σʼ αὐτοὺς τοὺς ἀπόκρυφους θησαυροὺς τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας ποὺ ὑπάρχουν κατʼ εἶδος σʼ Αὐτόν, διεγείροντας πρὸς τὴν ἀπόλαυσή τους τὴν ἐπιθυμία τῶν προσευχομένων. Γιʼ αὐτό, νομίζω, ὀνόμασε προσευχὴ αὐτὴ τὴ διδασκαλία ὁ Λόγος, ἐπειδὴ περιέχει αἴτηση τῶν δώρων ποὺ δίνονται κατὰ χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Οἱ θεόπνευστοι Πατέρες μᾶς ὅρισαν τὴν προσευχή, ὅτι εἶναι αἴτηση ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἐκ φύσεως δωρίζει στοὺς ἀνθρώπους ὅπως ταιριάζει στὴ θεότητά Του. Ὅπως καὶ εὐχὴ εἶπαν τὸ τάξιμο αὐτῶν ποὺ προσφέρουν στὸν Θεὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν λατρεύουν μὲ γνησιότητα. Τὸ λέει σὲ πολλὰ σημεῖα καὶ ἡ Γραφή: «Ἂν κάνετε εὐχὴ (τάξιμο), νὰ τὴν ἐκπληρώσετε στὸν Κύριο καὶ Θεό μας», καί: «Ὅσα σοῦ ὑποσχέθηκα μὲ εὐχή, Κύριε, θὰ σοῦ τὰ ἀποδώσω». Καὶ πάλι, περὶ προσευχῆς λέει: «Καὶ προσευχήθηκε ἡ Ἄννα στὸν Κύριο, λέγοντας· Κύριε Κύριε, Θεὲ Σαββαώθ, εἰσάκουσε τὴ δούλη Σου καὶ χάρισέ μου παιδί…», καί: «Προσευχήθηκε στὸν Κύριο ὁ Ἐζεκίας, ὁ βασιλιὰς Ἰούδα, καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ γιὸς τοῦ Ἀμώς», καί: «Ὅταν ἐσεῖς προσεύχεστε, νὰ λέτε: Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…», πού εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ εὐχὴ εἶναι ὑπόσχεση τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, ποὺ βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν προαίρεση αὐτοῦ ποὺ ἔκανε τὴν εὐχή, ἐνῶ προσευχὴ εἶναι ἡ αἴτηση ἐκείνου ποὺ τήρησε τὶς ἐντολές, νὰ μεταβληθεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς ποὺ τήρησε. Ἢ μᾶλλον, ἡ εὐχὴ εἶναι ἀγώνας ἀρετῆς, τὸν ὁποῖο πολὺ εὐάρεστα δέχεται ὁ Θεὸς ὅταν τοῦ προσφέρεται, ἐνῶ ἡ προσευχὴ εἶναι ἔπαθλο τῆς ἀρετῆς, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνταποδίδει μὲ πολλὴ χαρά.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀποδείχτηκε μὲ τὰ παραπάνω ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι αἴτηση τῶν ἀγαθῶν ποὺ δωρήθηκαν ἀπὸ τὸν σαρκωθέντα Λόγο, ἂς βάλουμε Αὐτὸν δάσκαλο τοῦ λόγου τῆς προσευχῆς, κι ἂς ἀρχίσουμε μὲ θάρρος νὰ ἐξετάσουμε προσεκτικὰ μὲ τὴ θεωρία, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὸ νόημα κάθε ρητοῦ τῆς προσευχῆς, ὅσο συνηθίζει νὰ χορηγεῖ πρὸς τὸ συμφέρον μας ὁ Λόγος καὶ μʼ ὅση δύναμη δίνει πρὸς κατανόηση στὴ διάνοια ἐκείνου ποὺ γράφει αὐτά.
«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου». Πρεπόντως ὁ Κύριος διδάσκει ἀμέσως νʼ ἀρχίσουν οἱ [προσευχόμενοι] ἀπὸ τὴ θεολογία· ἐπίσης εἰσάγει στὸ μυστήριο τοῦ τρόπου ποὺ ὑπάρχει ἡ Αἰτία ποὺ δημιούργησε τὰ ὄντα, Αὐτὸς ποὺ εἶναι κατὰ τὴν οὐσία αἴτιος τῶν ὄντων. Γιατί τὰ λόγια τῆς προσευχῆς περιέχουν φανέρωση τοῦ Πατέρα, καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατέρα, καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ μάθουμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ σεβόμαστε τὴν ἐν Μονάδι Τριάδα καὶ νὰ τὴν ἐπικαλούμαστε καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε. Ἐπειδὴ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός. Καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ λέει ἐδῶ ὁ Ματθαῖος βασιλεία, ἀλλοῦ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς τὸ ὀνομάζει Πνεῦμα Ἅγιο, λέγοντας: «Ἂς ἔρθει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ ἂς μᾶς καθαρίσει». Γιατί ὁ Πατέρας δὲν ἀπόκτησε ἐκ τῶν ὑστέρων τὸ ὄνομα, οὔτε ὡς ἀξίωμα ποὺ ἔλαβε ἐκ τῶν ὑστέρων νοοῦμε τὴ βασιλεία· δὲν ἔχει ἀρχὴ στὸ εἶναι Του, γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ εἶναι καὶ Πατέρας καὶ Βασιλεύς, ἀλλὰ καθὼς πάντοτε ὑπάρχει, εἶναι καὶ πάντοτε Πατέρας καὶ Βασιλεύς, χωρὶς νὰ λάβει ποτὲ ἀρχὴ νὰ εἶναι Πατέρας καὶ Βασιλεύς. Ἂν τώρα, μὲ τὸ νὰ ὑπάρχει πάντοτε, εἶναι πάντοτε καὶ Πατέρας καὶ Βασιλεύς, ἄρα πάντοτε καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνυπάρχουν κατὰ τὴν οὐσία ὡς ὑποστάσεις μὲ τὸν Πατέρα. Ἀπὸ Αὐτὸν παίρνουν τὴν ὕπαρξη καὶ εἶναι μέσα σʼ Αὐτὸν φυσικῶς πάνω ἀπὸ αἰτία καὶ λόγο, ὄχι ὅμως ὕστερα ἀπὸ Αὐτόν, οὔτε καὶ ἔγιναν ἀργότερα ἀπὸ κάποια αἰτία. Γιατί ἡ σχέση μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων ὑποδηλώνει τὴ συνύπαρξή Τους καὶ δὲν ἐπιτρέπει αὐτά, τῶν ὁποίων εἶναι καὶ λέγεται σχέση, νὰ θεωροῦνται μεταγενέστερα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀρχίσαμε αὐτὴ τὴν προσευχή, βιαζόμαστε νὰ τιμήσουμε τὴν ὁμοούσια καὶ ὑπερούσια Τριάδα ὡς δημιουργικὴ αἰτία τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἐπίσης διδασκόμαστε νὰ ὁμολογοῦμε τὴ χάρη τῆς υἱοθεσίας, μὲ τὸ νὰ ἀξιωνόμαστε νὰ ὀνομάζομε Πατέρα κατὰ χάρη τὸν ἐκ φύσεως Δημιουργό. Ἔτσι, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὴν ὀνομασία Ἐκείνου ποὺ μᾶς γέννησε κατὰ χάρη, θὰ φροντίζουμε νὰ ἀποτυπώνουμε στὴ ζωή μας τὰ χαρακτηριστικά του Πατέρα μας ἁγιάζοντας τὸ ὄνομά Του πάνω στὴ γῆ, μιμούμενοι Αὐτόν, ἀποδεικνύοντας ὅτι εἴμαστε παιδιά Του μὲ τὰ ἔργα μας, καὶ δοξάζοντας τὸν αὐτουργὸ αὐτῆς τῆς υἱοθεσίας, τὸν φυσικὸ Υἱὸ τοῦ Πατέρα, μὲ τὰ νοήματα καὶ τὶς πράξεις μας. Ἁγιάζουμε τὸ ὄνομα τοῦ κατὰ χάρη ἐπουρανίου Πατέρα, ὅταν νεκρώνουμε τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν ὕλη καὶ καθαριζόμαστε ἀπὸ τὰ καταστρεπτικὰ πάθη, ἂν βέβαια ἁγιασμὸς εἶναι ἡ τέλεια ἀκινησία καὶ νέκρωση τῆς ἐπιθυμίας ποὺ ἐνεργεῖ μὲ τὴν αἴσθηση. Ὅταν φτάσουμε σʼ αὐτή, καταπραΰνου με καὶ τὶς ἄπρεπες κραυγὲς τοῦ θυμοῦ, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε πλέον τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν ἐρεθίζει καὶ νὰ τὸν πείθει νὰ ὑπερασπίζεται τὶς ἡδονὲς ποὺ αὐτὴ θέλει, ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία νεκρώθηκε πιὰ μὲ τὴν κατὰ λόγον ἁγιότητα. Γιατί ὁ θυμὸς εἶναι φυσικὸς συνήγορος τῆς ἐπιθυμίας, καὶ τότε παύει νὰ μανιάζει, ὅταν τὴ δεῖ νεκρή.
Εὔλογα λοιπόν, μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας, ἐπακολουθεῖ κατὰ τὴν προσευχὴ τὸ κράτος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σʼ ἐκείνους πού, ἀφοῦ ἀποβάλουν αὐτὰ τὰ δύο πάθη, ἀξιώνονται νὰ ποῦν: «Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν πιὰ μὲ τὴν πραότητα ἔγιναν ναοὶ τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Πνεύματος. Γιατί λέει: «σὲ ποιὸν θὰ ἀναπαυθῶ, ἂν ὄχι σʼ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι πράος καὶ ταπεινὸς καὶ τρέμει τὰ λόγια μου;» Ἀπὸ αὐτὸ λοιπὸν φαίνεται ὅτι στοὺς ταπεινοὺς καὶ πράους ἀνήκει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα. Γιατί λέει: «Μακάριοι εἶναι οἱ πράοι, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ». Ὁ Θεὸς δὲν ὑποσχέθηκε νὰ δώσει κληρονομία σʼ ὅσους τὸν ἀγαποῦν, αὐτὴ τὴ γῆ, ἡ ὁποία κατέχει ἐκ φύσεως τὴ μέση θέση τοῦ σύμπαντος, ἂν βέβαια λέει ἀλήθεια ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Στὴν ἀνάσταση οὔτε οἱ ἄνδρες ἔρχονται σὲ γάμο, οὔτε οἱ γυναῖκες παντρεύονται, ἀλλὰ εἶναι ὅλοι σὰν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανό», καί: «Ἐλᾶτε σεῖς οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου νὰ κληρονομήσετε τὴ βασιλεία ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ σᾶς ἀφότου θεμελιωνόταν ὁ κόσμος», καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο εἶπε στὸν δοῦλο ποὺ ἐργάστηκε πιστά: «Ἔλα νὰ συμμετάσχεις στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου». Καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος στὴ συνέχεια ἔλεγε: «Θʼ ἀκουστεῖ σάλπισμα καὶ θʼ ἀναστηθοῦν πρῶτα ἄφθαρτοι ὅσοι πέθαναν πιστοὶ στὸ Χριστό· ἔπειτα ἐμεῖς ποὺ θὰ ἔχουμε ἀπομείνει ζωντανοί, θʼ ἁρπαγοῦμε μαζὶ μʼ αὐτοὺς ἀπὸ σύννεφα γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα. Κι ἔτσι γιὰ πάντα θὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο».
Ὅταν λοιπὸν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔτσι ὑποσχεμένα σʼ ὅσους ἀγαποῦν τὸν Κύριο, ποιὸς θὰ περιορίσει τὸ νοῦ του στὸ γράμμα μόνο τῆς Γραφῆς καὶ θὰ πεῖ ὅτι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ βασιλεία ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Κυρίου ἡ κρυμμένη μυστικά, καὶ ἡ αἰώνια καὶ ἀχώριστη διαμονὴ καὶ ἐγκατάσταση τῶν ἀξίων κοντὰ στὸν Κύριο, πώς εἶναι ταυτόσημα μὲ τὴ γῆ, καὶ μάλιστα ὅταν κατευθύνεται ἀπὸ τὸ λόγο καὶ θέλει νὰ εἶναι ὑπηρέτης τοῦ λόγου; Ἀλλὰ νομίζω ὅτι λέγοντας τώρα γῆ, ἐννοεῖ τὴ μόνιμη καὶ ἐντελῶς ἀμετακίνητη ἀπὸ τὸ καλὸ ἕξη καὶ δύναμη τῆς ἀτρεψίας τῶν πράων, ἡ ὁποία βρίσκεται πάντοτε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, ἔχει ἀνεξάντλητη χαρά, ἔχει οἰκειοποιηθεῖ τὴν ἀνέκαθεν ἑτοιμασμένη βασιλεία καὶ ἀξιώθηκε τὴν ἐπουράνια θέση καὶ τιμή. Καὶ σὰν γῆ ποὺ ἔχει καταλάβει θέση στὴ μέση τοῦ παντός, ἐννοεῖ τὸ λόγο τῆς ἀρετῆς, κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ πράος εὐρισκόμενος ἀνάμεσα σὲ ἐπαίνους καὶ κατηγορίες, μένει ἀπαθής, καὶ μήτε ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους φουσκώνει, μήτε ἀπὸ τὶς ὕβρεις γίνεται κατηφής. Γιατί ἀπʼ ὅσα τὸ λογικὸ εἶναι κατὰ φύση ἐλεύθερο, ἔχοντας ἀπομακρύνει τὴν ἐπιθυμία του ἀπὸ αὐτά, δὲν αἰσθάνεται τὶς ἐνοχλήσεις καὶ τὶς προσβολές τους, ἐπειδὴ ἔχει ἀπαλλάξει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ταραχὴ γύρω ἀπʼ αὐτὰ καὶ ἔχει μεταφέρει ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του στὴ θεία καὶ ἀμέριμνη ἐλευθερία. Αὐτὴν ὁ Κύριος θέλοντας νὰ δώσει στοὺς μαθητές Του, εἶπε: «Σηκῶστε πάνω σας τὸν ζυγό μου καὶ μάθετε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά· καὶ θὰ βροῦν ἀνάπαυση οἱ ψυχές σας». Ἀνάπαυση ἐννοεῖ τὸ κράτος τῆς θείας βασιλείας, γιατί παρέχει στοὺς ἀξίους ἐξουσία ἀπαλλαγμένη ἀπὸ κάθε δουλεία.
Ἂν λοιπὸν στοὺς ταπεινοὺς καὶ πράους δίνεται τὸ ἀκατάλυτο κράτος τῆς ἀθάνατης βασιλείας, ποιὸς δὲ θὰ στραφεῖ καὶ δὲν θὰ ποθήσει τὰ θεῖα ἀγαθά; Ποιὸς δὲν θὰ ἐπιθυμήσει ἀπόλυτα τὴν ταπείνωση καὶ τὴν πραότητα, γιὰ νὰ γίνει εἴκονα τῆς θείας βασιλείας, ὅσο εἶναι δυνατὸν σὲ ἄνθρωπο, ἐμφανίζοντας κατὰ χάρη ἀπαράλλακτη τὴν πνευματικὴ ὁμοίωση μὲ τὸν κατὰ φύση καὶ κατʼ οὐσίαν ἀληθινὰ μεγάλο βασιλιὰ Χριστό; Στὴν κατάσταση αὐτή, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, δὲν ὑπάρχει ἄντρας καὶ γυναίκα, δηλαδὴ θυμὸς καὶ ἐπιθυμία· ὁ πρῶτος ἀπομακρύνει βίαια τὸ λογικὸ καὶ βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ νόμο τῆς φύσεως τὴ διάνοια, ἐνῶ ἡ δεύτερη θεωρεῖ ὡς πιὸ ἀξιαγάπητα τὰ δημιουργήματα ἀπὸ τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἐπιθυμητὴ καὶ ἀπαθῆ Αἰτία καὶ φύση, καὶ ἑπομένως προτιμᾶ τὴ σάρκα παρὰ τὸ πνεῦμα καὶ βρίσκει τὴν ἀπόλαυση τῶν ὁρατῶν πιὸ εὐχάριστη ἀπὸ τὴ δόξα καὶ λαμπρότητα τῶν νοητῶν, ἐμποδίζοντας μὲ τὴν ἁπαλότητα τῆς ἡδονῆς τῶν αἰσθήσεων τὸ νοῦ νὰ ἐννοεῖ τὰ συγγενῆ του καὶ θεῖα νοητά. Ὑπάρχει ὅμως μονότατος ὁ λόγος, τελείως γυμνωμένος καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀπαθῆ, ἀλλὰ φυσικὴ ὡστόσο στοργὴ καὶ διάθεση πρὸς τὸ σῶμα, λόγω τοῦ πλούτου τῆς ἀρετῆς, καθὼς τὸ πνεῦμα νικᾶ τελείως τὴν φύση καὶ τὴν πείθει νὰ ἀφήσει τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία, ὅταν πρέπει ὁ νοῦς νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ὑπερούσιο Λόγο μὲ ἁπλὴ καὶ ἀδιαίρετη θεωρία, παρόλο ποὺ ἡ ἠθικὴ φιλοσοφία ἐκ φύσεως βοηθεῖ τὸ νοῦ νὰ [χωρίσει] καὶ νὰ προσπεράσει εὔκολα ὅσα ὑπάγονται στὴ ροὴ τοῦ χρόνου. Γιατί ὅταν αὐτὰ ξεπεραστοῦν, δὲν εἶναι εὔλογο νὰ βαρύνεται ἀπὸ τοὺς τρόπους τῆς ἠθικῆς, σὰν νὰ φορεῖ μηλωτή, ἐκεῖνος ποὺ ἀποδείχτηκε ἀκράτητος ἀπὸ τὰ αἰσθητά. Καὶ αὐτὸ τὸ φανερώνει ὁ μέγας Ἠλίας, ὑποδηλώνοντας μʼ ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε συμβολικὰ αὐτὸ τὸ μυστήριο. Κατὰ τὴν ἁρπαγὴ του δηλαδὴ στὸν οὐρανό, ἔδωσε στὸν Ἐλισσαῖο τὴ μηλωτή, ποὺ σημαίνει τὴ νέκρωση τῆς σάρκας, ὅπου θεμελιώνεται ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς ἠθικῆς κοσμιότητας, γιὰ νὰ ἔχει ἔτσι ὁ μαθητὴς σύμμαχο τὸ Πνεῦμα ἐναντίον κάθε ἐχθρικῆς δυνάμεως καὶ νὰ πλήξει τὴν ἄστατη καὶ ρευστὴ φύση, τῆς ὁποίας τύπος ἦταν ὁ Ἰορδάνης, ὥστε νὰ μὴν ἐμποδιστεῖ, βυθιζόμενος στὴ θολερότητα καὶ ὀλισθηρότητα τῆς προσκολλήσεως στὰ ὑλικά, νὰ περάσει στὴν ἁγία γῆ. Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Ἠλίας προχώρησε πρὸς τὸν Θεὸ ἐλεύθερος, χωρὶς νὰ τὸν κρατᾶ ἀπολύτως κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα, μὲ ἀμέριστη τὴν ἐπιθυμία καὶ καθαρὴ τὴ γνώμη του, φτάνοντας κοντὰ στὸν ἁπλὸ κατὰ τὴ φύση Του Θεὸ μὲ τὴ βοήθεια τῶν γενικῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἀλληλοεξαρτώμενες καὶ ζευγμένες μαζὶ σὰν πύρινα ἄλογα στὸ ζυγὸ τῆς γνώσεως. Γιατί γνώριζε ὅτι ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὶς διαθέσεις ποὺ δὲν εἶναι ὅπως οἱ γενικὲς ἀρετὲς ἀλληλοεξαρτώμενες καὶ δὲν μποροῦν νὰ μποῦν στὸν ἴδιο ζυγό. Ἡ ἀνομοιότητά τους μαρτυρεῖ τὴν ἀλλοτρίωση, ἀφοῦ τὸ πάθος τῆς ἐπιθυμίας προκαλεῖ διάχυση τοῦ αἵματος ποὺ εἶναι γύρω στὴν καρδιά, καὶ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ προκαλεῖ βρασμὸ τοῦ αἵματος. Ὅποιος ἔφτασε νὰ ζεῖ καὶ νὰ κινεῖται καὶ νὰ ὑπάρχει ἐν Χριστῷ, ἀπομάκρυνε ἀπὸ πάνω του ὅσα εἶναι ἀσυνταίριαστα καὶ ἀλλόκοτα, μὴ φέροντας μέσα του, σὰν νὰ ἦταν «ἄντρας καὶ γυναίκα», ὅπως εἶπα, τὶς ἀντίθετες διαθέσεις τῶν παθῶν αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴν ὑποδουλωθεῖ σʼ αὐτὰ τὸ λογικὸ μὲ τὸ νὰ ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὶς ἄστατες μεταβολές τους.
Γιατί στὸ λογικὸ ἔχει κατὰ φύση ἑνωθεῖ ἡ ἱερότητα τῆς θείας εἰκόνας ποὺ πείθει τὴν ψυχὴ νὰ μεταπλασθεῖ κατὰ τὴν προαίρεση καὶ νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνει πάμφωτο κατοικητήριο τῆς μεγάλης Βασιλείας ποὺ συνυπάρχει οὐσιωδῶς ὡς ὑπόσταση μὲ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα τῶν ὅλων, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ δεχτεῖ —ἂν ἐπιτρέπεται νὰ ποῦμε— ὁλόκληρη κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἐξουσία τῆς γνώσεως τῆς θείας φύσεως. Στὴν κατάσταση αὐτή, ἀφανίζονται φυσικῶς ὅσα εἶναι χειρότερα καὶ συγκροτοῦνται τὰ καλύτερα, καθὼς ἡ ψυχή, κατὰ τὴ χάρη τῆς κλήσεώς της, φυλάγει ὅπως ὁ Θεὸς ἀπαραβίαστη μέσα της τὴν ὕπαρξη τῶν καλῶν ποὺ τῆς ἔχουν δωρηθεῖ. Στὴν ψυχὴ αὐτὴ πάντοτε γεννιέται μὲ τὴ θέλησή Του ὁ Χριστὸς μυστικά, καὶ σαρκώνεται διὰ μέσου τῶν σωζόμενων, κάνοντας μητέρα παρθένο τὴν ψυχὴ ποὺ τὸν γεννᾶ· ἡ ὁποία δὲν ἔχει, γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, τὰ γνωρίσματα τῆς φύσεως ποὺ ὑπόκειται σὲ φθορὰ καὶ γένεση, σὰν «ἄνδρα καὶ γυναίκα».
Ἂς μὴν παραξενεύεται κανεὶς ἀκούοντας νὰ ἀναφέρω τὴ φθορὰ πρὶν ἀπὸ τὴ γένεση· γιατί ἂν παρατηρήσει ἀπαθῶς καὶ μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο τὴ φύση ὅσων γίνονται καὶ ἀφανίζονται, θὰ διαπιστώσει καθαρὰ ὅτι ἡ γένεση ἀρχίζει ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ καταλήγει στὴ φθορά. Τὰ πάθη ποὺ χαρακτηρίζουν αὐτὴ τὴ φύση, ὅπως εἶπα, δὲν τὰ ἔχει ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὁ βίος καὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ κι αὐτοῦ ποὺ ὁμοιώθηκε μὲ τὸν Χριστό, ἂν βέβαια ἀληθεύει ἐκεῖνος ποὺ λέει: «Στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἄντρας καὶ γυναίκα», δηλαδὴ τὰ σημάδια καὶ τὰ πάθη τῆς φύσεως ποὺ ὑπόκειται σὲ γένεση καὶ φθορά, παρὰ μονάχα θεοειδῆς λόγος διαποτισμένος ἀπὸ τὴ θεία γνώση, καὶ μοναδικὴ κίνηση τῆς γνώμης ποὺ ἐκλέγει μόνο τὴν ἀρετή.
Ἐπίσης δὲν ὑπάρχει οὔτε «Ἕλληνας καὶ Ἰουδαῖος», μὲ τοὺς ὁποίους δηλώνονται οἱ διαφορετικοί, ἤ πιὸ σωστά, οἱ ἀντίθετοι λόγοι περὶ Θεοῦ. Γιατί ὁ πρῶτος εἰσηγεῖται ἐκτεταμένη πολυαρχία καὶ χωρίζει τὴν μία ἀρχὴ σὲ ἀντιτιθέμενες ἐνέργειες καὶ δυνάμεις, πλάθοντας μιὰ πολυθεϊκὴ λατρεία, ἀντιφατικὴ λόγω τοῦ πλήθους τῶν προσκυνουμένων θεῶν καὶ γελοία λόγω τῶν διαφόρων τρόπων προσκυνήσεως· ἐνῶ ὁ δεύτερος εἰσάγει βέβαια μία ἀρχή, ἀλλὰ περιορισμένη καὶ ἀτελῆ καὶ σχεδὸν ἀνυπόστατη, ἀφοῦ δὲν ἔχει λόγο καὶ ζωή, καὶ ἔτσι πέφτει κι αὐτὸς στὸ ἴδιο κακὸ μὲ τὸν προηγούμενο, δηλαδὴ στὴν ἀθεΐα. Γιατί περιορίζει σὲ ἕνα πρόσωπο τὴν μία Ἀρχή, ποὺ ἡ ὕπαρξή της στερεῖται λόγου καὶ πνεύματος, ἢ τὰ ἔχει μόνο ὡς ἰδιότητες. Καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται τοῦτο· ποιὸς Θεὸς εἶναι ἄμοιρος ἀπʼ αὐτά; Ἢ πῶς εἶναι Θεός, ὅταν τὰ ἔχει κατὰ μέθεξη ὡς γνωρίσματα, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὰ λογικὰ δημιουργήματα; Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο λόγους, ὅπως εἶπα, κανένας δὲν ὑπάρχει στὸν Χριστό· ὑπάρχει μόνο ὁ λόγος τῆς ἀληθινῆς θεοσέβειας καὶ ὁ σταθερὸς θεσμὸς τῆς μυστικῆς θεολογίας, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ διαστολὴ τῆς θεότητας ποὺ εἰσάγει ὁ πρῶτος ἀποδιώχνει, καὶ τὴ συστολὴ τῆς θεότητας τοῦ δευτέρου δὲν παραδέχεται. Ἔτσι τὸ θεῖον δὲν θὰ θεωρεῖται ἀντιφατικό, λόγω τοῦ φυσικοῦ πλήθους —ποὺ εἶναι δοξασία ἑλληνική—, οὔτε παθητὸ λόγο τῆς ἑνικῆς ὑποστάσεως —ποὺ εἶναι ἄποψη ἰουδαϊκή— καθὼς θὰ νομίζεται στερημένο ἀπὸ λόγο καὶ πνεῦμα, ἢ ὅτι τὰ ἔχει αὐτὰ μόνο ὡς ἰδιότητες, χωρὶς νὰ εἶναι Νοῦς καὶ Λόγος καὶ Πνεῦμα. Καὶ διδάσκει ἐμᾶς ποὺ μὲ τὴν κλήση τῆς χάρης ἔχουμε υἱοθετηθεῖ λόγω τῆς πίστεως γιὰ νὰ λάβουμε ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, νὰ γνωρίζουμε μιὰ φύση καὶ μία δύναμη τῆς θεότητας. Δηλαδὴ ἕνα Θεὸ σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς Νοῦ ποὺ εἶναι μόνος ἀναίτιος καὶ ὑπάρχει οὐσιωδῶς, γεννήτορα τοῦ μόνου ἄναρχου Λόγου ποὺ ὑπάρχει οὐσιωδῶς καὶ πηγὴ τῆς μόνης αἰώνιας ζωῆς ποὺ ὑπάρχει οὐσιωδῶς, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· Τριάδα σὲ Μονάδα καὶ Μονάδα σὲ Τριάδα. Ἡ θεότητα δὲν εἶναι σὰν κάτι μέσα σὲ ἄλλο· γιατί ἡ Τριάδα δὲν εἶναι γιὰ τὴ Μονάδα σὰν γνώρισμα σὲ οὐσία, ἢ ἀντίστροφα, ἡ Μονάδα γιὰ τὴν Τριάδα, ἐπειδὴ ἡ θεότητα εἶναι χωρὶς ἰδιότητες. Οὔτε εἶναι κάτι καὶ κάτι ἄλλο· γιατί ἡ Μονάδα δὲ διαφέρει ἀπὸ τὴν Τριάδα ἀπὸ ἑτερότητα φύσεως, ἀφοῦ εἶναι μία καὶ ἁπλὴ φύση. Οὔτε εἶναι κάτι καὶ κάτι παραπλήσιο· γιατί ἡ Τριάδα δὲν διακρίνεται ἀπὸ τὴ Μονάδα λόγω μειωμένης δυνάμεως, ἢ ἡ Μονάδα ἀπὸ τὴν Τριάδα, μήτε παραλλάζει ἡ Μονάδα ἀπὸ τὴν Τριάδα, ὡς κοινὸ καὶ γενικὸ γνώρισμα ποὺ θεωρητικὰ μόνο διακρίνεται ἀπὸ τὰ ἐπιμέρους, ἀφοῦ εἶναι οὐσία ἀπολύτως αὐθύπαρκτη καὶ δύναμη ὄντως αὐτοδύναμη. Οὔτε πάλι ἡ θεότητα εἶναι κάτι ποὺ προῆλθε ἀπὸ κάτι ἄλλο· γιατί ἡ Τριάδα δὲν προῆλθε ἀπὸ αὔξηση τῆς Μονάδας, ἀφοῦ εἶναι ἀγέννητη καὶ αὐτοφανέρωτη. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἀληθινὰ καὶ Μονάδα καὶ Τριάδα, καὶ λεγόμενη καὶ νοούμενη· Μονάδα κατὰ τὸν λόγο τῆς οὐσίας, Τριάδα κατὰ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Ἡ ἴδια εἶναι ὅλη Μονάδα ποὺ δὲ μερίζεται ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις, καὶ ἡ ἴδια εἶναι ὅλη Τριάδα ποὺ δὲ συγχέεται στὴ Μονάδα, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν εἰσάγεται οὔτε ἡ πολυθεΐα μὲ τὸ μερισμό, οὔτε ἡ ἀθεΐα μὲ τὴ σύγχυση. Στὴν ἀποφυγὴ αὐτῶν ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο του κατὰ Χριστὸν λόγου.
Λόγο Χριστοῦ ἐννοῶ τὸ καινούργιο κήρυγμα τῆς ἀλήθειας, στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει «ἄντρας καὶ γυναίκα», δηλαδὴ τὰ σημεῖα καὶ τὰ πάθη τῆς φύσεως ποὺ ὑπόκειται σὲ φθορὰ καὶ γένεση· οὔτε «Ἕλληνας καὶ Ἰουδαῖος», δηλαδὴ οἱ ἀντίθετοι λόγοι σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα· οὔτε «περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία», δηλαδὴ οἱ ἀνάλογες μ’ αὐτοὺς λατρεῖες. Ἀπὸ αὐτὲς ἡ πρώτη, μένοντας στὰ σύμβολα τοῦ Νόμου, θεωρεῖ κακὴ τὴν ὁρατὴ κτίση καὶ διαβάλλει τὸν Κτίστη ὡς δημιουργὸ κακῶν ἐνῶ ἡ ἄλλη, μένοντας στὰ πάθη, θεοποιεῖ τὴν κτίση καὶ ἐξεγείρει τὸ πλάσμα ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ. Ἔτσι καὶ οἱ δύο καταλήγουν στὸ ἴδιο κακό, στὴν ὕβρη τοῦ θείου. Ἐπίσης δὲν ὑπάρχει οὔτε «βάρβαρος καὶ Σκύθης», δηλαδὴ ἡ διάσταση κατὰ τὴ γνώμη τῆς κοινῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ σὲ συγκρούσεις μεταξύ τους, ἀπὸ τὴν ὁποία μπῆκε παρὰ φύση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὁ φθοροποιὸς νόμος τῆς ἀλληλοκτονίας. Οὔτε ὑπάρχει «δοῦλος ἢ ἐλεύθερος», δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει διαίρεση τῆς κοινῆς φύσεως ἀντίθετα μὲ τὴ γνώμη της, ἡ ὁποία εἶναι αἰτία νὰ ἀτιμάζει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, παρʼ ὅλο ποὺ εἶναι ὁμότιμοι κατὰ φύση, παίρνοντας ὡς ἐπίκουρο νόμο τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ ἐξουσιάζουν τυραννικὰ καὶ προσβάλλουν τὴ θεία εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ στὰ πάντα εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μέσω τοῦ Πνεύματος, μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φύση καὶ τὸ νόμο, μορφώνει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄναρχη βασιλεία.
Τὴ βασιλεία αὐτὴ ἐκ φύσεως χαρακτηρίζει, ὅπως ἀποδείχτηκε, ἡ πραότητα καὶ ἡ ταπείνωση τῆς καρδιᾶς. Αὐτὰ τὰ δύο ὅταν συνυπάρχουν, φανερώνουν τέλειο τὸν ἄνθρωπο ποὺ κτίζεται κατὰ Χριστόν. Γιατί κάθε ταπεινὸς εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ πράος· καὶ κάθε πράος εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ ταπεινός. Εἶναι ταπεινὸς γιατί γνωρίζει ὅτι ἔχει λάβει τὴν ὕπαρξή του δανεική, καὶ πράος γιατί ἔχει ἀντιληφθεῖ τὴν ὀρθὴ χρήση τῶν φυσικῶν δυνάμεων ποὺ τοῦ δόθηκαν ἔτσι τὶς θέτει στὴν ὑπηρεσία τοῦ λόγου πρὸς γένεση τῆς ἀρετῆς, ἐνῶ ἀπομακρύνει τελείως τὴν ἐνέργειά τους ἀπὸ τὴν αἴσθηση. Καὶ γιʼ αὐτὸ εἶναι κατὰ τὸ νοῦ πάντοτε ἀεικίνητος πρὸς τὸν Θεό, ἐνῶ κατὰ τὴν αἴσθηση δὲν λαμβάνει καθόλου πείρα ἀπʼ ὀ,τιδήποτε εἶναι λυπηρὸ γιὰ τὸ σῶμα, οὔτε ἐντυπώνει στὴν ψυχὴ τοῦ ἴχνος λύπης, ὥστε νʼ ἀλλοιωθεῖ ἡ χαροποιὸς διάθεσή της. Γιατί δὲ θεωρεῖ ὅτι τὸ ὀδυνηρὸ στὴν αἴσθηση εἶναι στέρηση τῆς ἡδονῆς, ἀφοῦ μία μόνο ἡδονὴ ξέρει, τὴ συμβίωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸ λόγο, ἡ στέρηση τῆς ὁποίας εἶναι κόλαση ἀτελείωτη καὶ περιλαμβάνει φυσικῶς ὅλους τούς αἰῶνες. Καὶ γιʼ αὐτό, ἀφήνοντας καὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλα τὰ τοῦ σώματος, προχωρεῖ μὲ δύναμη πρὸς τὴ θεία συμβίωση, καὶ μία θεωρεῖ ζημία, ἔστω κι ἂν κυριαρχεῖ σʼ ὅλη τὴ γῆ: τὴν ἀποτυχία τῆς κατὰ χάρη θεώσεως ποὺ ἐλπίζουμε.
Ἂς ἀγνίσουμε λοιπὸν τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ κάθε σαρκικὸ καὶ πνευματικὸ μολυσμό, γιὰ νὰ ἁγιάσουμε τὸ θεῖο ὄνομα ἀφοῦ σβήσουμε τὴ φωτιὰ τῆς ἐπιθυμίας ποὺ διεγείρεται ἄπρεπα ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ μὲ τὸ λογικὸ ἂς [δέσουμε γερὰ] τὸ θυμὸ ποὺ μανιάζει ἄτακτα γιὰ χάρη τῶν ἡδονῶν. Ἔτσι θὰ ὑποδεχτοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, ἡ ὁποία ἔρχεται μὲ τὴν πραότητα, καὶ θὰ συνδέσουμε τὸν ἑπόμενο λόγο τῆς προσευχῆς στὰ προηγούμενα, λέγοντας:
«Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Ἐκεῖνος ποὺ λατρεύει μυστικὰ τὸν Θεὸ μὲ μόνη τὴ λογικὴ δύναμη, χωρισμένη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία καὶ τὸ θυμό, αὐτὸς ἐκπλήρωσε στὴ γῆ —ὅπως οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ— τὸ θεῖο θέλημα καὶ ἔγινε σὲ ὅλα μέτοχος τῆς λατρείας καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς τῶν ἀγγέλων, ὅπως λέει κάπου ὁ μέγας Ἀπόστολος: «Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε πολίτες τοῦ οὐρανοῦ». Στὸν οὐρανὸ δὲν ὑπάρχει ἐπιθυμία ποὺ νὰ παραλύει μὲ τὴν ἡδονὴ τὶς νοερὲς δυνάμεις, οὔτε θυμὸς ποὺ νὰ λυσσάει γαυγίζοντας μʼ εὐχαρίστηση κατὰ τοῦ πλησίον ἀλλὰ ὑπάρχει τελείως μόνος ὁ λόγος, ποὺ κατευθύνει φυσικῶς πρὸς τὸν πρῶτο Λόγο τοὺς λογικούς, καὶ στὸν ὁποῖο μόνο χαίρεται ὁ Θεός, καὶ τὸν ὁποῖο μόνο ζητεῖ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς δούλους Του. Αὐτὸ φανερώνει ὁ Θεός, λέγοντας πρὸς τὸν μέγα Δαβίδ: «Τί ὑπάρχει γιὰ μένα στὸν οὐρανό, καὶ ἀπὸ σένα τί θέλω ἄλλο πάνω στὴ γῆ;» Τίποτε βέβαια δὲν ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ ποὺ νὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους στὸν Θεό, πλὴν τῆς λογικῆς λατρείας· τὴν ὁποία ἐπιζητεῖ κι ἀπὸ μᾶς ὁ Θεὸς καὶ γιʼ αὐτὸ μᾶς δίδαξε νὰ λέμε ὅταν προσευχόμαστε: «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς».
Ἂς κινηθεῖ λοιπὸν τὸ λογικό μας πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ ἐπιθυμητικὴ μας δύναμη πρὸς τὸν πόθο Του, κι ἂς ἀγωνίζεται τὸ θυμικό μας γιὰ νὰ τὸν κρατήσει. Ἢ καλύτερα, ὁ νοῦς ἂς τεντώνεται ὅλος πρὸς τὸν Θεό, παίρνοντας κατὰ κάποιο τρόπο τὸν τόνο καὶ τὸ νεῦρο του ἀπὸ τὸ θυμικὸ καὶ φλογιζόμενος μὲ τὸν πόθο τῆς ἀκρότατης ἐπιθυμίας. Γιατί ὅταν μιμούμαστε ἔτσι τοὺς ἐπουράνιους ἀγγέλους, θὰ βρεθοῦμε νὰ λατρεύουμε παντοτινὰ τὸν Θεό, παρουσιάζοντας πάνω στὴ γῆ τὴν ἴδια πολιτεία μὲ τοὺς ἀγγέλους, καθὼς ὁ νοῦς μας —ὅμοια μὲ τὸ δικὸ τους— δὲν θὰ κινεῖται καθόλου πρὸς κανένα δημιούργημα.
Ὅταν πολιτευόμαστε ἔτσι σύμφωνα μὲ τὴν προσευχή, θὰ δεχτοῦμε σὰν ἄρτο ἐπιούσιο καὶ ζωοποιὸ γιὰ διατροφὴ τῶν ψυχῶν μας καὶ διατήρηση τῆς εὐεξίας τῶν ἀγαθῶν ποὺ μᾶς δωρήθηκαν, τὸν Λόγο ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ δίνει ζωὴ στὸν κόσμο». Αὐτὸς γίνεται τὰ πάντα γιὰ μᾶς ποὺ τρεφόμαστε ἀπὸ Αὐτὸν μέσω τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα καθενός, καὶ σωματώνεται μὲ ποικίλους τρόπους διὰ μέσου καθενὸς ἀπὸ τοὺς σωζομένους, μὲ τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος γνωρίζει. Αὐτὰ ὅλα θὰ τὰ δεχτοῦμε, ἐνῶ ἀκόμη εἴμαστε στὸν παρόντα κόσμο, σύμφωνα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ρητοῦ τῆς προσευχῆς ποὺ λέει: «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον».
Μὲ τὸ «σήμερον» νομίζω ὅτι ἐννοεῖ τὴν παροῦσα ζωή, ὅπως θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐννοήσει σαφέστερα τὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς προσευχῆς καὶ νὰ πεῖ: «τὸν ἄρτο μας, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἑτοίμασες γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς φύσεως, δῶσε μας σήμερα, ποὺ βρισκόμαστε στὴν παροῦσα ζωὴ τῆς θνητότητας, γιὰ νὰ νικήσει τὸν θάνατο τῆς ἁμαρτίας ἡ τροφὴ τοῦ ἄρτου τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐπιγνώσεως», στὴν ὁποία δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἄνθρωπο νὰ συμμετάσχει ἡ παράβαση τῆς θεϊκῆς ἐντολῆς. Γιατί ἂν εἶχε χορτάσει μὲ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ τροφή, δὲν θὰ κυριευόταν ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας. (Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ παρακαλεῖ νὰ λάβει αὐτὸν τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, δὲν δέχεται ὁπωσδήποτε ὅλο τὸν ἄρτο ὅπως εἶναι, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητά του. Γιατί ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, ὡς φιλάνθρωπος, δίνει σʼ ὅλους ὅσους ζητοῦν, ὄχι ὅμως σʼ ὅλους τὸ ἴδιο, ἀλλὰ σʼ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κάνει μεγάλα ἔργα, περισσότερο, ἐνῶ στοὺς κατώτερους ἀπʼ αὐτούς, λιγότερο. Στὸν καθένα λοιπὸν ὅσο μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ἡ κατάσταση τοῦ νοῦ του.) Σʼ αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ μὲ ὁδήγησε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας, ὁ ὁποῖος διατάζει ρητῶς τοὺς μαθητές Του νὰ μὴ φροντίζουν διόλου γιὰ αἰσθητὴ τροφή, λέγοντας: «μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε, οὔτε γιὰ τὸ σῶμα σας, τί θὰ ντυθεῖτε. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιζητοῦν τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου. Νὰ ζητᾶτε πρῶτα ἀπʼ ὅλα τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, κι ὅλα αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσουν».
Πῶς λοιπὸν διδάσκει νὰ προσευχόμαστε γιὰ ὅσα μᾶς ἔδωσε πρὶν ἐντολὴ νὰ μὴ ζητᾶμε; Γιατί εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν θὰ πρόσταζε νὰ αἰτοῦμε μὲ προσευχὴ ὅσα συμβούλεψε νὰ μὴ ζητᾶμε μὲ τὴν ἐντολή, ἀφοῦ μὲ τὴν προσευχὴ μας πρέπει νὰ αἰτοῦμε μόνο ὅ,τι ἁρμόζει νὰ ζητᾶμε σύμφωνα μὲ κάποια ἐντολή. Ἑπομένως δὲν εἶναι θεμιτὸ νὰ αἰτοῦμε μὲ προσευχὴ ἐκεῖνο ποὺ δὲ μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὴν ἐντολή. Ἀφοῦ ὁ Σωτήρας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ζητᾶμε μόνο τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαιοσύνη Του, εὔλογα παρακινεῖ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν τὰ θεῖα δῶρα, νὰ τὴ ζητοῦν καὶ μὲ τὴν προσευχή. Ἔτσι, ἐπικυρώνοντας τὴ χάρη ὅσων ἐκ φύσεως ἁρμόζει νὰ ζητοῦνται μὲ τὴν προσευχή, ἑνώνει τὴν προαίρεση ἐκείνων ποὺ ζητοῦν μὲ τὸ θέλημα Αὐτοῦ ποὺ παρέχει τὴ χάρη, καὶ τὴν κάνει ἕνα μʼ αὐτό. Ἂν τώρα καὶ τὸν καθημερινὸ ἄρτο, μὲ τὸν ὁποῖο συγκρατεῖται φυσικῶς ἡ παροῦσα ζωή, ἔχουμε ἐντολὴ νὰ ζητᾶμε μὲ τὴν προσευχή, ἂς μὴν ξεπεράσουμε τὰ ὅρια τῆς προσευχῆς φροντίζοντας μὲ πλεονεξία γιὰ πολλὰ χρόνια, καὶ ξεχάσουμε ὅτι εἴμαστε θνητοὶ καὶ ὅτι ἡ ζωὴ μας φεύγει σὰν σκιά. Ἀλλὰ ἂς ζητήσουμε χωρὶς μέριμνα μὲ τὴν προσευχὴ τὸν καθημερινὸ ἄρτο καὶ ἂς ἀποδείξουμε ὅτι, φιλοσοφώντας κατὰ Χριστόν, κάνουμε τὸ βίο μᾶς μελέτη θανάτου καὶ προφθάνουμε τὴ φύση μὲ τὴ γνώμη μας, ἀποχωρίζοντας τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ μέριμνα τῶν σωματικῶν πρὶν ἀκόμη ἔρθει ὁ θάνατος. Ἔτσι ἡ ψυχὴ δὲ θὰ προσηλωθεῖ στὰ φθαρτά, μεταφέροντας πρὸς τὴν ὕλη τὴ χρήση τῆς κατὰ φύση ἐπιθυμίας, καὶ δὲν θὰ μάθει τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία στερεῖ ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν θείων ἀγαθῶν.
Ἂς ἀποφύγουμε λοιπὸν μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη τὴν ἀγάπη τῆς ὕλης, καὶ ἂς πλύνουμε τὴ σχέση μὲ αὐτὴ σὰν σκόνη ἀπὸ τὰ νοερὰ μάτια· καὶ ἂς ἀρκεσθοῦμε μόνο σʼ ἐκεῖνα ποὺ συντηροῦν τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ὄχι σʼ ἐκεῖνα ποὺ τὴν εὐχαριστοῦν. Καὶ γιʼ αὐτὰ ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ ὅπως διδαχτήκαμε, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ φυλάξουμε ἀδούλωτη τὴν ψυχή μας, ὥστε νὰ μὴν αἰχμαλωτιστεῖ ἀπὸ κανένα ἀπὸ ὅσα εἶναι ἀγαπητὰ γιὰ χάρη τοῦ σώματος, καὶ νὰ δείξουμε ὅτι τρῶμε γιὰ νὰ ζοῦμε καὶ ὄχι ὅτι ζοῦμε γιὰ νὰ τρῶμε. Γιατί τὸ ἕνα εἶναι γνώρισμα λογικῆς, ἐνῶ τὸ ἄλλο ἄλογης φύσεως. Ἂς φυλάγουμε μὲ ἀκρίβεια τὴν προσευχὴ καὶ ἂς φαινόμαστε πάνω στὰ πράγματα ὅτι τὸ μόνο ποὺ ἐπιδιώκουμε μʼ ὅλη μας τὴ δύναμη εἶναι ἡ πνευματικὴ ζωή, καὶ γιὰ νʼ ἀποκτήσουμε αὐτὴν χρησιμοποιοῦμε τὴν παροῦσα ζωή· ποὺ γιὰ χάρη τῆς πνευματικῆς τὴ χρησιμοποιοῦμε τόσο, ὅσο νὰ τὴ στηρίζομε μὲ ἄρτο μονάχα καὶ νὰ φυλάγουμε ἀδιάφθορη τὴ φυσικὴ εὐεξία της, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς· ὄχι γιὰ νὰ ζοῦμε ἁπλῶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζοῦμε κοντὰ στὸν Θεό. Καὶ νὰ κάνουμε τὸ σῶμα ἄγγελο τῆς ψυχῆς, λογικοποιημένο μὲ τὶς ἀρετές, τὴ δὲ ψυχὴ νὰ κάνομε κήρυκα τοῦ Θεοῦ, στερεωμένη μόνιμα στὸ ἀγαθό. Τὸν ἄρτο τὸν φυσικὸ νὰ τὸν ζητοῦμε γιὰ μιὰ μόνο ἡμέρα, χωρὶς νὰ τολμοῦμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴ δέηση γιὰ δεύτερη ἡμέρα, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν προσευχή. Τέτοια διάθεση λοιπὸν ἂν μπορέσουμε νὰ ἔχουμε πραγματικά, σύμφωνα μὲ τὴν ἔννοια τῆς προσευχῆς, θὰ μπορέσουμε νὰ προχωρήσουμε καὶ παρακάτω, λέγοντας: «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη ἑρμηνεία τοῦ προηγουμένου ρητοῦ τῆς προσευχῆς, εἴπαμε ὅτι τὸ «σήμερον» εἶναι σύμβολο αὐτοῦ τοῦ αἰώνα. Ὅποιος σʼ αὐτὸν τὸν αἰώνα ζητεῖ μὲ τὴν προσευχὴ τὸν ἄφθαρτο ἄρτο τῆς σοφίας, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μᾶς χώρισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σὰν τεῖχος ἡ παράβαση τῶν πρωτοπλάστων, μία ἡδονὴ γνωρίζει, τὴν ἀπόκτηση τῶν θείων, τὰ ὁποῖα δίνει κατὰ φύση ὁ Θεὸς καὶ τὰ φυλάγει ἡ προαίρεση, κατὰ τὴ θέληση αὐτοῦ ποὺ τὰ ἔλαβε· καὶ μία ὀδύνη γνωρίζει, τὴν ἀποτυχία τῶν θείων, τὴν ὁποία ὑποβάλλει ὁ διάβολος καὶ τὴν πραγματώνει κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ἀπὸ ἀτονία τῆς προαιρέσεώς του παραιτεῖται ἀπὸ τὰ θεῖα καὶ δὲ φυλάγει μὲ τὴ διάθεση τῆς γνώμης του τὸ πολύτιμο δῶρο. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἡ προαίρεσή του δὲν κλίνει καθόλου πρὸς κανένα ἀπὸ τὰ ὁρατὰ καὶ ποὺ γιʼ αὐτὸ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπʼ ὅσα λυπηρά τοῦ συμβαίνουν σωματικῶς, αὐτὸς ἀληθινὰ συγχωρεῖ ὅσους τοῦ φταῖνε. Γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ τοῦ πάρει τὸ καλὸ ποὺ ἐπιδιώκει καὶ ἐπιθυμεῖ, ἀφοῦ, ὅπως πιστεύουμε, αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀκυρίευτο. Καὶ κάνει τὸν ἑαυτὸ του παράδειγμα ἀρετῆς στὸν Θεὸ —ἂν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ ποῦμε αὐτό—, γιατί καλεῖ τὸν ἀμίμητο Θεὸ νὰ τὸν μιμηθεῖ, λέγοντας: «Χάρισέ μας τὰ χρέη τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅπως κι ἐμεῖς τὰ χαρίζουμε στοὺς δικούς μας ὀφειλέτες»· καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ γίνει ἀπέναντί του τέτοιος, ὅπως ἔγινε καὶ αὐτὸς ἀπέναντι στὸν πλησίον. Γιατί ἀφοῦ θέλει νὰ τὸν συγχωρήσει ὁ Θεός, ὅπως καὶ αὐτὸς συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες ἐκείνων ποὺ τοῦ ἔφταιξαν, εἶναι φανερὸ ὅτι, ὅπως ὁ Θεὸς συγχωρεῖ ἀπαθῶς ὅσους συγχωρεῖ, ἔτσι κι αὐτὸς μένοντας ἀπαθὴς σʼ ὅ,τι λυπηρό τοῦ συμβαίνει, συγχωρεῖ ὅσους τοῦ ἔφταιξαν χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει νʼ ἀποτυπώνεται στὸ νοῦ του ἡ θύμηση κάποιου ἀπὸ τὰ λυπηρὰ ποὺ τοῦ ἔκαναν. Ἀλλιῶς ἐλέγχεται ὅτι χωρίζει τὴ φύση συνειδητά, ὅταν ἐνῶ εἶναι ἄνθρωπος, βρίσκεται σὲ διάσταση μὲ κάποιο ἄνθρωπο.
Ἔτσι, ὅταν ἑνωθεῖ ἡ γνώμη μὲ τὸ λόγο τῆς φύσεως, γίνεται φυσικῶς ἡ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση· γιατί διαφορετικὰ δὲν εἶναι δυνατόν, ὅταν ἡ φύση βρίσκεται κατὰ τὴ γνώμη σὲ διάσταση πρὸς τὸν ἑαυτό της, νὰ δεχτεῖ τὴ θεία καὶ ἀνέκφραστη συγκατάβαση. Κι ἴσως γιʼ αὐτὸ ὁ Θεὸς θέλει νὰ συμφιλιωνόμαστε ἐμεῖς προηγουμένως μεταξύ μας, ὄχι γιὰ νὰ μάθει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ συμφιλιώνεται μὲ ὅσους ἁμαρτάνουν καὶ νὰ παραγράφει τὴν ἐξόφληση ἐκ μέρους μας τῶν πολλῶν καὶ φοβερῶν ἐγκλημάτων μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ δείξει ὅτι συμβαδίζει μὲ τὴ χάρη ἡ διάθεση ἐκείνων ποὺ συγχωροῦνται ἀπὸ Αὐτόν. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὅταν ἡ γνώμη ἑνωθεῖ μὲ τὸ λόγο τῆς φύσεως, θὰ πάψει νὰ στασιάζει πρὸς τὸν Θεὸ ἡ προαίρεση ἐκείνων ποὺ τὸ κατόρθωσαν αὐτό. Ἐπειδὴ εἶναι φυσικὸ νὰ μὴν παρατηρεῖται τίποτε τὸ παράλογο στὸ λόγο τῆς φύσεως —ὁ ὁποῖος εἶναι νόμος καὶ φυσικὸς καὶ θεῖος— ὅταν ἡ γνώμη κινεῖται σύμφωνα μʼ αὐτόν. Κι ἂν δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ παράλογο στὸ λόγο τῆς φύσεως, εἶναι εὔλογο, ἡ γνώμη ποὺ κινεῖται σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς φύσεως, νὰ ἔχει σὲ ὅλα σύμφωνη μὲ τὸ Θεὸ τὴν ἐνέργειά της, τὴν ἔμπρακτη δηλαδὴ διάθεση ποὺ ἔχει λάβει τὴν ποιότητα τῆς χάρης τοῦ φύσει καλοῦ, γιὰ τὴ γένεση τῆς ἀρετῆς.
Ἔτσι λοιπόν, αὐτὴ τὴ διάθεση ἔχει ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται ζητώντας τὸν ἄρτο τῆς γνώσεως, κοντὰ στὸν ὁποῖο καὶ ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ μὲ τὴν προσευχὴ τὸν ἄρτο τῆς ἡμέρας ἐξαιτίας τῆς ἀνάγκης τῆς φύσεως, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ διατεθεῖ, συγχωρώντας τὰ πταίσματα σʼ ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔφταιξαν, γιατί γνωρίζει ὅτι εἶναι θνητός· καὶ περιμένοντας κάθε μέρα τὴν ἄγνωστη ὥρα τοῦ φυσικοῦ τέλους, προλαβαίνει μὲ τὴ γνώμη τὴ φύση καὶ γίνεται αὐτοπροαίρετα νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο, σύμφωνα μὲ τὸ ρητὸ ποὺ λέει: «Γιὰ Σένα θανατωνόμαστε ὅλη τὴν ἡμέρα· μᾶς θεωροῦν σὰν πρόβατα προορισμένα γιὰ σφαγή». Καὶ γιʼ αὐτὸ κάνει εἰρήνη μʼ ὅλους, γιὰ νὰ μὴν μεταφέρει μαζί του κανένα γνώρισμα τῆς μοχθηρίας αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅταν πάει στὴν αἰώνια ζωή, καὶ πάρει ἀπὸ τὸν Κριτὴ τῶν ὅλων ἴση ἀνταπόδοση γιὰ ὅσα ἐδῶ ἔκανε. Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαία καὶ στοὺς δύο γιὰ τὸ συμφέρον τους ἡ καθαρὴ διάθεση ἔναντι ἐκείνων ποὺ τοὺς λύπησαν, γιὰ κάθε λόγο καὶ προπάντων γιὰ τὸ περιεχόμενο τῶν ὑπολοίπων λόγων τῆς προσευχῆς, οἱ ὁποῖοι εἶναι: «καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».
Αὐτὰ τὰ λόγια σημαίνουν ὅτι ἐκεῖνος ποὺ δὲν συγχώρησε τελείως ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔφταιξαν καὶ δὲν παρουσίασε τὴν καρδιά του στὸν Θεὸ καθαρὴ ἀπὸ λύπη καὶ λαμπερὴ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς συμφιλιώσεως μὲ τὸν πλησίον, δὲν θὰ ἐπιτύχει νὰ λάβει τὰ καλὰ ποὺ ζήτησε μὲ τὴν προσευχή του, καὶ θὰ παραδοθεῖ μὲ δίκαιη κρίση στὸν πειρασμὸ καὶ στὸν πονηρό, γιὰ νὰ μάθει νὰ καθαρίζεται, ὅταν ἁμαρτάνει, μὲ τὸ νὰ ἀφαιρεῖ τὶς μομφὲς ποὺ ἔχει ἐναντίον τῶν ἄλλων. Πειρασμὸ ἐδῶ ἐννοεῖ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας, τὸν ὁποῖο δὲν εἶχε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὅταν δημιουργήθηκε. Πονηρὸ ἐννοεῖ τὸν διάβολο ποὺ εἰσήγαγε τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας στὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἔπεισε μὲ ἀπάτη τὸν ἄνθρωπο νὰ μεταφέρει τὴν ἐπιθυμία του ἀπὸ τὸ ἐπιτρεπόμενο στὸ ἀπαγορευμένο καὶ νὰ τραπεῖ στὴν παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς, ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἀποβολὴ τῆς κατὰ χάρη ἀφθαρσίας ποὺ τοῦ εἶχε δοθεῖ. Ἡ ἀλλιῶς, πειρασμὸ λέει τὴ θεληματικὴ κλίση τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ πάθη τῆς σάρκας, καὶ πονηρὸ τὸν τρόπο ποὺ μεταχειρίζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐμπαθῆ του κλίση.
Ἀπὸ κανένα ἀπʼ αὐτοὺς (τὸν πειρασμὸ καὶ τὸν πονηρὸ) δὲν ἀπαλλάσσει ὁ δίκαιος Κριτὴς ὅποιον δὲν συγχώρεσε ἐκείνους ποὺ τοῦ ἔφταιξαν, ἀκόμη καὶ ἂν τοῦ τὸ ζητᾶ μὲ τὰ λόγια στὴν προσευχή του. Ἀλλὰ παραχωρεῖ νὰ μολύνεται ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπὸ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐγκαταλείπει τὸν σκληρὸ καὶ ἀπότομο κατὰ τὴ γνώμη νὰ κυριεύεται ἀπὸ τὸν πονηρό, ἐπειδὴ προτίμησε τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, τὰ ὁποῖα σπέρνει ὁ διάβολος, ἀπὸ τὴ φύση, τῆς ὁποίας δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ἀκόμη, δὲν ἐμποδίζει ὅποιον κάνει θεληματικὴ συγκατάθεση στὰ σαρκικὰ πάθη, οὔτε τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ἐκπληρώσεως στὴν πράξη τῆς διαθέσεώς του, γιατί νόμισε τὴ φύση κατώτερη ἀπὸ τὰ ἀνυπόστατα πάθη καὶ ἀπὸ τὸ ζῆλο του γιʼ αὐτὰ ἀγνόησε τὸ λόγο τῆς φύσεως. Σύμφωνα μʼ αὐτὸν ἔπρεπε νὰ κινηθεῖ καὶ νὰ μάθει ποιὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς φύσεως καὶ ποιὰ εἶναι ἡ τυραννία τῶν παθῶν ποὺ ἐπιβάλλεται μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς γνώμης καὶ ὄχι ἐκ φύσεως. Καὶ ἔτσι μὲ τὶς φυσικές του ἐνέργειες νὰ φυλάξει τὸ νόμο τῆς φύσεως, νὰ διώξει ὅμως μακριὰ τὴν τυραννία τῶν παθῶν, καὶ μὲ τὸ λογικὸ νὰ διαφυλάξει τὴ φύση, ὅπως εἶναι ἀφʼ ἑαυτῆς καθαρὴ καὶ ἄμεμπτη, χωρὶς μίσος καὶ χωρὶς διάσταση ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· καὶ νὰ κάνει πάλι τὴ γνώμη του νὰ συμβαδίζει μὲ τὴ φύση, χωρὶς νὰ ἔχει μαζί της τίποτε ἀπολύτως ἀπʼ ὅσα δὲν ἐπιτρέπει ὁ λόγος τῆς φύσεως. Καὶ γιʼ αὐτὸ νʼ ἀπομακρύνει κάθε μίσος καὶ κάθε διάσταση πρὸς τὸ συνάνθρωπο, ὥστε καθὼς θὰ λέει αὐτὴ τὴν προσευχή, νὰ εἰσακούεται, καὶ νὰ δέχεται διπλὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο δηλαδὴ τὴ συγχώρηση τῶν προηγουμένων ἁμαρτημάτων, ὅσο καὶ τὴν προφύλαξη καὶ τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ μελλοντικά. Καὶ γιὰ ἕνα πράγμα, τὴν πρόθυμη δηλαδὴ συγχώρηση τῶν ἄλλων, νὰ δέχεται δύο ἀνταμοιβές: νὰ μὴν παραχωρεῖται νὰ πέσει σὲ πειρασμό, καὶ νὰ μὴν ἀφήνεται νὰ ὑποδουλωθεῖ στὸν πονηρό.
Κι ἐμεῖς λοιπὸν —γιὰ νὰ ἐπαναλάβω συνοπτικὰ τὸ νόημα ὅσων εἴπα— ἂν θέλουμε νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ νὰ μὴν μποῦμε σὲ πειρασμό, ἂς πιστέψουμε στὸν Θεὸ καὶ ἂς συγχωρήσουμε ὅσους μᾶς ἔφταιξαν. «Γιατί ἂν δὲν συγχωρήσετε, λέει, στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, οὔτε τὰ δικά σας θὰ συγχωρήσει ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος». Ἔτσι ὄχι μόνο θὰ πάρουμε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ καὶ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας θὰ νικήσουμε, καὶ δὲν θὰ ἐγκαταλειφθοῦμε ὥστε νὰ τὸν δοκιμάσουμε, καὶ θὰ πατήσουμε τὸν γεννήτορα αὐτοῦ τοῦ νόμου, τὸ πονηρὸ φίδι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παρακαλοῦμε νὰ σωθοῦμε. Στρατηγὸς θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ νίκησε τὸν κόσμο, ὁ Ὁποῖος μᾶς ὁπλίζει μὲ τοὺς νόμους τῶν ἐντολῶν Του καὶ μὲ τὴν ἀποβολὴ τῶν παθῶν συνδέει νόμιμα τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὸν ἑαυτὸ της μέσω τῆς ἀγάπης· καὶ κινεῖ ἀκόρεστα τὴν ὄρεξή μας πρὸς τὸν ἑαυτό Του ποὺ εἶναι ἄρτος ζωῆς, σοφίας, γνώσεως καὶ δικαιοσύνης. Καὶ μὲ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ πατρικοῦ θελήματος μᾶς κάνει μετόχους της λατρείας τῶν ἀγγέλων, ποὺ θὰ δείχνουμε μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας, κατὰ πιστὴ μίμηση τῶν ἀγγέλων, τὴν ἐπουράνια εὐαρέστηση. Κι ἀπὸ ἐκεῖ πάλι μᾶς ἀνεβάζει στὴν ἀκρότατη κορυφὴ τῶν θείων, στὸν Πατέρα τῶν φώτων, καὶ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς θείας φύσεως μὲ τὴν κατὰ χάρη μέθεξη τοῦ Πνεύματος. Στὴν κατάσταση αὐτὴ θὰ εἴμαστε τέκνα Θεοῦ, ἔχοντας μέσα μας ὅλοι χωρὶς περιορισμό, μὲ ἄκρα καθαρότητα, ὅλο τὸν κατὰ φύση Υἱὸ τοῦ Πατέρα καὶ χορηγὸ αὐτῆς τῆς χάρης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ μέσω τοῦ Ὁποίου καὶ μέσα στὸν Ὁποῖο ἔχουμε καὶ θὰ ἔχουμε τὴν ὕπαρξη, τὴν κίνηση καὶ τὴ ζωή.
Σʼ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς θεώσεως ἂς ἀποβλέπει ὁ σκοπὸς τῆς προσευχῆς μας, γιὰ νὰ μάθουμε τί εἴμαστε καὶ τί μᾶς ἔκανε ἡ κατὰ σάρκα κένωση τοῦ Μονογενοῦς, καὶ ἀπὸ ποιὸ βάθος, ἐμᾶς ποὺ βρεθήκαμε στὸ κατώτερο ἐπίπεδο ὅπου μᾶς κατέβασε τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, σὲ ποιὸ ὕψος μᾶς ἀνέβασε μὲ τὴ δύναμη τοῦ σπλαχνικοῦ Του χεριοῦ· καὶ ἂς ἀγαπήσουμε περισσότερο Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τόση σοφία ἑτοίμασε τὴ σωτηρία μας. Ἂς δείξουμε ὅτι μὲ τὰ ἔργα μᾶς ἐκπληρώνεται ἡ προσευχή μας καὶ ἂς φανοῦμε ὅτι κηρύττουμε τὸν Θεὸ ἀληθινὸ Πατέρα μας κατὰ χάρη. Νὰ μὴ φανοῦμε ἀπὸ τὰ πράγματα ὅτι ἔχουμε πατέρα τοῦ βίου μας τὸν πονηρό, ποὺ πάντοτε προσπαθεῖ νὰ ἐξουσιάζει τυραννικὰ μὲ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, καὶ ὅτι, χωρὶς νὰ τὸ καταλὰβουμε, ἀνταλλάσσουμε τὴ ζωὴ μὲ τὸν θάνατο. Γιατί καὶ οἱ δύο ἐκ φύσεως μεταδίδουν τὰ δικά τους ἰδιώματα ὁ καθένας σʼ ἐκείνους ποὺ πηγαίνουν μὲ τὸ μέρος τους· ὁ ἕνας χορηγεῖ αἰώνια ζωὴ σʼ ὅσους τὸν ἀγαποῦν, ὁ ἄλλος προκαλεῖ τὸ θάνατο σʼ ὅσους τὸν πλησιάζουν, μὲ τοὺς ἑκούσιους πειρασμοὺς ποὺ ὑποβάλλει.
Κατὰ τὴ Γραφή, ὁ πειρασμὸς ἐκδηλώνεται μὲ δύο τρόπους. Ὁ ἕνας εἶναι ἡδονικός, ὁ ἄλλος ὀδυνηρός. Καὶ ὁ πρῶτος γίνεται μὲ τὴν προαίρεσή μας, ἐνῶ ὁ ἄλλος χωρὶς αὐτήν. Ὁ πρῶτος γεννᾶ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔχουμε διαταχθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ παρακαλοῦμε νὰ μὴν μποῦμε σʼ αὐτόν, λέγοντας: «μὴν ἀφήσεις νὰ μποῦμε σὲ πειρασμό», καί: «νὰ εἴσαστε ἄγρυπνοι καὶ νὰ προσεύχεστε νὰ μὴν μπεῖτε σὲ πειρασμό». Ὁ ἄλλος πειρασμὸς εἶναι γιὰ τιμωρία τῆς ἁμαρτίας, καὶ μὲ ἀκούσιες ἐπιφορὲς τιμωρεῖ τὴ διάθεση ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸν ἂν τὸν ὑπομείνει κανείς, καὶ μάλιστα ἂν δὲν εἶναι τρυπημένος μὲ τὰ καρφιὰ τῆς ἁμαρτίας, θὰ ἀκούσει τὸν μέγα ἀπόστολο Ἰάκωβο ποὺ διακηρύττει: «Ὅταν πέσετε, ἀδελφοί μου, σὲ ποικίλους πειρασμούς, νὰ τὸ θεωρεῖτε ὡς μεγάλη χαρά. Γιατί ἡ δοκιμασία τῆς πίστεώς σας καλλιεργεῖ τὴν ὑπομονή, καὶ ἡ ὑπομονὴ τὴ σταθερότητα. ἡ σταθερότητα ὅμως πρέπει νὰ κρατήσει ὡς τὸ τέλος».
Καὶ τῶν δύο εἰδῶν τοὺς πειρασμοὺς τοὺς ἐκμεταλλεύεται μὲ κακουργία ὁ πονηρός, δηλαδὴ καὶ τὸν ἑκούσιο καὶ τὸν ἀκούσιο. Τὸν πρῶτο τὸν σπέρνει ἐρεθίζοντας τὴν ψυχὴ μὲ τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος καὶ μηχανεύεται νὰ ἀπομακρύνει τὴν ἐπιθυμία της ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη. Γιὰ τὸν ἄλλο, ζητεῖ τὴν παραχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ σοφίσματα, θέλοντας νὰ φθείρει μὲ τὴν ὀδύνη τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νʼ ἀναγκάσει τὴν ψυχή, ποὺ θὰ καταβληθεῖ ἀπὸ ἀτονία λόγω τῶν πόνων, νὰ κινήσει τοὺς λογισμούς της σὲ διαβολὴ τοῦ Δημιουργοῦ. Ἐμεῖς ὅμως, γνωρίζοντας τὰ διανοήματα τοῦ πονηροῦ, ἂς πετάξουμε τὸν ζυγὸ τοῦ ἑκουσίου πειρασμοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀπομακρύνουμε τὴν ἐπιθυμία μας ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη, καὶ τὸν ἀκούσιο ποὺ ἔρχεται μὲ παραχώρηση Θεοῦ, ἂς τὸν ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα, γιὰ νὰ φανοῦμε ὅτι προτιμήσαμε ὄχι τὴ φύση, ἀλλὰ τὸν Κτίστη τῆς φύσεως.
Εἴθε ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ἐπικαλούμαστε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὶς τωρινὲς ἡδονικὲς προσβολὲς τοῦ πονηροῦ, καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὶς μελλοντικὲς θλίψεις, μὲ τὴ μέθεξη στὴ συγκεκριμένης μορφῆς ὑπόσταση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ποὺ μᾶς φανερώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας, τοῦ μόνου ποὺ δοξάζεται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀπ’ ὅλη τὴν κτίση. Ἀμήν.