Ὁ προφήτης Ἠλίας στὸ Ἑορτολόγιο
Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στοὺς «χοροὺς» τῶν ἁγίων πού τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία συγκαταλέγει καὶ «τοὺς πρὸ τῆς χάριτος προφήτας, πατριάρχας, δικαίους, τοὺς προκατηγγελκότας τὴν τοῦ Κυρίου παρουσίαν»1. Ἀνακεφαλαιώνει μὲ τὸν τρόπο αὐτό τὴ βιβλικὴ καὶ πάτερικὴ παράδοση πού θέλει τοὺς προφῆτες πρότυπα τῆς πίστεως, μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ κήρυκες τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας οἰκονομίας.
«Ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι»2 οἱ προφῆτες εὐαγγελίζονται τὴ χαρὰ πού ἀπορρέει ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως3 καὶ γίνονται κήρυκες τοῦ Χριστοῦ «λαλοῦντες εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»4. Ὁ προφήτης Ἠλίας, εἰδικότερα, συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν προκήρυξη καὶ ἀνάδειξη τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ Μωσὲως καὶ Ἠλία παράστασις -στὴ Μεταμόρφωση- καὶ τὸ προσλαλεῖν ἀλλήλοις αὐτούς, οἰκονομία τις ἦν εὖ μάλα καταδεικνύουσα δορυφορούμενον ὑπὸ νόμου καὶ προφητῶν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὡς καὶ νόμον καὶ προφητῶν δεσπότην προκαταδειχθέντα παρ’ αὐτῶν, δι’ ὧν ἀλλήλοις συνωδᾶ προεκήρυξαν»5.
Σὲ ἑορτολογικό ἐπίπεδο ἡ μνήμη τοῦ προφήτη Ἠλία ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸν 4ο αἰ. ἀπὸ τὴν περιηγήτρια Αἰθερία. Στὸ Ὁδοιπορικό της κάνει λόγο γιὰ τὸν ἅγιο Ἰώβ, τὸν ἅγιο Μωυσῆ, τὸν ἅγιο Μελχισεδέκ, τὸν ἅγιο Ἀβραὰμ καὶ τὸν ἅγιο προφήτη Ἠλία τὸν Θεσβὶτη6. Ἡ τιμὴ των δὲν προσδιορίζεται σὲ ἐτήσια βάση καὶ σὲ συγκεκριμένη ἡμερομηνία, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὴν εὐλαβῆ προσκύνηση καὶ τὴν μὲ ψαλμοὺς καὶ ἀντίφωνα προσευχὴ τῶν πιστῶν στοὺς τόπους, ὅπου ἔζησαν ἤ προσέφεραν θυσία ἤ καὶ ἐτάφησαν οἱ ὡς ἄνω προφῆτες καὶ ἅγιοι. Γιὰ τὸν προφήτη Ἠλία εἰδικότερα γράφει: «Βαδίζοντας γιὰ λίγο μέσα εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ διέρχεται ὁ δρόμος, πού ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσωμε γιὰ λίγο, αἴφνης εἴδαμε τὴν πόλι τοῦ ἁγίου προφήτου Ἡλιοῦ, τὴν Θὲσβην, ἐκ τῆς ὁποίας ἔλαβε καὶ τὴν προσωνυμία του Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Σήμερα ἀκόμη ὑπάρχει ἐκεῖ ἕνα σπήλαιο μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἀνεπαύετο ὁ ἅγιος, καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται καὶ ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Ἰεφθάε. Τότε, ἀφοῦ ἐδοξολογήσαμε τὸν Θεόν, κατὰ τὸ ἔθος μας, ἐξακολουθήσαμε τὴν πορεία μας»7.
Τὴν ἴδια περίοδο, ἀλλὰ καὶ μετέπειτα, ἡ τιμὴ τοῦ προφήτη Ἠλία ἀναπτύσσεται στὴν Παλαιστίνη μὲ κέντρο ἱεροὺς Ναοὺς καὶ Μονές, πού δημιουργήθηκαν ἐκεῖ. Ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστοὺς Ναοὺς τοῦ 5ου αἰ. πρὸς τιμὴν του εἶναι αὐτός πού κτίσθηκε στὸ σπίτι τῆς χήρας πού τόν φιλοξένησε8. Μεταξὺ ἐπίσης Ἱερουσαλὴμ καὶ Βηθλεέμ, κατὰ τὸν βυζαντινὸ λόγιο τοῦ 12ου αἰ. Ἰωάννη Φωκᾶ, «ὑπάρχει μονὴ τοῦ ἁγίου προφήτου Ἡλιοῦ, ὑπὸ τῶν παλαιοτάτων μὲν ἀνεγερθεῖσα ἀνδρῶν θεοφιλῶν, ἐκ δὲ τοῦ σεισμοῦ ριζόθεν καταπεσοῦσα»9. Σημαντικὴ ὤθηση στὸν ἐτήσιο ἑορτασμὸ τοῦ ἀγεννεαλόγητου Ἠλία ἔδωσε ἡ ἀπὸ παλαιὰ μηνολόγια μαρτυρούμενη «Ἑορτὴ τοῦ ὅρους Θαβὼρ»10. Πρόκειται γιὰ τὴν ἑορτή πρὸς τιμὴν τῶν προσώπων πού παραβρέθηκαν στὴ Μεταμόρφωση. Καὶ τοῦτο ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐπὶ τοῦ ὅρους Θαβὼρ ἀνέγερσης τριῶν Ναῶν. Κατὰ τὴ μαρτυρία τῶν Ὁδοιπορικῶν τοῦ 5ου αἰ. ὁ ἕνας εἶχε κτισθεῖ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Κυρίου καὶ οἱ ἄλλοι δύο ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἠλία11.
Ὁ συνεορτασμὸς πάντως τοῦ Ἠλία μὲ τὸ Μωυσῆ, ἀλλὰ καὶ ἄλλους προφῆτες, δὲν εἶναι ἄγνωστος στὴ λειτουργική μας παράδοση. Στὸ μέγα Λεξιονάριο π.χ. τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, κείμενο τοῦ 5ου αἰ., ὁ προφήτης Ἠλίας φέρεται νὰ ἑορτάζει στὶς 22 Ἰουνίου μὲ τὸν Ἐλισσαῖο καὶ στὶς 29 Σεπτεμβρίου μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή12. Στὸ Παλαιστινο-Γεωργιανὸ Καλενδάριο τοῦ 10ου αἰ. ὁ προφήτης Ἠλίας τιμᾶται στὸ Ναὸ τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ μὲ τοὺς προφῆτες Ἐλισσαῖο καὶ Ἀβδιού13. Ἑορτάζει ἐπίσης στὶς 4 Αὐγούστου, στὶς 3 Σεπτεμβρίου καὶ στὶς 29 Σεπτεμβρίου μὲ τοὺς Ἰωάννη Βαπτιστὴ καὶ Ἐλισσαῖο14.
Ἡ μνήμη τοῦ προφήτη Ἠλία τὴν 20ή Ἰουλίου εἶναι καθαρὰ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ παλαιότερη μαρτυρία σχετίζεται μὲ τὸ μικρὸ Ναὸ (προφητεῖο) πού ἱδρύθηκε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ αὐτοκράτορα Ζήνωνος (476-518) στὸ Πετρεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ προφήτη στὸ στράτευμα κατὰ τὴ διάρκεια ἐκστρατείας στὴν Περσία15. Τὸ γεγονὸς πρωτοεορτάσθηκε στὶς 20 Ἰουλίου, ἄγνωστον ποιοῦ ἔτους ἀκριβῶς, στὸ Πετρεῖον, καὶ ἔκτοτε ἕως καὶ σήμερα ἔμεινε ὡς ἡ ἡμερομηνία κατὰ τὴν ὁποίαν, «ἡ πυρφόρος ἀνάβασις ὡς εἰς οὐρανοὺς Ἡλιοῦ τοῦ ἐν προφήταις μεγίστου».
Ἡ περὶ τὸν προφήτη Ἠλία εὐλάβεια ἀναπτύχθηκε περισσότερο τὸν 9ο αἰ. ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων Βασιλείου Α’ τοῦ Μακεδόνος καὶ Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ16. Ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος συνδέει τὴν ἑορτολογική αὐτὴ ἐξέλιξη μὲ τὸ περιστατικό, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ μητέρα τοῦ Βασιλείου εἶδε κατ’ ὄναρ «ἄνδρα τινὰ γηραιόν», τὸν προφήτη Ἠλία δηλαδή, νὰ τῆς ἀναγγέλει ὅτι ὁ υἱός της θὰ ἀναλάβει σύντομα παρὰ Θεοῦ τὰ σκῆπτρα «τῆς τῶν Ρωμαίων βασιλείας»17.
Ὡς ἔκφραση εὐγνωμοσύνης Βασίλειος ὁ Α’ ὁ Μακεδὼν προέβη στὴ δημιουργία νέων Ναῶν πρὸς τιμὴν τοῦ προφήτη Ἠλία, συμβάλλοντας ἔτσι καθοριστικὰ στὴν ἑδραίωση τῆς μνήμης του τὴν 20η Ἰουλίου κατ’ ἔτος. Πρῶτα-πρῶτα τὸν πρὸ τοῦ 9ου αἰ. καὶ ἐπὶ Ζήνωνος κτισθὲντα «Ἡλιοῦ τοῦ προφήτου παρὰ τὸ Πετρεῖον ναὸν ὥσπερ λειποψυχοῦντα ἀνέρρωσε καὶ περιφανῶς ἐκτίσατο»18. Ἐν συνεχείᾳ «ἀμειβόμενος γὰρ ὥσπερ τῆς περὶ αὐτὸν εὐμένειας τὸν Δεσπότην Χριστὸν καὶ τὸν πρῶτον τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων Γαβριὴλ καὶ τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν τὸν ζηλωτήν, ὃς καὶ τὴ αὐτοῦ μητρί τῆς πρὸς βασιλείαν τοῦ υἱοῦ ἀνυψώσεως ἐχρημάτισεν ἄγγελος, εἰς ὄνομα τούτων καὶ μνήμην ἀΐδιον, ἔτι δὲ τῆς Θεοτόκου καὶ Νικολάου ἐν Ἵεράρχαις πρωτεύοντος, θεῖον καὶ περικαλλῆ ναὸν ἐδομήσατο»19.
Ἐντὸς τοῦ παλατίου ὁ Βασίλειος ἀνήγειρε περικαλλῆ καὶ περίοπτο Ναὸ «ὅν Νέαν Βασιλικὴν Ἐκκλησίαν λέγειν εἰώθαμεν, ὃς ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Μιχαὴλ τοῦ πρώτου τῶν ἀγγέλων καὶ Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου»20. Αὐτός ὁ Ναὸς ἦταν καὶ τὸ κέντρο τῶν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἠλία λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων. Ἐντὸς αὐτοῦ μάλιστα φυλασσόταν μέχρι τὸν 11ο αἰ. ἡ μηλωτή του καὶ «προέλευσις ἐγίνετο τῇ 20ῇ Ἰουλίου»21. Στὸ Τυπικὸ μάλιστα τῆς Βασιλείου Τάξεως τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου περιγράφεται ἀναλυτικὰ ἡ ὅλη τελετουργία, ἡ ὁποία ἄρχιζε τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς στὸ Ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Φάρου· «Τῆς συγκλήτου εἰσερχομένης ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπάρχεται ἡ ἀκολουθία τοῦ λυχνικοῦ, καὶ ταύτης τελουμένης, περὶ τὴν ἀπόλυσιν λέγεται ἀπολυτίκιον πρὸς τὸ “Συνταφέντες σοι” ὅπερ ἐποίησε Λέων ὁ σοφώτατος καὶ ἀγαθός βασιλεὺς»22. Ἡ ἑορτή ὁλοκληρωνόταν τὴν ἑπομένη μὲ τὶς σχετικὲς λιτανείες23 καὶ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπὸ τὸν Πατριάρχη στὴ Νέα Μεγάλη Βασιλικὴ Ἐκκλησία καὶ δὴ καὶ «εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ εὐκτηρίου τοῦ Ἁγίου Ἠλιοῦ τῆς αὐτῆς Νέας Ἐκκλησίας»24 .
Ἡ ἑορτή τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ τὴν 20ή Ἰουλίου καταγράφεται σὲ ὅλα τὰ βυζαντινὰ Μηνολόγια καὶ Συναξάρια, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸ Συναξάριο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 10ου αἰ. σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο «συνεορτάζεται δὲ καὶ ἡ μνήμη τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ ἱερέων Μωσέως, Ἀαρών καὶ Ἐλισσαίου, καὶ τελεῖται ἡ τοιαύτη σύναξις ἐν τῷ προφητείῳ, τῷ ὄντι ἐν τῷ Πετρείω, καὶ ἐν τῇ νέᾳ ἐκκλησία»25·
Τὸ ἐκτενέστερο ὑπόμνημα εἰς τὸν μὲγιστον ἐν προφήταις καὶ ἅγιον Ἠλίαν εἶναι αὐτό πού ἐξέδωσε ὁ ρῶσος ἁγιολόγος Latysef τὸ 1911-12 καὶ ἐπανεκδὸθηκε τὸ 1920. Τὸ συντομότερο συναξαριακὸ ἐγκώμιο εἶναι αὐτό πού παραθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Συναξαριστή του, μὲ κάποιο σχόλιο καὶ τὴν ὑπόμνηση ὅτι τὴν 20η Ἰουλίου τιμᾶται «ἡ εἰς οὐρανόν πυρφόρος ἀνάβασις τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου». Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ ἅγιος Νικόδημος σημειώνει γιὰ τὸν ἅγιο Ἠλία: «Οὗτος εἶναι ὁ Ἠλίας ἐκεῖνος, ὅστις ἐκατέβασε πῦρ ἀπὸ τὸν οὐρανόν τρεῖς φορᾶς· οὗτος μὲ τὴν γλῶσσαν του ἐμπόδισε τὴν βροχὴν καὶ δὲν ἔβρεξεν ὁ οὐρανός τρεῖς ἥμισυ χρόνους. Οὗτος ἀνέστησε τὸν νεκρὸν υἱὸν τῆς Σαρεφθίας χήρας· οὗτος κατέκαυσε τὰς δύο πεντηκοντάδας τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ὀχοζίας. Οὗτος εἰς τὸ ὄρος τὸ Χωρὴβ εἶδε τὸν Θεόν, καθὼς εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ἰδῆ ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἔσχισε· καὶ ἀνελήφθη μὲ ἅμαξαν πυρὶνην εἰς τὸν οὐρανόν. Οὗτος καὶ εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν παρεστάθη πλησίον τοῦ μεταμορφουμένου Χριστοῦ ὁμοῦ μὲ τὸν προφήτην Μωυσὴν»26.
Σημειώσεις
- Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ΙΕ’, PG 94, 1168C.
- Β’ Πέτρ. 1, 21.
- Γρηγοριου Νυσσησ, Λόγος εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ καί εἰς τά νήπια τά ἐν Βηθλεέμ ἀναιρεθέντα τοῦ Ήρώδου, PG 46, 1144A.
- Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τε τοῦ θείου Ναοῦ, PG 155, 795B.
- Κυρίλλου Αλεξανδρείας , ‘Ομιλία Θ’, Εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ίησοῦ Χριστοῦ, PG 77, 1012C.
- Sources Chretiennes 21, Paris 1948, σσ. 150,154,172.
- Αιθέριας, ‘Οδοιπορικόν εἰς τό Σινᾶ καί τούς ‘Αγίους Τόπους, Εἰσαγωγή-μετάφρασις- σχόλια ύπό τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου, ἐκδ. «Τῆνος», ‘Αθῆναι 2007, σσ. 105-106.
- S. A. Morcelli, Μηνολόγιον τῶν Ευαγγελίων ἑορταστικόν sive Kalendarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Romae 1788, σ. 170.
- ABD Elnur Fadi, Ιωάννου Φωκᾶ, Έκφρασις…, (Διπλωματική Μεταπτυχιακή ‘Εργασία), Θεσσαλονίκη 2008, σ. 57.
- A. Baumstark, Festbrevier und Kirchenjahr der Syrishen Jakobiten, Paterborn 1910, σσ. 260261.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ |
- Βλ. σχετικά στό π. Δ. Β. Τζερπου, Συλλείτουργο. Πρόσωπα καί θεσμοί στήν ‘Ορθόδοξη Λατρεία. Επτά Μελέτες, ἐκδ. «Ουρανός», ‘Αθήνα 2012, σ. 24 (σχ. 21).
- M. Tarchnischvili, Le Grand Lecionnaire del’Eglise de Jerusalem, Louvain 1960, σσ. 17, 41.
- G. Garitte, Le calendrier Palesino-Georgien du Sinaiticus 34 (x siecle), Bruxelles 1958, σ. 257.
- G. Garitte, ο.π., σσ. 294, 321, 343.
- Bibliotheca Sanctorum, 6 (1964) 1034-1035.
- P. Magdalino/St. Andrews, «Basil I, Leo VI, and the feast of the prophet Elijah», an Jahrbuch der osterreichischen Byzantinistik 38 (1988) 194-196.
- PG 109, 237BC.
- PG 109, 340D-341A.
- PG 109, 341A.
- PG 109, 396A.
- Μ. Ι. Γεδεων, Βυζαντινόν Εορτολόγιον, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1899, σ. 134. Βλ. καί PG 112, 348Α.
- PG 112, 340B-341A.
- PG 112, 344-345. Βλ. καί J. Mateos, Le Typicon de la Grande Eglise, tom. I, Roma 1962, σ. 346.
- PG 112, 348Α.
- H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae, Bruxellis 1902, στ. 831-832.
- Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμ. δεύτερος, ‘Αθήνησι α.ε., σ. 269.