Οκτώβριος 2025
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
 1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031  

Ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς

Ὅσιος Σιλουνός ὁ Ἀθωνίτης

῞Οπως κάθε ὀρθολογιστικὴ κοσμοθεωρία ἔχει τὴ λογική της ἀκολουθία, τὴ διαλε-κτική της, ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς κόσμος ἔχει τὴ δική του δομὴ καὶ διαλεκτική. ῾Η δια-λεκτικὴ ὅμως τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἰδιότυπη καὶ δὲν συμπίπτει μὲ τὴν πορεία τῆς συνηθισμένης διανόησης.
῎Ετσι μπορεῖ νὰ φανεῖ παράδοξο στοὺς ὀρθολογιστὲς τὸ κριτήριο τῆς ἀληθινῆς πίστεως ποὺ ὑποδεικνύει ὁ μακάριος Γέροντας Σιλουανός, τὸ κριτήριο τῆς γνήσιας κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, τὸ γνώρισμα τῆς ἐνέργειας τῆς χάριτος, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς.
᾿Εδῶ ὅμως, παρὰ τὴν ἐπιθυμία μας νὰ εἴμαστε ὅσο γίνεται σύντομοι καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὶς περιττολογίες, θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ ποῦμε ἐπεξηγηματικὰ λίγες λέξεις.

Στὸν ἄνθρωπο δόθηκε ἡ ἐλπίδα νὰ λάβει κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα ὡς δωρεὰ μεγάλη ὁμοιότητα μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ πλήρωμα τῆς μακαριότητας· κατὰ τὴν παροῦσα ζωὴ ὅμως γνωρίζει μόνο «τὸν ἀρραβώνα» τῆς μελλοντικῆς καταστάσεως. Μέσα στὰ ὅρια τῆς ἐπίγειας πείρας δόθηκε στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ζεῖ μὲ τὴ σάρκα, νὰ συνδυάζει κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς τὴν παραμονὴ στὸν Θεὸ καὶ τὴ μνήμη τοῦ κόσμου. ῞Οταν ὅμως ἡ στὸν Θεὸ παραμονὴ φθάνει σὲ μεγαλύτερο πλήρωμα, τότε «λησμονεῖται ὁ κό-σμος», ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι τελείως «προσκολλημένος στὴ γῆ» λησμονεῖ τὸν Θεό.
῍Αν ὅμως σὲ κατάσταση πληρέστερης διαμονῆς στὸν Θεὸ «λησμονεῖται» ὁ κόσμος, μποροῦμε ἄραγε νὰ μιλοῦμε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ὡς κριτήριο τῆς ἀλη¬θινῆς Θεοκοινωνίας; Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος ποὺ λησμονεῖ τὸν κόσμο δὲν σκέπτεται οὔτε φίλους, οὔτε ἐχθρούς.

῾Ο ὑπερκόσμιος στὴν οὐσία Του Θεὸς μένει μὲ τὶς ἐνέργειές Του στὸν κόσμο. Τὸ πλήρωμα καὶ ἡ τελειότητα τῆς καταστάσεως τοῦ Θεοῦ πέρα ἀπὸ τὸν κόσμο δὲν καταστρέφονται καθόλου ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη ἐνέργειά Του μέσα στὸν κόσμο. ῾Ο ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ στὴ γῆ, ὁ ντυμένος τὴ σάρκα, δὲν ἔχει τέτοια τελειότητα καὶ γι᾿ αὐτό, ὅταν ἑνώνεται ὁλοκληρωτικὰ μὲ τὸν Θεό, δηλαδὴ μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς του, δὲν ἔχει πιὰ καμιὰ συνείδηση τοῦ κόσμου. ᾿Απὸ αὐτὸ ὅμως δὲν βγαίνει τὸ συμπέ¬ρασμα ὅτι τὸ πλήρωμα τῆς διαμονῆς στὸν Θεὸ δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς. ῾Ο Γέροντας βεβαίωνε τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ τὸν στενότατο σύνδεσμο τοῦ ἑνὸς μὲ τὸ ἄλλο.
Κατὰ τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου δόθηκε στὸν Γέροντα ὁ βαθμὸς ἐκεῖνος τῆς γνώσεως, ποὺ ἀποκλείει τὴν ἀμφιβολία καὶ τὸ δισταγμό. Διαβεβαίωνε κατηγορηματικὰ ὅτι ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο, αὐτὸς ἀγαπᾶ ὁπωσδήποτε καὶ κάθε δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ προπαντὸς τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν γνώρισε ὡς δωρεὰ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος· τὴν δέχθηκε ὡς οὐρανόπεμτη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· καί, ταυτόχρονα, αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ κατάδυση στὸν Θεὸ προῆλθε ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μιλώντας γιὰ τοὺς ἐχθροὺς ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τὴ γλώσσα τοῦ περιβάλ-λοντός του, ὅπου πολλὰ λέγονταν καὶ γράφονταν γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως. ῾Ο ἴδιος διέκρινε τοὺς ἀνθρώπους ὄχι σὲ ἐχθροὺς καὶ φίλους, ἀλλὰ σὲ ὅσους γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ σὲ ὅσους Τὸν ἀγνοοῦν. ῍Αν ἦταν διαφορετικὲς οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες, τότε καὶ ὁ Γέροντας, ὑποθέτουμε, θὰ μιλοῦσε διαφορετικά· αὐτὸ ἄλλωστε συνέβη πολλὲς φορές, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο γενικά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν αὐτὸς μᾶς εὐεργετεῖ ἢ μᾶς κακοποιεῖ. Καὶ σὲ αὐτὸ ἔβλεπε τὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸν Χριστό, ὁ ῾Οποῖος «ἥπλωσε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοῦ σταυροῦ», γιὰ νὰ «ἑλκύσῃ πάντας ἀνθρώπους».
Ποῦ βρίσκεται ἡ δύναμη τῆς ἐντολῆς «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»; Γιατί εἶπε ὁ Κύριος ὅτι ὅσοι τηροῦν τὶς ἐντολές Του γνωρίζουν ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὴ ἡ διδαχὴ (᾿Ιωάν. ζ´ 17); Πῶς τὸ καταλάβαινε αὐτὸ ὁ Γέροντας;
«῾Ο Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», ἀγάπη ἀπόλυτη, ποὺ περιβάλλει μὲ ὑπεραφθονία ὅλη τὴν κτίση. ῾Ο Θεὸς ἀκόμα καὶ στὸν ἅδη παρουσιάζεται ὡς ἀγάπη. Τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα χαρίζει στὸν ἄνθρωπο, κατὰ τὸ βαθμὸ τῆς δεκτικότητάς του, τὴν ἐνεργὸ γνώση τῆς ἀγάπης αὐτῆς, καὶ ἔτσι τοῦ ἀνοίγει δρόμο πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς ὑπάρξεως.
᾿Εκεῖ ὅπου ὑπάρχουν «ἐχθροί», ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἀπόρριψη. Μὲ τὴν ἀπόρριψη ὁ ἄνθρωπος ἐκπίπτει ἀναπόφευκτα ἀπὸ τὸ Θεῖο πλήρωμα καὶ βρίσκεται ἤδη ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ. ῞Οσοι πέτυχαν νὰ μποῦν στὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ μένουν στὸν Θεὸ βλέ-πουν μὲ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα ὅλες τὶς ἀβύσσους τοῦ ἅδη, γιατὶ σὲ ὅλο τὸ εἶναι δὲν ὑπάρχει περιοχή, ὅπου ὁ Θεὸς νὰ μὴν εἶναι παρών. «῞Ολος ὁ οὐρανὸς τῶν ῾Αγίων ζεῖ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, καὶ τίποτε στὸν κόσμο δὲν εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα…». «῾Ο Θεὸς εἶ¬ναι ἀγάπη, καὶ στοὺς ῾Αγίους τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιο εἶναι ἀγάπη» (σ. 494). Μένοντας στὸν «οὐρανὸ» οἱ ῞Αγιοι βλέπουν τὸν ἅδη καὶ τὸν περιβάλλουν καὶ αὐτὸν μὲ τὴν ἀγάπης τους.
῞Οποιοι μισοῦν καὶ ἀποκρούουν τὸν ἀδελφό τους ἔχουν λειψὴ τὴν ὕπαρξη, δὲν γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, ὁ ῾Οποῖος εἶναι ἀγάπη ποὺ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα, καὶ δὲν βρῆκαν τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ σὲ Αὐτὸν.
Τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀσυμβίβαστη ἡ πληρότητα τῆς παραμονῆς στὸν Θεὸ καὶ ἡ πληρότητα τῆς παραμονῆς στὸν κόσμο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «ταυ-τόχρονου», ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ κρίση γιὰ τὴ γνησιότητα ἢ ἀντίθετα γιὰ τὸν «ἀπατηλὸ» χαρακτήρα τῆς θεωρίας γίνεται δυνατὴ μόνο «μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ» στὴ μνήμη καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ κόσμου. Μᾶς διαβεβαίωνε ὁ Γέροντας ὅτι, ἂν μετὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση, —τὴν Θεοπτία ἢ Θεοκοινωνία—, δὲν ὑπάρχει ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ συνεπῶς πρὸς ὅλη τὴν κτίση, αὐτὸ εἶναι σαφὴς ἔνδειξη ὅτι ἡ θεωρία δὲν ἦταν γνήσια, δηλαδὴ ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
῾Η «ἁρπαγὴ» στὴ θεωρία μπορεῖ νὰ ἔρθει στὸν ἄνθρωπο, πρὶν τὸ σκεφθεῖ ὁ ἴδιος. Στὴν κατάσταση τῆς ἁρπαγῆς, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ἄν-θρωπος μπορεῖ νὰ μὴν ἀντιληφθεῖ τί συνέβη σὲ αὐτόν. ῍Αν «μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ» ἐμφα¬νίζεται ὡς καρπὸς τῆς θεωρίας ἡ ἔπαρση καὶ ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὰ πεπρωμένα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τότε, χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ θεωρία ἦταν ψεύτικη. Συνεπῶς, τὸ γνήσιο ἢ μὴ τῆς θεωρίας γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρπούς της.
Καὶ οἱ δύο ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἀποτελοῦν μία ζωή. Γι᾿ αὐτό, ἂν κανεὶς πιστεύει ὅτι ζεῖ ἐν τῷ Θεῷ καὶ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, ἀλλὰ μισεῖ τὸν ἀδελφό του, βρίσκεται σὲ πλάνη. ῎Ετσι ἡ δεύτερη ἐντολὴ μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ διαπιστώσουμε, ἂν ζοῦμε ἀληθινὰ ἐν τῷ ἀληθινῷ Θείω.