Γιά τό ἅγιο Βάπτισμα
Ὁσ. Μάρκου τοῦ Ἐρημίτη
«Ἀπάντηση σ᾿ ἐκείνους πού ρωτοῦν γιά τό Ἅγιο Βάπτισμα»
Πολλοί λένε ὅτι τό Βάπτισμα ἐξαλείφει τελείως τήν ἁμαρτία. Καί αὐτό τό ἰσχυρίζονται γιατί βασίζονται στήν Ἁγία Γραφή πού λέει: «Λουσθεῖτε καί καθαρισθεῖτε (Ἠσ. ι, 16) καί «λουσθήκατε, ἁγιασθήκατε» (Α´ Κορ. 6, 11). Ἀναφέρουν ἐπίσης καί πολλά παρόμοια χωρία γιά νά ἐπιβεβαιώσουν αὐτή τή θέση τους.
Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι ἡ προπατορική ἁμαρτία καθαρίζεται μέ πολλούς ἀγῶνες. Καί αὐτοί ἐπίσης προσκομίζουν μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού λέει: «Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό κάθε ἁμαρτία τῆς σαρκός καί τοῦ πνεύματος» (Β´ Κορ. 7, 1). Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι καί αὐτή τήν ἴδια τήν ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας τήν ἐντοπίζουν μέσα τους.
Ἐμεῖς λοιπόν τώρα τί θά ποῦμε πάνω σ᾿ ὅλα αὐτά καί σέ ποιούς ἀπό τούς δύο πρέπει νά πιστέψουμε;
Ἀπάντηση (1η)
Ἀρχικά πρέπει νά παραμένουμε πιστοί στό Ἀποστολικό κήρυγμα καί νά εἴμαστε σταθεροί στήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού ἔχουμε κάνει (κατά τό Βάπτισμα). Νά μήν θέλουμε νά ἐκπειράσουμε τόν Θεό, μέ διάφορες ὑποθέσεις καί ἑρμηνεῖες δικές μας, δοκιμάζοντας ἔτσι τή δύναμή Του. Οὔτε πάλι νά σκύβουμε ἑκούσια τόν αὐχένα στό ζυγό τῆς δουλείας, ἀλλά νά κρατᾶμε τήν ἐλευθερία μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες, ἀνάλογα μέ τό μέτρο πού τίς τηροῦμε, μᾶς ὁδηγοῦν ἀντίστοιχα σέ ὅλη τήν ἀλήθεια. Πρέπει νά γνωρίζουμε ξεκάθαρα ὅτι κατά τό μέτρο πού παραβαίνουμε τίς ἐντολές κατά τό ἴδιο μέτρο καί κυριαρχούμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ἐπειδή μειώσαμε τή σημασία τοῦ κηρύγματος καί ἀσχολούμαστε μέ ἀναλύσεις καί ἔρευνες περισσότερο, παρά μέ τήν ὑποχρέωσή μας νά ὑπακούουμε στό λόγο τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό καί ἀποβαίνει εἰς μάτην ἡ πίστη μας καί γι᾿ αὐτό εἴμαστε βουτηγμένοι στίς ἁμαρτίες μας.
Ἐρώτηση (2η)
Ἐμεῖς δέν θεωροῦμε ὅτι τό κήρυγμα εἶναι χωρίς σημασία, ἀλλά ἀναζητᾶμε τήν ἀλήθεια.
Ἀπάντηση (2η)
Ἐφόσον λοιπόν τό κήρυγμα εἶναι γνήσιο, ἄς τηρήσουμε ὅλες τίς ἐντολές καί τότε θά δοῦμε, θά μᾶς κυβερνάει ἀκόμα ἡ ἁμαρτία;
Τό Ἅγιο Βάπτισμα εἶναι τέλειο, ἀλλά δέν ἁγιάζει ὅποιον δέν τηρεῖ τίς ἐντολές. Ἄς μήν δίνουμε πίστη λοιπόν σέ ἀνθρώπινους συλλογισμούς, ἀλλά καλύτερα νά ἐμπιστευόμαστε τήν Ἁγία Γραφή, γιατί: «Σύμφωνα μέ τίς Γραφές, ὁ Χριστός πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μας» (Α´ κορ. 15, 3) καί ὅτι «μέ τό Βάπτισμα μπήκαμε στόν τάφο μαζί μέ τόν Χριστό» (Ρωμ. 6, 4). Ἐπίσης λέει: «Ἐκεῖνος πού πέθανε ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ρωμ. 6, 7), καί ἀκόμα ὅτι «ἡ ἁμαρτία μας δέν θά μᾶς ἐξουσιάσει» (Ρωμ. 6, 14). Δέν θά μᾶς ἐξουσιάσει βέβαια, ἄν ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὅμως δέν τηροῦμε τίς ἐντολές, εἴμαστε ἄπιστοι καί ὑποτελεῖς στήν ἁμαρτία.
Πίστη δέν εἶναι μονάχα τό νά βαπτιστοῦμε στό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό νά τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, καθώς λέει ἡ Ἁγία Γραφή (Ἐφ. 2, 6) ὅτι, μέ τό Βάπτισμα ἔχουμε ταφεῖ μέ τρόπο μυστικό μαζί Του, ὅτι ἐπίσης μᾶς ἔχει ἀναστήσει μέ τήν δική Του Ἀνάσταση καί ὅτι μᾶς ἔχει καθίσει στόν ἐπουράνιο θρόνο μαζί Του. Μᾶς ἔχει ὅμως δώσει καί ἐντολές ὥστε, ἄν τίς ἐφαρμόσουμε νά φτάσουμε στήν τελειότητα, ἡ ὁποία μᾶς ἔχει ἤδη δοθεῖ ὡς δυνατότητα. Ἄν ὅμως δέν τίς ἐφαρμόσουμε θά δείξουμε ὁλοφάνερα ὅτι, μέ τή θέλησή μας ἁμαρτάνουμε. Ἄν ὑποστηρίζουμε ὅτι μέ τά καλά ἔργα μποροῦμε νά ἐξαλείψουμε τήν ἁμαρτία, τότε ὁ Κύριος «πέθανε χωρίς λόγο» καί ὅλα ὅσα μέχρι τώρα ἔχουμε πεῖ εἶναι ἀνυπόστατα (Γαλ. 2, 21). Καί πάλι, ἄν δέν μᾶς ἀπαλλάσσει τελείως ἀπό τήν προπατορική ἁμαρτία τό Βάπτισμα, ἀλλά ἡ τελειότητα εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα, τότε καί ὁ νόμος τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας εἶναι γιά ἐκείνους πού ἰσχυρίζονται αὐτά, μάταιος. Καί ὅλος ὁ νόμος τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχει πλέον καταπατηθεῖ.
Ἄν ὅμως, καθώς ἐκεῖνοι λένε, ὅσοι ἔχουν βαπτιστεῖ ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν ὑπόδουλοι τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορα καί μετά τό Βάπτισμα, τότε ἐμφανίζουν τόν Χριστό ὡς ἄδικο, ἐπειδή Ἐκεῖνος ἔχει ὁρίσει νά δροῦν καί νά ἐνεργοῦν πλέον κάτω ἀπό τό νόμο τῆς ἐλευθερίας, ὅσοι ἔχουν βαπτιστεῖ. Ἐπιπλέον, μέ τό νά ἰσχυρίζονται αὐτά, θεωροῦν ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά προσφέρεται ὡς ἀξιομισθία γιά τούς ἀγῶνες μας.
Ἄν λοιπόν ἀξιωνόμαστε τῆς τελειότητας μέ τά ἔργα μας, τότε καί ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία δέν εἶναι πλέον δωρεά καί Χάρη. Ἄν πάλι ἡ σωτηρία εἶναι δωρεά καί Χάρη, τότε τά ἔργα δέν εἶναι δικά μας κατορθώματα, ἀλλά εἶναι ἡ θέληση Ἐκείνου, ἡ ὁποία ἐμπεριέχεται στίς ἐντολές. Εἶναι ἀκόμα καρπός ἐλευθερίας καί πίστεως.
Αὐτά ἔγραψε ἀπό τά πρῶτα κιόλας χριστιανικά χρόνια κατά Θεία οἰκονομία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Ἐπιστολή του πρός Γαλάτας καί τούς νουθετοῦσε ἀνάλογα, ἐπειδή καί αὐτοί εἶχαν περιπέσει σέ τέτοιου εἴδους ἀπιστία. Ἐμεῖς ὅμως δέν ἀπιστοῦμε στή Χάρη τοῦ Θεοῦ, μή γένοιτο! Οὔτε πάλι ἀρνούμαστε τήν πίστη στό κήρυγμα. Ἄν καί μετά τό Βάπτισμα, μᾶς ἐξουσιάζει ἡ ἁμαρτία, δέν φταίει γι᾿ αὐτό τό Βάπτισμα, πού τάχα δέν εἶναι τέλειο, ἀλλά αὐτό συμβαίνει γιατί ἐμεῖς ἀμελοῦμε τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί πέφτουμε στήν ἀπόλαυση τῶν ἡδονῶν ἑκούσια, ὅπως ἀκριβῶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Σάν τό σκυλί πού γύρισε πίσω στόν ἐμετό του» (Β´ Πέτρ. 2, 22), μοιάζει ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ξαναγυρίζει μέ τή θέλησή του στήν ἁμαρτία. Γιατί τό θέλημα καί τό Βάπτισμα οὔτε ὁ Θεός οὔτε ὁ Σατανᾶς δέν τά ἐπιβάλλουν μέ τή βία.
Διερωτῶμαι λοιπόν, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν ἄκουσαν ποτέ τους ὅτι, οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, πού δίνονται στόν ἄνθρωπο μετά τό Βάπτισμα, εἶναι νόμος ἐλευθερίας πού ἐλεύθερα κανείς τόν ἀκολουθεῖ ἤ ὄχι, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Νά μιλᾶτε καί νά ἐνεργεῖτε κατά τέτοιο τρόπο σάν νά πρόκειται νά κριθεῖτε μέ βάση τό νόμο τῆς ἐλευθερίας» (Ἰακ. 2, 13). Ἐπίσης ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέει: «Νά προσθέσετε στήν πίστη σας τήν ἀρετή» (Β´ Πέτρ. 1, 5). Καί συνεχίζοντας καταλήγει: «Ἐκεῖνος πού δέν κινεῖται ἔτσι, εἶναι μύωπας καί τυφλός καί ἔχει ξεχάσει ὅτι ἔχει δεχθεῖ τήν κάθαρση τῶν προηγουμένων ἁμαρτιῶν του» (Β´ Πέτρ. 1, 9).
Μέ ὅσα εἴπαμε σᾶς ἔχει πλέον γίνει σαφές ὅτι μέ τό Βάπτισμα ἔχει συντελεστεῖ ἡ κάθαρση, κατά τρόπο μυστικό, ἐνῶ μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν αὐτή ἡ κάθαρση ἐμφανίζεται ἔμπρακτα, γίνεται πράξη. Ἄν δέν θά εἶχαμε ἐλευθερωθεῖ μέ τό Βάπτισμα ἀπό τήν προπατορική ἁμαρτία, τότε δέν θά εἴμασταν σέ θέση νά ἐνεργοῦμε μέ βάση τό νόμο τῆς ἐλευθερίας. Ἀντίθετα, ἄν μποροῦμε νά ἐνεργοῦμε μέ βάση τό νόμο τῆς ἐλευθερίας εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι κατά κάποιο τρόπο μυστικό, ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό νόμο τῆς δουλείας στήν ἁμαρτία, ὅπως ἔχει γραφτεῖ: «Ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τοῦ χορηγοῦ τῆς ζωῆς, μέ ἔχει ἐλευθερώσει ἀπό τό νόμο τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας» (Ρωμ. 8, 2).
Ἐνεργούμαστε ἀπό τό νόμο τῆς ἁμαρτίας, γιατί ἔχουμε ἀμελήσει τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Ἐκείνου, πού μᾶς ἔχει χαρίσει τήν κάθαρση.
Ἀπόδειξέ μου λοιπόν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον, ἐκεῖνοι πού ἔχουν βαπτιστεῖ, νά τηροῦν αὐτοπροαίρετα τίς ἐντολές καί ὅτι κατά συνέπεια τό Βάπτισμα δέν εἶναι τέλειο. Διαφορετικά, ἐφόσον ἐμεῖς ἀποδείξαμε ἤδη ὅτι οἱ βαπτισμένοι ἔχουν λάβει αὐτή τή δύναμη, τότε ἄς ὁμολογήσουν αὐτοί πού τά λένε αὐτά, ὅτι μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, παράλληλα ὅμως ἔχουν παραδώσει τούς ἑαυτούς τους στήν δουλεία τῆς κακίας, ἐπειδή δέν τηροῦν τίς ἐντολές. Γι᾿ αὐτό ἔχουν γίνει ὑποχείριοι τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτούς πού τά λένε αὐτά ἄς τούς ἐλέγξουν πλέον οἱ ἴδιες οἱ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού λέει: «Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί ἀπό κάθε μολυσμό τῆς σαρκός καί τοῦ πνεύματος» (Β´ Κορ. 7, 1). Πῶς ὅμως αὐτός πού εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας θά μπορέσει νά καθαρίσει τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε μολυσμό τῆς σάρκας καί τοῦ πνεύματος, μή ἔχοντας αὐτή τήν ἐλευθερία καί τήν δύναμη, ἀλλά ὄντας δέσμιος τῆς ἁμαρτίας;
Ἄν ὅμως εἶσαι δοῦλος τῶν παθῶν, μάθε ὅτι δέν εἶσαι δέσμιος ἐπειδή τά πάθη ἔχουν ἀπό μόνα τους τή δύναμη νά ἐξουσιάζουν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά αἰτία τής δουλείας σου εἶναι ἡ ἐλεύθερη θέλησή σου. Αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή σχετικά μέ τόν ἀγώνα γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τά λέει μιλώντας σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐλεύθερη θέληση. Ὡς ἐλευθέρους τούς προτρέπει καί τούς νουθετεῖ, ὥστε νά μήν γλιστράει ὁ νοῦς τους σέ τέτοιου εἴδους λογισμούς, ἀλλά νά ἀγαποῦν τήν ἐλευθερία. Γιατί ἔχουμε ἐξουσία νά ρέπουμε πρός τά ᾿κεῖ πού θέλουμε, εἴτε αὐτό εἶναι καλό εἴτε κακό.
Ἐρώτηση (3η)
Ἄν πράγματι ἔχουμε μέ τό Βάπτισμα ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί δέν βλέπουμε μέσα μας, νά μᾶς διέπει τό πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας, ὅπως ἀκριβῶς τό ζοῦν ὅσοι ἀγωνίζονται;
Ἀπάντηση (3η)
Μᾶς σκοτίζουν τό νοῦ οἱ ἡδονές, στίς ὁποῖες ἑκουσίως παραδινόμαστε καθώς καί ἡ παραμέληση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, τίς ὁποῖες ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται, τίς τηροῦν. Καί ὅπως εἴπαμε καί πρίν, δέχεται ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλευθερία ὡς δωρεά τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀνάλογα μέ τή θέλησή του, ὅπου προτιμάει ἐκεῖ καί παραμένει, ἀκόμα καί ὅταν εἶναι βαπτισμένος. Καί αὐτό βέβαια συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος. Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή λέει ὅτι, «βιασταί ἁρπάζουν τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 11, 12), τότε ἀναφέρεται ἀκριβῶς στό «ἴδιο θέλημα». Καί προτρέπει νά βιάσει καθένας μας τόν ἑαυτό του, ὥστε ὄντας πλέον βαπτισμένος, νά μήν στραφεῖ πρός τό κακό, ἀλλά νά παραμένει στό ἀγαθό. Γιατί, ἄν ὁ ἄνθρωπος ὑπέφερε ἀκούσια ἀπό τά ἐξουσιαστικά πονηρά πνεύματα, μποροῦσε σίγουρα τότε νά μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Θεός καί νά μᾶς κάνει μέ τό ζόρι ἄτρεπτους. Δέν ἔκανε ὅμως ἔτσι, ὁ Θεός. Ἐκεῖνος μᾶς ἐλευθέρωσε μέ τό Βάπτισμα ἀπό τήν ἀναγκαστική δουλεία, καταργώντας μέ τό Σταυρό Του τήν ἁμαρτία καί νομοθετώντας σέ μᾶς ἐντολές. Αὐτές ἄν τίς τηροῦσε ὁ ἄνθρωπος ἑκούσια, θά χαιρόταν τή ζωή τῆς ἐλευθερίας. Τό νά παραμείνει ὅμως ἤ ὄχι ὁ ἄνθρωπος στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν, τό ἄφησε ὁ Θεός στή δική μας ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ὅσο τηρεῖ κανείς τίς ἐντολές, τόσο καί φανερώνει καί τήν ἀγάπη πού τρέφει πρός Ἐκεῖνον πού τίς νομοθέτησε. Κατά τό μέτρο ἐπίσης πού ἡ τήρησή τους παραμελεῖται ἤ ὑστερεῖ, κατά τό ἴδιο μέτρο ἀποδεικνύεται καί ἡ δουλεία ἤ ἡ ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στίς ἡδονές.
Ὅσοι λένε ὅτι θέλουμε νά τηρήσουμε τίς ἐντολές καί δέν μποροῦμε, γίνονται ἕρμαια καί δοῦλοι τῶν λογισμῶν τους καί ἐξουσιάζονται ἀπό τήν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό κι αὐτοί πού λένε: «Πρίν ἀπ᾿ ὅλα πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε γιά νά ἐξαλείψουμε τήν προπατορική ἁμαρτία, γιά νά μπορέσουμε νά ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές πού χαρίζουν τήν ἐλευθερία. Ἔ, αὐτοί δέν καταλαβαίνουν τί λένε, οὔτε γιά ποιά πράγματα μιλᾶνε» (Α´ Τιμ. 1, 7). Ἄν ἄνθρωπέ μου στερεῖσαι ἐντελῶς τήν ἐλευθερία καί δέν μπορεῖς νά ἐφαρμόσεις τίς ἐντολές, τότε μέ ποιούς ἀγῶνες ἰσχυρίζεσαι, ὅτι θά ἐξαλείψεις τήν ἁμαρτία; Οἱ ἀγῶνες τῶν πιστῶν εἶναι ἀκριβῶς αὐτοί πού ἐκεῖνοι κάνουν γιά νά μπορέσουν νά τηρήσουν τίς ἐντολές.
Ἐσύ ὅμως λές: Δέν μπορῶ νά ἐφαρμόσω τίς ἐντολές ἄν δέν καθαριστῶ πρίν μέ τούς ἀγῶνες πού θά κάνω. Δεῖξε μου ποιούς ἀγῶνες ἐννοεῖς, ἔξω ἀπό ἐκείνους πού γίνονται γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν καί ἐγώ θά συμφωνήσω μέ τή γνώμη σου. Γιατί καί προσευχή νά πεῖς, ἐντολή εἶναι. Καί νηστεία νά πεῖς, καί ἀγρυπνία νά πεῖς, ἐντολές εἶναι. Καί ἐλεημοσύνη νά πεῖς καί θυσία τοῦ ἑαυτοῦ σου, ἐντολή εἶναι. Καί κάθαρση τῶν λογισμῶν νά πεῖς, ἐντολή εἶναι. Καί θάνατο νά πεῖς καί σταυρό καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐνάρετη πράξη νά πεῖς, ἐντολές εἶναι. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός, ἐκείνους πού ἔλαβαν τή δύναμη νά τηροῦν τίς ἐντολές, τούς θεωρεῖ πιστούς καί τούς παραγγέλει νά ἐπιτείνουν τόν ἀγώνα τους, ὥστε νά μήν κινδυνεύσουν νά στραφοῦν πρός τά πίσω. Δέν ἐννοεῖ ὅτι πρέπει νά ἀγωνίζονται γιά νά ἐξαλείψουν τήν ἁμαρτία, ἀλλά γιά νά μήν ξαναγυρίσουν πίσω στήν ἁμαρτία.
Αὐτές οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, δέν ἀφαιροῦν ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἁμαρτία (γιατί αὐτό ἔχει κατορθωθεῖ μονάχα μέ τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά ἡ τήρησή τους συντηρεῖ τίς προϋποθέσεις τῆς ἐλευθερίας πού μᾶς ἔχει δοθεῖ. Πές μου ἐσύ πού ἰσχυρίζεσαι τά ἀντίθετα, ἄν μπορεῖς νά ἀποκόψεις τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ μέ τά καλά ἔργα, πῶς τότε λέει ἡ Ἁγ. Γραφή «ὁ Χριστός πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μας;» (Α´ Κορ. 15, 3). Δέν ἔχουν ὅμως νά ποῦν τίποτε πάνω σ᾿αὐτά, ἀλλά μόνο ρωτᾶνε ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, στρέφοντας τό λόγο πρός τίς ἰδέες καί τούς λογισμούς τους καί μή ὑπακούοντας στήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Καί λένε πάλι ἀπό τήν ἀρχή: Ἄν μέ τό Βάπτισμα καταργεῖται ἡ ἁμαρτία, γιατί πάλι ἐνεργεῖ μέσα μας;
Κι ἐμεῖς ἐξηγήσαμε πάλι καί πάλι τήν αἰτία πού γίνεται αὐτό, ὅτι δηλαδή δέν παρέμεινε μέσα στόν ἄνθρωπο μετά τό Βάπτισμα ἡ προπατορική ἁμαρτία ὥστε νά ἐνεργεῖ ἀναγκαστικά καί ἀκούσια, γιατί τό Βάπτισμα μᾶς ἀπαλλάσει ἐντελῶς ἀπό αὐτή. Ἐναπόκειται ὅμως στήν ἐλεύθερη προαίρεση, νά σφίξουμε τόν ἑαυτό μας μέ τόν ἀγῶνα, ὥστε νά ἐργαστοῦμε ὅσα μέ τήν παράβαση τῶν ἐντολῶν τά ἔχουμε παραμελήσει. Γιατί γιά παράδειγμα, ἄν ἕνας λογισμός πού ἀναφέρεται σέ κάποια ἡδονή ἤ στό θυμό χρονίζει μέσα μας, αὐτός δέν εἶναι γέννημα τῆς ἁμαρτίας ἡ ὁποία ἔχει δῆθεν ἀπόμεινει μέσα μας μετά τό Βάπτισμα, ἀλλά εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἐλεύθερης ἐμμονῆς μας σ᾿ αὐτόν. Ἔχουμε τήν ἐξουσία νά περικόβουμε τούς λογισμούς, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή νά κάνουμε γιά: «κάθε ὑπερήφανο λογισμό πού ὑψώνεται καί ἐμποδίζει τή γνώση τοῦ Θεοῦ» (Β´ Κορ. 10, 5). Γιά κείνους πού κόβουν λοιπόν μέσα τους κάποιο πονηρό λογισμό ἡ ἐνέργεια αὐτή εἶναι σημάδι ὅτι ἀγαποῦν τόν Θεό καί ὄχι σημάδι τῆς ἁμαρτίας πού ἐνεργεῖ μέσα τους. Δέν εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἁμαρτίας ἡ προσβολή ἀπό κάποιο λογισμό, ἀλλά ὁ φιλικός διάλογος τοῦ νοῦ μαζί του. Γιατί, ἄν πραγματικά δέν μᾶς ἀρέσει αὐτός ὁ λογισμός, τότε γιατί τόν ἀφήνουμε νά ζεῖ μαζί μας γιά καιρό; Εἶναι λοιπόν ἀδύνατο, ἐκεῖνο πού δέν τό θέλει ἡ καρδιά, ἐκεῖνο νά γλυκοκουβεντιάζει μαζί της γιά καιρό, χωρίς τή δική μας ἐφάμαρτη συγκατάθεση.
Ἄν λοιπόν κρατάει κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του τό νοῦ, ἀκόμα καί ὁ λογισμός πού δέν εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀλλά τόν μισεῖ ἡ ψυχή —γιατί αὐτό συμβαίνει δέν τό ἀρνοῦμαι— αὐτό πρέπει νά ξέρετε ὅτι δέν εἶναι κατάλοιπο τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά τῆς ἀθεΐας πού κυριεύει τήν ψυχή μετά τό Βάπτισμα. Ὅταν, μετά ἀπό τό Ἅγιο Βάπτισμα, ἐνῶ ἔχουμε τή δυνατότητα νά τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές, δέν τό κάνουμε, τότε καί χωρίς νά τό θέλουμε κυριευόμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία. Κι αὐτό συνεχίζεται μέχρι πού, μέ τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, θά παρακαλέσουμε μέ μετάνοια τό Θεό, ὥστε νά ἐξαλείψει τήν ἁμαρτία τῆς ἀθεΐας.
Δύο εἶναι οἱ αἰτίες πού ἐπιτρέπουν τό κακό νά ἐνεργεῖ μέσα μας. Καί οἱ δύο προέρχονται ἀπό μᾶς.
Ἡ μία εἶναι ἐκείνη πού ἐνεργεῖ μέσα μας ἀνάλογα μέ τήν παραμέληση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν.
Ἡ ἄλλη εἶναι ἐκείνη πού μᾶς κυριεύει ἐξαιτίας τῆς κακῆς μας ζωῆς μετά τό Βάπτισμα. Κι αὐτή πάλι ὁ Θεός μόνον μπορεῖ νά τήν καταργήσει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος Τόν παρακαλεῖ, ἀσκώντας τήν ἐλεημοσύνη καί τήν προσευχή καί ἀκόμα ὑπομένοντας ὅλα τά θλιβερά πού θά τοῦ συμβοῦν. Κι αὐτά ὅμως (πού τά θεωροῦμε δικά μας) πάλι μᾶς τά χαρίζει μυστικά ἡ τέλεια Χάρη πού λάβαμε μέ τό ἅγιο Βάπτισμα.
Ἐρώτηση (4η)
Θέλετε νά πεῖτε ὅτι ὁ Παῦλος ἑκούσια ἁμάρτησε μετά τό Βάπτισμα; Γιατί λέει ὅτι: «Βλέπω ἕναν ἄλλο νόμο πού ἀντιστρατεύεται τό νόμο πού ἀκουλουθεῖ ὁ νοῦς μου» (Ρωμ. 7, 23).
Ἀπάντηση (4η)
Αὐτό γίνεται καί μέ ἄλλα σημεῖα τῆς Ἁγ. Γραφῆς, πού ὅσοι δέν τά κατανοοῦν σωστά τά διαστρέφουν καί οἱ ἴδιοι πλανῶνται.
Πᾶρε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τό κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς πού ἀνέφερες καί θά δεῖς ὅτι ὁ Ἅγιος Παῦλος, δέν μιλάει γιά τόν ἑαυτό του μετά τό Βάπτισμα, ἀλλά μπαίνει στή θέση τῶν ἄπιστων Ἰουδαίων, προσπαθώντας, νά τούς πείσει ὅτι χωρίς τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ πού δίδεται μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, εἶναι ἀδύνατο νά γλυτώσουν ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Ποιός μπορεῖ νά μέ γλυτώσει ἀπό αὐτό τό καταδικασμένο σέ θάνατο σῶμα» (Ρωμ. 7, 24). Μετά πρόσθεσε: «Εὐχαριστῶ τό Θεό, διά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ρωμ 7, 14), γιατί ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τῆς ζωῆς μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό νόμο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου» (Ρωμ. 8, 2). Γι᾿ αὐτό λέει: «Ὁ νόμος εἶναι πνευματικός, ἐγώ ὅμως εἶμαι σαρκικός, πουλημένος στήν ἁμαρτία» (Ρωμ. 7, 14). Ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τό Νόμο καί τόν Ναό (τοῦ Σολομῶντος) καί τίς θυσίες ἐκπληρώνονται τώρα μ᾿ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε μέ τό Βάπτισμα δεχθεῖ κατά τρόπο μυστικό, τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μᾶς ἀποκάλεσε ἀκόμα καί ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α´ Κορ. 6, 19) καί μᾶς προέτρεψε νά προσφέρουμε θυσίες πνευματικές (Α´ Πετρ. 2,5), ἀναγνωρίζοντάς μας μυστικά, ἀλλά ὄχι καί φανερά, ὡς Ἰουδαίους. Πραγματική περιτομή θεωρεῖ τήν ἐσωτερική, τῆς καρδιᾶς καί ὄχι αὐτή πού ὁρίζει ὁ Νόμος (Ρωμ. 2, 29). Αὐτόν τόν πνευματικό νόμο ὁ ἐπουράνιος νομοθέτης Χριστός, τόν χάρισε διά τοῦ Πνεύματος, στούς πιστούς ὄχι πάνω σέ λίθινες πλάκες, ἀλλά τόν ἔγραψε στίς σαρκικές πλάκες τῆς καρδιᾶς (Β´ Κορ. 3, 3).
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν τά εἶπε αὐτά ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κατά καλυμμένο τρόπο, ἔτσι νά ἐννοήσεις καί ὅλα ὅσα λέγονται ἀπερίφραστα. Γιατί ἐμεῖς ἀκόμα δέν ἔχουμε πιστεύσει μέ ὅλη μας τήν καρδιά στόν Χριστό καί δέν θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας ὑποχρεωμένους νά τηροῦμε ὅλες τίς ἐντολές Του, οὔτε ἔχουμε ἀρνηθεῖ, ὅπως μᾶς ἔχει δώσει ἐντολή, τόν κακό ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτό καί δέν ἔχουμε συνειδητοποιήσει, ὅπως προηγουμένως ἀναφέραμε, αὐτά πού ἔχουμε δεχθεῖ μυστικά κατά τό Βάπτισμα. Ὅταν μεμφθοῦμε τούς ἑαυτούς μας γιά τήν ὀλιγοπιστία μας καί ὅταν τηρώντας τίς ἐντολές Του πιστεύσουμε εἰλικρινά σ᾿ Ἐκεῖνον, τότε θά γνωρίσουμε ἐμπειρικά ὅσα προηγουμένως ἀναφέραμε. Τότε θά ὁμολογήσουμε ὅτι πράγματι, εἶναι τέλειο τό ἅγιο Βάπτισμα. Θά ὁμολογήσουμε ὅτι τό Βάπτισμα ἔχει μέσα μυστικά κρυμμένη τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ Χάρη περιμένει τή δική μας ὑπακοή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Τή δύναμη ἀπό τήν Χάρη τήν ἔχουμε προγευθεῖ μέ τό Βάπτισμα. Γι᾿ αὐτό, ὅσοι δέν ἔχουμε ἀκόμα ἐπιδοθεῖ στήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἐλευθερώνουν δέν ἔχουμε ἀκόμα φθάσει στήν ἐλεύθερη Ἱερουσαλήμ. «Γιατί ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ πού εἶναι ἡ μητέρα μας εἶναι ἐλεύθερη» (Γαλ. 4,30), καί μᾶς ἔχει ἀναδημιουργήσει μέ τό λουτρό τῆς ἀναγεννήσεως. Τώρα ὅμως βαδίζουμε ἀκόμα τό δρόμο τοῦ Κάϊν καί βρισκόμαστε στήν πλάνη, περπατώντας σέ τόπους χωρίς κανένα προσανατολισμό.
Γιατί τό νά θέλεις νά στήσεις τό λόγο σου, ἐνῶ ἔχεις ἄγνοια καί ἔτσι νά ἀντιτίθεσαι στήν ἀλήθεια, εἶναι χάσιμο τοῦ δρόμου καί ἀποπροσανατολισμός. Καί γι᾿ αὐτό ὁ μακάριος Παῦλος βλέποντάς μας νά καθυστεροῦμε καί νά μήν βαδίζουμε πρός τήν τέλεια, ἀνοδική κατεύθυνση, μᾶς παραγγέλει: «Τρέχετε γιά νά φθάσετε νικητές» (Α´ Κορ. 9, 24).
Τί μιλάω ὅμως γιά πίστη καί γιά ναό καί θυσιαστήριο σέ μᾶς πού δέν ξεπεράσαμε τήν κατάσταση οὔτε αὐτῶν τῶν θηρίων πού φωλιάζουν στίς καλαμιές (Ψαλ. 67, 31). Γι᾿ αὐτά ὁ Προφήτης παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τά ἀποδυναμώσει, ὥστε νά μήν κατασπαραχθοῦν ἀπό ἐκεῖνα τά πρωτόγεννα πού εἶχαν προσφερθεῖ ὡς θυσία, τήν ὁποία ἔπρεπε ὑποχρεωτικῶς νά προσφέρει κάθε Ἰουδαῖος κρυφά; Ἄν λοιπόν δεχτοῦμε αὐτά πού λές ἐσύ, ὅτι δηλαδή ἐκεῖνος πού προσφέρει μυστικά θυσίες εἶναι ὁ Ἰουδαῖος τότε, σύμφωνα μέ τά λεγόμενα τοῦ Παύλου, δέν ἔχει ἀκόμα κτιστεῖ ὁ Ναός ἀπό τόν γιό τοῦ Δαυίδ, οὔτε ἔχει κατασκευαστεῖ ἀπό αὐτόν τό ἱλαστήριο. Γιατί αὐτό ἐννοεῖ ἐκεῖνος πού ἔχει ἀντίθετη γνώμη καί λέει ὅτι μέ τή δική του τήν προσπάθεια θά ἀφανίσει τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ καί ὄχι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ Ὁποία ἔχει κατοικήσει μέσα μας μέ τό Βάπτισμα. Αὐτή ἡ Χάρη θά ἀποκαλυφθεῖ ὅταν διανύσουμε τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν σωστά καί ὅταν προσφέρουμε στόν Ἀρχιερέα Χριστό ὁλόκληρους τούς λογισμούς τῆς φύσεώς μας, ὡς ἄλλο θῦμα, καί ὄχι αὐτούς πού εἶναι δαγκωμένοι ἀπό τά θηρία. Γιατί τούς τρῶνε τά θηρία τούς περισσότερους ἀπό αὐτούς πού ξεφεύγουν ἀπό τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν καί ἐννοῶ βέβαια αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν βρίσκονται στήν ὁδό τῆς ὑπομονῆς τῶν θλιβερῶν, ἀλλά ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν ἴσιο δρόμο, βαδίζοντας χωρίς προσανατολισμό καί ἀκόμα ἐκείνους πού μέμφονται ἀντί γιά τούς ἑαυτούς τους, τούς ἄλλους.
Πολλοί λίγοι ἀπό αὐτούς βαδίζουν τόν ἴσιο δρόμο καί μέ τήν περιφρούρηση τῆς προσευχῆς, στηριγμένοι στίς ἐλπίδες καί περνώντας ἀνάμεσα ἀπό πειρασμούς πού τούς πλήττουν, φτάνουν τελικά στήν πόλη καί μπαίνουν στό ναό καί προσφέρουν τή θυσία τους.
Πόλη εἶναι ἡ χαρούμενη καί σύμφωνη μέ τό νόμο τοῦ Χριστοῦ διάκριση, ἡ ὁποία, ὅταν λειτουργεῖ μέ εὐσέβεια, γεμίζει τήν ψυχή μέ εἰρήνη καί προκοπή, ὅταν ὅμως ἡ ψυχή παρανομεῖ, τότε παραδίνεται στούς ἐχθρούς καί κατακυριεύεται ἀπό αὐτούς.
Ὡς ναό ἐννόησε τό θεόκτιστο τέμενος τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Ὡς θυσιαστήριο νά θεωρεῖς τό στήριγμα τῆς ἐλπίδας, πάνω στό ὁποῖο, σάν πρωτότοκο ζῶο, προσφέρεται ἀπό τό νοῦ, κάθε λογισμός, ὁ ὁποῖος πρωτογεννιέται ἀπό τά διάφορα γεγονότα, καί θυσιάζεται γιά τόν ἐξαγιασμό ἐκείνου πού τόν προσφέρει, ἄν βέβαια ἡ προσφορά εἶναι ἀνόθευτη.
Αὐτός ὁ ναός ἔχει καί τό ἐσωτερικό μέρος αὐτό πού εἶναι πίσω ἀπό τό καταπέτασμα, ἐκεῖ πού γιά Χάρη μας μπῆκε, πρίν ἀπό μᾶς ὁ Ἰησοῦς (Ἐβρ. 6, 20) καί κατοικεῖ μέσα μας, ἄν βέβαια δέν εἴμαστε ἀνάξιοι γι᾿ αὐτό (Β´ Κορ. 13, 5). Αὐτό εἶναι τό πολύ βαθύ καί ἀπόκρυφο καί τό αὐθεντικό σημεῖο τῆς καρδιᾶς τό ὁποῖο, ἄν δέν ἀνοιχτεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέ τή λογική καί νοερά ἐλπίδα, δέν εἶναι σίγουρο ὅτι θά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση Ἐκείνου πού κατοικεῖ μέσα οὔτε θά βεβαιωθοῦμε ἄν ἔχουν γίνει δεκτές ἤ ὄχι οἱ λογικές θυσίες μας. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς τότε, παλιά τήν ἐποχή τοῦ Ἰσραήλ, φωτιά ἔκαιγε τά ὑπολείμματα τῶν θυσιῶν, τό ἴδιο συμβαίνει τώρα καί μ᾿ ἐμᾶς. Ὅταν ἡ καρδιά ἀνοίξει μέ τή βοήθεια τῆς ἐλπίδας πού πρίν ἀναφέραμε, ὁ ἐπουράνιος Ἀρχιερέας δέχεται τούς πρωτότοκους τοῦ νοῦ λογισμούς καί τούς καίει μέ τή θεϊκή φωτιά, γιά τήν ὁποία ἔχει Ἐκεῖνος πεῖ: «Ἦλθα νά βάλω φωτιά στόν κόσμο καί τί ἄλλο θά ἤθελα, ἄν ἔχει ἤδη ἀνάψει» (Λουκ. 12, 49). Πρωτότοκους λογισμούς ὀνομάζει αὐτούς πού πρωτογεννιοῦνται καί δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἤ παράγωγα ὥριμης σκέψης, ἀλλά πού προέρχονται ἀπό τήν ἀρχική προσβολή τοῦ νοῦ καί πού ἀμέσως προσφέρονται στόν Χριστό. Αὐτούς τούς ὀνόμασε ἡ Ἁγία Γραφή κουτσούς καί τυφλούς καί τερατογεννήματα, γι᾿ αὐτό δέν θεωροῦνται κατάλληλοι νά προσφερθοῦν, ὅπως ἡ δεκάτη τῶν Ἑβραίων, στόν ἐπουράνιο Ἀρχιερέα καί Δεσπότη Χριστό.
Ἔχουμε ἤδη ἀποδείξει μέ μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι γιά κάθε πονηρό λογισμό πού μᾶς γεννιέται μετά τό Βάπτισμα, εἴμαστε ἐμεῖς ἡ αἰτία. Ἄν ὅμως εἶναι ἀπαραίτητο νά τό ἀναλύσουμε περισσότερο χρησιμοποιώντας ἄμεσα παραδείγματα, ἄς τό κάνουμε.
Ἄνθρωπέ μου, ἐσύ πού λές ὅτι δουλεύει μέσα σου καί μετά τό Βάπτισμα ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ καί διακηρύττεις ὅτι μέ τούς ἀγῶνες θά τήν περικόψεις, μάθε ξεκάθαρα ὅτι ἔρχεσαι σέ ἀντίθεση καί πολεμᾶς τά ἴδια σου τά λόγια. Ἄν ἰσχυρίζεσαι ὅτι οἱ πονηροί λογισμοί προέρχονται ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, μάθε ἀπό τόν Ἅγιο Παῦλο, ὅτι ἐφόσον μέ τό Βάπτισμα ἔχεις ἐνδυθεῖ τόν Χριστό (Γαλ. 3, 27), ἔχεις καί δύναμη, ἀλλά συγχρόνως καί τά ὅπλα, γιά νά τούς πολεμήσεις. Λέει λοιπόν, ὅτι «τά ὅπλα τοῦ πολέμου μας δέν εἶναι σαρκικά, ἀλλά ἔχουν θεϊκή δύναμη, ὥστε νά γκρεμίζουν ὀχυρώματα. Μποροῦν νά γκρεμίσουν λογισμούς καί κάθε ὑπερήφανο ὕψωμα πού ὀρθώνεται καί ἐμποδίζει τή Θεογνωσία» (Β´ Κορ. 10, 4-5). Ἐφόσον λοιπόν, ἔχεις τή δύναμη πού χρειάζεται γιά νά τούς πολεμήσεις μέ τήν πρώτη κιόλας ἐμφάνισή τους, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι, ἐφόσον δέν τό κάνεις, ρέπεις πρός τίς ἡδονές —λόγω τῆς ἀπιστίας σου—ἤ πέφτεις σ᾿ αὐτές. Κατά συνέπεια δέν σοῦ φταίει ὁ Ἀδάμ, ἀλλά ἐσύ εἶσαι ὁ αἴτιος αὐτῆς τῆς ἐμπαθοῦς ἐνέργειας.
Ἐρώτηση (5η)
Πῶς εἶναι δυνατόν νά πέφτει στίς ἡδονές ἀπό τήν ἀπιστία του ἤ νά συγκατατίθεται στούς λογισμούς, ἐκεῖνος πού κλείστηκε σέ κελλί, πού καθημερινά νηστεύει καί ἐγκρατεύεται, πού ζεῖ μέ πτωχεία, μέ ξενιτεία, μέ προσευχή καί πού ὑποφέρει πολλές παρόμοιες θλίψεις;
Ἀπάντηση (5η)
Πολύ καλά εἶπες ὅτι ὅποιος κάνει αὐτά τά πράγματα ὑποφέρει πολλές θλίψεις. Ἄν ἐργαζόμαστε αὐτές τίς φανερές ἀρετές χαρούμενα καί φιλόπονα δέν θά εἴχαμε φιλήδονο νοῦ. Γιατί εἶναι ἀδύνατον αὐτός πού νιώθει ὀδύνη γιά τούς σωματικούς κόπους καί τίς ἀσκήσεις νά μήν ὑποχωρεῖ, ἀνάλογα μέ τό μέγεθος τῆς λύπης, στίς προσβολές τοῦ «πονηροῦ» καί νά μήν βρίσκει μ᾿ αὐτό τόν τρόπο μιά μικρή ἀνακούφιση τῆς στένωσης πού τοῦ φέρνουν οἱ κόποι.
Ἄν δέν ἄρεσε σ᾿ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο αὐτή ἡ ἀνάπαυση, δέν θά στενοχωριόταν γιά τούς σωματικούς κόπους. Αὐτά ὅλα τά παθαίνουμε γιατί δέν κοπιάζουμε ποθόντας τά μελλούμενα ἀγαθά, ἀλλά ἀσκούμαστε μόνο ἀπό τό φόβο γιά τούς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι πρόκειται νά ἐφορμήσουν μέσα μας. Γι᾿ αὐτό, τήν κακή πράξη τήν θεωροῦμε δική μας ἁμαρτία, ἀλλά τό λογισμό πού προηγεῖται τῆς πράξης, τή θεωροῦμε ξένη ἐνέργεια πού δέν ἔχει σχέση μ᾿ ἐμᾶς. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νά ἀποστραφοῦν τήν ἐνέργεια αὐτή, ὅσοι δέν τήν θεωροῦν δική τους, ἀλλά τήν φορτώνουν στούς ἄλλους.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλο εἶδος λογισμοῦ πού τόν ἀποδιώχνει μέ ἀηδία ὁ νοῦς. Αὐτός ὁ λογισμός προσβάλλει τό νοῦ ἀκούσια, ξαφνικά σάν τόν ληστή, καταλαμβάνει τόν νοῦ καί τόν παρασύρει πρός τό μέρος του. Νά ξέρεις ὅμως ὅτι ἀκόμα κι αὐτός ἀπό μᾶς παίρνει τήν ἀφορμή γιά νά μᾶς πολεμήσει. Γιατί ἄν μετά τό Βάπτισμα παραδώσαμε τόν ἑαυτό μας σέ ἕνα τέτοιο πονηρό λογισμό -κι ἄν μάλιστα φτάσαμε μέχρι τοῦ σημείου νά τόν κάνουμε καί πράξη- ἀκόμα κι ἄν δέν τό κάναμε αὐτό μέ τή θέλησή μας, φέρουμε πλέον ἐμεῖς τήν εὐθύνη. Ἄν ἐπίσης κρατᾶμε μέσα μας ἐκούσια κάποια σπέρματα κακίας, ἐξαιτίας αὐτῶν ὀχυρώνεται μέσα μας ὁ πονηρός. Καί δέν φεύγει ἀπό μᾶς, ἐκεῖνος, πού ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν σπερμάτων μᾶς ἔχει καταλάβει, μέχρι νά τά βγάλουμε αὐτά ἀπό μέσα μας. Ὁ πονηρός πού παραμένει μέσα μας, ἐξαιτίας τῆς κακῆς μας πράξης, τότε μόνο φεύγει κι ἀπομακρύνεται ἀπό μᾶς, ὅταν προσφέρουμε στό Θεό ἀνάλογους κόπους.
Γι᾿ αὐτό οὔτε κι αὐτή τήν ἁμαρτία τήν ἐπιγράφω στόν Ἀδάμ, ἀλλά εἶναι γέννημα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου πού ἔκανε τό κακό καί πού κρατάει τά σπέρματα τῆς κακίας μέσα του.
Ἄν λοιπόν οἱ λογισμοί -γιατί καί στίς δύο περιπτώσεις πού ἀναφέραμε πιό πάνω προηγήθηκαν λογισμοί- καί ἐκεῖνος ὁ ληστής, δηλαδή ὁ ἀναπάντεχος πειρασμός, εἶναι ἡ αἰτία τῶν κακῶν, τότε κι ἐγώ σοῦ λέω, ὅτι ἐκεῖνος πού ἔχει τήν ἐξουσία νά τούς σταματήσει, τή στιγμή κιόλας τῆς προσβολῆς καί δέν τό ἔκανε, ἀλλά ἄνοιξε διάλογο μαζί του, αὐτός εἶναι ὁ πραγματικός αἴτιος. Κι ἄν δέν κατάφερε πρίν ἀπό τή συγκατάθεση νά τόν ὑπερνικήσει, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τοῦ νοῦ του, πῶς μᾶς λέει τώρα ὅτι θά μπορέσει νά τό κάνει αὐτό μετά τήν πράξη;
Βάλτο καλά στό νοῦ σου: Ἄν ἤθελες καί πρίν ἀπό τή συγκατάθεση καί τή διάπραξη τοῦ κακοῦ νά ἀντισταθεῖς, θά σέ βοηθοῦσε ὁ Θεός. Κι ἀκόμα, ὅταν αἰσθανθεῖς μέσα σου ὅτι ἔχεις δεχθεῖ κάποια βοήθεια, νά καταλάβεις βαθιά ὅτι δέν ἔχει ἔρθει ἀπό ἔξωτερική πηγή μέσα σου ἡ Χάρη, ἀλλά ὅτι ἔχει ἐνεργήσει ἡ χάρη πού σοῦ ἔχει δοθεῖ μυστικά κατά τό Βάπτισμα. Καί μάλιστα ἡ Χάρη ἔχει ἐνεργήσει ἀνάλογα μέ τό πόσο ἔχεις ἐσύ μισήσει καί ἀποστραφεῖ τό λογισμό.
Ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό κάθε ἀναγκαστική ἐνέργεια καί ἐμπόδισε τούς λογισμούς νά εἰσέρχονται ἀνενόχλητοι στήν καρδιά, ὥστε ὅσοι δέν εἶναι ἀρεστοί στόν ἄνθρωπο νά ἀποδιώκονται ἄμεσα καί ὅσοι εἶναι καλοδεχούμενοι νά παραμένουν μέσα του ἀνάλογα μέ τό πόσο τούς ἀποδέχεται. Ἔτσι γίνεται φανερή καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό τί ἀκριβῶς ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή προτιμάει τίς δυσκολίες γιά νά κερδίσει τή Χάρη ἤ τούς ἐφάμαρτους λογισμούς γιά νά ἀπολαύσει τήν ἡδονή;
Καί νά μήν μᾶς φανεῖ αὐτό παράξενο, τό ὅτι δηλαδή, δέν συρόμαστε ἀναγκαστικά μόνον ἀπό τά πάθη πού ἀγαπᾶμε. Γιατί ὅπως οἱ κακοί ἔχουν κοινά χαρακτηριστικά ἔτσι καί οἱ ἐπιθυμίες καί οἱ προσβολές τῶν λογισμῶν συνεργάζονται μεταξύ τους καί κάθε μιά συγχρονίζει τήν ἐνέργειά της μέ τήν ἄλλη καί τῆς τήν παραδίδει γιά νά τήν ἐνισχύσει. Μετά ἐπαναλαμβάνεται τό ἴδιο καί ἀπό τή δεύτερη, ἴσως καί ἀναγκαστικά, ἐφόσον εἶναι συγγενής μέ τήν πρώτη καί ἕλκεται βίαια ἀπό αὐτήν λόγω τῆς συνήθειας.
Γιατί ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού, ὄντως γεμᾶτος κενοδοξία, μπορεῖ νά ξεφεύγει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια; Καί ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχοντας ζήσει τρυφηλά θά μπορέσει νά συγκρατηθεῖ μακριά ἀπό τήν πορνεία; Ποιός ἔχοντας παραδώσει τόν ἑαυτό του στήν πλεονεξία, δέν θά σκληρυνθεῖ ἀπό τήν ἀσπλαχνία; Καί πῶς ὅσοι στεροῦνται παρά τή θέλησή τους τό καθετί, δέν θά κυριευθοῦν ἀπό τήν ὀργή καί δέν θά συρθοῦν βίαια ὡς ὑπόδουλοί της.
Πρέπει λοιπόν νά καταλάβουμε καλά ὅτι ἐξαιτίας μας ἐνεργούμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἄν ὅμως ἀκολουθήσουμε τό νόμο τοῦ πνεύματος ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τήν ἀναγκαστική δουλεία. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ὁ νόμος τοῦ Πνεύματος τῆς Ζωῆς, μέ ἐλευθέρωσε ἀπό τό νόμο τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου» (Ρωμ. 8, 2). Ἀπό μᾶς λοιπόν, πού ἔχουμε ἀκούσει καί ἔχουμε διδαχθεῖ τίς ἐπιταγές τοῦ Πνεύματος, ἐξαρτᾶται ἤ νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τό σαρκικό νόμο ἤ νά βαδίσουμε σύμφωνα μέ τόν πνευματικό νόμο. Εἶναι βέβαια ἀδύνατον νά βαδίσουν ἀκολουθώντας τίς ἐπιταγές τοῦ πνεύματος, ἐκεῖνοι πού ἐπιζητοῦν τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων ἤ ὅσοι ἀγαποῦν τή σωματική ἄνεση. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι ἀδύνατον νά ξεπέσουν στή σαρκική ζωή, ὅσοι ἔχουν διαλέξει μέ ὅλη τους τήν καρδιά, τά μέλλοντα ἀγαθά καί ὄχι τά ἐφήμερα. Γι᾿ αὐτό ἐμεῖς πού ἔχουμε ζήσει πολύ στήν πλάνη, πρέπει νά μισήσουμε τόν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἄνεση τοῦ σώματος, μέ τά ὁποῖα μᾶς ξεφυτρώνουν καί χωρίς νά τό θέλουμε, πονηροί λογισμοί. Πρέπει ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας νά ποῦμε στόν Κύριο ἐκεῖνο πού εἶπε καί ὁ Προφήτης Δαυίδ: «Δέν ἔχω μισήσει Κύριε ἐκείνους πού Σέ μισοῦν καί δέν ἔλιωσα σάν τό κερί πολεμώντας τούς ἐχθρούς Σου; Τούς μίσησα μ᾿ ὅλη μου τήν ψυχή, ἔχουν γίνει πιά γιά μένα οἱ χειρότεροι ἐχθροί μου» (Ψαλμ. 138, 21-22).
Πραγματικά ἐχθροί τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ πονηροί λογισμοί, ἐκεῖνοι πού μᾶς ἐμποδίζουν νά ἐφαρμόζουμε τό θέλημά Του. Ἐκεῖνος θέλει «ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά ἔρθουν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας» (Α´ Τιμ. 2, 5), ἐνῶ οἱ λογισμοί προσπαθοῦν μέ ἐπιμονή νά μᾶς πλανήσουν καί νά μᾶς ἐμποδίσουν ἀπό τό δρόμο τῆς σωτηρίας. Γι᾿ αὐτούς ὁ Κύριος ἔχει πεῖ ὅτι δέν προέρχονται ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά ὅτι ἐκπορεύονται ἀπό τήν καρδιά. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς μολύνουν τόν ἄνθρωπο (Ματθ. 15, 18). Εἶναι ὁλοφάνερο βέβαια ὅτι οἱ πονηροί λογισμοί δέν προέρχονται ἀπό τήν πίστη, ἀλλά ἀπό τήν κενοδοξία. Γιατί λέει: «Πῶς εἶναι δυνατόν νά πιστεύετε, τή στιγμή πού δεχόσαστε τή δόξα πού σᾶς προσφέρουν οἱ ἄνθρωποι καί δέν ἐπιζητᾶτε τή δόξα πού χαρίζει ὁ Μόνος Θεός;» (Ἰω. 5, 44).
Ὅταν λοιπόν μισήσουμε τήν κενοδοξία καί ὅλα τά ἀφήνουμε μέ πίστη σ᾿ Αὐτόν, ὅταν ἐπικεντρώσουμε κάθε βαθύ καρδιακό λογισμό καί κάθε ἐλπίδα πρός τόν Ἕνα, τότε γίνεται κάτι ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού ἔγινε στήν ἀρχή πού βαπτιστήκαμε. Τότε ἔγινε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τροφή τοῦ πιστοῦ. Ἔτσι καί τώρα. Μέ τήν ἄρνηση τῶν λογισμῶν καί τήν νοερή ἐλπίδα γίνεται ὁ νοῦς, πού εἶναι καθαρός καί ἑδραιωμένος στήν πίστη, τροφή τοῦ Ἰησοῦ ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Δική μου τροφή εἶναι τό νά κάνω τό θέλημα τοῦ Πατέρα μου» (Ἰω. 4, 34). Καί σύμφωνα μ᾿ ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί νά φθάσουν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας» (Α´ Τιμ 2, 2). Μέ τή λέξη «ἀλήθεια» ἐννοεῖ αὐτή πού τή βρίσκει κανείς μέσα στήν πληρότητα τῆς καρδιακῆς πίστης. Αὐτή δέν προέρχεται ἀπό ἀκούσματα, ἀλλά γεννιέται στήν ψυχή μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη πού δίνει «ὑπόσταση στά ἐλπιζόμενα», ὅπως λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὑπάρχει πίστη πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπό ἀκούσματα» (Ρωμ. 10, 17). Κι ἀκόμα «ὑπάρχει πίστη πού δίνει ὑπόσταση στά ὅσα ἐλπίζουμε» (Ἑβρ. 11, 1).
Ἀβάπτιστος ὅμως καί κενόδοξος δέν θά μπορέσει ποτέ νά φτάσει στήν ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Πρῶτα λοιπόν πρέπει κανείς νά βαπτιστεῖ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μέ τό Βάπτισμα τοῦ δίδεται ἡ Χάρη μυστικά καί παραμένει μέσα του, χωρίς νά εἶναι ἐξωτερικά αἰσθητή.
Στή συνέχεια, ὅσο ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ τίς ἐντολές καί διατηρεῖ τήν θεϊκή ἐλπίδα, τόσο ἡ Χάρη ἀποκαλύπτεται. Ἔτσι ὅπως λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή, φανερώνεται σ᾿ ὅσους ἔχουν πίστη στόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Ἐκεῖνος πού πιστεύει σέ Ἐμένα θά τρέξουν ἀπό τήν κοιλιά του ποτάμια ζωντανοῦ νεροῦ». Κι αὐτό τό ἔλεγε ἀκριβῶς ἐννοώντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβουν ὅσοι θά πίστευαν σ᾿ Αὐτόν (Ἱωάν. 7, 38-39).
Γι αὐτό κι ἐμεῖς τώρα, πιστεύουμε ὅτι μέ τό Βάπτισμα ἔχουμε μυστικά δεχτεῖ τόν καθαρισμό καί τήν ἐλευθερία, γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Τώρα ἔχετε λουστεῖ, ἔχετε δικαιωθεῖ, ἔχετε καθαριστεῖ» (Α´ Κορ. 6, 11). Αὐτά τά γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Κορινθίους οἱ ὁποῖοι, δέν εἶχαν ἀκόμα καθαριστεῖ ἐγκαταλείποντας τούς λογισμούς καί στηρίζοντας τόν ἑαυτό τους στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶχε ἐπίσης ἁγιαστεῖ ἡ καρδιά τους, μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά ζοῦσαν ἀκόμα στήν κακία, στήν ἀδικία, στήν κλεψιά, καί μάλιστα αὐτά τά ἔκαναν στούς ἀδελφούς τους. Μέ αὐτό ἤθελε ὁ Ἀπόστολος νά κάνει φανερό ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν βαπτιστεῖ, ἔχουν δεχθεῖ βεβαίως, σύμφωνα μέ τή δωρεά τοῦ Χριστοῦ, τόν καθαρισμό κατά τρόπο μυστικό. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς ὀλιγοπιστίας, καθένας ἐνεργεῖται ἀπό τήν ἐπιθυμία του καί ἕλκεται καί παρασύρεται πρός τήν ἁμαρτία, καθώς εἶναι γραμμένο στήν Ἁγία Γραφή: «Μετά ἡ ἐπιθυμία συλλαμβάνει καί γεννάει τήν ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία, ὅταν συντελεστεῖ γεννάει τό θάνατο» (Ἰακ. Ι, 14-15).
Ἔτσι λοιπόν ἀπό τήν προσωπική τοῦ καθενός ἐπιθυμία γεννιέται ἡ «κατά διάνοιαν» ἁμαρτία. Ἀπό αὐτή πάλι, ὡς φυσικό ἀποτέλεσμα, γεννιέται ἡ ἀντίστοιχη ἔμπρακτη πτώση, τήν ὁποία ἡ Ἁγία Γραφή ὀνόμασε θάνατο. Τό ὅτι λοιπόν, ἀπό τό Βάπτισμα γεννιέται μέσα μας ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Ὁποία μᾶς διδάσκει τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, ὅπως καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε, μπορεῖς νά τό διδαχθεῖς πάλι καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τά γεγονότα (Ἰωάν. 16, 13).
Νά δές, τί ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τί εἶπε ὁ μακάριος Ἀπόστολος Πέτρος, καθώς ἀπευθυνόταν στό πλῆθος: «Νά μετανοήσετε καί νά βαπτιστεῖ καθένας σας στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες σας καί νά λάβετε τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Πράξ. 2, 28). Ὥστε ἄν κάποιος ἀπιστήσει, ἀμέσως ἐξουσιάζεται ἀπό τήν ἁμαρτία.
Νά, δέστε κι αὐτούς τούς δώδεκα ἄνδρες στήν Ἔφεσσο πού βαπτίστηκαν χωρίς νά ἔχουν πρίν πιστέψει, πῶς τούς ἐλέγχει ὁ Ἀπόστολος λέγοντας: «Λάβατε Ἅγιο Πνεῦμα ὅταν πιστέψατε; Κι αὐτοί τοῦ ἀπάντησαν: Ἐμεῖς οὔτε κάν ἔχουμε ἀκούσει ὅτι ὑπάρχει Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ὁ Ἀπόστολος τούς εἶπε: Σέ ποιοῦ τό ὄνομα ἔχετε βαπτιστεῖ; Κι ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: Στό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη. Τότε τούς εἶπε ὁ Παῦλος: Ὁ Ἰωάννης βάπτιζε βάπτισμα μετανοίας, κι ἔλεγε στό λαό νά πιστέψει σ᾿ Ἐκεῖνον πού ἔρχεται μετά ἀπό αὐτόν, δηλαδή στόν Ἰησοῦ. Ὅταν ἐκεῖνοι τό ἄκουσαν αὐτό, τότε βαπτίστηκαν στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καί στή συνέχεια, ἀφοῦ ὁ Παῦλος ἀπόθεσε ἐπάνω τους τά χέρια του, ἦρθε σ᾿ αὐτούς τό Ἅγιο Πνεῦμα» (Πράξ. 19, 2-6).
Ἄραγε πείστηκες τουλάχιστο μ᾿ αὐτά ὅτι, ἀμέσως μέ τό Βάπτισμα δίνεται τό Ἅγιο Πνεῦμα σ᾿ αὐτούς πού εἶναι στερεωμένοι στήν πίστη, ἐνῶ στούς ἄπιστους ἤ κακόπιστους καί στούς ἀβάπτιστους δέν δίδεται; Τό ὅτι ἀσφαλῶς ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι πού λυποῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί πού τό σβήνουμε μέσα μας, μπορεῖτε νά τό μάθετε ἀπό τόν Ἀπόστολο πού λέει: «Τό Πνεῦμα μή τό σβήνετε. Τήν προφητεία μήν τήν περιφρονεῖτε» (Α´ Θεσ. 5, 19) Καί πάλι: «Μήν λυπεῖτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, μέ τό Ὁποῖο εἴμαστε σφραγισμένοι γιά τήν ἡμέρα τῆς ἀπολύτρωσης» (Ἐφ. 4, 30).
Αὐτές τίς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς τίς ἀναφέρουμε ὄχι γιά νά σᾶς ποῦμε ὅτι κάθε ἄνθρωπος πού βαπτίζεται καί δέχεται τή Χάρη, παραμένει καί στή συνέχεια σταθερός στήν ἀρετή καί συνεπῶς δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τή μετάνοια, ἀλλά γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα μας δίνεται τέλεια μέ τό Βάπτισμα, ὡς δωρεά τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά τηρήσουμε ὅλες τίς ἐντολές. Ἄν λοιπόν καθένας πού τήν δέχεται δέν ἐργάζεται τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, αὐτός κατά τό μέτρο πού ὑστερεῖ στήν ἀρετή, κατά τό ἴδιο μέτρο ἐνεργεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία βέβαια δέν εἶναι ἐκείνη τοῦ προπάτορα Ἀδάμ, ἀλλά τοῦ ἀνθρώπου πού ἀμελεῖ. Γιατί ἐνῶ ἔχει δεχθεῖ τή δύναμη γιά νά ἐργαστεῖ τίς ἐντολές, δέν τήν ἐνεργοποιεῖ. Αὐτή ἡ ἔλλειψη φυσικά, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπιστίας. Καί ἡ ἀπιστία δέν εἶναι βέβαια ἄλλου ἁμαρτία, ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ ἄπιστου. Κι αὐτή ἡ ἀπιστία γίνεται μητέρα καί εἰσαγωγή γιά κάθε εἶδος ἁμαρτία.
Εἴτε λοιπόν ἐπιθυμοῦμε νά φτάσουμε γρήγορα στήν τελειότητα, εἴτε μέ βραδύτερο ρυθμό, ὀφείλουμε νά πιστεύσουμε μέ ὅλη τήν ψυχή μας στόν Χριστό καί νά ἐργαζόμαστε ὅλες τίς ἐντολές, ἐφόσον ἀπό τόν Ἴδιο ἔχουμε δεχθεῖ αὐτή τή δύναμη. Κι ἄν κάνουμε ἔτσι τότε δέν θά ὑστερήσουμε, προσπαθώντας νά ἐφαρμόσουμε τίς ἐπιμέρους ἐντολές, ἀλλά θά ἐργασθοῦμε στό σύνολό τους, τήν περιεκτική ἐντολή τῆς πίστεως. Καί ἔτσι γρήγορα θά ὁλοκληρώσουμε τό ἔργο μας φτάνοντας στό σκοπό μας. Γιατί ὑπάρχουν κεφαλαιώδεις ἐντολές πού περικλείουν πλῆθος ἄλλων ἐντολῶν.
Αὐτό μόνο τόν ἀγώνα χρωστᾶμε ἐμεῖς, δηλαδή νά παλαίψουμε ἐνάντια στήν ἀπιστία μας καί νά μήν ἀμελήσουμε τήν ἐφαρμογή τῶν περιεκτικῶν ἐντολῶν, μέ τίς ὁποῖες ἀποκαλύπτεται ἐνεργητικά ἡ Χάρη πού μᾶς ἔχει δοθεῖ, πράγμα τό ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εὔχεται νά συμβεῖ καί σ᾿ ἐμᾶς καί λέει: «Γι᾿ αὐτό τό σκοπό γονατίζω καί παρακαλῶ τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά σᾶς δώσει ὁ Κύριος νά ἐνισχυθεῖτε μέ δύναμη διά τοῦ Πνεύματός Του στόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο, γιά νά κατοικήσει διά τῆς πίστεως ὁ Χριστός στίς καρδιές σας, κι αὐτό νά τό βιώνετε ἔντονα καί συνειδητά» (Ἐφ. 3, 14-17).
Καιρός ὅμως εἶναι νά ἐπιβεβαιώσουμε, ὅπως εἴπαμε καί πρίν, αὐτή τή μαρτυρία μέ διάφορα γεγονότα. Νά δέστε, κατά τό μέτρο πού ἐμεῖς πιστεύουμε καί ἐργαζόμαστε τίς ἐντολές, κατά τό ἴδιο μέτρο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει μέσα μας τούς καρπούς Του. «Οἱ δέ καρποί τοῦ Πνεύματος» σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Παῦλο, εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστης, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). Ποιός λοιπόν βαπτισμένος στερεῖται κάποιας γεύσης ἀπό αὐτά τά χαρίσματα, γιά νά ἀρνηθεῖ ὅτι ἔχει λάβει τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τό Βάπτισμα; Καί ποιός πάλι, ἐμφορεῖται καθημερινά καί ἀδιάλειπτα ἀπό αὐτούς τούς καρπούς, χωρίς νά ἔχει ἐργαστεῖ τίς ἐντολές, γιά νά μπορεῖ νά πεῖ ὅτι εἶμαι τέλειος καί ἄτρεπτος; Αὐτό λοιπόν σημαίνει ὅτι, ἐνῶ ἡ Χάρη εἶναι τέλεια, ἐμεῖς ἐπειδή δέν τηροῦμε τίς ἐντολές, δέν εἴμαστε τέλειοι. Σημαίνει ἀκόμα ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι τέλειο, ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε ἀτελεῖς ἀναφορικά μ᾿ αὐτό.
Ἐσύ λοιπόν ἄνθρωπέ μου, πού εἶσαι βαπτισμένος στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κατάθεσε μονάχα τήν ἐργασία, γιά τήν ὁποία βέβαια ἔχεις λάβει τή δύναμη. Κι ἄν ἔτσι κάνεις, ὁ Κύριος θά σοῦ ἐμφανίσει τόν ἑαυτό Του μέ τρόπο πνευματικό, σύμφωνα μέ ὅσα ἔχει ὁ Ἴδιος ὑποσχεθεῖ καί ὅπως Ἐκεῖνος γνωρίζει. «Τό Κύριος σημαίνει τό Πνεῦμα καί ὅπου εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει ἐλευθερία» (Β´ Κόρ. 3, 17). Καί τότε θά καταλάβεις τί σημαίνει αὐτό πού λέει: «Ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν βρίσκεται μέσα μας» (Λουκ. 17, 21). Πρέπει ὁπωσδήποτε νά γνωρίζετε ὅτι, ἐφόσον οἱ ἐπί μέρους ἐντολές ἀποτελοῦν μέρος τῶν γενικῶν ἐντολῶν, ὅταν ἐφαρμόζονται οἱ γενικές ἐντολές, ἐκπληρώνονται συγχρόνως καί οἱ ἐπί μέρους. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ὀνομάζονται καί γενικές. Ἐκεῖνοι πού ἐφαρμόζουν ὁρισμένες μόνον ἐντολές, ἀνάλογα μέ τήν ἐργασία τους εἰσέρχονται στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὅσοι ὅμως θέλουν νά φθάσουν στήν τελειότητα, ὀφείλουν νά τηροῦν ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ἐντολές.
Περιεκτική ὅλων τῶν ἐντολῶν εἶναι ἡ «ἄρνηση τῆς ψυχῆς» (Λουκ. 14, 26 καί Ἰωάν. 12, 25) κι αὐτό εἶναι ἕνας εἶδος θανάτου. Καί ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ζεῖ κανείς σύμφωνα μέ τό σαρκικό φρόνημα, δέν ἐκπληρώνει αὐτή τήν ἐντολή (δέν νεκρώνει τόν ἑαυτό του), ἔτσι καί μέχρι πού νά φθάσει στό σωματικό θάνατο, δέν μπορεῖ νά παραμένει ἄτρωτος ἀπό τίς προσβολές τοῦ πειρασμοῦ, λόγω τῆς ἔλλειψης πού προαναφέραμε.
Ἄν λοιπόν κάποιος πιστός, ὁ ὁποῖος ἔχει πολιτευθεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἔχει ἀποκτήσει μιά σχετική πνευματική ἱκανότητα, νά εἶναι βέβαιος ὅτι ἔχει ἀποκτήσει αὐτή τήν ἐνέργεια, γιατί μέ τό Βάπτισμα ἔχει δεχθεῖ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Καί δέν ἐννοῶ μόνον τά κρυφά καί πνευματικά χαρίσματα, ἀλλά καί τίς φανερές ἀρετές.
Κανένας ἀπ᾿ ὅσους ἔχουν ἀποκτήσει τίς ἀρετές, ἄς μή νομίσει ὅτι μέ μόνη τή δική του δύναμη ἔχει καταφέρει κάτι καλό. Γιατί λέει ὁ Θεός Λόγος: «Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος», δέν προσφέρει κάποιο ἀγαθό γεννημένο ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο, ἀλλά τό προσφέρει «ἀπό τόν ἀγαθό θησαυρό τῆς καρδιᾶς του» (Λουκ. 6, 45). Λέγοντας «θησαυρό» ἐννοεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Ὁποῖο βρίσκεται κρυμμένο βαθιά μέσα στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μοιάζει μέ θησαυρό κρυμμένο σέ χωράφι, τόν ὁποῖο κάποιος ἄνθρωπος, ὅταν τόν βρῆκε, τόν ἔκρυψε, καί πῆγε, πούλησε ὅ,τι εἶχε καί ἀγόρασε τό χωράφι ἐκεῖνο» (Ματθ. 13, 44). Αὐτή ἡ Παραβολή εἶναι πολύ ταιριαστή μέ ὅσα ἔχουμε πεῖ μέχρι στιγμῆς. Γιατί ἐκεῖνος πού ἔχει καταλάβει καλά ὅτι ἀπό τό Βάπτισμα ἔχει μέσα του κρυμμένο τόν Χριστό, ἐγκαταλείπει, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος, ὅλα τά ἐγκόσμια πράγματα καί παραμένει κλεισμένος στήν καρδιά του, φυλάγοντάς την μέ κάθε τρόπο κατά πάντα καθαρή καί ἀποζητάει, ὅπως λένε οἱ Παροιμίες, τήν ἔξοδό του ἀπό αὐτή τή ζωή.
Γι᾿ αὐτό, μήν ἔχετε τήν ἐντύπωση ὅτι μέ τούς δικούς σας ἀγῶνες θά ἐξαλείψετε ἀπό μέσα σας τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, οὔτε βέβαια καί τίς ἁμαρτίες πού ἔχετε κάνει μετά τό Βάπτισμα. Αὐτό γίνεται μονάχα διά τοῦ Χριστοῦ. Γιατί «Ἐκεῖνος εἶναι πού ἐργάζεται μέσα σας καί τό νά θέλετε καί τό νά ἐνεργεῖτε σύμφωνα μέ τό θέλημά Του γιά τή σωτηρία σας» (Φιλ. 2, 13). Καί πρόσθεσε καί τό «σύμφωνα μέ τό θέλημά Του γιά τή σωτηρία σας», θέλοντας ἔτσι νά δείξει ὅτι ἡ πνευματική αὔξηση καί ἡ κατάκτηση τῶν ἀρετῶν ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. Καί πάλι λέγοντας «χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε τίποτε νά κάνετε» (Ἰωάν. 15, 5), ἐπίσης «δέν μέ διαλέξατε ἐσεῖς ἀλλά ἐγώ σᾶς διάλεξα» (Ἰωάν. 15, 5), ὁδηγεῖ στήν ἴδια ἔννοια. Ἴσως θά ἔπρεπε ἔτσι νά κατανοήσουμε καί ἐκεῖνο πού λέει «ὅλα ἔγιναν δι᾿ Αὐτοῦ καί χωρίς Αὐτόν δέν ἔγινε τίποτα, ἀπ᾿ ὅσα ἔγιναν» (Ἰωάν. 1, 3), ἐφόσον μέσα σ᾿ αὐτό τό «ὅλα» συμπεριλαμβάνονται καί τά δικά μας, καθώς ἐπίσης καί τό: «Κανένας δέν ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, παρά δι᾿ ἐμοῦ» (Ἰωάν. 14, 6). Γι᾿ αὐτό καί ὁ Προφήτης δέν εἶπε «ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ θά φέρουν οἱ βασιλεῖς δῶρα» (πού ἦταν φυσικό καί πού συνηθιζόταν), ἀλλά τό ἀκριβῶς ἀντίθετο: «Ἀπό τό ναό σου θά προσφέρουν οἱ βασιλεῖς δῶρα στήν Ἱερουσαλήμ» (Ψαλ. 67, 30). Κι αὐτό γιατί, ὁ βασιλιάς νοῦς δέχεται ἀρχικά ἀπό τόν Χριστό πού κατοικεῖ μέσα, βαθιά στήν καρδιά, ὅ,τι καλό καί ἀγαθό καί μετά τό ἐφαρμόζει καί τό ἐκφράζει μέ τήν ἐνάρετη ζωή. Αὐτή τήν ἐνάρετη ζωή τήν ἀποκάλεσε Ἱερουσαλήμ. Μετά, ἀφοῦ κάνει πράξη καί ζωή ὅ,τι καλό ἔχει δεχθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ἀντιπροσφέρει τήν ἐνάρετη πολιτεία διά τῶν καλῶν λογισμῶν, σ᾿ Ἐκεῖνον πού εἶναι ὁ Δωρεοδότης καί Εὐεργέτης. Αὐτά βέβαια τά εἴπαμε ὄχι γιατί θέλουμε νά ἀποκλείσουμε τά μελλοντικά ἀγαθά, ἀλλά ἐπειδή θέλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἔχουμε δεχθεῖ τή δύναμη τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν καί ἔτσι ἔχουμε ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Ὠφείλουμε λοιπόν νά ἐργαζόμαστε τίς ἐντολές. Γιατί ἐάν δέν ἐργαζόμαστε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ Χάρη πού μᾶς ἔχει δοθεῖ.
Πῶς θά μπορούσαμε ἀλήθεια, ἐμεῖς πού μέ τήν ἁμαρτία ἔχουμε νεκρωθεῖ, νά ἐργαζόμαστε μέ μόνες τίς δυνάμεις μας τό ἀγαθό, ἄν δέν μᾶς εἶχε ζωοποιήσει ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, μέ τό λουτρό τῆς ἀναγέννησης καί δέν μᾶς εἶχε χαρίσει τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Ἄς ἐννοήσουμε λοιπόν ὅτι μᾶς ἔχει δωρηθεῖ τέλεια ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νά μποροῦμε νά ἐκπληρώνουμε ὅλες τίς ἐντολές. Αὐτή μᾶς χαρίζει τήν πνευματική μας πρόοδο «ἐν Χριστῶ» καί ἐνδυναμώνει ὅσους συνεργάζονται μέ Αὐτήν ὅπως καί πρίν εἴπαμε, «μέχρι νά φθάσουμε ὅλοι στήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς πλήρους γνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἕως ὅτου αὐξηθοῦμε, σέ τέλειο ἄνδρα καί ἀποκτήσουμε τό μέτρο τῆς πνευματικῆς πληρότητας τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13).
Ἐρώτηση (6η)
Ἐκεῖνος λοιπόν πού βαπτίζεται, Ποιόν δέχεται μέσα του κατά τρόπο μυστικό; Τό Χριστό ἤ τό Ἅγιον Πνεῦμα;
Ἀπάντηση (6η)
Δεχόμαστε μέσα μας διά τοῦ Βαπτίσματος τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπειδή ὅμως λέγεται καί Πνεῦμα Θεοῦ καί Πνεῦμα Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό καί διά τοῦ Πνεύματος δεχόμαστε καί τόν Πατέρα καί τόν Υἱό.
Ἐρώτηση (7η)
Τότε λοιπόν τό Πνεῦμα εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς;
Ἀπάντηση (7η)
Μέ αὐτό πού λέμε δέν ἐννοοῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα ὑπάρχει σέ Ἕνα Πρόσωπο, ἀλλά ἐπειδή τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν ὑπάρχει ξέχωρα ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζοντας τό Ἅγιον Πνεῦμα κατά τή Θεότητά Του, ὁμολογοῦμε συγχρόνως τήν Ἁγία Τριάδα. Ὅπως λοιπόν στόν Πατέρα ὑπάρχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα καί ἐπίσης στόν Υἱό, ὑπάρχει ὁ Πατέρας καί τό Πνεῦμα, ἔτσι στό Πνεῦμα ὑπάρχει ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι συγχέονται οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ἀλλά ὅτι περιχωροῦνται καί ἑνώνονται μέ τήν ἴδια θέληση τῆς θεότητος. Ὥστε κι ἐμεῖς, εἴτε τόν Πατέρα, ὡς ξέχωρο Πρόσωπο ὀνομάζουμε, εἴτε τόν Υἱό, εἴτε τό Πνεῦμα, μέ τό Ἕνα αὐτό Πρόσωπο πού ὀνομάζουμε, ὁμολογοῦμε τήν Ἁγία Τριάδα, γιά τό λόγο πού τώρα ἀναλύσαμε.
Ἐρώτηση (8η)
Γιατί ἡ Ἁγία Γραφή λέει ὅτι ἡ Ἱερουσαλήμ εἶναι οὐράνια, ἐνῶ ἐσύ εἶπες ὅτι αὐτή βρίσκεται στήν καρδιά;
Ἀπάντηση (8η)
Ὄχι μονάχα ἡ Ἱερουσαλήμ, ἀλλά κι ὅλα τά ἀγαθά πού πρόκειται, μετά τήν κοινή ἀνάσταση, νά ἀπολαύσουν οἱ δίκαιοι, γνωρίζουμε ὅτι εἶναι οὐράνια. Αὐτῶν ὅμως ὁ ἀρραβῶνας καί ἡ πρόγευση ἐνεργοῦν ἀπό τώρα πνευματικά. Ἔτσι, παίρνοντας ἀπό αὐτά κάποια γεύση γιά τά μέλλοντα, νά καταφρονήσουμε ὅλα τά ἐφήμερα καί νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό μέχρι θανάτου. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος δέν εἶπε «θά προσέλθετε» ἀλλά «ἔχετε ἤδη προσέλθει στό ὄρος Σιών καί στήν ἐπουράνια Ἱερουσαλήμ τήν πόλη τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. 2, 22). Ἔχουμε γίνει δεκτικοί ὅλων αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε, ἀλλά ἀξιώνονται νά τά προσλάβουν μονάχα ὅσοι εἶναι ἑδραιωμένοι στήν πίστη, ἐκεῖνοι πού γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πεθαίνουν καθημερινά. Αὐτό σημαίνει ὅτι ξεπερνοῦν κάθε νόημα καί ἔννοια πού ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή τή ζωή. Φτάνουν ἐκεῖ μόνον, ἐκεῖνοι πού δέν βάζουν στό λογισμό τους τίποτα ἄλλο παρά μονάχα, πότε θά ἀξιωθοῦμε νά φτάσουμε στήν τέλεια ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς «βαθείας καρδίας», ὅπου πρόδρομος ἔχει ἤδη μπεῖ ὁ Χριστός. Αὐτό ἀκριβῶς ζητοῦσε ἀπό τίς ἀρχές καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔλεγε: «Τρέχω μήπως καί καταφέρω νά κάνω δικό μου, ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο ὁ Χριστός μέ ἔκανε δικό Του», δηλαδή νά ἀγαπήσω Ἐκεῖνον ἀπό τόν Ὁποῖον ἀγαπήθηκα (Φιλ. 3, 12). Κι ἀφοῦ ἀπέκτησε ὁ Ἀπόστολος αὐτή τήν ἀγάπη, δέν καταδεχόταν νά φέρει στό νοῦ του τίποτα ἄλλο, οὔτε τά θλιβερά τοῦ γήινου σώματος, οὔτε τά θαύματα τῆς κτίσεως, ἀλλά παραιτήθηκε σχεδόν ἀπό κάθε ἔννοια καί δέν καταδέχτηκε οὔτε γιά μιά στιγμή νά στερηθεῖ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μᾶς ἀποκάλυψε μετά, ὅλα αὐτά, ἀπό τά ὁποῖα εἶχε παραιτηθεῖ ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος, λέγοντας: «Ποιός θά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Θλίψη ἤ στενοχώρια ἤ διωγμός ἤ πεῖνα ἤ γυμνότητα ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;» καί τά ἑξῆς. Καί στή συνέχεια: «Εἶμαι σίγουρος ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή» καί τά ἑξῆς. Καί πάλι: «Οὔτε κανένα ἄλλο δημιούργημα θά μπορέσει νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη πού μᾶς ἀπεκάλυψε διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας» (Ρωμ. 8, 39). Δέν τόν ἀποδεχόταν μέ καμιά δύναμη τό χωρισμό αὐτό. Τό μόνο πού διαρκῶς ἐπιθυμοῦσε ἦταν τό νά παραμένει μέσα σ᾿ αὐτήν.
Ἐρώτηση (9η)
Πῶς εἶπες προηγουμένως ὅτι μέσα μας ἐνοικεῖ κατά τέλειο τρόπο τό Ἅγιον Πνεῦμα;
Ἀπάντηση (9η)
Λέγοντας ἕνα ἀρχικό μέρος, δέν ἐννοῶ βέβαια, ἕνα τμῆμα ἀπό τό σύνολο, οὔτε εἰσάγω καμιά ἰδέα γιά χωρισμό τοῦ Πνεύματος, γιατί Ἐκεῖνο οὔτε χωρίζεται οὔτε ἀλλοιώνεται. Τό εἶπα αὐτό γιά νά φανερώσω τή δική μας χωρητικότητα. Γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά χωρέσει μέσα μας ὅλη ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρά μονάχα μέ τήν βίωση τῆς τέλειας ἐντολῆς, ἐφόσον ὁ θάνατος γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό μοιάζει μέ τόν ἥλιο πού ὄντας τέλειος ξαπλώνει τήν Χάρη του ἁπλά, τέλεια καί ἴσα πρός ὅλους. Καθένας λοιπόν, ἀνάλογα μέ τό πόσο ἔχει καθαρά τά μάτια, τόσο φῶς καί προσλαμβάνει ἀπό ἐκεῖνο πού προσφέρεται σέ ὅλους. Ἔτσι λοιπόν εἶναι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἔχει κάνει ὅσους πιστεύουν σ᾿ Αὐτό, δεκτικούς ὅλων τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν δωρεῶν διά τοῦ Βαπτίσματος. Οἱ δωρεές αὐτές δέν ἐνεργοῦν σέ ὅλους κατά τό ἴδιο τρόπο καί μέγεθος, ἀλλά ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τοῦ καθενός, καί σύμφωνα μέ τό πόσο ἔχει καθένας ἐργαστεῖ τίς ἐντολές. Ἐνεργοῦν δέ τόσο, ὅσο γιά νά μαρτυρήσουν γιά τά καλά ἔργα τους καί γιά νά κάνουν φανερή τήν πίστη πού ἔχουν στόν Χριστό. Γι᾿ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ἔστειλε ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Του στίς καρδιές μας κράζοντας δυνατά: «Πατέρα μας ἀγαπημένε» (Γαλ. 4, 6). Καί ἐπίσης λέει: «Αὐτό τό Πνεῦμα συνομολογεῖ μέ τό πνεῦμα μας, ὅτι εἴμαστε παιδιά τοῦ θεοῦ» (Ρωμ. 8, 16).
Πάνω στό ὅτι, κανένας μόνος του δέν εἶναι δυνατόν νά βγάλει ἀπό μέσα του τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά μονάχα ὁ Χριστός μπορεῖ αὐτό νά τό κάνει καί πάντα, ἀνάλογα μέ τήν πίστη πού ἔχει πρός Αὐτόν ὁ ἄνθρωπος, ἄκουσε τόν Ἀπόστολο πού λέει: «Ὁ Χριστός πέθανε γιά τίς ἁμαρτίες μας σύμφωνα μέ τίς Γραφές» (Α´ Κορ. 15, 3). Καί πάλι: «Ὁ Θεός φανερώνει τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς μέ τό ὅτι, ἐνῶ εἴμαστε ἀκόμα ἁμαρτωλοί, ὁ Χριστός πέθανε γιά χάρη μας» (Ρωμ. 5, 8). Ἐπίσης: «Ταφήκαμε μαζί μέ τόν Χριστό διά τοῦ Βαπτίσματος, ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ζήσουμε πιά μιά καινούργια ζωή» (Ρωμ. 6, 4) καί τά ἑξῆς. Ἀκόμα λέει: «Ἐκεῖνος πού πέθανε ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία» (Ρωμ. 6, 9) καί ὅτι «μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ εἴσαστε σωσμένοι διά τῆς πίστεως καί ὄχι ἀπό τά ἔργα σας, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά καυχηθεῖ» (Ἐφεσ. 2, 8). Καί πάλι: «Κάποτε εἴσασταν σκοτεινοί, τώρα ὅμως εἴσαστε φῶς μέ τόν Κύριο καί διά τοῦ Κυρίου. Νά συμπεριφερόσαστε σάν παιδιά τοῦ φωτός» (Ἐφεσ. 5, 8). Ἐπίσης λέει: «Ἐμεῖς δέν εἴμαστε παιδιά τῆς δούλης, ἀλλά τῆς ἐλεύθερης. Στήν ἐλευθερία πού σᾶς χάρισε ὁ Χριστός, νά παραμένετε σταθεροί καί ἑδραιωμένοι» (Γαλ. 4, 31-5, 1). Καί πάλι λέει: «Νά ζεῖτε σάν ἄνθρωποι ἐλεύθεροι καί νά μήν χρησιμοποιεῖτε τήν ἐλευθερία σάν κάλυμμα τῆς κακίας» (Α´ Πετρ. 3, 16).
Βλέπεις ὅτι αὐτά πού σύ τά λές ἀγῶνα γιά τήν ἀποκοπή τῆς ἁμαρτίας, ἡ Ἁγία Γραφή τά ὀνομάζει ἔργα καινούργιας ζωῆς, ἐλευθερίας καί φωτός; Φανερώνει μάλιστα καί τίς παρεκτροπές τῆς ἐλεύθερης θέλησης, τίς ὁποῖες ἐσύ θεωρεῖς ὅτι εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Γιατί λέει: «Νά ἔχουμε τήν ἐλευθερία ὡς ἐπικάλυμμα τῆς κακίας» καί, «νά μήν λυπεῖτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο» (Ἐφεσ. 4, 30) καί «νά κάνουμε τό θέλημα τῆς σάρκας καί τῶν λογισμῶν» (Ἐφεσ. 2, 3) καί «ἐνῶ ἀρχίσατε πνευματικά θέλετε τώρα νά τελειώσετε σαρκικά» (Γαλ. 3, 3) καί «δέν εἴμαστε ὀφειλέτες στή σάρκα, γιά νά ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τῆς σάρκας» (Ρωμ. 8, 12).
Γνωρίζοντας λοιπόν ἡ Ἁγία Γραφή, αὐτά καί ὅλα τά σχετικά, ὅτι δηλαδή, τό νά κάνουμε κάτι ἤ ὄχι, ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἀπό ἐμᾶς, δέν κατηγορεῖ τόν Σατανᾶ, οὔτε τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά μέμφεται ἐμᾶς. Ἄν μάλιστα θέλεις νά ἀκούσεις προσεκτικά, θά σοῦ πῶ καί τό σπουδαιότερο ἀπό ὅλα.
Ἐσύ ἰσχυρίζεσαι ὅτι οἱ λογισμοί εἶναι μετασχηματισμένη ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά νά πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος φανερά καί ξεκάθαρα θεωρεῖ ἐμᾶς ἀποκλειστικά ὡς αἴτιους, γι᾿ αὐτή τήν ἐκτροπή τοῦ νοῦ, καί μᾶς κατηγορεῖ λέγοντας: «Νά μήν συμπνευματιζόσαστε καί νά μήν συμμορφωνόσαστε μέ τή νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά νά μεταμορφωνόσαστε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας» (Ρωμ. 12, 2).
Ἄν λοιπόν δέν εἶναι αὐτά ὅλα ἔργα τῆς δικῆς μας θέλησης, ἀλλά τῆς τυρανικῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ καί ἐπιπλέον κατάλοιπο τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ, τότε γιατί κατηγορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή, ἐμᾶς πού ἀκούσια ἐνεργούμαστε ἀπό τήν ἁμαρτία καί τυρανούμαστε ἀπό τό Σατανά; Μήπως πρόκειται καί χωρίς νά φταῖμε, νά κολαστοῦμε; Ἤ μήπως εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔχει δώσει ἐντολές πού ξεπερνᾶνε τή φύση καί μᾶς ζητάει πράγματα ἔξω ἀπό τή φύση μας καί πάνω ἀπό τή δύναμή μας; Ὄχι βέβαια, δέν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μή γένοιτο! Γιατί θά σέ ρωτήσω κι ἐγώ μέ τή σειρά μου καί ἀπάντησέ μου. Ὠφείλουμε νά προσφέρουμε στό Θεό καθημερινά ὅση εὐσέβεια ἐπιτρέπουν οἱ φυσικές μας δυνάμεις, ναί ἤ ὄχι;
Σίγουρα θά μοῦ πεῖς «ναί», ἐπειδή μᾶς τό ἔχει χαρίσει αὐτό ὁ θεός ἐκ φύσεως καί μᾶς ἔχει δώσει, ἀνάλογες μέ τίς δυνάμεις μας, ἐντολές. Ἄν λοιπόν Τοῦ προσφέρουμε σήμερα κάτι, πού εἶναι ἡ καθημερινή ὀφειλή μας, ἀπόδειξέ μου, ποιά εἶναι ἡ ἀνταπόδωση τῆς παλιᾶς ἁμαρτίας, τῆς δικῆς σου ἤ τοῦ Ἀδάμ; Ἐγώ ὅμως σέ βεβαιῶ, ὅτι ὄχι μόνον αὐτό δέν μπορεῖς νά μοῦ ἀποδείξεις, ἀλλά οὔτε ὅτι ἔχεις κάνει σήμερα αὐτό πού ὄφειλες νά εἶχες κάνει, ὡς καθημερινό σου καθῆκον. Καί ἀπό ποῦ φαίνεται αὐτό; Ἀπό τό ὅτι δέν παραμένεις ἀναλλοίωτος στήν ἐργασία αὐτῶν τῶν ἐντολῶν. Γιατί ὅσο πιό πολύ προοδεύσεις στήν ἀρετή σήμερα, τόσο περισσότερο ἐλέγχεσαι ὅτι εἶσαι χρεώστης γιά τήν περασμένη ἡμέρα, ἐφόσον μέ τήν σημερινή σου πρόοδο ἀπέδειξες ὅτι, μποροῦσες νά κάνεις κάτι περισσότερο, ἀπό αὐτό πού εἶχες κάνει τήν προηγούμενη,. Μέ τήν σημερινή προκοπή ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ χθεσινή ἔλλειψη δέν ὀφειλόταν στήν ἀδυναμία τῆς φύσης. Ἡ ἔλλειψη εἶναι οὐσιαστικά, ἀπουσία πρόθεσης καί θέλησης καί γι᾿ αὐτό μᾶς νικάει ἡ ἁμαρτία.
Ἐρώτηση (10η)
Ἄς ποῦμε ὅτι αὐτά εἶναι ἔτσι. Ἐγώ ὅμως ἕνα ξέρω. Ἄν δέν ἁμάρτανε ὁ Ἀδάμ, ἐγώ δέν θά εἶχα γευθεῖ τήν προσβολή τοῦ κακοῦ.
Ἀπάντηση (10η)
Κι αὐτό πού εἶπες δέν εἶναι σωστό. Γιατί τό νά μήν ἔχει κανείς γευθεῖ τήν προσβολή τοῦ κακοῦ, εἶναι χαρακτηριστικό τῆς ἄτρεπτης φύσης καί ὄχι τῆς ἀνθρώπινης. Ἐμεῖς ὅμως καί ὁ Ἀδαμ ἔχουμε τήν ἴδια φύση. Ἔπρεπε κι ἐκεῖνος νά εἶναι ὅμοιος μ᾿ ἐμᾶς κι ἐμεῖς ὅμοιοι μ᾿ ἐκεῖνον. Ἄς σέ πείσει λοιπόν ἐκεῖνος, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅτι δέν εἶχε κάποια μονομερῆ κλίση στό κακό. Δέν παρέβηκε τήν ἐντολή τοῦ θεοῦ παρακινημένος ἀπό κάποια φυσική ἀνάγκη, ἀλλά ἐπειδή τό θέλησε ὁλόψυχα. Πῶς λοιπόν, ἐκεῖνος ἦταν δεκτικός τῆς προσβολῆς καί τοῦ Σατανᾶ, ἀλλά παράλληλα εἶχε καί τή δυνατότητα νά ὑπακούσει σ᾿ αὐτή ἤ ὄχι, ἔτσι κι ἐμεῖς.
Ἐρώτηση (11η)
Τώρα συμφωνῶ μαζί σου, γιατί δέν ἀρνεῖσαι τήν προσβολή τοῦ Σατανᾶ.
Ἀπάντηση (11η)
Ἐγώ ἀσφαλῶς, οὔτε σ᾿ ὅσα ἔχω μέχρι τώρα πεῖ, τήν ἀρνήθηκα ποτέ. Γιατί ξέρω ὅτι καί ὁ Ἰώβ ἔχει πειραστεῖ ἀπό τό διάβολο καί ὅτι ἡ Γραφή λέει: «Ἡ πάλη μας δέν εἶναι ἐνάντια στούς ἀνθρώπους πού φέρουν σάρκα καί αἷμα, ἀλλά ἐνάντια στίς ἀρχές καί τίς ἐξουσίες, ἐνάντια στούς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐνάντια στά οὐράνια πονηρά πνεύματα» (Ἐφεσ. 6, 12). Καί πάλι: «Ἀντισταθεῖτε στό διάβολο καί θά φύγει μακριά σας» (Ἰάκ. 4, 7). Κι ἀλλοῦ πάλι λέει: «Ὁ ἀντίδικός σας διάβολος, πού ὠρύεται σάν λιοντάρι, περπατάει ζητώντας ποιόν νά καταπιεῖ» (Α´ Πετρ. 5, 8). Ἐπειδή ὅμως ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι δέν εἶναι δικοί μας οἱ πονηροί λογισμοί, ἀλλά κάποιων ἄλλων, ἄλλοτε λέμε, ὅτι αὐτοί εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἄλλοτε νομίζουμε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς κι ἄλλοτε ὅτι εἶναι προσβολή πού προέρχεται ἀπό τό Σατανᾶ. Γι᾿ αὐτό καί θεωροῦμε, ὅτι ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, ἄλλο ὁ Σατανᾶς καί ἄλλο ἡ προσβολή τοῦ Σατανᾶ. Τέλος θεωροῦμε ξέχωρο πράγμα τούς πονηρούς μας λογισμούς, ἔστω κι ἄν αὐτοί ὀφείλονται σέ ἐπιθέσεις τοῦ Σατανᾶ. Γιατί Σατανᾶς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ διαβόλου, αὐτή πού ἐπεχείρησε νά ἐκπειράσει καί τόν Ἴδιο τόν Κύριο. Ἁμαρτία τοῦ πρώτου Ἀδάμ εἶναι ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Προσβολή τοῦ Σατανᾶ εἶναι ἡ ἐπίμονη παρουσία κάποιου πονηροῦ πράγματος, ἡ ὁποία βρίσκει τρόπο νά προσεγγίσει τό νοῦ μας, ἐξαιτίας τῆς ὀλιγοπιστίας μας. Γιατί, ἐνῶ ἔχουμε λάβει ἐντολή νά μή φροντίζουμε ἐναγώνια τίποτα, ἀλλά νά φυλᾶμε προσεκτικά πάντα καί μέ κάθε τρόπο τήν καρδιά μας καί νά ζητοῦμε τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πού βρίσκεται μέσα μας, ἐμεῖς ἀφήνουμε τό νοῦ μας νά ξεφύγει ἀπό τήν καρδιά καί ἀπό τή ζήτηση τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού εἶπαμε προηγουμένως. Τότε ἀμέσως δίνουμε τόπο στό διάβολο, ὥστε αὐτός νά ἐπιτεθεῖ καί γίνεται ἔτσι ὁ νοῦς μας δεκτικός τῆς πονηρῆς ὑποβολῆς.
Οὔτε ὅμως καί τότε ἔχει ὁ διάβολος τήν ἐξουσία νά κινεῖ τούς λογισμούς μας. Γιατί ἄν ἦταν ἔτσι, δέν θά δίσταζε νά μᾶς φορτώσει ἀναγκαστικά κάθε εἴδους κακή σκέψη καί νά μήν μᾶς ἀφήνει νά ἔχουμε καμιά καλή. Ἡ μόνη ἐξουσία πού ἔχει ὁ διάβολος εἶναι, νά μᾶς ὑποβάλλει ἐπίμονα τήν πρώτη σκέψη, ὑποδεικνύοντάς μας τίς πονηρές θεωρίες του, ὥστε νά βάλει σέ πειρασμό τήν βαθιά μας προαίρεση, καί νά ἐπιλέξουμε ἤ νά ρέπουμε σ᾿ ὅσα ἐκεῖνος μᾶς ὑποβάλλει ἤ νά συμορφωθοῦμε μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτά εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους. Γι᾿ αὐτό ἐμεῖς, ἄν εἶναι ἡ ὑποβολή γιά κάτι πού μᾶς ἀρέσει, ἀμέσως στρέφουμε τούς λογισμούς πρός ἐκεῖνο πού ὁ διάβολος μᾶς ὑποβάλλει, καί μέ ἐμπάθεια ἀνοίγουμε νοερά διάλογο μαζί του. Ἄν πάλι ἡ ὑποβολή εἶναι πάνω σέ κάτι πού μισοῦμε, τότε δέν ἐπιτρέπουμε οὔτε πρός στιγμή, νά μείνει μέσα μας, ἀλλά μισοῦμε κι αὐτήν ἀκόμα τήν προσβολή. Παρόλο ὅμως πού ἡ προσβολή εἶναι μισητή ἐξακολουθεῖ νά παραμένει, γιατί δέν συμβαίνει ἀπό τήν διάθεση τῆς καρδιᾶς πού ὑπάρχει ἐκείνη τή στιγμή, ἀλλά ὀχυρώνεται πίσω ἀπό κάποια παλιά συγκατάθεση σέ σχετικό λογισμό. Γι᾿ αὐτό στέκεται ἡ προσβολή ἑδραιωμένη σ᾿ ἐκεῖνο τόν τόπο καί ἐπίμονη, ἀφοῦ ἐμποδίζεται ἀπό τήν ἀποστροφή πού αἰσθάνεται ἀπέναντί του ἡ καρδιά, νά ἐξελιχθεῖ σέ πολυποίκιλη σκέψη ἤ πάθος. Γιατί δέν ἔχει ἀπό τή φύση της ἡ ἁπλή προσβολή τή δυνατότητα, ὅταν μισεῖται ἀπό κάποιον πού τηρεῖ τό νοῦ του προσεκτικά, νά τόν σπρώξει μέ τή βία στό πάθος τῆς μόνιμης καί τῆς πολύμορφης σκέψης. Αὐτό μπορεῖ νά γίνει μονάχα, ὅταν δέχεται ἡ καρδιά τήν προσβολή μέ εὐχαρίστηση.
Ὥστε λοιπόν, ἄν ἐμεῖς ἀπομακρυνθοῦμε ἐντελῶς ἀπό τήν ἡδυπάθεια, δέν θά μπορέσει νά μᾶς βλάψει οὔτε κι αὐτή ἡ ἐπίμονη παρουσία τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν. Οὔτε θά μπορέσει νά κατακρίνει τή συνείδηση, ὥστε νά χάσει τήν σιγουριά τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Διότι, ὅταν ὁ νοῦς ἀντιληφθεῖ ὅτι ὑπάρχει ζωντανή μέσα του ἡ συγκατάθεση σέ παλιά προσβολή καί ἐξομολογηθεῖ στό Θεό τήν παλιά αἰτία, αὐτόματα ἀποδυναμώνεται καί αὐτός ὁ τελευταῖος πειρασμός.
Ὁ νοῦς ἐπίσης, ἔχει ἐξουσία νά τηρεῖ προσεκτικά τήν καρδιά καί νά τήν περιφρουρεῖ μέ κάθε τρόπο, προσπαθώντας νά εἰσέλθει στά πολύ βαθιά της καί ἰδιαίτερα διαμερίσματα, ἐκεῖ ὅπου δέν φυσοῦν οἱ ἄνεμοι τῶν λογισμῶν, αὐτοί πού σπρώχνουν βίαια τήν ψυχή καί τό σῶμα στούς γκρεμούς τῆς ἡδυπάθειας καί τούς καταχωνιάζουν στά πηγάδια μέ τήν πίσσα. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει δρόμος πλατύς καί εὑρύχωρος, στρωμένος μέ λόγια καί εὐφευρήματα τῆς κοσμικῆς σοφίας, πού δελεάζουν αὐτούς πού τόν ἀκολουθοῦν, ἀκόμα κι ἄν εἶναι φρόνιμοι καί μυαλωμένοι. Τά καθαρά καί πολύ βαθιά ἄλλωστε, διαμερίσματα τῆς ψυχῆς καί ὁ οἶκος τοῦ Χριστοῦ, δέν δέχονται νά εἰσέλθει μέσα τους τίποτα γυμνό ἤ κάτι πού ἐμφορεῖται ἀπό τό φρόνημα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οὔτε δικαιολογημένο οὔτε ἀδικαιολόγητο, παρά μονάχα τά τρία αὐτά πού εἶπε ὁ Ἀπόστολος, δηλαδή τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη (Α´ Κορ. 13, 13).
Μπορεῖ λοιπόν κάποιος, πού τοῦ ἀρέσει ἡ ἀλήθεια καί δέν ἔχει ἀντίρρηση νά ἐκθέτει τήν καρδιά του σ᾿ ὅ,τι τήν κάνει νά πονάει, νά μήν ὑποστεῖ βλάβη οὔτε καί ἀπό προηγουμένη συγκατάθεση, σύμφωνα μέ ὅσα πρίν εἴπαμε, ἀλλά νά προσέχει στήν καρδιά του καί νά προχωρεῖ ὁλοένα καί βαθύτερα, προσεγγίζοντας μονάχα τόν Θεό. Ἔτσι δέν θά αἰσθάνεται δυσκολία καί ἀπέχθεια ἀπό τήν συγκέντρωση τῆς προσοχῆς του καί τήν παραμονή σέ πράγματα πού τοῦ προξενοῦν πόνο. Γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά μήν πονάει καρδιακά, ἐκεῖνος πού φυλάει καθημερινά τούς λογισμούς του, ἀπό τόν μετεωρισμό καί τίς σαρκικές ἡδονές. Πολύ περισσότερο ἐκεῖνος πού ἐλέγχει ὄχι μόνον τούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι προέρχονται ἀπό ἐξωτερικές προσβολές, ἀλλά περιπολεῖ καί πάνω σέ ἐκείνους πού πηγάζουν ἀπό τόν ἔσω ἄνθρωπο, τήν «βαθειά καρδιά» καί μέ τούς ὁποίους ἔχει πολλές φορές συμπράξει καί ἔχει συνεργαστεῖ καί ὁ νοῦς, ἀλλά καί πού ἔχει ὑπάρξει καί ἔπρακτη πτώση. Γι᾿ αὐτό λοιπόν, τήν ἐπίμονη προσβολή τή θεωροῦμε σάν κάτι πού γίνεται χωρίς τή συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή παραμένει μέσα στόν νοῦ, ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄνθρωπος τήν ἀπεχθάνεται καί ἀντιδρᾶ στήν ὕπαρξή της. Ὁ διάλογος καί ἡ σχέση ὅμως μέ τούς λογισμούς πού ἐπακολουθοῦν εἶναι προαιρετικά. Καί αὐτό τό ἔχουν ἀποδείξει ἐκεῖνοι πού δέν ἔπεσαν στήν παράβαση πού ἔπεσε ὁ Ἀδάμ καί οἱ ὁποῖοι δέν μπόρεσαν βέβαια νά ἀποφύγουν τήν προσβολή, ἀλλά κατάφεραν νά μήν ἔχουν καμιά σχέση καί κανένα διάλογο μαζί της.
Ἐρώτηση (12η)
Ἡ ἁμαρτία πού συντελεῖται μέ τούς λογισμούς εἶναι ἀναγκαστική κληρονομιά πού πήραμε ἀπό τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ;
Ἀπάντηση (12η)
Ἡ πτώση ἀπό τό λογισμό δέν εἶναι ἡ παράβαση τοῦ Ἀδάμ, ἀλλά ἐκείνη πού φανερώνει τοῦ καθενός τήν ἡδυπάθεια. Οὔτε βέβαια τήν παράβαση τήν ἔχουμε κληρονομιά. Γιατί ἄν ἦταν ἔτσι, ἄν δηλαδή εἴχαμε κληρονομιά τήν ἁμαρτία, θά ἔπρεπε λογικά νά εἴμαστε ὅλοι παραβάτες. Δέν θά πρέπει νά μᾶς ζητάει ὁ Θεός λόγο γιά κάτι πού πράττουμε ἀναγκαστικά καί πού εἶναι φυσικό ἀποτέλεσμα τῆς κληρονομικότητας. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τώρα τά πράγματα. Γιατί οὔτε ὅλοι παραβαίνουμε τήν ἐντολή οὔτε ὅλοι τήν τηροῦμε. Εἶναι λοιπόν φανερό, ὅτι δέν εἶναι ἀναγκαστική ἡ ἁμαρτία, ἀλλά εἶναι ἡδυπάθεια. Ἄν πάλι λές, ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας ἦρθε ὁ Κύριος στή γῆ, τότε γιατί δέν τήν κατήργησε μέ τό Βάπτισμα, ἀλλά ἀκόμα καί τώρα ἔχει καθένας ἐξουσία νά τήν παραβεῖ ἤ ὄχι; Συνεπῶς ἐπειδή εἶναι προαιρετική ἡ παράβαση, ὅπως ἤδη ἀποδείχθηκε, κανένας δέν τήν κληρονόμησε ἀναγκαστικά. Τό θάνατο ὅμως πού προῆλθε ἀπό αὐτήν καί πού εἶναι ἡ ἀποξένωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, τόν κληρονομήσαμε ἀναγκαστικά. Ὅταν λοιπόν πέθανε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, δηλαδή ὅταν ἀποξενώθηκε ἀπό τόν Θεό, οὔτε ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί του δέν μπορούσαμε πλέον νά ζοῦμε κοντά στό Θεό καί κατά τό θέλημά Του. Γι᾿ αὐτό ἦρθε ὁ Κύριος, γιά νά μᾶς ξαναχαρίσει τή ζωή, μέ τό λουτρό τῆς ἀναγέννησης, καί νά μᾶς συμφιλιώσει μέ τόν Θεό, πράγμα πού καί τό ἐπιτέλεσε. Κατά συνέπεια, δέν κληρονομήσαμε τήν παράβαση. Γιατί ἄν ἦταν ἔτσι θά ὑποδούλωνε ἀναγκαστικά κι Ἐκεῖνον ὁ θάνατος, ἐφόσον ὁ θάνατος βασίλευσε καί πάνω σ᾿ ἐκείνους πού δέν εἶχαν ἁμαρτήσει, ὅπως ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ (Ρωμ. 5, 14).
Ἐρώτηση (13η)
Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι τήν παράβαση τήν ἔκανε ἑκούσια ὁ Ἀδάμ καί γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια μ᾿ αὐτόν φύση, πέφτουμε στήν ἁμαρτία ἑκούσια. Μήπως ὅμως καί ἡ προσβολή τοῦ λογισμοῦ του ἦταν ἑκούσια;
Ἀπάντηση (13η)
Ναί, δέχτηκε ἀναγκαστικά τήν προσβολή τοῦ λογισμοῦ. Ἡ προσβολή ὅμως οὔτε ἁμαρτία εἶναι, οὔτε τελειότητα, ἀλλά εἶναι ἔλεγχος τῆς ἐλεύθερης θέλησής μας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός παραχώρησε, ὥστε ἐκεῖνοι πού θά ἤθελαν νά τηρήσουν τήν ἐντολή, νά ἀναδειχθοῦν ἄξιοι στεφάνων, ἐπειδή παρέμειναν πιστοί, ἐνῶ ἐκεῖνοι πού ὑποχώρησαν στήν ἡδονή, νά κατακριθοῦν ὡς ἄπιστοι.
Πρέπει βέβαια νά γνωρίζουμε καί αὐτό, ὅτι δηλαδή, δέν κρινόμαστε ἀμέσως μετά ἀπό κάθε μας ἐνέργεια, κατά πόσο εἴμαστε ἐπιτυχημένοι ἤ ὄχι, ἀλλά συνολικά. Ὅταν, κατά τή διάρκεια ὅλης τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας δοκιμαστοῦμε διά τῶν προσβολῶν, νικώντας καί χάνοντας τή μάχη, πέφτοντας καί ὀρθώνοντας πάλι τίς δυνάμεις μας, πέφτοντας στήν πλάνη καί προχωρώντας μέ ἐπιτυχία, τότε, τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου μας ἀπό αὐτή τή ζωή, ἀφοῦ συγκεντρωθοῦν ὅλα καί συμψηφισθοῦν, θά κριθοῦμε ἀνάλογα.
Δέν εἶναι λοιπόν οὔτε ἡ προσβολή ἁμαρτία. Μή γένοιτο! Γιατί παρόλο πού ἀναγκαστικά δεχόμαστε τήν ἐπίμονη προσβολή, ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε λάβει ἀπό τόν Κύριο ἐξουσία, ὥστε νά ἐργαζόμαστε πνευματικά. Σέ μᾶς λοιπόν ἐναπόκειται ὥστε ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή νά ἐξετάσουμε τί εἶναι βλαβερό καί τί ὠφέλιμο καί νά δεχόμαστε ἤ νά ἀπορρίπτουμε τούς λογισμούς, οἱ ὁποῖοι τελικά δέν πληθύνονται ἀναγκαστικά, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς δικῆς μας προαιρέσεως.
Ἄς δεχθοῦμε ὅμως αὐτό πού λές ἐσύ, ὅτι δηλαδή οἱ λογισμοί ξεφυτρώνουν ἀναγκαστικά καί ὡς κληρονομικό φύραμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Γιατί τότε ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς κατακρίνει γιά τούς πονηρούς λογισμούς; Ἤ ἀκόμα: Πῶς θά μπορούσαμε νά ἀποκλείσουμε τούς λογισμούς πού μᾶς ἐνοχλοῦν, ἐφόσον εἶναι ἀναγκαστική ἐνέργεια τῆς κληρονομικῆς ἁμαρτίας;
Ἄν πάλι μοῦ πεῖς, ὅτι κι αὐτό θά τό μπορούσαμε, διά τῆς Χάριτος τήν Ὁποία πήραμε μέ τό Βάπτισμα, σύμφωνα μέ τίς Γραφές, μάθε ὅτι καί γι᾿ αὐτό πάλι ἐμεῖς εἴμαστε αἴτιοι. Γιατί ἔχουμε λάβει ἀπό τόν Θεό τή δύναμη νά τούς ἀποκλείσουμε ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή τῆς ἐμφάνισής τους καί τῆς προσβολῆς.
Ἄν τέλος, κάποιος θεωρεῖ αἴτιο γιά τίς δικές του ἁμαρτίες ἄλλον, ἐκτός ἀπό τόν ἐαυτό του, ὄχι μόνον ἁμαρτάνει μή ἔχοντας φόβο Θεοῦ, ἀλλά καί βλασφημεῖ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος δῆθεν παραχωρεῖ νά πολεμοῦνται ἄδικα οἱ ἄνθρωποι.
Ἐρώτηση (14η)
Γιατί λοιπόν, ἐγώ πού εἶμαι καί βαπτισμένος καί τόν Θεό παρακαλῶ καί τήν Χάρη ἐπικαλοῦμαι καί μέ ὅλη μου τήν καρδιά καί θέλω νά γλυτώσω καί νά ἀπαλλαγῶ μιά γιά πάντα ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς, δέν μπορῶ νά τά καταφέρω; Μήπως αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ λογισμοί εἶναι κληρονομιά τῆς παράβασης τοῦ Ἀδάμ σύμφυτη μ᾿ ἐμᾶς ;
Ἀπάντηση (14η)
Ἔπρεπε, ἀφοῦ ἔχουμε λογικό, νά καταλαβαίνουμε ὅ,τι ἀκοῦμε. Ἐπειδή ὅμως ἡ ψυχή ἔχει σκοτιστεῖ ἀπό τή φιληδονία καί τήν κενοδοξία καί ἔχει πέσει στό βυθό τῆς ἄγνοιας, οὔτε στήν ἐντολή τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑπακούει οὔτε τίς συνέπειες τῆς παρακοῆς βλέπει, οὔτε δέχεται τίς ὑποδείξεις ἐκείνων πού ἔχουν ἀποκτήσει πείρα πάνω σ᾿ αὐτά, παρά ἀκολουθεῖ μονάχα τό δικό της λογισμό.
Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού πιστεύει στίς ἀλήθειες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἐφαρμόζει τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, καί δέν παρατηρεῖ, ὅτι ἀνάλογα μέ τήν πίστη του ὑποχωροῦν καί οἱ λογισμοί; Καί ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού δέν πληροφορεῖται ἐπίσης ὅτι οἱ λογισμοί δέν μᾶς ἐπιβάλλονται ἀναγκαστικά, ἀλλά μᾶς προσβάλλουν, ἀνάλογα μέ τήν ὀλιγοπιστία μας καί τήν ἔλλειψη τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ; Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί δέν εἴμαστε ὅλοι στήν ἴδια πνευματική κατάσταση οὔτε ἔχουμε τούς ἴδιους λογισμούς. Γιατί οἱ αἰτίες τῶν λογισμῶν ἐξαρτῶνται ἀπό τή δική μας θέληση. Ἄν δεχτοῦμε ὅτι εἶναι ἀναγκαστικές καί προέρχονται ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, τότε θά εἴμασταν ὅλοι στόν ἴδιο βαθμό κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή τους καί χωρίς τή θέλησή μας θά ὑποδουλωνόμαστε. Τότε δέν θά χρειαζόταν ἡ νουθεσία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ θά ἐπιβαλόταν ἡ κληρονομικότητα καί ὄχι τό φιλήδονο θέλημά μας.
Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τώρα τά πράγματα. Μή γένοιτο! Γιατί νά, βλέπουμε ὅτι δέν εἴμαστε ὅλοι καί στόν ἴδιο βαθμό καί τήν ἴδια χρονική στιγμή, κάτω ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν λογισμῶν, οὔτε πειραζόμαστε γιά τά ἴδια πράγματα. Καθένας, ἀνάλογα μέ τό πόσο ἔχει δώσει τήν πίστη του στόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος ἐπαγγέλλεται τά μέλλοντα ἀγαθά, καί ἀνάλογα μέ τό πόσο ἔχει καθένας καταφρονήσει τήν ἡδυπάθεια καί τήν ἀνθρώπινη δόξα, τόσο ἔχει καί ἀποκλείσει τούς λογισμούς. Τόσο εἶναι ἐπίσης πιό εἰρηνικός ἀπό ἕναν ἄλλο πού ζεῖ κάτω ἀπό τή δουλεία τῆς ἡδυπάθειας. Γι᾿ αὐτό καί διαφέρουμε ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί ὡς πρός τούς λογισμούς καί ὡς πρός τόν τρόπο ζωῆς.
Ἐπινοοῦμε πολλές φορές κι αὐτό ἀκόμα, πού ἀντίκειται στήν ἀλήθεια: Ζητᾶμε δηλαδή νά σβήσουμε τούς λογισμούς, ὄχι μέ τήν πίστη στόν Χριστό, ἐννοῶ μέ τήν ἐνέργεια τῶν ἐντολῶν, οὔτε πάλι μέ τήν καταφρόνια μέ τήν ὁποία μᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, τήν ταπεινοφροσύνη καί τόν πόνο τῆς καρδιᾶς. Ἀντίθετα προσπαθοῦμε νά ἀντιμετωπίσουμε τούς λογισμούς μέ κρυμμένη ἡδυπάθεια, ἐννοῶ μέ κενοδοξία, μέ ἀνθρωπαρέσκεια, μέ οἴηση, μέ φαντασίωση νίκης, μέ ἔπαρση καί μέ ἄλλα παρόμοια. Μέ ὅλα αὐτά δέν κατορθώνουμε βέβαια, τίποτα καί ἔτσι ἡ ἀποτυχία πληθύνει τούς λογισμούς τῆς ἐπιθυμίας. Γι᾿ αὐτό δέν καταφέρνουμε νά ξεπεράσουμε τούς λογισμούς νικηφόρα.
Πῶς λοιπόν, χωρίς νά καταστρέψουμε πρίν τίς αἰτίες, ἀλλά διατηρώντας τις, προσπαθοῦμε ἀνώφελα νά ἀποβάλλουμε τίς ἐνέργειες πού γεννιοῦνται ἀπό αὐτές;
Ἄν πάλι, τοῦτος ὁ λόγος δέν εἶναι ἀληθινός καί ἐνεργούμαστε ἀπό τούς λογισμούς χωρίς νά τό θέλουμε, ἄς τούς μελετήσουμε μέ ἀκρίβεια καί μέ ἐξομολογητική διάθεση καρδιᾶς. Ποιός λοιπόν δέν ἔχει συνειδητοποιήσει ὅτι προκαλοῦμε αὐτά τά πάθη πού εἴπαμε πρίν καθημερινά, μέ τά ἔργα, μέ τά λόγια ἤ μέ τούς λογισμούς μας, καί ἐκείνους πού συνεργάζονται μαζί μας τούς ἀγαπᾶμε, σάν εὐεργέτες, ἐνῶ ἐκείνους πού μᾶς δυσκολεύουν τούς ἀποστρεφόμαστε σάν ἐχθρούς;
Ἄν λοιπόν ἀγαπᾶμε τά πάθη πού ἀνάφεραμε παραπάνω, ὥστε νά τά ἐκδηλώνουμε καί φανερά, πῶς θά μισήσουμε τήν ἐπίμονη προσβολή τους; Κι ἄν ὑποχωρήσουμε στήν πρώτη κιόλας προσβολή τους, πῶς δέν θά ἀκολουθήσουν ὕστερα καί ὁλοκληρωμένοι λογισμοί, πού εἶναι τά γεννήματά τους;
Ἐρώτηση (15η)
Ἄς δεχθοῦμε ὅτι πράγματι ἔτσι εἶναι αὐτά. Ὁ Κύριος ὅμως στά Εὐαγγέλια ὑποσχέθηκε ὅτι θά δικαιώσει ὅσους κραυγάζουν πρός Αὐτόν νύκτα καί ἡμέρα (Λουκ. 18, 8).
Ἀπάντηση (15η)
Ὁ Κύριος δέν λέει τήν Παραβολή γιά ἐκείνους πού μέ τή θέλησή τους εἶναι παραδωμένοι στίς ἡδυπάθειες, ἀλλά γιά ἐκείνους μόνο πού πολεμοῦνται ἀπό τούς πειρασμούς. Γι᾿ αὐτό καί ἐκείνους πού ἀδικοῦνται ἀπό τούς ἐχθρούς ὑποσχέθηκε ὅτι θά τούς δικαιώσει, ἐνῶ αὐτούς πού περιφρόνησαν τήν ἐντολή Του πού θά τούς βοηθοῦσε, τούς ζητάει τό λόγο καί τούς λέει: «Τί μοῦ φωνάζετε, Κύριε, Κύριε, καί δέν κάνετε ὅσα σᾶς λέω;» (Λουκ. 6, 46). Αὐτούς τούς παρομοιάζει μέ ἄνθρωπο ἀνόητο, πού χτίζει τό σπίτι του πάνω στήν ἅμμο τῶν θελημάτων του (Λουκ. 6, 49).
Μή βασίζεσαι λοιπόν, στίς σκέψεις σου, σάν νά ᾿σαν ἀληθινές, στηριγμένος σέ ἐπιπόλαιους λογισμούς καί ἀνόητα θελήματα. Κι ἄλλοτε λές, ὅτι ἐγώ ἔχω βαπτιστεῖ καί παρακαλῶ τόν Θεό, καί ἐπιζητῶ τή Χάρη Του, προσπαθώντας μέ ὅλη μου τήν καρδιά νά ξεφύγω ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς ἀλλά δέν τά καταφέρνω, γιατί αὐτοί ἄδικα μ᾿ ἔχουν κυριεύσει. Κι ἄλλοτε πάλι περιμένεις τή δικαίωση ἀπό τόν Κύριο, τήν ὁποία ὅπως εἴπαμε πρίν, θά κάνει Ἐκεῖνος, σύμφωνα μέ ὅ,τι λένε τά Εὐαγγέλια, κι ἔτσι νά ἀθωώνεις τόν ἑαυτό σου γιά ὅλα, πράγμα πού εἶναι βέβαια μεγάλη βλασφημία.
Θά σέ ρωτήσω ὅμως κι ἐγώ γιά τό νόημα τῆς οἴησης καί ἀπάντησέ μου. Ξέρω ὅμως, ὅτι κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς ἀλήθειας θά πεῖς πιό ὑπερήφανες κουβέντες παρά θά ὁμολογήσεις τό δικό σου φταίξιμο.
Ἐρώτηση (16η) (τοῦ Γέροντα)
Γιατί, ἐνῶ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι θά κάνει τήν ἐκδίκηση γρήγορα (Λουκ. 18, 8), ὅμως καθυστερεῖ καί σέ ἀφήνει ἕρμαιο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἐφόσον προσεύχεσαι μέ ὅλη σου τήν καρδιά χωρίς καμιά ἀναστολή, ὅπως ἀκριβῶς καί σύ εἶπες;
Ἀπάντηση (16η) (τοῦ ἀκροατῆ)
Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἐγώ σκέπτομαι ὅτι γιά τίποτε ἄλλο δέν καθυστερεῖ ὁ Θεός, παρά μονάχα ἀπό τή δική μου ὑπομονή. Γιατί ὅσο περισσότερο ὑπομείνει κανείς ὅταν πολεμεῖται, τόσο θά δοξαστεῖ.
Ἀπάντηση (16η) (τοῦ Γέροντα)
Ἐγώ βέβαια περίμενα νά ἀπαντήσεις ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς οἴησης πού σέ διακατέχει, ἐσύ ὅμως πρόσθεσες σ᾿ αὐτό καί τή βλασφημία. Γιά νά ἀναφέρεις σάν κατόρθωμα δικό σου μιά ψευτο-ὑπομονή πού κάνεις, ἔβαλες καί τό Θεό νά ψεύδεται μέ τά ἴδια Του τά λόγια. Νά μήν γεννιοῦνται δηλαδή οἱ πονηροί λογισμοί, καθώς λέει ἡ Ἁγία Γραφή ἀπό τήν πονηρία καί τήν ἡδυπάθεια, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου (Ματθ. 15, 19-20), καί νά μήν μολύνουν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά νά εἶναι καρποί τῆς ὑπομονῆς. Ἐγώ ὅμως δέν βρῆκα ποτέ στήν Ἁγία Γραφή οὔτε στήν Παλαιά, οὔτε στήν Καινή Διαθήκη νά ἐπαινοῦνται ἐκεῖνοι πού κυριαρχοῦνται ἀπό τούς πονηρούς λογισμούς, ἀλλά τούς βρῆκα νά εἶναι ὑπαίτιοι καί νά κατακρίνονται. Γιατί, ὅπως ὁ Θεός μισεῖ τούς πονηρούς λογισμούς ἔτσι ἀποστρέφεται καί τήν καρδιά πού τούς γεννάει. Γι᾿ αὐτό, ὅσοι ἔχουμε πονηρούς λογισμούς, πρέπει νά πενθοῦμε, ὡς φίλοι τῆς ἁμαρτίας, καί νά μήν καυχώμαστε μέ ὑπερηφάνεια, ἐπειδή τάχα πολεμᾶμε ἐνάντια σέ ξένα κακά.
Μάθε λοιπόν ἄνθρωπέ μου, ὅτι ὁ Κύριος ἐποπτεύει τίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Κι ἐκείνους πού μισοῦν τήν πρώτη κιόλας ἁμαρτωλή κίνηση τοῦ νοῦ, ἀμέσως τούς δικαιώνει, ὅπως μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ καί δέν ἀφήνει τήν πληθώρα τῶν ἐννοιῶν νά ξεσηκωθεῖ καί νά μολύνει τό νοῦ καί τή συνείδησή τους. Ἐκείνους ὅμως πού δέν ἀφανίζουν μέ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα τίς πρῶτες πειρασμικές ἐμφανίσεις τῶν λογισμῶν, ἀλλά προφασίζονται ὅτι θέλουν νά τούς μελετήσουν καλά καί νά τούς ἐρευνήσουν —κι αὐτό γιατί οἱ ἴδιοι ῥέπουν στήν ἡδυπάθεια— αὐτούς ὁ Κύριος τούς ἐγκαταλείπει. Τούς ἀφήνει σάν ἄπιστους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι συντελοῦν στή γέννηση τῶν πονηρῶν λογισμῶν πού θά ἀκολουθήσουν, τούς ὁποίους βέβαια, δέν καταργεῖ, ἐπειδή βλέπει ὅτι αὐτή ἡ ἐπίθεσή τους μᾶς εἶναι εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη καί ὡς ἐκ τούτου δέν τούς διώχνουμε μέ τήν πρώτη ἐμφάνισή τους.
Ἄν λοιπόν ὑπάρχει κανείς πού μετά ἀπό τόσα πράγματα πού ἀποκαλύψαμε, δέν πιστεύει ἀκόμα σέ ὅσα εἴπαμε, ἄς προσπαθήσει νά μάθει τήν ἀλήθεια μέσα ἀπό τήν πράξη. Ἄν ὅμως δέν πιστεύει οὔτε καί στήν Ἁγία Γραφή, οὔτε θέλει νά μάθει τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πράξη, εἶναι φανερό ὅτι ἐπιθυμεῖ τήν ἡδονή τῆς οἴησης. Γιατί, τί μπορεῖ νά εἶναι πιό ἡδυπαθές, ἀπό τό νά θεωρεῖ κανείς ξένη τήν ἁμαρτία τῶν λογισμῶν καί νά ὑπερηφανεύεται, καμαρώνοντας σάν νά ᾿ταν ὁ ἴδιος ἀνεύθυνος, ἀντί νά τήν ὁμολογεῖ μετανοιωμένος καί νά πενθεῖ γιά τίς πονηρές σκέψεις καί τίς ἀποφάσεις πού τοῦ ἑτοιμάζει;
Ἐρώτηση (17η)
Ἐσύ πρίν εἶπες ὅτι δέν κληρονομήσαμε τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, κληρονομήσαμε ὅμως τό θάνατο. Ἐφόσον ὅμως τώρα κυριαρχεῖ ὁ θάνατος, δέν κυριαρχοῦν παράλληλα καί οἱ πονηροί λογισμοί;
Ἀπάντηση (17η)
Τί ἀπιστία εἶναι αὐτή! Γιατί προσέλαβε ὁ Κύριος σάρκα, ἄν ὄχι γιά νά πεθάνει Ἕνας γιά Χάρη τῶν πολλῶν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, καί ἔτσι νά καταργήσει ἐκεῖνον πού κατεῖχε τή δύναμη τοῦ θανάτου, δηλαδή τό διάβολο; (Ἑβρ. 2,11).
Ἄν ὅμως θεωρεῖς ὅτι ὁ θάνατος πού προῆλθε ἀπό τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ, κυριαρχεῖ ἐπάνω μας, χωρίς νά αἰτιᾶσαι τή δική μας λανθασμένη πίστη, εἶναι φανερό ὅτι δέν δέχεσαι τήν ἀπολυτρωτική παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἐπίσης φανερό ὅτι πιστεύοντας αὐτά, θεωρεῖς τό Βάπτισμα ἀτελές, ἐφόσον ὅσοι ἔχουν βαπτιστεῖ, χωρίς νά φταῖνε, ἐξακολουθοῦν νά εἶναι δέσμοι τοῦ θανάτου, ὁ ὁποῖος προῆλθε ἀπό τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ. Γι᾿ αὐτό ἄνθρωπέ μου, τί ἄλλο συμβαίνει παρά τό ὅτι, μέ τή Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔχεις γίνει νέος Ἀδάμ καί δέν κουβαλᾶς ἀναγκαστικά ἐπάνω σου τίποτα ἀπό ἐκεῖνα τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, παρά μονάχα τούς καρπούς τῆς κακῆς πίστης σου καί τίς συνέπειες τῆς παραβάσεως τῶν ἐντολῶν;
Γιά μᾶς ἦλθε ὁ Κύριος, γιά μᾶς πέθανε. Μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τόν θάνατο πού μᾶς κληροδότησε ὁ Προπάτορας. Μᾶς καθαρίζει, μᾶς ἀνακαινίζει μέ τό Βάπτισμα. Μᾶς βάζει στόν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τρῶμε ἀπό κάθε καρπό δένδρου πού βρίσκεται στόν Παράδεισο, δηλαδή, νά ἀγαπᾶμε κάθε βαπτισμένο μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Νά ὑπομένουμε τίς πτώσεις του καί νά μήν ἀντιμετωπίζουμε καθένα κατά τίς ἐκδηλώσεις καί τή συμπεριφορά του, καί ἄλλους πού μᾶς φαίνονται καλοί νά τούς ἀγαπᾶμε, ἐνῶ ἄλλους πού μᾶς φαίνονται κακοί νά τούς μισοῦμε. Γιατί αὐτό εἶναι τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Αὐτό, ὅταν τό γευθεῖ ὁ νοῦς, πέφτει ἀμέσως στά ἴδια παραπτώματα. Ἐρευνώντας δηλαδή κανείς τήν κακή κατάσταση τοῦ ἄλλου, ἀνακαλύπτει ταυτόχρονα τή δική του γύμνωση. Ἔτσι διά τοῦ πλησίον γνωρίζει κανείς καί τά δικά του μέτρα, πράγμα τό ὁποῖο προηγουμένως ἀγνοοῦσε, γιατί ἦταν καλυμμένο μέ τή συμπάθεια. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος ἐκείνους πού τοποθετήθηκαν στόν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, ἔδωσε ἐντολή καί εἶπε: «Νά μήν κατακρίνετε γιά νά μήν κατακριθεῖτε» (Ματθ. 7, 1). «Συγχωρέστε γιά νά συγχωρεθεῖτε» (Λουκ. 6, 38). Καί συνοψίζοντάς τα ὅλα λέει: «Ὅσα θέλετε νά σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, νά κάνετε κι ἐσεῖς σ᾿ αὐτούς τά ἴδια. Γιατί ἔτσι ὁρίζει ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες». Μέ τόν τρόπο πού συμπεριφέρθηκες, θά φερθοῦν καί σέ σένα (Ματθ. 7, 12 : Λουκ. 6, 1).
Πόσες φορές ὅμως βεβηλώσαμε αὐτές τίς ἐντολές; Πόσες φορές κατακρίναμε τόν πλησίον μας, χωρίς συμπάθεια! Πόσες φορές μισήσαμε καί πόσες φορές ἀδικήσαμε καί μάλιστα χωρίς νά μᾶς βλάψουν!
Ἄν ἔτσι ἔχουν ὅλα αὐτά, τότε τί τά ρίχνουμε στόν Ἀδάμ καί νομίζουμε ὅτι μᾶς φταῖνε ἄλλα κακά; Γιατί βέβαια, ἄν ἔχουμε πέσει στόν ἴδιο θάνατο μέ τόν Ἀδάμ, αὐτό μᾶς συνέβηκε γιατί, μέ τή θέλησή μας, παραβήκαμε τήν ἴδια ἐντολή, πού κι ἐκεῖνος ἀθέτησε.
Τρία πράγματα συνέβηκαν στόν Ἀδάμ καί ὄχι αὐτά πού ἐσύ νομίζεις. Αὐτά εἶναι: Προσβολή, πού τή γέννησε ἡ ἀπιστία του καί ὁ θάνατος σύμφωνα μέ τή δίκαια κρίση τοῦ θεοῦ. Αὐτός ὁ θάνατος δέν ἦλθε σάν συνέπεια τῆς «κατ᾿ οἰκονομίαν» προσβολῆς, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς. Καί αὐτή πάλι ἔγινε λόγω τῆς ἀπιστίας του.
Ἐμεῖς λοιπόν, μόνο τό θάνατο κληρονομήσαμε ἀπό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν μπορούσαμε νά ξεφύγουμε ἀπό αὐτόν καί νά ἀναστηθοῦμε, μέχρι πού ἦρθε ὁ Κύριος καί χάρισε σ᾿ ὅλους μας τή ζωή. Τήν πρώτη ὅμως κίνηση τοῦ λογισμοῦ τήν ἔχουμε «κατ᾿ οἰκονομίαν» ὅπως ὁ Ἀδάμ. Τό νά ὑπακούσουμε ὅμως ἤ ὄχι εἶναι δυνατότητα πού ἐναπόκειται στή δική μας θέληση, τήν ὁποία βέβαια εἶχε κι ἐκεῖνος. Τό ὅτι ἐναπόκειται στή δική μας θέληση ἡ παράβαση πού γίνεται διά τῶν λογισμῶν, μᾶς τό ἐπιβεβαιώνουν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἔπεσαν στήν παράβαση πού ἔπεσε ὁ Ἀδάμ, καθώς λέει ὁ Ἀπόστολος (Ρωμ. 5, 14). Γιατί ἄν ἐκεῖνοι πού ἦσαν ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, δέν ἔπεσαν στήν ἴδια μέ αὐτόν παράβαση, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι κι ἐμεῖς μποροῦμε νά μήν πέσουμε.
Γιατί λοιπόν προφασιζόμαστε προφάσεις, γιά νά δικαιολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, καί καταφερόμαστε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἄδικα, ὅτι τάχα Ἐκεῖνος παραχώρησε, ὥστε νά πολεμούμαστε γιά ἁμαρτίες πού ἄλλοι ἔχουν διαπράξει; Ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι, ἡ κάθε ρίζα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ ἔχει νεκρωθεῖ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Κύριο. Ἀπό τότε, καθένας πού πάσχει ἀπό κάποιο κακό, αὐτό τοῦ συμβαίνει ἀπό τήν ἀπιστία του. Δηλαδή ἀπό τή φιληδονία του ἀθέτησε τήν τελειότητα πού ἔλαβε μυστικά μέ τό Βάπτισμα. Ἄν καί ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει αὐτό πού ἔλαβε, ἐπειδή εἶναι ἀτελής στήν πίστη, καί ἐλλειπής στήν ἐργασία, ὁ Θεός ὅμως τοῦ ἔχει χαρίσει τό δῶρο τέλειο. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Κάθε τέλειο δώρημα κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό, ἀπό τόν Πατέρα τῶν φώτων» (Ἰακ. 1, 17). Καί αὐτό βέβαια δέν τό βρίσκει κανείς τέλειο ἔτσι ἁπλά καί ὡς ἔτυχε, ἀκόμα κι ἄν ἐπιστρατεύσει ὅλη τήν κοσμική σοφία. Τό βρίσκει μονάχα μέ τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ. Κι αὐτό πάλι ἐξαρτᾶται. Ἀνάλογα δηλαδή μέ τό μέγεθος τῆς ἐργασίας πού κανείς προσφέρει, εἶναι καί τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς πού τοῦ ἀποκαλύπτεται.
Κανείς λοιπόν, ἄς μήν ἀπαλλάσσει τόν ἑαυτό του μέ λόγια καί ἐκφράσεις, ὅσο ἀκόμα δέν ἔχει ἐκείνη τή γνώση. Γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Δέν εἶναι δόκιμος ἐκεῖνος πού μόνος του συσταίνει τόν ἑαυτό του, ἀλλά ἐκεῖνος πού τόν συσταίνει ὁ Κύριος» (Β´ Κορ. 10, 18). Ἀκόμα ὅμως κι ἐκεῖνος πού τόν συσταίνει ὁ Κύριος, πρέπει νά σκέπτεται σωστά καί νά γνωρίζει ἀκριβῶς ὅτι κι ἄν ἀγωνιστεῖ κανείς ἐναντίον τῆς ἀπιστίας του καί ἄν προκόψει στήν πίστη καί ἄν κατορθώσει κάποιο ἀγαθό -καί βέβαια δέν ἐννοῶ τήν ἁπλή ἐγκεφαλική γνώση, ἀλλά ἐκείνη πού γεννιέται ἀπό τήν ἐμπειρία- τίποτε ἄλλο δέν βρῆκε ἤ δέν θά βρεῖ, παρά ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει μυστικά λάβει ἀπό πρίν, μέ τό Βάπτισμα, δηλαδή τόν Χριστό. Γιατί λέει: «Ὅσοι ἔχετε βαπτιστεῖ, τόν Χριστό ἔχετε ντυθεῖ» (Γαλ. 3, 27). Ὁ Χριστός ὡς τέλειος Θεός χαρίζει καί τέλεια τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ ὅσους βαπτίζονται. Αὐτή ἡ Χάρη δέν ἐπιδέχεται κάποια προσθήκη ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀποκαλύπτεται καί ἐμφανίζεται σέ μᾶς, χαρίζοντάς μας προσθήκη πίστεως, ἀνάλογα μέ τό κατά πόσον ἐργαζόμαστε τίς ἐντολές καί στό μέτρο πού τό κάνουμε. Καί αὐτό «μέχρι νά φθάσουμε ὅλοι στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, σέ ἄνδρα τέλειο, στό μέτρο τῆς τέλειας πνευματικῆς ὡριμότητας τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13).
Ἐάν λοιπόν, Τοῦ προσφέρουμε μέ τήν ἀναγέννησή μας κάτι, αὐτό ὑπάρχει ἤδη κρυμμένο βαθιά μέσα μας, ὡς δική Του δωρεά, σύμφωνα μ᾿ αὐτό πού εἶναι γραμμένο: «Ποιός ποτέ γνώρισε τό νοῦ τοῦ Κυρίου ἤ ποιός ποτέ ἔγινε σύμβουλός Του; Ἤ ποιός Τοῦ ἔδωσε πρῶτος κάτι, ὥστε Ἐκεῖνος νά τό ἀνταποδώσει, ἀφοῦ ὅλα ἀπό Ἐκεῖνον πηγάζουν καί δι᾿ Αὐτοῦ προσφέρονται καί σ᾿ Ἐκεῖνον τά πάντα τείνουν;» (Ρωμ. 11, 34-36).
Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
Μεταγλώτιση κειμένου:Ἀδελφότης Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Καρέα