Ὁ Χρόνος τῆς ζωῆς μας
Ἁγ.Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ
Ὁ Χριστιανὸς θὰ πρέπει νὰ θυμᾶται κάθε μέρα καὶ πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα ὅτι θὰ ἀντιμετωπίσει ἀργὰ ἢ γρήγορα τὸ θάνατο. Ἀκόμη σὲ κάποιο στάδιο τῆς πνευματικῆς ἀνόδου του θὰ πρέπει νὰ ἀποκτήσει ἀδιάλειπτη μνήμη θανάτου.
Ὁ νοῦς μας ἔχει τόσο πολὺ ἀμαυρωθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση, ὥστε ἂν δὲν βιάσουμε τὸν ἑαυτό μας νὰ θυμᾶται τὸ θάνατο, μπορεῖ ἐντελῶς νὰ τὸν ξεχάσει. Ὅταν ξεχάσουμε τὸ θάνατο, τότε ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε στὴ γῆ σὰν νὰ εἴμαστε ἀθάνατοι καὶ ξοδεύουμε ὅλη μας τὴν ἐνεργητικότητα στὸν κόσμο χωρὶς καθόλου νὰ ἀπασχολεῖ τὸν ἑαυτό μας οὔτε ἡ φοβερὴ μετάβαση στὴν αἰωνιότητα ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ τύχη μας στὴν αἰωνιότητα. Τότε χωρὶς ντροπὴ πεισματικὰ καταπατοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Τότε διαπράττουμε τὶς χειρότερες ἁμαρτίες καὶ ἐγκαταλείπουμε ὄχι μόνο τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἀλλὰ καὶ τὶς τακτὲς προσευχές. Ἀρχίζουμε μάλιστα νὰ περιφρονοῦμε αὐτὴ τὴν ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἐργασία σὰν νὰ ἦταν μία δραστηριότητα μικρῆς σημασίας ποὺ δὲν πολυχρειάζεται. Ξεχνώντας τὸ φυσικὸ θάνατο, πεθαίνουμε ἕνα πνευματικὸ θάνατο.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη αὐτὸς ποὺ θυμᾶται συχνὰ τὸ σωματικὸ θάνατο, ἀνασταίνεται ἐκ νεκρῶν ψυχικά. Ζεῖ στὴ γῆ σὰν ἕνας ξένος σ’ ἕνα πανδοχεῖο ἢ σὰν φυλακισμένος στὸ κελλί του ποὺ συνεχῶς περιμένει τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὸν φωνάξουν γιὰ δίκη ἢ ἐκτέλεση. Μπροστὰ στὰ μάτια του οἱ πόρτες τῆς αἰωνιότητας εἶναι πάντα ἀνοικτές. Συνεχῶς κοιτάζει σ’ ἐκείνη τὴν κατεύθυνση μὲ πνευματικὴ ἀνησυχία καὶ σκέψη. Εἶναι ἀδιάκοπα ἀπασχολημένος μὲ τὸ νὰ σκέφτεται τί θὰ τὸν δικαιώσει μπροστὰ στὴ φοβερὴ κρίση τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιὰ θὰ εἶναι τότε ἡ καταδικαστικὴ γι’ αὐτὸν ἀπόφαση. Αὐτὴ ἡ καταδίκη θὰ ἀποφασίσει τὴν τύχη ἑνὸς προσώπου γιὰ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα. Καμιὰ γήινη ὀμορφιὰ καμιὰ γήινη ἀπόλαυση δὲν ἀποσπᾶ τὴν προσοχὴ ἢ τὴν ἀγάπη του. Δὲν κατακρίνει κανένα διότι θυμᾶται πὼς στὴν τελικὴ Κρίση τοῦ Θεοῦ μία τέτοια κρίση θὰ μεταβιβαστεῖ πάνω του. Συγχωρεῖ τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα οὕτως ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ πάρει συγχώρεση καὶ νὰ κληρονομήσει σωτηρία.
Εἶναι μ’ ὅλους ταπεινὸς καὶ μ’ ὅλους εὐσπλαχνικὸς οὕτως ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ ἐλεηθεῖ καὶ νὰ γίνει ἀποδεκτός. Καλωσορίζει καὶ ἀγκαλιάζει μὲ χαρὰ κάθε ἀνησυχία σὰν ἐπίγειο ἀντίτιμο γιὰ τὶς ἁμαρτίες του ποὺ τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τοῦ νὰ τὸ πληρώσει στὴν αἰωνιότητα. Ἂν τοῦ ἔλθει ἡ σκέψη νὰ εἶναι περήφανος γιὰ τὴν ἀρετή του, ἡ μνήμη θανάτου ἔρχεται ἀμέσως ἐνάντια σ’ αὐτή τὴ σκέψη του, ντροπιάζει καὶ ξεσκεπάζει τὴν ἀνοησία καὶ διώχνει τὴ σκέψη αὐτὴ μακριά.
Τί σημασία μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ἀρετή μας στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ; Τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ἀρετή μας στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ στὰ ὁποῖα ἀκόμη καὶ ὁ οὐρανὸς φαίνεται μολυσμένος; Θὰ πρέπει νὰ θυμίζεις καὶ νὰ ξαναθυμίζεις στὸν ἑαυτό σου: «Θὰ πεθάνω, θὰ πεθάνω σίγουρα! Οἱ γονεῖς μου καὶ οἱ προγονοί μου πέθαναν. Κανένα ἀνθρώπινο ὂν δὲν ἔμεινε γιὰ πάντα πάνω στὴ γῆ. Καὶ ἡ μοίρα ποὺ νίκησε τοὺς πάντες μὲ περιμένει καὶ μένα!»
Μὴ σπαταλᾶς τὸ χρόνο, ποὺ μᾶς δόθηκε γιὰ μετάνοια. Μὴ στρέφεις τὰ μάτια σου πάνω στὴ γῆ στὴν ὁποία εἶσαι ἕνας προσωρινὸς ἠθοποιός, πάνω στὴν ὁποία εἶσαι ἐξόριστος, πάνω στὴν ὁποία μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἀλλάξεις τὸν κακὸ ἑαυτό σου καὶ νὰ προσφέρεις μετάνοια γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς αἰώνιας φυλακίσεως καὶ βασάνων τῆς κολάσεως. Χρησιμοποίησε τὸ σύντομο χρονικὸ διάστημα τῆς ἀποδημίας σου στὴ γῆ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσεις ἕνα εἰρηνικὸ λιμάνι, ἕνα εὐλογημένο καταφύγιο στὴν αἰωνιότητα. Νὰ ἱκετεύεις γιὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὸ νὰ μὴν προσκολλᾶσαι σὲ κανένα προσωρινὸ ἀγαθό, μὲ τὸ νὰ ἀπαρνεῖσαι κάθε τί τὸ σαρκικὸ καὶ «φυσικὸ» στὰ πλαίσια τῆς πεπτωκυΐας φύσεώς μας.
Νὰ δεηθεῖς μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν εἰλικρινῆ μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ διέπραξες. Μὲ τὶς εὐχαριστίες καὶ δοξολογίες στὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς δοκιμασίες, ποὺ στάλησαν σὲ σένα. Μὲ τὶς πολλὲς προσευχὲς καὶ τὴν ψαλμωδία. Νὰ κάνεις δέηση μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ συνδύασε τὴν μὲ τὴ μνήμη θανάτου.
Αὐτὲς οἱ δύο δραστηριότητες, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ μνήμη θανάτου, εὔκολα ἑνώνονται σὲ μία. Ἀπὸ τὴν προσευχὴ προέρχεται μία ζωηρὴ θύμηση τοῦ θανάτου σὰν νὰ ἦταν μία πρόγευσή της καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρόγευση τοῦ θανάτου ἡ ἴδια ἡ προσευχὴ ἐνδυναμώνεται πιὸ πολύ. Εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ ἕνα Χριστιανὸ νὰ θυμᾶται τὸ θάνατο. Αὐτὴ ἡ μνήμη εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Προστατεύει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴ διαφθορὰ μὲ τὴν αὐτοπεποίθηση ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ στὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Εἶναι μεγάλη καταστροφὴ γιὰ τὴν ψυχὴ νὰ θέτει ὁποιαδήποτε ἀξία στὶς δικές του προσπάθειες ἢ ἀγῶνες καὶ νὰ τὸ κοιτάζει σὰν κάτι ἀξιέπαινο στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Παραδέξου ὅτι ἀξίζεις ὅλες τὶς τιμωρίες πάνω στὴ γῆ καθὼς καὶ τὶς αἰώνιες. Μία τέτοια ἐκτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ σου θὰ εἶναι ἡ πιὸ πραγματική, ἢ πιὸ ὠφέλιμη γιὰ τὴν ψυχή σου καὶ ἡ πιὸ εὐχάριστη στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Συχνὰ νὰ ἀπαριθμεῖς τὶς αἰώνιες κακουχίες ποὺ περιμένουν τοὺς ἁμαρτωλούς.
Ἡ συχνὴ ἀπαρίθμηση αὐτῶν τῶν δυσκολιῶν θὰ πρέπει νὰ τὶς κάνουν νὰ στέκονται ζωντανὲς μπροστὰ στὰ μάτια σου. Ἀπόκτησε μία πρόγευση τῶν βασάνων τῆς κολάσεως, οὕτως ὥστε στὴ γραφικὴ μνήμη τους νὰ φρικιάζει ἡ ψυχὴ καὶ νὰ ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Θὰ μπορεῖ τότε νὰ ἔχει ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ μὲ ταπεινὴ προσευχὴ γιὰ ἔλεος, ἀναθέτοντας ὅλες τὶς ἐλπίδες στὴν ἄπειρή Του ἀγαθότητα καὶ καθόλου στὸν ἑαυτό σου. Φέρνε στὸ νοῦ καὶ παρουσίαζε στὸν ἑαυτό σου τὴ φοβερὴ καὶ ἀτέλειωτη φυλακὴ τῆς κολάσεως ποὺ ἔχει πολλὰ τμήματα καὶ πολλὰ διαφορετικὰ εἴδη βασάνων μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος θὰ δεχτεῖ τιμωρίες ἀνάλογες μὲ τὴν ἐπίγεια ζωή του. Σ’ ὅλα τὰ τμήματα ἡ φυλάκιση εἶναι αἰώνια, τὰ βάσανα αἰώνια. Ἐκεῖ ἐπικρατεῖ ἀνυπόφορο καὶ ἀδιαπέραστο σκοτάδι ἐνῶ ταυτόχρονα καίει ἄσβηστη φωτιά, ἀνάβει ἀσταμάτητα μὲ μία δυνατὴ φλόγα. Δὲν ὑπάρχει μέρα ἐκεῖ…
Ὑπάρχει πάντα αἰώνια νύχτα. Ἡ δυσωδία ἐκεῖ θὰ εἶναι ἀσύγκριτα ἀνυπόφορη ἀπὸ τὴ χειρότερη γήινη δυσωδία. Τὸ ἀπαίσιο σκουλήκι τῆς κολάσεως ποτὲ δὲν κοιμᾶται. Ροκανίζει συνέχεια καὶ κατατρώει τοὺς φυλακισμένους τῆς κολάσεως χωρὶς ὅμως νὰ ἐξαφανίζει τὴν ὕπαρξή τους ἢ ἔστω τὴ δική του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῶν βασάνων τῆς κολάσεως: Εἶναι χειρότερα ἀπὸ ὁποιοδήποτε θάνατο, ἀλλὰ δὲν προκαλοῦν θάνατο. Ὁ θάνατος εἶναι ἐπιθυμητὸς στὴν κόλαση ὅσο καὶ ἡ ζωὴ στὴ γῆ. Ὁ θάνατος θὰ ἦταν μία ἀνάπαυση γιὰ ὅλους τούς φυλακισμένους τῆς κολάσεως. Δὲν εἶναι ὅμως γι’ αὐτούς. Ἡ μοίρα τους εἶναι μία ἀτελεύτητη ζωὴ ἀτελείωτων βασάνων. Χαμένες ψυχὲς στὴν κόλαση βασανίζονται ἀπὸ ἀνυπόφορες ἐκτελέσεις μὲ τὶς ὁποῖες ἡ αἰώνια φυλακὴ αὐτῶν ποὺ ἀπέρριψαν τὸν Θεὸ κυριαρχεῖ. Ἐκεῖ βασανίζονται ἀπὸ μία ἀνυπόφορη λύπη. Βασανίζονται μὲ τὴν πιὸ φρικαλέα ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, τὴν ἀπελπισία.
Θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσεις πὼς εἶσαι καταδικασμένος στὴν κόλαση γιὰ αἰώνια βάσανα καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀναγνώριση θὰ γεννηθοῦν στὴν καρδιά σου τόσο ἀκαταμάχητες καὶ ἰσχυρὲς κραυγὲς προσευχῆς ποὺ σίγουρα θὰ κάμψουν τὸν Θεὸ καὶ θὰ σὲ ἐλεήσει καὶ θὰ σὲ ὁδηγήσει στὸν παράδεισο παρὰ στὴν κόλαση.
Ἐσεῖς ποὺ θεωρεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας νὰ ἀξίζουν ἐπίγειες καὶ οὐράνιες ἀνταμοιβές. Γιὰ σένα ἡ κόλαση εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνη παρὰ σὲ στυγεροὺς ἁμαρτωλοὺς διότι τὸ χειρότερο ἁμάρτημα ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτοπεποίθηση, ἡ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Αὐτὴ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀόρατη στὰ θνητά μας μάτια ποὺ εἶναι συχνὰ σκεπασμένα μ’ ἕνα προσωπεῖο ταπεινώσεως.
Ἡ ἄσκηση τῆς μνήμης τοῦ θανάτου ἦταν προσφιλής ἐνασχόληση τῶν μεγαλυτέρων ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Πατέρες. Στὸ βίο τοῦ Μεγάλου Παχωμίου βλέπουμε ὅτι «συνεχῶς διατηροῦσε μέσα του τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μνήμη τῶν αἰωνίων βασάνων καὶ ἀτελεύτητων πόνων ποὺ δὲν ἔχουν τέλος· δηλαδὴ τρεφόταν συνεχῶς πνευματικά μὲ τὴ μνήμη τῆς ἀτελεύτητης φωτιᾶς καὶ τοῦ αἰώνιου σκουληκιοῦ. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος προφύλαγε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τήν ἁμαρτία καὶ προόδευε στήν ἀρετή.