Ἡ φυσιολογία τῆς ἠθικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
Γεωργίου Μαντζαρίδη
Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τονίζει ἐξαρχῆς στὸ «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιoν» του ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, δὲν περιορίζεται μέσα στὸν ὁρατὸ κόσμο οὔτε ἀποτελεῖ μικρόκοσμο -ὅπως ἔλεγαν ὁ φυσικὸς Δημόκριτος καὶ ἄλλοι φιλόσοφοι. Ἀντίθετα εἶναι ἕνας μέγας κόσμος ἢ μεγάκοσμος, γιατί διαθέτει δυνάμεις καὶ ἰδιότητες ποὺ δὲν ὑπάρχουν στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ ἦταν ἐξαρχῆς προικισμένος μὲ ὅλα τὰ θεία χαρίσματα καὶ κλήθηκε νὰ λάβει τὴν ἐνυπόστατη χάρη τῆς θεώσεως καὶ νὰ καταστεῖ κατὰ χάρη θεός…
Ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία ἐμπόδισε, ἀλλὰ δὲν ματαίωσε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου ἔγινε τελικὰ δυνατὴ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Ὁ Χριστός, ποὺ προσέλαβε καὶ θέωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐξουσία νὰ γίνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ παρέχει τὸ Βάπτισμα, μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν τελείωση κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ.
Ἐνῶ ὅμως ὁ βαπτιζόμενος παίρνει αὐτὴν τὴ χάρη, δὲν τὴν ἀξιοποιεῖ, ἀλλὰ τὴν καλύπτει μὲ τὰ πάθη του, τὴν ἀγνοεῖ, ἢ καὶ τὴν ἀρνεῖται τελείως, ἀκόμα καὶ ὅταν βλέπει νὰ ἐνεργεῖ αὐτὴ σὲ ἄλλους. Ἐξετάζοντας τὰ αἴτια τοῦ φαινομένου αὐτοῦ ὁ ὅσιος Νικόδημος προχωρεῖ σὲ ἐνδιαφέρουσες καὶ διεισδυτικὲς ἀναλύσεις. Οἱ ἀναλύσεις αὐτὲς φανερώνουν τὶς πατερικὲς ἡσυχαστικὲς βάσεις, ἐπάνω στὶς ὁποῖες στηρίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος τὴν ἠθική του διδασκαλία.
Τὸ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀνυψώνεται ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεό, εἶναι ἡ ψυχὴ ἢ ἀκριβέστερα ὁ νοῦς του· «ψυχὴ γὰρ καθαρθεῖσα νοῦς ὅλη ἐστι», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος παραπέμποντας στὸν ὅσιο Κάλλιστο τὸν Καταφυγιώτη. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, χρησιμοποιώντας τὰ αἰσθητήρια, ἀνέρχεται ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τὰ λόγια της Ἁγίας Γραφῆς στὰ νοητά. Οἱ λόγοι τῶν ὄντων καὶ τῶν Γραφῶν προσφέρονται ὡς μέσα γιὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι δὲν τὸ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ περιορίζονται καὶ προσηλώνονται στὰ αἰσθητά, δὲν ἐνεργοῦν κατὰ φύση, γιατί μεταχειρίζονται τὰ μέσα ὡς σκοποὺς καὶ τοποθετοῦν τὰ δημιουργήματα στὴ θέση τοῦ Δημιουργοῦ.
Στὴν πράξη ὅμως οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐνεργοῦν σωστά, ἀλλὰ ἀκολουθοῦν συνήθως τὴν παρὰ φύση πορεία, ποὺ ἐγκαινιάστηκε καὶ διατηρεῖται μὲ τὴν ἁμαρτία. Προσηλώνονται στὰ αἰσθητά, τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς ἄλλες κοσμικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἐπιδιώξεις τους, χωρὶς νὰ ἀνυψώνονται στὴν αἴτια τῆς ὑπάρξεώς τους, στὸν Θεὸ-Λόγο. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο, ἀλλὰ ἔχει κάποια βαθύτερη ἀνθρωπολογικὴ αἰτία καὶ ἑρμηνεία. Ὅπως ἀναλυτικὰ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος στὸ «Συμβουλευτικοῦ Ἐγχειρίδιον».
Τὸ πρῶτο καὶ κυριότερο αἴτιο, ποὺ δυσχεραίνει τὴ φυσιολογικὴ ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὰ νοητά, ἀπὸ τὰ αἰτιατὰ στὸ αἴτιο, ἀπὸ τὰ δημιουργήματα στὸν Δημιουργό, εἶναι ἡ διαστροφὴ τοῦ «εἶναι» ἡ ὑποδούλωση τοῦ νοῦ του στὴν ἐμπαθῆ καὶ ἄλογη αἰσθητὴ ἡδονή. Αὐτὴ ἄρχισε μὲ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ συνεχίζεται σταθερὰ στὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου…
Τὸ δεύτερο αἴτιο εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὡριμάζει καὶ ἀνατρέφεται μετὰ τὴ γέννησή του ὁ ἄνθρωπος. Ὡς τὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε περίπου ἐτῶν, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου παραμένει ἀνώριμος, ἐνῶ οἱ αἰσθήσεις του εἶναι τέλειες. Αὐτὲς λοιπὸν δὲν κατευθύνονται ἀπὸ τὸν νοῦ, ποὺ ἂν ἦταν ὥριμος θὰ μποροῦσε νὰ ἀνυψώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὰ νοητά, ἀλλὰ ὑπηρετοῦν τὸ σῶμα, καὶ μάλιστα ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη συντήρησή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν αἰσθητὴ ἡδονὴ παρασύροντας ἔτσι πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν ἀτελῆ καὶ ἀνώριμο νοῦ.
Ὁ ἀγώνας, λοιπόν, ποὺ ἔχει νὰ πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευματική του ὑγεία, εἶναι διπλός: Πρῶτα καλεῖται νὰ ἀποδεσμεύσει τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν αἰσθήσεων καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν ἡγεμονική του θέση, νὰ τὸν γυρίσει στὴν καρδιά του, καὶ ἀκολούθως νὰ τὸν στρέψει πρὸς τὸ ἀρχέτυπό του, τὸν Θεό.
Ἡ διεξαγωγὴ τοῦ ἀγώνα αὐτοῦ δὲν εἶναι μόνο δύσκολη ἀλλὰ καὶ ἀκατόρθωτη γιὰ τὸν ἐκπεσόντα ἄνθρωπο. Ἐκτός ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ αὐτὸς νὰ διεξαχθεῖ, χρειάζεται ἀνάλογη προετοιμασία καὶ κατάλληλη στρατηγικὴ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πιστοῦ. Ὅταν κάποιος βασιλιάς, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος, θέλει νὰ ὑποτάξει εὔκολα κάποια περιτειχισμένη πόλη, ἀποστερεῖ τὰ μέσα διατροφῆς τῶν πολιτῶν της, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς πιέζει καὶ τοὺς ἐξαναγκάζει νὰ παραδοθοῦν. Μὲ τὴν ἴδια μέθοδο καὶ ὁ νοῦς πρέπει νὰ κόψει ἀπὸ τὰ αἰσθητήρια τὶς σωματικὲς καὶ ἀπολαυστικὲς ἡδονὲς ποὺ συνήθισε νὰ ἔχει, ὥστε ἔτσι νὰ ἀποκτήσει εὔκολα τὴν κυριαρχική του θέση. Καὶ κατὰ τὸ διάστημα ὅμως αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ παραμένει ἀργός, ἀλλὰ ἔχοντας κάποια ἄνεση καὶ ἐλευθερία ἀπὸ τὰ σωματικὰ νὰ στρέφεται πρὸς τὴν φυσικὴ νοερὴ τροφή του, ποὺ εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν Γραφῶν, ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν, ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἡ προσευχή, ἡ θεώρηση τῶν λόγων τῶν αἰσθητῶν καὶ τῶν νοητῶν ὄντων, ὅπως καὶ πρὸς τὰ ἄλλα πνευματικὰ καὶ θεία νοήματα ποὺ ὑπάρχουν στὰ ἔργα τῶν θεοφόρων Πατέρων…
Ἀντὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ νοητὰ καὶ νὰ γευθεῖ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἡδονή, στράφηκε πρὸς τὰ αἰσθητὰ μὲ τὶς αἰσθήσεις του. «Εἶδε γάρ, φησίν, ἡ γυνὴ ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν, καὶ ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν, καὶ ὡραῖον ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τὸν καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε, καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ’ αὐτῆς καὶ ἔφαγον». Τὸ ξύλο αὐτό, τὸ γνωστόν του «καλοῦ καὶ πονηροῦ», εἶναι ἡ ἐμπαθὴς αἴσθηση τῆς αἰσθητῆς κτίσεως. Ὅταν ὅμως ἡ αἴσθηση γνωρίσει, δηλαδὴ δοκιμάσει τὴν ἄλογη αἰσθητὴ ἡδονή, μαζὶ μὲ αὐτὴν δοκιμάζει καὶ τὴν ὀδύνη. Γι’ αὐτὸ συνήθως ὅλες οἱ αἰσθητὲς ἡδονὲς ὀνομάζονται ἀπὸ κοινοῦ «ἐνώδυναι ἠδοναί».
Ἡ ἐγκατάλειψη λοιπὸν τῆς πνευματικῆς τροφῆς καὶ ἡδονῆς, γιὰ τὴν ὁποία πλάστηκε ἐξαρχῆς ὁ ἄνθρωπος, ὁδήγησε στὸ ἀδιέξοδο «τῶν ἐνώδυνων ἡδονῶν», ποὺ σφραγίζει πλέον ὁλόκληρη τὴ ζωή του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε ἐξαρχῆς μὲ τὸν ἔνθεο πόθο τῆς ἡδονῆς, βρέθηκε στὸ τραγικὸ ἀδιέξοδο «τῶν ἐνώδυνων ἡδονῶν». Καὶ ἐνῶ οἱ πνευματικὲς ἡδονὲς ἀνυψώνουν τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ Λόγο, οἱ ἄλογες ἡδονὲς αὐτονομοῦνται καὶ καλλιεργοῦν τὰ πάθη ποὺ ματαιώνουν τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό.
Τὸ κυριότερο λοιπὸν ἔργο, ποὺ ἔχει νὰ πραγματοποιήσει ὁ πιστὸς γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῆς ἐκπεσμένης φύσεώς του καὶ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς, εἶναι «ἡ φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων», δηλαδὴ ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ ἀπαγκίστρωσή τους ἀπὸ τὶς ἄλογες αἰσθητὲς ἡδονές. Τὸ ἔργο αὐτό, στὸ ὁποῖο ὁ ὅσιος Νικόδημος ἀφιερώνει τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ «Συμβουλευτικοῦ Ἐγχειριδίου» του, ἔγκειται στὴν ἀποδέσμευση τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθητηρίων, δηλαδὴ τῆς ὁράσεως, τῆς ἀκοῆς, τῆς ὀσφρήσεως, τῆς γεύσεως καὶ τῆς ἁφῆς, ὅπως καὶ τῆς ἐσωτερικῆς αἰσθήσεως, ποὺ εἶναι ἡ φαντασία, ἀπὸ τὰ αἰσθητά. Χωρὶς τὴν ἀποδέσμευση αὐτὴ δὲν μπορεῖ ὁ νοῦς νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλλησή του στὸν κόσμο καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν καρδιά, ὥστε νὰ ἑνοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ στραφεῖ στὸν Θεὸ καὶ στὴν κατὰ φύση ἡδονή του. Μολονότι τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι δύσκολο, γιατί ἔρχεται σὲ ἀντίθεση πρὸς τὶς συνήθειες τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔγιναν δεύτερη φύση του, δὲν παραβιάζει καθόλου τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ τὴ θεραπεύει. Εἶναι ἔργο ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο στὴν κατὰ φύση κατάστασή του, στὴν κατάσταση ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Μολονότι ἡ κατὰ φύση κατάσταση γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἐκείνη στὴν ὁποία τὸν ἔπλασε ὁ Δημιουργός του, καὶ ὄχι αὐτὴ μὲ τὴν ὁποία παρουσιάζεται στὴν καθημερινὴ ζωή, ἡ ἐπάνοδός του ἐκεῖ φαίνεται ὑπεράνθρωπη. Ἡ ἠθικὴ ἀκαταστασία καὶ τὸ ὑπαρξιακὸ ἀδιέξοδο τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν τοῦ περιέπλεξαν τὰ πράγματα. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ὁ ἐθισμὸς στὴν ἀσυναρτησία καὶ τὸ κακὸ χρειάζονται δραστικὰ ἀντίδοτα, προκειμένου νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος στὴν ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, ποὺ ἀντιστοιχεῖ στὴν κατὰ φύση κατάστασή του καὶ τὸν ἐκ Θεοῦ προορισμό του. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια, «ἡ φυλακὴ τῶν αἰσθήσεων», ἡ πνευματικὴ ἄσκηση καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ…
Μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν δημιουργεῖται ἡ συνήθεια τῶν ἀρετῶν, ποὺ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴ φυσική του κατάσταση καὶ διευκολύνει τὴν πνευματικὴ ζωή.