Πρός Κορινθίους β’ Ἐπιστολή
Ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης
Πρός Κορινθίους β’ Ἐπιστολή
Ἀδελφοί, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι εἶναι κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν, καὶ δὲν πρέπει νὰ εἶναι μικρὴ ἡ πίστη μας γιὰ τὴ σωτηρία μας. Διότι, ἐὰν εἶναι μικρὴ ἡ πίστη μας γι’ αὐτό, θὰ ἐλπίζουμε μικρὰ καὶ νὰ λάβουμε. Καὶ ὅσοι ἀκοῦνε ὅτι ἁμαρτάνουμε γιὰ μικροπράγματα, δὲν γνωρίζουν ἀπὸ πού ἔχουμε κληθεῖ καὶ ἀπὸ Ποιὸν καὶ στὴ θέση τίνων, καὶ πόσα πάθη ὑπέφερε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιά μᾶς. Ποιὰ λοιπὸν ἀνταμοιβὴ θὰ Τοῦ δώσουμε ἐμεῖς; ἤ ποιὸ καρπὸ ἀντάξιο μ’ αὐτὸ πού ἔδωσε Ἐκεῖνος σέ μᾶς; καὶ πόσα ἀγαθὰ τοῦ ὀφείλουμε ἐμεῖς; Μᾶς χάρισε τὸ φῶς, μᾶς ὀνόμασε υἱοὺς ὡς Πατέρας, μᾶς ἔσωσε ἐνῶ χανόμασταν. Ποιὸν λοιπὸν ἔπαινο θὰ τοῦ δώσουμε ἤ μισθὸ ὡς ἀνταμοιβὴ γι’ αὐτὰ πού λάβαμε; Ἐνῶ ἤμασταν τυφλοὶ στὴ διάνοια, προσκυνώντας πέτρες καὶ ξύλα καὶ χρυσὸ καὶ ἄργυρο καὶ χαλκό, ἔργα ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ ζωὴ μας ὅλη δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρὰ θάνατος, καὶ ἐνῶ ἤμασταν περιτριγυρισμένοι ἀπὸ σκοτάδι καὶ τὰ μάτια μας ἦταν γεμάτα ἀπὸ τόσο μεγάλη συσκότιση, ξαναβρήκαμε τὸ φῶς μας, ἀποβάλλοντας τὸ σύννεφο ἐκεῖνο πού μᾶς περιτριγύριζε, μὲ τὴ δική Του θέληση. Διότι μᾶς ἐλέησε καὶ ἐπειδὴ μᾶς λυπήθηκε, μᾶς ἔσωσε, βλέποντας σὲ μᾶς μεγάλη πλάνη καὶ ἀφανισμό, χωρὶς νὰ ἔχουμε καμμιὰ ἐλπίδα σωτηρίας, παρὰ μόνο τὴ δική του. Μᾶς κάλεσε χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καὶ θέλησε νὰ ἔρθουμε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία. «Δοκίμασε λοιπὸν εὐφροσύνη, γυναίκα στείρα πού δὲν γεννᾶς, ξέσπασε καὶ φώναξε δυνατά, σὺ πού δὲν ἔχεις πόνους τοκετοῦ διότι τὰ παιδιὰ τῆς ἔρημης εἶναι περισσότερα ἀπὸ ἐκείνης πού ἔχει τὸν ἄνδρα». Μὲ αὐτὸ πού εἶπε, «δοκίμασε εὐφροσύνη, στείρα πού δὲν γεννᾶς», ἐμᾶς ἐννοοῦσε˙ διότι ἡ Ἐκκλησία μας ἦταν στείρα προτοῦ τῆς δοθοῦν παιδιά. Καὶ αὐτὸ πού εἶπε, «φώναξε δυνατά, σὺ πού δὲν ἔχεις πόνους τοκετοῦ», σημαίνει τὸ ἑξῆς· νὰ ἀπευθύνουμε δηλαδὴ τὶς προσευχὲς μας ἁπλά στὸν Θεό, καὶ νὰ μὴ τὶς παραλείπουμε, ὅπως ἐκεῖνες πού κοιλοπονοῦν, ἀπὸ κακία. Καὶ αὐτὸ πού εἶπε, «διότι εἶναι περισσότερα τὰ παιδιὰ τῆς ἔρημης, ἀπὸ ἐκείνης πού ἔχει τὸν ἄνδρα», τὸ εἶπε ἐπειδὴ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὁ λαός μας ὅτι ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐνῶ τώρα πού πιστέψαμε γίναμε περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους πού νόμιζαν ὅτι ἔχουν τὸν Θεό.
Ἀλλά καὶ ἄλλος λόγος λέει˙ «δὲν ἦρθα νὰ καλέσω δίκαιους, ἀλλά ἁμαρτωλούς». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ σώζουμε αὐτοὺς πού χάνονται. Διότι αὐτὸ εἶναι μεγάλο καὶ ἄξιο θαυμασμοῦ, ὄχι δηλαδή, νὰ στηρίζεις αὐτούς πού στέκονται, ἀλλά αὐτούς πού πέφτουν. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ σώσει αὐτούς πού χάνονται, καὶ ἔσωσε πολλοὺς μὲ τὸ νὰ ἔρθει καὶ νὰ καλέσει ἐμᾶς πού ἤμασταν ἤδη χαμένοι. Εἶναι λοιπὸν πολὺ μεγάλη ἡ ἐλεημοσύνη πού ἔκανε σὲ μᾶς˙ πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἐμεῖς πού εἴμαστε ζωντανοὶ δὲν θυσιὰζουμε πλέον σὲ νεκροὺς θεοὺς καὶ οὔτε τοὺς προσκυνοῦμε, ἀλλά γνωρίσαμε μέσω αὐτοῦ τὸν Πατέρα τῆς ἀλήθειας· καὶ ποιὰ εἶναι ἡ γνώση πού ἔχουμε γι’ Αὐτόν, παρὰ τὸ ὅτι δὲν ἀρνιόμαστε Αὐτὸν μέσω τοῦ ὁποίου γνωρίσαμε Ἐκεῖνον; Ἐπίσης καὶ αὐτὸς λέει· «αὐτὸς πού θὰ μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κι ἐγώ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου». Αὐτὸς λοιπὸν θα εἶναι ὁ μισθός μας, ἄν ὁμολογήσουμε Ἐκεῖνον διὰ τοῦ Ὁποίου σωθήκαμε. Καὶ μὲ τί τὸν ὁμολογοῦμε; Μὲ τὸ νὰ κάνουμε αὐτὰ πού λέει, μὲ τὸ νὰ μὴ παραβαίνουμε τὶς ἐντολὲς του καὶ νὰ μὴ τὸν τιμᾶμε μόνο μὲ τὰ χείλη, ἀλλά μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ καὶ ὅλη τὴ διάνοιά μας. Γιατί λέει στὸν Ἠσαΐα˙ «Αὐτὸς ὁ λαὸς μὲ τιμᾶ μὲ τὰ χείλη του, ἐνῶ ἡ καρδιὰ τους βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ μένα».
Νὰ μὴν τὸν ἀποκαλοῦμε λοιπὸν μόνο Κύριο- διότι αὐτὸ δὲν θὰ μᾶς σώσει- καθόσον λέει: «δὲν θὰ σωθεῖ καθένας πού μὲ ἀποκαλεῖ, Κύριε, Κύριε, ἀλλά ἐκεῖνος πού κάνει ἔργα δίκαια» Ὥστε λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε μὲ τὰ ἔργα, μὲ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἑαυτούς μας, μὲ τὸ νὰ μὴ διαπράττουμε μοιχεία, οὔτε νὰ συκοφαντοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, οὔτε νὰ ζηλεύουμε, ἀλλά νὰ εἴμαστε ἐγκρατεῖς, ἐλεήμονες, ἀγαθοὶ˙ ἀλλά ὀφείλουμε καὶ νὰ πάσχουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ μὴ εἴμαστε φιλάργυροι˙ μὲ αὐτὰ τὰ ἔργα νὰ τὸν ὁμολογοῦμε καὶ ὄχι μὲ τὰ ἀντίθετα. Καὶ δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλά τὸν Θεό. Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ κάνετε αὐτά, ὁ Κύριος εἶπε: «ἐὰν εἶστε συγκεντρωμένοι μαζί μου στὴν ἀγκαλιά μου, καὶ δὲν ἐκτελεῖτε τὶς ἐντολές μου, θὰ σᾶς διώξω καὶ θὰ σᾶς πῶ, φύγετε ἀπὸ μένα, δὲν γνωρίζω ἀπὸ πού εἶστε, ἐργάτες τῆς παρανομίας».
Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, ἐγκαταλείποντας τὴν κατοικία μας στὸν κόσμο αὐτόν, ἂς κάνουμε τὸ θέλημα Ἐκείνου πού μᾶς κάλεσε, καὶ ἂς μὴ φοβηθοῦμε νὰ διαχωρισθοῦμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Διότι ὁ Κύριος λέει: «θὰ εἴσαστε σὰν πρόβατα ἀνάμεσα σὲ λύκους». Ἀπαντώντας ὁ Πέτρος τοῦ λέει: «ἐὰν λοιπὸν οἱ λύκοι κατασπαράξουν τὰ ἀρνιά;». Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε στὸν Πέτρο: «Μήπως φοβοῦνται τὰ ἀρνιὰ τοὺς λύκους μετὰ τὸ θάνατό τους; καὶ σεῖς μὴ φοβάστε αὐτοὺς πού σᾶς σκοτώνουν καὶ δὲν μποροῦν νὰ σᾶς κάνουν τίποτε, ἀλλά νὰ φοβάστε ἐκεῖνον πού μετὰ τὸν θάνατό σας ἔχει ἐξουσία νὰ βάλει στὴ γέεννα τοῦ πυρὸς καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα σας». Καὶ νὰ γνωρίζετε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ παραμονή μας στὸν κόσμο αὐτὸ τοῦ σώματος αὐτοῦ, εἶναι μικρὴ καὶ ὀλιγοχρόνια, ἐνῶ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μεγάλη καὶ θαυμαστή, καὶ ἀνάπαυση τῆς μέλλουσας Βασιλείας καὶ αἰώνιας ζωῆς. Τί πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε γιὰ νὰ τὰ ἐπιτύχουμε αὐτά, παρὰ νὰ συμπεριφερόμαστε σωστὰ καὶ δίκαια καὶ νὰ θεωροῦμε αὐτὰ τὰ κοσμικὰ ὡς ξένα καὶ νὰ μὴ τὰ ἐπιθυμοῦμε; Διότι μὲ τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ τὰ ἀποκτήσουμε, ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς δικαιοσύνης.
Ἀλλά καὶ ὁ Κύριος λέει˙ «κανένας ὑπηρέτης δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύει σὲ δύο κυρίους». Ἐὰν ἐμεῖς θέλουμε νὰ δουλεύουμε καὶ στὸν Θεὸ καὶ στὸν μαμωνᾶ, μᾶς εἶναι ἀσύμφορο. «Διότι ποιὸ τὸ ὄφελος, ἐὰν κάποιος κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ χάσει τὴν ψυχή του;». Ὁ κόσμος δὲ αὐτὸς καὶ ὁ μελλοντικὸς εἶναι δύο ἐχθροί. Αὐτὸς λέει μοιχεία, διαφθορά, φιλαργυρία καὶ ἀπάτη, ἐνῶ ἐκεῖνος τὰ ἀπαρνεῖται αὐτά. Δὲν μποροῦμε ἑπομένως νὰ εἴμαστε φίλοι καὶ τῶν δύο, καὶ πρέπει, ἀπαρνούμενοι αὐτόν, νὰ ἀκολουθήσουμε ἐκεῖνον. Νομίζουμε ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ μισήσουμε τὰ ἐδῶ, ἐπειδὴ εἶναι ἀσήμαντα καὶ ὀλιγοχρόνια καὶ φθαρτά, καὶ νὰ ἀγαπήσουμε ἐκεῖνα, τὰ ἀγαθὰ πού εἶναι ἄφθαρτα. Κάνοντας τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ θὰ βροῦμε ἀνάπαυση· ἀλλιῶς, ἐὰν παραβοῦμε τὶς ἐντολές Του, τίποτε δὲν θὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση. Ἐπίσης καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ στὸν Ἰεζεκιὴλ λέει˙ «ἐὰν ἀναστηθεῖ ὁ Νῶε καὶ ὁ Ἰώβ καὶ ὁ Δανιήλ, δὲν θὰ γλυτώσουν τὰ παιδιά τους στὴν αἰχμαλωσία». Ἐὰν λοιπὸν οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ τέτοιοι δίκαιοι δὲν μποροῦν μὲ τὶς δικές τους ἀγαθοεργίες νὰ γλυτώσουν τὰ παιδιά τους, ἐμεῖς ἐὰν δὲν διατηρήσουμε τὸ Βάπτισμά μας ἀγνό καὶ ἀμόλυντο, ποιὰ βεβαιότητα θα ἔχουμε ὅτι θὰ μποῦμε στὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ; Ἤ ποιὰ παρηγοριὰ θὰ ἔχουμε, ἂν δὲν βρεθοῦμε νὰ ἔχουμε καλὰ καὶ δίκαια ἔργα;
Ὥστε λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἂς ἄγωνιστοῦμε, γνωρίζοντας ὅτι ὁ ἀγώνας εἶναι στὰ χέρια μας, καὶ ὅτι στοὺς φθαρτοὺς ἀγῶνες ἀγωνίζονται πολλοί, ἀλλά δὲν στεφανώνονται ὅλοι, παρὰ μόνο ἐκεῖνοι πού κοπίασαν πολὺ καὶ ἀγωνίστηκαν καλῶς. Ἐμεῖς λοιπὸν ἂς ἀγωνιστοῦμε, γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε ὅλοι.
Ὥστε ἂς τρέχουμε ὅλοι τὸν ἴσιο δρόμο, τὸν ἀγώνα τὸν ἄφθαρτο, καὶ ἂς παλέψουμε καὶ ἂς ἀγωνιστοῦμε, γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε. Καὶ ἂν δὲν μποροῦμε ὅλοι νὰ στεφανωθοῦμε, ἂς φτάσουμε ἔστω καὶ κοντὰ στὸ νὰ στεφανωθοῦμε. Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ὅτι αὐτὸς πού ἀγωνίζεται τὸν ἀγώνα τὸ φθαρτό, ἄν βρεθεῖ νὰ παρεκτρέπεται, ἀφοῦ μαστιγωθεῖ, ἁρπάζεται καὶ πετάγεται ἔξω ἀπὸ τὸ στάδιο. Ἐκεῖνος πού καταστρέφει τὸν ἀγώνα τῆς ἀφθαρσίας, τί νομίζετε ὅτι θά πάθει; Διότι ἐκείνων πού δὲν τήρησαν, λέει, τὸ Βάπτισμα, «τὸ σκουλήκι δὲν θὰ πεθάνει ποτὲ καὶ ἡ φωτιά τους δὲν θὰ σβήσει, καὶ θὰ εἶναι ὁρατοὶ σὲ κάθε ἄνθρωπο».
Ὅσο λοιπὸν βρισκόμαστε στὴ γῆ ἂς μετανοήσουμε. Διότι εἴμαστε πηλὸς στὰ χέρια τοῦ τεχνίτη. Καί, ὅπως ὁ κεραμοποιός, ὅταν στραβώσει ἕνα σκεῦος κατά το πλάσιμο, ἤ σπάσει στὰ χέρια του, τὸ ξαναπλάθει, ἂν ὅμως προλάβει καὶ τὸ βάλει στὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τὸ διορθώσει, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὅσο καιρὸ εἴμαστε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, στὸ σῶμα, ἂς μετανοήσουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας γιὰ τὰ κακὰ πού κάναμε, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅσο ἔχουμε εὐκαιρία μετάνοιας. Διότι μετὰ τὴν ἔξοδό μας ἀπὸ τὸν κόσμο δὲν μποροῦμε πιὰ ἐκεῖ νὰ ἐξομολογηθοῦμε ἤ νὰ μετανοήσουμε. Ὥστε, ἀδελφοί, ἀφοῦ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα καὶ τηρήσουμε τὸ σῶμα μας ἀγνό καὶ φυλάξουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, θὰ ἔχουμε αἰώνια ζωή. Διότι ὁ Κύριος λέει στὸ Εὐαγγέλιο˙ «ἐὰν δὲν τηρήσατε αὐτὸ τὸ μικρό, ποιὸς θὰ σᾶς δώσει τὸ μεγάλο; Σᾶς λέω, λοιπόν, ὅτι ἐκεῖνος πού θὰ εἶναι ἀξιόπιστος στὸ ἐλάχιστο, θὰ εἶναι ἀξιόπιστος καὶ στὰ πολλὰ». Λέει δηλαδὴ τὸ ἑξῆς· κρατεῖστε τὸ σῶμα σας ἀγνό καὶ τὸ Βάπτισμα ἀμόλυντο, γιὰ νὰ ἀπολαύσετε τὴν αἰώνια ζωή.
Κι ἂς μὴν πεῖ κάποιος ἀπό σᾶς, ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα δὲν θὰ κριθεῖ οὔτε θὰ ἀναστηθεῖ. Προσέξτε, μὲ τί σωθήκατε, μὲ τί βρήκατε τὸ φῶς σας, ἐνῶ ἤσασταν σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα;
Πρέπει λοιπὸν νὰ κρατᾶμε τὸ σῶμα σὰν ναὸ τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως κληθήκατε μὲ τὸ σῶμα, μὲ τὸ σῶμα θὰ ἔρθετε. Ἐφόσον ὁ Χριστός, ὁ Κύριος πού μᾶς ἔσωσε, ὄντας κατ’ ἀρχὴν Πνεῦμα, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔτσι μᾶς κάλεσε, ἔτσι κι ἐμεῖς μ’ αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ ἀπολαύσουμε τὸν μισθό μας. Ἂς ἀγαπᾶμε λοιπὸν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ πᾶμε ὅλοι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ἔχουμε καιρὸ νὰ θεραπευθοῦμε, ἂς παραδώσουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὸν Θεὸ πού θεραπεύει, δίνοντάς του αὐτὸ ὡς ἀνταμοιβή. Ποιο δηλαδή; Τὸ νὰ μετανοήσουμε μὲ εἰλικρινή καρδιά. Διότι γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων τὰ πάντα καὶ ξέρει αὐτὰ πού ἔχουμε μέσα στὴν καρδιά. Ἂς Τὸν δοξολογήσουμε λοιπόν, ὄχι μόνο μὲ τὸ στόμα, ἀλλά καὶ μὲ τὴν καρδιά, γιὰ νὰ μᾶς δεχθεῖ σὰν υἱούς. Διότι ὁ Κύριος εἶπε˙ «ἀδελφοί μου, εἶναι ἐκεῖνοι πού κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου».
Ὥστε, ἀδελφοί μου, ἂς κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Ἐκείνου πού μᾶς κάλεσε, γιὰ νὰ ζήσουμε˙ καὶ ἂς ἐπιδιώξουμε μᾶλλον τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν κακία, ὡς προπομπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ ἂς ἀποφύγουμε τὴν ἀσέβεια, γιὰ νὰ μὴ μᾶς βροῦν κακά. Ἄν προσπαθήσουμε νὰ κάνουμε ἀγαθὰ ἔργα, θὰ μᾶς ἀκολουθήσει ἡ εἰρήνη. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν μποροῦν νὰ βροῦν ἄνθρωπο, αὐτοὶ πού μᾶς προκαλοῦν τοὺς ἀνθρώπινους φόβους, προτιμώντας μᾶλλον τὴν ἐδῶ ἀπόλαυση, παρὰ τὴ μελλοντικὴ ὑπόσχεση. Διότι ἀγνοοῦν πόσα βάσανα ἔχει ἡ ἐδῶ ἀπόλαυση, καὶ τί εἴδους ἀπόλαυση ἔχει ἡ μελλοντικὴ ὑπόσχεση. Καὶ ἂν βέβαια τὰ ἔκαναν αὐτὰ μόνοι τους, θὰ ἦταν τὸ πράγμα ἀνεκτό, τώρα ὅμως ἐπιμένουν νὰ διδάσκουν κακῶς τὶς ἀναίτιες ψυχές, χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι θὰ ἔχουν διπλὴ καταδίκη, καὶ αὐτοὶ καὶ ἐκεῖνοι πού τοὺς ἀκοῦνε.
Ἐμεῖς λοιπὸν ἂς ὑπηρετήσουμε τὸν Θεὸ μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ θὰ γίνουμε δίκαιοι˙ ἐὰν ὅμως δὲν τὸν ὑπηρετήσουμε, ἐπειδὴ δὲν πιστεύουμε στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, θὰ εἴμαστε ταλαίπωροι. Ὁ προφητικὸς λόγος λέει˙ «εἶναι ταλαίπωροι οἱ ἄστατοι, αὐτοὶ πού ἔχουν δισταγμοὺς στὴν καρδιά τους, αὐτοὶ πού λένε, ‘αὐτὰ τὰ ἀκούσαμε ἀπὸ παλιὰ ἀπό τούς πατέρες μας, ἐμεῖς ὅμως, περιμένοντάς τα μέρα μὲ τὴ μέρα, δὲν εἴδαμε τίποτε ἀπὸ αὐτά’. Ἀνόητοι, ὑποθέστε ὅτι εἴσαστε δένδρο, πάρετε γιὰ παράδειγμα τὴν κληματαριὰ˙ πρῶτα ρίχνει τὰ φύλλα, ἔπειτα γίνεται βλαστός, ἔπειτα ἀγουρίδα, καὶ ὕστερα σταφύλι γινόμενο. Ἔτσι καὶ ὁ λαός μου, πέρασε ἀκαταστασίες καὶ στενοχώριες, καὶ ἔπειτα θὰ ἀπολαύσει ἀγαθά».
Ὥστε, ἀδελφοί μου, νὰ μὴ ἔχουμε δισταγμούς, ἀλλά, ἂς ὑπομείνουμε ἐλπίζοντας, γιὰ νὰ κερδίσουμε καὶ τὴν ἀμοιβή. Διότι εἶναι ἄξιος ἐμπιστοσύνης αὐτὸς πού ὑποσχέθηκε νὰ στεφανώσει καθένα ἀνάλογα μέ τὰ ἔργα του. Ἐὰν λοιπὸν κάνουμε ἔργα δικαιοσύνης μπροστὰ στὸν Θεό, θὰ μποῦμε στὴ βασιλεία του καὶ θὰ κερδίσουμε τὶς ὑποσχέσεις «τὶς ὁποῖες αὐτὶ δὲν ἄκουσε, οὔτε μάτι εἶδε, οὔτε ὁ νοῦς ἀνθρώπου συνέλαβε».
Ἂς περιμένουμε λοιπὸν κάθε ὥρα τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε τὴν ἡμέρα τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅταν ρωτήθηκε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἀπὸ κάποιον, πότε θὰ ἔρθει ἡ βασιλεία Του, εἶπε˙«ὅταν θὰ γίνουν τὰ δύο ἕνα, καὶ τὸ ἔξω σὰν τὸ μέσα, καὶ τὸ ἀρσενικὸ μὲ τὸ θηλυκό, οὔτε ἀρσενικὸ οὔτε θηλυκό». Καὶ τὰ δύο γίνονται ἕνα ὅταν λέμε στοὺς ἑαυτούς μας τὴν ἀλήθεια καὶ σὲ δυὸ σώματα ὑπάρχει χωρὶς ὑποκρισία μιὰ ψυχή. Καὶ «τὸ ἔξω ὅπως τὸ μέσα», αὐτὸ σημαίνει˙ τὸ μέσα εἶναι ἡ ψυχὴ καὶ τὸ ἔξω τὸ σῶμα. Ὅπως λοιπὸν φαίνεται τὸ σῶμα σου, ἔτσι νὰ ἐκδηλώνεται καὶ ἡ ψυχή σου μὲ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ λέγοντας ὅτι τὸ ἀρσενικὸ θὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὴ θηλυκό, οὔτε ἀρσενικὸ οὔτε θηλυκό ἐννοεῖ, ἀλλά ὅτι ὁ ἀδελφὸς βλέποντας τὴν ἀδελφὴ νὰ μὴ σκέφτεται γι’ αὐτὴν ὅτι εἶναι γυναίκα, οὔτε ἡ ἀδελφὴ βλέποντας τὸν ἀδελφὸ νὰ σκέφτεται γι’ αὐτὸν ὅτι εἶναι ἄνδρας. Ὅταν κάνετε αὐτά, λέει, θὰ ἔρθει ἡ Βασιλεία τοῦ Πατέρα μου.
Ἀδελφοί, ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν κάποτε, ἂς ἀνανήψουμε στὸ καλὸ, γιατί εἴμαστε γεμάτοι πολλὴ μωρία καὶ πονηριά. Ἂς ἐξαφανίσουμε ἀπό μᾶς τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματα καὶ ἀφοῦ μετανοήσουμε μὲ τὴν ψυχή μας νὰ σωθοῦμε- καὶ νὰ μὴ γινόμαστε ἀρεστοὶ στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε νὰ θέλουμε νὰ ἀρέσουμε μόνο στοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλά καὶ στοὺς ἀλλόθρησκους ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, γιὰ νὰ μὴ βλασφημεῖται τὸ ὄνομά Του ἐξαιτίας μας. Διότι ὁ Κύριος λέει˙ «πάντοτε τὸ ὄνομά μου βλασφημεῖται σ’ ὅλους τούς ἐθνικοὺς», καὶ πάλι˙ «ἀλλοίμονο σ’ αὐτὸν ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου βλασφημεῖται τὸ ὄνομά μου». Μὲ τί βλασφημεῖται; Μὲ τὸ νὰ μὴ κάνουμε αὐτὰ πού λέμε. Διότι οἱ ἐθνικοὶ ἀκούοντας ἀπὸ τὸ στόμα μας τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ τὰ θαυμάζουν ὡς καλὰ καὶ σπουδαῖα˙ ἔπειτα βλέποντας ὅτι τὰ ἔργα μας δὲν εἶναι ἀντάξια πρὸς τὰ λόγια πού λέμε, ἐξαιτίας αὐτοῦ στρέφονται στὴ βλασφημία, λέγοντας ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιο μῦθο καὶ πλάνη. Ὅταν ἀκοῦνε ἀπό μᾶς ὅτι ὁ Θεὸς λέει, «δὲν ἔχετε χάρη, ἐὰν ἀγαπᾶτε ἐκείνους πού σᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά θὰ ἔχετε χάρη ἐὰν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἐκείνους πού σᾶς μισοῦν», θαυμάζουν τὴν ὑπερβολικὴ καλωσύνη. Ὅταν ὅμως δοῦν ὅτι, ὄχι μόνο ἐκείνους πού μᾶς μισοῦν δὲν ἀγαπᾶμε, ἀλλά οὔτε καὶ αὐτοὺς πού μᾶς ἀγαποῦν, μᾶς χλευάζουν, καὶ ἔτσι βλασφημεῖται τὸ ὄνομα Ἐκείνου.
Ὥστε, ἀδελφοί, κάνοντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, θὰ εἴμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν πρώτη, τὴν πνευματική, πού εἶναι ἱδρυμένη πρὶν ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὴ σελήνη· ἐὰν ὅμως δὲν κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, θὰ εἴμαστε ἀπὸ ἐκείνους πού λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ «τὸ σπίτι μου ἔγινε σπήλαιο ληστῶν». Ὥστε λοιπὸν ἂς προτιμήσουμε νὰ ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Καὶ δὲν νομίζω πῶς ἀγνοεῖτε, ὅτι Ἐκκλησία ζωντανὴ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει˙ «ἔκανε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἄνδρα καὶ γυναίκα»· ὁ ἄνδρας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ γυναίκα ἡ Ἐκκλησία˙ καὶ, καθώς τὰ βιβλία καὶ οἱ Ἀπόστολοι διδάσκουν, ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τωρινή, ἀλλά ἀπὸ τὴν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Διότι ἦταν πνευματική, ὅπως καὶ ὁ Ἰησοῦς μας, ἀλλά φανερώθηκε κατὰ τὶς τελευταῖες μέρες γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, ὄντας πνευματική, φανερώθηκε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλώνοντάς μας, ὅτι ἐὰν κάποιος ἀπό μᾶς τὴν κρατήσει στὸ σῶμα του καὶ δὲν τὴν καταστρέψει, θὰ τὴν ἀπολαύσει μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι τὸ σῶμα αὐτὸ εἶναι τύπος τοῦ Πνεύματος· ἑπομένως ὅποιος κατέστρεψε τὸ ἀντίγραφο, δὲν θὰ ἀπολαύσει τὸ αὐθεντικό. Ἄρα λοιπὸν λέει στὸ ἑξῆς, ἀδελφοὶ, διατηρῆστε τὸ σῶμα, γιὰ νὰ ἀπολαύσετε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἐφόσον λέμε, ὅτι τὸ σῶμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ πνεῦμα ὁ Χριστός, ἐκεῖνος πού βρίζει τὸ σῶμα, βρίζει τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸς λοιπὸν δὲν θὰ συμμετάσχει στὸ Πνεῦμα, πού εἶναι ὁ Χριστός. Τόσο μεγάλη ζωὴ καὶ ἀθανασία μπορεῖ νὰ ἀπολαύσει τὸ σῶμα, ὅταν προσκολληθεῖ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε οὔτε νὰ περιγράψει μπορεῖ κανείς, οὔτε νὰ μιλήσει γι’ αὐτὰ πού ὁ Κύριος ἑτοίμασε γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς Του.
Δὲν νομίζω δὲ ὅτι ἔκανα μικρὴ προτροπὴ γιὰ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ὁποίαν ὅταν κανεὶς τὴν τηρήσει, δὲν θὰ μετανοήσει, ἀλλά θὰ σώσει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ ἐμένα πού σᾶς συμβούλεψα. Διότι δὲν εἶναι μικρὴ ἀμοιβὴ τὸ νὰ κάνεις μιὰ ψυχή, πού παραπλανήθηκε καὶ χάθηκε, νὰ ἐπιστρέψει γιὰ νὰ σωθεῖ. Αὐτὴ τό ἀντίδωρο ἔχουμε νὰ δώσουμε στὸν Θεὸ πού μᾶς δημιούργησε, ὅταν αὐτὸς πού λέει καὶ αὐτὸς πού ἀκούει, λέει καὶ ἀκούει, ἀντίστοιχα, μὲ πίστη καὶ ἀγάπη. Ἂς ἐπιμείνουμε λοιπὸν σ’ αὐτὰ πού πιστέψαμε, δίκαιοι καὶ ὅσιοι, ὥστε μὲ θάρρος νὰ ἀπευθυνόμαστε στὸν Θεὸ πού λέει˙ «ἐνῶ ἀκόμα θὰ μιλᾶς, θὰ σοῦ πῶ: νά, εἶμαι μπροστά σου». Διότι ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι σημάδι μεγάλης ὑποσχέσεως· γιατί ὁ Κύριος λέει ὅτι ὁ Ἑαυτὸς Του εἶναι πιὸ ἕτοιμος νὰ δώσει, ἀπὸ ἐκεῖνον πού ζητᾶ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀπολαμβάνουμε τόση καλωσύνη, ἂς μὴν ἀρνηθοῦμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ κερδίσουν τόσο μεγάλα ἀγαθά. Διότι ὅση εὐχαρίστηση περιέχουν τὰ λόγια αὐτὰ γι’ αὐτοὺς πού τὰ ἔκαναν, τόση κατάκριση περιέχουν γι’ αὐτοὺς πού τὰ παράκουσαν.
Ὥστε, ἀδελφοί, παίρνοντας ἀφορμὴ μεγάλη γιὰ μετάνοια, ὅσο ἔχουμε καιρό, ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν Θεὸ πού μᾶς κάλεσε, ὅσο ἀκόμα ἔχουμε αὐτὸν πού μᾶς περιμένει. Διότι, ἐὰν ἀπαρνηθοῦμε τὶς ἡδυπάθειες αὐτὲς καὶ νικήσουμε τὴν ψυχή μας μὲ τὸ νὰ μὴ κάνουμε τὶς πονηρές της ἐπιθυμίες, θὰ δεχθοῦμε τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ γνωρίζετε, ὅτι ἤδη ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως σὰν κλίβανος πού καίεται, καὶ θὰ λειώσουν μερικοὶ ἀπό τούς οὐρανοὺς καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ σὰν μόλυβδος πού λειώνει πάνω στὴ φωτιά, καὶ τότε θὰ φανοῦν τὰ κρυφὰ καὶ τὰ φανερὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι καλὴ λοιπὸν ἡ ἐλεημοσύνη ὡς μετάνοια ἁμαρτίας˙ καλύτερη ἡ νηστεία ἀπὸ τὴν προσευχή, ἀλλά ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι καλύτερη καὶ ἀπὸ τὶς δύο˙ «ἡ ἀγάπη καλύπτει πολλὲς ἁμαρτίες», ἐνῶ ἡ προσευχή, πού γίνεται μὲ καλὴ συνείδηση, σώζει ἀπὸ τὸν θάνατο. Εἶναι μακάριος ὁ καθένας πού θὰ βρεθεῖ σ’ αὐτὰ σωστὸς˙ διότι ἡ ἐλεημοσύνη ἐλαφρύνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.
Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ κανένας ἀπό μᾶς. Διότι, ἐφόσον ἔχουμε ἐντολὲς καὶ τὸ κάνουμε αὐτό, νὰ ἀποσπᾶμε δηλαδὴ ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ νὰ τοὺς κατηχοῦμε, πόσο μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ χαθεῖ ψυχὴ πού γνωρίζει ἤδη τὸν Θεό. Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ φέρουμε στὸ καλὸ καὶ ἐκείνους πού εἶναι ἀσθενεῖς στὴν πὶστη, γιὰ νὰ σωθοῦμε ὅλοι καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν ἴσιο δρόμο ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ νὰ τὸν νουθετήσουμε. Καὶ ὄχι μόνο τώρα νὰ δείχνουμε ὅτι πιστεύουμε καὶ προσέχουμε καθὼς νουθετούμαστε ἀπό τούς πρεσβυτέρους, ἀλλά καὶ ὅταν πηγαίνουμε στὸ σπίτι, νὰ θυμόμαστε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ μὴ παρασυρόμαστε ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες Ἀλλά προσερχόμενοι πιὸ συχνὰ νὰ προσπαθοῦμε νὰ προοδεύουμε στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ὥστε, φρονώντας ὅλοι τὸ ἴδιο, νὰ εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι στὴ ζωή, μὲ τὴν ἴδια πίστη. Διότι ὁ Κύριος εἶπε: «ἔρχομαι νὰ συγκεντρώσω ὅλα τὰ ἔθνη, τὶς φυλὲς καὶ τὶς γλῶσσες». Καὶ αὐτὸ φανερώνει τὴν ἡμέρα τῆς παρουσίας Του, τότε πού θὰ ἔρθει καὶ θὰ μᾶς σώσει, τὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του. Καὶ θὰ δοῦν τὴ δόξα Του καὶ τὴ δύναμή Του οἱ ἄπιστοι, καὶ θὰ ἐκπλαγοῦν βλέποντας τὸ βασίλειο τοῦ κόσμου στὸν Ἰησοῦ, καὶ θὰ ποῦν: Ἀλλοίμονο σέ μᾶς, Ἐσύ εἶσαι, καὶ δὲν γνωρίζαμε καὶ δὲν πιστεύαμε καὶ δὲν πειθόμασταν στοὺς πρεσβυτέρους πού μᾶς μιλοῦσαν γιὰ τὴ σωτηρία μας. Καὶ τὸ «σκουλήκι τους δὲν θὰ πεθαίνει καὶ ἡ φωτιά τους δὲν θὰ σβήσει, καὶ θὰ εἶναι θέαμα σὲ κάθε ἄνθρωπο». Λέγοντας τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐννοεῖ τῆς Κρίσεως, ὅταν θὰ δοῦν ἐκείνους ἀπὸ ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι ἀσέβησαν καὶ ὑπολόγισαν λάθος τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δίκαιοι ὅμως πού πολιτεύθηκαν σωστὰ καὶ ὑπέμειναν τὰ βάσανα καὶ μίσησαν τὶς ἡδυπάθειες τῆς ψυχῆς, ὅταν θὰ δοῦν ἐκείνους πού ἀστόχησαν καὶ ἀρνήθηκαν μὲ τὰ λόγια ἤ μὲ τὰ ἔργα τους τὸν Χριστό, καὶ πού θὰ τιμωροῦνται μὲ φρικτὰ βάσανα σὲ ἄσβηστη φωτιά, θὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ τους λέγοντας, ὅτι ὑπάρχει ἐλπίδα σ’ ἐκεῖνον πού ἔχει ὑπηρετήσει τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του.
Ἂς εἴμαστε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ἀπὸ ἐκείνους πού εὐχαριστοῦν, πού ὑπηρέτησαν τὸν Θεό, καὶ ὄχι ἀπό τούς ἀσεβεῖς πού καταδικάζονται. Διότι καὶ ἐγώ, πού εἶμαι πάρα πολὺ ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω ἀκόμα διαφύγει τὸν πειρασμό, ἀλλά βρίσκομαι ἀκόμα μέσα στὰ ὄργανα τοῦ διαβόλου, προσπαθῶ νὰ ἐφαρμόζω τὴ δικαιοσύνη, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ βρεθῶ ἔστω καὶ κοντὰ σ’ αὐτὴν, ἐπειδὴ φοβᾶμαι τὴ μέλλουσα κρίση.
Γι’ αὐτό, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές, μετὰ τὸν Θεὸ τῆς ἀλήθειας σᾶς κάνω αὐτή τὴν ὁμιλία, γιὰ νὰ προσέχετε ὅσα εἶναι γραμμένα καὶ νὰ σώσετε καὶ τοὺς ἑαυτούς σας καὶ αὐτὸν πού σᾶς τὴν ἐκφωνεῖ. Διότι ὡς ἀμοιβὴ ζητῶ νὰ μετανοήσετε μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας, δίνοντας στοὺς ἑαυτοὺς σας σωτηρία καὶ ζωή. Κάνοντας αὐτό, νὰ βάλουμε σκοπὸ σ’ ὅλους τούς νέους πού θέλουν νὰ κοπιάσουν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Καὶ νὰ μὴ ἀηδιάζουμε καὶ ἀγανακτοῦμε οἱ ἀνόητοι, ὅταν κάποιος μᾶς νουθετεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν ἀδικία στὴ δικαιοσύνη. Διότι κάνοντας μερικὰ κακά, δὲν τὸ καταλαβαίνουμε, ἐξαιτίας τῆς ἀστάθειας καὶ ἀπιστίας πού ὑπάρχει μέσα στὰ στήθη μας, καὶ ἔχουμε σκοτισμένο τὸν νοῦ μας ἀπὸ τὶς μάταιες ἐπιθυμίες.
Ἂς ἐπιδιώξουμε λοιπὸν τὴ δικαιοσύνη, ὥστε στὸ τέλος νὰ σωθοῦμε. Εἶναι μακάριοι ἐκεῖνοι πού ὑπακούουν σ’ αὐτὲς τὶς ἐντολές· διότι, κι ἂν ἀκόμη κακοπαθήσουν γιὰ λίγο χρόνο στὸν κόσμο αὐτόν, θὰ τρυγήσουν τὸν ἀθάνατο καρπὸ τῆς ἀναστάσεως. Ἂς μὴ λυπᾶται λοιπὸν ὁ εὐσεβὴς ἐὰν ταλαιπωρεῖται σ’ αὐτὴ τὴ ζωή· τὸν περιμένει ἡ μακάρια ἐκείνη ζωή· πού θά ζήσει ἐπάνω μαζὶ μὲ τοὺς Πατέρες, θὰ εὐφραίνεται στὴ ζωὴ πού δὲν ἔχει λύπη.
Ἀλλά οὔτε ἐκεῖνο νὰ ταράζει τὴ σκέψη σας, τὸ ὅτι δηλαδή βλέπουμε τοὺς ἄδικους νὰ πλουτίζουν καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ νὰ δοκιμάζουν στενοχώριες. Ἂς πιστεύουμε λοιπόν, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές· ἂς ἀσκούμαστε στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς γυμναζόμαστε στὴν τωρινὴ ζωή, γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε στὴ μέλλουσα. Κανένας ἀπό τούς δίκαιους δὲν ἔλαβε γρήγορο καρπό, ἀλλά τὸν περιμένει. Διότι, ἐὰν ὁ Θεὸς ἀνταπέδιδε σύντομα τὸ μισθὸ τῶν δικαίων, θὰ ἀσκούσαμε καθαρὸ ἐμπόριο καὶ ὄχι θεοσέβεια. Διότι θὰ νομίζαμε ὅτι εἴμαστε δίκαιοι ἐπιδιώκοντας ὄχι τὴν εὐσέβεια, ἀλλά τήν κερδοφορία. Καὶ γι’ αὐτὸ ἡ Θεία κρίση τιμωρεῖ τὸ πνεῦμα πού δὲν εἶναι δίκαιο καὶ τὸ καταπονεῖ μὲ δεσμά.
Στὸν μόνο ἀόρατο Θεό, τὸν Πατέρα τῆς ἀληθείας, πού ἔστειλε σὲ μᾶς τόν Χριστό, τὸν Σωτήρα καὶ ἀρχηγὸ τῆς ἀθανασίας, διά τοῦ Ὁποίου μᾶς ἀποκάλυψε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐπουράνια ζωή, σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.