Δεκέμβριος 2024
Κ Δ Τ Τ Π Π Σ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
293031  

Εἰς τὸ Πάθος τοῦ Κύριου καὶ εἰς τὸν Θρῆνον τῆς Θεοτόκου

Ἅγ. Ῥωμανὸς ὁ Μελωδός 

                                     Mτφρ.  π. Ἀνανίας Κουστένης  

                                               Προοίμιον

ed-1 Τὸν δι᾿ ἡμᾶς σταυρωθέντα δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν, αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ ξύλου καὶ ἔλεγεν, «Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις  ὁ υἱὸς καὶ θεός μου»    

                                   Προοίμιον   

Ἐκεῖνον ποὺ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, ὅλοι, ἐλᾶτε, ἂς δοξολογήσουμε. Αὐτόν, λοιπόν, ἀντίκρυσε πάνω στὸ Ξύλο ἡ Μαρία κι ἔλεγε: «Στὸ Σταυρὸ ἂν καὶ κρέμεσαι, γιὰ μένα εἶσαι ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».           

                                          Οἶκοι

                                             α´

Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον ἠκολούθει ἡ Μαρία τρυχομένη μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν ταῦτα βοῶσα, «Ποῦ πορεύῃ, τέκνον; τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον τελέεις; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ, κἀκεῖ νυνὶ σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς; συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σε μᾶλλον; δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».          

                                                             Οἶκοι

                                                                 α´

Τὸ παιδί Της ἡ Μητέρα καθὼς ἔβλεπε νὰ Τὸ πηγαίνουν στὸ θάνατο, κατάκοπη ἀκολουθοῦσεν ἡ Μαρία μαζὶ μ᾿ ἄλλες γυναῖκες καὶ τοῦτα ἔλεγε: «Ποῦ πορεύεσαι, Τέκνο; Γιὰ ποιὸ λόγο βιαστικὸς τὸ δρόμο τρέχεις; Μήπως κι ἄλλος γάμος εἶναι στὴν Κανᾶ, καὶ γιὰ ῾κεῖ τραβᾶς ἐτώρα, κρασὶ ἀπ᾿ τὸ νερὸ γιὰ νὰ τοὺς φτιάξης; Νὰ ῾ρθῶ μαζί Σου, Τέκνο μου, ἢ νὰ Σὲ περιμένω; Ἕνα λόγο πές μου, Λόγε, ἐμένα ἀμίλητος μὴν προσπεράσης, Ἐσὺ π᾿ Ἁγνὴ μὲ φύλαξες, ὁ Υἱὸς καὶ Θεὸς μου».             

                                                                β´

Οὐκ ἤλπιζον, τέκνον, ἐν τούτοις ἰδεῖν σε οὐδ᾿ ἐπίστευόν ποτε ἕως τούτου τοὺς ἀνόμους ἐκμανῆναι καὶ ἐκτείναι ἐπὶ σὲ χεῖρας ἀδίκως, ἔτι γὰρ τὰ βρέφη τούτων κράζουσί σοι τὸ «εὐλογημένος»· ἀκμὴν δὲ βαΐων πεπλησμένη ἡ ὁδὸς μηνύει τοῖς πᾶσι τῶν ἀθέσμων τὰς πρὸς σὲ πανευφημίας· καὶ νῦν τίνος χάριν ἐπράχθη τὸ χεῖρον; γνῶναι θέλω, οἴμοι, πῶς τὸ φῶς μου σβέννυται, πῶς σταυρῷ προσπήγνυται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                              β´

Δὲν τὸ περίμενα, Παιδί μου, σὲ τέτοια νὰ Σὲ δῶ, καὶ ποτὲ δὲν ἐπίστευα πὼς θά ῾φταναν οἱ ἄνομοι σὲ τέτοια μανία καὶ χέρια θ᾿ ἅπλωναν ἄδικα ἐπάνω Σου. Ἀφοῦ ἀκόμα τ᾿ ἀθῷα τους βρέφη Σοῦ κράζουν τὸ «Εὐλογημένος»,  κι ἀπ᾿ τὰ βάγια ἀκόμη γεμάτος ὁ δρόμος καὶ διαλαλεῖ στὸν καθένα τὰ παινέματα ποὺ Σοῦ ῾πλεξαν οἱ ἄνομοι. Καὶ τώρα γιὰ ποιὸ λόγο ἔγινε τὸ κακό; Θέλω νὰ μάθω, ἀλλοίμονο, πῶς χάνεται τὸ φῶς μου; Πῶς στὸ Σταυρὸ καρφώνεται Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.           

                                                               γ´

Ὑπάγεις, ὢ τέκνον, πρὸς ἄδικον φόνον καὶ οὐδεὶς σοὶ συναλγεί, οὗ συνέρχεται σοὶ Πέτρος ὁ εἰπῶν σοι, «οὐκ ἀρνοῦμαί σε ποτέ, κἂν ἀποθνῄσκω»· ἔλιπέ σε Θωμᾶς ὁ βοήσας, «μετ᾿ αὐτοῦ θάνωμεν πάντες»· οἱ ἄλλοι Δὲ πάλιν, οἱ οἰκεῖοι καὶ γνωστοὶ  καὶ μέλλοντες κρίνειν τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ, ποῦ εἰσιν ἄρτι; οὐδεὶς ἐκ τῶν πάντων, ἀλλ᾿ εἰς ὑπὲρ πάντων θνῄσκεις, τέκνον, μόνος, ἀνθ᾿ ὧν πάντας ἔσωσας, ἀνθ᾿ ὧν πᾶσιν ἤρεσας, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    γ´

Πηγαίνεις, Παιδί μου, σὲ ἄδικο φόνο καὶ κανεὶς δὲν Σὲ πονεῖ. Ὁ Πέτρος δὲν ἔρχεται μαζί Σου, ποὺ Σοῦ εἶπε: «Ποτὲ δὲν Σ᾿ ἀρνοῦμαι κι ἂν χρειαστῇ νὰ πεθάνω». Σ᾿ ἄφησε ὁ Θωμᾶς ποὺ ἐδήλωσε: «Ἂς πεθάνουμε ὅλοι μαζί Του». Καὶ οἱ ἄλλοι ἀκόμα, οἱ φίλοι καὶ γνωστοὶ καὶ ποὺ πρόκειται νὰ κρίνουν τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, τώρα ποῦ βρίσκονται; Κανένας ἀπ᾿ ὅλους καὶ Ἕνας γιὰ ὅλους. Πεθαίνεις, Τέκνο μου, Μόνος, μιᾶς καὶ ὅλους τοὺς ἔσωσες,  μιᾶς καὶ φέρθηκες ὄμορφα σ᾿ ὅλους, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».   

                                                                  δ´

Τοιαῦτα Μαρίας ἐκ λύπης βαρείας  καὶ ἐκ θλίψεως πολλῆς κραυγαζούσης καὶ κλαιούσης,  ἐπεστράφη πρὸς αὐτὴν ὁ ἐξ αὐτῆς οὕτω βοήσας, «Τὶ δακρύεις, μήτηρ; τὶ ταῖς ἄλλαις γυναιξὶ συναποφέρῃ; μὴ πάθω; μὴ θάνω; πῶς οὖν σώσω τὸν Ἀδάμ; μὴ τάφον οἰκήσω; πῶς ἑλκύσω πρὸς ζωὴν τοὺς ἐν τῷ ᾍδῃ; καὶ μὴν καθὼς οἶδᾳς ἀδίκως σταυροῦμαι, τὶ οὖν κλαίεις, μήτηρ; μᾶλλον οὕτω κραύγασον ὅτι «θέλων ἔπαθεν, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    δ´

Ἐνῷ τέτοια ἡ Μαρία μὲ λύπη μεγάλη καὶ θλῖψι πολλὴ ἔλεγε καὶ ἔκλαιγε, Τὴν κοίταξε ὁ Γιός Της καὶ Τῆς μίλησε: «Γιατί σὲ πῆραν, Μητέρα, τὰ κλάματα; Γιατί Σὲ παρασύρουν οἱ ἄλλες γυναῖκες;  Μὴν πάθω, φοβᾶσαι; Μὴν ἀποθάνω; Μὰ πῶς θὰ σώσω τὸν Ἀδάμ; Μὴν κατέβω στὸν τάφο; Πῶς θὰ φέρω στὴ ζωὴ τοὺς  πεθαμένους; Κι ὅπως πράγματι βλέπεις σταυρώνομαι ἄδικα. Γιατί κλαῖς, λοιπόν, Μητέρα; Μᾶλλον φώναξε καὶ λέγε πῶς «θέλοντας ἔπαθεν  ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».            

                                                                     ε´

Ἀπόθου, ὦ μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου, οὐ γὰρ πρέπει σε θρηνεῖν, ὅτι κεχαριτωμένη ὠνομάσθης, τὴν οὖν κλῆσιν τῷ κλαυθμῷ μὴ συγκαλύψῃς, μὴ ταῖς ἀσυνέτοις ὁμοιώσῃς ἑαυτήν, πάνσοφε κόρη, ἐν μέσῳ ὑπάρχεις τοῦ νυμφῶνος τοῦ ἐμοῦ· μὴ οὖν ὥσπερ ἔξω ἱσταμένη τὴν ψυχὴν καταμαράνῃς· τοὺς ἐν τῷ νυμφῶνι ὡς δούλους σου φώνει, πᾶς γὰρ τρέχων τρόμῳ ὑπακούσει σου, σεμνή, ὅταν εἴπῃς, «ποῦ ἐστιν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                         ε´

Μὴ λυπᾶσαι, Μητέρα, μὴ λυπᾶσαι. Μιᾶς καὶ ὁ θρῆνος δὲν Σοῦ πρέπει, ἀφοῦ Σὲ εἶπαν «Κεχαριτωμένη». Μὴν ἐπισκιάσης, λοιπόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ μὲ τὸ θρῆνο. Μὴν κατατάξης, πρόσεξε, τὸν Ἑαυτό Σου μὲ τὶς ἄμυαλες, Πάνσοφη Κόρη. Βρίσκεσαι μέσα στὸ Νυμφῶνα τὸ δικό μου. Μή, λοιπόν, καταμαράνης τὴ ψυχή, σὰν νὰ βρίσκεσαι ἀπέξω. Ὅσους εἶναι μέσα στὸ Νυμφῶνα δικούς Σου νὰ τοὺς ὀνομάζῃς. Μιᾶς καὶ καθένας π᾿ ἀγωνίζεται περίφοβος θὰ Σὲ ἀκούση, Ἁγιασμένη, ὅταν εἰπῇς: «ποὺ βρίσκεται ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.            

                                                                   στ´

Πικρὰν τὴν ἡμέραν τοῦ πάθους μὴ δείξῃς, δι᾿ αὐτὴν γὰρ ὁ γλυκὺς οὐρανόθεν νῦν κατῆλθον ὡς τὸ μάννα, οὐκ ἐν ὄρει τῷ Σινᾷ, ἀλλ᾿ ἐν γαστρί σου· ἔνδοθεν γὰρ ταύτης ἐτυρώθην, ὡς Δαυὶδ προανεφώνει, τὸ τετυρωμένον ὄρος νόησον, σεμνή, ἐγὼ γὰρ ὑπάρχω, ὅτι λόγος ὧν ἐν σοὶ σὰρξ ἐγενόμην, ἐν ταύτη οὖν πάσχω, ἐν ταύτῃ καὶ σῴζω, μὴ οὖν κλαίης, μῆτερ, μᾶλλον κράξον ἐν χαρᾷ, «θέλων πάθος δέχεται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                     στ´

Πικρὴ τοῦ Πάθους τὴν ἡμέρα μὴ τὴ κάνῃς, μιᾶς κι ὁ Γλυκὸς Ἐγὼ γι᾿ αὐτὴν τώρα ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ κατέβηκα σὰν τὸ Μάννα, ὄχι στὸ ὄρος τὸ Σινᾶ, ἀλλὰ μέσ᾿ στὴν κοιλιά Σου. Μέσα της δηλαδὴ σαρκώθηκα, ὅπως τὸ πρόβλεψ᾿ ὁ Δαβίδ. Θυμήσου, Κόρη, τὸ Βουνὸ τὸ δυνατὸ καὶ πλούσιο, εἶμαι Ἐγὼ ἀληθινά, γιατὶ Λόγος ὑπάρχων μέσα Σου ἄνθρωπος ἔγινα. Πάσχω, λοιπόν, ὡς ἄνθρωπος καὶ μὲ ἐτοῦτο σῴζω. Μητέρα πιὰ Ἐσὺ μὴν κλαίς. Φώναξε μᾶλλον μὲ χαρά: «δέχεται θεληματικᾶ τὸ Πάθος ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                    ζ´

«Ἰδού», φησί, «τέκνον, ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου τὸν κλαυθμὸν ἀποσοβῶ, τὴν καρδίαν μου συντρίβω ἐπὶ πλεῖον, ἀλλ᾿ οὐ δύναται σιγᾶν ὁ λογισμός μου, τό μοι λέγεις, σπλάγχνον, «εἰ μὴ θάνω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»; καὶ μὴν ἄνευ πάθους ἐθεράπευσας πολλούς, λεπρὸν γὰρ καθήρας καὶ οὐκ ἤλγησας οὐδέν, ἀλλ᾿ ἠβουλήθης,  παράλυτον σφίγξας οὐ κατεπονήθης, πῆρον πάλιν λόγῳ ὀμματώσας, ἀγαθέ, ἀπαθὴς μεμένηκας, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                           ζ´      

«Ναί, Τέκνο», ἀπαντάει, «ἀπὸ τὰ μάτια μου· Τὸ κλάμα σταματῶ καὶ σφίγγω τὴν καρδιά μου ἀκόμα πιὸ πολύ, ὁ λογισμός μου ὅμως νὰ σωπάση δὲν μπορεῖ. Σπλάχνο, τί μου λές: «Ἂν δὲν πεθάνω, ὁ Ἀδὰμ δὲ γιατρεύεται;». Κι ὅμως δίχως Πάθος ἐθεράπευσες πολλούς. Τὸ λεπρό, γιὰ παράδειγμα, καθάρισες καὶ καθόλου δὲν πόνεσες, τὸ θέλησες κι ἔγινε. Τὸν παράλυτο στέριωσες καὶ κούραση δὲν ἔνοιωσες.Καὶ στὸν ἀνάπηρο ἔδωκες μάτια, Καλέ μου, μὲ λόγο καὶ δὲν ἔπαθες τίποτα, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.   

                                                                            η´      

Νεκροὺς ἀναστήσας νεκρὸς οὐκ ἐγένου, οὐδ᾿ ἐτέθης ἐν ταφῇ, υἱέ μου καὶ ζωή μου, πῶς οὖν λέγεις, «εἰ μὴ πάθω, ὁ Ἀδὰμ οὐχ ὑγιαίνει»; κέλευσον, σωτήρ μου, καὶ ἐγείρεται εὐθὺς κλίνην βαστάζων· εἰ δὲ καὶ ἐν τάφῳ κατεχώσθη ὁ Ἀδάμ, ὡς Λάζαρον τάφου ἐξανέστησας φωνή, οὕτως καὶ τοῦτον, δουλεύει σοι πάντα ὡς πλάστῃ τῶν πάντων, τὶ οὖν τρέχεις, τέκνον; μὴ ἐπείγου πρὸς σφαγήν, μὴ φιλῇς τὸν θάνατον, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου.

                                                                        η´  

Πεθαμένους ἀνάστησες, μὰ Νεκρὸς δὲν θὰ γίνῃς, καὶ ταφὴ δὲν θὰ λάβης, Παιδί μου καὶ Ζωή μου. Καὶ πῶς λές, «ἂν δὲν πεθάνω ὁ Ἀδὰμ γιατρειὰ δὲ βρίσκει»; Σωτῆρα μου, διάταξε καὶ ἀμέσως σηκώνεται τὸ κρεββάτι βαστώντας. Ἂν καὶ μέσα στὸν τάφο ὁ Ἀδὰμ καταχώθηκε, ὅπως τὸ Λάζαρο ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μὲ φωνὴ ἔβγαλες ἔξω, ἔτσι καὶ τοῦτον ἀνάστησε. Ὅλα Σὲ ὑπηρετοῦνε, ὡς Δημιουργὸ τῶν πάντων. Τί, λοιπόν, Παιδί μου, τρέχεις; Νὰ σφαγῆς μὴν ἐπείγεσαι, τὸ θάνατο μὴν ἀγαπᾷς, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου

                                                                                 θ´      

«Οὐκ οἶδᾳς, ὦ μῆτερ, οὐκ οἶδᾳς ὃ λέγω, διὸ ἄνοιξον τὸν νοῦν καὶ εἰσοίκισοιν τὸ ῥῆμα ὃ ἀκούεις, καὶ αὐτὴ καθ᾿ ἑαυτὴν νόει ἃ λέγω, οὗτος, ὃν προεῖπον, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ὁ ἀρρωστήσας οὐ μόνον τὸ σῶμα ἀλλὰ γὰρ καὶ τὴν ψυχήν, ἐνόσησε θέλων, οὐ γὰρ ἤκουσεν ἐμοῦ καὶ κινδυνεύει,       γνωρίζεις ὁ λέγω, μὴ κλαύσης οὖν, μῆτερ, μᾶλλον τοῦτο κράξον, «τὸν Ἀδὰμ ἐλέησον καὶ τὴν Εὕαν οἰκτεῖρον, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                            θ´      

«Δὲν κατάλαβες, Μητέρα, δὲν κατάλαβες τί λέω. Ἄνοιξε, λοιπόν, τὸν νοῦ καὶ τὰ λόγια βάλε μέσα, ποὺ σὺ ἀκούεις,  καὶ ἡ Ἴδια ὅσα λέγω κᾶμε τρόπο νὰ νοήσης. Αὐτὸς ποὺ προανέφερα, ὁ ταλαίπωρος Ἀδάμ, ποὺ ἔπεσεν ἄρρωστος  ὄχι στὸ σῶμα μοναχὰ ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, ἀρρώστησε μὲ τὴ θέλησί Του, μιᾶς καὶ δὲν ἄκουσεν Ἐμένα καὶ βρίσκεται σὲ κίνδυνο. Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ λέω. Μὴν κλάψης, λοιπόν, Μητέρα, καλλίτερα ἔτσι φώναξε: «σπλαχνίσου τὸν Ἀδὰμ καὶ λυπήσου τὴν Εὕα, Σὺ  ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».             

                                                                                 ι´      

 Ὑπὸ ἀσωτίας, ὑπ᾿ ἀδηφαγίας ἀρρωστήσας ὁ Ἀδὰμ κατηνέχθη ἕως ᾍδου κατωτάτου καὶ ἐκεῖ τὸν τῆς ψυχῆς πόνον δακρύει. Εὕα δὲ ἡ τοῦτον ἐκδιδάξασά ποτε τὴν ἀταξίαν σὺν τούτῳ στενάζει, σὺν αὐτῷ γὰρ ἀρρωστεῖ, ἵνα μάθωσιν ἅμα τοῦ φυλάττειν ἰατροῦ παραγγελίαν, συνῆκας κἂν ἄρτι; ἐπέγνως ἃ εἶπον; πάλιν, μήτηρ, κράξον, «τῷ Ἀδὰμ εἰ συγχωρεῖς, καὶ τῇ Εὔᾳ, σύγγνωθι, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                                ι´      

Ἀπὸ ἀσωτία, ἀπὸ λαιμαργία ὁ Ἀδὰμ ἀρρώστησε καὶ γκρεμίστηκε ὡς τοῦ Ἅδη τὰ κατάβαθα κι ἐκεῖ τὸν πόνο τῆς ψυχῆς τοῦ κλαίει. Καὶ ἡ Εὕα ποὺ τὸν δίδαξε τότε τὴν ἁμαρτία μαζί του στενάζει. Καὶ μαζί του εἶναι ἄρρωστη, γιὰ νὰ μάθουνε κι οἱ δυό του Γιατροῦ τὴν ὁδηγία νὰ κρατᾶνε. Τώρα τουλάχιστον κατάλαβες; Ἀντελήφθης τὰ ὅσα εἶπα; Πάλι, Μητέρα, φώναξε: «τὸν Ἀδὰμ ἂν συγχωρᾷς  καὶ τὴν Εὕα συγχώρεσε, Σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».  

                                                                           ια´  

Ῥημάτων δὲ τούτων ὣς ἤκουσε τότε ἡ ἀμώμητος ἀμνάς, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν ἄρνα, «Κύριέ μου, ἔτι ἅπαξ ἂν εἴπω, μὴ ὀργισθῇς μοι, λέξω σοι ὃ ἔχω, ἵνα μάθω παρὰ σοῦ πάντως ὃ θέλω, ἂν πάθῃς, ἂν θάνῃς, ἀναλύσεις πρὸς ἑμέ; ἂν περιοδεύσης σὺν τῇ Εὕᾳ τὸν Ἀδάμ, βλέψω σε πάλιν; αὐτὸ γὰρ φοβοῦμαι, μήπως ἐκ τοῦ τάφου  ἄνω δράμῃς, τέκνον, καὶ ζητοῦσα σὲ ἰδεῖν κλαύσω, κράξω, «ποῦ ἐστιν  ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                     ια´

Τοῦτα τὰ λόγια καθὼς ἄκουσεν τότε ἡ ἀψεγάδιαστη Μητέρα στὸ Παιδὶ Τῆς ἀπάντησε: «Κύριέ μου, ἂν ἀκόμα μιὰ φορᾷ Σου μιλήσω, μὴ μοῦ θυμώσης. Αὐτὸ ποὺ νοιώθω θὰ Σοῦ πῶ γιὰ νὰ μάθω στὰ σίγουρα  αὐτὸ ποὺ θέλω ἀπὸ Σένα. Ἂν σταυρωθῆς, ἂν πεθάνης, θὰ ξαναρθῇς σὲ μένα; Ἂν πᾷς γιὰ νὰ γιατρέψης τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα θὰ Σὲ ξαναδῶ; Ἕνα φοβᾶμαι στ᾿ ἀλήθεια, μήπως, Παιδί μου, ἀπὸ τὸν Τάφο γιὰ τὸν οὐρανὸ τραβήξης κι Ἐγὼ ποὺ θέλω νὰ Σὲ δῶ, θὰ κλάψω καὶ θὰ κράξω: «Ποὺ εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                        ιβ´    

 Ὡς ἤκουσε ταῦτα ὁ πάντα γινώσκων πρὸ γενέσεως αὐτῶν, ἀπεκρίθη πρὸς Μαρίαν, «Θάρσει, μῆτερ,  ὅτι πρώτη μὲ ὁρᾷς ἀπὸ τοῦ τάφου, ἔρχομαι σοὶ δεῖξαι πόσων πόνων τὸν Ἀδὰμ ἐλυτρωσάμην  καὶ πόσους ἱδρῶτας ἔσχον ἕνεκεν αὐτοῦ, δηλώσω τοῖς φίλοις τὰ τεκμήρια δείκνυς ἐν ταῖς χερσί μου, καὶ τότε θεάσῃ τὴν Εὔαν, ὢ μῆτερ, ζῶσαν ὥσπερ πρῴην καὶ βοήσεις ἐν χαρᾷ, «τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                             ιβ´      

 Μόλις ἄκουσεν ἐτοῦτα Ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα πρὶν νὰ γίνουν, ἀπεκρίθη στὴ Μαρία: «Ἔχε θάρρος, Μητέρα, Γιατὶ Πρώτη θὰ μὲ δῇς μετὰ τὴν Ἀνάστασι. Θάρθω νὰ Σοῦ δείξω μὲ τί ἄμετρους πόνους τὸν Ἀδὰμ ἐλευθέρωσα  καὶ πόσους ἱδρῶτες γιὰ χάρι τοῦ ἔχυσα. Θὰ φανερώσω στοὺς φίλους τὰ τεκμήρια στὰ χέρια μου. Καὶ θ᾿ ἀντικρύσης τὴν Εὕα ἐτότες, Μητέρα, ζωντανὴ σὰν καὶ πρῶτα καὶ γεμάτη χαρὰ θὰ φωνάξης: «Τοὺς γονεῖς μου ἔσωσεν ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».   

                                                                        ιγ´

Μικρὸν οὖν, ὦ μῆτερ, ἀνασχοῦ καὶ βλέπεις,  πῶς καθάπερ ἰατρὸς ἀποδύομαι καὶ φθάνω ὅπου κεῖνται, καὶ ἐκείνων τὰς πληγὰς περιοδεύω, τέμνων ἐν τῇ λόγχῃ τὰ πωρώματα αὐτῶν καὶ τὴν σκληρίαν, λαμβάνω καὶ ὄξος, καὶ ἐπιστύφω τὴν πληγήν, τῇ σμίλῃ τῶν ἥλων ἀνευρύνας τὴν τομὴν χλαίνη μοτώσω, καὶ δὴ τὸν σταυρόν μου ὡς νάρθηκα ἔχων τούτῳ χρῶμαι, μῆτερ, ἵνα ψάλλῃς συνετῶς, «πάσχων πάθος ἔλυσεν ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                      ιγ´

Λιγάκι γιὰ περίμενε, Μητέρα, καὶ θὰ δῇς, πῶς σὰν Γιατρὸς τρέχω καὶ φτάνω στὸν τόπο  ὅπου εὑρίσκονται  καὶ τὶς πληγὲς τοὺς θεραπεύω  καὶ μὲ τὴ Λόγχη κόβω τὴν ἀναισθησία τους καὶ τὴ σκληροκαρδία. Παίρνω καὶ ξύδι καὶ ἀπολυμαίνω τὴν πληγή. Καὶ μὲ ἰατρικὸ μαχαῖρι τὰ Καρφιὰ θὰ πλατύνω τὴν τομή, βάζοντας γάζα τὸν Χιτῶνα. Κι ἔχοντας τὸ Σταυρό μου μάλιστα σὰν ἄλλη θήκη γιὰ τὰ φάρμακα·  Αὐτὸν μεταχειρίζομαι, Μητέρα, γιὰ νὰ μπορῇς νὰ ψέλνῃς ταπεινά: «Πάσχοντας γιάτρεψε τὰ πάθη ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».             

                                                                    ιδ´

Ἀπόθου οὖν, μῆτερ, τὴν λύπην ἀπόθου, καὶ πορεύου ἐν χαρᾷ, ἐγὼ γὰρ δι᾿ ὃ κατῆλθον ἤδη σπεύδω ἐκτελέσαι τὴν βουλὴν τοῦ πέμψαντός με, τοῦτο γὰρ ἐκ πρώτης δεδογμένον ἦν ἑμοὶ καὶ τῷ πατρί μου, καὶ τῷ πνεύματί μου οὐκ ἀπήρεσέ ποτε τὸ ἐνανθρωπῆσαι καὶ παθεῖν με διὰ τὸν παραπεσόντα, δραμοῦσα οὖν, μῆτερ, ἀνάγγειλον πᾶσιν ὅτι «πάσχων πλήττει τὸν μισοῦντα τὸν Ἀδὰμ καὶ νικήσας ἔρχεται ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                    ιδ´

 Ἀπόθεσε πλέον τὴ λύπη, Μητέρα, καὶ πορέψου μὲ χαρά, μιᾶς κι Ἐγὼ γι᾿ αὐτὸ ποὺ κατέβηκα τώρα βιάζομαι  νὰ ἐκτελέσω τοῦ Πατέρα τὴν ἀπόφασι. Ἀφοῦ αὐτὸ ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ εἴχαμε ἀποφασίσει ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου καὶ ποτὲ δὲν ἀπαρνηθῆκε τὸ πνεῦμα μου ἄνθρωπος νὰ γίνω καὶ νὰ πάθω γιὰ τὸν ἀποπλανημένο. Λοιπόν, τρέξε, Μητέρα, καὶ μήνυσε σ᾿ ὅλους  πῶς: «Μὲ τὸ Πάθος χτυπάει τὸν Ἅδη, τοῦ Ἀδὰμ τὸν ἐχθρὸ καὶ σὰν νικήσῃ ἔρχεται ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».

                                                                      ιε´  

«Νικῶμαι, ὦ τέκνον, νικῶμαι τῷ πόθῳ καί οὐ στέγω ἀληθῶς, ἵν᾿ ἐγὼ μὲν ἐν θαλάμῳ, σὺ δ᾿ ἐν ξύλῳ, καὶ ἑγὼ μὲν ἐν οἰκίᾳ, σὺ δ᾿ ἐν μνημείῳ, ἄφες οὖν συνέλθω, θεραπεύει γὰρ ἑμὲ τὸ θεωρεῖν σε, κατιδῷ τὴν τολμᾶν τῶν τιμώντων τὸν Μωσῆν, αὐτὸν γὰρ ὡς δῆθεν ἐκδικοῦντες οἱ τυφλοὶ κτείναι σὲ ᾖλθον. Μωσῆς δὲ τοιοῦτο τῷ Ἰσραὴλ εἶπεν ὅτι, «μέλλεις βλέπειν ἐπὶ ξύλου τὴν ζωήν» ἡ ζωὴ δέ τίς ἐστιν; ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                                       ιε´      

«Νικιέμαι, Παιδί μου, ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη νικιέμαι  καὶ στ᾿ ἀλήθεια δὲν ἀντέχω, ἐγὼ νὰ βρίσκομαι στὸ σπίτι καὶ Σὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό, ἐγὼ μέσα στὸ οἴκημα κι Ἐσὺ μέσα στὸ Μνῆμα. Ασε μὲ τὸ λοιπὸν κοντά Σου. Μοῦ κάνει πράγματι καλὸ τὸ νὰ Σὲ βλέπω. Νὰ δῶ τὸ τόλμημα αὐτῶν, ποὺ τιμοῦν τὸν Μωυσῆ, μιᾶς καὶ μὲ πρόσχημα πὼς αὐτὸν ὑποστηρίζουν ἔρχονται  οἱ τυφλοὶ Ἐσένα νὰ φονέψουν. Κι αὐτὸ ὁ Μωυσῆς γιὰ τοὺς Ἑβραίους τὸ προφήτεψε πῶς «κάποτε θὰ δεῖτε τὴ Ζωὴ πάνω στὸ Ξύλο». Καὶ ποιὸς εἶναι ἡ Ζωή; Ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».           

                                                                 ιστ´  

«Οὐκοῦν εἰ συνέρχει, μὴ κλαύσῃς, ὦ μῆτερ, μηδὲ πάλιν πτοηθῇς, ἐὰν ἴδῃς σαλευθέντα τὰ στοιχεῖα, τὸ γὰρ τόλμημα δονεῖ πᾶσαν τὴν κτίσιν, πόλος ἐκτυφλοῦται καὶ οὐκ ἀνοίγει ὀφθαλμόν, ἕως ἂν εἴπω, ἡ γῆ σὺν θαλάσσῃ τότε σπεύσουσι φυγεῖν, ναὸς τὸν χιτῶνα ῥήξει τότε κατὰ τῶν ταῦτα τολμώντων, τὰ ὄρη δονοῦνται, οἱ τάφοι κενοῦνται, ὅταν ἴδῃς ταῦτα, ἐὰν πτήξης ὡς γυνή, κράξον πρὸς μέ, «φεῖσαί μου, ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                               ιστ´ 

Λοιπόν, ἂν μείνης μαζί μου, μὴν κλάψης, Μητέρα, οὔτε καὶ νὰ φοβηθῇς, ἂν ἰδῆς νὰ σαλεύουν τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, γιατὶ τοῦτο τὸ τόλμημα συγκλονίζει τὴν πλάσι. Χάνει τὸ φῶς ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἀνοίγει μάτι μέχρι νὰ τοῦ πῶ. Ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα τότε θὰ τρέξουν νὰ φύγουν. Τότε ὁ Ναὸς τὸ καταπέτασμα θὰ σχίσει γιὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὰ τολμοῦν. Τὰ ὄρη τραντάζονται, οἱ τάφοι ἀδειάζουν. Ὅταν ἐτοῦτα ἀντικρίσῃς, ἂν σὰν γυναῖκα φοβηθῆς, κρᾶξε σὲ μένα: «Γλύτωσέ με, Σύ, ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου».  

                                                              ιζ´

Υἱὲ τῆς παρθένου, θεὲ τῆς παρθένου καὶ τοῦ κόσμου ποιητά, σὸν τὸ πάθος, σὸν τὸ βάθος τῆς σοφίας, σὺ ἐπίστασαι ὁ ἧς καὶ ὁ ἐγένου, σὺ παθεῖν θελήσας κατηξίωσας ἐλθεῖν ἀνθρώπους σῶσαι, σὺ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἦρας ὡς ἀμνός, σὺ ταύτας νεκρώσας τῇ σφαγῇ σου, ὁ σωτήρ, ἔσωσας πάντας, σὺ εἶ ἐν τῷ πάσχειν καὶ ἐν τῷ μὴ πάσχειν, σὺ εἶ θνῄσκων, σῴζων, σὺ παρέσχες τῇ σεμνῇ  παρρησίαν κράζειν σοι, «Ὁ υἱὸς καὶ θεός μου».

                                                               ιζ´

 Υἱὲ τῆς Παρθένου, Θεὲ τῆς Παρθένου  καὶ Δημιουργὲ τοῦ κόσμου, δικό Σου τὸ Πάθος καὶ τὸ βάθος τῆς σοφίας. Ἐσὺ ξέρεις αὐτὸ ποὺ ἤσουν κι αὐτὸ ποὺ ἔγινες. Ἐσὺ τὸ θέλησες νὰ πάθῃς καὶ καταδέχθηκες νἀρθῆς νὰ σώσῃς τοὺς ἀνθρώπους. Σὺ τὰ δικά μας κρίματα ὡσὰν Ἀρνὶ ἐσήκωσες. Ἐσὺ αὐτὰ θανάτωσες μὲ τὴ σφαγή Σου, Λυτρωτῆ, καὶ ὅλους ἐλευθέρωσες.  Εἶσαι ὁ ἴδιος καὶ ὅταν πάσχῃς καὶ ὅταν δὲν πάσχῃς. Ἐσύ ῾σαι ποὺ πεθαίνεις καὶ σῴζεις. Ἐσὺ ἔδωκες στὴ Σεμνὴ τὸ θάρρος νὰ σοῦ φωνάζει: «Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου».