Τό Θεϊκό Λυχνάρι
Ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική συνείδηση, ἐπεφύλαξε ἰδιαίτερη τιμή στό πρόσωπο τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ζώντας οἱ ἅγιοι Πατέρες μας
α) Θεόδωρος Στουδίτης,
β) Γρηγόριος Παλαμᾶς,
γ) Ἀνδρέας Κρήτης,
δ) Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων,
μέσα στή χαρά τῆς Βασιλείας ὑμνοῦν καί προβάλλουν, ἐκεῖνον πού ἔγινε γιά τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ὁ προμηνυτής καί ὁ ἑτοιμαστής τῆς πορείας τους πρός τήν “Χώρα τῶν ζώντων” .
Ἀπόσπασμα
Τοῦ Ὁσίου Πατέρα μας Θεοδώρου,
ἡγουμένου τῆς Μονῆς Στουδίου
Ἐγκώμιο
Στήν ἀποκεφάλιση τοῦ μεγάλου Προδρόμου
καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ
αΆ. -Λαμπρή καί θεοχαρμόσυνη εἶναι, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἡ πανήγυρη πού μᾶς συγκέντρωσε σήμερα γιά νά γιορτάσουμε πνευματικά. Πολύ σωστά χαρακτηρίζεται λαμπρή, γιατί φεγγοβολάει καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό ὄνομα ἐκείνου πού σήμερα τιμᾶμε, ἐπειδή αὐτός καί εἶναι καί ὀνομάζεται λυχνάρι2 τοῦ φωτός1. Δέν εἶναι βέβαια λυχνάρι πού μᾶς περιλούζει μέ ὑλικό φῶς, γιατί τότε δέν θά ἦταν διαρκής καί ἀδιάκοπη ἡ λάμψη του καί θά χανόταν κάθε φορά πού θά ’μπαινε μπροστά του κάποιο ἐμπόδιο. Ἀλλ’ εἶναι φῶς πού δείχνει τήν ἀστραφτερή λαμπρότητα τῆς θείας χάριτος στά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς ἐκείνων πού ἔχουν συγκεντρωθεῖ γιά νά γιορτάσουν τή μνήμη του καί ἀνεβάζει τό νοῦ στό νά στοχάζεται τά παθήματα τοῦ δικαίου ἄνδρα, ὥστε βλέποντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τό μακάριο ἐκεῖνο μαρτύριο, νά γεμίσουμε μέ πνευματική εὐφροσύνη.
Σέ καμία περίπτωσι βέβαια, ἡ θέα τοῦ χυμένου καταγῆς αἵματος κάποιου ἄλλου ἀποκεφαλισμένου ἀνθρώπου, δέν θά ’φερνε εὐχαρίστηση. Οὔτε τό ἄκουσμα μιᾶς τέτοιας εἴδησης θά προκαλοῦσε σεβασμό στή μνήμη τοῦ ἀποθαμένου. Γιατί πῶς θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπό φυσικοῦ του ἀγαπάει τή ζωή, νά χαρεῖ μία αἱμορραγία πού ὁδηγεῖ στό θάνατο; Ἀντίθετα, πολύ περισσότερο, τό θέαμα αὐτό θά τόν ὁδηγοῦσε σέ ἀπέχθεια, οἶκτο καί κακολογία τῆς πράξεως, ἐκτός ἄν παραλογιζόταν καί ἀποθηριωνόταν, μή μπορώντας νά ἀντιδράσει λογικά σ’ αὐτά πού βλέπει, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν τά διάφορα ζῶα πού δέν ἔχουν λογική. Χαίρονται δηλαδή, κακαρίζουν καί χοροπηδᾶνε οἱ πετεινοί ὅταν βλέπουν νά σφάζουν ἕνα ἄλλο κοκόρι, ἀπολαμβάνοντας μόνο τό θέαμα, χωρίς νά σκέπτονται ὅτι τούς περιμένει καί αὐτούς τό ἴδιο πάθημα. Χαίρονται ὅμως τά μάτια μας νά βλέπουν τό αἷμα κάθε ἁγίου, εὐφραίνονται τ’ ἀφτιά μας ν’ ἀκοῦν τά σωτήρια μηνύματά του καί τά χείλη μας τό προσκυνοῦν. Γιατί ἡ ἀφαίρεσή του χαρίζει τέλεια συμμετοχή στήν ἀθάνατη καί ἀληθινή ζωή. Δέν ἐννοῶ βέβαια μόνο τή σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλά καί ὁτιδήποτε ἀπό τά ἅγια μέλη του -ἤ μιά τρίχα καί καθετί πού φοροῦσε ἤ ἔπιαναν τά χέρια του- εἶναι περιζήτητο καί πολύτιμο γιά κεῖνον πού ἔχει ἀποφασίσει νά πιστεύει καί νά λατρεύει σωστά τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει κάτι τέτοιο στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία -δηλαδή τό ὁλόκληρο λείψανο ἤ ἕνα μέρος του, ἀκόμα καί τό ἐλάχιστο κομματάκι- τό θεωρεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί καυχιέται γι’ αὐτό, σάν νά ’χει θησαυρό πού ὑποβοηθάει τόν ἁγιασμό του καί ἐξασφαλίζει τή σωτηρία του. Ἔτσι προσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια στή λειψανοθήκη μέ τήν ἱερή σκόνη καί ἐγγίζει μέ δέος τά ἀνέγγιχτα, λόγω τῆς ἱερότητάς τους, ἱερά λείψανα.3
βΆ. – Τέτοιο εἶναι γιά μᾶς τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἄν καί γιά τούς γονεῖς του ὑπῆρξε αἰτία τοῦ πιό παραδόξου καί τοῦ πιό πονεμένου θρήνου. Πῶς μποροῦσαν νά μήν καταπλαγοῦν μέ τό σφάξιμο τοῦ παιδιοῦ τους -ἀφοῦ μέχρι τότε δέν εἶχαν ἀντικρύσει νεκρό- νά μή θρηνήσουν, νά μήν ξεσπάσουν σέ γοερές κραυγές, βλέποντάς το ἔτσι ξαφνικά ριγμένο καταγῆς, βουτηγμένο στά αἵματα, νεκρό ἀπό τό φονικό μαχαίρι τοῦ ἀδελφοῦ του; 4Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ δικαίου προφήτη Ἀμώς, τόν ὁποῖο, ἀφοῦ πρῶτα ξυλοκόπησε ἄγρια ὁ βασιλιάς Ἀμασίας, τόν θανάτωσε μέ ξίφος. Ἐπειδή τόν κτυποῦσαν σάν βόλια οἱ προφητεῖες του, τόν χτύπησε καί αὐτός στό κεφάλι μέ ρόπαλο καί τόν παρέδωσε στό θάνατο.Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Μιχαία τόν ὁποῖο γκρεμίζοντας σκότωσε ὁ Ἰωράμ, ὁ γιός τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τόν ἔλεγχε, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή, γιά τίς ἀσέβειες τῶν προγόνων του.Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα πού τόν ἔκοψε μέ πριόνι στά δυό ὁ Μανασσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε παρασύρει στήν εἰδωλολατρεία τόν ἐπιπόλαιο καί
εὐμετάβλητο Ἰσραηλιτικό λαό -πού ἀλλαξοπιστοῦσε τόσο εὔκολα- γιατί δέν ὑπέφερε νά ἀκούει τά ὅσα τοῦ φανέρωνε ὁ προφήτης. Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, τῶν ξἑπτά παίδωνο καί τῆς θεοφοβούμενης μητέρας τους, πού ἔχυσε ὁ Ἀντίοχος, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, γιατί δέν ἀνέχθηκε τή σθεναρή ἀντίσταση πού τοῦ πρόβαλαν οἱ ἀήττητοι γιά χάρη τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί πού τούς βρῆκε ὁ θάνατος μέ τέλεια καί ἀκέραιη τήν πίστη τους.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ζαχαρία, πού ἔχυσε μπροστά στό θυσιαστήριο τό μαχαίρι τῆς ἀφηνιασμένης ὠμότητας τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τό ἄκουσμα τῶν προφητικῶν ἀποκαλύψεων.
Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἀπό τό νά ἀναφέρω γενικά ὅλων τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν τό ἅγιο αἷμα, τό ὁποῖο μέ πολλούς τρόπους ἔχυσαν διάφοροι αἱματοβαμμένοι δολοφόνοι καί πού τώρα κυκλώνει τή γῆ σάν πλούσιος ποταμός καί σβήνει τήν ἀσέβεια; 5
γΆ. – Τέτοιο ἦταν καί τό ἅγιο αἷμα τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα καί τό ὁποῖο ἔχυσε ἀπό τόν ἱερό του τράχηλο σάν πολύτιμο μύρο πού εὐωδιάζει τήν οἰκουμένη. Τό αἷμα αὐτό δέν τό ἔφτιαξε ἡ ἡδονική πολυφαγία, οὔτε τό κρασί, οὔτε κάποια ἀπό τίς ἄλλες τροφές πού συνήθως παχαίνουν καί εὐχαριστοῦν τούς λαίμαργους.
Ἀλλά τό δημιούργησε ἡ Χάρη τῆς ἐγκράτειας6, πού ὁ Ἅγιος τήν ἀσκοῦσε ἀπό τά σπάργανά του μέχρι τό μαρτυρικό του τέλος. Καί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ξὁ Ἰωάννης, πού οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε…ο (Ματθ. 11, 18-19).7 Τό αἷμα αὐτό χύθηκε πρίν ἀπό τό αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καί ἀθανάτου ποτηρίου. Γιατί ἔπρεπε ὁ Πρόδρομος τοῦ Φωτός, πού μέ τό λαμπρό ἐρχομό του ἀπό στείρα μάνα φώτισε ὅσους βρίσκονταν πάνω στή γῆ, νά γίνει ἀκτινοβόλος κήρυκας καί σ’ αὐτούς πού ἦταν κάτω ἀπό αὐτήν, δηλαδή στόν Ἅδη.8 Τό αἷμα αὐτό ἔχει παρρησία9 ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορα Κυρίου, περισσότερο ἀπ’ ὅτι εἶχε τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ. Γιατί κάθε ἔργο περιέχει μέσα του μιά μυστική φωνή πού δέν παράγεται ἀπό ἠχητικά ὄργανα, ἀλλά πού γίνεται φανερή ἀπό τή δύναμι πού ἔχει βάλει μέσα σ’ αὐτό ὁ ποιητής τοῦ ἔργου. Τό αἷμα αὐτό εἶναι πιό ἀξιοσέβαστο ἀπό τό αἷμα τῶν Πατριαρχῶν (Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, κ.τ.λ.), πιό πολύτιμο ἀπό τό αἷμα τῶν προφητῶν καί πιό ἁγιασμένο ἀπό τό αἷμα ὅλων τῶν δικαίων. Γιατί εἶναι πιό ὑπέροχο καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό αἷμα τῶν Ἀποστόλων καί πιό ἔνδοξο καί ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων. Καί αὐτά τά λόγια δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά εἶναι λόγια τοῦ Μεγάλου Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει δώσει τή σχετική μαρτυρία γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο.
Εἶναι αἷμα πού στολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πιό ὄμορφα ἀπό κάθε στολισμό πού θά τῆς γινόταν μέ πολύχρωμα καί σπάνια λουλούδια. Χύθηκε γιά τήν δικαιοσύνη στό τέλος τῆς ἐποχῆς πού ἴσχυε ὁ παλαιός νόμος καί ἔγινε λούλουδο πού παραστέκει στήν εἴσοδο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
δΆ. – Ἀλλά ἄς συνεχίσουμε τώρα νά ποῦμε, μέ βάση τά ἱερά Εὐαγγέλια, πῶς αὐτό τό αἷμα χύθηκε, ἀπό ποιόν καί γιά ποιά ὑπόθεση. Ὁ Ἡρώδης λοιπόν, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ξσυνέλαβε τόν Ἰωάννη, τόν ἔδεσε καί τόν φυλάκισε, ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Γιατί ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε: Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ αὐτήν. Ἤθελε τότε λοιπόν νά τόν θανατώσει, ἀλλά φοβήθηκε τό λαό, γιατί ὅλοι θεωροῦσαν τόν Ἰωάννη προφήτη (Ματθ. 14,3-5).10 Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα ποιός ἦταν αὐτός ὁ Ἡρώδης, γιατί ἡ συνωνυμία συγχέει τά πράγματα καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναφερόμαστε στό σωστό πρόσωπο. Πρόκειται γιά τόν Ἡρώδη τόν τετράρχη. Γιατί ὁ πατέρας του Ἡρώδης, ὁ φονιάς τῶν νηπίων, εἶχε πρό πολλοῦ πεθάνει.
Γιατί ὅμως τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης; Γιατί ἔδιωξε τή νόμιμη γυναίκα του, τήν κόρη τοῦ βασιλιά Ἀρέτα, καί συζοῦσε παράνομα μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου. Θά μποροῦσε βέβαια νά τήν παντρευτεῖ νόμιμα στήν περίπτωση πού αὐτή δέν εἶχε παιδιά ἀπό τόν ἀδερφό του, ὥστε νά τοῦ χαρίσει κληρονόμους, ὅπως ὅριζε ὁ Μωσαϊκός νόμος. Ἀλλά ἀφοῦ δέν ἦταν ἄτεκνη δέν μποροῦσε. Εἶχε μιά κόρη πού ὀνομαζόταν καί αὐτή Ἡρωδιάδα, τό γέννημα τῆς ὀχιᾶς, τό διαβολικό ὄργανο τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς της. Γιά αὐτό λοιπόν δίκαια τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης. Ὁ ἔλεγχος ὅμως δέν ἦταν ὑβριστικός καί δέν γινόταν γιά νά τραυματίσει τήν ψυχή καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἡρώδη, ἀλλά ἦταν ὑπόμνηση, πού εἶχε σκοπό τή θεραπεία.
Τί τοῦ ἔλεγε λοιπόν τοῦ Ἡρώδη; Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μ’ αὐτήν. Τοῦ θυμίζει τή θεία νομοθεσία σάν νά τοῦ λέει: “Κύτταξε καί μάθε τί σοῦ παραγγέλλει ὁ Νόμος: Ἄν μένουν μαζί δυό ἀδερφοί καί πεθάνει ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς, χωρίς νά ἔχει ἀποκτήσει παιδιά, δέν ἐπιτρέπεται ἡ χήρα νά παντρευτεῖ ξένο ἄνθρωπο. Θά τήν παντρευτεῖ ὁ ἀδερφός τοῦ πεθαμένου συζύγου της καί τό παιδί πού θά γεννηθεῖ θά πάρει τό ὄνομα τοῦ πεθαμένου καί ἔτσι δέν θά χαθεῖ μέσα ἀπό τό Ἰσραήλ τό ὄνομά τουï (Δευτ. 15,5). Αὐτά σοῦ λέει ὁ νόμος. Ἐσύ ὅμως πῆρες τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου πού ἔχει παιδί. Νά μήν παραβεῖς λοιπόν τόν ὅρο πού ἔβαλε ὁ νομοθέτης. Οὔτε τή βασιλική σου πορφύρα νά μολύνεις μέ ἀνεπίτρεπτη αἱμομιξία. Οὔτε πάλι νά φανεῖς αἴτιος παρανομίας ἐσύ πού πρέπει νά δίνεις στούς ὑπηκόους σου τό παράδειγμα τῆς πρόθυμης καί εὐχάριστης ὑποταγῆς στούς νόμους. Καί ἄν πέσεις σ’ αὐτό τό λάθος θά τιμωρηθεῖς, γιατί τιμωροῦνται πολύ πιό αὐστηρά ὅσοι βρίσκονται σέ μεγάλα ἀξιώματα.
ε’. – Αὐτός ὅμως ἐπειδή, μόλις πῆρε τήν ἐξουσία, ξέχασε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὀργίστηκε, ἄναψε ἀπό θυμό καί δέν δέχθηκε τόν ἔλεγχο. Δέν μιμήθηκε τό Δαυίδ, ὁ Ὁποῖος τότε πού ἐλέγχθηκε ἀπό τόν προφήτη Νάθαν γιά τό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, εἶπε ἐκεῖνο τό χαρακτηριστικό: Ἔχω ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Κυρίουï (Β’ Βασ. 12-13). Καί ὁ Κύριος γιά τήν ταπείνωσή του τοῦ συγχώρεσε τό ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, ὁ Ἡρώδης ἀφοῦ συνέλαβε τόν Ἰωάννη τόν ἔδεσε καί τόν ἔριξε στή φυλακή (Ματθ. 14,3)11. Συνέλαβε ἐκεῖνον πού ζοῦσε τήν ὕψιστη ἐλευθερία μέ τήν ἅγια ζωή του, αὐτός πού ἦταν αἰχμαλωτισμένος στό πάθος τῆς ἀσέλγειας. Ἔβαλε δεσμά σ’ ἐκεῖνον πού ἦταν ἀπελευθερωμένος ἀπό ὅλα, ζώντας ἔξω ἀπό κάθε ἐμπαθή σχέση12, αὐτός πού ἦταν δεμένος μέ τά μαγικά δεσμά τῆς ἀκολασίας. Ἔβαλε στή φυλακή τόν φύλακα καί κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός πού στήν πράξη ἦταν βουτηγμένος στήν ἀκαθαρσία.
Ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππουï (Ματθ. 14,9). Γιά τήν Ἡρωδιάδα, πού ἦταν ὅμοια στό ἦθος μέ τή Δαλιδά, πραγματικό ὄργανο τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτή παρότρυνε αὐτόν πού μοιραζόταν μαζί του τό κρεββάτι -καλύτερα θά λέγαμε τόν παράνομο ἔρωτα- νά μανιάσει κατά τοῦ Ἰωάννη. Δέν μπορῶ, τοῦ λέει, βασίλισσα ἐγώ, νά γελοιοποιοῦμαι ἀπό τό γιό τοῦ Ζαχαρία. Φυλάκισε τή γλώσσα πού μοῦ τσακίζει τά κόκκαλα. Μαχαίρωσε ἀμέσως αὐτόν πού τά λόγια του σάν βέλη μοῦ πληγώνουν τήν ψυχή.13 Κι ἐνῶ ἤθελε νά τόν θανατώσει, δέν τό ἔκανε, γιατί φοβότανε τό λαό, πού θεωροῦσε καί σεβόταν τόν Ἰωάννη ὡς προφήτη (Ματθ. 14,5). Γιατί δέν μποροῦν οἱ κυβερνῆτες, ὅταν θέλουν νά κάνουν κάτι παράνομο νά τό ἐπιτελέσουν ἀμέσως μόλις τό ἐπιθυμήσουν γιά δυό λόγους: Πρῶτον γιατί ντρέπονται καί φοβοῦνται τούς ὑπηκόους τους, καί δεύτερον γιατί περιμένουν μέχρι νά βροῦν τήν κατάλληλη περίσταση γιά νά κάνουν ἀκίνδυνα πράξη τό μίσος τῆς ψυχῆς τους.
στ’. – Ἐνῶ λοιπόν γιορτάζανε τά γενέθλια τοῦ Ἡρώδη, βγῆκε στή μέση καί χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας. Ἄρεσε πολύ στόν Ἡρώδη, γι’ αὐτό καί ὁ Ἡρώδης ὁρκίστηκε νά τῆς χαρίσει, ὅ, τι τοῦ ζητήσει (Ματθ. 14,6).
Τήν ἡμέρα πού ἔπρεπε νά δοξάσει τό Θεό γιατί τόν ἔφερε στό φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς, τότε προτίμησε τά ἔργα τοῦ σκότους. Αὐτή ἡ ἡμέρα ἦταν ἀφορμή γιά πνευματική εὐφροσύνη καί ὄχι γιά χορούς καί μάλιστα γυναικείους μπροστά σέ ἄνδρες. Τί γεννήθηκε ἀπ’ αὐτόν τό χορό; Ὁ ὅρκος. Καί ἀπ’ αὐτόν; Ὁ φόνος. Ξερίζωσε τήν κακία καί δέν θά βλαστήσει ἀνομία. Ἄν ὅμως ριζώσει ἡ κακία14, ἀσφαλῶς θά καρπίσει, δηλαδή θά φθάσει μέχρι τήν πράξη. Χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας στή μέση τῶν καλεσμένων καί ἄρεσε στόν Ἡρώδη. Τί ἄλλο θά μάθαινε ἀπό τή μάνα της ἡ πορνοδασκαλεμένη κόρη, παρά τό νά χορεύει προκλητικά, καί νά ’ναι τόσο ἀσκημένη στό χορό ὥστε νά ἀρέσει πολύ στόν Ἡρώδη; Γι’ αὐτό καί ἐκεῖνος τῆς ὑποσχέθηκε μέ ὅρκο ὅτι θά τῆς ἔδινε ὅ, τι τοῦ ζητοῦσε. Τόσο ἀπερίσκεπτα τρέχει ἡ γλώσσα αὐτῶν πού ἔχουν ξωκείλει στά πάθη τῆς ἀτιμίας, ὥστε ξεστομίζουν ἐναντίον ὁποιουδήποτε, χωρίς σκέψη, ὅ, τι τούς ἔρθει στό μυαλό. Αὐτή, δασκαλεμένη ἀπό τή μάνα της, πέτυχε τόν ἀποτρόπαιο ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη, πού ἀπό καιρό πάσχιζε νά πετύχει ἡ φιδογέννα Ἡρωδιάδα. Καί ὅπως φαντάζομαι θά εἶπε, ἀφοῦ πρῶτα καλόπιασε τήν κόρη
της: Νά παιδάκι μου, ἡ εὐκαιρία πού ζητάγαμε. Κατάφερες μέ τά πόδια σου νά μοῦ προσφέρεις ἐκεῖνο πού ποθοῦσα. Σταμάτησες τόν πόνο μου μέ τό περίτεχνο τραγούδι σου. Ἄς θάψουμε στή γῆ αὐτόν πού μᾶς ἐλέγχει. Πήγαινε γρήγορα νά πεῖς στόν Ἡρώδη: Δῶσε μου τώρα ἀμέσως, στό πιάτο, τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ (Ματθ. 14,8).
Ὤ παθιασμένη καί φονική ἀπαίτηση! Ἐνῶ δέν εἶχε κάν τό δικαίωμα νά σκεπτεται καί νά ἀπολαμβάνει τό φονικό θέαμα ξεπέρασε κάθε ἄλλον σέ σκληρότητα.Ὤ μανιασμένη φόνισσα! Δέν ἀρκέστηκες μόνο στήν καρατόμηση ἀλλά διαπραγματεύτηκες νά σοῦ φέρουν τήν ἅγια κεφαλή σέ πιατέλα. Ὤ ἀνόσια καί ἀκόλαστη! Ἡ θηριωδία σου ξεπερνάει καί τήν αἱμοχαρή Ἰεζάβελ.
ζ’.-.Λυπήθηκεï 15, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ βασιλιάς. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ὁρκιστεῖ καί εἶχε ὑποσχεθεῖ μπροστά στούς καλεσμένους, ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δοθεῖ ἡ κεφαλή. Ἔστειλε τότε στή φυλακή καί ἀποκεφάλισε τόν Ἰωάννη. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή πάνω στήν πιατέλα καί τήν πρόσφεραν στήν κόρη καί αὐτή στή μάνα της (Ματθ. 14,11).
Ὤ κακό τέλος διαβολικῆς προετοιμασίας! Ποιός ἔμπηξε τό θανατερό ξίφος στήν ἱερή Κεφαλή; Ἕνας ἄνομος ὑπηρέτης, πού σάν ἄλλος Δωήκ δέν μιμήθηκε ἐκείνους τούς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι μέ φρόνηση καί ἀνδρεία ἀντιστάθηκαν στόν βασιλιά Σαούλ, τότε πού τούς διέταξε νά φονέψουν τούς προφήτες τοῦ Θεοῦ. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή τοῦ Ἰωάννη πάνω στήν πιατέλα…
Τί νά τό ὀνομάσουμε αὐτό τό φαγοπότι, συμπόσιο ἤ φονευτήριο; Τί νά ἀποκαλέσουμε τούς κρασοκυβέρνητους προσκαλεσμένους, ὁμοτράπεζους ἤ αἱματοβαμμένους;
Ὤ πρωτόγνωρο θέαμα! Ὤ ἁμαρτωλό ὅραμα! Ἀπό τό ἕνα μέρος προσφέρονταν κοτόπουλα καί ἀπό τό ἄλλο φέρνανε τό προφητικό κεφάλι. Ἀπό τή μιά μεριά κερνοῦσαν πλούσια καθαρό κρασί καί ἀπό τήν ἄλλη ἔρεε μέ ὁρμή τοῦ δικαίου τό αἷμα. Ὤ πόσο φοβερό εἶναι νά τό πῶ καί πόσο φρικτό νά τό ἐκφράσω!
Καί τό ’δωσαν στό κορίτσι καί τό πῆγε στή μάνα τουï . Ἀλίμονο! Πόσο τρομερή ἀλλοκοτιά! Χαρίστηκε ἡ ἀτίμητη κεφαλή γιά μιά ἄτιμη πράξη, στήν καταραμένη καί βέβηλη, ἡ ἁγνή καί ἀνέγγιχτη καί ἀπ’ τούς ἀγγέλους ἀξιοσέβαστη Κεφαλή. Καί τήν ἔδωσε στήν μάνα της σάν νά τῆς πρσφερε καλομαγειρεμένο φαγητό σέ κείνη πού ὀργιαστικά σκηνοθέτησε τό θάνατο, σά νά τῆς ἔλεγε: Φάε, μανούλα μου, κρέας ἀπό τίς σάρκες ἐκείνου μού ἔζησε στή γῆ σάν ἄσαρκος. Πιέ αἷμα ἀπό τόν νηστευτή. Τώρα πιά κλείσαμε μιά γιά πάντα τό στόμα ἐκείνου πού μᾶς ἔλεγχε.
η’. -.Καί ἦρθαν οἱ μαθητές του, συνεχίζει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, πῆραν τό σῶμα του καί τό ἔθαψαν (Ματθ. 14,13). Πρόσεξε ἐσύ πού ἀγαπᾶς τήν ἱστορία, πῶς εἰκονίζεται ὁ ἐνταφιασμός τοῦ δικαίου καί ἀποστόμωσε τούς ἐχθρούς τῶν ἁγίων εἰκόνων σάν ἐχθρούς τῆς Ἀλήθειας. Βάλε καλά στό νοῦ σου τήν ἱστορία καί βγάλε ὠφέλιμο συμπέρασμα. Πῶς παίρνουν τό δεμένο μέ βαριές ἁλυσίδες ἅγιο ἀπό τήν φυλακή. Πῶς ὁ δήμιος σηκώνει σάν ἄγριο θηρίο τό ξίφος ἐνάντια τῆς ἱερῆς Κεφαλῆς. Πῶς μετά τόν ἀποκεφαλισμό προσφέρεται ἡ μυρόβλητη Κεφαλή στήν ἔξαλλη Ἡρωδιάδα. Πῶς ἀκόμα θάβεται τό ἱερό σῶμα ἀπό τά χέρια τῶν μαθητῶν του, πού ὁλόγυρα παραστέκουν δακρυσμένοι μέ πόνο πού σκίζει τήν ψυχή τους. Πῶς ἄλλος ἀγκαλιάζει τά πόδια τοῦ Ἁγίου, ἄλλος πασχίζει νά συνταιριάσει τήν ἅγια Κεφαλή στό ἀκίνητο σῶμα καί ἄλλος θυμιάζοντας ψέλνει ἐπικήδειες ὑμνωδίες. Τώρα βρίσκομαι ἐκεῖ μέ τό νοῦ, ἀκροατές μου, καί βλέπω τήν ταφή τοῦ δικαίου νά γίνεται μέσα σέ ἀτμόσφαιρα εἰρήνης, ὅπως ἀναφέρεται στόν Προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ. 57,2). Ὁραματίζομαι τό ἀγγελικό ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἔδυσαν τά μάτια του σάν δύο ἥλιοι λαμπεροί καί πού μέσα σ΄ αὐτά εἶχε ἀποτυπωθεῖ ὅλη ἡ ψυχική του ὀμορφιά. Χωρίς τήν πρόσκαιρη καί ἐπίγεια τούτη πνοή, ἀλλά γεμάτο ἀπό τήν μοσχομύριστη εὐωδιά τῆς θείας Χάρης. Ἀσπάζομαι τά ἱερά ἐκεῖνα χέρια, πού ἁμαρτία δέν ἀγγίξανε καί πού μέ τό δάκτυλό τους ἔδειξαν στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό, πού σήκωσε ἐπάνω Του τήν ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.
Προσκυνῶ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πόδια, πού εὐαγγελίστηκαν τά ἀγαθά στούς ἀνθρώπους καί μέ τά ὁποῖα προετοιμάστηκε ἡ ὁδός τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Φέρτε νά προσκυνήσω καί τήν τίμια ἁλυσίδα μέ τήν ὁποῖα δέθηκε ὁ πιό πολύτιμος καί ἀγγελόμορφος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Φέρτε καί τή σεβάσμια πιατέλα ὅπου τοποθετήθηκε ἡ πολυσέβαστη καί ἀπ΄ ὅλα τά χρυσάφια ἀκριβότερη Κεφαλή. Ἀκόμα ἄν ἔβρισκα δέν θ΄ἄφηνα ἀπροσκύνητο τό φονικό μαχαίρι πού μπήχθηκε στόν ἱερό τράχηλο, οὔτε θά δίσταζα νά καταφιλήσω τό χῶμα ὅπου φρουρήθηκε ὁ θησαυρός, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι καί αὐτό θά μοῦ μετέδιδε θεία Χάρη.
Μακαριστέ τάφε καί χαρμόσυνη ταφόπετρα, πού σκέπασες τό τρισμακάριστο ἐκεῖνο σκήνωμα καί τύλιξες μέσα σου τό πολυτιμώτερο ἀπό σωρούς σμαράγδια καί μαργαριτάρια σῶμα.
Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν ὁρατά ἡ συντροφιά τῶν μαθητῶν καί ἀόρατα πλήθη ἀγγέλων, εὐφημώντας, δοξάζοντας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό καί μεταφέροντας στήν ἀτελείωτη χαρά αὐτόν πού ἔζησε σάν ἔνσαρκος ἄγγελος καί προανάγγειλε τό Μεσσία. Αὐτόν πού ὑπῆρξε γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου, πού ὁδήγησε στόν οὐράνιο Νυμφίο τήν Ἐκκλησία, τό ἄσβηστο λυχνάρι τοῦ ἀνεκφράστου φωτός, τή ζωντανή φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόν ἀνώτερο ἀπ’ τούς προφῆτες16, τόν μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσους γέννησε ποτέ γυναίκα. Τέτοια λοιπόν ὅπως περιγράψαμε, εἰρηνική ἦταν ἡ ταφή τοῦ δικαίου, πρόξενος καί ἀγαλλίασης καί σωτηρίας, σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
θΆ. – Ἄραγε ὁ παράφρονας Ἡρώδης κατάφερε νά ξεφύγει τήν τιμωρία γιά τό ἀνουσιούργημά του στήν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του; Ὄχι βέβαια. Ἀλλά ὅπως λέει ἡ παράδοση, γι’ αὐτό τό ἀνόμημά του, ἀφοῦ ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του, τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τό θρόνο του καί τόν κατέσφαξαν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Θεός θέλησε νά φοβίσει καί νά νουθετήσει τούς μεταγενέστερους βασιλεῖς ὥστε νά μή διαπράξουν τέτοια ἐγκλήματα. Ἀλλά ξαναγυρίζοντας στό θέμα μας ἄς ἀναφωνήσουμε ὅπως ταιριάζει στήν παρούσα ἡμέρα. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μακαρίζεται γιατί θυσιάζει τό κεφάλι του γιά τήν ἀλήθεια καί ὁ παράνομος Ἡρώδης γελοιοποιεῖται καί ἐξευτελίζεται. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπ’ ὅλους ἐγκωμιάζεται γιά τό σθεναρό ἔλεγχο καί ὁ παράφρονας Ἡρώδης θεωρεῖται ἄτιμος γιά τήν μοιχεία του. Σήμερα ἡ κεφαλή τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου προσφέρεται σφαχτάρι ἱερό πάνω στήν πιατέλα καί ἡ μοιχαλίδα Ἡρωδιάδα, παρά τή θέλησή της, δέχεται τήν αἰώνια καταδίκη. Σήμερα τό αἷμα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου χύνεται γιά τήν τήρηση τοῦ θείου νόμου καί αὐτός πού ἐναντιώθηκε στόν Πρόδρομο μέ τήν παρανομία δικαιολογημένα διαπομπεύεται. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἐξαιτίας τῆς παρρησίας του πρός τόν Ἡρώδη ἀποκεφαλίζεται, γιά τήν τήρηση τῆς δικαιοσύνης.
Ἔτσι μαθαίνουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νά μή χωρίζουν τίς νόμιμες συζύγους τους καί ἀποδοκιμάζουν αὐτόν πού χώρισε τή γυναίκα του. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στήνει πάνω στή γῆ πνευματικό ὁρόσημο καί προτρέπει ὅλους τούς ἄνδρες νά ἀρκοῦνται στή νόμιμη γυναῖκα τους καί νά μήν προχωροῦν παραπέρα. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κατεβαίνει στόν Ἅδη καί οἱ νεκροί μαθαίνουν τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα οἱ οὐρανοί εὐφράνθηκαν μέ τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, πού θυσιάστηκε γιά τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἄνθρωποι πάνω στή γῆ γιορτάζουνε μέ εὐχαριστήριους ὕμνους. Καί ἔχω τή γνώμη ὅτι καί ἐμᾶς τώρα παρακολουθεῖ ἀπό τόν οὐρανό ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί μᾶς ἀμείβει ὡς ὑμνητές του μέ θεία χαρίσματα. Ἀνάμεσα στό χορό τῶν προφητῶν, σάν πρωινό ἀστέρι μεσουρανεῖ καί φωτίζει τό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους καί πρίν ἀπ’ αὐτούς καί περισσότερο ἀπ’ αὐτούς λάμπει σάν ἥλιος μέσα στούς ἥλιους. Μέσα στούς μάρτυρες ξεχωρίζει μέ τά θαύματά του, σάν ὁλοστόλιστος μ’ ἀστέρια οὐρανός. Ἀνάμεσα στούς δικαίους στέκει περίτρανα γιά τά πολλά παθήματα πού ὑπέφερε, γιά χάρη τῆς δικαιοσύνης καί ὑψώνεται πιό ψηλά ἀπό τούς κέδρους τοῦ Λιβάνου, αὐτός πού σκόρπισε σήμερα χαρά στήν οἰκουμένη.Γιατί, ἄν θά χαροῦν πολλοί κατά τή γέννησή του, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Λουκ. 2,10), πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη καί ἡ εὐφροσύνη τήν ἡμέρα αὐτή τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους, τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά πανηγυρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς, δηλαδή οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἐρημίτες καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ λαϊκοί, γιατί ὅλοι ἔχουν μέρος στή χαρά πού δίνει ἡ μνήμη του. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς πού ἐγκαταβιώνουμε σ’ αὐτό τό ἱερό μοναστήρι, ἄς ἔχομε ἀκόμα περισσότερο τίς πρεσβεῖες του, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.
Σ’ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σημειώσεις
1. Οἱ ἔννοιες Φῶς καί σκότος ἀναφέρονται πολύ συχνά καί διαποτίζουν σχεδόν ὁλόκληρη τή βιβλική ἀποκάλυψη.Τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως (Ἔξ. 1,5) μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ πρώτη δημιουργική κίνηση τοῦ Θεοῦ ξἐν χρόνῳο εἶναι ὁ διαχωρισμός τοῦ φωτός ἀπό τό σκοτάδι καί ὅτι τό πρῶτο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό φῶς. Ταυτόχρονα τό Φῶς εἶναι θεία ἐνέργεια καί ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός φῶς ἐστι (ΑΆ Ἰωάν. 1,15).
Σ’ ὁλόκληρη τήν Παλαιά Διαθήκη κυριαρχεῖ βασικά ἡ πάλη μεταξύ τοῦ φωτός καί τοῦ σκότους καί εἶναι ταυτόχρονα ὁ ἐγγύτερος θρησκευτικός συμβολισμός καί ἡ ἐντονότερη ἐμπειρία τοῦ προχριστιανικοῦ ἀνθρώπου (Ἐξ. 10,21 – Ἡσ. 13,10 – Ψαλμ. 87,6).
Τό φῶς παραμένει τό κέντρο τῆς μεσσιανικῆς προσδοκίας τοῦ Ἰσραήλ, τό ὁποῖο ὁ Μωυσῆς συμβολικά προκατεῖδε στήν ξκαιομένη βάτοο. Αὐτό θά ἐρχόταν νά βασιλέψει αἰώνια πληρώνοντας τά πάντα, αὐτό ἦταν τό κέντρο τοῦ κηρύγματος τῶν προφητῶν.
Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός διακηρύσσει “Ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα” (Ἰωάν. 12,46), χαρίζει τό φῶς τό αἰσθητό (Μαρκ. 8,22-26) μέ τήν θεραπεία τῶν τυφλῶν, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀποκαλύπτει τή θεότητά Του καί τό “ἀρχαῖον κάλλος” τοῦ Ἀδάμ, μέσα στό Θαβώρειο θάμβος:
Ὅλον τόν Ἀδάμ
φορέσας Χριστέ,
τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἀμείψας
ἐλάμπρυνας πάλαι φύσιν,
καί ἀλλοιώσει τῆς μορφῆς σου
ἐθεούργησας
(γΆ Ὠδή Κανόνος 6ης Αὐγούστου).
Ἀπό ἐδῶ καί ἐμπρός οἱ πιστοί ὀνομάζονται “υἱοί τοῦ φωτός” (Λουκ. 16,8), γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας μέ τό φωτισμό τοῦ Βαπτίσματος καί ἀμείβονται ἐσχατολογικά μέ τό στέφανο τῆς δικαιοσύνης (φωτοστέφανο τῶν ἁγίων). Προσεύχονται ἀκόμα ἀπευθύνοντας τήν ἱκεσία τους στό Χριστό πού εἶναι τό Φῶς:
Χριστέ
τό Φῶς τό ἀληθινόν,
τό φωτίζον καί ἁγιάζον
πάντα ἄνθρωπον
ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον,
σημειωθείτω ἐφ’ ἡμᾶς
τό φῶς τοῦ προσώπου Σου,
ἵνα ἐν αὐτῶ
ὀψόμεθα φῶς τό ἀπρόσιτον…
(Εὐχή τῆς Αης Ὥρας)
καί εὔχονται ὥστε καί οἱ κεκοιμημένοι νά ἀξιωθοῦν νά σκηνώσουν “ὅπου ἐπισκοπεῖ τό φῶς τοῦ προσώπου Του”. Ἔτσι καταδείχνουν στόν κόσμο τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι δηλαδή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι θεωρία τοῦ ἀνέσπερου Φωτός, ἐνῶ ἡ κόλαση εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ σκότους ἤ καλύτερα ἡ ἀδυναμία τῆς ὁράσεως τῆς ἀνέσπερης Θεοφάνειας, κόλαση στήν ὁποία ἔχουν ὁριστικά περιπέσει οἱ “ἐν σκότει βιώσαντες”.Ἀργότερα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δογματίζοντας θά ποῦν: “Φῶς ἦν ἀπρόσιτον καί ἀδιάδοχον ὁ Θεός” (Γρηγ. Νανζ. P.G. 36,604Β), “Φῶς ὀρέγων, ἄσκιον, ἄπαυστον” (Κλήμ. P.G. 9, 652Α) καί “Φῶς μέγα καί κάλλιστον, πᾶσαν δύναμιν ἀγαθήν, πᾶσαν ἀρετήν συγκεκληρωμένον” (Κλήμ. P.G. 9, 708Β) καί “Ὅσοι πνεῦμα Θεοῦ φοροῦσι καί οἱ φοροῦντες φῶς, Χριστόν εἰσιν ἐνδεδυμένοι καί οἱ ἐνδεδυμένοι Χριστόν, πατέρα ἐνδέδυνται” (Μ. Ἀθαν. P.G. 26, 1009 ).
Ζώντας δέ τήν ἀγαπητική σχέση μέ τό “Πρόσωπον τοῦ Φωτός” θά ἀναβοοῦν εὐχαριστιακά: Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν καί θά ὑμνοῦν βιωματικά:
Ἡ δέ ἀπαυγή τῆς δόξης Σου τῆς θείας,
Φῶς ἁπλοῦν ἡμῖν, φῶς γλυκύν καθορᾶται,
Φῶς ἀποκαλύπτεται, φῶς συνενοῦται…
Φῶς πνευματικῶς βλέπομεν μακρόθεν,
Φῶς ἐντός ἡμῶν εὑρισκόμενον αἴφνης.
Φῶς ὡς ὕδωρ βρύον˙ ὡς πῦρ τε φλέγον
Τῆς ἧς περ πάντως καθάψεται καρδίας.
Συμεών Νέος Θεολ. Ἅπαντα Εὐρ. σ. 14.
2. Ὁ λύχνος εἶναι ἡ ὑλική ἔκφραση καί τό ὄργανο τῆς μεταγγίσεως τοῦ Φωτός καί τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πού βρίσκεται μόνο στήν “Πηγή τοῦ Φωτός”.Τό λυχνάρι καταξιώνεται ὅταν βρίσκεται σέ ἄμεση σχέση καί μεταδίδει τό φῶς “ἐν τόπῳ καί χρόνῳ”, ἐνῶ εἶναι “ἄλογη” ἡ παρουσία του κάτω ἀπό τό μόδιο (Ματθ. 5,15 ἑξ.).
Εἶναι φωτοδότης καί ὄχι φῶς, ἑτερόφωτο καί ὄχι πρωτογενής ἑστία, διακονητής καί ὄχι Κύριος.Μεταφορικά ἡ ἰδιότητα τοῦ λύχνου ἀποδόθηκε στούς πιστούς τῶν ὁποίων ἡ ζωή ἦταν ὁδηγητική πορεία πρός τό Φῶς καί σημεῖον παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Ἔτσι ὁ Τίμιος Πρόδρομος χαρακτηρίζεται σάν λύχνος τοῦ Μόνου Φωτός, τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ παρουσία του στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύτηκε σάν ὁδηγητική καί νυμφαγωγική συμπόρευση μαζί της.
“Ὁρᾶτε φίλοι
τήν φωνήν τοῦ Λόγου,
τοῦ Ἡλίου τόν λύχνον,
τόν φίλον τοῦ Νυμφίου.
Μετανοεῖτε
τοῖς λαοῖς ἐκβοῶντα,
καί σπεύσατε καθαρθῆναι,
τοῦ Κτίστου εἰς ὑπάντησιν”
(ΕΆ Ὠδή Καν. Ἀποδείπνου τῆς 3ης Ἰανουαρίου).
Ἑρμηνεύοντας τήν ἔννοια λύχνος καί συσχετίζοντάς την μέ τό πρόσωπο τοῦ Τιμίου Προδρόμου ὁ Ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας λέει χαρακτηριστικά: “Λύχνῳ παρεικάζει τόν Ἅγιον Βαπτιστήν, ἅτε δή κατά τό προσεῖναι πεφυκός ἀνθρώπῳ μέτρον, προαναλάμψαντα μέν τῆς παρουσίας αὐτοῦ, πλήν οὐκ ἰδίῳ κεχρησμένον φωτί˙ οὐ γάρ ἴδιον ἐν τῷ λύχνῳ τό φῶς, ἀλλ’ ἔξωθέν τε καί ἐπακτόν καί προστιθέμενον˙ οὕτω δ΄ ἄν ἴδοις καί τόν ἐν ἁγίοις παρά Χριστοῦ φωτισμόν ἐν Πνεύματι. Διό δή καί λίαν εὐγνωμονέστατα καί φρονοῦντες καί πράττοντες, αὐτοί δέ οἰκείας ὁμολογοῦσι φωνῆς.
Ὅτι ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν. Φῶς μέν γάρ ἐστι κατά φύσιν ὁ Μονογενής, ἅτε δή καί ἐκ φωτός ἀναλάμψας, τῆς τοῦ Πατρός οὐσίας φημί˙ μετέχει δέ ἡ κτίσις αὐτοῦ˙ καί πᾶν εἴτι τήν τοῦ λογικεύεσθαι καί φρονεῖν ἐπάγεται δύναμιν, σκεῦος ὥσπερ ἐστίν εἰς τό δύνασθαι θείου πληροῦσθαι φωτός, ἄριστα διηρτισμένον ὑπό τοῦ πάντων ἀριστοτέχνου Θεοῦ…” Γιά τή μεταφορική δέ σημασία τοῦ ἐλαίου μέ τό ὁποῖο τρέφεται καί συντηρεῖται τό φῶς τοῦ λύχνου ἀναφέρει: “Τό ἔλαιον ἔοικε ὑποδηλοῦν τήν καθαρωτάτην καί ἀθόλωτον τοῦ ἁγίου Πνεύματος φύσιν, ἥτις ἐν ἡμῖν ἐλαίου δίκην ἀπερινοήτως εἰστρέχουσα ἀποτρέφει καί συνέχει καί αὔξει τόν ἐν ψυχῆ φωτισμόν, καθάπερ ἐν λύχνω κείμενον…” (P.G. 73, 400-408). Ἀναμμένο λυχνάρι καί ἄσβεστο στούς αἰῶνες ὁ Τίμιος Πρόδρομος φωτίζει τίς γενιές τῶν πιστῶν, μέ τό λάδι τοῦ Ἁγίου πνεύματος καί καταδείχνει στούς ἀναζητητές τῆς Ἀλήθειας ὅλων τῶν ἐποχῶν τό ξἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρός (Ἑβρ. 1,3) τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Λυτρωτή, Σωτήρα, Πατέρα καί Νυμφίο.
3. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τόν ΒΆ κιόλας αἰώνα τιμάει καί σέβεται τά λείψανα τῶν ἁγίων της ξδιά τήν ἐν τοσούτοις ἔτεσιν ἐνοικήσασαν ἐν αὐτοῖς δικαίαν ψυχήνο, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων.
Ζώντας οἱ ἅγιοι μέσα στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τό μυστήριο τοῦ Μόνου τελείου Ἀνθρώπου, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, καί ξἐγκεντρισθέντεςο σ’ Αὐτόν, ἔλυσαν τέλεια καί τελεσίδικα τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, μεταμορφούμενοι σέ Θεούς κατά χάρινο.
Ἔτσι ἡ χαρίτωση τῶν ἁγίων λειψάνων εἶναι ἀκριβῶς ἡ πρώτη μαρτυρία τῆς μελλούσης Ἀναστάσεως τῶν σωμάτων καί τῆς ζωῆς τῆς ἀφθαρσίας, πού χαρίζει ἡ ἁγιοπνευματική βίωση τῆς ζωῆς τοῦ σταυροῦ. Ἀκόμα εἶναι ἐνδεικτικό σημεῖο τῆς κατατροπώσεως τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς πού ἔχει ἀκολουθήσει τήν “πτώση”.Προσφέροντας εὐχαριστιακά οἱ μάρτυρες τόν ἑαυτό τους στό Δημιουργό τους σάν ὁλοκαυτώματα, διά τοῦ μαρτυρίου, τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως ἤ τῆς ζωῆς τῆς ἀσκήσεως, ἔφθασαν “ἐπί ὕδατος ἀναπαύσεως”, ἐπί ὕδατος ἀφθαρσίας καί θεογνωσίας:
“Ἱερεῖα ἔμψυχα,
ὁλοκαυτώματα λογικά,
μάρτυρες Κυρίου,
θύματα τέλεια Θεοῦ,
Θεόν γινώσκοντα
καί Θεῶ γινωσκόμενα…”
(Μαρτυρ. Ἀποστ. Ἑσπερ. Τετάρτης, Ἦχος ΔΆ).
Γι’ αὐτό τά ἅγια λείψανά τους “βρύουσιν χάριτας” καί “πηγάζουν ἰάματα”, μεταγγίζοντας τή χάρη καί τή δωρεά τοῦ Θεοῦ καί γίνονται στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς Εὐχαριστιακῆς ἁγίας Τράπεζας, δηλαδή τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοποθετούμενα κατά τήν ἡμέρα τοῦ ἐγκαινιασμοῦ τῶν ἱερῶν Ναῶν, μέσα σέ εἰδικό πυξίδιο (κουτί) ἐπάνω καί μέσα στό ἱερό θυσιαστήριο. Ἔτσι γίνονται ἡ οὐράνια σφραγίδα τῆς ἐγκυρότητας τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Ἱερῶν Ναῶν τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως ὁρίζει ὁ 7ος κανόνας τῆς ΖΆ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πολλές φορές μάλιστα ἐκχέουν καί αἰσθητά τή χάρη πού τούς δόθηκε, διά τῆς ὑπερκόσμιας εὐωδίας καί τῆς ροῆς τοῦ μύρου (Ἅγ. Δημήτριος, Ἅγ. Νεῖλος, Ἅγ. Ἀθανάσιος Χριστιανουπόλεως κ.λ.π.).
Γι’ αὐτό θεωρεῖται ἰδιαίτερα εὐνοημένος ὁ πιστός πού ἔχει οἱοδήποτε εἶδος λειψάνου ἀπό τούς ἁγίους, ὡς εὐλογία καί ἐνίσχυση γιά τόν ἀγώνα, στόν ὁποῖο οἱ μάρτυρες “ἐξῆλθαν δι’ Αὐτόν καί στεφανώθηκαν ὑπ’ Αὐτοῦ”.
4. Ὁ θάνατος τοῦ δικαίου Ἄβελ ἀπό τόν ἀδερφό του Κάιν εἶναι ὁ πρῶτος φόνος πού, ὅπως ἀναφέρει ἡ Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκε στή γῆ.Ὁ Θεός εἶχε προειδοποιήσει τόν πρωτόπλαστο “ᾗ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε” (Γεν. 2, 17), ἀλλά ὁ ἄνθρωπος τόλμησε. Ὁδηγήθηκε ἔτσι στόν πρῶτο θάνατο τόν πνευματικό. Τό θάνατο πού ἐκφράζεται ὡς συνέπεια τῆς ἀπόλυτα ἐγωκεντρικῆς ἐπιβιώσεως καί κυριαρχίας πάνω στόν συνάνθρωπο καί στήν κτίση. Τό θάνατο πού περνάει ἀπό τήν “ἄλογη” καί “παρά φύσιν” ὁδό τῆς καταπιέσεως καί τῆς συνθλίψεως τοῦ προσώπου τοῦ ἀδερφοῦ. Τό θάνατο πού διαποτίζεται ἀπό τήν παγωνιά τῆς ἀγνωσίας καί τῆς ἀρνήσεως τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ.Παρόλο ὅτι ἡ ψυχή, πού ζεῖ στό ἔρεβος τῆς ἁμαρτίας, δρᾶ καί κινεῖται -πολλές φορές μάλιστα δίνει τήν ἐντύπωση πολύ ζωντανῆς καί δραστήριας ὕπαρξης- ἐν τούτοις ἀνήκει στήν κατηγορία πού ἀναφέρει ἡ ἀποκάλυψη: “Ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇ καί νεκρός εἶ” (Ἀποκ. 3,1). Ἡ ζωή της πού δέν ἄρχισε οὐσιαστικά ἴσως ποτέ καί πού περνάει ἀπό τ’ ἀχνάρια πού ἄφησε τό χυμένο αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ, τελειώνει πρίν ἀπό τή συμπλήρωση τοῦ βιολογικοῦ κύκλου, γιατί δέν ἔχει τροφό τήν ἐσχατολογική διάσταση. Προσπαθώντας δέ νά ἀπαγγιστρωθεῖ ἀπό τά γρανάζια τῆς ἀποσυνθέσεως, καταλήγει στό μονόλογο: Ἄν εἶμαι ἐλεύθερος γιατί δέν αὐτοκτονῶ; (Ἀ.Καμύ: Ὁ μῦθος τοῦ Σισύφου). Νεκρή πλέον ἡ ψυχή ἀβίαστα υἱοθετεῖ σάν μέσο ἐπιλύσεως τῶν προβλημάτων τό θάνατο. Τό θάνατο ὄχι τῆς πρωτογενοῦς αἰτίας, δηλαδή τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά τό θάνατο τό δικό της, μέσῳ τοῦ θανάτου τοῦ ἀδερφοῦ. Ἔτσι ὁ Κάιν προσπάθησε νά κατασιγάσει τήν ἔνοχη συνείδησή του, σκοτώνοντάς την στό πρόσωπο τοῦ Ἄβελ. Ἕνα λάθος πού θά ἐπαναλαμβάνεται πλεόν ἀπό τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων μέχρι τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος διέκοψε τό νῆμα τοῦ θανάτου, ὄχι σκοτώνοντας, ἀλλά πεθαίνοντας ὁ Ἴδιος στό Σταυρό, ὄντας ἀναμάρτητος. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία, ζώντας τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, ψάλλει θεολογώντας καί θεολογεῖ ψάλλοντας:
“Τό ἀκατάληπτον
τό τῆς Σταυρώσεως
καί ἀνερμήνευτον
τό τῆς ἐγέρσεως,
θεολογοῦμεν οἱ πιστοί
ἀπόρρητον μυστήριον.
Σήμερον γάρ θάνατος
καί ὁ Ἅδης ἐσκύλευται˙
γένος δέ ἀνθρώπινον
ἀφθαρσίαν ἐνδέδυται…”
Ἱστορώντας δέ τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, τοποθετεῖ τούς πρώτους τραγικούς γονεῖς, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν καί πρῶτοι θεατές τῆς ἀποτροπιαστικῆς συνέπειας τῆς ἁμαρτίας τους, σάν κορυφαίους τοῦ χοροῦ τῶν ξἀφυπνισθέντωνο μέ τή φωνή τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, πού εὐαγγελιζόταν τή Λύτρωση καί τόν ὁριστικό θάνατο τοῦ θανάτου.
5. Τό ἱερό Εὐαγγέλιο δέν εἶναι συλλογή στείρων καί ἄτεγκτων ἐντολῶν γιά μιά ζωή πού ὁρίζει τό ὑπερπέραν, ἀλλά εἶναι ὁ “ζῶν Λόγος καί ἐνεργής” (Ἑβρ. 4,12) στήν ἄμεση καθημερινότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λόγος πού γίνεται συνεχῶς Σάρξ καί ἐκφράζεται “σαρκωμένος” στίς ψυχές ἐκείνων πού τοῦ προσφέρονται υἱικά καί ἀγαπητικά, πού ἐνσωματώνονται μαζί του ταυτίζοντας τό θέλημά τους μέ τό Ἅγιο θέλημά Του καί πού θυσιάζονται εὐχαριστιακά γιά τήν ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Ἀμνό, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμουο (Ἰωάν. 1,29).
Τέτοιοι ἦταν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ κόσμου δίκαιοι, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ὅσιοι καί οἱ Ἱεράρχες. Αὐτῶν τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τιμάει ἡ Ἐκκλησία σάν γενέθλια ἡμέρα καί πανηγυρίζει τή μνήμη τους, ἀνεγείροντας Ναούς, ἱστορώντας εἰκόνες, ἀπονέμοντας σεβασμό στά ἱερά τους λείψανα, κυρίως δέ προσφέροντας τήν ξἀναίμακτον θυσίανο καί κοινωνώντας μαζί τους διά τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, στά παθήματα καί τή δόξα τους. Μέ τήν κοινωνία τῶν ἁγίων ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία ζεῖ ὡς ξἐγκεντρισμένηο μονιμότερα καί σταθερότερα στόν “Μόνον Ἅγιον”, τόν “ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενον” καί προβάλλει στούς πιστούς της ἀχνάρια γιά σίγουρα βήματα πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο τό ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη λατρευτική Σύναξη κλείνει τόν κύκλο τοῦ πανηγυρισμοῦ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Κυριακή πού ἔχει ἀφιερώσει στήν τιμή καί μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων. Τονίζει ἔτσι ὅτι ἡ ζωή τῆς Ἀναστάσεως πού περνάει ἀπό τό σταυρό, πού διαποτίζεται καί κατευθύνεται ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, εἶναι δυνατή στόν καθένα καί “πεπατημένη ὁδός”. Αὐτήν ἄνοιξε ὁ Χριστός μέ τό δικό Του Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση καί τήν ὑλοποιεῖ στή ζωή τῶν ἁγίων, πού ἡ ἐμπειρία τους, ὡς “κατά χάριν θεῶν”, κάνει καί τό δικό μας δρόμο πρός τήν ἀναστημένη ζωή πιό βατό καί πιό ἐλπιδοφόρο.
Ἡ ζωή τῶν Ἁγίων εἶναι τελικά τό ἱστορικά καί κοινωνικά σαρκωμένο Καινοδιαθηκικό μήνυμα καί ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Αὐτοί στηρίζουν καί ποδηγετοῦν τούς πιστούς ἀνά τούς αἰῶνες, χαράζοντας καί φωτίζοντας τήν ἱστορία, σάν ξσημεῖαο τῶν ἐσχάτων, δηλαδή σάν φανέρωση καί σάν πρόγευση τῆς αἰωνίας μακαριότητος. Γι’ αὐτό καί ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τούς ἀποκαλεῖ “Βλαστούς
Εὐαγγελίου καί καρπούς ἀμαράντους” καί ζητάει τίς πρεσβεῖες τους καί τήν ὁδηγητική τους παράκληση, στόν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ “ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου” (Ἰωάν. 12,31)Πρβλ. α) Ἁγ. Νεκταρίου: “Περί τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ” 1904 καί β) Ἀ. Ἀλεβιζάτου: “Ἡ ἀνακήρυξις τῶν ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ” (1948).
6. Μετά τήν πτώση καί τή δουλεία τῆς ψυχῆς στά πάθη, ὁ ἄνθρωπος σκοτίστηκε καί ζήτησε τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς του καί τήν παρηγοριά του ὄχι στό Θεό, ἀλλά στήν νεκρή μήτρα τῆς ὕλης καί τῆς ἡδονῆς. Αὐτό ἔθρεψε καί πύκνωσε τό σκοτάδι του μέχρι τέτοιου σημείου ὥστε τό “τέκνο τοῦ Θεοῦ” νά γίνει μιμητής τοῦ “ἀλόγου” κτήνους: “Κτηνώδης ἐγεννήθην παρά Σοί…” (Ψαλ. 72,22).
Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀντίθετη πορεία πού ξεκινάει ἀπό τήν ἄρνηση τῆς θεοποιήσεως τῆς ὕλης, τῆς ἡδονικῆς ἀναπαύσεως καί τῆς πληρώσεως τῆς ψυχῆς ἀπό τά ξυλοκέρατα τῆς φθορᾶς. Αὐτή ἡ εὐλογημένη ἄρνηση ἐνισχύει τή δυνατότητα τῆς ψυχῆς νά “ἀνανήψει” καί νά συνειδητοποιήσει μέσα της τή θεϊκή ἀπουσία καί ἀκόμα τήν ἔλλειψη τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης πρός τό Δημιουργό της.
Ἡ ἐγκράτεια δέν ἀσκεῖται καί δέν ἀναφέρεται μόνο στό σῶμα, ἀλλά ἀποσκοπεῖ βασικά στήν περιστολή καί τόν ἀφανισμό τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς, ὡσότου ἡ ψυχή βιώσει “ἔμπονα” τή στέρηση τῆς παρουσίας τοῦ Ἀγαπημένου καί ταπεινωθεῖ (Ματθ. 9,15), ὥστε νά σταθεροποιήσει πιά τή βούλησή της πρός τό Θεό Πατέρα καί τό ἅγιο θέλημά Του (Ἅγ. Νεῖλ. P.G. 79, 82Α).
Εὐθυγραμμίζοντας οἱ πιστοί τή ζωή τους μέ τή θεοκεντρική αὐτή πορεία παύουν νά δουλεύουν στήν ἡδονή καί κοινωνοῦν διά τοῦ ξθανάτου τῆς σαρκόςο μέ τά παθήματα τοῦ ὑπέρ ἡμῶν παθόντος Χριστοῦ. Γυρίζουν ἔτσι πίσω στή χαμένη γῆ τοῦ “κατ’ εἰκόναο καί γίνονται μάρτυρες καί κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως “καί ζῶντες καί μετά τέλος”.
“Δι’ ἐγκρατείας
τῶν παθῶν τάς πυριφλέκτους,
ἀπονεκρώσαντες ὁρμάς
καί τάς κινήσεις,
τοῦ Χριστοῦ οἱ Μάρτυρες
ἔλαβον τήν χάριν,
τάς νόσους
ἀποδιώκειν τῶν ἀσθενῶν
καί ζῶντες
καί μετά τέλος θαυματουργεῖν˙
ὄντως θαῦμα παράδοξον!
ὅτι ὀστέα γυμνά
ἐκβλύζουσιν ἰάματα.
Δόξα τῷ μόνῳ Θεῷ ἡμῶν”
Μαρτ. ὄρθρου Τετάρτης- Ἦχος πλ.ΔΆ).
7. Οἱ δύο συνοπτικοί Εὐαγγελιστές (Ματθ. ιγ’, 4 – Μαρκ. αΆ, 6), μᾶς πληροφοροῦν εἰδικότερα γιά τήν τροφή τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἡ ζωή τῆς ἐρήμου δέν ἔδωσε στόν ἅγιο μόνο τήν εὐκαιρία γιά ἐγκρατή διαβίωση, ἀλλά τοῦ ἐνέπνευσε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά ἐπιτελεῖται ἡ ἄσκηση τῆς λειτουργίας τῆς διατροφῆς, δηλαδή τήν ἀμεριμνία γιά τήν ἐξεύρεση καί τήν ἀδιαφορία γιά τήν ποιότητά της.Οἱ ἀκρίδες καί τό ἄγριο μέλι, τά ὁποῖα τρώγονταν ἀπαρασκεύαστα, ἦταν πικρά
καί ἄγευστα, ἡ δέ ἐξεύρεσή τους ἦταν ἀφημένη -ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη- στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἑρμηνευτές τῶν χωρίων πού ἀναφέρθηκαν, σχετικά μέ τή λέξη “ἀκρίδες”, ἐξετάζουν δυό πιθανότητες. Μπορεῖ δηλαδή αὐτές νά ἦταν εἴτε βλαστάρια δέντρων καί θάμνων -τά ὁποῖα βέβαια δέν ὑπῆρχαν στήν ἔρημο παρά μόνο στήν κοιλάδα πού διέσχιζε ὁ Ἰορδάνης, ἐκτός ἄν θεωρήσουμε περιστατική τήν διατροφή τοῦ ἁγίου μέ
ἀκρίδες- εἴτε νά ἦταν στήν κυριολεξία ἀκρίδες. Ἡ δεύτερη ἐκδοχή θεωρεῖται πιθανότερη, ἐφόσον οἱ ἀκρίδες ἀνῆκαν στήν κατηγορία αὐτῶν τῶν τροφῶν πού ἐπέτρεπε ὁ Νόμος (Λευιτ. 11,22) καί τρώγονται ἀποξηραμένες καί σήμερα ἀπό τούς Βεδουίνους τῆς περιοχῆς.
Τό μέλι ἐπίσης, ἦταν ἀπό ἄγρια μελίσσια πού φώλιαζαν σέ σχισμές πετρῶν ἤ δέντρων. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀνυδρίας καί τῆς ἐλλείψεως ποκιλίας φυτῶν, γιά τήν ἐπιλογή τοῦ νέκταρος, ἦταν “πικρό, ἀηδές καί πάσῃ γεύσει πολέμιον”, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Μ. Ἀθανάσιος: “Ὅτι δέ καί ἡ βοτάνη τις ἐστιν ἀκρίς λεγομένη, ὁ Σολομών ἡμᾶς διδάσκει λέγων˙ ΆΆ Ἀνθίσει τό ἀμύγδαλον καί παχυνθήσεται “ἀκρίς ΆΆ. Ἀλλ’ οὐδέ πόα τίς ἐστι τό μέλι τό ἄγριον, ἀλλά μέλι ὄντως ἄγριον, πικρότατον ὄν, καί πάσῃ γεύσει πολέμιον” (P.G. 27,1364). Ὁ δέ ἑρμηνευτής Ζιγαβηνός λέει: “Ἀκρίδες, δέ τινές μέν ἀκρέμονας βοτανῶν εἶναι εἶπον, τινές δέ, βοτάνην ἀκρίδα καλουμένην, ἄλλοι δέ τό ζῶον αὐτό. Φασί γάρ, μέχρι καί σήμερον ἐν τοῖς μέρεσιν ἐκείνοις πολλούς ἐσθίειν αὐτό τεταριχευμένον. Καί γάρ μετά τῶν καθαρῶν ζώων καί τοῦτο τάξαι τόν νομοθέτην˙ ἔχειν δέ δυσώδη καί πικράν
γεῦσιν. Κρεῖττον δέ τό πρῶτον. Μέλι δέ ἄγριον, τό ἐν ταῖς τῶν πετρῶν σχισμαῖς ὑπό τῶν ἀγρίων μελισσῶν γεωργούμενον, πικρόν καί ἀηδές ὄν” (P.G. 129,160).
8. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶδε στό πρόσωπο τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη μόνο τή ξφωνή τοῦ Λόγουο, πού θά ἑτοίμαζε τό ἔδαφος στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων γιά τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά ἔδωσε καί στό θάνατό του προδρομικό χαρακτήρα.Ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἶναι ὁ “λύχνος ὁ καιόμενος” πού δέν σβήνει μέ τό μαρτυρικό του τέλος, ἀλλά πεθαίνει ἀκριβῶς μαρτυρικά προεικονίζοντας τό σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί προπορεύεται στόν Ἅδη κηρύττοντας καί προμηνύοντας στόν Ἀδάμ καί τοῖς ἐξ Ἀδάμο τήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στά καταχθόνια καί τήν “διά τῆς πίστεως ὅσον ἤδη ἐσομένην σωτηρίαν” (Νικ. Κάλ. P.G. 145,689).
Στήν ὑμνογραφία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ὑπάρχει τό χαρακτηριστικό τροπάριο:
“Ἐπί γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ,
καί ἐν γῇ μή εὑρηκώς τοῦτον, δέσποτα,
μέχρις ᾅδου κατελήλυθας ζητῶν…”
Γι’ αὐτό καί στήν εἰκονογραφική παράσταση τῆς ἀναστάσεως, ὁ Τίμιος Πρόδρομος εἰκονίζεται, ὡς “προεξάρχων τοῦ χοροῦ τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων”, νά δείχνει καί πάλι σ’ αὐτούς τόν “Ἀμνό τοῦ Θεοῦ”. Ἔτσι ὁ τραγικός θάνατός του ἐντάσσεται πλέον ἀπό τήν Ἐκκλησία στό πλαίσιο τῆς θείας οἰκονομίας γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου:
“Ἡ τοῦ Προδρόμου ἔνδοξος ἀποτομή
οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή,
ἵνα καί τοῖς ἐν Ἅδῃ εὐαγγελίσασθαι
τήν τοῦ Σωτῆρος ἔλευσιν…”
(Κοντάκιον 29ης Αὐγούστου).
9. Ἡ παρρησία μέ τήν ἔννοια τοῦ θάρρους τῆς παραστάσεως “πρό προσώπου Κυρίου”, δέν μπορεῖ παρά νά νοηθεῖ σάν καρπός πού γεννιέται καί ὡριμάζει πάνω στή ρίζα τῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας πού βιώνει ὁ πιστός σχετικά μέ τήν παρουσία καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Στή βαθειά αὐτή σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό δημιουργό Σωτήρα της καί τήν ἀδιάστατη καί ἀδιάσπαστη κοινωνία της μέ τόν “σύμπαντα κόσμο”, στηρίζεται καί ἡ πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιά τό “εὐπαρρησίαστο” καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων, ὑπέρ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀσκητικοί ἱδρῶτες τῶν μοναχῶν, οἱ ταλαιπωρίες, οἱ διωγμοί τῶν κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου καί τό αἷμα τῶν μαρτύρων, προσάγονται ἀνά τούς αἰῶνες, εὐχαριστιακά καί δοξολογικά σάν ἀντίδωρο στόν “ὑπέρ ἡμῶν παθόντα καί Ἀναστάντα” Κύριο. Γι’ αὐτό Ἐκεῖνος ξἀντιδοξάζει τούς δοξάζοντας Αὐτόνο, μεταγγίζοντας “δι’ αὐτῶν” στόν κόσμο τήν πλήρωση τῶν “πρός σωτηρίαν αἰτημάτων” τους (Θ.Λειτουργ. Ἰωάν. Χρυσ.).
Εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ στίχοι πού συνηθίζει νά ἀναγράφει ἡ τέχνη τῆς ἱστορήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, πάνω στό εἰλητάριο πού κρατάει ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί πού ἀπευθύνεται στόν Κύριο, δείχνοντάς Του συγχρόνως τήν κομμένη κεφαλή του καί τό χυμένο γιά τήν ἀγάπη Του αἷμα:
“Ὁρᾶς οἷα πάσχουσι, ὦ Θεοῦ Λόγε,
οἱ πταισμάτων ἔλεγχοι τῶν βδελυκτέων.
Ἔλεγχον γάρ μή φέρων ὁ Ἡρώδης, τέτμηκεν,
ἰδού, τήν ἐμήν κάραν, ὦ Σῶτερ.”
πρβλ.& ξἈβ. Δωροθέου, ἔργα ἀσκητικάο
Ἐκδ. ξἙτοιμασίαο σ. 45.
10. Ἡ λέξη προφήτης -ἐκ τοῦ προφάναι- δηλώνει τήν ἰδιότητα ὄχι μόνο αὐτοῦ πού προλέγει τά μέλλοντα, ἀλλά κυρίως τήν ἰδιότητα ἐκείνου πού μιλάει ἀντί Κάποιου Ἄλλου καί διερμηνεύει τίς βουλές Του.
Ὁ προφήτης εἶναι κήρυκας τοῦ Θεοῦ, ὄργανο τῆς θείας ἀποκαλύψεως καί μ’ ἕνα λόγο, εἶναι τό στόμα τοῦ Θεοῦ πού ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους καί ἀπαγγέλει “ὁδόν σωτηρίας”.
Ἡ δράση τῶν προφητῶν ἔπαιρνε βασικά τρεῖς μορφές: α) τόν προφορικό λόγο β) τή συμβολική πράξη καί γ) τή συγγραφή.
Ὁ κεντρικός ρόλος τῶν προφητῶν ἦταν νά καθοδηγήσουν τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ στήν ἐπιτέλεση τῆς μεγάλης ἀποστολῆς του στόν κόσμο, μεριμνώντας γιά τή συνέπειά του στήν τήρηση τῆς Διαθήκης -πού εἶχε συναφθεῖ μέ τό Θεό διά τοῦ Μωϋσέως- ἀγρυπνώντας καί φροντίζοντας γιά τήν προετοιμασία αὐτοῦ καί ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας “πρός ὑποδοχήν ἐν καρδίᾳ” τοῦ Μεσσία πού μέ τό αἷμα Του θά σφράγιζε τήν Καινή Διαθήκη.
Οἱ προφῆτες ὡς ὄργανα τῆς Ἀποκαλύψεως, ὡς θεολόγοι καί στοργικοί ποιμένες καί ὡς συνήγοροι τῶν φτωχῶν καί τῶν καταπιεζομένων, ἐμπόδισαν τήν ἐξαφάνιση τοῦ περιούσιου λαοῦ, προετοίμασαν τήν ἐπιστροφή του στό Θεό καί ἐνίσχυσαν τήν ἐπιβίωση καί τή συνέχιση τῆς ἱστορίας του μετά τήν αἰχμαλωσία. Γι’ αὐτό καί τούς τιμοῦσε πολύ καί τούς σεβόταν ὁ Ἰουδαϊκός λαός.
Στούς Παλαιοδιαθηκικούς χρόνους, ἐκτός ἀπό τούς γνήσιους προφῆτες, τούς διαλαλητές τῶν θεϊκῶν βουλῶν, ἔγιναν κατά καιρούς γνωστοί καί πολλοί, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά σφετεριστοῦν τή θαυμαστή προφητική ἰδιότητα. Αὐτοί θεωρήθηκαν καί ὀνομάστηκαν ψευδοπροφῆτες.
Ἀντίθετα ἀπό τούς πραγματικούς προφῆτες, οἱ ψευδοπροφῆτες δέν εἶχαν τό σαφές γνώρισμα τῆς βεβαιότητας τῆς συνειδήσεως ὅτι καθοδηγοῦνται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί διερμηνεύουν τίς βουλές Του, ἀλλά γνωρίζονταν ἀπό τό γεγονός ὅτι “προεφήτευον ἀπό καρδίας αὐτῶν” (Ἰεζ. ιγΆ 3). Ὅλοι οἱ προφῆτες ἔζησαν κατά κανόνα βίο αὐστηρό καί ἐγκρατή καί ἔγιναν “καθαρά καί χωρητικά δοχεῖα τοῦ Πνεύματος” ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης: “Μωυσῆς ἐνεμόχθη τοῖς δεινοῖς τῆς ἐρήμου˙ καί Ἠλίας τόν ἔρημον ἔζη βίον καί ἀθεράπευτον˙ καί πάντες προφῆτες διῆγον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι…” (P.G. 46,428). Μέ τή δική τους λαμπρή βιωτή ὁ Θεός Λόγος ὁ Ὁποῖος “ἐπαρρησιάσθη ὕστερον καιροῖς ἰδίοις, ἐγνωρίσθη πρότερον τοῖς καθαροῖς τήν διάνοιαν…” (Γρηγ. Θεολ. P.G. 35,912). Ἦταν δέ, σύμφωνα μέ τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τά προπαιδευτικά ὄργανα τῆς θείας οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου:
“Οὐ γάρ ἀπεστράφης τό πλάσμα σου εἰς τέλος, ὅ ἐποίησας ἀγαθέ, οὐδέ ἐπελάθου ἔργα χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφῆτας ἐξαπέστειλας˙ ἐποίησας δυνάμεις διά τῶν ἁγίων σου, τῶν καθ΄ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάντων σοι˙ ἐλάλησας ἡμῖν διά στόματος τῶν δούλων σου τῶν Προφητῶν, προκαταγγέλλων ἡμῖν τήν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν”
(Θ. Λειτουργία Μ. Βασιλείου).
Πρβλ. α) Π. Μπρατσιώτη: Εἰσαγωγή εἰς τήν Π. Διαθήκην.
β) Κ. Σκουτέρη: Συνέπεια τῆς πτώσεως καί τό λουτρό τῆς παλιγγενεσίας.
11. Ἡ παράνομη σχέση τοῦ Ἡρώδη μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου ἀνάγκασαν τόν Ἰωάννη νά ἐλέγξει δημόσια τή μιαρή αὐτή ἀνηθικότητα καί τήν προδοσία τοῦ Νόμου πού γινόταν μέ τή διάπραξή της. Γιατί ὁ Νόμος ρητῶς ἀπαγόρευε αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς συζυγίες. Ὁ ἔλεγχος σκόπευε ἀφ’ ἑνός στό νά σταματήσει τό κακό καί διά τῆς μετανοίας νά ἐπανορθωθεῖ τό λάθος, ἀφ’ ἑτέρου στό νά παραδειγματίσει τό λαό μέ τήν ἐξυγίανση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀρχηγοῦ του. Ἡ τόλμη του ὅμως πληρώθηκε γρήγορα καί ἁδρά. Γύρω στό Μάïo τοῦ 28 μ.Χ. -ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἱστορικός Φλάβιος Ἰώσηπος (Ἰουδ. Ἀρχ. 18,116)- ὁ Ἡρώδης συνέλαβε καί ὁδήγησε δέσμιο τόν Ἰωάννη στίς φυλακές τῆς Μαχαιροῦντος.
Τό φρούριο τῆς Μαχαιροῦντος ἦταν τό πιό καλά ὀχυρωμένο φυλάκιο τῆς Ἰουδαίας. Εἶχε κτιστεῖ γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐπιθέσεων τῶν Ἀράβων Ναβαταίων καί περιλάμβανε πολυτελέστατα διαμερίσματα. Ἔτσι χωρίς νά χάνει τίς ἀνέσεις καί τά γλέντια του ὁ βασιλιάς, μποροῦσε νά παρακολουθεῖ ὅλες τίς κινήσεις τῶν ἐχθρῶν του, μέ τούς ὁποίους βρισκόταν σέ τεταμένες σχέσεις, ἐξαιτίας τοῦ διαζυγίου τῆς νομίμου συζύγου του, πού ἦταν κόρη τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀράβων Ἀρέτα ΔΆ.
Στό φρούριο τῆς Μαχαιροῦντος ὁ Ἰωάννης ἔμεινε φυλακισμένος περίπου δέκα μῆνες, χωρίς νά χάσει τήν ἐπαφή του μέ τό λαό καί τούς μαθητές του, στούς ὁποίους ὁ Ἡρώδης, ἐπειδή ἔτρεφε ἕνα δυσειδαιμονικό σεβασμό στό πρόσωπο τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί κατά βάθος, οὔτε ἤθελε, οὔτε σκόπευε νά τόν θανατώσει, ἐπέτρεπε ἐλεύθερα τίς ἐπισκέψεις.
Οἱ Εὐαγγελιστές μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ἡ ἀφορμή τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ τοῦ Ἁγίου δόθηκε στό γνωστό συμπόσιο πού ἔγινε μέ τήν εὐκαιρία τῶν γενεθλίων τοῦ Ἡρώδη. Χρησιμοποιοῦμε τή λέξη ἀφορμή γιατί οὐσιαστικά ἡ μνησικακία τῆς Ἡρωδιάδας χρησιμοποιήθηκε σάν ἄψογο ἄλλοθι τῶν ὑποχθόνιων σκοπῶν καί ἐπιδιώξεων τῶν φθονερῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων.
Εἶναι πολύ φανερό ὅτι τό κύρος καί ἡ ἐπιρροή πού εἶχε ἀποκτήσει πάνω στά πλήθη ὁ Ἰωάννης, ἐνοχλοῦσε ἀφάνταστα τούς κορυφαίους νομοδιδάσκαλους, γιατί τούς ἀφαιροῦσε τήν αὐθεντία καί τήν προτεραιότητα στή συνείδηση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ.Τό κήρυγμα τοῦ Ἰωάννη τούς δημιουργοῦσε ἀκόμα πολλές ἀντιδράσεις καί ἀνησυχίες. Ἔτσι ἔφθαναν νά ἐκδηλώνουν τό μίσος τους, θέτοντας σέ ἀμφιβολία ἤ ἀρνούμενοι φανερά τή νομιμότητα τῆς ἀποστολῆς τοῦ Βαπτιστῆ (Λουκ. 7,29-30 καί 20,1-8).
Σύμφωνα μέ ὅσα δίδασκε ὁ Ἰωάννης βρισκόταν κιόλας ἀνάμεσά τους ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας, πού θά βάπτιζε “ἐν ὕδατι καί πυρί”. Αὐτός θά ἔβγαινε στό ἁλώνι καί θά λίχνιζε τό σιτάρι, ξεχωρίζοντας τόν καρπό ἀπό τό ἄχυρο. Ἄν βέβαια ὁ καρπός ἦταν οἱ Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι δέν θά εἶχαν καμμία ἀντίρρηση. Ἀλλά αὐτός ὁ πρωτόγνωρος κήρυκας δέν ἔδινε ἐγγυήσεις ὅτι ἐννοουσε κάτι τέτοιο, γιατί ἔδειχνε τόση καλωσύνη στούς τελῶνες καί στούς στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν, κατά τό πιστεύω τῶν Φαρισαίων, στόν ἀκάθαρτο ξλαό τῆς γῆςο (Λουκ. 5,33) ἐνῶ ἀντίθετα τούς ἴδιους τούς ἀποκαλοῦσε “γεννήματα ἐχιδνῶν”. Ἀσφαλῶς λοιπόν αὐτούς θεωροῦσε ὁ Ἰωάννης σάν ἄχυρο πού θά ἔτρεφε τίς μεγαλύτερες φλόγες τοῦ Ἅδη. Γι’ αὐτό καί ἐκεῖνοι μέ τή σειρά τους θά τοῦ ἀπέδειχναν γρήγορα πώς ὁ ἴδιος θά γινόταν ἄχυρο κάτω ἀπό τή φωτιά τοῦ ξίφους τοῦ Ἡρώδη. Τό πέτυχαν ὅπως φαίνεται εὔκολα καί ἄκοπα, γιατί βρέθηκε ἀνώδυνα ἡ “Ἀχίλλειος πτέρνα” τοῦ Ἡρώδη καί αὐτός ἦταν τόσο θολωμένος ἀπό τό πάθος καί τό κρασί.
12. Ἀπροσπάθεια εἶναι ἡ σωστή καί ἐλεύθερη ἀπό συναισθηματική δέσμευση σχέση τῆς ψυχῆς μέ ὁποιοδήποτε ἔνυλο, ἔμψυχο ἤ ἄψυχο ὄν.
Ἕνα ἀντικείμενο, ἕνα πρόσωπο ἤ μιά κατάσταση ἐξυπηρετεῖ πολλές φορές τόν ἐσωτερικό, ἐμπαθή καί ἐγωκεντρικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος
προσκολλᾶται σ’ αὐτό, τρέφεται ἀπό αὐτό καί τοῦ ἀποδίδει τιμή οὐσιαστικοῦ παράγοντα γιά τή συντήρηση καί τήν ἐπιβίωσή του.
Ἄλλοτε ἡ σχέση αὐτή μπορεῖ νά ἀναφέρεται σέ κάποιο πρόσωπο ἤ σέ μιά μόνο πλευρά κάποιας ἄλλης προσωπικότητας καί νά παραχωρεῖ ἔτσι ἄβουλα σ’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος τή θέση, πού πρέπει νά ἔχει στήν καρδιά του, μονάχα ὁ Θεός. Λέμε λοιπόν ὅτι ὁ δεῖνα ἔχει προσπάθεια π.χ. μέ αὐτό τό ροῦχο, τό ἐργαλεῖο, μέ τή θεία του κτλ.).
Τό ἀντικείμενο καί ὁ βαθμός τῆς ἐμπαθοῦς προσκολλήσεως κάποιου σέ κάποιον ἤ σέ κάτι γίνεται φανερός μετά τή στέρησή του. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰφνιδιάζεται, ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι δέν μπορεῖ νά ζήσει χωρίς αὐτό ἤ ὅτι τοῦ λείπει σέ βαθμό ἀνησυχητικό.
Ἡ πνευματική προσπάθεια τῶν μοναχῶν γιά τήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος ἔχει ἀκριβῶς αὐτό τό στόχο, τήν ἀπελευθέρωση δηλαδή τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἀρρωστημένη κατάσταση τῆς προσπαθείας μέ τόν κόσμο καί ἀκόμα τή δημιουργίας σωστῆς, εὐχαριστιακῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο καί τό Δημιουργό του.
Πρβλ.& “Ἀβ. Δωροθέου, ἔργα ἀσκητικά”
ἐκδ. “Ἑτοιμασία” σ. 40-41.
13. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική αὐτή ἡ ἔκφραση πού ἐπιτυχημένα βάζει ὁ συγγραφέας στό στόμα τῆς Ἡρωδιάδας.
Ἡ μετάθεση τοῦ κεντρικοῦ σημείου -ἀπό τή βίωση τῆς προσωπικῆς ἐνοχῆς γιά τήν παρανομία, στόν ἔλεγχο πού ἀσκοῦσε στή ζωή της ὁ Τίμιος Πρόδρομος- δέν εἶναι ἀσυνήθιστη ἀλλά ἡ πιό συχνή εἰκόνα πού συναντάει κανείς, παρακολουθώντας τίς ἀντιδράσεις τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.
Ἐπειδή ἡ συνείδηση τοῦ “κατ’ εἰκόνα Θεοῦ” πλασμένου ἀνθρώπου, ὅσο καί ἐάν σκοτίζεται καί θάβεται ἀπό τά πάθη, δέν ἐξαλείφεται, γι΄ αὐτό καί ὁ αὐτοέλεγχος τῆς ψυχῆς, πού ἐνεργεῖται τόσο συνειδητά ὅσο καί ὑποσυνείδητα γιά τίς ἁμαρτίες της, εἶναι ὀξύς, ἔντονος καί ἀδιάλειπτος. Ἀκριβῶς λοιπόν ἐπειδή βρίσκεται κάτω ἀπό αὐτή τήν πίστη ἡ ἀμετανόητη ψυχή προβάλλει τήν ἐνοχή της στό συνάνθρωπο πού τήν ἐλέγχει, προσπαθώντας ἔτσι μέ τή μετάθεση τοῦ βάρους νά πείσει πρῶτα τόν ἑαυτό της καί μετά τούς ἄλλους, ὅτι αὐτή εἶναι ἀθώα καί ὅτι κάποιος ἄλλος εἶναι ἔνοχος, κάποιος ἄλλος χρειάζεται τιμωρία.
Ἡ κλήση “τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας” εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀντίστροφη πορεία τῆς ἐσωτερικῆς βιώσεως τῆς ἐνοχῆς. “Εὐλόγησον”, “συγχώρησον” συνηθίζουν νά ἀπαντοῦν οἱ μοναχοί, γιά καθετί δίκαιο ἤ ἄδικο πού τούς ἐπιρρίπτουν. “Ἐμόν τό τραῦμα, ἐμή ἡ πληγή”, εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ κατηγορουμένου πού βρίσκεται στή σωστή πορεία τῆς ἐπιστροφῆς στόν Πατέρα. Καί αὐτό δέν εἶναι ψεύτικο καί ὑποκριτικό, ἀλλά βασίζεται στή βεβαιότητα ὅτι μιά ψυχή ἐμπαθής καί ἀκάθαρτη εἶναι ἱκανή γιά ὅλα. Καί ἀκόμα ἐπιδιώκει, ἐπιθυμεῖ καί δέχεται ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς αὐτογνωσίας καί δείχνει χειροπιαστά τήν ἐπίγνωση ὅτι ὅλοι μας ἐλάχιστο ἀπό τόν ἐσωτερικό μας κόσμο παρακολουθοῦμε καί ἐλέγχουμε, ἐνῶ τό περισσότερο τμῆμα του παραμένει ἀκόμα ἀνεξερεύνητο καί ἀσυνειδητοποίητο.
14. Ἐδῶ θίγεται ἕνα πολύ βασικό θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ κακία καθεαυτή δέν ἔχει ὀντότητα οὔτε εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι “δημιούργημα” τοῦ ἀνθρώπου πού ἀρνεῖται καί βγάζει ἀπό τή ζωή του τό Θεό.
Ὁ Ἅγ. Ἀθανάσιος λέει χαρακτηριστικά: “Ἐξ ἀρχῆς μέν οὐκ ἦν κακία… ἄνθρωποι δέ ταύτην ὕστερον ἐπινοεῖν ἤρξαντο” (P.G. 25,5C) καί ἀλλοῦ συμπληρώνει: “αἰτία δέ κακίας οὐδεμία, ἀλλ’ ἡ τῶν κρειττόνων ἀποστροφή”. Κατά συνέπεια ἡ κακία εἶναι ἄκρα ἐγωλατρεία καί πλήρης εἰδωλολατρεία. Γι’ αὐτό, ὅταν αἰχμαλωτιστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτή, χάνει ὁλοκληρωτικά τήν κοινωνία του μέ τό Θεό. Κάτω λοιπόν ἀπό τήν καταλύτρα δύναμι τῆς κακίας, ἡ ψυχή ζεῖ στήν περιοχή τοῦ θανάτου. Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀποκαλεῖ τήν κακία ξἄζωονο (P.G. 94, 150B,C) καί λέγει ὅτι αὐτή ὁδηγεῖται ἀπό τό ἕνα κακό στό ἄλλο, χωρίς νά μπορεῖ νά σταματήσει τήν ἀλληλουχία αὐτή τῆς ἔμπρακτης ἐκφράσεώς της. Ἄν παρατηρήσουμε π.χ. τήν ὅλη ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως τῆς Ἡρωδιάδας θά δοῦμε ὅτι ἀρχικά ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ τήν ὁδηγεῖ στήν ἔκλυτη ζωή καί στή μοιχεία. Στή συνέχεια ὁ ἔλεγχος τοῦ Ἰωάννη τή φέρνει στήν κατάσταση τοῦ φθόνου καί αὐτός στό σχέδιο τῆς θανατώσεως τοῦ Ἁγίου.
Τό σχέδιο αὐτό ἀναγκαστικά τό ὑπηρετεῖ ἡ προαγωγή τῆς κόρης της, αὐτή προκαλεῖ τόν ὅρκο τοῦ Ἡρώδη καί τελικά τήν ἀποκεφάλιση τοῦ Ἰωάννη.
Τό ἴδιο, μέ ἄλλα βέβαια σκηνικά, μπορεῖ νά ἐπαναλαμβάνεται στή ζωή κάθε πιστοῦ. Ποτέ μιά ἁμαρτία δέν διαπράττεται καί δέν ὁλοκληρώνεται μέ μιά μόνο μορφή, ἀλλά σέ κάθε πτώση ὑπάρχει συχνά ὁλόκληρη ἁλυσίδα ἀπό ἁμαρτίες. Γι’ αὐτό ἐδῶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος τονίζει τόσο πολύ τό θέμα τοῦ ριζώματος τῆς κακίας, δηλαδή τῆς συνθηκολογήσεως τῆς ψυχῆς μέ τό διάβολο. Ὅταν αὐτό συντελεστεῖ, τότε τά πάντα εἶναι δυνατά, ὅλα ἔρχονται σάν ξφυσικόο ἐπακόλουθο.
Ἀντίθετα ἡ βάση γιά τή μετάνοια καί τήν ἀρετή, σ’ ὁποιαδήποτε κατάσταση καί ἄν βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἄνευ ὅρων συνθηκολόγηση μέ τό Θεό (τό συμβόλαιο αὐτῆς τῆς συνθηκολογήσεως εἶναι ἕτοιμο, δηλαδή ἡ Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), ὁπότε ἀνοίγεται ὁ δρόμος γιά τήν κλιμάκωση τῆς ἀρετῆς καί τήν κατάκτηση τῆς σωτηρίας.
15. Λύπη! Ἡ μόνιμη συντρόφισσα τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου. Ρίζα της ἔχει τό ἀνικανοποίητο τῆς ψυχῆς πού τρέφεται μέ τά “ξυλοκέρατα” πού χαρίζει ὁ “ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου”. Εἶναι βλαστάρι πού φυτρώνει στή στέρηση τῆς ἡδονῆς καί αὐξάνει μέ τήν προδοσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή “θεά ὕλη”. Καί στίς δυό περιπτώσεις, ἡ λύπη εἶναι θανατηφόρα κατάσταση.
Οἱ Πατέρες τήν χαρακτήρισαν μέ τούς ὅρους “κατά κόσμον” ἤ “ἄκαιρο” λύπη. Καί αὐτό γιά νά τή διαστείλουν ἀπό μιά ἄλλη μορφή εὐλογημένης καί καρποφόρου καταστάσεως, τῆς “κατά Θεόν” λύπης. Ἡ “κατά Θεόν” λύπη εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς συνειδητοποιήσεως τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δημιουργίας σωστῶν βιωμάτων μετανοίας καί ἐπιστροφῆς “εἰς τήν πατρῷαν δόξαν”.
Ἡ ψυχή πού ζεῖ τήν “κατά Θεόν” λύπη, δέν βρίσκεται στόν ἀποπνικτικό κλοιό τῆς ἀνέλπιδης ζωῆς, ἀλλά γεύεται τή “χαρμολύπη”, τήν εἰρηνική καί ἐλπιδοφόρα δύναμη πού χαρίζει ἡ ἐπανάκτηση τῆς χαμένης υἱότητας. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει χαρακτηριστικά: “Ἐάν λυπηθῇς διά χρήματα, διά δόξαν, διά τόν ἀπελθόντα, πάντα ἐκεῖνα κατά κόσμον˙ διό καί θάνατον ποιεῖ. Ὁ γάρ διά δόξαν λυπούμενος φθονεῖ καί ἀναγκάζεται πολλάκις ἀπολέσθαι˙ οἵαν καί ὁ Κάιν ἐλυπήθη λύπην·” ἐνῶ “ὁ λυπούμενος ἐφ’ ἁμαρτίαις, οὗτος μόνος ἀνύει τι πλέον τῆς λύπης’ (P.G. 61,381).
Ἡ ἄκαιρος λύπη εἶναι γερό ὅπλο στά χέρια τοῦ διαβόλου, χρησιμοποιεῖται δέ ἀπ’ αὐτόν γιά νά ἀποδυναμώσει τήν ψυχή καί νά τήν ὁδηγήσει στήν ἀπώλεια. “Τό ἀκαίρως λυπεῖσθαι, ἐκ τοῦ φθονεροῦ δαίμονός ἐστιν” (Ἅγ. Ἀντώνιος P.G. 89, 1509AD) “καί οὐκ ἀναβαίνει ἐπί τό θυσιαστήριον ἡ ἔντευξις τοῦ λυπουμένουο, ἐπειδή ξσκώληξ καρδίας ἐστί καί ἐμπόδιον παντός κατορθώματος” (Ὅσ. Νεῖλος P.G. 79, 1453D).
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ λύπη τοῦ Ἡρώδη ᾖταν “κατά κόσμον”, γιατί οὔτε εἶχε κίνητρο τή μετάνοια, οὔτε τόν ὁδήγησε σ’ αὐτήν. Ἡ ἀγωνία του μήπως χάσει τήν ἀξιοπρέπεια καί τή δόξα του ἐξαιτίας τῆς ἐπιορκίας, τόν ἔκανε νά προτιμήσει τό φόνο τοῦ Ἰωάννη καί τή δική του πνευματική αὐτοκτονία.
Γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: “Λυπηθῶμεν λύπην χαρᾶς μητέρα καί μή ᾐσθῶμεν χαράν λύπην τίκτουσαν” (P.G. 62, 177).
16. Στό σημεῖο αὐτό, δέν ἐπιχειρεῖται ἀπό τόν ὁμιλητή ἡ ἀξιολογική καταχώρηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου στή χορεία τῶν Προφητῶν, ἀλλά τονίζεται ἡ χαρισματική ἐπίγνωση. Αὐτή πού τόν ἔκανε νά ἀποκαλύψει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τόν Ἀναμενόμενο, τόν Σαρκωθέντα Θεό. Ἡ χαρισματική αὐτή ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔλαβε χώρα καί ἀπό τήν περίοδο ἀκόμη τῆς κυοφορίας τοῦ Τιμίου Προδρόμου, γι’ αὐτό καί ὁ ἑρμηνευτής τή σημειώνει ἰδιαίτερα καί τῆς ἀποδίδει βασική σημασία: “Περισσοτέρως προφήτου ὁ Ἰωάννης, διότι οἱ ἄλλοι προφῆτες μόνον προεῖπον περί τοῦ Χριστοῦ, οὗτος δέ καί αὐτόπτης ἐγένετο, ὅπερ μέγα ὄντως ἐστί. Καί ὅτι οἱ μέν ἄλλοι μετά τό γεννηθῆναι προεφήτευσαν˙ οὗτος δέ καί ἐν κοιλίᾳ ὤν τῆς μητρός, ἐπέγνω τόν Χριστόν καί ἐσκίρτα” (Θεοφυλ. P.G. 123, 249).