Τροπάρια τῶν Μακαρισμῶν Ὄρθρου Μ. Παρασκευῆς
«Ἡ ζωηφόρος σου πλευρά, ὡς ἐξ Ἐδέμ πηγή ἀναβλύζουσα, τήν Ἐκκλησίαν σου, Χριστέ, ὡς λογικόν ποτίζει παράδεισον, ἐντεῦθεν μερίζουσα, ὡς εἰς ἀρχάς, εἰς τέσσαρα Εὐαγγέλια, τόν κόσμον ἀρδεύουσα, τήν κτίσιν εὐφραίνουσα καί τά ἔθνη πιστῶς διδάσκουσα προσκυνεῖν τήν βασιλείαν σου».
Ἡ ζωηπάροχή σου πλευρά, Χριστέ, σάν πηγή πού ἀνέβλυζε ἀπό τήν Ἐδέμ, ποτίζει τήν Ἐκκλησία σου, πού μοιάζει μέ λογικό Παράδεισο μοιράζοντας, ὅπως ἡ πηγή ἐκείνη, μοίραζε σέ τέσσερις ἀρχές (ποταμούς), αὐτή σέ τέσσερα Εὐαγγέλια, πού ποτίζουν (μέ τή σοφία τούς) τόν κόσμο, εὐφραίνουν τήν κτίση, καί διδάσκουν τά ἔθνη νά προσκυνοῦν μέ πίστη τή Βασιλεία σου.
Μιά ὡραία ἀναλογία ἐξαίρεται ἐδῶ μεταξύ τῆς πηγῆς τῆς Ἐδέμ καί τῆς κεντηθείσας πλευρᾶς τοῦ Ἰησοῦ στό σταυρό. Στήν παλαιά Ἐδέμ ὑπῆρχε πηγή, ἡ ὁποία πότιζε τόν Παράδεισο καί στή συνέχεια χωριζόταν σέ τέσσερις «ἀρχές» (δηλαδή ποταμούς). Ὅπως, λοιπόν, ἐκεῖ ἀνέβλυζε πηγή ζωογονούσα τόν Παράδεισο, ἔτσι καί στό σταυρό, ἄνοιξε πηγή πνευματικῆς ζωῆς ἀπό τήν κεντηθείσα πλευρά τοῦ Κυρίου. Ἀπό τήν πηγή αὐτή προῆλθε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία βρίσκεται στό κέντρο τοῦ νέου πνευματικοῦ Παραδείσου. Καί ἀπό τήν ὁποία χωρίζονται σάν «ἀρχές» τά τέσσερα Εὐαγγέλια, πού ποτίζουν τόν κόσμο μέ τά νάματα τῆς θείας ἀλήθειας, φαιδρύνουν καί δροσίζουν ὁλόκληρη τήν κτίση καί διδάσκουν τά ἔθνη νά προσκυνοῦν πιστῶς τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τήν πλευρά, λοιπόν, τοῦ Κυρίου δημιουργήθηκε ἡ Ἐκκλησία, ὁ νέος λογικός Παράδεισος, πού μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀρδεύει «ἅπασα τήν κτίσιν πρός ζωογονίαν».
Στίχ. «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται».
Μακάριοι εἶναι αὐτοί πού κάνουν τήν εἰρήνη, γιατί θά ὀνομαστοῦν παιδιά τοῦ Θεοῦ.
«Ἐσταυρώθης δι᾽ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν· ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι· τοῖς ἥλοις προσήλωσαι, ἵνα ἐγώ, τῷ βάθει των παθημάτων σου τό ὕψος τοῦ κράτους σου πιστούμενος, κράζω σοι, ζωοδότα Χριστέ· Δόξα καί τῷ σταυρῷ, Σῶτερ, καί τῷ πάθει σου».
Σταυρώθηκες γιά μένα, γιά νά γίνεις πηγή, ἀπό τήν ὁποία θά ἀναβλύσει ἡ ἄφεση· κεντήθηκες τήν πλευρά, γιά νά τρέξουν γιά μένα κρουνοί πνευματικῆς ζωῆς· ἔχεις καρφωθεῖ μέ καρφιά, ὥστε ἐγώ, βλέποντας τό βάθος τῶν παθημάτων σου, νά βεβαιωθῶ γιά τό ὕψος τοῦ κράτους σου, καί νά σοῦ φωνάζω: Χριστέ, σύ πού δίνεις ζωή, δόξα στό σταυρό καί τό πάθος σου.
Στό μακαρισμό αὐτό βλέπει κανείς τό βάθος τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μυστική ἑνότητα προσώπων, τά ὁποῖα συνάπτει ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Τό ὅλο περιχωρεῖ τό μέρος καί τό μέρος ἐμπεριχωρεῖται στό ὅλο. Τά ἐπί μέρους μετέχουν προσωπικά στή ζωή καί τίς καταστάσεις τοῦ ὅλου. Ἔτσι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, περνάει στά ἐπί μέρους μέλη του, πού εἶναι φυτεμένα στό μυστήριο τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. Μετέχουν στή δόξα του καί τή χαρά του. Ἔτσι μετέχουν μυστικῶς καί στά παθήματά του, πού εἶναι πράγματα δικά τους. Μετέχουν στήν ὀδύνη καί στά σωτήρια ἀποτελέσματα τοῦ πάθους του.
Θεέ μου, λέγει ὁ πιστός, σταυρώθηκες γιά μένα, γιά νά μοῦ χορηγήσεις ἄφεση τῶν παραπτωμάτων μου. Κεντήθηκες τήν πλευρά σου ἀπό λόγχη, γιά νά ρεύσουν ἐξ αὐτῆς κρουνοί αἰώνιας ζωῆς γιά τή σωτηρία μου. Τρυπήθηκες μέ καρφιά, ὥστε ἐγώ, εἰσχωρώντας στό μυστήριο τῶν παθημάτων σου, νά μπορῶ νά δοξάζω τό σταυρό καί τό πάθος σου!
Στίχ. «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Μακάριοι εἶναι ὅσοι διώκονται γιά τή δικαιοσύνη, γιατί σ᾽ αὐτούς ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
«Σταυρουμένου σου, Χριστέ, πᾶσα ἡ κτίσις βλέπουσα ἔτρεμε· τά θεμέλια τῆς γῆς διεδονεῖτο φόβῳ τοῦ κράτους σου· φωστῆρες ἐκρύπτοντο καί τοῦ ναοῦ ἐῤῥάγη τό καταπέτασμα· τά ὄρη ἐτρόμαξαν καί πέτραι ἐσχίσθησαν καί λῃστής ὁ πιστός κραυγάζει σοι σύν ἡμῖν, Σωτήρ, τό μνήσθητι».
Ὅταν σταυρωνόσουν, Χριστέ, ὅλη ἡ κτίση βλέπουσα, ἔτρεμε. Τά θεμέλια τῆς γῆς ταράσσονταν ἀπό φόβο τοῦ κράτους σου. Ὁ ἥλιος καί οἱ ἀστέρες ἔκρυβαν τό φῶς τους καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σχίστηκε. Τά βουνά τρόμαξαν καί οἱ πέτρες ἄνοιξαν· ὅμως ὁ πιστός ληστής μαζί μας σοῦ φωνάζει, Σωτήρα, τό «μνήσθητι».
Σέ ἀντίθεση μέ τούς σταυρωτές, τῶν ὁποίων ἡ παχυδερμική ψυχή παρέμενε ἀσυγκίνητη στό πάθος τοῦ Κυρίου, τά φυσικά στοιχεῖα ἐπαναστάτησαν μπροστά στή φρικαλεότητα τῶν γεγονότων τῆς σταυρώσεως. Τοῦτο ἐπιτείνει τήν αἴσθηση τῆς πωρώσεως ἐκείνων. Ἄν καί ἄψυχα, νιώθουν μέ τόν τρόπο τους τό δράμα τοῦ Δημιουργοῦ τους. Ἡ κτίση ἔτρεμε. Τά θεμέλια τῆς γῆς συνεκλονοῦντο. Ὁ ἥλιος καί τ᾽ ἀστέρια ἔκρυψαν τό φῶς τους. Τά βουνά τρόμαξαν καί οἱ πέτρες τῆς γῆς σχίστηκαν, ἐνῶ τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ χωρίστηκε στά δύο.Ὁ καλός ὅμως ληστής μαζί μέ τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, ἀναγνωρίζοντας τό βάθος τοῦ μυστηρίου τῶν θείων παθημάτων, κραυγάζουν στό Σωτήρα τό «μνήσθητι».
Στίχ. «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ῥῆμα καθ᾽ ὑμῶν, ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ».
Εἴσαστε μακάριοι, ὅταν σᾶς ἐξευτελίσουν καί σᾶς διώξουν καί ποῦν ἐναντίον σας κάθε ρῆμα πονηρό, ψευδόμενοι, ἐξ αἰτίας μου.
«Τό χειρόγραφον ἡμῶν ἐν τῷ σταυρῷ διέῤῥηξας, Κύριε. Καί λογισθείς ἐν τοῖς νεκροῖς τόν ἐκεῖσε τύραννον ἔδησας, ῥυσάμενος ἅπαντας ἐκ δεσμῶν θανάτου τῇ ἀναστάσει σου· δι᾽ ἧς ἐφωτίσθημεν, φιλάνθρωπε Κύριε, καί βοῶμέν σοι. Μνήσθητι καί ἡμῶν, Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Τό χειρόγραφο (τό χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας) κομμάτιασες, Κύριε, ἐπάνω στό σταυρό, καί ἀφοῦ κατατάχτηκες μεταξύ τῶν νεκρῶν, τόν τύραννο πού ἦταν ἐκεῖ, νίκησες καί ἔδεσες, ἐλευθερώσας ὅλους ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου διά τῆς Ἀναστάσεώς σου· διά τῆς ὁποίας φωτιστήκαμε, φιλάνθρωπε Κύριε, καί δυνατά σοῦ φωνάζουμε: Θυμήσου κι ἐμᾶς, Κύριε καί Σωτήρα, στή Βασιλεία σου.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι χρέος ἠθικό. Εἶναι ὀφειλή πρός τό Θεό. Αὐτόν πού ἁμαρτάνει τόν χρεώνει ὁ Θεός. Τόν χρεώνει σέ δίκαιη κρίση. Τό χρέος πρέπει νά πληρωθεῖ. Ἄν δέν τό ξεπληρώσει ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔνοχος θά τιμωρηθεῖ ἀπό τό Θεό.
Τό πρῶτο μεγάλο χρέος ὑπόγραψε ἡ Εὔα στήν Ἐδέμ. Ἔκτοτε στό χρέος αὐτό, ἔβαζαν τήν ὑπογραφή τους ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι μαζεύτηκε ἕνα τεράστιο χειρόγραφο ἁμαρτημάτων, πού ἀπαιτοῦσε ἐξόφληση καί πίεζε ἀφόρητα τούς χρεῶστες ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους.
Ὁ Χριστός, βλέποντας τήν ἀθλιότητα τῶν πλασμάτων του καί τήν ἀδυναμία τους νά καλύψουν τό ἠθικό τους ὀφείλημα, πῆρε στά χέρια του τό γραμμάτιο τῆς ὀφειλῆς καί τό ἔσχισε μέ τά χέρια του ἐπάνω στό σταυρό, ἀφοῦ πρῶτα τό ὑπόγραψε μέ τό πανάγιο αἷμα του. Δέν ἔμεινε ὅμως ἕως ἐκεῖ. Ἀφοῦ νεκρώθηκε, κατέβηκε στό χῶρο τῶν νεκρῶν καί, ἀφοῦ νίκησε καί ἔδεσε τόν τύραννο πού βασίλευε ἐκεῖ (στόν Ἅδη), ἐλευθέρωσε ὅλους ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου διά τῆς Ἀναστάσεώς του, ἡ ὁποία σκόρπισε τό ἄκτιστο θεῖο φῶς της σ᾽ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ Ἀνάσταση ἦταν τό ἐπιστέγασμα τῆς μεγάλης νίκης κατά τοῦ ἐχθροῦ!
Στίχ. «Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Νά χαίρετε καί νά ἀγαλλιᾶσθε, διότι ἡ ἀνταμοιβή σας (ἀπό τό Θεό) εἶναι μεγάλη στούς οὐρανούς.
«Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ σταυρῷ καί τοῦ θανάτου λύσας τήν δύναμιν καί ἐξαλείψας ὡς Θεός τό καθ᾽ ἡμῶν χειρόγραφον, Κύριε, λῃστοῦ τήν μετάνοιαν καί ἡμῖν παράσχου, μόνε φιλάνθρωπε, τοῖς πίστει λατρεύουσι, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, καί βοῶσί σοι· Μνήσθητι καί ἡμῶν, Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ἐσύ, Κύριε, πού ὑψώθηκες στό σταυρό καί κατάργησες, ὡς Θεός, τή δύναμη τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἐξάλειψες τό ἐναντίον μας χειρόγραφο (τῶν ἁμαρτιῶν), χορήγησε τή μετάνοια τοῦ ληστῆ καί σέ μας, μόνε φιλάνθρωπε, οἱ ὁποῖοι σέ λατρεύουμε μέ πίστη, Χριστέ ὁ Θεός μας, καί σοῦ φωνάζουμε: Θυμήσου κι ἐμᾶς, Κύριε, στή Βασιλεία σου.
«Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι᾽ ἡμᾶς ὑπέμεινε· τάς ἀκάνθας ἡ κεφαλή· ἡ ὄψις τά ἐμπτύσματα· αἱ σιαγόνες τά ῥαπίσματα· τό στόμα τήν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολήν τῇ γεύσει· τά ὦτα τάς δυσσεβεῖς βλασφημίας· ὁ νῶτος τήν φραγγέλωσιν καί ἡ χείρ τόν κάλαμον· αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ· τά ἄρθρα τούς ἥλους· καί ἡ πλευρά τήν λόγχην. Ὁ παθών ὑπέρ ἡμῶν καί παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς, ὁ συγκαταβάς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ καί ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Κάθε μέλος τῆς ἅγιας σάρκας σου, Κύριε, ὑπέστη γιά μᾶς ἀτίμωση· ἡ κεφαλή μέ τόν ἀκάνθινο στέφανο, τό πρόσωπο μέ τά ἐμπτύσματα, οἱ σιαγόνες μέ τά ραπίσματα, τό στόμα μέ τή χολή, πού ἀναμίχτηκε μέ ξύδι καί σοῦ ἔδωσαν νά γευτεῖς, τά ἀφτιά μέ τίς δυσσεβεῖς βλασφημίες, ἡ πλάτη μέ τό μαστίγωμα καί τό χέρι μέ τόν κάλαμο· ἡ ἔκταση τοῦ ὅλου σώματος μέ τό ν᾽ ἁπλωθεῖ ἐπάνω στό σταυρό· οἱ ἀρθρώσεις μέ τά καρφιά καί ἡ πλευρά μέ τή λόγχη. Παντοδύναμε Σωτήρα, ἐσύ πού ἔπαθες γιά μᾶς καί διά τοῦ πάθους σου μᾶς ἐλευθέρωσες ἀπό τά πάθη, ἐσύ πού σάν φιλάνθρωπος, κατέβηκες σέ μᾶς καί μᾶς ἀνύψωσες στόν οὐρανό, ἐλέησέ μας.
Στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἀνακεφαλαιώθηκε ἡ πεσούσα στήν ἁμαρτία φύση τῶν ἀνθρώπων, μέ βάση τή μυστική ἐνσωμάτωση τῆς τελευταίας στήν πρώτη. Ἀνακεφαλαιώθηκε σημαίνει ὅτι βρῆκε τή φυσική της ὁλοκλήρωση καί ἀκεραιότητα, πού κατέστρεψε ἡ ἁμαρτία. Ὅ,τι συμβαίνει στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ συμβαίνει μυστικά καί στή φύση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· ὅπως καί τά παθήματα τῶν μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν λυτρωτική, ἀνακεφαλαιωτική δύναμη στά μέλη τῶν σωμάτων τῶν ἐπί μέρους ἀνθρώπων, τά ὁποῖα καί ἁγιάζουν. Αὐτό εἶναι μιά ὡραία διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης σωτηριολογίας.
Τό ἰδιόμελο λέγει ὅτι ἡ ἀτιμία πού ὑπέστη τό κάθε μέλος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό σταυρό, ἔγινε «δι᾽ ἡμᾶς». Εἶχε δύναμη λυτρωτική γιά τά μέλη τῆς δικῆς μας φύσης. Ἔτσι τά παθήματα τῆς κεφαλῆς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ προσώπου, τῶν σιαγόνων, τοῦ στόματος, τῶν ἀφτιῶν, τῶν νώτων, τῆς χειρός, τῶν ἀρθρώσεων καί τῆς πλευρᾶς του, εἶχαν ἀνακεφαλαιωτική δύναμη στά ἀντίστοιχα δικά μας μέλη, τά ὁποῖα εἶχαν ἀπαχθεῖ στήν κατάρα τῆς ἁμαρτίας.
Ὁ Χριστός ἔπαθε γιά μᾶς, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δικά μας πάθη. Κατέβηκε στή γῆ, γιά νά μᾶς ἀνεβάσει στόν οὐρανό. Τά πάντα ὑπέστη, γιά νά λυτρώσει τά μέλη μας τά ὑποταχθέντα στήν ἁμαρτία καί στό θάνατο. Ἐλέησε, Κύριε, τήν ἀσθενούσα φύση μας.
«Κύριε, ἀναβαίνοντός σου ἐν τῷ σταυρῷ, φόβος καί τρόμος ἐπέπεσε τῇ κτίσει· καί τήν γῆν μέν ἐκώλυες καταπιεῖν τούς σταυροῦντάς σε· τῷ δέ ᾃδῃ ἐπέτρεπες ἀναπέμπειν τούς δεσμίους εἰς ἀναγέννησιν βροτῶν. Κριτά ζώντων καί νεκρῶν, ζωήν ᾖλθες παρασχεῖν καί οὐ θάνατον. Φιλάνθρωπε, δόξα σοι».
Κύριε, ὅταν ἀνέβαινες ἐπάνω στό σταυρό, φόβος καί τρόμος κατέλαβε τήν κτίση· καί τή γῆ ἐμπόδιζες νά καταπιεῖ τούς σταυρωτές σου, στόν ἅδη ὅμως ἐπέτρεπες νά στείλει ἐπάνω τούς φυλακισμένους (νεκρούς), ὥστε νά ἀναγεννηθοῦν (βλέποντας τή δύναμη σου) οἱ θνητοί ἄνθρωποι. Ἐσύ, πού εἶσαι ὁ κριτής ζώντων καί νεκρῶν, ἦλθες νά προσφέρεις ζωή καί ὄχι θάνατο. Φιλάνθρωπε, δόξα σοι.
Ὁ Θεός εἶναι αὐτοζωή καί πηγή κάθε ἄλλης ζωῆς. Ὁ θάνατος δέν προέρχεται ἀπ᾽ αὐτόν. Εἶναι τέχνασμα τοῦ διαβόλου καί ἐπίτευγμα τοῦ παραβάτη ἀνθρώπου. Μέ τήν ἐλευσή του ὁ Χριστός ἦλθε νά προσφέρει στούς ἀνθρώπους τήν ἀληθινή ζωή, νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας καί νά τούς σώσει. Ἀλλά καί νά καταργήσει τό φυσικό θάνατο. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια, δέν παύουν νά πεθαίνουν στήν παρούσα οἰκονομία ζωῆς καί μετά τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θάνατος εἶναι στή φύση τους, ἡ ὁποία, ὡς ὑλική, εἶναι θνητή. Ἀλλά καί αὐτός θά καταργηθεῖ τελειωτικά κατά τήν καθολική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Ὁ ὑμνογράφος παρατηρεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἀπαγόρευε στή γῆ, πού εἶχε ἀνοίξει ἀπό τόν τρόμο της κατά τή σταύρωση, νά καταπιεῖ τούς παράνομους σταυρωτές· ἀντίθετα, ἐπέτρεπε στόν ἅδη, τό χωρίο τοῦ θανάτου, ν᾽ ἀφήσει ἐλεύθερους τούς νεκρούς, πού κρατοῦσε στά σκοτεινά του καταγώγια. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἀπαγόρευε στό θάνατο ν᾽ ἀσκεῖ τό πικρό ἔργο του. Ὁ Χριστός ἦλθε στή γῆ νά χαρίσει τή ζωή καί ὄχι τό θάνατο. Στή φιλανθρωπία του ἀνήκει αἴνεση καί δόξα.