Ἡ πτώχευση τῆς ἐνδοχώρας.
Τίτλος: Ἡ πτώχευση τῆς ἐνδοχώρας.
Διαστάσεις: 14×21
Δεμένο: Όχι
Σελίδες: 216
Προλογικό Σημείωμα
Τό πλέον πολυσυζητημένο θέμα, πού, ἀπό τήν ἀρχέγονη κιόλας ἐποχή, ἀπασχόλησε τήν ἀνθρώπινη σκέψη, εἶναι αὐτό τοῦ ποικιλόμορφου κακοῦ, τό ὁποῖο εἰσχωρεῖ ἑκούσια ἤ ἀκούσια στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπηρεάζει ποικιλότροπα τήν πραγματικότητα καί τήν ἐξελικτική πορεία του.
Ὡς διαρκής ἀναστολέας τῆς ὄντως ζωῆς τό κακό εἶναι τό καθημερινό συναπάντημα –προβλεπόμενο ἤ ἀπροσδόκητο– τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο λειτουργεῖ διαβρωτικά καί καταλυτικά στήν ἐναγώνια προσπάθειά του γιά ὁλοκλήρωση καί τελείωση τοῦ κατ’ εἰκόνα πλασμένου καί πρός ὁμοίωση ἐπειγομένου εἶναι του. Εἶναι ἐκεῖνο τό «κακό σπέρμα τῶν ζιζανίων», πού ἔσπειρε κακόβουλα στόν ξένο ἀγρό, «ἄνθρωπος ἐχθρός», ὑπό τό κράτος τοῦ σκότους τῆς νύκτας, τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας.
Τό κακό, ὅπως τό εἶδε καί τό ἀντιμετώπισε ἡ θεολογική καί φωτισμένη σκέψη τῶν ἁγίων Πατέρων μας, εἶναι ὀντολογικά ἀνυπόστατο. Γιατί ὅλη ἡ δημιουργία πλάσθηκε «καλή λίαν». Αὐτό νοεῖται μόνο ὡς διάβρωση τοῦ ἀγαθοῦ πού συμβαίνει στόν κτιστό κόσμο –αἰσθητό ἤ νοητό, σῶμα ἤ ψυχή– καί ὄχι ὡς ἀντίπους τοῦ ἀγαθοῦ. Δέν εἶναι δηλαδή, ὄν ἀντίθετο τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως θέλει νά τό βλέπει ἡ αἱρετική, Μανιχαϊκή σκέψη, ἀλλά εἶναι αὐτό πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν «συμβεβηκός» .
Ὡς ἀνευλόγητο λοιπόν καί παρείσακτο τό κακό, ἀποκαλύφθηκε ἐναργέστερα, ὅταν «ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης» ἀνέτειλε καί φώτισε τή ζωή καί τήν αἰώνια προοπτική τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί τότε, «διανοίχθηκαν οἱ ὀφθαλμοί» τῆς ψυχῆς τοῦ «υἱοῦ τοῦ Ἀδάμ» καί συνειδητοποίησε τήν ὕπαρξη τῶν ἀνεπιθύμητων ζιζανίων στόν ἀγρό τοῦ εἶναι του καί τοῦ κόσμου, πού διαρκῶς τόν συνθλίβουν καί τόν κρατοῦν κάτω ἀπό τήν ἀπειλή τοῦ «ἕτερου νόμου» .
Ἐκεῖνο πού, κατά κάποιον τρόπο, συμβαίνει φυσικά στόν ἄνθρωπο, μετά τή γεύση τῆς πικρίας «τοῦ καρποῦ τῆς γνώσεως καλοῦ καί πονηροῦ» εἶναι τό ὅτι αὐτός προσπαθεῖ παρορμητικά νά ἀντιμετωπίσει τό κακό ἄμεσα, στηριγμένος στίς φυσικές του δυνάμεις, στά ἴδια δηλαδή, ἐκεῖνα μέσα, μέ τά ὁποῖα τόν πολέμησε «ὁ Κακός». Ὁ Κύριος ὅμως, μᾶς δίδαξε νά μή ματαιoπονοῦμε προσπαθώντας νά ἀλλάξουμε τήν ἐνδοχώρα μας, καί τόν «ἀγρό τοῦ κόσμου» μέ ἀνθρώπινα μέσα. Νά μήν ἀγωνιζόμαστε δηλαδή, μόνο νά τόν βοτανίσουμε, καί νά τόν ἐλευθερώσουμε ἀπό τή σύσφιγξη τῶν πλοκάμων τοῦ κακοῦ . Ἀλλά, μᾶς ὑπέδειξε ἄλλη ὁδό «ὡς ἀρίστην», γιά τήν ἀντιμετώπιση καί τοῦ «ἐν ἡμῖν», ἀλλά καί τοῦ ἔξωθεν προερχομένου κακοῦ, τήν ταπείνωση. Ὁ Ἴδιος, κατά τήν ἔνσαρκη ἐπιδημία Του, «κατέκρινε τήν ἁμαρτία ἐν τῇ σαρκί», στό δικό Του Θεανθρώπινο Σῶμα.
Ἔκτοτε αὐτός εἶναι ὁ κλῆρος καί ἡ κλήση πού Ἐκεῖνος ἀπευθύνει πρός κάθε πιστό παιδί Του. Κατάθεση δηλαδή, τῆς προαίρεσης καί σταθερή ἀποφασιστικότητα, ὥστε, νά μή συμβιβασθεῖ κανείς μέ τή μούχλα καί τήν ἀποφορά τῆς θνητότητας πού γεννάει «ἡ ἀποστασία», ἀλλά καί ἀγρύπνια, γιά νά περιμένει καθένας τόν Κύριό του «πότε ἀναλύσῃ ἐκ τῶν γάμων» . Τά ζιζάνια ἀσφαλῶς, κατά τόν Κυριακό λόγο, θά συνυπάρχουν μέ τό σιτάρι, μέχρι τήν ἡμέρα τοῦ θερισμοῦ. Οἱ φιλότιμες προσπάθειές μας νά περιστείλουμε τό κακό, τή διάβρωση αὐτή καί τήν ἀμαύρωση τοῦ ἀγαθοῦ, ὅσο κι ἄν εὐοδοθοῦν, δέν μποροῦν νά τό ἀφανίσουν «εἰς τέλος». Μόνο ὁ Μεγάλος Θεριστής τήν «ἔσχατη ἡμέρα», θά καταφέρει τό τελικό πῆγμα ἐπάνω τους. Ὥς τότε, καλούμαστε νά κατακολουθοῦμε τά ἀχνάρια Του, τό δρόμο τῆς ταπεινῆς καί ὑπομονετικῆς ἀνεκτικότητας, τῆς συγχωρήσεως καί τῆς ἀναλλοίωτης καί Χριστομίμητης ἀγάπης. Αὐτό ἀσφαλῶς, προϋποθέτει τό νά κατακρίνουμε τήν ἁμαρτία σ’ ἐμᾶς τούς ἴδιους καί νά περιστέλλουμε διαρκῶς τήν αὐξητική καί ἐγώτροπη τάση της. Ἔτσι, θά διαφεύγουμε τίς καλοστημένες παγίδες τοῦ Ἀρχέκακου, τοῦ ἐφευρέτη τῆς κακίας, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν αἰσθάνεται κόρον, ὑποβάλοντας στόν ἄνθρωπο τή διάπραξη τοῦ κακοῦ, ἀλλά συνεχῶς προσπαθεῖ πλανώντας τον, νά τόν ὁδηγήσει, κατά τό δικό του πρότυπο, στό νεκρό βίο.
Τό καλό σιτάρι εἶναι ἐκεῖνο πού ἀπαιτεῖται γιά νά γίνει «ψυχοτρόφος» ἡ τράπεζα τῆς καθημερινότητάς μας. Γιά νά τρεφόμαστε ἔτσι, μέ ἁγιασμένη τροφή, μέ «τό ψωμί πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό» καί νά μήν ἀπασχολούμαστε μέ τό βοτάνισμα τοῦ ἀγροῦ τοῦ κόσμου τούτου, ἀναζητώντας τήν κατ’ ἄνθρωπο δικαιοσύνη καί τήν κατά κόσμο δικαίωσή μας. Αὐτό μόνο μπορεῖ τώρα νά συντελεῖται μέ τή βαθειά ἄροση καί τή σπορά τῆς χέρσας ἐνδοχώρας πού φέρει καθένας μέσα του. Αὐτή ἡ ἐσωτερική ἐργασία μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς μαρτυρία καί ταυτόχρονα, ὡς καύσωνας πού θά ἐμποδίσει τά ζιζάνια νά ἀναπτυχθοῦν ἐλεύθερα καί ἀνεμπόδιστα. Διαφορετικά, θά δρέψει κανείς τή δική του γυμνότητα, «τήν πτώχευση τῆς ἐνδοχώρας».
Τό μικρό αὐτό πόνημα δέν φιλοδοξεῖ ἀσφαλῶς νά συμπληρώσει ἰδιαίτερα φιλοσοφικά καί θεολογικά κενά, πάνω στό θέμα τοῦ κακοῦ, οὔτε νά ἐξαντλήσει τή μέχρι τοῦδε ἔρευνα καί τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης. Ἐπιθυμοῦμε μόνο, ἐκθέτοντας ἀντιπροσωπευτικά ὁρισμένα ἔργα ἤ ἀποσπάσματα ἔργων τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, νά συμβάλλουμε στόν ἀγώνα τοῦ καθενός μας, γιά τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐν Χριστῷ αὔξησή μας, καθώς καί στόν πλουτισμό τῆς, ἐνδεχομένως, πενομένης «ἐνδοχώρας» μας. Κι’ αὐτό γιατί, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκει ὅτι ἡ κατάργηση τῆς ἔσω πενίας συντελεῖται μέ τήν Χάρη καί τό λόγο τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Ἐκείνου πού, διά τῆς ἐνσάρκου ἐπιδημίας Του, διά τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, νίκησε «εἰς τέλος» τίς δυνάμεις τοῦ σκότους καί τῆς φθορᾶς καί φώτισε τόν κόσμο, μέ «τό φωτισμό τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», χαρίζοντάς του τόν ἄφθαρτο πλουτισμό τῆς Χάρης τοῦ Πνεύματός Του καί τή δωρεά τῆς πληρότητας «τῶν τέκνων Του».
Εὐχή καί προσευχή μας εἶναι ἡ συνδρομή τῆς ἄτεχνης γραφίδας μας, νά συντελέσει στήν ἔκχυση περισσότερου φωτός στήν πορεία κάθε ἀδελφοῦ πρός ἐκρίζωση τῶν ἔνδοθεν ζιζανίων καί καταστολή τῶν καθ’ ὁδόν ἀνεπιθύμητων καί κοκόβουλων προσκομμάτων. Ἔτσι θά μπορέσουμε ἀσφαλῶς μέ τή Χάρη Του καί τίς θεοπειθεῖς εὐχές τῶν ἁγίων Πατέρων μας, νά ὑπερβοῦμε τό «μυστήριο τῆς ἀνομίας», πού ἀπονευρώνει τή ἁγιαστική δύναμη τοῦ ἀγαθοῦ καί κάνει ὥστε «νά μωραίνεται τό ἅλας» καί νά θριαμβεύει τό κακό.
Η ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΜΟΝΗ