«Οὐρανοὶ ἀγαλλιάσθε· σκιρτήσατε τὰ ὄρη, Χριστοῦ γεννηθέντος»
π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης
α) Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία, ποὺ στὴν οὐσία ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμὸ τοῦ βιβλικοῦ μηνύματος γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, μὲ ποιητικὸ καὶ γλαφυρὸ τρόπο περιγράφεται τὸ κάλλος τῆς κτίσεως καὶ ἡ συμμετοχή της σὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ γεγονότα τῆς Θείας ἐνανθρώπησης. Τὸ φυσικὸ περιβάλλον ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀνάγει στὸ Δημιουργό. «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18, 1), γράφει ὁ ψαλμωδός, ἐνῶ ὁ νομπελίστας ποιητὴς Ὀδυσσέας Ἐλύτης γράφει γιὰ τὸν «Ποιητὴ τῶν νεφῶν καὶ τῶν κυμάτων ποὺ κοιμᾶται μέσα μας» (Ἄξιόν Ἐστι, Τὰ πάθη, Ἀνάγνωσμα β΄, στ΄).
β) Ὅμως, γιὰ νὰ γίνει ἀναγωγὴ ἀπὸ τὸ αἰσθητὸ κάλλος τῶν κτισμάτων στὸν «Ὡραῖον κάλλει παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ. 44,3), ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς δημιουργίας στὸν Κτίστη καὶ Δημιουργὸ τῶν ἁπάντων, γιὰ νὰ ξυπνήσει ὁ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος ἄνθρωπος, χρειάζονται γυμνασμένες πνευματικὲς αἰσθήσεις. Ἐσωτερικὴ κάθαρση ἀπὸ τὸ ἐπαχθὲς βάρος καὶ τὴν ὁμίχλη τῶν φθοροποιῶν παθῶν. Ἔτσι ἡ ὑλικὴ δημιουργία, ποὺ ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ τελειότερο πλάσμα του, μπορεῖ νὰ γίνει πηγὴ ἔμπνευσης. Οἱ ὑμνογράφοι ποὺ διαθέτουν καθαρὴ καρδιά, συνδέουν τὴν ὡραιότητα τῆς κτίσης μὲ τὴ λαμπρότητα τοῦ Κτίστη καὶ διδάσκουν τοὺς πιστούς.
γ) Κι ἐνῶ μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, «ἡ κτίση συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 22), μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Σωτῆρος «τὰ σύμπαντα χαρᾶς πληροῦνται» (Τροπάριο τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς). Στὴν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων ἡ κτίση κατέχει οὐσιαστικὴ θέση. Οἱ ἱεροὶ ὑμνογράφοι ἄλλοτε τὴν παρουσιάζουν νὰ προευτρεπίζεται, ἄλλοτε νὰ συγχορεύει, ἄλλοτε νὰ εὐγνωμονεῖ καὶ ἄλλοτε νὰ στέκεται ἐκστατικὴ μπροστὰ στὸ «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν ξένον μυστήριον» τῆς Θείας συγκατάβασης.
δ) Οὐρανὸς καὶ γῆ, ἄστρα καὶ σπήλαιο, ἔρημος καὶ φάτνη, ὄρη καὶ δένδρα, ζῶα καὶ φυτὰ συμμετέχουν στὸ ὑπερφυὲς γεγονὸς τῆς Θείας συγκατάβασης καὶ ὑπουργοῦν τὸ θαῦμα. «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι· οὐρανοὶ ἀγαλλιάσθε· σκιρτήσατε τὰ ὄρη Χριστοῦ γεννηθέντος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στοὺς αἴνους τῆς ἑορτῆς καὶ καλεῖ σὲ θεία συνήχηση καὶ ἁρμονικὸ συνεορτασμὸ τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ οὐράνια, τὰ λογικὰ μὲ τὰ ἄλογα, τοὺς ἀγγέλους μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
ε) Ὁ Φώτης Κόντογλου ἀκολουθώντας τὴν θεσπέσια ὑμνογραφία τῆς ἑορτῆς, περιγράφει τὸ διάκοσμο τῆς εἰκόνας τῆς Γεννήσεως ὡς ἑξῆς: «Ὁ περίγυρος τῆς ἁγίας ταύτης εἰκόνος, μὲ τὰ καθέκαστά του εἶναι τερπνός, διὰ τὸ φαιδρὸν καὶ σωτήριον μυστήριον τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χρωματισμὸς τῶν βουνῶν εἶναι χαριέστατος καὶ γλυκός, μὲ ἐλαφρὰ ἰσκιώματα. Ἄγρια πρινάρια καὶ εὐώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια καὶ ἄλλα, στολίζουν ταπεινά τούς βράχους, ὅπως τὰ βλέπει κανένας εἰς τὰ εὐλογημένα βουνὰ τῆς πατρίδος μας» (Ἔκφρασις… σ. 158).
στ) Μέσα ἀπὸ μία ἀντιθετικὴ εἰκόνα διδάσκεται ἡ ἀξία τῆς ὑψοποιοῦ ταπείνωσης. «Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ Σπήλαιον, ἂλλ΄ οὐρανός σε πᾶσιν ἐκήρυξεν, ὥσπερ στόμα, τὸν Ἀστέρα προβαλλόμενος Σωτήρ». Ὅπως ὁ Χριστὸς γεννιέται μυστικὰ στὸ ταπεινὸ σπήλαιο καὶ ὁ οὐρανὸς ἀναγγέλλει μὲ τὸ λαμπερὸ ἀστέρι σὲ ὅλους τὸν Σωτήρα, ἔτσι καὶ κάθε πιστὸς ποὺ ἑκουσίως ταπεινώνεται γίνεται οὐράνιος ἄνθρωπος. Στὴν ἴδια γραμμὴ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος ἑρμηνεύοντας τὸ «μυστήριο τῆς Θείας οἰκονομίας» ὁμιλεῖ γιὰ ὑψοποιὸ κένωση καὶ «Θεία πτωχεία», προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀνέλθει πρὸς τὸν Θεό, πληρούμενος διὰ τῆς «αὐτοῦ θεότητος».
ζ) Στὸν ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων μέσα ἀπὸ ἕναν ὕμνο τοῦ Ἀνατολίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (5ος αἰώνας) παρουσιάζονται ὅλα τὰ κτίσματα νὰ προσκομίζουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ τὴν εὐχαριστία τους: «οἱ ἄγγελοι τὸν ὕμνον· οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα· οἱ Μάγοι τὰ δῶρα· οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα· ἡ γῆ τὸ σπήλαιον· ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ μητέρα Παρθένον». Μέσω τῆς Παναγίας, ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀνακαινίζεται ὁλόκληρη ἡ δημιουργία καὶ ἡ «κτίσις ἀγάλλεται».